Βιβλιοκριτική: Fidel & Che: A Revolutionary Friendship (Simon Reid-Henry)

Fidel Che Revolutionary Friendship book coverΚριτική του βιβλίου “Fidel & Che: A Revolutionary Friendshipτου Σάιμον Ρέϊντ-Χένρι, Sceptre, 2009. Εμπεριέχει στοιχεία και από το βιβλίο της Helen Yaffe, “Che Guevara: The Economics of Revolution” (Palgrave).

Του Ρίτσαρντ Γκοτ*.

Οι Επαναστάσεις πάντα αναδείκνυαν ενδιαφέροντες ηγέτες. Εντυπωσιακές μορφές προέκυψαν στη Γαλλία στα 1790: Ροβεσπιέρος, Νταντόν, Σεντ Ζυστ, Ναπολέων – ένα καταπληκτικό σύνολο ταλέντου. Στη Ρωσική Επανάσταση κυριάρχησε ένας γαλαξίας πρωτοτυπίας και πρωτοβουλίας: Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν, Μπουχάριν. Η Δημοκρατική πολιτική ιστορία, σε οποιαδήποτε δεκαετία, απεναντίας, έχει συγκριτικά να προσφέρει ελάχιστα τέτοια παραδείγματα. Οι αριστεροί ιστορικοί ήταν κάποτε εχθρικοί στην ιδέα ότι το παρελθόν ήταν γεμάτο από “σπουδαίες προσωπικότητες” (που συνήθως είναι άνδρες), αν και πρόσφατα οι ομοϊδεάτες του Ντέιβιντ Στάρκλεϊ έχουν αναβιώσει αυτήν την συντηρητική άποψη με κάποια εμπορική επιτυχία. Παρ’ ότι παραμένει αληθές ότι οι επαναστάσεις είναι γεναιόδωρες στην παραγωγή επαναστατών – όταν κάποιος πεθαίνει υπάρχει πάντα κάποιος να πάρει τη θέση του – πρέπει να έχεις ιδιαίτερη έλλειψη ρομαντισμού ώστε να μην αναγνωρίσεις πως η Ιστορία θα είχε διαφορετική γεύση εάν, ας πούμε, ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τσε Γκεβάρα είχαν πεθάνει και οι δύο στα κουβανικά παράλια το Δεκέμβρη του 1956, όταν προσάραξαν με το πλοιάριο Γκράνμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στην πτώση του Μπατίστα συνέβαλλε η κατάρρευση της τιμής της ζάχαρης, αλλά η Κούβα, ως παγκόσμιο φαινόμενο, δεν θα είχε ποτέ την λαμπερή της λάμψη χωρίς τα φωτογενή και χαρισματικά χαρακτηριστικά των πρώτων αρχηγών της Επανάστασης.

Εισερχόμενος σε γνωστά μονοπάτια, ο Σάϊμον Ρέϊντ-Χένρι είχε την φαεινή ιδέα να γράψει μια διπλή βιογραφία των δύο αυτών ανδρών (Φιντέλ και Τσε) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που ήταν μαζί. Είναι μια τόσο έξυπνη και προφανής σκέψη που αποτελεί έκπληξη πως κανένας δεν το είχε επιχειρήσει στο παρελθόν. Το έκανε ο Μπέρτραμ Γούλφ με το βιβλίο “Οι Τρείς που έκαναν την Επανάσταση”, δημοσιευθέν το 1948, ένας καθηλωτικός απολογισμός της Ρωσικής Επανάστασης μέσα από τις δραστηριότητες των Λένιν, Τρότσκι και Στάλιν, αλλά κανένας δεν είχε προηγουμένως χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο με το παράδειγμα των Κάστρο και Γκεβάρα. Το αποτέλεσμα είναι μια πειστική ρεβιζιονιστική ερμηνεία της Κουβανικής Επανάστασης, που είναι και ακαδημαϊκή και προσιτή (στο πλατύ κοινό). Βασιζόμενος στις γνώσεις του πάνω στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, καθως και την κατάθεση επιπλέον υλικού απο διάφορα αρχεία, ο Ρεϊντ-Χένρι εισέρχεται θαραλλέα στο μυαλό των δύο πρωταγωνιστών με υψηλό βαθμό αληθοφάνειας.

Ο Κάστρο παρέμεινε αβέβαιος για το αν πράγματι αντιλήφθηκε, ή ενέκρινε, την οικονομική στρατηγική του Τσε στο υπουργείο βιομηχανίας και η οποία αμφισβητήθηκε αρκετά από άλλα κυβερνητικά ιδρύματα με οικονομικές αρμοδιότητες. Τα ζητήματα που αναδείχθηκαν, γνωστά ορισμένες φορές ως “Η Μεγάλη Συζήτηση”, αφορούσαν αρκετά διαφορετικού είδους θέματα: η σχετική σημασία που δόθηκε στην εκβιομηχάνιση αντί της αγροτικής παραγωγής, το ερώτημα των ηθικών αντί υλικών κινήτρων και η καταλληλότητα του εισαγόμενου σοβιετικού οικονομικού μοντέλου.

Ένας πλήρης απολογισμός αυτής της σημαντικής αλλά δυσνόητης ιδεολογικής διαπάλης περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Έλεν Γιάφε, Che Guevara: The Economics of Revolution (Palgrave Macmillan, 2009). Ένα μεχρί σήμερα άγνωστο πεδίο έρευνας, βασιζόμενο σε ευρεία έρευνα στα αρχεία αλλα και συνεντεύξεις με δεκάδες ζώντες συνεργάτες του Γκεβάρα, αποτελεί πραγματικά πρωτογενή συμβολή στη γνώση μας για τις εσωτερικές διαδικασίες της Κουβανικής Επανάστασης. Ο Γκεβάρα αντιλήφθηκε το σοβιετικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, που αναμφίβολα ήταν χρήσιμο τη δεκαετία του 1920 όταν και πρωτοεφαρμόστηκε, ως ασύμβατο για τη δεκαετία του 1960. Ενδιαφέρονταν περισσότερο για την (λογιστική, οικονομικοτεχνική) οργάνωση των σύγχρονων αμερικανικών καπιταλιστικών συστημάτων, από τα οποία η Κούβα είχε ήδη μια εμπειρία σε αντίθεση με την Σοβιετική Ένωση. Εάν το μέλλον του σοσιαλισμού είναι συνδεδεμένο με τον κρατικό καπιταλισμό, υποστήριζε ο Γκεβάρα, τότε ίσως μπορούμε να μάθουμε περισσότερα από την Αμερική παρά απ’ τη Ρωσία…

Ο Φιντέλ και ο Τσε τα πήγαιναν καλά μαζί, είχαν την ίδια αντίληψη σε πολλά σημαντικά ζητήματα, τα διαφορετικά ταλέντα τους συμπλήρωναν το ένα τ’ άλλο. Ήταν πολλοί διαφορετικοί. Στο βιβλίο της Γιάφε παρουσιάζεται μια ανέκδοτη μέχρι πρότινος πτυχή της σχέσης τους. Τον Οκτώβρη 1961, ο Τσε σημείωσε την “καταπληκτική ικανότητα” του Φιντέλ να πλησιάζει τον κόσμο και να δημιουργεί απευθείας επαφή με τις μάζες. Σε αντίθεση με αυτό, είπε ο Τσε σε μια συνάντηση στο υπουργείο βιομηχανίας, “δε γνωρίζω ούτε ένα καμπαρέ, σινεμά η παραλία… πρακτικά δεν έχω βρεθεί σε οικογενειακό σπίτι στην Αβάνα, δεν γνωρίζω πως ζούν οι κουβανοί, γνωρίζω μόνο στατιστική, αριθμούς ή προϋπολογισμούς…”. Η αυστηρή λιτότητα της επαναστατικής εμφάνισης και καθημερινής πρακτικής του Τσε τον τοποθετεί κοντύτερα στο Ροβεσπιέρο παρά στο Νταντόν.

Το βιβλίο του Ρεϊντ-Χένρι περιγράφει την ιστορία περισσότερο συνοπτικά από τα περισσότερα γιγαντιαία βιβλία-βιογραφίες που έχουν δημοσιευθεί για τον Φιντέλ και τον Τσε. Έχει όμως τις αδυναμίες του. Ακολουθεί προηγηθείσες ιστορίες δίνοντας βάση στην πρώϊμη περίοδο του ανταρτοπολέμου (παίρνει 200 σελίδες, το μισό βιβλίο, για να φτάσει στο 1959) και έπειτα είναι υποχρεωμένος να περάσει τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, που είναι ενδιαφέροντα και ταραχώδη, με σχετική βιασύνη. Γράφει με την ψυχολογική ματιά ενός μυθιστοριογράφου, αν και κάποιος θα μπορούσε να δυσανασχετήσει με τα μωβ κείμενα όπου αφήνει την φαντασία του να τρέψει πέρα απ’ τα υπάρχοντα στοιχεία. Είναι συχνά απρόσεκτος με τις ημερομηνίες και υπεροπτικός όταν συστήνει, ή σε άλλες περιπτώσεις αγνοεί επιδεικτικά, κάποιους εξέχουσας σημασίας ιστορικούς χαρακτήρες.

