Τα άπιαστα ημερολόγια του Τσε (Μέρος ‘Α)

Αποσπάσματα από το βιβλίο-βιογραφία του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ «Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε» (Κέδρος, Μετφ: Β.Κνήτου). Κεφάλαιο 62, σελ. 937-944. 

Che Guevara Bolivia Diary 1

Μεταξύ του υπόλοιπου υλικού των ανταρτών που είχε πέσει στα χέρια των διωκτών τους στο φαράγγι του Γιούρο, και πέρα από τις φετιχιστικές εμμονές των αξιωματικών και των στρατιωτών, υπήρχαν μια σειρά από τετράδια και ατζέντες που αποδείχτηκαν σημαντικά λάφυρα πολέμου για τους στρατιωτικούς, ιδιαίτερα μάλιστα δύο από αυτά: ένα κοκκινωπό σπιράλ σημειωματάριο 14,5×20 εκατοστά με τη χρονολογία “1967” γραμμένη στο εξώφυλλο και μια καφέ ατζέντα, τυπωμένη στη Φρανκφούρτη. Το πρώτο περιείχε το ημερολόγιο του κομαντάντε Γκεβάρα των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του ’66 και στην πίσω μεριά τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει η αντάρτικη ομάδα του Τσε με την Αβάνα, ενώ η δεύτερη τις καθημερινές του σημειώσεις για όλο το 1967 μέχρι τις 7 Οκτωβρίου. Εκτός απ’ αυτά, βρέθηκαν ακόμα ένα άλλο σημειωματάριο, που περιλάμβανε έναν κατάλογο με επαφές σε όλο τον κόσμο, δύο μικρά βιβλία με κωδικούς κι ενα τετράδιο πράσινου χρώματος, όπου ο Τσε είχε αντιγράψει ποιήματα του Λεόν Φελίπε, του Βαγέχο, του Νερούδα και του Γκιγιέν. Ο Γκάρι Πράδο είχε σημαδέψει το ένα από τα ημερολόγια, επιτόπου στο φαράγγι του Τσούρο, με την σημείωση: “Βρέθηκε το σακίδιο”.

Η πρώτη δημόσια ανακοίνωση σχετικά με την ύπαρξη των ημερολογίων έγινε από τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, το στρατηγό Οβάνδο, όταν τα έδειξε στους δημοσιογράφους σε μια συνέντευξη Τύπου στο ξενοδοχείο Σάντα Τερεσίτα στις 10 Οκτωβρίου. Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο πρώτων ημερών το ημερολόγιο αλλάζει πολλά χέρια: από το λογαχό Γκάρι Πράδο, που το σημαδεύει, στον συνταγματάρχη Σεντένο στην Ιγκέρα, ύστερα στον πράκτορα της CIA Φέλιξ Ροντρίγκες, που το φωτογραφίζει, έπειτα στην στρατιωτική αντικατασκοπεία στο Βαλεγκράντε, μετά στον Οβάνδο, που το ξεφυλλίζει στο κατάλυμα του στην Κεντρική Τράπεζα, και, τέλος, στοβ βοηθό του, τον υπολοχαγό Όλμος, που το παραδίδει στην διοίκηση της Όγδοης Μεραρχίας για μια συνέντευξη Τύπου και που, όταν πηγαίνει να το ζητήσει πίσω, ανακαλύπτει ότι έχει βρεθεί στα χέρια ενός άλλου πράκτορα της CIA, του Γκαρσία. Στο αεροπλάνο της επιστροφής στη Λα Παζ ο λογαγός Πάμο το παίρνει πίσω απ’ τον Γκαρσία και το επιστρέφει στον Οβάνδο, ο οποίος έπειτα το παραδίδει στους ανθρώπους της στρατιωτικής αντικατασκοπείας, που το τοποθετούν σε ένα χρηματοκιβώτιο.

Το φωτοαντίγραφο της CIA θα φτάσει τις επόμενες μέρες στην Ουάσινγκτον. Υπάρχει ένα υπόμνημα της 11ης Οκτωβρίου του ’67 του Ρόστοου προς τον πρόεδρο (Τζόνσον), που αναμφίβολα κάνει νύξη στα ημερολόγια: “Σήμερα είμαστε κατα 99% σίγουροι ότι ο Τσε Γκεβάρα είναι νεκρός (λογοκριμένο). Αυτά(-ες) θα πρέπει να φτάσουν στην Ουάσινγκτον σήμερα ή αύριο”.

Μια βδομάδα αργότερα οι δύο μαριονέτες της στρατιωτικής δικτατορίας της Βολιβίας αρχίζουν έναν πόλεμο δηλώσεων και χειρισμών, όπου εμπλέκουν και τα ημερολόγια του κομαντάντε Γκεβάρα: Στις 16 Οκτωβρίου μέσω ενός τηλεγραφήματος του ANSA (Agenzia Nazionale Stampa Associata), ο στρατός της Βολιβίας ενημερώνει πως έχει την πρόθεση να “πουλήσει το ημερολόγιο για να αποζημιωθεί για τις απώλειες που του προκάλεσαν οι αντάρτες”. Στις 7 Νοεμβρίου ο στρατηγός Οβάνδο, αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, ανακοινώνει ότι το ημερολόγιο θα πουληθεί στον πλειοδότη. Ο πρόεδρος Μπαριέντος, για να του πάει κόντρα, ανακοινώνει ότι έχει ήδη πουληθεί σε μια αμερικανική εκδοτική κοινοπραξία.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Νοέμβρη οι στρατηγοί προσπαθούν να κλείσουν μια συμφωνία για την πώληση του ημερολογίου και δέχονται προσφορές από την Ντάμπλέϊ στις ΗΠΑ και τη Μάγκνουμ, καθώς και από τη γαλλική εταιρεία της Παρί Ματς, της οποίας η συμμετοχή στη δημοπρασία είναι μάλλον ένα προπέτασμα καπνού που ύψωσε μια γαλλίδα δημοσιογράφος για να αποκτήσει καλύτερη πληροφόρηση. Γίνεται λόγος για προσφορές που “άρχιζαν από τα είκοσι χιλιάδες δολάρια και έφταναν στο απίστευτο ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων” και που φαίνονται μάλλον υπερβολικές. Στις 22 Φεβρουαρίου ένα προεδρικό διάταγμα καθιστά τις ένοπλες δυνάμεις αρμόδιες για τη διάθεση των εγγράφων και των υπαρχόντων του Τσε.

Διάφοροι κουβανοί ερευνητές επιμένουν στην άποψη ότι η επιχείρηση πώλησης στους εκδότες δεν ήταν σημαντική αυτή καθ’ αυτή, αλλά ότι το ζητούμενο ήταν να νομιμοποιηθεί μέσω αυτής της διαδικασίας μια εκδοχή του ημερολογίου που είχε ρετουσαριστεί από τη CIA. Ο Κουπούλ και ο Γκονζάλες διαβεβαιώνουν συγκεκριμένα ότι στο σταθμό της Λα Παζ βρίσκονταν τεχνικοί και καλλιγράφοι που εργάζονταν με την πρόθεση να προκαλέσουν διαστρεβλώσεις, παραλείψεις και αλλοιώσεις, προκειμένου να δημιουργήσουν μια νέα εκδοχή του ημερολογίου, που θα ήταν χρήσιμη στον θερμό πόλεμο εναντίον της Κούβας. Αναμφίβολα, για την υπηρεσία θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον μια πλαστή εκδοχή του ημερολογίου, που θα τους επέτρεπε μεταξύ άλλων να φέρουν σε αντιπαράθεση την προσωπικότητα του Τσε μ’εκείνη του Φιντέλ ή να αυξήσουν τις εντάσεις που επικρατούν μεταξύ των κουβανών και του σοβιετικού μπλοκ, να δυσφημήσουν τον ίδιο τον Τσε παρουσιάζοντας τον σαν έναν δεσποτικό τυχοδιώκτη ή σαν έναν ονειροπόλο ή ακόμα να αυξήσουν τις εντάσεις μεταξύ των οπαδών των απόψεων του Γκεβάρα και των κομμουνιστικών κομμάτων της Λατινικής Αμερικής. Αλλά μια επιχείρηση τέτοιου μεγέθους ήταν πολύ λεπτή κι επίφοβη, και όχι μόνο απο τεχνικής άποψης, καθώς θα έπρεπε να φτιάξουν μια αξιόπιστη εκδοχή του ημερολογίου, που να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με την προσωπικότητα του και τα προηγούμενα γραπτά του.

