«Ασπάστηκα τον κομμουνισμό εξαιτίας του Στάλιν»

Stalin-Che Guevara- Mottas

Νίκος Μόττας/ Ατέχνως.

Μια ιστορική προσωπικότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα, την ιδεολογικοπολιτική κληρονομιά της οποίας έχουν επιχειρήσει να οικειοποιηθούν διάφοροι πολιτικοί χώροι είναι αναμφίβολα ο Τσε Γκεβάρα. Τα χρόνια που ακολούθησαν της δολοφονίας του στη Βολιβία, ο Τσε αποτέλεσε σύμβολο για μια σειρά οργανώσεων της ευρύτερης αριστεράς (από τροτσκιστές μέχρι σοσιαλδημοκράτες) αλλά και του αναρχικού χώρου. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός αυτών που θαύμασαν και θαυμάζουν τον αργεντίνο επαναστάτη αυτοπροσδοιορίζονται ως «αντισταλινικοί», μισούν και αναθεματίζουν τον Στάλιν ενώ συχνά αναφέρονται στα περήφημα «εγκληματα» της σταλινικής περιόδου. Αντίφαση και ιστορική ειρωνεία: Ο ίδιος ο Τσε Γκεβάρα ήταν θαυμαστής του Στάλιν.

Με αφορμή, λοιπόν, τα 63 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου σοβιετικού ηγέτη να θυμήσουμε τι πίστευε ο Τσε για τον Ιωσήφ Στάλιν, όπως προκύπτει από  γραπτά και επιστολές του ίδιου του Ερνέστο Γκεβάρα:

Το 1953, ευρισκόμενος στη Γουατεμάλα, ο 25χρονος τότε Τσε σημείωνε σε γράμμα του στην θεία Μπεατρίς: «Κατά τη διαδρομή μου είχα την ευκαιρία να περάσω απ’ την «επικράτεια»της United Fruit Co, πείθοντας με ακόμη μια φορά πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα μπροστά σε μια φωτογραφία του παλαιού και θρηνημένου συντρόφου Στάλιν ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να δω τον αφανισμό αυτών των χταποδιών». (Πηγή: Jon Lee Anderson, Che Guevara: A revolutionary life, 1997).

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1957, όντας στο καμίνι του αντάρτικου αγώνα στην κουβανική ύπαιθρο, ο Γκεβάρα έγραφε προς το μέλος του Κινήματος της 26ης Ιούλη Ρενέ Ράμος Λατούρ (Ντανιέλ):

«Στα επονομαζόμενα «λάθη του Στάλιν» βρίσκεται η διαφορά μεταξύ μιας επαναστατικής και μιας ρεβιζιονιστικής αντίληψης. Πρέπει να μελετήσεις τον Στάλιν στο ιστορικό πλαίσιο που κινήθηκε, όχι να τον δεις (αποκλειστικά) ως ένα είδος αγριάνθρωπου, αλλά στα συγκεκριμένα ιστορικά όρια. Ασπάστηκα τον κομμουνισμό εξαιτίας του πατερούλη Στάλιν και κανείς δεν πρέπει να ‘ρθει να μου πει ότι δεν πρέπει να διαβάζω Στάλιν. Τον διάβαζα όταν ήταν κάτι πολύ κακό να διαβάζεις γι’ αυτόν. Αυτό ήταν σε μια άλλη εποχή. Και επειδή δεν είμαι πολύ ευφυής, αλλά και ξεροκέφαλος, συνεχίζω να τον διαβάζω. Ιδιαίτερα σε αυτήν τη νέα περίοδο που είναι ακόμη χειρότερο να διαβάζεις (για τον Στάλιν). Τότε, όπως και τώρα, βρίσκω μια σειρά πραγμάτων που είναι πολύ καλά».

 Ο Τσε Γκεβάρα δεν άφηνε έξω απ’ την κριτική του τον αντεπαναστατικό ρόλο του Τρότσκι στη δράση του οποίου χρέωνε «κρυφά κίνητρα» και «θεμελιώδη λάθη». Έγραφε επί παραδείγματι: «Πιστεύω ότι η βασική ιδεολογία στην οποία ο Τρότσκι βασίστηκε ήταν λανθασμένη, τα κρυφά κίνητρα της δράσης του (ήταν) λανθασμένα και τα τελευταία του χρόνια υπήρξαν σκοτεινά. Οι τροτσκιστές δεν έχουν συνεισφέρει τίποτα απολύτως στο επαναστατικό κίνημα – εκεί που έδρασαν περισσότερο ήταν στο Περού αλλά στο τέλος απέτυχαν επειδή χρησιμοποιούν κακές μεθόδους» (Comments on ‘Critical Notes on Political Economy’ by Che Guevara, Revolutionary Democracy Journal, 2007).

Σε γράμμα του προς τον Κουβανό τροτσκιστή- και σημαντικό στέλεχος της Επανάστασης- Αρμάντο Χαρτ, ο Τσε σημείωνε:

«Στην Κούβα δεν υπάρχει τίποτα δημοσιευμένο, εάν εξαιρέσουμε τα σοβιετικά τούβλα, τα οποία φέρουν τη δυσκολία ότι δεν σ’αφήνουν να σκεφτείς – το κόμμα σκέφτεται για σένα και συ πρέπει να το αφομοιώσεις. Θα ήταν αναγκαίο να δημοσιευθεί η πλήρης εργογραφία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν (υπογραμμισμένο από τον Τσε στο αυθεντικό έγγραφο της επιστολής) και άλλων σπουδαίων μαρξιστών. Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τους μεγάλους ρεβιζιονιστές (εάν θέλεις μπορείς να προσθέσεις τον Χρουστσώφ) και επίσης τον φίλο σου τον Τρότσκι ο οποίος υπήρξε και προφανώς έγραψε κάτι»  (Πηγή: εφημερίδα Contracorriente, φυλ. 9, Αβάνα 1997).

Η ρεβιζιονιστική πορεία που ακολούθησε η σοβιετική ηγεσία μετά τις αποφάσεις του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ αποτέλεσε πηγή έντονου προβληματισμού για τον Τσε. Η πολιτική της«αποσταλινοποίησης» και των λαθεμένων, οπορτουνιστικών αντιλήψεων σχετικά με την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού που εισήγαγε η ηγεσία Χρουστσόφ μετά το 1956 επέδρασαν καίρια στην αντίληψη του Γκεβάρα για την  επανάσταση και τον σοσιαλισμό.

Ένας εκ των βιογράφων του Γκεβάρα, ο μεξικανός πολιτικός Χόρχε Καστανέδα, γράφει σχετικά (προσθέτοντας και λίγη αντικομμουνιστική σάλσα): «Ο Γκεβάρα έγινε σταλινικός σε μια περίοδο που χιλιάδες νέοι άρχισαν να δυσανασχετούν με την επίσημη εκδοχή του “Κομμουνισμού”. Απέρριπτε ως «ιμπεριαλιστική προπαγάνδα» το λόγο του Χρουστσόφ το 1956 που κατάδικαζε τα εγκλήματα του Στάλιν, ενώ υποστήριξε την ρωσική παρέμβαση στην Ουγγαρία που συνέτριψε την εργατική ανταρσία στη χώρα την ίδια χρονιά»  (Χ.Καστανέδα, The life and death of Che Guevara, 1997).

che

Τέσσερα χρόνια μετά την αρχή της περίφημης «αποσταλινοποίησης», το Νοέμβρη του 1960, ο Γκεβάρα επισκέπτονταν τη Μόσχα ως εκπρόσωπος της κουβανικής κυβέρνησης. Παρά τις παραινέσεις του τότε κουβανού πρέσβη, ο Τσε επέμεινε στην κατάθεση στεφάνου στον τάφο του Στάλιν, στα τείχη του Κρεμλίνου.

Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα εκτιμούσε βαθιά τον ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν και την συμβολή του στην σοσιαλιστική οικοδόμηση. Και αυτό διότι, όπως ο ίδιος έλεγε, «πρέπει να μελετήσεις τον Στάλιν στο ιστορικό πλαίσιο που κινήθηκε […] στα συγκεκριμένα ιστορικά όρια». Αυτό το ιστορικό πλαίσιο και οι εξαιρετικά αντίξοες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες στις οποίες έδρασε ο Ι.Στάλιν αποσιωπούνται απ’ τους θιασώτες του αντισταλινισμού. Αποσιωπάται το γεγονός ότι η πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ γίνονταν σε ένα πλαίσιο οξύτατης διαπάλης, με πληθώρα εσωτερικών και εξωτερικών απειλών (ιμπεριαλιστική περικύκλωση), με μια γιγαντιαία προσπάθεια εκβιομηχάνισης που αντιμετώπιζε αντιδράσεις και εκτεταμένα σαμποτάζ, με την πάλη για την κολλεκτιβοποίηση να συναντά την μεγάλη αντίδραση των κουλάκων. Ο Ι. Στάλιν, ως φυσιογνωμία και ηγετική προσωπικότητα, αποτέλεσε προϊόν της δράσης των λαϊκών μαζών σε ένα δεδομένο ιστορικό πλαίσιο. Και ως τέτοια προσωπικότητα, ο Στάλιν καθοδήγησε για 30 συναπτά έτη το Κόμμα των μπολσεβίκων και το λαό της Σοβιετικής Ένωσης, πατώντας στην στέρεα ιδεολογική κληρονομιά του Λένιν. Αυτό, ένας πραγματικός κομμουνιστής, ένας επαναστάτης στην σκέψη και- κυρίως- στην πράξη όπως ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν επομένο να το αναγνωρίσει και να το εκτιμήσει.

Ο Τσε Γκεβάρα για την ατομική τρομοκρατία

guevarism vs terrorism bannerΗ ΑΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΚΕΒΑΡΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΜΕ ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ «ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΠΟΛΗΣ».

Ένα χαρακτηριστικό των λεγόμενων οργανώσεων «αντάρτικου πόλης», που έδρασαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα στην Ευρώπη, ήταν οι – άμεσες η έμμεσες – αναφορές τους στον Τσε Γκεβάρα. Οργανώσεις όπως οι ιταλικές «Ερυθρές Ταξιαρχίες» (Brigade Rosse) και η γερμανική «Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) Μπάαντερ-Μάινχοφ» ιδρύθηκαν στην αυγή της δεκαετίας του 1970, εν μέσω του ιμπεριαλιστικού πολέμου στο Βιετνάμ, δύο χρόνια μετά το γαλλικό Μάη του ’68 και τρία χρόνια μετά τη δολοφονία του Τσε στη Βολιβία. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα, εμφανίζεται η επονομαζόμενη Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», σε γιάφκα της οποίας μάλιστα, δίπλα από ρουκέτες και λοιπό οπλισμό, φιγουράριζε η διάσημη φωτογραφία του Τσε, η guerrillero heroico.

Οι παραπάνω οργανώσεις επιχείρησαν να ενσωματώσουν στη δράση τους ένα κομβικό σημείο της γκεβαρικής αντίληψης του ανταρτοπολέμου: το λεγόμενο “foco” (foquismo) [1], την προσπάθεια δηλαδή δημιουργίας πολλαπλών, διάσπαρτων εστιών «πολέμου», αιφνιδιάζοντας, χτυπώντας γρήγορα και φεύγοντας. Σύμφωνα με τη θεωρία του «φοκίσμο», από την ύπαρξη ενός δυνατού πυρήνα μπορούν να δημιουργηθούν πολυάριθμες εστίες αντάρτικου οι οποίες, εάν εξαπλωθούν, δύναται να κερδίσουν τον αντίπαλο τακτικό στρατό. Πράγματι, αν δούμε το ιστορικό των «χτυπημάτων» τόσο του γερμανικού «RAF», των ιταλικών «Ερυθρών Ταξιαρχιών» όσο και της «17 Νοέμβρη» αντιλαμβανόμαστε την προσπάθεια δημιουργίας ταχύτατων, αιφνιδιαστικών χτυπημάτων (δολοφονιών, βομβιστικών επιθέσεων, κλπ.) σε διάσπαρτα σημεία των αστικών κέντρων που οι οργανώσεις αυτές έδρασαν. Η πραγματική, όμως, θεωρία του γκεβαρικού ανταρτοπολέμου με τη δράση των ομάδων αυτών εμπεριέχει σημαντικότατες διαφορές. Αυτές μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

  1. Η θεωρία του ανταρτοπολέμου που ανέπτυξε ο Γκεβάρα είχε ως πεδίο δράσης την ύπαιθρο, τις αγροτικές περιοχές. Ασφαλώς, έχουμε πάντα κατα νου ότι η θεωρία του γκεβαρικού ανταρτοπολέμου βασίστηκε στις συνθήκες που υπήρχαν στην Κούβα τη δεκαετίας του ’50. «Η κατάσταση δεν είναι τόσο δύσκολη στην ύπαιθρο, όπου οι κάτοικοι μπορούν να έχουν την υποστήριξη του ένοπλου αντάρτικου και σε μέρη όπου οι δυνάμεις καταστολής δεν μπορούν να φτάσουν» αναφέρει ο Τσε στο πρώτο κεφάλαιο του «Ανταρτοπολέμου» [2]. Οι οργανώσεις του αντάρτικου πόλης, λοιπόν, μετέφεραν την ένοπλη πάλη στα αστικά κέντρα, στην καρδιά δηλαδή του αστικού κράτους, εκεί όπου οι μηχανισμοί του κράτους ήταν πανίσχυροι. Ακόμη και αν δεχθούμε το – ούτως η άλλως αναμφίβολο – γεγονός ότι η Δυτική Γερμανία της δεκαετίας του ’70 έχει ουσιαστικές διαφορές απ’ την Κούβα του ’50 η του ’60, ποιές αντικειμενικές συνθήκες επέβαλλαν την έναρξη της ένοπλης πάλης στο Αμβούργο, τη Φρανκφούρτη ή τη Ρώμη, όπου συγκεντρώνονταν όλη η ισχύς της τότε δυτικογερμανικής και ιταλικής αστικής τάξης και των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων τους; Το λεγόμενο αντάρτικο πόλης, λοιπόν, σε περίοδο που δεν υπάρχουν οι κατάλληλες επαναστατικές συνθήκες, αποτελεί ουσιαστική παρέκκλιση (αν όχι και βάναυση διαστρέβλωση) απ’ τη γκεβαρική μέθοδο του ανταρτοπολέμου.