Με την σημερινή οπτική και προοπτική, ο συγγραφέας λίγο έως πολύ υποβιβάζει το ρόλο του αδελφού του Φιντέλ, του τωρινού προέδρου της Κούβας. Ο Ραούλ Κάστρο, χωρίς τα χαρίσματα του αδελφού του, ήταν πάντοτε ηγετικό στέλεχος, κυρίως δε με την στενή στρατιωτική συνεργασία που ανέπτυξε με την Σοβιετική Ένωση επί τριάντα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν συγκέντρωσε τα φώτα επάνω του και παραμένει “σκιώδης” σε αυτό το βιβλίο, όπως και σε προηγηθήσες βιογραφίες του αδελφού του και του Γκεβάρα. Για ένα βιβλίο σχετικό με την Κούβα ο τίτλος “Οι Τρείς που έκαναν την Επανάσταση” θα ήταν επίσης ένας καλός τίτλος.

 * Το κείμενο του Ρ.Γκοτ γράφτηκε για το London Review of Books αλλά δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. O Γκοτ (γεν.1938) είναι βρετανός δημοσιογράφος και ιστορικός. Μετάφραση – Επιμέλεια: Ν.Μόττας / Guevaristas.

El Pensamiento Economico de Ernesto Che Guevara / Η οικονομική σκέψη του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (Μέρος Τέταρτο)

ΜΕΡΟΣ ‘Δ (Συνέχεια από Μέρος ‘Γ).

«Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ» του οικονομολόγου Carlos Tablada Perez, εκδόσεις  Casa de las Americas 1987, CUBA.

Του Βαγγέλη Γονατά.

Η πορεία της Κούβας στα πλαίσια του σοσιαλιστικού στρατοπέδου (παρ ότι υπήρξε ιδρυτικό μέλος του «Κινήματος των Αδεσμεύτων») υπήρξε παράλληλη αλλά και αποκλίνουσα. Η  μελέτη αυτής της πορείας, αλλά και της κατάστασης στο εσωτερικό της Κούβας, βγάζει κάθε στιγμή, καλή ή κακή, την ανεξίτηλη σφραγίδα του Τσε. Το αλάνθαστο λαϊκό κριτήριο, έχει το ένστικτο να αναγνωρίζει στον ηγέτη τον δικό του άνθρωπο , τον άνθρωπο που θα ήθελε να είναι, τον Νέο Άνθρωπο που οραματίστηκε ο Τσε, και κατάφερε  να σκιαγραφήσει με την σκέψη, την δράση, και ιδιαίτερα την στάση και το προσωπικό   του παράδειγμα. Το σύνθημα  “estudio – trabajo – fusil” (σπουδές – δουλειά – ντουφέκι) θα περνάει σαν κόκκινη γραμμή την Κουβανική κοινωνία θυμίζοντας κάθε στιγμή τον Τσε.

Τον Απρίλη του 65 ο Τσε έχοντας αποδεσμευτεί από όλα τα κυβερνητικά καθήκοντα (όπως αποκαλύπτει ο Φιδέλ, ήταν ο μόνος όρος που είχε βάλει όταν τον ακολούθησε ) φεύγει από την Κούβα για να συμμετάσχει σε άλλα επαναστατικά κινήματα. Πεποίθησή του είναι ότι  ο πόλεμος με τον ιμπεριαλισμό είναι συνεχής και ενιαίος. Περνάει μερικούς μήνες στο Κογκό και επιστρέφει μυστικά στην Κούβα τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.  Το όραμά του για την επέκταση της επανάστασης στη Λατινική Αμερική (είχε ήδη συμμετάσχει  στην πολιτική δράση στη Γουατεμάλα  το 1954 όταν η CIA ανέτρεψε την κυβέρνηση Χ. Αρμπενζ) και πιθανόν η πεποίθησή του ότι η Κούβα, χώρα νησιωτική , θα ήταν πολύ δύσκολο να επιβιώσει χωρίς ένα επαναστατικό στήριγμα, μια χώρα σύμμαχο στην Λατινική Αμερική, τον ωθεί την Βολιβία τον Νοέμβριο του 1966. Παρ ότι η καρδιά του τον καλεί στην πατρίδα του την Αργεντινή, όπου έχει ήδη πέσει στην μάχη (1964) ο συμπατριώτης του Χόρχε Ρικάρντο Μασέτι, δημοσιογράφος και ιδρυτής του ειδησεογραφικού πρακτορείου Prensa Latina.

H Bολιβία,  δεν επελέγη τυχαία, υπήρχαν εκεί σοβαρές πιθανότητες   επαναστατικής ανάφλεξης. Η εκτέλεση εν ψυχρώ δεκάδων επαναστατών εργατικών ηγετών σε σύσκεψη προετοιμασίας  απεργίας, δείχνει ότι ο ιμπεριαλισμός είχε πάρει σοβαρό μάθημα από την Κούβα.  Επομένως η επαναστατική ομάδα που ταξίδεψε στην Βολιβία και προετοιμάστηκε μυστικά στην Κούβα, είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.  Παρ όλες τις αντιξοότητες και την εχθρική στάση της ηγεσίας του ΚΚ Βολιβίας στο εγχείρημα, αν  ο Tσε στην τελευταία μάχη, κατάφερνε να περάσει τον κλοιό του κυβερνητικού στρατού  και να πάει στην περιοχή που υπήρχαν ευνοϊκότεροι συσχετισμοί και σχετική οργάνωση τον αγροτικό πληθυσμό, η υπόθεση θα παιζόταν  σοβαρά. Εξ άλλου κάποιοι συμπολεμιστές του τα κατάφεραν και γύρισαν μετά από καιρό στην Κούβα. Όμως  ο Τσε -ουσιαστικά- έπεσε στην μάχη  (10/67). Ήταν μια πιθανότητα που πάντα υπήρχε, και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της επαναστατικής του ζωής  μαζί της. Έπεσε στη μάχη, και ταυτόχρονα άνοιξε το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής του.

Τα χρόνια που ακολούθησαν  τον ηρωικό θάνατο του Τσε, δεν υπήρξε επαναστατικό κίνημα σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στην Λατινική Αμερική που να ζήτησε και να μην έλαβε κάθε βοήθεια  – και στρατιωτική – από την Κούβα. Ο  «Κουβανός» ταυτίστηκε με τον όρο Διεθνιστής. Στην Ελλάδα την δεκαετία του 80 συνηθίσαμε να λέμε  «Κουβανό», κάθε σύντροφο που ερχόταν να ενισχύσει από αλλού την δράση μιας οργάνωσης.

Κορυφαία  Κουβανική επιχείρηση διεθνιστικής βοήθειας, υπήρξε η αποστολή στρατευμάτων στην μακρινή Αγκόλα (κωδικό όνομα «Επιχείρηση Καρλότα»). Η κυβέρνηση της Κούβας ανταποκρίθηκε 2 φορές (1975,1987) στο αίτημα της νόμιμης κυβέρνησης για βοήθεια στην απόκρουση  της  Ζαΐρινής και Νοτιοαφρικανικής επίθεσης για την ματαίωση της διακήρυξης  ανεξαρτησίας και την κατάληψη της χώρας, ματαιώνοντας  τα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Η Αγκόλα απελευθερώθηκε τελικά και οι ιμπεριαλιστές υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν το αποτέλεσμα του πολέμου. Στον 12ετή αυτό πόλεμο, πολέμησαν πάνω από 55.000 Κουβανοί  και πάνω από 2.000 έπεσαν στην μάχη, κάνοντας την Κούβα σύμβολο του διεθνισμού και στην Αφρική. Την ίδια περίοδο η συμμετοχή των Σοβιετικών ήταν σε επίπεδο Συμβούλων στο Γενικό Επιτελείο  του στρατού της Αγκόλα και εννοείται, σε υλικό , επιμελητιακό , διπλωματικό επίπεδο που δεν ήταν καθόλου αμελητέο.

Η τελική μεγάλη μάχη του πολέμου έγινε στα τέλη του 1987 στο Κουίτο Καναβάλε. Ηδη η Αγκόλα είχε νικήσει από τα τέλη του 1975, όταν με την καθοριστική βοήθεια της Κούβας αποκρούστηκε απολύτως η ιμπεριαλιστική επίθεση, και εκδιώχθηκε κάθε στρατιώτης των επιτιθέμενων από το έδαφός της. Άρχισε η δεκαετία της διπλωματίας και της υποτιθέμενης ειρηνικής λύσης. Ακόμα και οι Σοβιετικοί πίεζαν έντονα για την απόσυρση των Κουβανικών στρατευμάτων φοβούμενοι τις αντιδράσεις των ΗΠΑ. Έτσι παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις τους, οι Κουβανοί και η Κυβέρνηση της Αγκόλα, συμφωνούν σε πρόγραμμα μερικής απόσυρσης . Όταν ο Φιδέλ  επισκέπτεται την Αγκόλα τον Μάρτη του 1977 ήδη, 12.000 Κουβανοί στρατιώτες (το 1/3 των δυνάμεων) έχει επιστρέψει. Όμως παραμένουν σοβαρές δυνάμεις στο βασικό οροπέδιο της χώρας, 250 χιλ. από τα σύνορα της Ναμίμπια.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Αγκόλα στάθηκε στα πόδια της, χάρη και στην επιμελητιακή  και οικονομική βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς  στις άλλες χώρες της περιοχής (Ναμίμπια, Ζιμπάμπουε , Νότια Αφρική) αναπτύχθηκε  η αντιαποικιακή πάλη.  Όμως στα τέλη του 1987 εξαπολύεται η τελική και σοβαρότερη ιμπεριαλιστική επίθεση από τις δυνάμεις της Νότιας Αφρικής που εισβάλουν και πάλι στην Αγκόλα.  Η κυβέρνηση της Αγκόλα ζητά εκ νέου στρατιωτική βοήθεια από την Κούβα.  Πέρα από κάθε πρόβλεψη, σε μια γιγαντιαία στρατιωτική επιχείρηση, ρισκάροντας ακόμα και την αμυντική θωράκιση της Κούβας, 40.000 Κουβανοί μαχητές, 600 άρματα μάχης, 1.000 αντιαεροπορικά, αεροπορικές δυνάμεις ΜIG-23 διασχίζουν τον Ατλαντικό και αποβιβάζονται στην Αγκόλα και συντρίβουν οριστικά τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο Κουίτο Καναβάλε.  Για πρώτη φορά στην ιστορία, μια «τριτοκοσμική χώρα» διεξάγει μια τέτοια στρατιωτική επιχείρηση έξω από το έδαφός της και μάλιστα σε άλλη ήπειρο. Για τρίτη φορά σε στρατιωτικό επίπεδο (Επανάσταση , Κόλπος των Χοίρων, Αγκόλα) η μικρή Κούβα κάνει κίνηση ματ στην πανίσχυρη στρατιωτική ιμπεριαλιστική μηχανή. .  Έτσι εφαρμόστηκε με τον καλύτερο τρόπο από τους Κουβανούς, το Γκεβαρικό σύνθημα “fusil”  από το τρίπτυχο «estudio/σπουδές , trabajo/δουλειά , fucil / τουφέκι», σύνθημα  μέχρι σήμερα της Κομμουνιστικής νεολαίας της Κούβας.