Είτε είναι αλήθεια όλα αυτά είτε όχι, το ζήτημα είναι ότι, σ’αυτήν την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων με υποψήφιους εκδοτικούς οίκους στις ΗΠΑ, ως διαμεσολαβητές των στρατιωτικών της Βολιβίας λειτούργησαν δύο Αμερικανοί δημοσιογράφοι που ο Φιντέλ τους χαρακτηρίζει ως “δημοσιογράφους προσκείμενους στην CIA”, ο Άντριου Σεντ Τζορτζ και ο Χουάν ντε Ονίς των New York Times, οι οποίοι διέθεταν φωτοαντίγραφα του ημερολογίου, αν και με τη δέσμευση να μην τα δημοσιεύσουν. Οι διαπραγματεύσεις πάγωσαν όταν η Ντάμπλντεϊ αποσύρθηκε με το επιχείρημα ότι τα πνευματικά δικαιώματα του συγγραφέα θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν από την Αλεϊδα Μαρτς, τη χήρα του Τσε. 

(Τέλος Α’ Μέρους).

ΕΠΙΣΗΣ ΔΙΑΒΑΣΤΕ:

– Πάθη και θάνατος στην Βολιβία – Το τέλος του Τσε Γκεβάρα .

– Οι τελευταίες ημέρες του Στρατηγού Ερνέστο Τσε Γκεβάρα – Αρχεία C.I.A.

Η «Κρίση των Πυραύλων» στην Κούβα και ο Τσε

che guevara cuban missile crisisΜε αφορμή την επέτειο της Κρίσης των Πυραύλων στην Κούβα (Οκτώβρης 1962), το Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα παρουσιάζει πτυχές της περιόδου εκείνης, κυρίως μέσα από το πρίσμα της δραστηριότητας και του ρόλου του Τσε, ως ηγετικού μέλους της κουβανικής κυβέρνησης, στην εν λόγω ιστορία. Προς τούτο χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από τα δύο πληρέστερα βιογραφικά πονήματα που έχουν γραφτεί για το Γκεβάρα, αυτά του Jon Lee Anderson και του Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο. 

Η κρίση των πυραύλων του Οκτώβρη, ανάγκασε τον Τσε να επισπεύσει τα σχέδια του για την αντάρτικη δύναμη της Αργεντινής [1]. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, διοικούσε το δυτικό τμήμα των κουβανικών ενόπλων δυνάμεων με βάση το Πίναρ ντελ Ρίο. Το αρχηγείο του βρίσκονταν σε κάτι ορεινές σπηλιές, σε κοντινή απόσταση από τις εγκαταστάσεις σοβιετικών πυραύλων. (Στο στρατηγείο) πήρε μαζί του και εκπαιδευμένους αργεντίνους αντάρτες τοποθετώντας τους σε μεραρχία υπό την ηγεσία κουβανών αξιωματικών. Εάν ξεσπούσε πόλεμος θα έμπαιναν κι’ αυτοί στη μάχη.

Τις ώρες της κορύφωσης της έντασης – έπειτα από την κατάρριψη ενός κατασκοπευτικού αμερικανικού αεροσκάφους U2 από σοβιετικό αντιαεροπορικό βλήμα – ο Φιντέλ επικοινώνησε με τον Χρουστσώφ, μεταφέροντας του την άποψη ότι οι σοβιετικοί έπρεπε να εξαπολύσουν πρώτοι επίθεση με πυραύλους σε περίπτωση ένοπλης αμερικανικής εισβολής. Ο Κάστρο επιβεβαίωσε στον Χρουστσώφ την ετοιμότητα του ίδιου και του κουβανικού λαού να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. […]

Όταν ο Κάστρο ενημερώθηκε πως ο Χρουστσώφ είχε συμφωνήσει με τον Κέννεντι, πίσω απ’ την πλάτη του (για απόσυρση των αμερικανικών πυραύλων απ’ την Τουρκία με αντάλλαγμα την υπόσχεση των ΗΠΑ να μην επιτεθούν στην Κούβα) έγινε έξαλλος και, σύμφωνα με πληροφορίες, έκανε θρύψαλλα έναν καθρέφτη με τη γροθιά του όταν του το ανακοίνωσαν. Από την πλευρά του ο Τσε διέταξε τη διακοπή της επικοινωνιακής γραμμής του στρατηγείου του με την γειτονική σοβιετική βάση και έφυγε για την Αβάνα προκειμένου να συναντήσει τον Φιντέλ.

Τις επόμενες ημέρες ο Φιντέλ τις πέρασε όντας πικραμένος και εκνευρισμένος με την τακτική του Χρουστσώφ και ο Μικογιάν [2] αναχώρησε για την Αβάνα προκειμένου να συνενοηθεί με τους κουβανούς. Ο Μικογιάν έκανε ότι μπορούσε, αλλά ο Φιντέλ και ο Τσε ήταν πεπεισμένοι πως ο Χρουστσώφ τους είχε “πουλήσει” για την εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων. Οι συνομιλίες (σ.σ: μεταξύ του Μικογιάν και κουβανών αξιωματούχων) συνεχίστηκαν για αρκετές εβδομάδες και σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν εξαιρετικά έντονες. Μια μέρα, ένα λάθος στη μετάφραση απ’ τον ρώσο διερμηνέα προκάλεσε ισχυρές αντεγκλίσεις. Όταν η παρεξήγηση ξεκαθαρίστηκε, ο Τσε έβγαλε ήρεμα το πιστόλι τύπου μακάροφ απ’ την θήκη του και το έδωσε στον διερμηνέα λέγοντας του: “Εάν ήμουν στη θέση σου, αυτό θα ταν το μόνο που μου έμενε να πράξω…”. Σύμφωνα με τον Αλεξάντρ Αλέξιεφ όλοι γέλασαν, συμπεριλαμβανομένου του Μικογιάν. Το μαύρο χιούμορ του Τσε είχε ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.

[…]

Σε μια συνέντευξη με τον Τσε λίγες εβδομάδες μετά την κρίση, ο βρετανός ανταποκριτής της αριστερής εφημερίδας Daily Worker Σαμ Ράσελ τον βρήκε να παραμένει θυμωμένος αναφορικά με την στάση της Μόσχας. Καπνίζοντας το πούρο του και παίρνοντας, εναλλάξ, ανάσες απ’ τον εισπνευστήρα για το άσθμα, δήλωσε στο Ράσελ πως εάν οι πύραυλοι τίθενταν υπό κουβανικό έλεγχο θα εκτοξεύονταν. Ο Ράσελ έφυγε με ανάμεικτα συναισθήματα για τον Τσε, χαρακτηρίζοντας τον ως “ξεκάθαρα έναν άνθρωπο μεγάλης ευφυίας, παρόλο που πίστευα ότι ήταν τρελός κρίνοντας απ’ τον τρόπο που αναφέρθηκε στους πυραύλους”. […]

[1] Ήδη από το 1962 ο Γκεβάρα σχεδίαζε τρόπους δημιουργίας αντάρτικου αγώνα σε χώρες της λατινικής Αμερικής, με επίκεντρο την Αργεντινή. Η Κρίση των Πυραύλων ανάγκασε τον Τσε να αλλάξει τους σχεδιασμούς του, προσαρμόζοντας τους στις πολιτικές και διεθνείς εξελίξεις που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια.

[2] Ανάστας Μικογιάν: Σοβιετικός επαναστάτης, πολιτικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια Επίτροπος στην ΕΣΣΔ. Διατηρούσε σχέσεις με την κουβανική επαναστατική ηγεσία και αποτελούσε «δίαυλο» επικοινωνίας μεταξύ Μόσχας και Αβάνας. 

Αποσπάσματα απ’ τη βιογραφία του Τσε. Τζον Λι Άντερσον, “Che, A Revolutionary Life”, Grove Press. (Μετάφραση: Guevaristas), σελ. 518-519.

(Πριν ξεσπάσει η κρίση των πυραύλων)

Γράφει ο Πάκο Ιγνάσιο Ταϊμπο ΙΙ: Εκείνες τις μέρες θα δώσει μια διάλεξη στα μέλη της Κεντρικής Ασφάλειας, που αργότερα θα πάρει τη μορφή ενός άρθρου – με τίτλο “Τακτική και Στρατηγική της Κουβανικής Επανάστασης” – που δεν έμελλε να δημοσιευτεί παρά μόνο μετά το θάνατο του. […] “Η Αμερική είναι σήμερα ένα ηφαίστειο, δεν βρίσκεται σε φάση έκρηξης, αλλά είναι ταραγμένο απ’ τους φοβερούς υπόγειους βρυχηθμούς που προαναγγέλουν το ξύπνημα του». Χαρακτηρίζει την Συμμαχία για την Πρόοδο (σ.σ: που είχε εξαγγείλει ο Τζ.Κέννεντι) ως “προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να εμποδίσει τη διαμόρφωση επαναστατικών συνθηκών μεταξύ των λαών, μέσω του συστήματος του να μοιράζεται ένα μικρό μέρος των κερδών με τις τάξεις των κρεολών εκμεταλλευτών”. Καταληγει σε δύο συμπεράσματα: “Απαιτείται αντάρτικος αγώνας για την κατανίκηση του συμβατικού στρατού και ο αγώνας αυτός θα έχει παναμερικανικό χαρακτήρα. Θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε αυτή τη νέα εποχή της χειραφέτησης της Αμερικής ως αντιπαράθεση δύο τοπικών δυνάμεων που παλεύουν για την κυριαρχία και μια περιοχή; Προφανώς όχι (…) Οι γιάνκηδες θα επέμβουν γιατί ο αγώνας στην Αμερική είναι καθοριστικής σημασίας». Δύο ιδέες που έχουν να κάνουν με τη μελλοντική του πρακτική.