  2. Ο ανταρτοπόλεμος για τον Τσε, για να έχει πιθανότητες επιτυχούς έκβασης, είχε μια βασική προϋπόθεση: να βασίζεται και να προσβλέπει στη λαϊκή στήριξη. Γράφει σχετικά ο Τσε στον πρόλογο του «Ανταρτοπολέμου»: «Έχει σημασία να τονίσουμε ότι ο αντάρτικος αγώνας πάλη των μαζών, είναι πάλη του λαού: το αντάρτικο, σαν ένοπλος πυρήνας, είναι η αγωνιστική πρωτοπορία του λαού, η μεγάλη του δύναμη έχει τις ρίζες της στις μάζες του πληθυσμού. Δεν πρέπει να θεωρούμε το αντάρτικο κατώτερο αριθμητικά του στρατού ενάντια στον οποίο μάχεται, ακόμη και αν διαθέτει μικρότερη δύναμη πυρός. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να καταφεύγει κανείς στον ανταρτοπόλεμο όταν έχει μαζί του έναν πολυπληθή πυρήνα έστω και αν διαθέτει έναν πολύ μικρότερο αριθμό όπλων για να αμυνθεί απέναντι στην καταπίεση» [3]. Οι οργανώσεις του αντάρτικου πόλης που γνωρίσαμε στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες ίσως να ήθελαν να πιστεύουν ότι αποτελούσαν την αγωνιστική πρωτοπορία του λαού – όμως δεν ήταν. Αντιθέτως, οι οργανώσεις αυτές αυτοπροσδοιορίζονταν ως «αγωνιστική πρωτοπορία», παίρνοντας τα όπλα ερήμην του μαζικού εργατικού-λαϊκού κινήματος. Πολεμούσαν στο «όνομα του λαού» ενώ αποτελούνταν (όπως αποδείχθηκε) από σχετικά μικρούς πυρήνες συνωμοτικά δρώντων ομάδων. «Και το επαναστατικό Κίνημα της 26ης Ιούλη στην Κούβα δεν ήταν πολυάριθμο» ίσως αντιτείνει κάποιος. Ναι, αλλά ταυτόχρονα με τη δράση των ανταρτών στην κουβανική ύπαιθρο, στελέχη του Κινήματος δρούσαν ταυτόχρονα στα αστικά κέντρα (Αβάνα, Σαντιάγκο), στρατολογούσαν νέους, οργάνωναν μαζικές απεργίες ενάντια στο καθεστώς, έχτιζαν ολόκληρο δίκτυο λαϊκής υποστήριξης στον αντάρτικο αγώνα [4].

  3. RAF bombing Germany
    Βομβιστική ενέργεια της RAF-Baader Meinhof τη δεκαετία του ’70.

Η αντίληψη του Τσε Γκεβάρα για τη μορφή της επανάστασης, βασίζεται στη λενινιστική προσέγγιση για την αναγκαιότητα μαζικής, οργανωμένης λαϊκής πάλης. Όπως ο Λένιν, έτσι και ο Γκεβάρα ήταν αντίθετος με την ατομική τρομοκρατία, με τις μεμονωμένες δηλαδή βίαιες τρομοκρατικές πράξεις. Να τι έγραφε ο ίδιος ο Τσε για την ατομική τρομοκρατία, την οποία αναγάγουν σε «επαναστατικό αγώνα» διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι «επαναστάτες»:

«Η δολοφονία και ο τυφλός τερορισμός (τρομοκρατία) δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική δουλειά, να εντυπώνεται το επαναστατικό ιδανικό, και να το κάνει να ωριμάσει για να μπορούν, στη δοσμένη στιγμή, να κινητοποιήσουν αυτές τις μάζες υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό και να κάνουν να κλίνει η πλάστιγγα προς την πλευρά της Επανάστασης» [5].

Ποιό «επαναστατικό ιδανικό» άραγε αποτύπωσαν στη λαϊκή σκέψη οι ευρωπαϊκές οργανώσεις αντάρτικου πόλεων; Ποιά σχέση υπήρχε ανάμεσα στις μάζες και σε ομάδες τύπου «Μπάαντερ-Μάϊνχοφ» ή «17 Νοέμβρη»; Σε τι χρησίμευσαν οι δολοφονίες κατώτερων ιεραρχικά στελεχών ξένων μυστικών υπηρεσιών η πρεσβειών, αστυνομικών οργάνων ή μεμονωμένων επιχειρηματιών;

Η τρομοκρατία που δε βασίζεται στη λαϊκή υποστήριξη και που έχει ατομικά χαρακτηριστικά, ξεκομμένα απ’ τη μαζική-εργατική πάλη των μαζών έχει αρνητικά αποτελέσματα. Να τι έγραφε ο Τσε επ’ αυτού:

«Είμαστε ειλικρινά πεπεισμένοι ότι η τρομοκρατία είναι ένα αρνητικό όπλο, που δεν προσφέρει απολύτως ποτέ τα αναμενόμενα αποτελέσματα κι ότι μπορεί να απομακρύνει το λαό από ένα επαναστατικό κίνημα, αφού συνδέεται ολοκληρωτικά με αυτούς που επιδιώκουν ανθρώπινες απώλειες χωρίς προοπτική για τα προσδοκώμενα αποτελέσματα» [6].

Συμπέρασμα.

Che-Guevara-Guerrilla1Μεταξύ της «τρομοκρατίας» που ασκείται ενάντια στο αστικό κατεστημένο και τους ιμπεριαλιστές από μια μαζική επανάσταση με λαϊκά χαρακτηριστικά και της ατομικής τρομοκρατίας μεμονωμένων ομάδων αντάρτικου πόλης υψώνεται ένα μεγάλο τείχος. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις πάλης. Ο Λένιν το θέτει στη σωστή του βάση: «(…) οι μεμονωμένες απόπειρες δολοφονίας, σαν επαναστατική τακτική, είναι άσκοπες και επιζήμιες. Μόνο το μαζικό κίνημα μπορεί να θεωρηθεί σαν πραγματική πολιτική πάλη (…)» [7]. Ο ανταρτοπόλεμος, λοιπόν, δεν είναι ούτε αυτοσκοπός, ούτε μπορεί να συγχέεται με την ατομική τρομοκρατία και την τακτική των μεμονωμένων δολοφονιών που εφάρμοσε το λεγόμενο «αντάρτικο πόλης». Αντιθέτως, ο ανταρτοπόλεμος είναι η προμετωπίδα του πολιτικού αγώνα, σε μια δοσμένη χρονική περίοδο μεγάλης όξυνσης της ταξικής αντιπαράθεσης που δημιουργεί επαναστατικές συνθήκες. Γράφει επ’ αυτού ο Γκεβάρα: «Γιατί αγωνίζεται ο αντάρτης: Πρέπει να καταλήξουμε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως ο αντάρτης είναι ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής, που παίρνει τα όπλα ανταποκρινόμενος στην οργισμένη διαμαρτυρία του λαού ενάντια στους καταπιεστές του και αγωνίζεται να αλλάξει το κοινωνικό καθεστώς που κρατάει τα άοπλα αδέλφια του μέσα στον εξευτελισμό και τη μιζέρια. Ξεσηκώνεται ενάντια στις συγκεκριμένες συνθήκες των θεσμοθετημένων δομών που κυριαρχούν κάποια δεδομένη στιγμή, και καταγίνεται, με όσες δυνάμεις του επιτρέπουν οι περιστάσεις, να σπάσει τα πλαίσια αυτών των θεσμοθετημένων δομών» [8].

Η Ιστορία μας διδάσκει ότι χωρίς πολιτική πρωτοπορία που ζυμώνεται μέσα στις μάζες, στο λαϊκό κίνημα, δε μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός αντάρτικος αγώνας και επανάσταση. Οι οργανώσεις του αντάρτικου πόλης που γνωρίσαμε τις τρείς τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα οδήγησαν σε αντίθετα αποτελέσματα – όντας απομονωμένες απ’ το μαζικό-λαϊκό εργατικό κίνημα λειτούργησαν ως λιπαντικό στα γρανάζια της αστικής αυταρχικότητας, δυσφήμισαν την επαναστατική δράση στις λαϊκές συνειδήσεις και κατέληξαν στην αναπόφευκτη αποτυχία. Η δε προσπάθεια τους να οικειοποιηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, αλλά και τον ίδιο τον Τσε ως επαναστατικό σύμβολο, δε μπορεί παρά να εκληφθεί ως ύβρις, πράξη προσβλητική απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα.

Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα, Γενάρης 2014.

Υποσημειώσεις:

[1] Ο όρος “foquismo” (φοκίσμο) αναπτύχθηκε απ΄ τον γάλλο διανοούμενο Ρεζί Ντεμπρέ και βασίστηκε στα γραπτά του Τσε στο βιβλίο “Ο Ανταρτοπόλεμος” αλλά και στην εμπειρία του ίδιου του Ντεμπρέ στο αντάρτικο της Βολιβίας (1966-67).
[2] Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», εκδόσεις «Καρανάση», Αθήνα, 1982 και στο Τσε Γκεβάρα: Η ουσία του αντάρτικου αγώνα (“Ο Ανταρτοπόλεμος”, Πρώτο Κεφάλαιο).
[3] Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος»,, εκδόσεις «Καρανάση», Αθήνα, 1982 και στο Τσε Γκεβάρα: Η ουσία του αντάρτικου αγώνα (“Ο Ανταρτοπόλεμος”, Πρώτο Κεφάλαιο)
[4] Ο αντάρτικος αγώνας στην Κούβα δεν ήταν ξεκομμένος απ’ την πολιτική δράση μέσα στο λαό. Το Κίνημα της 26ης Ιούλη του Φιντέλ Κάστρο συνεργάζονταν με άλλες οργανώσεις όπως το λεγόμενο “Επαναστατικό Διευθυντήριο” αλλά και το “Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα”.
[5] Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», Αθήνα, 1982, σελ. 118-119.
[6] Τσε Γκεβάρα, «Ο Ανταρτοπόλεμος», Αθήνα, 1982, σελ. 127.
[7] Β.Ι.Λένιν, Απαντα, τ. 40, σελ. 312.
[8] Βλέπε υποσημειώσεις [2] και [3].

Ομιλία & Συνέντευξη στην Σοβιετική Ένωση

Che Guevara with Yuri Gagarin 3Το Νοέμβρη του 1964, ο Τσε βρέθηκε στη Μόσχα για τους εορτασμούς της επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στις 11 του μήνα παρεβρέθηκε σε εκδήλωση φιλίας και αλληλεγγύης των δύο χωρών. Πρώτος μίλήσε ο κοσμοναύτης Γιούρι Γκαγκάριν που εκλέχθηκε πρόεδρος του Ομίλου Κουβανο-Σοβιετικής Φιλίας και ακολούθησε χαιρετισμός του Γκεράρδο Μαζόλα, προέδρου τότε του Κουβανικού Ινστιτούτου Φιλίας των Εθνών (ICAP). Στο τέλος ήταν η σειρά του Τσε να απευθύνει χαιρετισμό που, σημειωτέον, ήταν ο τελευταίος του στην ΕΣΣΔ.

«Dorogie tovarishchi! (Αγαπητοί σύντροφοι!)

Τώρα θα μιλήσω στα ισπανικά. Γνωρίζετε ότι όταν οι ηγέτες της Κουβανικής Επανάστασης βρίσκονται στο μικρόφωνο είναι δύσκολο να τους απομακρύνετε απ’ αυτό.

Στην περίπτωση μου δεν έχετε τίποτα να φοβάστε. Ο σύντροφος Μαζόλα εξέφρασε τα αισθήματα του λαού μας. Και οι υπόλοιποι σύντροφοι μας έδωσαν ενδιαφέρουσες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης μιας έκθεσης για την ολοκλήρωση του σχεδιασμού για τον επετειακό εορτασμό της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Αυτό, ασφαλώς, λαμβάνει χώρα εδώ στην Σοβιετική Ένωση. Δυστυχώς, δε μπορώ να σας μεταφέρω ανάλογα νέα (από την Κούβα). Στο μέλλον θα πρέπει όλοι μας να σχεδιάσουμε τον τιμητικό εορτασμό της 7ης Νοέμβρη, αφού αυτή η ημερομηνία ανήκει σε όλους μας.

Σύντροφοι! Ο κουβανικός λαός ξεκίνησε την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού πρόσφατα. Έχουμε ακόμα πολλά να μάθουμε. Πρέπει να αναπτύξουμε την συνείδηση μας και την αγάπη μας για την εργασία. Αλλά ο λαός μας είναι εξοικειωμένος με την ιστορία, την αληθινή ιστορία. Γνωρίζει την δύναμη του παραδείγματος και γνωρίζει το αίμα που οι σοβιετικοί στρατιώτες έχυσαν για την υπεράσπιση της ελευθερίας, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού – αυτό το αίμα θα μπορούσε να σχηματίσει ποτάμια. Επίσης γνωρίζουν (οι κουβανοί) πως ο σοβιετικός λαός έχυσε το αίμα του σε μέρη μακρινά από την πατρίδα του και πως υπάρχει σοβιετικό στρατιωτικό προσωπικό στο νησί μας που πράττει το προλεταριακό διεθνιστικό του καθήκον. Γνωρίζουν επίσης ότι την παρούσα στιγμή ένας μεγάλος αριθμός σοβιετικών ειδικών μας μαθαίνουν πλήθος τεχνών. Γνωρίζουν ότι σοβιετικοί ειδικοί βρίσκονται σε όλον τον κόσμο, εργαζόμενοι προκειμένου να βοηθήσουν τα αναπτυσσόμενα έθνη ώστε να χειριστούν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, προσφέροντας το κλειδί για ένα καλύτερο μέλλον. Ξέρουν πως οι εκπληκτικές προσπάθειες για την κατάκτηση του διαστήματος ξεκίνησαν από την Σοβιετική Ένωση.

Ο λαός μας, έχοντας μελετήσει ιστορία και γνωρίζοντας τη δύναμη που δίνει το “παράδειγμα”, θα αναγνωρίζει πάντοτε τις θυσίες του σοβιετικού λαού, ώστε να είμαστε σε θέση να ακολουθήσουμε το λαμπρό σας παράδειγμα, αμυνόμενοι ακούραστα της επανάστασης μας και χτίζοντας τον Σοσιαλισμό.

Η Κούβα, σοβιετικοί μου σύντροφοι, δεν θα υποχωρήσει ποτέ!

Ας είναι η φιλία μας αιώνια!

Slava Sovetskomu Soyuzu!» (ελευθ. Μετάφρ. στα ρώσικα: Ζήτω η Σοβιετική Ένωση!)

Την παραμονή της αναχώρησης του από τη Μόσχα, ο Τσε μίλησε στον ανταποκριτή του ειδησεογραφικού πρακτορείου APN:

Che Guevara Red Square 1964«Είχα την τιμή να εκπροσωπήσω την Κούβα δύο φορές στους εορτασμούς της 7ης Νοέμβρη. Το 1960 και σήμερα. Όταν το 1960 σταθήκαμε στην εξέδρα του μαυσωλείου του Λένιν είμασταν εκπρόσωποι μιας χώρας η οποία ακόμη ήλπιζε να γίνει κάτι, που ήταν στη δίνη ενός αγώνα με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Φέτος, βρεθήκαμε στις εξέδρες του μαυσωλείου ως εκπρόσωποι μιας σοσιαλιστικής χώρας, μιας νέας σοσιαλιστικής χώρας που γεννήθηκε στην αμερικάνικη ήπειρο. Ήμασταν στην ευχάριστη θέση να δούμε το όνομα της χώρας μας ανάμεσα σε αυτά των σοσιαλιστικών χωρών, να ακούσουμε τα στρατιωτικά μας εμβατήρια στην παρέλαση, όπως πρόσφατα στην Αβάνα όταν υποδεχθήκαμε το νέο σοβιετικό τάνκερ που φέρει το όνομα της πρωτεύουσας μας. Το τάνκερ αυτό είναι μέρος ενός μεγάλου στόλου που φέρει τα ονόματα των πρωτευουσών πόλεων των σοσιαλιστικών χωρών. Για εμάς τέτοιες πράξεις είναι πηγή ενθουσιασμού, μιας και ήταν μόλις πρόσφατα που ξεκινήσαμε το χτίσιμο του Σοσιαλισμού.