Το  βάρος που έριξε  από την πρώτη στιγμή η Κουβανική επανάσταση στον παράγοντα άνθρωπο ήταν βασική θέση του Τσε, που εκφράζεται έντονα και στην οικονομική του σκέψη.  Η θεμελιώδης αντίθεση  για τα ηθικά ή υλικά κίνητρα , η θέση για  διαρκή μόρφωση και πολύπλευρη ειδίκευση του πληθυσμού  έχει φτιάξει 50 χρόνια μετά, το μοναδικό στον κόσμο Κουβανικό φαινόμενο ενός μορφωμένου και με υψηλή κουλτούρα λαού σε μια τόσο μικρή και με τόσο  οικονομικά προβλήματα χώρα. Η χώρα των 6.οοο γιατρών, που μετά την επανάσταση έφυγαν οι μισοί, είναι σήμερα η μεγαλύτερη «εξαγωγική δύναμη» γιατρών σε όλο τον κόσμο. Η χώρα που μόλις στα πρώτα χρόνια επαναστατικής εξουσίας εξάλειψε τον αναλφαβητισμό, σήμερα έχει παγκοσμίως το μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης.  Η χώρα που ακόμα και σήμερα δεν έχει εξασφαλίσει την επάρκεια τροφίμων, έχει το μεγαλύτερο μέσο όρο ζωής και την μικρότερη παιδική θνησιμότητα από όλη την Λατινική Αμερική.

Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το εκπαιδευτικό σύστημα στην Κούβα, καθώς έχει έντονη επιρροή –παρ ότι δείχνει άσχετο εκ πρώτης όψεως –  από την οικονομική σκέψη του Τσε. Δηλ.  της γενικής , διαρκούς εκπαίδευσης , μόρφωσης και ειδίκευσης σαν κινητήριο μοχλό και της οικονομίας.

Στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά σχολεία οι μικροί μαθητές εκτός από την βασική εκπαιδευτική ύλη που αντιστοιχεί σε κάθε φάση,  παίρνουν τις βάσεις για να ανακαλύψουν και αναπτύξουν πολλαπλές κλίσεις, δεξιότητες και ταλέντα. Μέσα από ομάδες δουλειάς κάνουν μουσική, χορό, έρχονται σε πρώτη επαφή με ποίηση, λογοτεχνία, γυμναστική και αθλήματα.    Μέσα στο  σχολείο τρώνε , κοιμούνται το μεσημέρι, και διαβάζουν. Γυρίζοντας σπίτι , βασικά έχει τελειώσει και η προετοιμασία τους (διάβασμα) για την επόμενη μέρα.

Το αντίστοιχο  με το δικό μας Γυμνάσιο είναι 3 χρόνια, και το αντίστοιχο Λύκειο 5. Αυτό που εμείς θα λέγαμε  «επαγγελματικό προσανατολισμό» αρχίζει από την 3η γυμνασίου, διαρκεί δηλ. 6 χρόνια, πριν το Πανεπιστήμιο.  Ο μαθητής επιλέγει μαθήματα κατεύθυνσης διαφόρων επιστημών ή ειδικοτήτων τα οποία στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει, να αφήσει ή να πάρει κι άλλα. Το καλοκαίρι στο πρόγραμμα διακοπών, περιλαμβάνεται μήνας πρακτική στις επιλεγείσες ειδικότητες σε αντίστοιχες επιχειρήσεις ή ιδρύματα.

Έτσι υλοποιείται λοιπόν μέχρι και σήμερα, το Γκεβαρικό σύνθημα “estudio” (σπουδές), βασικό στοιχείο – θα το επαναλάβουμε – της οικονομικής σκέψης του Τσε. Γιατί  η οικονομία δεν είναι κυρίως Λογιστική.

Πηγή: Sierra Maestra.

Παρουσίαση του βιβλίου «Ο Τσε για το κράτος και την επανάσταση» (Δημήτρη Καλτσώνη)

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Το Βιβλιοκαφέ Έναστρον και οι εκδόσεις Τόπος σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του καθηγητή Δημήτρη Καλτσώνη.

«Ο Τσε για το κράτος και την επανάσταση».

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:

  • Νέδα Κανελλοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου.

  • Νίκος Καρανδρέας, Aναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος Ελληνοκουβανικού Συνδέσμου Φιλίας και Αλληλεγγύης.

  • Πέτρος Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφος.

  • Δημήτρης Καλτσώνης.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012, ώρα 19.00, στο Βιβλιοκαφέ Έναστρον, Σόλωνος 101, Αθήνα, τηλ.: 210 3828161.

Από τον πρόλογο του βιβλίου.

Συμπληρώνονται φέτος 45 χρόνια από τη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να γράψει ή να μιλήσει κανείς για έναν άνθρωπο όπως εκείνος: έναν άνθρωπο με προτερήματα και αδυναμίες όπως όλοι αλλά παράλληλα ένα μοναδικό επαναστάτη που ενσάρκωσε μια ολόκληρη εποχή, που ενσωμάτωσε στην προσωπικότητα του τα καλύτερα χαρακτηριστικά του απελευθερωμένου ανθρώπου. Υπήρξε, δίχως αμφιβολία, το πρόπλασμα ενός άλλου ανθρώπου, εκείνου του μέλλοντος. Αυτός ο άνθρωπος θα είναι καρπός μιας κοινωνίας που δεν θα είναι μπερδεμένη σε αξεδιάλυτες, ανταγωνιστικές αντιθέσεις, που θα αναζητά εναγώνια και διαρκώς τη φυγή προς τα πάνω. Αυτός ο άνθρωπος, που χωρίς να είναι απαλλαγμένος από αντιφάσεις, θα διακρίνεται για το ευρύ πνεύμα, τον αλτρουισμό, την αρμονική συμβίωση με τους άλλους ανθρώπους και τη φύση, την αυτοθυσία, την ευγένεια, συναντιέται στον Τσε, όπως και σε πολλούς άλλους ανώνυμους επαναστάτες του σύγχρονου κόσμου.

Εμπνέει το ηθικό του παράδειγμα, το γεγονός ότι υπήρξε πάντοτε υποστηρικτής και εκφραστής της αλήθειας, όπως την κατανοούσε εκείνος, χωρίς εξωραϊσμό, υποκρισία ή επιτήδευση. «Ο τρόπος μου να φέρω σε πέρας τα πράγματα είναι να λέω την αλήθεια, προσωπικά πιστεύω ότι είναι το καλύτερο όλων» [1].

Ο Τσε ήταν πρώτα απ’ όλα ένας άνθρωπος της δράσης. Υπήρξε όμως και θεωρητικός της επανάστασης [2]. «Έγραφε με τα χαρίσματα ενός κλασικού… και είμαστε σίγουροι ότι μερικά από τα κείμενα του θα περάσουν στους απογόνους σαν κλασικά ντοκουμέντα της επαναστατικής σκέψης» είχε πει ο Φιδέλ Κάστρο. Ο ίδιος σημείωνε ότι «ο Τσε έφερε τις ιδέες του μαρξισμού-λενινισμού στην πιο δροσερή, στην πιο καθαρή και πιο επαναστατική έκφραση τους» [3].

Στην παρούσα εργασία μελετάται το θεωρητικό έργο του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Δε μελετάται η συνολική θεωρητική προσφορά του αλλά ο πυρήναςτης που αναφέρεται στο κομβικής σημασίας ζήτημα της κρατικής εξουσίας και της επανάστασης. Τα θέματα αυτά αποκτούν σήμερα, μεσούσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, εξέχουσα σημασία. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος προσεγγίζονται οι απόψεις του Τσε για το αστικό κράτος, στο δεύτερο οι απόψεις του για την επανάσταση και στο τρίτο οι θέσεις του για το σοσιαλιστικό κράτος.