Η ένταση μεταξύ της κουβανέζικης επανάστασης και των Ηνωμένων Πολιτειών θα οδηγήσει κατά τους επόμενους μήνες στα πρόθυρα μιάς παγκόσμιας πυρηνικής αναμέτρησης. Μια δυο μέρες πριν από τη γέννηση του γιου του (γεννήθηκε 20 Μάη) ο Τσε είχε σχολιάσει σε μια ομιλία του: «Ο Ιμπεριαλισμός ξέρει ή μπορεί και να μην ξέρει τι είναι ικανή να κάνει η Σοβιετική Ένωση προκειμένου να μας προστατέψει (…) Αν κάνουν ένα λάθος, θα καταστρέψουν τον ιμπεριαλισμό ως τις ρίζες του, αλλά κι απο μας δε θα μείνουν και πολλά. Γι’ αυτό κι εμείς πρέπει να αγωνιζόμαστε σταθερά για την ειρήνη».

Στις 30 Μαϊου ο Τσε καλείται από τον Φιντέλ σε μία πολύ κλειστή συνάντηση. Παρίσταται μόνο ο πρόεδρος Ντορτικός, ο Φιντέλ και ο Ραούλ Κάστρο. Ο Φιντέλ τους πληροφορεί ότι την προηγούμενη μέρα είχε συζητήσει με τον Σοβιετικό υποστράτηγο Μπιργιούσοφ, ο οποίος του μετέφερε την πρόταση του Νικίτα Χρουστσώφ να ενισχύσουν την άμυνα της Κούβας εκτός των άλλων και με πυρηνικές κεφαλές. Ο Φιντέλ τους πληροφορεί ότι ανέβαλε την απόφαση του μέχρι να το συζητήσει μαζί τους. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για το τι υποστήριξαν οι τέσσερις παριστάμενοι στη συζήτηση, ούτε για τις συμφωνίες ή τις διαφωνίες τους. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1992, ο Φιντέλ θα έλεγε: ¨Δε μας άρεσαν οι πύραυλοι, έβλαπταν την εικόνα της επανάστασης στη Λατινική Αμερική. Οι κεφαλές θα μας μετέτρεπαν σε στρατιωτική βάση των Σοβιετικών, αλλά, από την άλλη, σκεφτήκαμε ότι θα ενισχύονταν έτσι το σοσιαλιστικό μπλοκ». Το γεγονός πάντως είναι ότι οι συμμετέχοντες σ’ αυτή τη συνάντηση αποφάσισαν υπέρ της ρωσικής πρότασης.

[…] Στις 13 Αυγούστου ο Σοβιετικός πρέσβης Αλεξέγεφ παραδίδει στον Φιντέλ το κείμενο της διμερούς συμφωνίας για την εγκατάσταση των βάσεων για τους πυραύλους. Ο Φιντέλ, αφού πρώτα το ελέγχει, το παραδίδει με την σειρά του στον Τσε για να το πάει στην ΕΣΣΔ. Η κατάσταση εξελίσσεται ραγδαία. Στις 27 Αυγούστου ο κομαντάντε Γκεβάρα καταφθάνει στη Μόσχα με τον Εμίλιο Αραγονές, υπό το πρόσχημα μιας επίσκεψης για την τακτοποίηση «οικονομικών υποθέσεων». Στις 30 του μήνα θα συναντηθεί με το Νικίτα στη ντάτσα του στην Κριμαία. Παρά το γεγονός ότι ο Τσε επιμένει να δημοσιοποιηθεί η συμφωνία, ο Νικίτα απορρίπτει την πρόταση. Επίσης δεν υπογράφει το κείμενο, κατά πάσα πιθανότητα για να εμποδίσει τη διαρροή της πληροφορίας απ’ τους Κουβανούς.

Σημείωση: Στο διάστημα που ακολουθεί ο Τσε παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από την Αβάνα, συνεχίζοντας το πρόγραμμα του που περιλαμβάνει από μεροκάματα εθελοντικής εργασίας σε υφαντουργία μέχρι συνεδριάσεις με συνεργάτες στο υπουργείο Βιομηχανίας. Στις 17 Οκτωβρίου ο Τσε υποδέχθηκε στην Αβάνα τον φίλο του, αλγερινό επαναστάτη Μπεν Μπέλα που ταξίδεψε στην Κούβα για υπογραφή διμερών συμφωνιών.

[…] Στις 7 το απόγευμα της 22ης Οκτωβρίου ο πρόεδρος Κέννεντι απευθύνεται στο έθνος μέσω ενός τηλεοπτικού μηνύματος διάρκειας δεκαεφτά λεπτών γνωστοποιώντας «τις αναμφισβήτητες αποδείξεις για την ύπαρξη βάσεων στην Κούβα» και αναφέρει ότι θα επιβληθεί στους Κουβανούς καραντίνα και αποκλεισμός. Σε άμεση απάντηση, τα σοβιετικά πλοία που βρίσκονταν εν πλω παίρνουν διαταγές να αγνοήσουν τον αποκλεισμό. Την επόμενη μέρα η Κούβα τίθεται σε πολεμικό συναγερμό. Ο Αργεντινός δημοσιογράφος Αδόλφο Γκίλι θα επισημάνει: «Ήταν λες κι έβρισκε διέξοδο μία μακροχρόνια συσσωρευμένη ένταση, λες και όλη η χώρα με ένα στόμα έλεγε: «Επιτέλους». Ο Τσε ορίζεται αρχηγός του Δυτικού Τμήματος Στρατού και κατευθύνεται στο Πιναρ ντελ Ρίο. Σύμφωνα με τον Ταμάγιο, τον υπασπιστή του, ο Τσε πίστευε ότι ο πόλεμος θα ξεσπούσε από στιγμή σε στιγμή και ότι η εισβολή αυτή τη φορά θα γινόταν πράγματι από εκείνη την περιοχή (σ.σ: η πρώτη εισβολή ήταν στον Κόλπο των Χοίρων). Εγκαθιστά το γενικό αρχηγείο του στη σπηλιά του Λος Πορτάλες, στα ριζά των λόφων που κυκλώνουν την κοιλάδα του Σαν Άντρες ντε Καϊγουανάμπο, στις όχθες του ποταμού Σαν Ντιέγο. Μία φυσική σπηλιά που είχε τροποποιηθεί ελάχιστα κατά την προεπαναστατική εποχή από τον τσιφλικά Κορτίνα, ο οποίος είχε φτιάξει μερικά σκαλοπάτια και είχε φαρδύνει την είσοδο. Η σπηλιά ήταν μεγαλειώδης, αλλά στο εσωτερικό της, με αυστηρή τάξη, είχαν στηθεί τμήματα, ασύρματοι, μερικά κρεβάτια εκστρατείας, δύο εστίες μαγειρέματος κι ένα τραπέζι φτιαγμένο από μια πέτρινη πλάκα βαλμένη πάνω σε δυο στύλους από πέτρες. Σταλακτίτες, χελιδόνια τη μέρα και νυχτερίδες τη νύχτα.

Ο Τσε κινήθηκε ολοταχώς και, πιστεύοντας ότι ο πόλεμος τον περίμενε στη γωνία, άρχισε να οργανώνει αποθήκες πυρομαχικών σε σπηλιές και οροσειρές και πέρασε από χαρακώματα και καταλύματα μιλώντας με τους άντρες και τονώνοντας το ηθικό τους. Το σχέδιο ήταν η οργανώσουν μια πρώτη γραμμή άμυνας ακολουθώντας τα διδάγματα της εμπειρίας τους στον Κόλπο των Χοίρων, κι έπειτα, σε περίπτωση που οι εισβολείς κατάφερναν να σχηματίσουν ένα μέτωπο στην παραλία, να αναδιπλωθούν σε έναν ανταρτοπόλεμο στη Σιέρα ντε λος Όργκανος. Κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών της επιφυλακής ο Τσε επιθεωρούσε την περιοχή που βρισκόταν υπ’ ευθύνη του και τις νύχτες διάβαζε και έπαιζε σκάκι. […]

Όταν ο κίνδυνος ενός πυρηνικού πολέμου έχει τελειώσει και έχει οριστικοποιηθεί η συμφωνία Κέννεντι-Χρουστσώφ, η ένταση σταδιακά μειώνεται. Ο Τσε επιστρέφει στην Αβάνα.