Στην Κόκκινη Πλατεία νιώσαμε τη ζεστή φιλία και τον ατέλειωτο ενθουσιασμό του σοβιετικού λαού. Επισκεπτήκαμε μια σειρά από σοβιετικές επιχειρήσεις. Είδαμε πολλά πράγματα που δείχνουν τις ανεπτυγμένες βιομηχανικές δυνατότητες της ΕΣΣΔ. Στην αυτοκινητοβιομηχανία Likhachev, για παράδειγμα, είδαμε νέα αυτόματα μοντέλα φορτηγών».

Ο ανταποκριτής ρώτησε τον Τσε αναφορικά με τις προοπτικές βιομηχανικής ανάπτυξης στην Κούβα και την περαιτέρω σύσφιξη της κουβανο-σοβιετικής οικονομικής συνεργασίας:

«Η συνεργασία μας με την Σοβιετική Ένωση κάνει βήματα επιτυχούς προόδου σε έναν αριθμό τομέων, περισσότερο απ’ όλα στον τομέα της μηχανικής ενέργειας όπου η ΕΣΣΔ έχει μεγάλη εμπειρία. Η πλειοψηφία των σταθμών μας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας έχουν χτιστεί με την σοβιετική βοήθεια. Θα εγκαταστήσουμε τους παραδοσιακούς θερμο-ηλεκτρικούς σταθμούς, που λειτουργούν με πετρέλαιο, όταν θα είναι οικονομικά εφικτό.

Προς το παρόν, η μεταλλουργία αποτελεί σημαντικό βιομηχανικό βραχίονα της κουβανικής οικονομίας. Πρέπει να χτίσουμε νέες επιχειρήσεις χάλυβα. Πρέπει να αναπτύξουμε μη-σιδηρούχες βιομηχανίες μετάλλων. Έχουμε μεγάλα αποθέματα λατερίτη στα βόρεια της επαρχίας Οριέντε. Σε αυτό το σημείο θα χτιστεί ένα κεντρικό μεταλλουργικό εργοστάσιο που θα αποτελέσει την προμετωπίδα της μη-σιδηρούχας βιομηχανίας μετάλλου. Εδώ και πάλι βασιζόμαστε στην σοβιετική βοήθεια.

Βασιζόμενοι στην σοβιετική εμπειρία σχεδιάζουμε επίσης να βελτιώσουμε την παραγωγή των αγροτικών μας μηχανημάτων. Η Κούβα ενδιαφέρεται, πέραν τούτου, στην ανάπτυξη της χημείας, των αυτοματοποιημένων μηχανημάτων, τον τομέα της ηλεκτρονικής. Αλλά όλα αυτά είναι καινοτομίες για εμάς σε αυτή τη φάση και σε πρώτη φάση πρέπει να συγκεντρώσουμε την απαραίτητη εμπειρία. Οι σοβιετικοί μας σύντροφοι μας δίνουν ήδη χειροπιαστή βοήθεια στην χημική βιομηχανία – τον επόμενο χρόνο θα ξεκινήσουν το χτίσιμο βιομηχανίας λιπασμάτων στην πόλη Νουεβίτας».

Ο Τσε δεν παρέλειψε να χαιρετήσει τη δημιουργία του Ομίλου Κουβανο-Σοβιετικής Φιλίας και είπε ότι η δημιουργία αυτή θα ενισχύσει τις σχέσεις των δύο χωρών, σε πολιτιστικό και όχι μόνο επίπεδο:

«Όταν δημιουργήθηκε ο Όμιλος», δήλωσε ο Τσε, «ήμασταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι από το ζεστό κλίμα που δημιούργησε ο σοβιετικός λαός, του μεγάλου αριθμού των ατόμων αλλά και οργανισμών που θέλησαν να λάβουν μέρος σε αυτόν, όσο και απο τον ενθουσιασμό με τον οποίο έγιναν δεκτά τα νέα της δημιουργίας του θεσμού αυτού. Με την ευκαιρία να πω ότι και μείς σχεδιάζουμε την ίδρυση ανάλογου Ομίλου στην Κούβα, αλλά κινηθήκατε γρηγορότερα απο εμάς.

Παρά το γεγονός ότι η φιλία μας είναι πρόσφατη, μας δένουν πολύ ισχυροί, άρρηκτοι δεσμοί. Όποτε κι’ αν πατάμε το έδαφος της χώρας όπου πρωτοχτίστηκε ο Σοσιαλισμός αισθανόμαστε τη ζεστασιά της φιλίας αυτής. Από πλευράς μας μπορούμε να επαναλάβουμε ξανά και ξανά ότι το αίσθημα αυτό είναι αμοιβαίο εκ μέρους του κουβανικού λαού. Όταν βλέπουμε τις βασικές κατακτήσεις του σοβιετικού λαού – τον πρωταθλητή της ειρήνης σε όλον τον κόσμο και σύμμαχο της Κούβας – αισθανόμαστε δύναμη και εμπιστοσύνη.

Γνωρίζουμε πως ο σοβιετικός λαός έχει τα μέσα να υπερασπιστεί την ειρήνη, είδαμε τα πειστήρια στην παρέλαση της 7ης Νοέμβρη».

Διαβάστε ΕΔΩ την ομιλία του Τσε στη Μόσχα, τέσσερα χρόνια πριν, το Δεκέμβρη του 1960.

Ρεζί Ντεμπρέ: Από τον Τσε και τον επαναστατικό κομμουνισμό στην… σοσιαλδημοκρατία του Μιτεράν

Regis Debray 3Εάν σε κάποιο λεξικό, δίπλα από τη λέξη «οπορτουνιστής», έπρεπε να υπάρχει επεξηγηματική φωτογραφία αυτή θα μπορούσε να είναι του αμφιλεγόμενου γάλλου διανοούμενου Ρεζί Ντεμπρέ. Ο Ντεμπρέ δεν είναι ένας τυχαίος γάλλος διανοητής της Αριστεράς. Στα νιάτα του, τη δεκαετία του ’60 βρέθηκε στην Κούβα, στο πλευρό των Κάστρο και Γκεβάρα, συμμετέχοντας με τον δικό του τρόπο στο κτίσιμο της επανάστασης. Το 1967 αποφάσισε να λάβει μέρος στην ομάδα των ανταρτών που, υπό την ηγεσία του Τσε, επιχείρησε να δημιουργήσει συνθήκες ένοπλου επαναστατικού αγώνα στη βολιβιανή ύπαιθρο. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Τελικά αποφυλακίστηκε το 1970 έπειτα απο διεθνείς πιέσεις. Από τότε ξεκινά ουσιαστικά η «μετάλλαξη» του νεαρού επαναστάτη, που ολοένα και απομακρυνόμενος από την κομμουνιστική ιδεολογία, κατέληξε ειδικός σύμβουλος του γάλλου πρωθυπουργού Φρανσουά Μιτεράν τη δεκαετία του 1980. Για τον Ρεζί Ντεμπρέ θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά, που ασφαλώς δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε μια μόνο ανάρτηση. Ενδεικτική της ιδεολογικοπολιτικής του μετάλλαξης, παρ’ όλα αυτά, είναι τα – μεταφρασμένα στα ελληνικά – αποσπάσματα δύο συνεντεύξεων που ο Ντεμπρέ έδωσε σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους: Η πρώτη το 1968 και η δεύτερη το 1989. Επίσης, παρατίθεται απόσπασμα της απολογίας του γάλλου τότε δημοσιογράφου ενώπιον του βολιβιανού στρατοδικείου το 1967 (λίγες μόνο ημέρες μετά τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα) που τον καταδίκασε σε 50 χρόνια φυλάκιση. Η παράθεση αυτών των ντοκουμέντων δίνει μια επαρκή εικόνα του επαναστάτη Ντεμπρέ του ’60 και του – συμβιβασμένου με το καπιταλιστικό σύστημα πλέον – σοσιαλδημοκράτη διανοητή του ’90.