Πολύτιμη υπήρξε, εκτός των έργων του που υπάρχουν ήδη μεταφρασμένα στα ελληνικά  ή αυτά που βρίσκει κανείς στο πρωτότυπο, η έκδοση το 2006 των Apuntes Críticos a la Economía Política (Κριτικά σημειώματα στην πολιτική οικονομία). Σε αυτήν περιλαμβάνονται και δόθηκαν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό οι σημειώσεις του Γκεβάρα στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ και σε άλλα κείμενα των κλασσικών του μαρξισμού. Η έκδοση ανοίγει με μια πολύτιμης σημασίας για την κατανόηση της σκέψης του Τσε επιστολή προς τον Φιδέλ Κάστρο που αφορά σε καυτά ζητήματα της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Τα σημαντικά αυτά ντοκουμέντα εκδόθηκαν με πρωτοβουλία της κουβανικής κυβέρνησης. Ήταν μέχρι την έκδοση του εν λόγω βιβλίου προσιτά μόνο στους ερευνητές που μπορούσαν να τα μελετήσουν στο Ίδρυμα Γκεβάρα στην Αβάνα.

H ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με γιγάντιες προκλήσεις. Είναι στις μέρες μας επίκαιρες και δόκιμες οι επαναστατικές ιδέες του Γκεβάρα; Ποια πρέπει να είναι η θέση των απόκληρων, των «χωρίς φωνή», των εκατομμυρίων εργατών, αγροτών, επιστημόνων, ανέργων;

Το ηθικό του παράδειγμα, στενά, διαλεκτικά δεμένο με τις αντιλήψεις του για το κράτος και την επανάσταση δίνει, ίσως, την πιο σύντομη και ξεκάθαρη απάντηση σε αυτά και σε άλλα ερωτήματα. Απευθυνόμενος στα παιδιά του όταν αναχωρούσε έγραφε: «αν κάποτε χρειαστεί να διαβάσετε αυτό το γράμμα, θα είναι γιατί εγώ δεν θα βρίσκομαι ανάμεσα σας. Σχεδόν δε θα με θυμάστε και οι πιο μικροί δεν θα θυμούνται τίποτε. Ο πατέρας σας υπήρξε ένας άνθρωπος που δρούσε όπως σκεφτόταν και, σίγουρα, υπήρξε συνεπής με τις πεποιθήσεις του… Πάνω απ’ όλα, να είστε πάντα ικανοί να νιώθετε βαθιά μέσα σας οποιαδήποτε αδικία διαπράττεται ενάντια σε οποιονδήποτε, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου… Για πάντοτε, παιδάκια. Ακόμη ελπίζω να σας δω. Ένα τεράστιο φιλί και ένα αγκάλιασμα από τον μπαμπά» [4].

Εκφράζοντας την εκτίμηση μου έτρεφαν για τον Γκεβάρα, όχι μόνο οι επανάστατες αλλά ένα πολύ ευρύτερο κοινό σε όλο τον κόσμο [5], ο Φ.Κάστρο σημείωνε με έμφαση λίγες μέρες μετά το θάνατο του: «Αν θέλουμε να πούμε πως θα θέλαμε να είναι οι επαναστάτες μαχητές μας, τα μέλη μας, οι άνθρωποι μας, πρέπει να πούμε δίχως κανένα δισταγμό: να είναι σαν τον Τσε! Αν θέλουμε να περιγράψουμε πως θα θέλαμε να είναι οι άνθρωποι των μελλοντικών γενιών, πρέπει να πούμε: να είναι σαν τον Τσε! Αν θέλαμε να πούμε πώς θα επιθυμούσαμε να διαπαιδαγωγηθούν τα παιδιά μας, πρέπει να πούμε δίχως δισταγμό: να διαπαιδαγωγηθούν στο πνεύμα του Τσε! Αν θέλουμε ένα πρότυπο ανθρώπου, ένα πρότυπο ανθρώπου που δεν ανήκει σε αυτούς τους καιρούς, αλλά στο μέλλον, τότε, από τα βάθη της καρδιάς μου λέω ότι αυτό το πρότυπο δίχως κηλίδα στη συμπεριφορά του, στη στάση του, στη δράση του, αυτό το πρότυπο είναι ο Τσε!» [6].

[1] Βλ. E. Che Guevara, Apuntes Críticos a la Economía Política, Melbourne – New York, Ocean Press, 2006, σελ. 264.

[2] Βλ. M.Pineiro, Che Guevara and the Latin American Revolutionary Movements, Melbourne – New York, Ocean Press, 2001, σελ. 39-40.

[3] Βλ. πρόλογος του Φ.Κάστρο στο Ε.Τσε Γκεβάρα, Πολιτικά Κείμενα, τ.ΙΙ, Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1982, σελ. 19, 24.

[4] Βλ. Ε. Τσε Γκεβάρα, Κείμενα, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1996, σελ. 193.

[5] Βλ. για παράδειγμα J. Mallin, «Che Guevara: some documentary puzzles at the end of a long journey», Journal of Inter-American Studies, Vol.10, No.1 (Jan.1968), σελ. 74 κ.ε. και R.Harris, «Reflections on Che Guevara’s legacy», Latin American Perspectives, Issue 101, Vol.25 No4, July 1998, σελ.19-21 και J.Larson-O.Lizardo, «Generations, identities and the collective memory of Che Guevara», Sociological Forum, Vol.22, No.4 (Dec.2007), σελ.425 κ.ε.

[6] Βλ. Ομιλία του Φ.Κάστρο, 18/10/1967, στο Ε.Τσε Γκεβάρα, Κείμενα, οπ.π., σελ. 30.

 

(ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ)

Ο Τσε στα ελληνικά

Η πρώτη έκδοση κειμένου του Τσε στην Ελλάδα δεν έγινε από κάποια οργάνωση ή εκδοτικό οίκο της αριστεράς, αλλά από το επίσημο περιοδικό του στρατού: τον Ιανουάριο του 1962, η «Γενική Στρατιωτική Επιθεώρησις» (μηνιαία έκδοσις του ΓΕΣ) δημοσίευσε -με τον τίτλο «Ανορθόδοξος Πόλεμος»- «το δεύτερον κεφάλαιον εκ του εγχειριδίου του Κουβανού Γκουεβάρα, επιτελάρχου του Φιντέλ Κάστρο, περί ανταρτοπολέμου». Πρώτος έλληνας μεταφραστής του Τσε, από την ανάλογη έκδοση του αμερικανικού περιοδικού «Army», ήταν έτσι ο αντισυνταγματάχης Π. Γιαννακόπουλος!

Το άρθρο αυτό και μια ομιλία του Τσε -που δημοσιεύθηκε λίγα χρόνια αργότερα στο περιοδικό «Αντιιμπεριαλιστής» της οργάνωσης «Φίλοι Νέων Χωρών»- θα είναι οι μόνες δημοσιεύσεις κειμένων του Γκεβάρα στα ελληνικά μέχρι τα μέσα περίπου της δικτατορίας. Το 1969 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ‘Φως’ «Η Επανάσταση στην Κούβα» (σε μετάφραση Φ. Κομνηνού) ενώ τον Αύγουστο του 1971 στο 2ο τεύχος του περιοδικού «Νέοι Στόχοι» δημοσιεύεται το «Μήνυμα στην Τριηπειρωτική» («2,3,… πολλά Βιετνάμ»). Μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μετραπολίτευσης, εκδόθηκαν και τα υπόλοιπα βασικά κείμενά του: «Ο Ανταρτοπόλεμος» (μτφ. Φ. Χατζιδάκη-Σ. Σιδερά), «Ημερολόγιο Βολιβίας» (μτφ. Φ. Κομνηνού), «Πολιτικά Κείμενα» (2 τόμοι, σε μετάφραση Λιλής Ζωγράφου & Μπάμπη Λυκούδη) · από τις εκδόσεις Gutenberg κυκλοφόρησε επίσης, σε μετάφραση Γ. Παπαγιαννέα, το «Σοσιαλισμός και άνθρωπος» (1972).

 Με την αναζωπύρωση του σχετικού ενδιαφέροντος, την τελευταία δεκαετία έχουν επανεκδοθεί -σε νέες μεταφράσεις- μια επιλογή από πολιτικά κείμενά του («Κείμενα», μτφ. Χρ. Πάντζου, Σύγχρονη Εποχή 1988) και οι αναμνήσεις του από το αντάρτικο της Κούβας («Το ημερολόγιο του επαναστατικού πολέμου», μτφ. Δ. Κωστελένιος, `Το Ποντίκι’ 1996). Λίγο μετά την πρώτη έκδοσή τους σε διεθνές επίπεδο, το 1993, κυκλοφόρησαν και οι αναμνήσεις του από το νεανικό του ταξίδι στη Λατ. Αμερική ( «Λατινοαμερικάνα. Ημερολόγιο από ένα ταξίδι με μοτοσικλέτα», μτφ. Ντίνας Σιδέρη, εκδ. Νέα Σύνορα 1994).