Η Ίλδα Γκαδέα (σ.σ: η πρώτη σύζυγος του Τσε με την όποια είχε πάρει διαζύγιο), που επιστρέφει από τη δουλειά της, θα ανακαλύψει έκπληκτη ότι ο Τσε βρίσκεται στο σπίτι της: «Βρήκα τον Ερνέστο πενταβρώμικο, με τις αρβύλες του καταλασπωμένες, να παίζει στο διαμέρισμα με τη μικρή (…) να παίζει και με το σκυλί». Μετά την εγγύτητα του θανάτου, η επιστροφή στη ζωή. Σε ένα άρθρο γραμμένο εκείνες τις μέρες – και που δεν έμελλε να δημοσιευτεί παρά μόνο μετά το θάνατο του – με τίτλο «Τακτική και στρατηγική της λατινοαμερικάνικης επανάστασης», έκανε έναν σκληρό απολογισμό της κρίσης: «Είναι το ανατριχιαστικό παράδειγμα ενός λαού που είναι διατεθειμένος να αιματοκυλιστεί σε μια πυρηνική επίθεση προκειμένου οι στάχτες του να γίνουν το τσιμέντο για νέες κοινωνίες και, όταν γίνεται χωρίς κανείς να ζητήσει τη γνώμη του μια συμφωνία βάσει της οποίας αποσύρονται οι ατομικοί πύραυλοι, δεν αναστενάζει ανακουφισμένος, δε νιώθει ευγνωμοσύνη για την ανακωχή – ρίχνεται στην παλαίστρα για να δώσει τη δική του, μοναδική φωνή, διατρανώνοντας τη μαχόμενη θέση του, δική του και μοναδική, και, πιο πέρα ακόμα, την απόφαση του να παλέψει ακόμα κι’ αν είναι μόνος».  

Είναι φανερό ότι ο Γκεβάρα αισθάνεται οργή για την συμφωνία απόσυρσης των πυραύλων, πίσω απ’ την πλάτη της κουβανικής κυβέρνησης. 

Όπως κάθε φορά που αισθάνεται οργή, ο Τσε θα βυθιστεί σε μία εύγλωττη επίμονη σιωπή [..] και θα αφιοσιωθεί πλήρως στα καθήκοντα του στον τομέα της βιομηχανίας, κρυμμένος απ’ τον κόσμο. Ο Σαβέριο Τουτίνο, ανταποκριτής τότε της ιταλικής κομμουνιστικής εφημερίδας L’ Unita, προσπαθεί να του πάρει συνέντευξη και βρίσκεται αντιμέτωπος με την άρνηση του Τσε. [..] Ο Τουτίνο θα κατέθετε αργότερα: «Είχε μια μυστηριώδη αύρα που απέρρεε από την σιωπή και τις αριστερές του θέσεις, την άρνηση των προνομίων, τη νυχτερινή δουλειά… Κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Τσε είχε θελήσει να ρίξει στα αμερικανικά αεροπλάνα στη διάρκεια της κρίσης»

Αποσπάσματα απ’ τη βιογραφία του Τσε γραμμένη απ’ τον Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ με τίτλο «Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε», Εκδόσεις Κέδρος, 2005, σελ. 572-582.

Η Κρίση των Πυραύλων, η διπλωματία Χρουστσώφ και η συμφωνία που έβαλε τέλος στον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου συνεχίζει να αποτελεί ζήτημα προς μελέτη. Μια δεκαετία περίπου αργότερα, ο Φιντέλ αναγνώρισε ότι η επιλογή των σοβιετικών ήταν συνετή, ασχέτως του αν έγινε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον ίδιο και την κουβανική ηγεσία. Γράφει ο Τέρενς Κάννον στο βιβλίο του «Η Επαναστατική Κούβα» (Εκδ. Χοσέ Μαρτί): 

Καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι Ενωμένες Πολιτείες δεν εισέβαλαν στο νησί, οι ηγέτες της Κούβας κατάλαβαν ότι είχαν υποτιμήσει τη σύνεση της σοβιετικής απόφασης να απομακρύνουν τους πυραύλους. Το 1974 ο Φιντέλ ρωτήθηκε τι νόμιζε για τον τρόπο που επιλύθηκε η κρίση: 

«Λοιπόν, δεν ήμασταν εντελώς ευχαριστημένοι με τα αποτελέσματα της Κρίσης των Πυραύλων. Αλλά αν είμαστε ρεαλιστές, και πάμε πίσω στην ιστορία, καταλαβαίνουμε ότι η δική μας στάση δεν ήταν σωστή. Οι Ρώσοι πίστευαν ότι από εκείνες τις διαπραγματεύσεις (σ.σ: Χρουστσώφ-Κέννεντι) δύο αντικειμενικοί σκοπό θα πετυχαίνονταν: η υπόσχεση να μη γίνει εισβολή στην Κούβα από τη μια μεριά και από την άλλη, η εξάλειψη του κινδύνου ενός πυρηνικού πολέμου. Δεν έγινε πόλεμος και υπήρξε μια περίοδος χαλάρωσης των διεθνών εντάσεων, αποδείκνύοντας έτσι ότι η σοβιετική θέση ήταν η σωστή»

Τσε Γκεβάρα και Φιντέλ Κάστρο: Σύντροφοι και φίλοι στην Επανάσταση, μέχρι το τέλος

Γράφει ο Νίκος Μόττας

Μια απάντηση στα ψέματα και την προπαγάνδα του Ιμπεριαλισμού για την σχέση των δύο μεγάλων επαναστατών.

Ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχουν ειπωθεί γύρω απ’ την Κουβανική Επανάσταση σχετίζεται με την σχέση δύο ηγετικών στελεχών της: του Φιντέλ Κάστρο και του Τσε Γκεβάρα. Οι εκδοχές αυτών των ψεμάτων ποικίλουν ανάλογα με την πηγή που τα διαδίδει. Όλες όμως καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «ο Κάστρο πρόδωσε τον Τσε». Η ιστορία αυτών των διαδώσεων δεν είναι καθόλου καινούργια ασφαλώς. Από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, πηγές που είχαν ως βάση τους τις ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει την παραφιλολογία περί των δήθεν διαταραγμένων σχέσεων του Τσε με τον Κάστρο.

Η απόφαση του Γκεβάρα να πάει στο Κονγκό το 1965, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τη θέση του στο υπουργείο βιομηχανίας, δημιούργησε θύελλα ψεύτικων διαδώσεων. Γράφει σχετικά ένας εκ των κύριων βιογράφων του, ο Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ: «Φήμες σε βραζιλιάνικες εφημερίδες, που δημοσιεύθηκαν […] τοποθετούσαν τον Τσε στα μέσα του ’65 στην Κολομβία, στο Περού, στη Χιλή, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στην Ουρουγουάη, ακόμα και σε μια ψυχιατρική κλινική της Πόλης του Μεξικου. Έξι ειδήσεις από διαφορετικά περιοδικά, που είχαν ξεφυτρώσει σε διάφορες χώρες κατα τη διάρκεια του 1965, ανακοίνωναν το βίαιο θάνατο του. Η πιο παράξενη είδηση ίσως ήταν αυτή που τον ήθελε νεκρό και θαμμένο στο υπόγειο ενός εργοστασίου στο Λάς Βέγκας, στην παγκόσμια πρωτεύουσα των τυχερών παιχνιδών» (Ερνέστο Γκεβάρα: Γνωστός και ως Τσε, 1995).

Η πλειοψηφία αυτών των διαδόσεων προέρχονταν χωρίς αμφιβολία από τη CIA, η οποία φρόντιζε να σπείρει «ειδήσεις» για δήθεν ρήξη του Τσε με την κουβανική κυβέρνηση. Συνεχίζει ο Τάϊμπο: «Σύμφωνα με μια κουβανέζικη πηγή, οι εκπομπές των ραδιοφωνικών σταθμών που ελέγχονταν από τη CIA διέδιδαν στα προγράμματα τους που απευθύνονταν στην Ασία ότι ο Τσε είχε δολοφονηθεί από τον Φιντέλ λόγω της φιλοκινεζικής του τάσης και στις εκπομπές προς την Ανατολική Ευρώπη λόγω του ότι ήταν φιλοσοβιετικός».

