Η «κατάρα» του Τσε

che guevara assassination 1967 35Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα (Κεφάλαιο 63ο, σελ. 945-949) από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ «Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε», μια απ’ τις πλέον εμπεριστατωμένες έρευνες γύρω απ’ τη ζωή του αργεντίνου επαναστάτη.

Μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια (απο τη δολοφονία του Τσε) στο πλαίσιο μιας σειράς παράδοξων συμπτώσεων – που αναμφίβολα μπορούν να αποδοθούν στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην όλη ιστορία έζησαν σε καιρούς αβέβαιους και στην κόψη του ξυραφιού – οι περισσότεροι απο κείνους που σχετίζονταν με την σύλληψη, τη διαταγή της εκτέλεσης και την εξαφάνιση του πτώματος του Ερνέστο Γκεβάρα έπεσαν θύματα παράξενων θανατηφόρων ατυχημάτων με ελικόπτερα ή αυτοκίνητα, εκτελέστηκαν απο τους κληρονόμους του αντάρτικου, εκτοπίστηκαν, αρρώστησαν μυστηριωδώς, δέχτηκαν πυροβολισμούς, έπεσαν θύματα τρομοκρατικών οργανώσεων της φασματικής Αριστεράς ή της πιο λάθρα βιώσασας δεξιάς ή ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τους πρώην συντρόφους τους.

Λες και το φάντασμα του Τσε είχε επιστρέψει για να ζητήσει το λογαριασμό απο τους δολοφόνους του, ένα συστηματικό κύμα βίας παρέσυρε σταδιακά έναν προς έναν σχεδόν όλους όσοι είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που αυτή η σειρά συμπτώσεων οδήγησε στη γέννηση του θρύλου της “κατάρας” του Τσε, που, σύμφωνα με τις φήμες ή τη λαϊκή δοξασία, είχε στήσει απο τον άλλο κόσμο όλα αυτά τα ατυχήματα και τις απόπειρες δολοφονίας ή είχε στείλει τις αρρώστιες – μια άλλη φήμη, που δε στηρίζεται σε καμία έμπρακτη απόδειξη, απέδιδε στις κουβανέζικες μυστικές υπηρεσίες την οργάνωση μιας επιχείρησης εκδίκησης διεθνούς βεληνεκούς. Παραδόξως, αυτοί που υποστήριζαν την πρώτη υπόθεση δε μιλούσαν για το όλο θέμα με τόση περηφάνια όσο εκείνος ο κουβανός συγγραφέας που υπαινίχθηκε κάποτε χαμογελαστός στον ιστορικό: “οι δικές μας υπηρεσίες…, με έναν κάποιο τρόπο ικανοποίησης στη φωνή.

Ας συνοψίσουμε: Ο Ονοράτο Ρόχας έγινε δημόσιο πρόσωπο ύστερα απο εκείνη τη φωτογραφία στην οποία φαίνεται ο αντιπρόεδρος Σίλες να τον συγχαίρει για το γεγονός ότι είχε καταδώσει τους αντάρτες και είχε οδηγήσει την ομάδα της Τάνιας και του Βίλο Ακούνια στην ενέδρα στο Βάδο ντελ Γέσο. Πρόκειται για μια φωτογραφία θλιβερή, με τον Ονοράτο ντυμένο ρέιντζερ, με ένα πηλήκιο που του έπεφτε μεγάλο και με την κόρη του, που τότε ήταν ενάμισι έτους, στην αγκαλιά του. Στις 14 Ιουλίου του ’69 ένας κομάντο του αναγεννημένου ELZ τον εκτέλεσε με δύο πυροβολισμούς στο κεφάλι. Ζούσε μερικά χιλιόμετρα μακριά απο τη Σάντα Κρους σε ένα μικρό ράντσο πέντε εκταρίων που του είχε χαρίσει ο Μπαριέντος. Ο ίδιος ο στρατηγός Μπαριέντος θα ήταν το επόμενο θύμα. Ο πρόεδρος της Βολιβίας, ο άνθρωπος που επικύρωσε τη διαταγή για την εκτέλεση του τσε, θα πέθαινε απανθρακωμένος μέσα σε λιγότερο απο έναν χρόνο, καθώς το ελικόπτερο με το οποίο ταξίδευε στις 29 Απριλίου του 1969 κατέπεσε κοντά στον οικισμό της Άρκε. Οι συνθήκες του ατυχήμαος δεν διευκρινίστηκαν ποτέ. Σύμφωνα με τις φήμες, πίσω απο τη δολοφονία του βρίσκονταν ο πρώην σύντροφος του, ο στρατηγός Οβάνδο, που τον σκότωσε στη φάση που ο Μπαριέντος προετοίμαζε ένα πραξικόπημα κατα του εαυτού του προκειμένου να απαλλαγεί απο την εσωτερική και εξωτερική αντιπολίτευση. Βέβαια, και ο Οβάνδο εκδιώχθηκε το 1970 απο το προεδρικό μέγαρο, όπου είχε φτάσει χάρη σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε οργανωθεί ενάντια στον αντικαταστάτη του Μπεριέντος απο έναν άλλο στρατιωτικό, το στρατηγό Μιράντα.

Ο συγγραφέας Χόρχε Γκαγιάρδο, ο οποίος βρισκόταν σε στενή επαφή με το επιτελείο των στρατιωτικών που πρωταγωνίστησαν στο προοδευτικό πραξικόπημα του Τόρες χρόνια μετά τα γεγονότα, μας λέει: “Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Τσε, η λαϊκή δοξασία προφήτευε ότι θα έπαιρνε μαζί του στον τάφο του τους υπεύθυνους για το θάνατο του”. Και κανα δυο κουβανοί ιστορικοί που ταξίδεψαν στο νότο της Βολιβίας, στις περιοχές όπου έδρασε το αντάρτικο του Τσε, μας περιγράφουν: “Με αφορμή αυτές τις δοξασίες, άρχισε να κυκλοφορεί αλυσιδωτά μεταξύ των βολιβιανών στρατιωτικών και των συγγενών τους ένα γράμμα το οποίο έλεγε ότι ο θάνατος του Μπαριέντος ήταν τιμωρία σταλμένη απ’ το Θεό και ότι όλους τους υπεύθυνους για τη δολοφονία του Τσε τους περίμενε μεγάλη συμφορά. Για να μπορέσουν να σωθούν, του συμβούλευε να πουν τρεις φορές το Πάτερ ημών και άλλες τρεις το Άβε Μαρία. Έπρεπε να αντιγράψουν το γράμμα σε εννιά αντίγραφα και να το στείλουν σε αντίστοιχο αριθμό παραληπτών”.

Είτε τα αντίγραφα του γράμματος αποδείχθηκαν ανεπαρκή είτε τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο χωρίς κανένα συντονισμό – το θέμα πάντως είναι ότι λίγο μετά το “ατύχημα” του Μπαριέντος ένας ακόμα θάνατος θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της φημολογίας: Στις 10 Οκτωβρίου του 1970, μία μέρα μετά την τρίτη επέτειο του θανάτου του Τσε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο υπολοχαγός Εδουάρδο Ουέρτα, που ήταν ο πρώτος αξιωματικός που είχε πάρει μέρος στην σύλληψη του. Η αλυσίδα συνεχίστηκε με τη βίαιη δολοφονία του αντισυνταγματάρχη Αντρές Σέλιτς, ο οποίος υπήρξε ένας απο τους λίγους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς που είχε μιλήσει με τον τσε στο σχολείο της Ιγκέρα και που είχε προσπαθήσει να τον ταπεινώσει. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, επι κυβερνήσεως Μπάνσερ, όντας ο ίδιος υπουργός Εσωτερικών, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, στο πλαίσιο μιας “ανάκρισης” που διενεργήθηκε απο πράκτορες της στρατιωτικής ασφάλειας, όταν τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να καταστρώνει κρυφά ένα ακόμα απο τα πραξικοπήματα που συνθέτουν την ιστορία της Βολιβίας.

Λίγο αργότερα, ο συνταγματάρχης Ρομπέρτο Κιντανίγια, ο οποίος, ως υπεύθυνος της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του Υπουργείου Εσωτεριικών, παρέστη ως μάρτυρας στον ακρωτηριασμό των χεριών του πτώματος του Τσε προκειμένου να γίνει στο μέλλον η αναγνώριση του, ενώ χρόνια αργότερα υπήρξε ο αυτουργός της δολοφονίας του Ίντι Περέδο, εκτελέστηκε στο Αμβούργο τον Απρίλιο του 1971 απο μια γυναίκα μέλος του ELN, τη Μόνικα Ερλτ. Η Μόνικα, παριστάνοντας τη γερμανία που ήθελε βίζα για τη Βολιβία, μπήκε στο προξενείο, ζήτησε να δει τον συνταγματάρχη Κιντανίγια και όταν την οδήγησαν μπροστά του τον σκότωσε με δυο πυροβολισμούς στο στήθος κι εξαφανίστηκε χωρίς να την πειράξει κανείς.