Προς το παρόν, μοναδική αποτίμηση της σκέψης του Τσε στα ελληνικά παραμένει το βιβλίο του Michael Lowy «Ο Τσε Γκεβάρα και ο μαρξισμός» (Καρανάσης 1973). Παράλληλα κυκλοφορούν δυο βιογραφίες του, που δυστυχώς δε συγκαταλέγονται στις καλύτερες του είδους. Η πρώτη, από το φίλο του Ricardo Rojo («Τσε Γκουεβάρα. Η ζωή και ο θάνατος ενός φίλου», εκδ. Δημιουργία), γράφτηκε βιαστικά το 1968 προκειμένου να ανταποκριθεί στο τεράστιο ενδιαφέρον που προκάλεσε ο θάνατος του κομαντάντε στη Βολιβία · η δεύτερη, από το γάλλο συγγραφέα Ζάν Κορμιέ («Τσε Γκεβάρα», εκδ. Καστανιώτη), χαρακτηρίζεται επίσης από μια κάποια προχειρότητα. Εξαιρετικά περιορισμένο όσον αφορά την οπτική του γωνία είναι το βιβλίο του κουβανού Φροϊλάν Γκονσάλες, πρώην στελέχους του κουβανικού Υπ. Εσωτερικών, και της συζύγου του Α.Κουπούλ («CIA κατά Τσε», Σύγχρονη Εποχή 1997). Έμμεση αναφορά στον Τσε συνιστούν τέλος οι αναμνήσεις ενός από τους λιγοστούς επιζήσαντες του βολιβιανού αντάρτικου (Νταριέλ Αλαρκόν Ραμίρες «Οι επιζήσαντες σύντροφοι του Τσε», Καστανιώτης 1997), που ξεκινά με τη σύλληψη του θρυλικού κομαντάτε.

Πηγή: «ΙΟΣ» / Ελευθεροτυπία, 9 Οκτ. 1997.

Νέο βιβλίο με αδημοσίευτα κείμενα του Τσε / Lanzarán libro con textos inéditos del Che Guevara

Την προσεχή Πέμπτη 14 Ιουνίου, με την ευκαιρία της επέτειου των 84ων γενεθλίων του, οι εκδόσεις Ocean Press και Ocean Sur θα παρουσιάσουν το βιβλίο Apuntes Filosóficos (Φιλοσοφικές Σημειώσεις) του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στο Κέντρο Διεθνούς Τύπου της Αβάνας.

Οι Φιλοσοφικές Σημειώσεις του Τσε – ανέκδοτες ως τώρα – οι οποίες συνιστούν μαζί με τις κριτικές σημειώσεις στην Πολιτική Οικονομία την βάση της μαρξιστικής του σκέψης, περιλαμβάνουν κείμενα από τρεις περιόδους της ζωής του: Σημειώσεις από την εφηβεία και τα πρώτα νεανικά του χρόνια, στοχασμούς γραμμένους στην Τανζανία, την Πράγα και την Κούβα (1965-1966) και μελέτες θεωρητικών έργων που έκανε μετά την άφιξή του στην Βολιβία.

Τα βαθυστόχαστα, ανατρεπτικά και κριτικά του σχόλια, οι διατυπώσεις θέσεων, εμπεριέχουν πολλές προτάσεις και μας ξεδιπλώνουν τον Μαρξ, τον Ένγκελς, τον Λένιν και άλλους μαρξιστές στοχαστές. Οι ερμηνίες του συνδυάζουν αξιολογήσεις σχετικά με τις αρετές και τις αδυναμίες των θεωρητικών έργων, με την επιρροή που είχαν και την θέση τους στην ιστορία του μαρξισμού, καθώς επίσης κριτική από το παρόν, σημειώνοντας παραλείψεις, λάθη και πετυχημένες προβλέψεις. Υπεύθυνοι για την επιλογή των κειμένων ήταν οι ερευνητές Κάρμεν Αριέτ Γκαρσία και Φερνάντο Μαρτίνες Ερέδια.

Ακολουθεί η συνοπτική και η πιο αναλυτική ανακοίνωση της έκδοσης στα ισπανικά.

El próximo jueves 14 de junio, a las diez de la mañana, las editoriales Ocean Press y Ocean Sur presentarán el libro Apuntes Filosóficos, de Ernesto Che Guevara, en el Centro de Prensa Internacional (23 esquina a O, La Habana).

Los Apuntes filosóficos del Che -inéditos hasta el momento-, que conforman junto a los Apuntes críticos a la Economía Política la base de su pensamiento marxista, reúnen textos de tres momentos de su existencia: anotaciones de su adolescencia y primera juventud; reflexiones escritas entre Tanzania, Praga y Cuba; y los estudios de obras teóricas que emprende a partir de su llegada a Bolivia.

Sus comentarios profundos, irreverentes, evaluadores, enunciadores de tesis, están llenos de sugerencias y nos devuelven a Marx, Engels, Lenin y otros pensadores marxistas. Sus interpretaciones combinan juicios sobre las virtudes y los defectos de las obras con las implicaciones que tuvieron y su lugar en la historia del marxismo, pero también las comenta desde el presente, anotando ausencias, errores y predicciones acertadas.

La compilación estuvo a cargo de los investigadores María del Carmen Ariet García y Fernando Martínez Heredia.

Nota a la edición

Los Apuntes filosóficos de Ernesto Che Guevara forman parte integral de una obra mayor que, junto a los denominados Apuntes críticos a la Economía Política (Ocean Sur, 2006), conforman la base de pensamiento que permitiría, en pretensiones del Che, «[…] dar cultura marxista al pueblo […]» como expresara en carta a Armando Hart de 4 de diciembre de 1965 -en aquellos años miembro de la dirección del PCC-, mientras permanecía en Tanzania después de la abortada contienda del Congo.

Esos Apuntes… fueron escritos por el Che en circunstancias muy particulares, entre el Congo, Tanzania, Praga y Bolivia, durante los años 1965-1967, aunque sus antecedentes se ubican, inicialmente, en una etapa formativa enmarcada dentro de la adolescencia y su primera juventud con la redacción de los «Cuadernos filosóficos», así calificados por el joven Ernesto Guevara. Por la complejidad de la última de esas etapas, el Che alude a «ese largo periodo de vacaciones» que le hizo meter «la nariz en la filosofía», como algo que pensaba hacer hacía mucho tiempo.
La edición que se presenta se propuso ordenar los Apuntes… en correspondencia con un orden cronológico de los autores examinados por el Che y plasmados en su estructura original, hasta donde los dejara en el fragor de sus últimos combates, lo que en ocasiones resiente su lectura y sobre todo la añoranza del lector por toparse con más, en ese tremendo empeño de constancia y dedicación. No obstante, en la carta citada y que de hecho sirve de una magnífica introducción al libro -aunque no haya sido concebida para ello- elabora un «ambicioso plan», así denominado, que permite comprender los objetivos que pretendía alcanzar con su plan de lecturas.

Es consciente de que, cada una de las partes en las que concibe el futuro libro, requiere de un arduo esfuerzo por ser «un trabajo gigantesco» que Cuba merece, reforzado, además, por su creencia de que lo podía intentar. Es ese el «intento» que se refleja en los Apuntes…, ordenados para la edición con sus correspondientes anotaciones personales, siempre con ese estilo agudo y sintético que lo caracterizara.

Para dar una mayor comprensión de los estudios de filosofía realizados por el Che a lo largo de toda su vida, se decidió incorporar un exhaustivo contenido de aquellos «Cuadernos filosóficos» mencionados en párrafos anteriores y que, en una tarde de remembranzas con el escritor uruguayo Eduardo Galeano, en su despacho del Ministerio de Industrias en 1964, le explicara que a los diecisiete años había empezado a construir una especie de diccionario de filosofía porque entendía que tanto él como sus amigos lo necesitaban. Una revelación en clave muy sugerente que, además de brindarnos una visión coherente y lineal con sus propósitos posteriores, define con claridad etapas imprescindibles de su formación y vocación intelectual, además de informarnos acerca de la vastedad de su cultura.

Este, su acercamiento primario a la filosofía, culmina con la redacción de un total de siete cuadernos, el último de los cuales es la síntesis de los anteriores, y que fuera construido durante su estancia en México (1954-1956), aunque pudo haberlo iniciado, al menos como esbozo, desde su estancia en Guatemala en el mismo año 1954, si se parte del conocimiento que se tiene de los estudios de filosofía que se encontraba realizando durante su estancia en ese hermano país y en las propias revisiones a que somete los cuadernos que, como especie de un archivo errante, llevaba en su infaltable mochila de viajero insaciable.

Estos cuadernos, en la actualidad, forman parte de los fondos del archivo documental del Centro de Estudios Che Guevara, excepto el IV que nunca se ha encontrado, por lo que es de presumir que se haya quedado en México, cuando el propio Che, ya al triunfo de la Revolución Cubana, pidió que le fueran traídos por su amigo Roberto Cáceres, el Patojo, quien años más tarde cayera combatiendo por la liberación de su país, Guatemala. Es un dato relevante, porque corrobora su interés por la continuidad de los estudios filosóficos y, además, la importancia que le concedía al contenido de esos cuadernos como base primaria de ordenamiento y reflexión para empresas mayores, no solo desde una visión académica, sino fundamentalmente para ampliar su acervo desde una praxis política necesitada de un cuerpo teórico en correspondencia con el proyecto revolucionario que se proponía alcanzar la naciente Revolución Cubana.

De ahí, la decisión de que los Apuntes… comenzaran con el cuaderno de México por ser la síntesis de los anteriores, depurados por la lógica decantación de conocimientos más profundos, específicos y selectivos respecto a sus posiciones filosóficas y políticas, como es el caso de la definición del marxismo y de la biografía de Carlos Marx reelaboradas para el cuaderno. Se ha tratado de reproducir una parte considerable de los conceptos y autores, y de otros se citan solo las fuentes consultadas; el resto de los cuadernos -del I al VI, excepto el IV-, su estructura, relación de conceptos y la bibliografía empleada se incorporó a los Anexos, con el objetivo de proporcionar las pautas, no solo de forma sino también del contenido general de cada uno de ellos. Se cotejaron con los originales manuscritos del Che, aunque no siempre se han podido encontrar los textos referenciados, por ser en su mayoría ediciones de la década del cuarenta publicadas en Argentina. No obstante, a pesar de algunas inexactitudes se decidió su reproducción por el alto valor testimonial y de contenido que los mismos poseen y, corregir, en futuras ediciones, esas insuficiencias.