«Δεν θα παρακαλέσω ποτέ για συγχώρεση των ηττημένων. Δεν θα σας αποκαλέσω ποτέ νικητές. Αντιθέτως, θα σας πω ότι παρ’ όλο που είμαι βέβαιος για την αθωώτητα μου απέναντι στις κατασκευασμένες κατηγορίες, για εσάς είμαι ένοχος γιατί πιστεύω στην τελική νίκη του Τσε στο εγγύς μέλλον, ένοχος γιατί θέλω να κάνω πράξη την υπόσχεση που αναπότρεπτα θα έδινε ο καθένας που είχε το προνόμιο να δει τον Τσε ζωντανό, να σκέφτεται και να πολεμά, την υπόσχεση να παραμείνω πιστός σε αυτόν και να ακολουθήσω το παράδειγμα του, στο βαθμό που μπορώ, μέχρι το τέλος. Θα κάνω ότι περνά απ’ το χέρι μου ώστε να αξίζω μια μέρα την τεράστια τιμή που θα μου δωθεί, για το ότι με καταδικάζετε για κάτι που δεν έχω κάνει, αλλά τώρα θέλω να το κάνω περισσότερο απο ποτέ. Και με πλήρη γαλήνη, με όλη μου την καρδιά, σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για την αυστηρή ποινή που αναμένω απο εσάς».

(Από την απολογία του Ρεζί Ντεμπρέ ενώπιον βολιβιανού στρατοδικείου, 1967).

ΒΟΛΙΒΙΑ, 1967. Ο ΡΕΖΙ ΝΤΕΜΠΡΕ (αριστερά) ΜΕ ΤΟ ΓΚΕΒΑΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΤΑΡΤΕΣ.
ΒΟΛΙΒΙΑ, 1967. Ο ΡΕΖΙ ΝΤΕΜΠΡΕ (αριστερά) ΜΕ ΤΟ ΓΚΕΒΑΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΤΑΡΤΕΣ.

Πέντε ημέρες μετά τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, ένας γάλλος δημοσιογράφος 27 ετών, ο Ρεζί Ντεμπρέ, βρίσκονταν στις φυλακές Καμίρι της Βολιβίας, έχοντας καταδικαστεί σε 50 χρόνια φυλάκιση για συμμετοχή σε επιχείρηση ανατροπής της βολιβιανής κυβέρνησης. Ο Ντεμπρέ ήταν ήδη γνωστός στους κύκλους τις αριστεράς για το βιβλίο που είχε γράψει – το «Επανάσταση στην Επανάσταση» – που είχε αποτελέσει ένα απο τα εγχειρίδια της εποχής για την δημιουργία επαναστατικών ανταρτοπολέμων. Τη δεκαετία του ’60 ο γάλλος δημοσιογράφος υπήρξε βοηθός του Φιντέλ Κάστρο στην κουβανική επαναστατική κυβέρνηση, ενώ το 1967 ακολούθησε το Γκεβάρα στη Βολιβία. Συνελήφθη σε ενέδρα που είχαν στήσει οι βολιβιανές ένοπλες δυνάμεις.

Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της πρώτης συνέντευξης που έδωσε ο Ντεμπρέ μετά την σύλληψη και καταδίκη του από τις βολιβιανές αρχές. Η συνέντευξη δώθηκε στην αμερικανίδα δημοσιογράφο Μαρλένε Νάντλ και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ramparts το καλοκαίρι του 1968:

ΝΤΕΜΠΡΕ:Ο Τσε ήταν ένας πολύ απολυταρχικός άνθρωπος. Στο αντάρτικο στρατόπεδο θα έλεγε απλά, “Έτσι θα γίνει”. Ο Τσε δεν υποστήριζε το διάλογο. Ο Φιντέλ θα το έπραττε, όχι όμως ο Τσε. Ήταν πολύ σκληρός. Πολύ τραχύς, αλλά κάποιες φορές, με ορισμένους ανθρώπους ήταν πολύ τρυφερός, πολύ συναισθηματικός. Νομίζω πως είχε δύο προσωπικότητες. Τη νύχτα έπειτα από το θάνατο ενός συντρόφου είπε πως “ένας κομμουνιστής πρέπει να γίνει σκληρός χωρίς να χάσει την τρυφερότητα του…”. Σκληρός; Δεν είναι αυτή η λέξη. Δεν μπορώ να το εκφράσω στα αγγλικά διότι, ξέρετε, είναι αδύνατο να μιλήσεις για τον Τσε Γκεβάρα στα αγγλικά. Μπορείς μόνο να μιλήσεις γι’ αυτόν στα ισπανικά και ίσως στα γαλλικά επειδή γνώριζε γαλλικά. Μιλούσε πολύ καλά γαλλικά. Αλλά αγγλικά, αδύνατον! Ξέρετε τι είναι η ιεροσυλία; (Ρωτά ο Ντεμπρέ με χαμόγελο). Λοιπόν, το να μιλήσουμε για τον Τσε στα αγγλικά είναι ιεροσυλία. Να βάλουμε τον Τσε στη θέση ενός Γιάνκη είναι ιεροσυλία επειδή όλη η έννοια της ζωής του είναι ο αγώνας ενάντια στους γιάνκηδες και ενάντια…. Δεν λέω ενάντια στον αμερικανικό λαό, αλλά ενάντια στον αμερικανικό τρόπο ζωής και ενάντια στο είδος της ζωής του αμερικανού, ενάντια στην έλλειψη ψυχής των αμερικανών. Αδύνατον (να περιγραφεί) στα αγγλικά…

Ο Τσε αγαπούσε τον Φιντέλ. Είχε γι’ αυτόν έναν σεβασμό και έναν θαυμασμό, ένα είδος ηθικής αδελφοσύνης, ένας συναισθηματικός κρίκος με τον Φιντέλ που ήταν πολύ προφανής, πολύ βαθύς. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του δεύτερο, μετά τον Φιντέλ. Γι’ αυτό και κάποτε μου είπε: “Ο Φίντελ είναι μόνο ένας – Τσε υπάρχουν πολλοί”.

Και οι δύο ήταν πάντοτε ισχυροί άνδρες, αλλά με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Σωματικά ο Φιντέλ είναι πιο δυνατός, ο Τσε ήταν αδύναμος, σε σωματική ισχύ. Για να το πω με μια λέξη, ο Τσε ήταν ένας διανοούμενος, ξέρετε, αλλά ο Φιντέλ όχι. Ο Φιντέλ είναι ιδιοφυϊα. Μια ιδιοφυϊα από ένστικτο… Ο Τσε είχε πει μια μέρα ότι ο Φιντέλ είναι μια φυσική δύναμη. Ο Τσε ήταν ένας άνθρωπος του στοχασμού, ένας άνθρωπος της σκέψης”.