Η “κατάρα” του Τσε έβγαινε αληθινή, και όχι μόνο χάρη στους στρατευμένους επαναστάτες, καθώς κάποιες φορές έπαιρνε διαφορετική μορφή: Ο πράκτορας της CIA που αναγνώρισε τον Τσε και αργότερα φωτογράφισε το ημερολόγιο του, ο Φέλιξ Ροντρίγκες, με το που επέστρεψε στο Μαϊάμι, άρχισε να υποφέρει απο άσθμα, παρ’ όλο που το άσθμα εκδηλώνεται συνήθως κατά την παιδική ηλικία και εκείνος δεν είχε ποτέ του αντίστοιχο προηγούμενο. “Όταν έφτασα εδώ στο Μαϊάμι (…) έπαθα κρίση άσθματος. Μου έκαναν διάφορα τεστ για κάθε είδους αλλεργίες και κανένα δε βγήκε θετικό. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ίσως επρόκειτο για την “κατάρα” του Τσε ή για κάτι καθαρά ψυχολογικό. Είτε το κλίμα ήταν ξηρό είτε υγρόκ, θερμό ή ψυχρό το ίδιο μου έκανε…”.

Ο Ρενέ Μπαριέντος (αριστερά) και ο Χοσέ Τόρρες.
Ο Ρενέ Μπαριέντος (αριστερά) και ο Χουάν Χοσέ Τόρες.

Ο ταγματάρχης Χουάν Αγιορόα, του οποίου οι ρέιντζερς έδρασαν κατα την τελευταία φάση της εκστρατείας ενάντια στον Τσε και συμμετείχαν στην σύλληψη και τη δολοφονία του, εκτοπίστηκε απο την κυβέρνηση Μπάνσερ στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1972.

Ο Χουάν Χοσέ Τόρες, που ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Βολιβίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον του Τσε και που είχε υπογράψει τη διαταγή της εκτέλεσης, ανέβηκε χρόνια αργότερα στην εξουσία, απο την οποία εκδιώχθηκε απο ένα στρατιωτικό πραξικόπημα συντηρητικού χαρακτήρα, και στις 12 Φεβρουαρίου του ’76 δολοφονήθηκε με τρεις σφαίρες στο κεφάλι απο την ακροδεξιά οργάνωση Τριπλό Α στο Μπουένος Άϊρες. Δύο μήνες αργότερα, το Μάϊο του 1976, στην αντίθετη άκρη του πολιτικού φάσματος, ο στρατηγός Χοακίν Σεντένο Ανάγια – ο οποίος, όντας διοικητής της Όγδοης Μεραρχίας, είχε μεταφέρει την εντολή για την εκτέλεση του Τσε – εκτελέστηκε με πυροβολισμούς στο Παρίσι, όπου βρισκόταν ως πρέσβης της Βολιβίας, από μία εφήμερη ομάδα κομάντος αυτοαποκαλούμενη Διεθνιστική Ταξιαρχία τσε Γκεβάρα, που δεν ανέλαβε ποτέ ξανά δράση ύστερη απ’ αυτή την επιχείρηση. Ο Σεντέντο δέχθηκε τρεις σφαίρες εξ επαφής από όπλο των 7,65mm έξω απ’ την πόρτα του γραφείου του. Οι ερευνητές συσχέτισαν τη δολοφονία του με το γεγονός ότι είχε κατηγορηθεί δημόσια για την προστασία κάποιων πρώην ναζί που κρύβονταν στη Βολιβία με το όνομα Μπάρμπι. Ο λογαχός Βάργας, ο επικεφαλής της ενέδρας στο Βάδο ντε Γέσο, που έπειτα ανέλαβε να κρύψει τα πτώματα του Τσε και των συντρόφων του, υπέστη ψυχολογική διαταραχή, γιατί “τον κυνηγούσαν οι νεκροί, έρχονταν να τον βρουν”…

Ο Γκάρι Πράδο Σαλμόν, ο λοχαγός που έπιασε τον Τσε, τραυματίστηκε από μια σφαίρα που του διαπέρασε και τους δύο πνεύμονες και τραυμάτισε την σπονδυλική του στήλη, αφήνοντας τον παράλυτο, σε μια συμπλοκή που προέκυψε κατά την κατάλυψη ενός καταυλισμού εργατών στα πετρέλαια στην Σάντα Κρους από μία ομάδα φασιστών στις αρχές του ’81. Παραδόξως, τον πυροβολισμό τού τον έριξε κατά λάθος ένας απο τους δικούς του στρατιώτες, το όνομα του οποίου δεν έγινε ποτέ γνωστό.

Είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Αντόνιο Αργέδας εξέτιε ποινή οκταετούς κάθειρξης για την απαγωγή ενός εμπόρου σε μια φυλακή της Βολιβίας, αφού πρώτα είχε πέσει θύμα βομβιστικών επιθέσεων και πυροβολισμών από αγνώστους στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο στρατηγός Αράνα σκοτώθηκε το έτος 2000 σε μια βομβιστική επίθεση στη Λα Παζ. Λίγα ξέρουμε για τη μοίρα του υπαξιωματικού Μάριο Τεράν [1] – ωστόσο κάποιες εφημερίδες λένε ότι περιπλανιέται αλκοολικός πια στους δρόμους της Κοτσαμπάμπα, κυνηγημένος απ’ τη μορφή του Τσε, που του παρουσιάζεται στους εφιάλτες του, και ότι, όπως και ο λοχίας Μπερναρδίνο Ουάνκα, χρειάστηκε πολλές φορές ως τώρα να υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία.

Paco Ignacio Taibo II, «Ernesto Guevara, Conocido como el Che». Στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Κέδρος, 2005.

[1] Σημείωση Guevaristas: Το 2007 ο Μάριο Τεράν υπεβλήθη σε επιτυχημένη εγχείρηση στα μάτια απο κουβανούς γιατρούς. «Τέσσερις δεκαετίες από τότε που ο Μάριο Τεράν προσπάθησε να καταστρέψει ένα όνειρο και μία ιδέα, ο Τσε Γκεβάρα επέστρεψε για να κερδίσει μία ακόμα μάχη» είχε γράψει τότε η κουβανική εφημερίδα Granma.

Πάθη και θάνατος στην Βολιβία – Το τέλος του Τσε Γκεβάρα (Μέρος Τρίτο)

(Συνέχεια από Δεύτερο μέρος).

Στις 8 Απρίλη του 1967, ο Γκεβάρα έμαθε ένα ακόμα δυσάρεστο νέο. Ο πρώην πρόεδρος Παθ Εστενσόρο που είχε ανατραπεί από τους στρατιωτικούς και ζούσε εξόριστος στην Λίμα δήλωσε ότι οι γκερίλας ήταν κομμουνιστές και ότι κατά συνέπεια ο λαός δεν έπρεπε να τις στηρίξει. Ο Εστενσόρο δήλωσε επίσης ότι σημασία είχε πρωτίστως να κρατηθεί το καθεστώς εθνικιστικό.

Στις 10 Απριλίου, οι γκερίλας στήνουν ενέδρα σε ένα σύνταγμα στρατιωτών κοντά στο αγρόκτημα Νινκαχουάζου σε ένα πλάτωμα που ονομάζεται Ιριπίτι. Η μάχη κρατά περίπου 30 λεπτά της ώρας και 11 στρατιώτες του βολιβιανού στρατού σκοτώνονται. Ο Γκεβάρα και οι γκεριλας που μετρούν πια την δεύτερη νίκη τους, συλλαμβάνουν 7 τραυματισμένους στρατιώτες και ακόμα 11 που τους παραδίδονται. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ένας αξιωματικός. Οι γκερίλας έχουν δύο νεκρούς όμως πέφτουν στα χέρια του 35 ανέπαφα αυτόματα με όλα τους τα πυρομαχικά.