A continuación, le siguen los Cuadernos redactados entre 1965-1967, los que se acercan en su contenido al plan propuesto en la carta enviada a Hart. Cada cuaderno sigue un estilo y método similares a los anteriores de juventud, aunque indudablemente más agudos y reflexivos en su selección y comentarios. Se culmina con las anotaciones y valoraciones sobre algunos escritos de Louis Althusser, con lo que corrobora así lo expuesto en el punto VIII de su plan, con el título de Polémicas, y que expresa claramente hasta dónde se mantenía actualizado e informado de los debates más relevantes expuestos por pensadores marxistas de su tiempo, aun cuando difiriera de sus posiciones y criterios.
Además, aunque ya han sido publicados por otras editoriales, se ha decidido integrar, a modo de resumen, lo que hasta el momento se conoce de las lecturas realizadas por el Che durante la campaña de Bolivia, por formar parte de una continuidad y del plan en su conjunto, acerca de sus estudios de filosofía como un todo integral.

De igual modo, en los Anexos se incluye un listado de los libros sobre filosofía situados en el despacho personal de su vivienda, al tener una parte de ellos subrayados y con comentarios al margen, lo que denota su constancia y preocupación por alcanzar una formación más depurada en su afán por contribuir, desde un cuerpo teórico más profundo y radical, y respaldado por un análisis detallado de las obras de los clásicos del marxismo, al cambio emancipatorio de la humanidad en su conjunto.

Tanto el Centro de Estudios Che Guevara como la editorial Ocean Sur, consideran que con la publicación de Apuntes filosóficos se concluye un ciclo esencial de la vida y obra del Che, que abarca desde su adolescencia hasta su campaña de Bolivia, acrecentado en una magnitud superior por tratar de dar coherencia a un proyecto de transformación que enaltece su acto final de vida y esperanza. Con el ordenamiento cronológico y temático de sus últimos escritos teóricos se puede valorar, en su dimensión excepcional, el tesón y la voluntad que nunca dejara de asombrar a los millones que luchan por hacer suyos ideales tan nobles y paradigmáticos. Es nuestro homenaje más hondo en el 45 aniversario de su muerte, desde su ejemplo y aliento, porque como sentenciara para el presente y futuros tiempos: «[…] algún día tendremos también que pensar». ¡Hasta siempre!

Centro de Estudios Che Guevara.
14 de junio de 2012.

(Con información de Ocean Sur).

Πηγή: Sierra Maestra/Yannis Tsal, 12.6.2012.

El Pensamiento Economico de Ernesto Che Guevara / Η οικονομική σκέψη του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (Μέρος Τρίτο)

ΜΕΡΟΣ ‘Γ (Συνέχεια από ΜΕΡΟΣ ‘Β).

«Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ» του οικονομολόγου Carlos Tablada Perez, εκδόσεις  Casa de las Americas 1987, CUBA.

Του Βαγγέλη Γονατά – ΑΒΑΝΑ, ΚΟΥΒΑ.

Στο κέντρο της αντιπαράθεσης  μπαίνει αν  οι  οικονομικοί νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας (ο νόμος της αξίας, το κεφάλαιο, η λειτουργία του χρήματος, το εμπόρευμα) μπορούν να έχουν εφαρμογή και λειτουργία στην σοσιαλιστική οικονομία τόσο στο εσωτερικό μιας χώρας, όσο και στις διακρατικές οικονομικές σχέσεις των σοσιαλιστικών χωρών σε συνθήκες που η αγορά είναι παγκόσμια. Η ύπαρξη αυτών των νόμων δεν αμφισβητείται κατά την μεταβατική περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού, το ζήτημα που τίθεται είναι αν πρέπει να ενισχύονται-υιοθετούνται ή να απονεκρώνονται.  Και τι κάνει ως προς αυτό το κάθε σύστημα σχεδιασμού και ελέγχου της οικονομίας, λειτουργίας των επιχειρήσεων, οργάνωσης τελικά της παραγωγής.

Κορυφαία αντίθεση ανάμεσα στις 2 αντιλήψεις των υποστηρικτών των 2 συστημάτων εμφανίζεται η θέση των υλικών ή ηθικών κινήτρων για την δραστηριοποίηση των εργαζόμενων και την επιβράβευση της δουλειάς. Το λογιστικό σύστημα θεωρεί κινητήριο μοχλό της οικονομίας τα υλικά κίνητρα. Το νεαρό προϋπολογιστικό σύστημα υιοθετεί βασικά τα ηθικά κίνητρα. Η άποψη του Γκεβάρα είναι ότι ο σοσιαλισμός θα χτιστεί από τους ανθρώπους, γι αυτό απαιτείται να καλλιεργηθεί νέα (σοσιαλιστική) ηθική. Σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να ανεβαίνει διαρκώς η ειδίκευση  και τελικά η μόρφωση. Τα μέτρα που υιοθετεί το προϋπολογιστικό σύστημα εκφράζουν αυτή ακριβώς την αντίληψη.

Στα υλικά κίνητρα (μπόνους) μπαίνει οροφή ο μισθός της αμέσως ανώτερης μισθολογικής κλάσης, και για να ανέβει μισθολογική κλάση ο εργαζόμενος πρέπει πριν, οπωσδήποτε  να εκπαιδευτεί – εξειδικευτεί. Αυτό θα τον οδηγήσει να αλλάζει πόστα και δουλειές, θα του ενισχύει την «υλική αντίληψη» ότι δουλεύει για το σύνολο της κοινωνίας.

Στο πλάνο δεν μετρά η ποσότητα παραγωγής, αλλά η ποσότητα εργασίας στο χρόνο, υποστηρίζοντας ότι η συνειδητή εργασία θα ανεβάσει μακροπρόθεσμα  και την παραγωγή. Ξεκινάει η καμπάνια εθελοντικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι αυτό που αποξενώνει τον άνθρωπο από την δουλειά δεν είναι η ίδια η εργασία, αλλά το ότι δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής.

Στο προϋπολογιστικό σύστημα η λειτουργία του χρήματος είναι απλά λογιστική, «χρήμα υπολογισμού» και αναγκαστικά, χρήμα πληρωμής των μισθών, καθώς η εμπορευματική κυκλοφορία απαιτεί το χρήμα. Παρ ότι ακόμα και σήμερα υπάρχει στην Κούβα η Libreta (δελτίο)  με την οποία ο πληθυσμός προμηθεύεται κάποια βασικά είδη διατροφής από τα ειδικά κρατικά καταστήματα χωρίς την χρήση του χρήματος, παροχή που είναι αποσυνδεμένη από τον μισθό. Ένα μέτρο που έρχεται από τότε, που – αν μη τι άλλο – επιχειρεί να περιορίσει το ρόλο του χρήματος-νομίσματος στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Στο προϋπολογιστικό σύστημα το Κεφάλαιο, ο βασικός οικονομικός νόμος της καπιταλιστικής παραγωγής, δεν υπάρχει στο επίπεδο της επιχείρησης, που λειτουργεί με αυτό το σύστημα. Οι κεντρικοί μηχανισμοί έχουν δώσει στην επιχείρηση το πλάνο της παραγωγής που πρέπει να προσφέρει στην κοινωνία, και τα αντίστοιχα κονδύλια για το κόστος της παραγωγής στην Τράπεζα. Οι μισθοί είναι σε ειδικό λογαριασμό για να είναι αδύνατος ο συμψηφισμός τους με άλλα «κόστη» , αλλά και η παροχή  παραπάνω «υλικών κινήτρων» που θα εξοικονομηθούν από τον περιορισμό του κόστους παραγωγής μέσω της πτώσης της ποιότητας. Τα έσοδα της επιχείρησης – οι τιμές των προϊόντων είναι καθορισμένες – είτε προέρχονται από άλλες επιχειρήσεις , είτε από «καταναλωτές» περνάνε κατ ευθείαν στο κράτος. Σε επίπεδο επιχείρησης  ο νόμος του κέρδους έχει εξαφανιστεί. Ναι, μια επιχείρηση μπορεί να λειτουργεί με «ζημιά» (αφού οι τιμές των προϊόντων της είναι καθορισμένες και δεν έχει λόγο και τρόπο να τις αυξήσει)  και να παράγει τα αναγκαία για την κοινωνία προϊόντα. Την «ζημιά» της θα την καλύψει κάποια άλλη επιχείρηση με «κέρδος» και ο κεντρικός σχεδιασμός μπορεί και πρέπει  να το κρίνει με βάση το συμφέρον όλης της κοινωνίας και όχι της επιχείρησης.