Προς το τέλος της συνέντευξης με τη Ναντλ, ο Ντεμπρέ λέει:“Ο Τσε είχε παρόμοια αντίληψη για το θάνατο με τον Φιντέλ και το Μαρτί. Αυτό σημαίνει τον θάνατο ως υπόσχεση αναγέννησης. Ο Θάνατος ως ένα είδος επιτάχυνσης της ζωής, ένα είδος τελετουργίας της ανανέωσης. Και με τον θάνατο του (του Τσε), νομίζω πως έχουμε μιαν απόφαση που δεν είχαμε πριν. Αυτή η απόφαση που λέει να πάμε μέχρι το τέλος. Νομίζω πως τώρα ξέρουμε ότι ο καθένας πρέπει να παλέψει και ο καθένας πρέπει να πεθάνει σε αυτήν τη μάχη. Ο Μπολίβαρ μίλησε για έναν guerra a muerie, έναν πόλεμο μέχρι θανάτου. Τώρα όλοι είμαστε πολύ κοντά σε έναν πόλεμο μέχρι το θάνατο”.

Μια εικοσαετία αργότερα, το 1989, και έχοντας περάσει απ’ τον επαναστατικό κομμουνισμό στην – ενσωματωμένη στο σύστημα – σοσιαλδημοκρατία, ο Ρεζί Ντεμπρέ μιλάει στον Βίκτορ Χαργουντ, αρχισυντάκτη τότε του περιοδικού New York Writer που του θέτει προκλητικές ερωτήσεις. Η συνέντευξη δώθηκε στο Παρίσι.

Χαργουντ: Το 1981 γίνατε επίσημος σύμβουλος της σοσιαλιστικής κυβέρνησης της Γαλλίας. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τις περιστάσεις που οδήγησαν εκεί.

ΝΤΕΜΠΡΕ: Το 1981 μου ανατέθηκε η αποστολή ως συμβούλου επί διεθνών θεμάτων του Φρανσουά Μιτεράν, του γάλλου προέδρου, με ειδικότητα σε θέματα Τρίτου Κόσμου. Γιατί; Διότι παρόλο που δεν είμαι Σοσιαλιστής, ούτε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, είμαι ένας αριστερός διανοούμενος και ήμουν σε επαφή με τον Μιτεράν από το 1975 όταν επέστρεψα στη Γαλλία μετά το πραξικόπημα στην Χιλή και το τέλος των λατινοαμερικάνικων περιπετειών μου. Είχα λοιπόν μακρά φιλία με τον Φρανσουά Μιτεράν και όταν ανέλαβε την εξουσία ήταν πολύ φυσικό πως θα γινόμουν μέλος του προσωπικού του.

Χαργουντ: Έχουν αλλάξει τόσο πολλά σε 25 χρόνια – ο Γκορμπατσώφ στη Ρωσία, οι Κινέζοι έχουν ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά στην Κούβα ο Φιντέλ παραμένει σκληροπυρηνικός σταλινικός. Μοιάζει αναπόφευκτο ότι ο κομμουνισμός στην Κούβα θα ξεθωριάσει. Πως μπορεί να αντέξει η Κούβα την σημερινή αμερικανοκουβανική επίθεση – την “Μηχανή του Μαϊάμι” – ροκ εν ρολ απ’ το Μαϊάμι, υπολογιστές από την Καλιφόρνια. Γιατί ο Φιντέλ δεν ανοίγει την χώρα του, δεν λαμβάνει μέρος στο αμερικανικό πρωτάθλημα μπειζμπολ; Σίγουρα θα γίνει. Ένα μήνα μετά το θάνατο του Φιντέλ, ο πρώτος μη-ιδεολόγος πρωθυπουργός της Κούβας θα κάνει κλείσει σίγουρα συμφωνία για το μπειζμπολ με τον Ντόναλτ Τραμπ. Γιατι θα έπρεπε ο Φιντέλ να στερεί απ’ τον εαυτό του και τους συμπατριώτες του την ευχαρίστηση να συναντήσουν τον Γουϊλι Μέϊς (σ.μ: αμερ. παίκτης μπεϊζμπολ). Είναι δυνατό να τεθεί μια νέα, μη ιδεολογική ατζέντα;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Σας καταλαβαίνω. Ο Σάχης του Ιράν είχε απόψεις σαν αυτές 20 χρόνια πριν. Πίστεψε ότι η επανάσταση του πετρελαίου και των επικοινωνιών επρόκειτο να προστατέψουν την χώρα του. Μια τηλεόραση σε κάθε σπίτι – όλη αυτή η μοντέρνα δύναμη κατέληξε σε έναν άνδρα ονόματι Χομεϊνί. Ο εκσυγχρονισμός “έτρεξε” τόσο γρήγορα που στην πραγματικότητα αναβάθμισε την Χομεϊνική κουλτούρα. Ο εκσυγχρονισμός έφερε την επαρχία στην πόλη και με αυτήν ήρθαν στα αστικά κέντρα και οι ιδέες του επαρχιώτικου φονταμενταλισμού.

Χαργουντ: Αυτή η αναφορά στον Χομεϊνί αποτελεί κάποια μεταφορά για την σχέση σας με την Κούβα ή πρόκειται για κάτι άλλο;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Είμαι βέβαιος πως δεν σας αρέσει να μιλάτε για τον Χομεϊνί επειδή μοιάζει να είναι έξω απ’ την συνείδηση η το ημισφαίριο σας. Αλλά προσπαθήστε να σκεφτείτε πως οι ιδέες που μοιάζουν να είναι εντελώς εκτός της αντίληψης σας ενδέχεται να έχουν το κλειδί στο να καταλάβετε καλύτερα τη ζωή. Γνωρίζετε πως όλοι οι φονταμενταλιστές ηγέτες στην Αίγυπτο, την Συρία, το Μαρόκο, την Τυνησία και αλλού, είναι σπουδαγμένοι σε επιστημονικούς τομείς πανεπιστημίων, άνθρωποι που σπούδασαν μαθηματικά. Πρέπει να καταλάβετε ότι δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. Το πραγματικό πρόβλημα σήμερα είναι μεταξύ Θεού και υπολογιστών. Το Κακό και τα κομπιούτερς. Όσο περισσότερους υπολογιστές έχεις, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχεις για Θεό και για Κακό. Είναι παντελώς παράλογο να φανταζόμαστε ότι μπορούμε να εκδιώξουμε το Θεό, τη θρησκεία και τον αρχαϊσμό με τα κομπιούτερς. Όλη η σύγχρονη Ιστορία δείχνει πως τα πάντα προοδεύουν (αναπτύσσονται) ταυτόχρονα. Σε όλον τον κόσμο έχουμε τεράστιες, θρησκευτικού τύπου, ανακατατάξεις εθνικών κινημάτων και αγώνων. Δείτε στην Κεϋλάνη (σ.μ: σήμερα Σρι Λάνκα) όπου μάχονται οι βουδιστές, την Αρμενία και την χριστιανική πίστη, τη Λιθουανία, την Ουκρανία και όλη τη Ρωσία. Όσο περισσότερο εκσυγχρονίζεται η Σοβιετική Ένωση, τόσο περισσότερο ο λαός της στρέφεται στις αρχαϊκές ρίζες της ταυτότητας του.