Μετά από αυτή τους την νίκη, οι γκερίλας αποσύρονται στο Νινκαχουάζου το οποίο σχεδιάζουν να το εγκαταλείψουν άμεσα. Το αγρόκτημα αποφασίζεται να μείνει στα χέρια δύο μελών της αποστολής. Τον Γάλλο δημοσιογράφο Ρεζί Ντεμπραί που εκτός από φίλος του Κάστρο θα κάλυπτε ειδησιογραφικά και την γκερίλια και τον Αργεντινό Σίρο Μπούστος, πολιτικό πρόσωπο που συμφωνούσε με τις ιδέες του Τσε, όχι όμως και την οργάνωση της γκερίλια. Πριν η γκερίλια αποτραβηχτεί στο δάσος γίνεται συζήτηση και κριτική. Συμφωνούνται τα δύο θεμελιώδη λάθη της: Η ελλιπής πληροφόρηση για τις πολιτικές συνθήκες της Βολιβίας και η ελλιπής τροφοδοσία.

Ο στενός αυχένας του Νινκαχουάζου είναι περικυκλωμένος από καθεστωτικές δυνάμεις. Ο Γκεβάρα δεν γνώριζε πως να οδηγήσει τους γκερίλας για να ξεφύγουν από τον κλοιό. Στο Ελ Μεσόν, η γκερίλια θα πέσει ξανά επάνω σε στρατιωτικό κλιμάκιο και θα του προκαλέσει δύο θύματα. Σκοτώνουν επίσης και ένα ειδικά εκπαιδευμένο σκύλο της CIA για ανεύρεση ανθρώπων μέσα στην ζούγκλα. Η πορεία συνεχίζεται κυρίως την νύχτα σε συνθήκες απόλυτων στερήσεων. Ξανά, δύο εβδομάδες αργότερα, στην περιοχή Ταπερίλια, η γκερίλια θα έρθει σε επαφή με μικρό στρατιωτικό τμήμα και θα σκοτώσει δύο οπλίτες. Η κίνηση της γκερίλια προβληματίζει τις αρχές. Η κινητοποίηση είναι μεγάλη και ακόμα δεν έχει φέρει σοβαρά αποτελέσματα. Μερικές ημέρες μετά οι Ντεμπραί και Μπούστος θα πέσουν στα χέρια των αρχών μαζί με το Άγγλο δημοσιογράφο Τζορτζ Άντριου Ροθ τον οποίο συνάντησαν τυχαία να καλύπτει τις επιχειρήσεις στο χωριό Μουγιουπάμπα.

Στο μεταξύ ο Γκεβάρα συνεχίζει την πορεία του ξεφεύγοντας κυριολεκτικά κάτω από την μύτη ενός ολόκληρου συντάγματος στρατού που επιχειρεί στην ευρύτερη περιοχή του Ελ Μεσόν. Τους προκαλεί ακόμα 3 απώλειες ανάμεσα στους οποίους και ένας αξιωματικός. Σε αυτή την φάση ο Γκεβάρα συντάσσει με τον Βολιβιανό ηγέτη Ρομπέρτο Περέδο την πρώτη διακήρυξη της γκερίλια. Αυτή εγκαθιδρύει και τον Απελευθερωτικό Εθνικό Στρατό Βολιβίας που οι τάξεις του είναι ανοιχτές σε άνδρες και γυναίκες κάθε ιδεολογικής απόχρωσης. Η διακήρυξη σχεδόν δεν κυκλοφόρησε στην Βολιβία, πάντως πέρασε τα σύνορα και έλαβε διεθνή δημοσιότητα. Παρόλα αυτά δεν κατάφερε να ανατρέψει την κακή εικόνα της γκερίλια που βρίσκονταν πιασμένη σε μια φάκα που διαρκώς στένευε.

Μερικές ημέρες μετά η δύναμη της γκερίλια σπάει στα δύο. Μια ομάδα φεύγει δυτικά προς την σιδηροδρομική γραμμή κοντά στα σύνορα με την Αργεντινή ενώ το κύριο τμήμα κινείται βόρεια. Νέες μάχες δίνονται στα περίχωρα του Ελ Εσπίνο και της Μουχίρια και η ομάδα του Γκεβάρα καταφέρνει να συνεχίσει την πορεία της. Στην περιοχή του Μορόκος (σημερινό Πιράι) ο Γκεβάρα δίενι σκληρή αποφασιστική μάχη με υπέρτερες κατά πολύ δυνάμεις. Η ομάδα του αποτελείται αποκλειστικά από βετεράνους της Κούβας και σκληροτράχηλους Βολιβιανούς κομμουνιστές. Επιφέρουν 8 νεκρούς ενώ οι ίδιοι έχουν 3. Σκοπός του Γκεβάρα με την πορεία του προς Βορρά είναι να διασπάσει τον αποκλεισμό του Νινκαχουάζου προς τις πόλεις και να εξασφαλίσουν πέρασμα στον δρόμο που συνδέει την Σάντα Κρουζ με την Κοκαμπάμπα.

Από την άλλη μεριά η ομάδα του Ακούνια Νούνιεθ συλλαμβάνει και εκτελεί ένα πραγματικά εξαιρετικό σχέδιο. Κινούμενη προς δυσμάς, αποκλείει τον δρόμο προς Σάντα Κρουζ, κόβει τις τηλεφωνικές γραμμές και καταλαμβάνει ένα λεωφορείο γεμάτο φοιτητές. Οι αντάρτες βγάζουν λόγο στους φοιτητές που ενθουσιασμένοι τους συνοδεύουν στο χωριό Σαμαιπάτα το οποίο οι γκεριλας καταλαμβάνουν. Οι γκεριλας συλλαμβάνουν τις τοπικές αρχές, μαζεύουν ρουχισμό και φάρμακα και βγάζουν λόγο στους συγκεντρωμένους χωρικούς. Οι γκερίλας, αποκλεισμένοι ως τότε από τον υπόλοιπο κόσμο αποδεικνύονται ξαφνικά άξιοι να αναπτύξουν αρκετή φαντασία και θάρρος για να ξεγελάσουν τον στρατό, να καταλάβουν ένα χωριό και να αναλάβουν πρωτοβουλία. Η κοινή γνώμη είναι βαθιά κλονισμένη και το καθεστώς Μπαρριέντος ανησυχεί γιατί πια δεν δέχεται μονάχα την πίεση της CIA και των ΗΠΑ που θέλουν να τελειώνουν με τους γκερίλας, αλλά και της ως τότε μετριοπαθούς αντιπολίτευσης. Ο Μπαρριέντος αναγκάζεται τον Ιούνιο να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση πολιορκίας. Αστυνομικά μέτρα παίρνονται σε όλη την επικράτεια και συλλαμβάνονται στελέχη κομμουνιστικών και αριστερών οργανώσεων όπως και μέλη της Εθνικιστικής Επαναστατικής Κίνησης. Δικαστικά επιχειρείται ο συσχετισμός των δύο που όμως αποτυγχάνει, προκαλώντας τον έντονο ερεθισμό του λαού που στρέφεται ξανά στα ορυχεία…

Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος είναι δυο μήνες μεγάλης πολιτικής αστάθειας στην Βολιβία. Στις 24 Ιουνίου ο στρατός επιτίθεται στους απεργούς εργάτες ορυχείων στο Κατάβι που διαδήλωναν μέσα στον χώρο εργασίας τους. Προκαλούνται 40 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες. Η σφαγή που είναι γνωστή ως σφαγή του Σαν Χουάν, δεν εξυπηρετεί ωστόσο την υπόθεση του αντάρτικου του Τσε. H κατάσταση είναι τραγική. Δύο παράλληλοι αγώνες βαδίζουν προς την καταστροφή επειδή λείπει η μεταξύ τους συνεννόηση.

Στις 20 Ιουλίου και με δύο από τα τρία κόμματα που στηρίζουν τον Μπαρριέντος να έχουν αποσύρει την στήριξή τους, ο στρατός δίνει ξανά μάχη με την γκερίλια στις όχθες του Μορόκος. Εκείνη την ημέρα η επίθεση αλλάζει ύφος και χαρακτήρα. Ο στρατός κινείται πιο αποφασιστικά και η επίδραση των Αμερικανών πρακτόρων και των «πράσινων μπερέ» γίνεται ευδιάκριτη. Ο Γκεβάρα και οι γκεριλιας αναγκάζονται σε υποχώρηση ενώ καταλαμβάνεται από τον στρατό πολύτιμο υλικό. Στα χέρια τους πέφτουν 10 στρατιωτικοί σάκοι με τρόφιμα, ασύρματοι, πομποί και οπλισμός. Ο Μπαρριέντος ξεκινά την ταχύτατη εκπαίδευση 600 ακόμα ιθαγενών rangers από Αμερικανούς στρατιωτικούς που έρχονται απευθείας από το Βιετνάμ. Ο Γκεβάρα αναγκάζεται να αναγνωρίσει την υπεροχή των αμερικανοκίνητων δυνάμεων.