Κατα τη διάρκεια της διαμονής του Τσε στο Κονγκό, οι φήμες για την τύχη του είχαν οργιάσει. Πηγές απ’ το Μαϊάμι διέδιδαν ότι βρίσκεται στη Δομινικανή Δημοκρατία παίρνοντας μέρος σε λαϊκή εξέγερση, άλλες πηγές αντεπαναστατών στις ΗΠΑ ότι είχε σκοτωθεί σε οδομαχίες στον Άγιο Δομίνικο. Εξόριστοι αντίπαλοι του Κάστρο διέδιδαν πως ο Τσε επέβαινε σε υποβρύχιο που είχε καταστραφεί αύτανδρο από ριπή πυροβολικού. Ήταν δε τέτοια η επιθυμία των αμερικανών να διαστρεβλώσουν τα γεγονότα που, όπως γράφει ο Τάιμπο, «η υπηρεσία (CIA) είχε παγιδευτεί στο ψεύδος που προσπαθούσε να διαδώσει, ότι δηλαδή οι διαφωνίες με τον Φιντέλ είχαν προκαλέσει την πτώση του Τσε και, κατά συνέπεια, είχε συλληφθεί ή εκτελεστεί στην Κούβα (όπως λέει ο Μαρτσέτι, ένας από τους λόγιους της Εταιρίας)». Ο υποδιοικητής της Μεραρχίας του Δυτικού Ημισφαιρίου για τις κουβανικές υποθέσεις, Τζον Χαρτ, προσπαθούσε να μαντέψει που βρισκόταν ο Τσε. Σε μια επίσκεψη του στον σταθμό της CIA στο Μοντεβιδέο είχε αναφέρει ότι ίσως να βρισκόταν σε κάποιο νοσοκομείο της Σοβιετικής Ένωσης υποφέροντας από κάποια …διανοητική διαταραχή που του προκλήθηκε από φάρμακο κατά του άσθματος.

Ο Φιντέλ Κάστρο έχει αναφερθεί στις φημολογίες που κυκλοφορούσαν για τη δήθεν ρήξη του με τον Τσε. Γι’ αυτές τις φήμες έχει κατηγορήσει τόσο τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και τους αντεπαναστάτες κουβανούς του Μαϊάμι, όσο και λατινοαμερικάνους τροτσκιστές οι οποίοι ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι το δρόμο που είχε χαράξει η Επανάσταση στην Κούβα. Ο ρόλος των τροτσκιστών στη διάδοση ψευδών ειδήσεων περί της τύχης του Τσε το 1965 δεν είναι καθόλου αμελητέος. Στις αρχές του 1966, το πρακτορείο Φρανκ Πρες μετέδωσε την ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ότι ο Φιντέλ και ο Τσε είχαν ανταλλάξει πυροβολισμούς κατά τη διάρκεια μιας φιλονικίας και ότι ο Τσε είχε σκοτωθεί. Την ιστορία επιβεβαίωσε και αναδημοσίευσε μια τροτσκιστική εφημερίδα.

Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Ο Κάστρο και ο Τσε διατηρούσαν μια σταθερή φιλία βασισμένη στην αλληλοεκτίμηση. Από τα γραπτά που μας έχει αφήσει ο Τσε δεν υπάρχει ούτε δείγμα αρνητικής κριτικής απέναντι στον Φιντέλ – διαφορετικές οπτικές και απόψεις τακτικής φύσης υπήρχαν, ούτε υπόνοια όμως για θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο αντρών. Η αποχώρηση του Τσε από την Κούβα το 1965 αποτελεί μέχρι και σήμερα το βασικό σημείο που επικεντρώνεται η παραφιλολογία για τη δήθεν διαμάχη τους. Καμία ωστόσο από τις ψευδολογίες δεν τεκμηριώνεται. Γκεβάρα και Κάστρο είχαν συμφωνήσει πως από την στιγμή που θα στερεώνονταν η κουβανική Επανάσταση, ο Τσε θα ήταν ελεύθερος να ριχτεί ξανά στη μάχη, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου. Αυτός ήταν βασικός όρος που ο ίδιος ο Τσε είχε θέσει στον Φιδέλ από τις πρώτες τους κιόλας συνομιλίες στο Μεξικό, κάτι που ο Κάστρο είχε αποδεχθεί: «Εγώ το μόνο που θέλω είναι, αφού θα θριαμβεύσει η επανάσταση, αν θελήσω να πάω να πολεμήσω στην Αργεντινή, να μη μου στερήσετε αυτή τη δυνατότητα, να μη με εμποδίσουν ως προς αυτό τα ζητήματα του κράτους».

Ο ιδιαίτερος γραμματέας του Τσε στο Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης (INRA), ο Χοσέ Μανουέλ Μανρέσα, θυμάται τα λόγια του Γκεβάρα κατά τη πρώτη μέρα της παρουσίας του στο γραφείο. Τα παραθέτει ο Π.Ι.Τάϊμπο: «Το 1961, όταν φτάσαμε στο γραφείο του Τμήματος Βιομηχανίας, ο Τσε ακούμπησε σε μια αρχειοθήκη και μου είπε: Θα μείνουμε εδώ πέντε χρόνια κι ύστερα θα φύγουμε. Με πέντε χρονάκια παραπάνω, θα μπορούμε ακόμα να στήσουμε ένα αντάρτικο».

Che and Fidel - companeros 24Η περίφημη ομιλία του Τσε στο Αλγέρι το 1965, στο πλαίσιο του Δευτέρου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης, έχει χαρακτηριστεί ως ο λόγος της φημολογούμενης ρήξης του Γκεβάρα με τον Κάστρο. Και αυτό επειδή ο Τσε είχε αναφερθεί με σκληρά λόγια στην τακτική της τότε σοβιετικής ηγεσίας να χρεώνει την υλικοτεχνική βοήθεια που παρείχε σε υπανάπτυκτες χώρες που πάλευαν για αποδέσμευση από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά. Η σκληρή κριτική που είχε ασκήσει τότε ο Γκεβάρα στην ηγεσία Χρουστσώφ ενδέχεται να ενόχλησε σοβιετικούς κύκλους και να προβλημάτισε ακόμη και την ίδια την κουβανική κυβέρνηση. Δεν αποτελεί όμως λόγο για «ρήξη» στις σχέσεις Κάστρο-Γκεβάρα. Μια ματιά στις ομιλίες του Κάστρο κατα τα έτη 1966-67 αποδεικνύει ότι ο ίδιος ο Φιντέλ δεν δίσταζε να εκφωνήσει αρκετά επικριτικούς λόγους απέναντι στην σοβιετική ηγεσία. Η άποψη ότι οι δύο επαναστάτες ήρθαν σε ρήξη λόγω της ομιλίας του Τσε στο Αλγέρι αποτελεί κατα κύριο λόγο κατασκεύασμα της CIA, έκθεση της οποίας το Οκτώβρη του 1965 ανέφερε ότι ο Τσε είχε «εκπέσει» του αξιώματος του στην Κούβα λόγω της αντίθεσης του «απέναντι στις πολιτικό-οικονομικές πρακτικές της ΕΣΣΔ και της διαφωνίας με τους ρώσους οικονομικούς συμβούλους». Άλλωστε, η πρακτική της CIA να «σπέρνει ζιζάνια» στις σχέσεις σοσιαλιστικών εταίρων και συμμάχων δεν ήταν καθόλου άγνωστη. Το παραπάνω επιχείρημα όμως δεν έχει καμία ουσιαστική βάση, μιάς και η οικονομική πολιτική του Τσε (περί εκβιομηχάνισης) ακολουθήθηκε για τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια (1966-67). Ο Τάϊμπο παραθέτει τη μαρτυρία στενού συνεργάτη του Γκεβάρα (Φιγκέρας) στο υπουργείο βιομηχανίας: «Έχουν γραφτεί πολλά σχετικά με το γεγονός ότι τάχα εγκαταλείψαμε την ιδέα του Τσε για εκβιομηχάνιση για να ασχοληθούμε με τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η προσπάθεια για την εκβιομηχάνιση παρατάθηκε μέχρι το ’66-67».