Και φτάνουμε στην επιχείρηση, στον ακρογωνιαίο λίθο της καπιταλιστικής παραγωγής,  μιας άναρχης παραγωγής αφού ατμομηχανή της είναι το κέρδος της επιχείρησης (του καπιταλιστή ιδιοκτήτη) και οδηγεί αναπόφευκτα στις καπιταλιστικές κρίσεις υπερπαραγωγής. Στο προϋπολογιστικό σύστημα απλά η επιχείρηση χάνει την νομική της υπόσταση. Μεγαλώνει όσο μπορεί, ενοποιείται κλαδικά ή και εδαφικά προκειμένου να έχει όσο το δυνατόν πιο κοινωνική αντίληψη, να βλέπει τα συμφέροντα όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας και όχι τα στενά συμφέροντα των μελών της. Το ότι στα μέλη της δεν συμπεριλαμβάνεται πια ο καπιταλιστής πρώην ιδιοκτήτης αλλά μόνο ο διευθυντικός μηχανισμός και οι εργαζόμενοί της, από μόνο του δεν είναι το παν όσο αφορά την προσφορά της στην κοινωνία. Ιδιαίτερα όταν οι  μηχανισμοί (εργατικού) ελέγχου στον διευθυντικό μηχανισμό δηλ. μέσα στην επιχείρηση είναι και πρωτόγνωροι και αδύνατοι, καθώς ο παλιός τρόπος είναι βαθιά ριζωμένος. Αντίστοιχα στους κεντρικούς κρατικούς μηχανισμούς σχεδιασμού και ελέγχου η γραφειοκρατία αναπτύσσεται σχεδόν αυτόματα, σαν αποτέλεσμα του παλιού τρόπου λειτουργίας του κράτους που είναι επίσης βαθιά ριζωμένος αλλά  αποκτά και νέα χαρακτηριστικά, ο Γκεβάρα περιγράφει την γραφειοκρατία σαν «ένα ειδικό σύστημα  ύπνου, που τα πράγματα κοιμούνται βρισκόμενα διαρκώς σε κίνηση».

Υποστηρίζει επίσης ότι τόσο η ενοποίηση όσο και η εφαρμογή του προϋπολογιστικού συστήματος, μπόρεσε να γίνει ευκολότερα σε κάποιες επιχειρήσεις στην Κούβα, από ότι στην Τσαρική Ρωσία, καθώς η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού είχε ήδη καταστήσει αναγκαία την δημιουργία τέτοιων μεγάλων επιχειρήσεων που  κάποιες ούτε καν την έδρα τους είχαν στην Κούβα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η  Ενοποιημένη Επιχείρηση Πετρελαίου που προήλθε από την συγχώνευση των 3 ιμπεριαλιστικών διυλιστηρίων που υπήρχαν (Εsso ,Texaco,Shell), αλλά και η δημιουργική μεταφορά αυτής της εμπειρίας στη δημιουργία μεγάλων τέτοιων επιχειρήσεων όπως η Ενοποιημένη Επιχείρηση Αλεύρων.

Και φτάνουμε σε έναν όρο που έχει και σύγχρονη αναφορά, στην «Αυτοδιαχείριση των Επιχειρήσεων». Ο όρος  δίκαια χρησιμοποιείται στον επεξηγηματικό υπότιτλο του Λογιστικού Συστήματος, καθώς εκφράζει απόλυτα τη βασική διαφορά -για την Επιχείρηση- με το Προϋπολογιστικό Σύστημα που είναι η «Ενοποίηση των Επιχειρήσεων».

Η σύγχρονη αναφορά του όρου έγκειται στο γεγονός της χρησιμοποίησης αυτής της μορφής πάλης (κατάληψη της επιχείρησης και λειτουργία της από τους εργαζόμενους) από το εργατικό κίνημα σε διάφορες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα αυτές που η κρίση, οδήγησε σε ακραία φαινόμενα τη ζωή των ανθρώπων. Συνήθως η ανυπαρξία αξιόπιστου πολιτικού επαναστατικού κέντρου σε αυτές τις  χώρες που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας, οδήγησε την αντίληψη πολλών  πολιτικών-ιδεολογικών ρευμάτων να  δουν σε  αυτήν την γοητευτική – αλλά αμυντική τελικά – μορφή πάλης  εμβρυακά σπέρματα επαναστατικής εξουσίας. Σοσιαλιστικές νησίδες μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, θεωρία βέβαια που δεν εμφανίστηκε πρώτη φορά τώρα και έχει και αυτή την δική της ιστορία. Ο χρόνος βέβαια έδειξε για άλλη μια φορά, ότι χωρίς  επαναστατική εξουσία αυτές οι νησίδες ή εκφυλίζονται σε  κανονικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις συνεταιριστικού τύπου ή (το συνηθέστερο) καταστέλλονται.

Η  εμπειρία  της προσπάθειας οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά και η εν λόγω συζήτηση στην Κούβα και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο τη δεκαετία του 60 δείχνει ότι η επιχείρηση   που φτιάχνεται στον καπιταλισμό είναι αντιδραστική από τη φύση της, καθώς ιδρύεται με βάση τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής που βασικό της κίνητρο είναι το κέρδος και όχι οι ανάγκες της κοινωνίας. Είναι από τη φύση της λοιπόν αντικοινωνική και  όσο είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί στην αρχή, άλλο τόσο είναι αναγκαίο μετά να αλλάξει. Και αυτό βέβαια μπορεί να γίνει μόνο από τα πάνω, με κεντρικό σχεδιασμό και κρατικό έλεγχο. Οι μηχανισμοί εργατικού ελέγχου στην επιχείρηση, η κάθετη αλλά και οριζόντια πρόσβαση και αποφασιστική επίδρασή τους στα όργανα του κεντρικού σχεδιασμού, η δημοσιότητα στην κριτική, είναι αυτό που θα μειώνει τα αποτελέσματα της γραφειοκρατίας, που όπως είπαμε, η δημιουργία της σαν αντίληψη (μηχανιστική αντίληψη ,ξέκομα τελικά από την πραγματικότητα) συντελείται με τρόπο αυτόματο. Έτσι λοιπόν, στο απλοποιημένο δίπολο  (Ενοποίηση ή Αυτοδιαχείριση)  η επαναστατική απάντηση είναι Ενοποίηση και η αντιδραστική Αυτοδιαχείριση.

Εδώ θα πρέπει να διαχωρίσουμε την χρησιμοποίηση της  μορφής  κατάληψη της επιχείρησης από τους εργαζόμενους με αίτημα να εθνικοποιηθεί σε συνθήκες Επαναστατικής εξουσίας. Σημειώνουμε ότι πριν γίνει οποιαδήποτε εθνικοποίηση στην Κούβα κάποια εργοστάσια καταλήφθηκαν από τους εργαζόμενους. Στην Βενεζουέλα η κατάληψη ενός εργοστασίου δίνει το νομικό έρεισμα στην κυβέρνηση να επιχειρήσει την εθνικοποίησή του μέσα από δικαστική διαδικασία.

Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό η συζήτηση την δεκαετία του 60 για τα οικονομικά συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των επιχειρήσεων και η πολεμική γύρω από αυτά τα ζητήματα κάθε άλλο παρά περιορίστηκε στα όρια της Κούβας, αντίθετα ήταν διεθνής και διεξήχθη σε όλο το τότε σοσιαλιστικό στρατόπεδο, βεβαίως με εντελώς αντίθετη από τους Κουβανούς στόχευση. Μπορούμε σήμερα να δούμε καθαρά ότι οι Κουβανοί αντιλαμβάνονταν   πλήρως το διεθνιστικό  καθήκον  της συμβολής τους στη διαμόρφωση της στρατηγικής του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ανέλαβαν ίσως και μεγαλύτερο φορτίο από όσο τους αναλογούσε. Στα επόμενα χρόνια αυτό τους έγινε συνήθεια και κάποιοι λένε ότι ήταν κακό γι αυτούς και τους κόστισε ακριβά. Δεν ξέρουμε αν και πόσο ήταν κακό για τους Κουβανούς , σίγουρα όμως ήταν καλό για το διεθνές επαναστατικό κίνημα.

Πηγή: Sierra Maestra, 8.6.2012.

El Pensamiento Economico de Ernesto Che Guevara / Η οικονομική σκέψη του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (Μέρος Δεύτερο)

ΜΕΡΟΣ ‘Β (Συνέχεια από ΜΕΡΟΣ ‘Α).

«Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ» του οικονομολόγου Carlos Tablada Perez, εκδόσεις  Casa de las Americas 1987, CUBA.

Του Βαγγέλη Γονατά – ΑΒΑΝΑ, ΚΟΥΒΑ.

Το 1963-64 έγινε στην Κούβα μια δημόσια  συζήτηση για τα σχετικά πλεονεκτήματα δύο οικονομικών συστημάτων που εφαρμόστηκαν τα πρώτα χρόνια της επανάστασης. Παρ ότι η συζήτηση εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να αφορά τεχνοκρατικά ζητήματα της οικονομίας (αν μπορούν να υπάρξουν απλώς τέτοια) εν τούτοις τα ζητήματα που τέθηκαν αφορούσαν τις δομές και τους μηχανισμούς οικοδόμησης του σοσιαλισμού, εκεί που βρίσκεται το κατ εξοχήν υποκείμενο γι αυτό, οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία. Η συμμετοχή του Γκεβάρα σε αυτή τη συζήτηση ήταν πρωταγωνιστική, καθοριστική και απόλυτη, καθώς όχι μόνο υποστήριξε  αλλά και εφάρμοσε στις μεγάλες βιομηχανίες που διεύθυνε το ένα (“Προϋπολογιστικό Σύστημα Χρηματοδότησης”) από τα δύο συστήματα. Τόσο το βιβλίο του Carlos Tablada , όσο και η ελληνική έκδοση από το Διεθνές Βήμα ( Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ)  αναφέρονται σε αυτήν ακριβώς την περίοδο και σε αυτά τα κείμενα του CHE.