Ο διοικητής Σέλτον των «πράσινων μπερέ» θα αναφέρει μετά την μάχη: » Ένας σκοτωμένος Βιετκόνγκ στοιχίζει 400.000 δολάρια. Στην Βολιβία η τιμή είναι πολύ πιο φθηνή». Αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1967, το καθεστώς Μπαρριέντος θα οργανώσει μια εκδήλωση τιμής για τους rangers που πολέμησαν την γκερίλια. 35 rangers παρατάσσονται και παρευρίσκεται όλη η αφρόκρεμα του αστικού κόσμου της Βολιβίας. Ξένοι πρέσβεις, πράκτορες της CIA, το επιτελείο του δικτάτορα και τα μέλη του τάγματος των Ροταριανών. Στην εκδήλωση εκφωνούνται λόγοι που εκθειάζουν τις ΗΠΑ και τον δυτικό πολιτισμό. Μια σειρά ξύλινα κουτάκια τοποθετούνται σε ένα τραπέζι για να δοθούν ως δώρα στους rangers. Στο τέλος της τελετής αποκαλύπτεται το περιεχόμενό τους. Πρόκειται για μια κονσέρβα σαρδέλες! Αυτό ακριβώς εννοούσε και ο διοικητής Σέλτον. Αυτό ήταν το μεροκάματο του τρόμου για αυτούς τους ανθρώπους.

Στις 31 Αυγούστου ο στρατός στήνει ενέδρα στην ομάδα του διοικητή Ακούνια Νούνιεθ. που αποτελούνταν από 17 γκερίλας. Η ενέδρα είχε ετοιμαστεί με πολύ μεγάλη φροντίδα. Ο γιος ενός χωρικού έδωσε την πληροφορία σε ένα στρατιώτη : Εκεί που ο πατέρας μου ψάρευε στον Ρίο Γκράντε δυο γκερίλας μπήκαν στο σπίτι μας και ζήτησαν τροφή. Αυτό το περιστατικό συνέβαινε στο Βάντο ντελ Γιέζο στο σημείο που συμβάλουν τα νερά του ποταμού Μαζικούρι μα το αμμώδες ρεύμα του Ρίο Γκράντε. Οι γκεριλας είπαν πως θα επιστρέψουν την επόμενη. Μόλις οι στρατιώτες έμαθαν το νέο διάταξαν την γυναίκα του χωρικού που έλειπε να γυρίσει στο σπίτι της και να περιμένει χωρίς να ανησυχεί την επίσκεψη των ανταρτών. Στο μεταξύ ο στρατός θα παραμόνευε μέσα στις λόχμες. Στην επιστροφή του ο ιδιοκτήτης της καλύβας δέχθηκε σύντομες οδηγίες. Η κυριότερη ήταν να φορέσει άσπρο πουκάμισο για να μην τον μπερδέψουν με τους γκερίλας οι στρατιώτες.

Τελικά ο διοικητής Ακούνια Νούνιεθ επέστρεψε. Σταμάτησε να πιει νερό και πίσω του έφθασαν και οι γκερίλας του. Ο στρατός άνοιξε πυρ. Ο Νούνιεθ σημάδεψε έναν στρατιώτη και οι δυο τους έριξαν ταυτόχρονα ο ένας στον άλλο με αποτέλεσμα να πέσουν κι οι δυο ταυτόχρονα νεκροί. Η μάχη κράτησε λίγο λόγω της σημαντικής διαφοράς ισχύς πυρός. Από τους 17 γκερίλας κατάφεραν να αποσυρθούν μόλις οι 8. Τα σώματα των άλλων τα παρέσυρε το ρεύμα του Ρίο Γκράντε που είχε γίνει κόκκινο. Ο στρατός έχασε 5 άνδρες. Οι άνδρες του Ακούνια που διέφυγαν έπεσαν ξανά σε στρατεύματα δύο ημέρες μετά στην Γιάχο Πάμπα με αποτέλεσμα να χαθούν ακόμα 4. Ο άλλοτε φοβερός λόχος του Ακούνια Νούνιεθ είχε πια αποδεκατιστεί.

Παράλληλα ο Γκεβάρα με την δική του ομάδα κινείται διαρκώς στις δύσβατες περιοχές του Καραπόρι, του Γιούκουε και της Τιτούκα. Τα εφόδια είναι ένα διαρκές τεράστιο πρόβλημα. Η πείνα θερίζει. Στον αυχένα της Ικουίρα ο Τσε δίνει μια ακόμα μάχη με τους κυβερνητικούς. Εκεί σκοτώνεται ένας ακόμα αντάρτης και χάνεται μια σημαντική σειρά ντοκουμέντων. Στο πλήγμα του προστίθεται και ανεύρεση 4ων κρυπτών στο αγρόκτημα Νινκαχουάζου που επιτέλους έχει ανακαλυφθεί.

Στις 22 Σεπτεμβρίου τα ντοκουμέντα αυτά παρουσιάζονται στην Ουάσινγκτον από τον Υπουργό Εξωτερικών της Βολιβίας και αποκαλύπτεται μέσω αυτών η παρουσία του Γκεβάρα στην Βολιβία. Η αποκάλυψη θα γίνει μπροστά και σε όλους τους υπουργούς εξωτερικών των λατινοαμερικανικών κρατών αφού το καθεστώς Μπαρριέντος είχε πάψει πια να εμπνέει εμπιστοσύνη. Τελικά όλα τα μέρη συμφωνούν: Ο Γκεβάρα ζει και βρίσκεται στην Βολιβία. Η θέση ότι είναι νεκρός καταρρίπτεται.

Στις 25 Σεπτέμβρη, ένας λιποτάκτης γκερίλα δίνει την πληροφορία ότι ο Γκεβάρα ζει αλλά είναι άρρωστος.

Στις 26 γίνεται η μάχη στις Χιγκουέρας κοντά στην χαράδρα του Γιούρο. Μια πολύωρη μάχη, μέρα μεσημέρι. Οι αντάρτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν με την έλευση της αεροπορίας. Πίσω τους αφήνουν 3 νεκρούς μαζί και τον Βολιβιανό ηγέτη Ρομπέρτο Περέδο. Μετά την μάχη η ομάδα του Τσε αποφασίζει να χωριστεί στα δύο και να συναντιέται το βράδυ σε προσυμφωνημένα σημεία. Μέχρι τις 6 με 7 Οκτώβρη, ο Γκεβάρα κάνει αναγνώριση του εδάφους και προσπαθεί να επιλέξει προς τα που πρέπει να κινηθεί. Το ημερολόγιό του γράφει ότι ως τότε όλα γίνονται «χωρίς περιπλοκές», φαίνεται αισιόδοξος. Κλείνουν 11 μήνες επιχειρήσεων στην ζούγκλα.

Στις 8 Οκτώβρη, η ομάδα κινείται σε μια μικρή κατοικημένη έκταση. Μια γριά τους λέει ότι δεν έχει δει στρατό. Πιο πέρα μπαίνουν σε μια καλύβα με μια γυναίκα και ένα κατάκοιτο κορίτσι. Της αφήνουν μερικά χρήματα. Αργότερα θα διασχίσουν ένα χωράφι με πατάτες. Τα πόδια τους θα αφήσουν ίχνη στο χώμα. Την ίδια ημέρα μια χωριάτισσα πληροφορεί τον στρατό ότι άκουσε φωνές στην χαράδρα του Γιούρο. Στις 13:30 μια περιπολία rangers κινείται στο μέρος και δέχεται μια ριπή μυδράλιου που προκαλεί δύο νεκρούς. Τα ίχνη της γκερίλια έχουν πια βρεθεί. Εκείνος που κινδύνευσε περισσότερο ήταν ο ανθρακωρύχος και δεινός σκοπευτής Σιμόν Κούμπα που αφού άδειασε το όπλο του κατάφερε να κρυφτεί στην βλάστηση. Πίσω του βρίσκονταν ο Τσε που έριχνε κι αυτός όμως δέχτηκε πυρά στα πόδια και έπεσε τραυματισμένος. Ο Κούμπα το σήκωσε στα χέρια και ξεκίνησε να τρέχει σταματώντας μόνο για να ρίξει. Ο Τσε δέχτηκε κι άλλη σφαίρα στην πλάτη κι έχασε τον μπερέ του. Παρά το γεγονός ότι ο Κούμπα είχε κρυφτεί και το ότι ήταν κυκλωμένος από παντού, ο Τσε στηρίχθηκε σε ένα δέντρο και κράτησε το Μ2 του με το ένα χέρι προσπαθώντας να το χειριστεί έτσι για λίγα λεπτά. Τελικά δέχθηκε ακόμα μια σφαίρα στα πόδια και το όπλο του ξέφυγε σφηνώνοντας του μια σφαίρα στο δεξί μπράτσο. Έτσι πιάστηκε από τους Βολιβιανούς rangers τραυματισμένος πολλαπλά αλλά χωρίς να κινδυνεύει άμεσα η ζωή του.

Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του και έδωσε εντολή να περισφύξουν την αρτηρία ενός σοβαρά τραυματισμένου στον μηρό ranger. Τώρα η ζωή του εξαρτιόνταν από δύο άνδρες: Τον λοχαγό Γκάρυ Πράδο Σαλγκάδο αρχηγό των rangers που είχε κάνει σπουδές στις ΗΠΑ και τον συνταγματάρχη Αντρές Σελίνς διοικητή της τρίτης μοίρας πυροβολικού του στρατού που ήταν ιεραρχικά ανώτερος του Πράδο. Και οι δύο ήταν αριστοκράτες και ο Γκεβάρα κουβέντιασε και με τους δύο. Τους ρώτησε αν είχαν φοιτήσει στην σχολή αντί-γκερίλα του Παναμά, ποια ήταν η κατάρτισή τους και σε ποιες μονάδες ανήκαν. Τα τραύματά του τον έκαναν να υποφέρει και παρά το γεγονός ότι δεν είχε υποστεί αιμορραγία τον δυσκόλευαν σημαντικά στην κίνηση. Οι στρατιωτικοί τον μετέφεραν σε μια κουβέρτα στο χωριό Χιγκουέρας που τον απόθεσαν σε ένα άδειο δωμάτιο του σχολείου.

Oι πράκτορες της CIA Felix Rodriguez (αριστερά) και Gustavo Villoldo.

Ακολούθησε μια σοβαρή λογομαχία ανάμεσα στους στρατιωτικούς, ενώ οι ψίθυροι των στρατιωτών έδιναν κι έπαιρναν. Ο ταγματάρχης Νίνιο Γκουσμάν επέμενε να τον μεταφέρει με το ελικόπτερο στην Βαλεγκράντε όμως ο συνταγματάρχης Σελίνς επέμενε να στείλει πρώτα τους τραυματίες. Πολλά συμβούλια έγιναν ανάμεσα στις στρατιωτικές αρχές και τις μυστικές υπηρεσίες για την επόμενη ημέρα. Ο Γκεβάρα σε όλο αυτό το διάστημα αρνήθηκε να πει τίποτα σε οποιονδήποτε ανώτερο αξιωματικό. Μίλησε όμως φιλικά με αρκετούς στρατιώτες και ζήτησε καπνό για την πίπα του. Στην δασκάλα του σχολείου που έφθασε στον τόπο περίεργη, λέγεται ότι είπε ότι το σχολείο είναι σε κακή κατάσταση και είναι αντιπαιδαγωγικό να διδάσκονται μαθητές σε τέτοιο κτίριο. Της τόνισε στο τέλος ότι για αυτά όλα αγωνίζονταν η γκερίλια.

Στις 9 Οκτωβρίου το πρωί τα συμβούλια και οι συζητήσεις έληξαν. Ο Γκεβάρα θα εκτελείτο το ίδιο εκείνο πρωί στον τόπο που κρατούνταν. Ήταν καθισμένος στο πάτωμα και βαριανάσαινε (από το άσθμα του) και δεν αντιλήφθηκε αμέσως τους δύο άνδρες που ήρθαν να τον πάρουν.

Ο λοχαγός Πράδο πλησίασε από πίσω και του έριξε μια ριπή με το αυτόματο στην πλάτη από πάνω προς τα κάτω. Τέσσερις σφαίρες βρήκαν το στόχο τους. Ο συνταγματάρχης Σελίνς έριξε μια μόνο σφαίρα με το περίστροφό του των 9mm  που διαπέρασε την καρδιά και τον πνεύμονα του Γκεβάρα και αποτέλεσε την χαριστική του βολή. Ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα ήταν νεκρός.

Καθώς έπαιρναν το πτώμα του από τον τόπο του εγκλήματος, οι δήμιοί του ανατρίχιασαν βλέποντας τα ορθάνοιχτα μάτια του και το ειρωνικό του χαμόγελο που φανέρωνε όλη του την περιφρόνηση για το είδος τους και όλη του την αγάπη για την ανθρωπότητα.

Το σώμα του μεταφέρθηκε στo Βαλεγκράντε όπου τοποθετήθηκε στο πλυσταριό του νοσοκομείου Nuestra Señora de Malta. Εκεί τραβήχτηκαν «αναμνηστικές» φωτογραφίες, έγιναν ιατρικές εξετάσεις ταυτοποίησης στο σώμα και νεκροτομή. Ταυτοποιήθηκαν επίσης τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Το σώμα του Γκεβάρα παράμεινε μερικές ημέρες σε έκθεση και αργότερα μεταφέρθηκε σε τοποθεσία κοντά στην αεροπορική βάση του Βαλεγκράντε όπου τάφηκε μυστικά με τα σώματα 6 ακόμα συντρόφων του. Τα άκρα του στάλθηκαν για επιβεβαίωση δαχτυλικών αποτυπωμάτων στον Μπουένος Άιρες και αργότερα στάλθηκαν στην Κούβα.

Πρώτη Δημοσίευση: Κόκκινος Φάκελος.

Πάθη και θάνατος στην Βολιβία – Το τέλος του Τσε Γκεβάρα (Μέρος Δεύτερο)

Φωτογραφία του Τσε στη Βολιβία. Προετοιμασία του αντάρτικου.

(Συνέχεια από Πρώτο μέρος).

Καθώς η μπριγάδα των Κουβανών επιτελών φθάνει στην Βολιβία, ένα οργανωμένο δίκτυο Βολιβιανών ετοιμάζεται να βάλει τις πρώτες βάσεις για την δράση των γκερίλας. Από τον Οκτώβρη έως τον Δεκέμβρη του 1966, ένας νέος κομμουνιστής 28 ετών, ο Ρομπέρτο Περέδο γύρισε όλη την γειτονική περιοχή Κεμίρι όπου βρίσκονταν μια από τις σημαντικότερες πηγές πετρελαίου της χώρας. Ο Περέδο ήταν οδηγός ταξί και πεπειραμένος οργανωτής. Εκεί έκανε επαφές με τον ντόπιο πληθυσμό και τελικά αγόρασε ένα μεγάλο αγρόκτημα το Νινκαχουάζου. Επιδόθηκε αμέσως σε γεωργικές εργασίες σπέρνοντας αραχίδες και προσπαθώντας να εξασφαλίσει την διατροφή πολλών ατόμων. Το αγρόκτημα σκοπό του είχε φυσικά την εξασφάλιση τροφής των γκερίλας. Αυτοί για να μην δώσουν βάση για συζητήσεις εγκαταστάθηκαν αρκετά μακρύτερα από το αγρόκτημα και μόνο την νύχτα εισέρχονταν σε αυτό για ανεφοδιασμό.