Εάν ίσχυαν τα ψεύδη των της CIA, τότε λογικά ο Φ.Κάστρο θα εγκατέλειπε το Γκεβάρα κατά τις επόμενες επαναστατικές απόπειρες του αργεντίνου. Αυτό όμως δε συνέβη ούτε κατά το ελάχιστο, ούτε στο Κονγκό, ούτε αργότερα στη Βολιβία. Ο Κάστρο έλαβε προσωπικά μέρος στην προετοιμασία του Τσε και της ομάδας των κουβανών ανταρτών για το ταξίδι στο Κονγκό και όρισε υπεύθυνους για την ασφάλεια του Γκεβάρα τους δύο έμπιστους συνοδούς του Κομαντάντε, τον Ντρέκε και τον Μαρτίνες Ταμάγιο. Κατα τη διάρκεια της παραμονής του Τσε στο Κονγκό, οι δύο άνδρες διατηρούσαν επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας η οποία έχει διασωθεί, καθώς ο Γκεβάρα ενημέρωνε αναλυτικά τον κουβανό ηγέτη για τα τεκταινόμενα στην αφρικανική χώρα. Εάν η σχέση τους είχε διαταραχθεί – όπως αναφέρει η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα – τότε γιατί υπήρχε αυτή η προσωπική επικοινωνία και γιατί η κουβανική κυβέρνηση συνέχιζε να ενισχύει το αντάρτικο μέτωπο του Κονγκό με αντάρτες και οπλισμό;

Μια απ’ τις πλέον εμπεριστατωμένες έρευνες αναφορικά με την σχέση των δύο επαναστατών έχει γίνει από τον Simon Reid-Henry στο βιβλίο “Fidel and Che: A revolutonary friendship”. Χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό από Αβάνα και Μόσχα, όπως και αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA, ο Henry έχει προσπαθήσει να δώσει το στίγμα μιας φιλίας που κράτησε μέχρι τέλους. Το βασικό νόημα που περνάει το βιβλίο είναι ότι Φιντέλ και Τσε, δύο διαφορετικές προσωπικότητες, ήταν βαθιά – πιστοί ο ένας στον άλλο – φίλοι και σύντροφοι που, ασχέτως διαφωνιών σε επιμέρους ζητήματα, διατήρησαν την φιλία και αλληλοεκτίμηση τους μέχρι τέλους. Η σχέση του Γκεβάρα με τον Κάστρο συγκρίνεται – με όλες τις διαφοροποιήσεις που εμπεριέχει – με αυτήν του Μάρξ και του Ένγκελς. Ο Simon Reid-Henry απορρίπτει την παραφιλολογία για τη δήθεν ρήξη μεταξύ τους και την φιμολογούμενη «προδοσία» του Κάστρο: «Η φημολογία αυτή μου προσέλκυσε το ενδιαφέρον στο ξεκίνημα της έρευνας αλλά δεν βρήκα κανένα στοιχείο που να την στηρίζει» και συνεχίζει: «φαίνεται ξεκάθαρα ότι, αν και η άμεση πολιτική τους σχέση τελείωσε ουσιαστικά το 1965, οι δεσμοί φιλίας δεν διαλύθηκαν και ο Φιντέλ δεν πρόδωσε τον Τσε στη Βολιβία».

Γιατί ο Τσε δεν επέστρεψε στην Κούβα

Che_Fidel_Ramon_BenitezΤο γεγονός ότι ο Τσε Γκεβάρα δεν εγκαταστάθηκε και πάλι στην Κούβα μετά τον αντάρτικο αγώνα στο Κονγκό, αλλά προτίμησε να οργανώσει ένοπλο αγώνα στη Βολιβία, έχει χρησιμοποιηθεί ως «υπόνοια» για δήθεν διατάραξη των σχέσεων του με την Αβάνα. Όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει ερευνητές, αλλά και τα ίδια τα γραπτά του Τσε, η απόφαση για την οργάνωση αντάρτικου στη νότια Αμερική είχε ήδη παρθεί από το 1964. Εκείνη τη χρονιά, ο ίδιος ο Γκεβάρα κατέστρωνε σχέδια για δημιουργία εστιών ένοπλου αγώνα στην Αργεντινή και τη Βολιβία – στη βιογραφία του Π.Ι.Τάϊμπο αναφέρεται η συμμετοχή στον σχεδιασμό αυτόν (που δεν είναι ευρύτερα γνωστός) πρωτοκλασσάτων στελεχών της κουβανικής επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Κάστρο. Επομένως, η προσπάθεια για έναρξη αντάρτικου στη νότια Αμερική (που δεν ευοδώθηκε το 1964) είχε προαποφασιστεί πριν ακόμη ο Τσε εγκαταλείψει την Κούβα το 1965 με προορισμό το Κονγκό. Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε Γκεβάρα στον Φιντέλ σήμαινε το τέλος της συμμετοχής του στην κουβανική κυβέρνηση, σε επίσημη πολιτική θέση.

Ο Τσε, πιστός στο διεθνιστικό του καθήκον, θα έδινε τη μάχη στη Βολιβία ούτως ή άλλως.  Επέστρεψε μυστικά στην Κούβα το 1966 προκειμένου να προετοιμαστεί για την αποστολή του αυτή. Από την συνάντηση του με τον Φιντέλ – ο οποίος μάλιστα επιθεώρησε το ψεύτικο διαβατήριο του και με τον οποίο συνομίλησε πρωτού αναχωρήσει – δεν προκύπτει καμία ρήξη, σε προσωπικό τουλάχιστον επίπεδο.  Οι όποιες πολιτικές διαφωνίες – εάν υπήρχαν – δεν έχουν καταγραφεί ώστε να έχουμε σήμερα ενδείξεις. Εάν όντως υπήρχαν, δεν θα είχαν καταγραφεί στο ημερολόγιο του Τσε κατά τους μήνες της παραμονής του στη Βολιβία;

Ποιά είναι η αλήθεια

Ποιοί διαδίδουν τις φήμες για τη δήθεν προδοσία του Φιντέλ απέναντι στον Τσε; Ποιοί στηρίζουν και αναπαράγουν αυτά τα θλιβερά ψεύδη; Οι κοντινοί άνθρωποι του Τσε Γκεβάρα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ειλικρινούς φιλίας που υπήρχε μεταξύ των δύο επαναστατών. Κανένας, ουδέποτε, δεν έχει αφήσει ούτε υπόνοια για την στάση του Φιντέλ. Η σύζυγος του Τσε, η Αλεϊδα Μαρτς, στο βιβλίο της «Αναμνήσεις: η ζωή μου με τον Τσε» (2007) υποστηρίζει ότι ο Φιντέλ στάθηκε στο πλεύρο του Τσε και των διεθνιστικών του καθηκόντων, στηρίζοντας την οικογένεια του δολοφονηθέντος επαναστάτη.

Μέχρι σήμερα, κανένας απ’ τους επιζώντες συντρόφους του Τσε Γκεβάρα στο αντάρτικο δεν έχει κατηγορήσει τον Φιντέλ για προδοσία. Εξαίρεση αποτελούν άνθρωποι οι οποίοι, για ιδιοτελείς λόγους, πέρασαν στο αντεπαναστατικό στρατόπεδο, έφυγαν απ’ την Κούβα και ζουν στο εξωτερικό διαδίδοντας ψεύδη για την επαναστατική κυβέρνηση. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο Ντανιέλ Αλαρκόν Ραμίρες (Μπενίνο), πρώην αντάρτης στην Σιέρρα Μαέστρα και αργότερα στη Βολιβία που σήμερα διαμένει στην Ευρώπη, ο οποίος συγκαταλέγεται στους αντικαστρικούς αυτοεξόριστους. Η άποψη του Μπενίνο είναι ότι ο Φιντέλ, σε συνενόηση με την σοβιετική ηγεσία, εγκατάλειψε τον Τσε στη μοίρα του αφήνοντας τον βορά στα νύχια της CIA και του βολιβιανού στρατού. Παρ’ όλα αυτά, ο πρώην αντάρτης δεν έχει δώσει κανένα χειροπιαστό στοιχείο που να αποδεικνύει τα λεγόμενα του, κάνοντας τη μαρτυρία του να μοιάζει αναξιόπιστη. Στο περίφημο ημερολόγιο της Βολιβίας, που ο Τσε έγραφε τους μήνες πριν την σύλληψη και δολοφονία του, δεν περιλαμβάνεται ούτε ψήγμα κατηγορίας ενάντια στην στάση του Κάστρο και της Αβάνας γενικότερα.

Μπενίνο και Φ.Ροντρίγκες.

Πέραν της CIA και του Ραμίρες, το αίωλο επιχείρημα περί της δήθεν προδοσίας του Κάστρο έχουν διαδώσει αξιωματικοί του βολιβιανού στρατού, μέλη δηλαδή του σώματος που εξεδίωξε, συνέλαβε και δολοφόνησε (έπειτα απο άνωθεν εντολή) τον Τσε. Για παράδειγμα, το ψέμα αυτό το έχει υποστηρίξει θερμά ο πράκτορας της CIA Φέλιξ Ροντρίγκες, εκ των πρωτεργατών της σύλληψης του Τσε. Είναι περισσότερο απο προφανές ότι η διάδοση αυτού του ψέματος ευνοεί εκείνη την πλευρά που θα επιθυμούσε να προκαλέσει ρήγματα στις γραμμές του επαναστατικού κινήματος, να θέσει σε αντιπαράθεση συντρόφους και συμμάχους, να διαβάλει το αραγές μέτωπο της κουβανικής επανάστασης.