Πριν προχωρήσουμε, θα επιχειρήσουμε μια κωδικοποίηση των  δύο συστημάτων αντλώντας υλικό από την περιγραφή που κάνει ο ίδιος ο Τσε στο άρθρο του «Σχεδιασμός και συνείδηση κατά την μετάβαση στον σοσιαλισμό» – Για το προϋπολογιστικό σύστημα χρηματοδότησης, που δημοσιεύτηκε  τον Φλεβάρη του 1964 στο 5ο τεύχος του Κουβανικού περιοδικού  “Nuestra Industria Revista  Economica” και έχει συμπεριληφθεί στην προαναφερόμενη έκδοση.

1.“Προϋπολογιστικό Σύστημα Χρηματοδότησης” (γνωστό και σαν Προϋπολογιστικό ή Σύστημα ενοποιημένων επιχειρήσεων)

Βασίζεται στον συγκεντρωτικό έλεγχο της δραστηριότητας της επιχείρησης. Τα σχέδια της επιχείρησης και η οικονομική της διαχείριση ελέγχονται άμεσα από τους κεντρικούς διοικητικούς μηχανισμούς. Δεν διαθέτει δικούς της χρηματικούς πόρους, ούτε λαμβάνει τραπεζικές πιστώσεις. Χρησιμοποιεί τα υλικά κίνητρα σε ατομική βάση, δηλαδή ατομικά χρηματικά μπόνους και ποινές, και στην κατάλληλη στιγμή θα χρησιμοποιήσει τα συλλογικά κίνητρα. Τα άμεσα υλικά κίνητρα όμως, περιορίζονται με τη μέθοδο πληρωμής μέσω μισθών.

  • ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ θεωρείται μια ομαδοποίηση εργοστασίων ή παραγωγικών μονάδων που έχουν παρόμοια τεχνολογική βάση , έχουν κοινό προορισμό για τα προϊόντα τους, ή σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν μια περιορισμένη γεωγραφική θέση. Π. χ.  Όλες οι μονάδες επεξεργασίας ζάχαρης, μαζί με άλλες παραγωγικές μονάδες σχετικές με την βιομηχανία ζάχαρης συγκροτούν την Ενοποιημένη Επιχείρηση Ζάχαρης (ConsolitadedSugarEnterprise).

  • ΤΟ ΧΡΗΜΑ λειτουργεί μόνο ως χρήμα υπολογισμού. Δεν είναι παρά η αντανάκλαση, σε τιμές, της απόδοσης μιας επιχείρησης που επιτρέπει στους κεντρικούς οργανισμούς να έχουν την δυνατότητα να αναλύσουν, έτσι ώστε να  ελέγχουν τη λειτουργία της  επιχείρησης.

  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ δεν υπάρχει, σαν αποτέλεσμα του τρόπου που λειτουργεί το χρήμα. Στην τράπεζα υπάρχουν ξεχωριστοί λογαριασμοί αναλήψεων και καταθέσεων. Η επιχείρηση μπορεί να προβεί σε ανάληψη χρημάτων, σύμφωνα με το σχέδιο, από τον γενικό λογαριασμό εξόδων και από τον ειδικό λογαριασμό πληρωμής των μισθών. Οι καταθέσεις της όμως περνούν αυτόματα στα χέρια του κράτους.

  • ΝΟΡΜΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (Πλάνο) Η εργασία μετριέται με το χρόνο, με μπόνους για την υπερκάλυψη της προβλεπόμενης ποσότητας εργασίας, που περιορίζεται από το ποσό της αμοιβής της αμέσως επόμενης μισθολογικής κλάσης.

2.“Οικονομικό  Λογιστικό Σύστημα” (γνωστό και σαν Λογιστικό ή Σύστημα αυτό-διαχειριζόμενων επιχειρήσεων). Η οικονομική αυτό-διαχείριση βασίζεται στον γενικό συγκεντρωτικό έλεγχο και στην μεγαλύτερη αποκέντρωση. Ο έλεγχος ασκείται έμμεσα από την τράπεζα, μέσα από το χρήμα  και το νομισματικό αποτέλεσμα της δραστηριότητας της επιχείρησης  χρησιμεύει ως μέτρο για το μπόνους. Το υλικό συμφέρον αποτελεί τον μέγα μοχλό ο οποίος κινητοποιεί ατομικά και συλλογικά τους εργαζόμενους.

  • ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ είναι μια παραγωγική μονάδα με την δική της νομική υπόσταση. Π.χ.  μια μονάδα επεξεργασίας ζάχαρης αποτελεί επιχείρηση.

  • ΤΟ ΧΡΗΜΑ δεν υπηρετεί μόνο αυτόν τον σκοπό (χρήμα υπολογισμού). Είναι επίσης ένα μέσο πληρωμής το οποίο λειτουργεί ως έμμεσο όργανο ελέγχου, μια που αυτά τα κονδύλια είναι που επιτρέπουν στην παραγωγική μονάδα να λειτουργεί. Οι σχέσεις της παραγωγικής μονάδας με την τράπεζα είναι παρόμοιες με εκείνες που διατηρεί ένας ιδιώτης παραγωγός με τις καπιταλιστικές Τράπεζες, στις οποίες πρέπει να εξηγεί αναλυτικά τα σχέδιά του, και να αποδεικνύει  την  φερεγγυότητά του.

  • ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ υπάρχει, η επιχείρηση διατηρεί δικούς της πόρους στις τράπεζες τους οποίους μπορεί να ενισχύει με κρατικά δάνεια για τα οποία πληρώνει τόκους. Εφόσον τα «ίδια» κεφάλαια της επιχείρησης, καθώς και τα δάνειά της, ανήκουν στην κοινωνία, η κίνησή τους αντανακλά την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης.

  • ΝΟΡΜΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (Πλάνο) Η εργασία μετριέται με την ώρα, καθώς επίσης και με την ποσότητα παραγωγής ανά ώρα ( δουλειά με το κομμάτι).

Θα μπορούσαν ίσως οι διαφορές ανάμεσα στα δύο οικονομικά συστήματα διαχείρισης να χαρακτηριστούν δυσδιάκριτες, ακόμα και δευτερεύουσες, καθώς και τα 2 οικονομικά συστήματα εφαρμόζονταν  ήδη στην οικονομία της Κούβας. Το προϋπολογιστικό σύστημα που υποστήριζε ο Γκεβάρα ακολουθούσαν οι μεγάλες επιχειρήσεις (Υπουργείο Βιομηχανίας), το Λογιστικό όλες οι υπόλοιπες. Τα 2 συστήματα, ανεξάρτητα από την πολεμική της συζήτησης, δεν ήταν ανταγωνιστικά. Γιατί πολύ φυσιολογικά η νεαρή επανάσταση ασκώντας κρατική εξουσία από πάνω διαμόρφωνε το νομικό και οικονομικό πλαίσιο  λειτουργίας και ελέγχου των επιχειρήσεων (Υπουργεία, Τράπεζες κ.α.) και σε συνδυασμό με τον εργατικό έλεγχο από κάτω (εργατικές οργανώσεις κ.α.) προωθούσε και εδραίωνε την επανάσταση, δημιουργώντας νέες δομές. Βρισκόμαστε στην αρχή της μεταβατικής περιόδου και η συζήτηση αφορά αν οι δημιουργούμενες δομές (τα συστήματα διαχείρισης εν προκειμένω) προωθούν ή όχι την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Την ίδια περίοδο αυτή η συζήτηση διεξάγεται συνολικά στο τότε σοσιαλιστικό στρατόπεδο που βρίσκεται  βεβαίως σε άλλη φάση από την νεαρή  επαναστατική εξουσία στην Κούβα. Θα μπορούσε να είναι η φάση της ωριμότητας, καθώς είχαν συσσωρευτεί κάποιες δεκαετίες άσκησης εξουσίας, είχαν προστεθεί οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά τον Β’  Παγκόσμιο πόλεμο και βρίσκονταν σε εξέλιξη η απελευθέρωση των αποικιών. Σήμερα βέβαια μπορούμε να εκτιμήσουμε εκ του ασφαλούς με βάση το αποτέλεσμα, ότι ήταν η αρχή της σήψης που οδήγησε στην κατάρρευση / ανατροπή 30 χρόνια αργότερα. Τότε όμως, λίγα μόλις χρόνια μετά το 20 Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με την λεγόμενη «αποσταλινοποίηση» στο φόρτε της, οι καπιταλιστικοί οικονομικοί νόμοι ασκούσαν μεγάλη γοητεία στους οικονομολόγους (και όχι μόνο) του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.

Άλλωστε ο ίδιος ο Γκεβάρα ομολογεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των σοσιαλιστικών χωρών ακολουθεί το Λογιστικό σύστημα.  Ωστόσο στην επιχειρηματολογία των 2 πλευρών επιστρατεύονται οι κλασσικοί του Μαρξισμού, το Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας του Ινστιτούτου Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, καθώς και η  αρθρογραφία της εποχής από όλες τις σοσιαλιστικές χώρες.  Σε αυτό το διεθνές πλαίσιο λοιπόν οι Κουβανοί τραβάνε αλλού , και ο Γκεβάρα ακόμα παραπέρα.

Συνεχίζεται…

Πηγή: Sierra Maestra, 27.5.2012.