Η στρατολογία ξεκίνησε από τα ορυχεία όπου μια ανίσχυρη λύσσα ενάντια στην στρατιωτική κυβέρνηση είχε κάνει την εμφάνισή της. Παράλληλα, η εντάσεις ανάμεσα στην Μόσχα και το Πεκίνο εντείνονται με αποτέλεσμα να μεταφραστούν σε πολιτικές συγκρούσεις και εντός των κόλπων των Βολιβιανών εργατών. Αυτό το γεγονός έκανε την κυβέρνηση να διπλασιάσει την προσοχή της στους εργάτες των ορυχείων και να κάνει την στρατολόγηση εξαιρετικά δύσκολη. Ο Γκεβάρα δεν αρνούνταν να συνδιαλλαγεί με καμιά γραμμή αλλά σε τελική ανάλυση όλα σχετίζονταν με την εκλογή που θα έκανε το Κ.Κ. Βολιβίας. Η ηγεσία του Κ.Κ.Βολιβίας παρέμεινε σε αδράνεια μέχρι τον Δεκέμβρη του 1966 όπου ο γ.γ. του Βολιβιανού Κ.Κ. επισκεύθηκε την Αβάνα για να συζητήσει το θέμα με τον Φιντέλ Κάστρο. Ο Φιντέλ του πρότεινε να μετατεθεί η πολιτική διεύθυνση των ηπειρωτικών κομμουνιστικών κομμάτων από την Μόσχα στην Κούβα για καθαρά στρατηγικούς λόγους. Ο Μόντσε (γ.γ. του Κ.Κ. Βολιβίας) επέστρεψε  μερικές ημέρες μετά στην Βολιβία και συνάντησε τον Γκεβάρα στο αγρόκτημα Νινκαχουάζου. Παρά το πολύωρο των συνομιλιών το Κ.Κ. Βολιβίας εξακολουθούσε να κρατά στάση αναμονής και ο Μόντσε να μην αποφασίζει για την υποστήριξη της γκερίλια. Ο Μόντσε υποστήριζε πως η συμμετοχή του στην επιλογή και το στήσιμο της γκερίλια θα πρέπει να είναι καταλυτική γεγονός που δεν άρεσε στον Γκεβάρα που θεωρούσε ότι ο Μόντσε πρωτίστως θα προσπαθούσε να απομακρύνει φιλομαοικά στοιχεία από  το αντάρτικο.  Η απόπειρα διαπραγματεύσεων με τον Μόντσε τελειώνει άδοξα αφού ο γ.γ απαιτεί και την ηγεσία των επιχειρήσεων επί του βολιβιανού εδάφους. Ο Γκεβάρα αρνείται κατηγορηματικά.

Την επόμενη ημέρα, ο Γκεβάρα ακούει σε αναμετάδοση την ομιλία του Φιντέλ στην Αβάνα από την οποία συνάγει ότι ο Φιντέλ δεν γνωρίζει για τις διαπραγματεύσεις του Μόντσε μαζί του. «Στέλνουμε ένα μήνυμα ιδιαίτερα θερμό γιατί βγαίνει μέσα από τα βάθη της καρδιάς μας, από την αγάπη που γεννιέται μέσα στην καρδιά της μάχης, στέλνουμε ένα μήνυμα στον διοικητή Γκεβάρα και τους συντρόφους του όπου κι αν βρίσκονται αυτή την στιγμή..» Αναφέρει ο λόγος του Φιντέλ και μια βαριά σιωπή απλώνεται στο Νινκαχουάζου. Ακόμα ένα κομμάτι του λόγου του είναι αφιερωμένο σε αυτούς: «Οι ιμπεριαλιστές έχουν ήδη σκοτώσει τον Τσε σε διάφορα μέρη, αλλά ελπίζουμε πως μια μέρα, τη στιγμή που ο ιμπεριαλισμός καθόλου δεν θα το περιμένει, ο διοικητής Γκεβάρα θα ξαναγεννηθεί από την στάχτη του, σαν τον φοίνικα, με τα άρματα του γκουεριλιέρο και του Ευεργέτη. Ελπίζουμε να λάβουμε μια μέρα νέα πολύ συγκεκριμένα από τον Τσε…» 

Εκείνο το βράδυ οι γκερίλας κοιμήθηκαν με ελπίδα.

Στον επόμενο μήνα αρχίζουν να καταφθάνουν εθελοντές προερχόμενοι από τα ορυχεία του κασσίτερου. Αρχικά παρουσιάζεται μια ομάδα με επικεφαλής τον συνδικαλιστή Μοίζ Γκεβάρα των ορυχείων του Σαν Χοσέ που παρουσιάζεται στον Τσε στις 19/01/1967. Έναν μήνα αργότερα οκτώ ακόμα άνδρες θα καταφθάσουν στον Νινκαχουάζου για να πληθύνουν τις τάξεις του αντάρτικου. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο ανθρακωρύχος Σιμόν Κούμπα που θα παίξει αργότερα ηγετικό ρόλο.

Στο μεταξύ οι διαπραγματεύσεις με την Αβάνα συνεχίζονται. Εκεί βρίσκονται δύο ηγέτες του Κ.Κ.Βολιβίας, ο Χόργκε Κόλλε και Σιμόν Ρέγιες. Και οι δύο τονίζουν το ίδιο θέμα: Το αντάρτικο του Νινκαχουάζου συγκεντρώνει τους δυσαρεστημένους από το Κ.Κ. Βολιβίας. Ο Φιντέλ ξεκινά να σχηματίζει την γνώμη ότι ο Γκεβάρα και η γκερίλια δεν μπορούν πια να βασίζονται στο δίκτυο επισιτισμού και πληροφοριών του Κ.Κ. Βολιβίας. Το ιστορικό λάθος του Μόντσε και του Κ.Κ. αρχίζει να διαφαίνεται. Ο Φιντέλ τονίζει ακριβώς αυτό: Εάν το επιθυμεί το Κ.Κ. Βολιβίας μπορεί και πρέπει να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στην γκερίλια. Ακόμα η ζώνη επιχειρήσεων είναι ήσυχη. Η γκερίλας δεν ξεκουράζονται παρόλα αυτά. Εξασκούνται καθημερινά στα όπλα και την τακτική. Ξεκινούν επίσης να μαθαίνουν την «Κικούα» την γλώσσα των Ινδιάνων της περιοχής με την ελπίδα να επικοινωνήσουν μαζί τους. Ο χρόνος όμως τους φέρνει αντιμέτωπους με την εξάντληση της τροφής. Τον Φλεβάρη δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα και ο υπεύθυνος επισιτισμού στην Λα Παζ δεν δίνει εδώ και καιρό σημεία ζωής. Ο Γκεβάρα θα πληροφορηθεί αργότερα ότι το άτομο αυτό τους είχε προδώσει παίρνοντας μαζί του και 250.000 δολάρια που οι αντάρτες του είχαν δώσει για την αγορά τροφίμων. Οι γκερίλας αναγκάζονται να κυνηγούν πιθήκους και αγριοπερίστερα. Έχουν χωριστεί σε δύο ομάδες για αρτιότερη κίνηση και εξεύρεση τροφής. Τον Φλεβάρη ξεκινούν τα πρώτα κρούσματα λιποταξίας. Δύο άτομα εγκαταλείπουν μαζί με μικρό μέρος του οπλισμού και χάνεται επίσης και ένα αναισθητικό μηχάνημα.

Σύννεφα μαζεύονται πάνω από το Νινκαχουάζου, η Αβάνα είναι πολύ μακριά πια και το στρατόπεδο περικυκλωμένο από μια εχθρική και βαθιά ζούγκλα.

Στα τέλη του Φλεβάρη του 1967, μια πενταμελής ομάδα των γκερίλας ξεκινά σποραδικά να έχει επαφές με τους ντόπιους χωρικούς. Δύο από τους 5 είναι Κουβανοί. Οι χωρικοί τους δέχονται με δυσπιστία. Η ομάδα αυτή σκοπό είχε την διενέργεια μιας ευρύτερης αναγνωριστικής επιχείρησης. Οι χωρικοί τους αντιμετώπισαν δύσπιστα λόγω του ότι ήταν τόσο ξένοι ως προς την περιοχή όσο και προς την γλώσσα ( οι χωρικοί μιλούσαν την Αιμάρα ) Έτσι μετά την εμφάνισή τους οι χωρικοί τους υπέδειξαν να κινηθούν κατά μήκος του Ρίο Γκράντε και ειδοποίησαν αμέσως τον στρατό.

Οι γκερίλας της αναγνωριστικής ομάδας κινούνταν με μεγάλες στερήσεις κατά μήκος του Ρίο Γκράντε. Συχνά αναγκάζονταν να τρώνε ψόφια ψάρια ενώ κάλυπταν μονάχα 4 με 5 χιλιόμετρα ημερησίως. Ο στρατός, πληροφορείται μερικές ημέρες μετά ότι άτομα με στρατιωτική αμφίεση και γένια κινούνται στην περιοχή βόρεια του Καμίρι. O στρατός στέλνει μια μεγάλη ομάδα ανιχνευτών στην περιοχή που όμως έχει να αντιμετωπίσει τις ίδιες συνθήκες και κινείται και αυτή εξαιρετικά αργά.

Στις 16 Μάρτη δύο ακόμα ανθρακωρύχοι της ομάδας Γκεβάρα εγκαταλείπουν τους συντρόφους τους και λιποτακτούν. Καθόσον φαίνεται από την πορεία των γεγονότων, οι δύο άνδρες ενημέρωσαν τις αρχές με αντάλλαγμα την ασυλία και μερικές ημέρες μετά, ο στρατός ανακαλύπτει στην περιοχή κοντά στον Ρίο Γκράντε κρυψώνα με δύο βαλίτσες γεμάτες πολιτικά ρούχα που φθάνουν για να ντύσουν μια ομάδα περίπου 12 ατόμων. Σε μερικά από αυτά εντοπίζεται η ετικέτα «Κάζα Αλμπιόν Αβάνα». Η αξία αυτής της ανακάλυψης είναι μεγάλη για την κυβέρνηση της Βολιβίας αφού σηματοδοτεί την ύπαρξη Κουβανών ανταρτών στην ζούγκλα και άρα πιθανότατα και του Γκεβάρα.