Η ερώτηση «ποιός πρόδωσε την προσπάθεια του Τσε στη Βολιβία;» θα απαντηθεί από την ίδια την Ιστορία. Ευθύνες μπορούν να αποδωθούν στην πλευρά του τότε Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας και του αρχηγού του Μάριο Μόνχε, ο οποίος την τελευταία στιγμή απέσυρε την αρωγή που είχε υποσχεθεί στους αντάρτες. Όπως ευθύνες μπορούν να αποδωθούν στην, λανθασμένη όπως αποδείχθηκε, εκτίμηση για την στήριξη που οι χωρικοί της βολιβιανής επαρχίας θα έδιναν στον αντάρτικο στρατό. Το αντάρτικο στη Βολιβία δεν έτυχε τέτοιας λαϊκής υποστήριξης – η τρομοκρατία της δικτατορίας είχε πιάσει τόπο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Φιντέλ Κάστρο και η κουβανική κυβέρνηση στάθηκαν στο πλευρό του Τσε, εφοδιάζοντας με έμψυχο υλικό, οπλισμό, πλαστά διαβατήρια και έγγραφα την προσπάθεια εκείνη.

Το τι διαμείφθηκε στις προσωπικές συζητήσεις του Τσε με τον Φιντέλ δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το σημαντικό είναι ότι, ακόμη και αν είχαν διαφορετική οπτική σε ορισμένα ζητήματα, είχαν κοινούς στόχους. Απ’ την πρώτη γνωριμία στην Πόλη του Μεξικού μέχρι το τραγικό τέλος στη βολιβιανή ύπαιθρο, οι δύο άνδρες διατήρησαν την άρρηκτη σχέση μεταξύ συντρόφων. Η Ιστορία θα δικαιώσει την αλήθεια αυτή, ενάντια στα ψέματα και τις συκοφαντίες του Ιμπεριαλισμού και των διάφορων «καλοθελητών».

Ν.Μόττας, Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα, Αύγουστος 2013.

Η «κατάρα» του Τσε

che guevara assassination 1967 35Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα (Κεφάλαιο 63ο, σελ. 945-949) από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ «Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε», μια απ’ τις πλέον εμπεριστατωμένες έρευνες γύρω απ’ τη ζωή του αργεντίνου επαναστάτη.

Μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια (απο τη δολοφονία του Τσε) στο πλαίσιο μιας σειράς παράδοξων συμπτώσεων – που αναμφίβολα μπορούν να αποδοθούν στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην όλη ιστορία έζησαν σε καιρούς αβέβαιους και στην κόψη του ξυραφιού – οι περισσότεροι απο κείνους που σχετίζονταν με την σύλληψη, τη διαταγή της εκτέλεσης και την εξαφάνιση του πτώματος του Ερνέστο Γκεβάρα έπεσαν θύματα παράξενων θανατηφόρων ατυχημάτων με ελικόπτερα ή αυτοκίνητα, εκτελέστηκαν απο τους κληρονόμους του αντάρτικου, εκτοπίστηκαν, αρρώστησαν μυστηριωδώς, δέχτηκαν πυροβολισμούς, έπεσαν θύματα τρομοκρατικών οργανώσεων της φασματικής Αριστεράς ή της πιο λάθρα βιώσασας δεξιάς ή ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τους πρώην συντρόφους τους.

Λες και το φάντασμα του Τσε είχε επιστρέψει για να ζητήσει το λογαριασμό απο τους δολοφόνους του, ένα συστηματικό κύμα βίας παρέσυρε σταδιακά έναν προς έναν σχεδόν όλους όσοι είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που αυτή η σειρά συμπτώσεων οδήγησε στη γέννηση του θρύλου της “κατάρας” του Τσε, που, σύμφωνα με τις φήμες ή τη λαϊκή δοξασία, είχε στήσει απο τον άλλο κόσμο όλα αυτά τα ατυχήματα και τις απόπειρες δολοφονίας ή είχε στείλει τις αρρώστιες – μια άλλη φήμη, που δε στηρίζεται σε καμία έμπρακτη απόδειξη, απέδιδε στις κουβανέζικες μυστικές υπηρεσίες την οργάνωση μιας επιχείρησης εκδίκησης διεθνούς βεληνεκούς. Παραδόξως, αυτοί που υποστήριζαν την πρώτη υπόθεση δε μιλούσαν για το όλο θέμα με τόση περηφάνια όσο εκείνος ο κουβανός συγγραφέας που υπαινίχθηκε κάποτε χαμογελαστός στον ιστορικό: “οι δικές μας υπηρεσίες…, με έναν κάποιο τρόπο ικανοποίησης στη φωνή.

Ας συνοψίσουμε: Ο Ονοράτο Ρόχας έγινε δημόσιο πρόσωπο ύστερα απο εκείνη τη φωτογραφία στην οποία φαίνεται ο αντιπρόεδρος Σίλες να τον συγχαίρει για το γεγονός ότι είχε καταδώσει τους αντάρτες και είχε οδηγήσει την ομάδα της Τάνιας και του Βίλο Ακούνια στην ενέδρα στο Βάδο ντελ Γέσο. Πρόκειται για μια φωτογραφία θλιβερή, με τον Ονοράτο ντυμένο ρέιντζερ, με ένα πηλήκιο που του έπεφτε μεγάλο και με την κόρη του, που τότε ήταν ενάμισι έτους, στην αγκαλιά του. Στις 14 Ιουλίου του ’69 ένας κομάντο του αναγεννημένου ELZ τον εκτέλεσε με δύο πυροβολισμούς στο κεφάλι. Ζούσε μερικά χιλιόμετρα μακριά απο τη Σάντα Κρους σε ένα μικρό ράντσο πέντε εκταρίων που του είχε χαρίσει ο Μπαριέντος. Ο ίδιος ο στρατηγός Μπαριέντος θα ήταν το επόμενο θύμα. Ο πρόεδρος της Βολιβίας, ο άνθρωπος που επικύρωσε τη διαταγή για την εκτέλεση του τσε, θα πέθαινε απανθρακωμένος μέσα σε λιγότερο απο έναν χρόνο, καθώς το ελικόπτερο με το οποίο ταξίδευε στις 29 Απριλίου του 1969 κατέπεσε κοντά στον οικισμό της Άρκε. Οι συνθήκες του ατυχήμαος δεν διευκρινίστηκαν ποτέ. Σύμφωνα με τις φήμες, πίσω απο τη δολοφονία του βρίσκονταν ο πρώην σύντροφος του, ο στρατηγός Οβάνδο, που τον σκότωσε στη φάση που ο Μπαριέντος προετοίμαζε ένα πραξικόπημα κατα του εαυτού του προκειμένου να απαλλαγεί απο την εσωτερική και εξωτερική αντιπολίτευση. Βέβαια, και ο Οβάνδο εκδιώχθηκε το 1970 απο το προεδρικό μέγαρο, όπου είχε φτάσει χάρη σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε οργανωθεί ενάντια στον αντικαταστάτη του Μπεριέντος απο έναν άλλο στρατιωτικό, το στρατηγό Μιράντα.

Ο συγγραφέας Χόρχε Γκαγιάρδο, ο οποίος βρισκόταν σε στενή επαφή με το επιτελείο των στρατιωτικών που πρωταγωνίστησαν στο προοδευτικό πραξικόπημα του Τόρες χρόνια μετά τα γεγονότα, μας λέει: “Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Τσε, η λαϊκή δοξασία προφήτευε ότι θα έπαιρνε μαζί του στον τάφο του τους υπεύθυνους για το θάνατο του”. Και κανα δυο κουβανοί ιστορικοί που ταξίδεψαν στο νότο της Βολιβίας, στις περιοχές όπου έδρασε το αντάρτικο του Τσε, μας περιγράφουν: “Με αφορμή αυτές τις δοξασίες, άρχισε να κυκλοφορεί αλυσιδωτά μεταξύ των βολιβιανών στρατιωτικών και των συγγενών τους ένα γράμμα το οποίο έλεγε ότι ο θάνατος του Μπαριέντος ήταν τιμωρία σταλμένη απ’ το Θεό και ότι όλους τους υπεύθυνους για τη δολοφονία του Τσε τους περίμενε μεγάλη συμφορά. Για να μπορέσουν να σωθούν, του συμβούλευε να πουν τρεις φορές το Πάτερ ημών και άλλες τρεις το Άβε Μαρία. Έπρεπε να αντιγράψουν το γράμμα σε εννιά αντίγραφα και να το στείλουν σε αντίστοιχο αριθμό παραληπτών”.