Ζωηρή κινητοποίηση ξεκινά τότε από τις αρχές ασφαλείας της χώρας. Ο συνταγματάρχης Κόλλε Κουέτο, μεταβαίνει στον Μπουένος Άιρες και το Ρίο Ντε Τζανέιρο για να ζητήσει βοήθεια ανάλογη της σπουδαιότητας των ανακαλύψεων. Ο στρατός βρίσκεται επί ποδός πολέμου. Ξεκινά να διενεργεί τυχαίες περιπολίες στην περιοχή του Καμίρι και μερικές ημέρες μετά μια περίπολος πέφτει πάνω στην ομάδα του Αντώνιο Ντίας που κινείται στην περιοχή. Οι γκερίλας που δεν έχουν εξουσιοδότηση να ανοίξουν πυρ οπισθοχωρούν τακτικά μεν, αλλά λαμβάνοντας την κατεύθυνση του αρχηγείου στο Νινκαχουάζου. Οι στρατιώτες δεν έχουν παρά να ακολουθήσουν τα ίχνη τους για να βρουν την βάση της γκερίλια. Πίσω στο Νινκαχουάζου o Γκεβάρα ενημερώνεται για το συμβάν. Ξεσπά μια θυελλώδης λογομαχία στο τέλος της οποίας ο Σάτσεθ (επικεφαλής των ομάδων αναγνώρισης) καθαιρείται και υποβιβάζεται σε απλό στρατιώτη. Τελικώς η γκερίλια αποφασίζει να δώσει άμεσα μάχη μιας που δεν μπορεί να κρατήσει την ύπαρξή της μυστική.

Στις 23 Μάρτη η γκερίλια κέρδισε την μεγαλύτερή της μάχη. Στις όχθες του ποταμού Νινκαχουάζου, συγκρούεται με μεγάλο τμήμα στρατού και το ανατρέπει από τις θέσεις του. Σκοτώνονται 7 άνδρες του στρατού, τραυματίζονται 4 και αιχμαλωτίζονται ακόμα 9. Οι αιχμάλωτοι αφήνονται ελεύθεροι αφού τους παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Στα χέρια των ανταρτών πέφτουν 6 όπλα μάουζερ, 3 οπλοπολυβόλα και μια μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών. Η μάχη αυτή άλλαξε την ως τότε ασαφή στάση της κυβέρνησης απέναντι στην γκερίλια. Τα γεγονότα της μάχης φουσκώθηκαν από τον τύπο και έγιναν δηλώσεις που μεγέθυναν την υπολογιζόμενη δύναμη των ανταρτών σε 500. Το Κ.Κ. Βολιβίας προβαίνει αμέσως μετά την ανακοίνωση του περιστατικού από τα μίντια σε μια δήλωση αλληλεγγύης με την γκερίλια παρά το γεγονός ότι η συμφωνία του με την Αβάνα δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Ωστόσο καμιά βοήθεια δεν θα φθάσει από αυτούς στο Νινκαχουάζου.

Την επόμενη της μάχης, καταδρομικά βάλλουν τυφλά στην περιοχή των γκερίλας από χαμηλό ύψος ενώ ο στρατός διενεργεί μια κυκλωτική επιχείρηση μαμούθ. Παράλληλα το ραδιόφωνο της Λα Παζ ανεβάζει την δύναμη των γκεριλας σε 700 και η CIA ξεκινά να στέλνει πράκτορές της στην χώρα. Ο αμερικανικός στρατός συνδράμει και αυτός στέλνοντας τα γνωστά του «πράσινα μπερέ» με ελικόπτερα.

Στο στρατόπεδο των γκερίλας μακριά από το Νινκαχουάζου, επικρατεί ατμόσφαιρα ασυμφωνίας. Το πρόβλημα είναι για μια ακόμη φορά η έλλειψη τροφίμων. Οι μοναδικές πληροφορίες που έχουν στην διάθεσή τους είναι ελάχιστα αξιόπιστες αφού προέρχονται αποκλειστικά από τους κρατικούς ραδιοσταθμούς. Ο Γκεβάρα αντιλαμβάνεται ξανά την αξία των «φιλικών συνόρων» που στην περίπτωσή τους δεν υπάρχουν και της ισχυρής πολιτικής οργάνωσης που στην δική του περίπτωση (το Κ.Κ. Βολιβίας) κωφεύει. Ο βολιβιανός πρόεδρος στρατηγός Μπαρριέντος αρνείται ακόμα για λόγους εξωτερικής πολιτικής ότι ο Γκεβάρα βρίσκεται στην χώρα του παρά την επιμονή πολλών στρατιωτικών επιτελών του. Δηλώνει με κυνισμό στα μέσα: « ο κύριος αυτός είναι νεκρός όπως και ο φίλος του Καμίλο Σιενφουέγκος. Οι γκερίλας δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους γιατί εκεί βρίσκονται σημαντικοί άνθρωποι, πιθανότατα ξένοι καθοδηγητές τους.»

Οι επιχειρήσεις του στρατού βαίνουν άκαρπες για ακόμα μερικές εβδομάδες. Η κινητοποίηση των στρατευμάτων μεγαλώνει μέρα με την μέρα, αλλά ο Γκεβάρα και οι γκερίλας του δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.

Πρώτη Δημοσίευση: Κόκκινος Φάκελος.

* Γκερίλας: Οι αντάρτες (αγγλ: guerrillas), στα ισπανικά προφέρεται «γκερίγιας». / Μάριο Μόντσε: Επίσης προφέρεται «Μόνχε» (Mario Monje).

Πάθη και θάνατος στην Βολιβία – Το τέλος του Τσε Γκεβάρα (Μέρος Πρώτο)

Το επιτελείο των Βολιβιανών ανταρτών: Από αριστερά: Urbano, Miguel, Marcos, Che, Chino ( κινεζικής και περουβιανής καταγωγής), Pacho και Coco τον Δεκέμβριο του 1966.

Η εθνικιστική επανάσταση στην Βολιβία γεννήθηκε με τον Γκεβάρα το 1953. Το 1964, περνούσε στιγμές αγωνίας κυκλωμένη από εσωτερικές δυσκολίες, οικονομικές αποτυχίες (εθνικοποίηση ορυχείων, αγροτική μεταρρύθμιση κτλ), διπλωματικά επεισόδια και την αγανάκτηση του προλεταριάτου που βίωνε την εξαθλίωση. Η ασφυξία που προκαλούσαν οι γειτονικές χώρες, η πτώση των τιμών του κασσίτερου (μοναδικό εξαγώγιμο προϊόν της Βολιβίας) και η διαρκής υποτίμηση του νομίσματος οδηγούσαν αργά, αλλά σταθερά, το καθεστώς στην χρεωκοπία.

Στην διάρκεια του 1964 έγινε και ένα ακόμα σημαντικό γεγονός που κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειές του. Τον Μάιο, ομάδες ανταρτών (γκερίλιας)  με πλήρη εξοπλισμό έκαναν την εμφάνισή τους στην επαρχεία της Σάντα-Κρουζ, στην ανατολική μεθοριακή περιοχή της Βραζιλίας. Η γκερίλια πραγματοποίησε επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα και τα συνοριακά φυλάκια, έβαζε φωτιές σε φυτείες ζαχαροκάλαμου και μετατοπίζονταν με καταπληκτική ευκολία σε μια περιοχή που δέσποζε κυριολεκτικά το παρθένο τροπικό δάσος. Θα μπορούσε κανείς να την περάσει για ανταρτομάδα Καστρικού τύπου, όμως αποτελείτο από γαιοκτήμονες και μέλη ενός φασιστικού κομματιδίου εξαιρετικά δραστήριου. Επρόκειτο με άλλα λόγια για την Βολιβιανή φάλαγγα. Οργανωτής της κίνησης αυτής υπήρξε ένας κτηματίας γερμανικής καταγωγής που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια δύναμη περίπου 80 ανδρών. Η Βολιβία παρά το γεγονός ότι διέθετε κλιμάκιο στρατού ικανό να συντρίψει την φάλαγγα δεν το έπραξε λόγω του ότι αυτή σε πολλά τμήματα της αντιπολίτευσης φαίνονταν χρήσιμη. Έτσι στις 4 Νοεμβρίου του 1964 και κάτω από διακρατικές συνεννοήσεις με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, όλες οι παρατάξεις της αστικής αντιπολίτευσης έδρασαν ενωμένα και ανέτρεψαν το καθεστώς. Την επόμενη ημέρα, η φασιστική γκερίλια έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο αξιώνοντας από την νέα κυβέρνηση που σχηματίζονταν ακόμα, τεράστιες εδαφικές εκτάσεις.