Είτε τα αντίγραφα του γράμματος αποδείχθηκαν ανεπαρκή είτε τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο χωρίς κανένα συντονισμό – το θέμα πάντως είναι ότι λίγο μετά το “ατύχημα” του Μπαριέντος ένας ακόμα θάνατος θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της φημολογίας: Στις 10 Οκτωβρίου του 1970, μία μέρα μετά την τρίτη επέτειο του θανάτου του Τσε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο υπολοχαγός Εδουάρδο Ουέρτα, που ήταν ο πρώτος αξιωματικός που είχε πάρει μέρος στην σύλληψη του. Η αλυσίδα συνεχίστηκε με τη βίαιη δολοφονία του αντισυνταγματάρχη Αντρές Σέλιτς, ο οποίος υπήρξε ένας απο τους λίγους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς που είχε μιλήσει με τον τσε στο σχολείο της Ιγκέρα και που είχε προσπαθήσει να τον ταπεινώσει. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, επι κυβερνήσεως Μπάνσερ, όντας ο ίδιος υπουργός Εσωτερικών, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, στο πλαίσιο μιας “ανάκρισης” που διενεργήθηκε απο πράκτορες της στρατιωτικής ασφάλειας, όταν τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να καταστρώνει κρυφά ένα ακόμα απο τα πραξικοπήματα που συνθέτουν την ιστορία της Βολιβίας.

Λίγο αργότερα, ο συνταγματάρχης Ρομπέρτο Κιντανίγια, ο οποίος, ως υπεύθυνος της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του Υπουργείου Εσωτεριικών, παρέστη ως μάρτυρας στον ακρωτηριασμό των χεριών του πτώματος του Τσε προκειμένου να γίνει στο μέλλον η αναγνώριση του, ενώ χρόνια αργότερα υπήρξε ο αυτουργός της δολοφονίας του Ίντι Περέδο, εκτελέστηκε στο Αμβούργο τον Απρίλιο του 1971 απο μια γυναίκα μέλος του ELN, τη Μόνικα Ερλτ. Η Μόνικα, παριστάνοντας τη γερμανία που ήθελε βίζα για τη Βολιβία, μπήκε στο προξενείο, ζήτησε να δει τον συνταγματάρχη Κιντανίγια και όταν την οδήγησαν μπροστά του τον σκότωσε με δυο πυροβολισμούς στο στήθος κι εξαφανίστηκε χωρίς να την πειράξει κανείς.

Η “κατάρα” του Τσε έβγαινε αληθινή, και όχι μόνο χάρη στους στρατευμένους επαναστάτες, καθώς κάποιες φορές έπαιρνε διαφορετική μορφή: Ο πράκτορας της CIA που αναγνώρισε τον Τσε και αργότερα φωτογράφισε το ημερολόγιο του, ο Φέλιξ Ροντρίγκες, με το που επέστρεψε στο Μαϊάμι, άρχισε να υποφέρει απο άσθμα, παρ’ όλο που το άσθμα εκδηλώνεται συνήθως κατά την παιδική ηλικία και εκείνος δεν είχε ποτέ του αντίστοιχο προηγούμενο. “Όταν έφτασα εδώ στο Μαϊάμι (…) έπαθα κρίση άσθματος. Μου έκαναν διάφορα τεστ για κάθε είδους αλλεργίες και κανένα δε βγήκε θετικό. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ίσως επρόκειτο για την “κατάρα” του Τσε ή για κάτι καθαρά ψυχολογικό. Είτε το κλίμα ήταν ξηρό είτε υγρόκ, θερμό ή ψυχρό το ίδιο μου έκανε…”.

Ο Ρενέ Μπαριέντος (αριστερά) και ο Χοσέ Τόρρες.
Ο Ρενέ Μπαριέντος (αριστερά) και ο Χουάν Χοσέ Τόρες.

Ο ταγματάρχης Χουάν Αγιορόα, του οποίου οι ρέιντζερς έδρασαν κατα την τελευταία φάση της εκστρατείας ενάντια στον Τσε και συμμετείχαν στην σύλληψη και τη δολοφονία του, εκτοπίστηκε απο την κυβέρνηση Μπάνσερ στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1972.

Ο Χουάν Χοσέ Τόρες, που ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Βολιβίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον του Τσε και που είχε υπογράψει τη διαταγή της εκτέλεσης, ανέβηκε χρόνια αργότερα στην εξουσία, απο την οποία εκδιώχθηκε απο ένα στρατιωτικό πραξικόπημα συντηρητικού χαρακτήρα, και στις 12 Φεβρουαρίου του ’76 δολοφονήθηκε με τρεις σφαίρες στο κεφάλι απο την ακροδεξιά οργάνωση Τριπλό Α στο Μπουένος Άϊρες. Δύο μήνες αργότερα, το Μάϊο του 1976, στην αντίθετη άκρη του πολιτικού φάσματος, ο στρατηγός Χοακίν Σεντένο Ανάγια – ο οποίος, όντας διοικητής της Όγδοης Μεραρχίας, είχε μεταφέρει την εντολή για την εκτέλεση του Τσε – εκτελέστηκε με πυροβολισμούς στο Παρίσι, όπου βρισκόταν ως πρέσβης της Βολιβίας, από μία εφήμερη ομάδα κομάντος αυτοαποκαλούμενη Διεθνιστική Ταξιαρχία τσε Γκεβάρα, που δεν ανέλαβε ποτέ ξανά δράση ύστερη απ’ αυτή την επιχείρηση. Ο Σεντέντο δέχθηκε τρεις σφαίρες εξ επαφής από όπλο των 7,65mm έξω απ’ την πόρτα του γραφείου του. Οι ερευνητές συσχέτισαν τη δολοφονία του με το γεγονός ότι είχε κατηγορηθεί δημόσια για την προστασία κάποιων πρώην ναζί που κρύβονταν στη Βολιβία με το όνομα Μπάρμπι. Ο λογαχός Βάργας, ο επικεφαλής της ενέδρας στο Βάδο ντε Γέσο, που έπειτα ανέλαβε να κρύψει τα πτώματα του Τσε και των συντρόφων του, υπέστη ψυχολογική διαταραχή, γιατί “τον κυνηγούσαν οι νεκροί, έρχονταν να τον βρουν”…

Ο Γκάρι Πράδο Σαλμόν, ο λοχαγός που έπιασε τον Τσε, τραυματίστηκε από μια σφαίρα που του διαπέρασε και τους δύο πνεύμονες και τραυμάτισε την σπονδυλική του στήλη, αφήνοντας τον παράλυτο, σε μια συμπλοκή που προέκυψε κατά την κατάλυψη ενός καταυλισμού εργατών στα πετρέλαια στην Σάντα Κρους από μία ομάδα φασιστών στις αρχές του ’81. Παραδόξως, τον πυροβολισμό τού τον έριξε κατά λάθος ένας απο τους δικούς του στρατιώτες, το όνομα του οποίου δεν έγινε ποτέ γνωστό.

Είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Αντόνιο Αργέδας εξέτιε ποινή οκταετούς κάθειρξης για την απαγωγή ενός εμπόρου σε μια φυλακή της Βολιβίας, αφού πρώτα είχε πέσει θύμα βομβιστικών επιθέσεων και πυροβολισμών από αγνώστους στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο στρατηγός Αράνα σκοτώθηκε το έτος 2000 σε μια βομβιστική επίθεση στη Λα Παζ. Λίγα ξέρουμε για τη μοίρα του υπαξιωματικού Μάριο Τεράν [1] – ωστόσο κάποιες εφημερίδες λένε ότι περιπλανιέται αλκοολικός πια στους δρόμους της Κοτσαμπάμπα, κυνηγημένος απ’ τη μορφή του Τσε, που του παρουσιάζεται στους εφιάλτες του, και ότι, όπως και ο λοχίας Μπερναρδίνο Ουάνκα, χρειάστηκε πολλές φορές ως τώρα να υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία.

Paco Ignacio Taibo II, «Ernesto Guevara, Conocido como el Che». Στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Κέδρος, 2005.

[1] Σημείωση Guevaristas: Το 2007 ο Μάριο Τεράν υπεβλήθη σε επιτυχημένη εγχείρηση στα μάτια απο κουβανούς γιατρούς. «Τέσσερις δεκαετίες από τότε που ο Μάριο Τεράν προσπάθησε να καταστρέψει ένα όνειρο και μία ιδέα, ο Τσε Γκεβάρα επέστρεψε για να κερδίσει μία ακόμα μάχη» είχε γράψει τότε η κουβανική εφημερίδα Granma.