Η νέα στρατιωτική κυβέρνηση της Βολιβίας έκανε ήδη από τις πρώτες ημέρες ζωής της αποδεκτά τα αιτήματα της γκερίλια, δυναμώνοντας την ισχύ της στην ύπαιθρο. Ο πρόεδρος της, Ρενέ Μπαριέντος, στρατηγός των αλεξιπτωτιστών, θα μπορούσε ανεπιφύλακτα να λέει μέχρι και το 1966, ότι διέθετε όχι μόνον την υποστήριξη του στρατού, αλλά και αυτή των αγροτών και γαιοκτημόνων.

Το 1966, ο Γκεβάρα επιστρέφει από το Κογκό για να κυνηγήσει ένα παλιό του όνειρο: Να ξεσηκώσει τους λαούς της Νοτίου Αμερικής ενάντια στους δυνάστες τους. Ο Γκεβάρα επιθυμούσε να ξεκινήσει είτε από την βόρεια Αργεντινή, είτε το νότιο Περού, είτε την Βολιβία. Στην Αργεντινή, ο ειρηνιστής κεντρώος Αρτούρο Ίλλια ήταν πάντα στην εξουσία παρά την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Στο Περού μια μη δικτατορική κυβέρνηση είχε εξαπολύσει πογκρόμ ενάντια στους γκερίλιας και οι περισσότεροι ηγέτες τους είχαν είτε σκοτωθεί ή φυλακιστεί. Η Βολιβία φαίνονταν ως μοναδική σχετικά ευνοϊκή, λύση. Το Κ.Κ. Βολιβίας, με πολλά μέλη του να βρίσκονται πρόσφυγες και στην Αβάνα, αρνούνταν να πάρει επιθετική θέση, ενώ όλα έδειχνα ότι οι εντάσεις και οι εξεγέρσεις στα ορυχεία της Βολιβίας μπορούσαν να θέσουν σύντομα το καθεστώς Μπαριέντος σε κίνδυνο.

Το Κ.Κ. Βολιβίας, επιχειρούσε την στρατολογία μελών της γκερίλια που ετοιμάζονταν από τους εργάτες των ορυχείων και τα νέα που δίνονταν στον Γκεβάρα φαίνονταν θετικά. Εδώ είναι όμως που ο  Γκεβάρα θα πραγματοποιήσει ένα στρατηγικό λάθος εφάμιλλο με αυτό του Λένιν το 1920 (ενάντια στην Πολωνία). Οι εργάτες ορυχείων που θα αποτελούσαν την μαγιά της γκερίλια ήταν, ως επί το πλείστον γεννημένοι σε ορεινά οροπέδια ή κοιλάδες της χώρας και θα συναντούσαν ανυπέρβλητες δυσκολίες στην ανάπτυξη της δράσης τους στην ζούγκλα. Με τα δεδομένα αυτά ξεκινά η οργάνωση της γκερίλια της Βολιβίας.

Η οργάνωση της γκερίλια στην Βολιβία, αποτελεί έργο τόσο του «Τσε» όσο και του Φιντέλ  Κάστρο. Η ανεξαρτησία της Κούβας και η οικονομική της σχέση με την ΕΣΣΔ επέβαλαν την διασφάλιση μιας συλλογικότητας στην επανάσταση της Λατινικής Αμερικής. Έτσι μονάχα η ενότητα των Λατινοαμερικανών θα μπορούσε να εξασφαλίσει την επιβίωση και την πρόοδο της κουβανικής επανάστασης αλλά και της επανάστασης σε κάθε άλλο κράτος ή κρατίδιο της νοτιοαμερικανικής ηπείρου.

Το γενικό επιτελείο της γκερίλια αποτελούνταν από τον Γκεβάρα και ακόμα 15 άνδρες, περισσότεροι από τους οποίους υπήρξαν βετεράνοι του σώματος Σίρο Ρεντότο και είχαν πολεμήσει με τον Γκεβάρα στην Σάντα Κλάρα το 1958. Έτσι ξεκινά η αποστολή της Βολιβιανής γκερίλια.

Το σώμα των γκερίλιας χωρίσθηκε σε τέσσερις ομάδες για να περάσει στην Βολιβία. Όλοι με πλαστά χαρτιά που είχαν εκδοθεί από τις αρχές της Ουρουγουάης, του Παναμά, του Εκουαδόρ και της Κολομβίας. Τουλάχιστον έξι από τα άτομα της αποστολής είχαν τον βαθμό του διοικητή καθώς επίσης και σημαντικές πολιτικές θέσεις στην Αβάνα. Ο Χουάν Ακούνια Νούνιεθ, λόγου χάρη ήταν μέλος της Κ.Ε. του Κ. Κ. Κούβας και ένας από τους πρώτους αντάρτες του Κάστρο. Ο Ορλάντο Παντόχα Ταμάιο, είχε εργαστεί στο πλευρό του Ραμίρο Βαλέντες όταν αυτός ήταν διοικητής της πολιτικής αστυνομίας, ενώ ο Ελιζέο Ρέγιες Ροντρίγκες ήταν ένας από τους αυθεντικότερους ήρωες της κουβανικής επανάστασης και έλαβε τον βαθμό του διοικητή στην πορεία από την Σιέρρα Μαέστρα στην Λας Βίλλινας. Εν ολίγοις, οι αντάρτες του Γκεβάρα, αποτελούσαν πραγματική επαναστατική δύναμη και θυσίασαν την προσωπική τους θέση αλλά και ζωή για την υπόθεση της παν-λατινικής επανάστασης.

O διοικητής Παντόχα Ταμάιο έφθασε στην Βολιβία με δύο ακόμα άντρες μέσω του Περού. Σκοπός του ήταν να έρθει σε επαφή με τα απομεινάρια των τροτσκιστικών ανταρτομάδων του Χούγκο Μπλάνκο, που διαλύθηκαν το 1963 και να δει εάν μπορούσε να γίνει επαφή και συνεργασία. Μαζί του βρέθηκαν ακόμα 3 σύντροφοί του που έφθασαν από ξηράς με κοινά μεταφορικά μέσα.

Τον Σεπτέμβρη του 1966 ο Γκεβάρα πέρασε στην Βολιβία με ακόμα έναν γκερίλα. Είχε φύγει με κανονική πτήση της Ιμπέρια από την Αβάνα για την Βραζιλία κι από εκεί συνέχισε με λεωφορείο ως το Βολιβιανό έδαφος. Μερικές ημέρες μετά πέρασε στην «Κηπούπολη» την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βολιβίας και είχε συνάντηση με τον Χόρχε Κόλλε Κουέτο, μέλος του πολιτικού γραφείου του Κ.Κ. Βολιβίας που ήθελε να βεβαιωθεί για την παρουσία του Γκεβάρα στην χώρα. Ο Κόλλε του έκανε ενημέρωση και για την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της χώρας που την γνώριζε καλά αφού ο αδελφός του ήταν μέλος του γενικού επιτελείου Βολιβίας. Παρά την πίεση του Γκεβάρα, ο Κόλλε δεν του έδωσε καμιά συγκεκριμένη υπόσχεση συνεργασίας γιατί αυτή έπρεπε να προέλθει από την συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ακόμα 5 άνδρες των γκερίλιας περάσαν στην Βολιβία ενώ τον Δεκέμβριο ήρθαν και οι 4 τελευταίοι. Η τελευταία ομάδα βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές του γιατρού Κάρλος Λούνα Μαρτίνεθ και τελικό προορισμό της Λα Παζ.

Έτσι ξεκινά, η κομμουνιστική-επαναστατική γκερίλια της Βολιβίας που θα αποτελέσει τύμβο αλλά και ύψιστο μνημείο τόσο του Ερνέστο Γκεβάρα όσο και της λατινοαμερικανικής επανάστασης.

Συνέχεια στο Δεύτερο μέρος.

Πρώτη Δημοσίευση: Κόκκινος Φάκελος.