Χαργουντ: Λέτε ότι είναι η δύναμη των παραδοσιακών θρησκειών που νίκησαν τον σταλινισμό. Αυτό αφορά και την Κούβα;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Ο Κομμουνισμός, η ο επιστημονικός Σοσιαλισμός, δεν είναι μια πολύ βαθιά θρησκεία και ασφαλώς στην Κούβα η κομμουνιστική πίστη θα εξαφανιστεί κάτω από το σοκ της αμερικανικής κουλτούρας. Μιλήσατε για μπεϊζμπολ… ξέρετε ότι δεν έχουμε μπεϊζμπολ στη Γαλλία. Εσείς έχετε μπεϊζμπολ στην αμερικανική σφαίρα επιρροής, την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, την Καραϊβική. Αλλά δεν υπάρχει μπεϊζμπολ στην Κίνα. Ούτε στη Γαλλία και τον υπόλοιπο κόσμο.

Χαργουντ: Σπάτε πλάκα με μας τώρα. Μπεϊζμπολ και χάμπουργκερς. Είμαστε τόσο πρωτόγονοι και βαρετοί, ή όχι;

Regis Debray 4ΝΤΕΜΠΡΕ: Για μένα είναι πολύ βαρετό. Όταν ήμουν με τον Φιντέλ Κάστρο με πήγε στο γήπεδο για να δω βαρετά πράγματα. Όλη την ώρα βαριόμουν. Τώρα, για να έρθουμε στο θέμα μας, πιστεύω ότι έχετε απόλυτο δίκαιο. Η Κούβα έχει μεγάλο έρωτα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Φιντέλ Κάστρο είναι ερωτευμένος με τις ΗΠΑ. Φυσικά, μίσος και αγάπη, αγάπη και μίσος, μαζί. Αυτό είναι ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα. Η ροκ μουσική από το Μαϊάμι και οι υπολογιστές θα σαρώσουν τον κομμουνισμό στην Κούβα και νομίζω πως το ξέρει ο ίδιος. Αυτός είναι ο λόγος που αποκλείει τα πάντα. Δεν θέλει να το δει να συμβαίνει όσο ζει. Είμαι σίγουρος πως μπορείτε να καταστρέψετε την κομμουνιστική ιδεολογία, αλλά δε μπορείτε να καταστρέψετε τη μουσουλμανική ιδεολογία, την καθολική ιδεολογία – αυτά είναι πολύ βαθιά και σοβαρά ζητήματα.

[…]

Χαργουντ: Αναφορικά με τον Κλάους Μπάρμπι. Επιστρέψατε στη Βολιβία ώστε να τον συλλάβετε και να τον φέρετε στη Γαλλία;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Δεν επέστρεψα ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό, αλλά όταν ήμουν στην Χιλή κατά την περίοδο του Αλιέντε, 1972-1973.

Χαργουντ: Αυτό είναι αφότου είχατε αφεθεί ελεύθερος απ’ τη βολιβιανή φυλακή.

ΝΤΕΜΠΡΕ:Ένα η δύο χρόνια αργότερα έλαβα μέρος σε μια υπόθεση απαγωγής μαζί με λίγους γάλλους συμπατριώτες.

Χαργουντ: Βάλατε τη ζωή σας σε ρίσκο πολλές φορές στο παρελθόν, στα βουνά της Βολιβίας με τον Τσε. Θα θέλατε να ρισκάρετε το ίδιο σήμερα;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Ναι, θα το έκανα, αλλά πρόκειται για πολύ θεωρητική ερώτηση. Εάν φονταμενταλιστές εισβάλλουν στην πατρίδα μου – κάτι που πιστεύω ότι είναι ελάχιστα πιθανό – θα πάρω τα βουνά. Είμαι έτοιμος να μπω σε περιπέτεια, αλλά δεν βλέπω κάτι που να αξίζει τον κόπο, κάτι ζωντανό. Δεν πιστεύω πως αν πάω στη Γουατεμάλα και πεθάνω εκεί θα έχω κάνει κάτι θετικό. Ο λαός της Γουατεμάλας δεν με χρειάζεται… και ίσως δεν τους χρειάζομαι και ‘γω.

Χαργουντ: Συνεχίζετε να έχετε σχέσεις με τον Φιντέλ Κάστρο σήμερα;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Έχω κάποιες, ναι. Σε προσωπικό επίπεδο.

Χαργουντ: Αναπολείτε τις παλιές μέρες; Θα μας λέγατε γιατί δεν σας έδωσε (σ.μ: ο Φιντέλ) ευρύτερη υποστήριξη όταν ήσασταν στα βουνά της Βολιβίας;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Τον υποστηρίζω όταν δέχεται επίθεση και του επιτίθεμαι όταν είναι αρκετά…. φυσικά έχουμε κάνει πολλές συζητήσεις περί αυτού, αλλά έχει ανακαλύψει ότι είμαι τόσο εμφανώς ευρωπαίος και γάλλος και ‘γω με τη σειρά μου έχω ανακαλύψει ότι αυτός είναι εμφανώς κουβανός και αμερικάνος. Είμαστε απο δύο διαφορετικές κουλτούρες. Δεν συμμερίζομαι πλέον το διεθνιστικό αίσθημα αυτού που ανήκει στους επαγγελματίες επαναστάτες που μπορεί τη μια μέρα να είναι στη Σαγκάη και την επομένη στο Βερολίνο.

Χαργουντ: Πως ανακαλύψατε τη διαφορά του κουβανο-αμερικανισμού του Φιντέλ και της δική σας κουλτούρας;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Ο αμερικανισμός του είναι τόσο ισχυρός. Αναφερθήκατε στο μπεϊζμπολ. Υπάρχουν τόσο πολλά στοιχεία της αμερικανικής ταυτότητας που μοιράζονται ο Κάστρο με το Μπους και που δεν σχετίζονται με μένα.

[…]

Χαργουντ: Εάν ο καταναλωτισμός είναι μια ιδεολογία στο ίδιο επίπεδο με τον Κομμουνισμό και τον Καπιταλισμό, αυτό δε αποψιλώνει κάπως την ισχύ της ιδεολογικής μάχης; Θά κατέβει ποτέ κάποιος αδρανής σε απεργία;

ΝΤΕΜΠΡΕ: Φυσικά η καταναλωτική ιδεολογία δεν έχει την ίδια ισχύ σε μια ιδεολογική κοινωνία όπως αυτή του Χομεϊνί. Δε μπορύμε να αντιμετωπίσουμε τον Χομεϊνί διότι αυτοί είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν και μεις δεν είμαστε. Κάθε δέκα χρόνια ανακοινώνεται το τέλος των ιδεολογιών. Αυτό συνέβη λίγο πριν το 1968 στη Γαλλία και ο Ρεϊμόν Αρόν ανακοίνωσε το τέλος του Κομμουνισμού και του Σοσιαλισμού – και σε αυτό το σημείο είχαμε μια επανάσταση που ήταν πλήρως ιδεολογική. Ήταν μια πολιτιστική επανάσταση βασισμένη στις ιδέες του Μάο και του Τσε Γκεβάρα. Και παρόλο που αυτά τα πολιτιστικά ινδάλματα δεν υπάρχουν σήμερα, έχω την αίσθηση ότι εκεί ενυπάρχει ένα ισχυρό υπόγειο ρεύμα ανάγκης για ιδεολογία. Δεν συμμερίζομαι κάποια θεωρία “αποκάλυψης” για το τέλος της ιδεολογίας χάρην του κόσμου της κατανάλωσης.

Επιμέλεια, Μετάφραση: Νικ. Μόττας/Guevaristas. 

Πώς έβλεπε ο Τσε τον Σοσιαλισμό

Του Μισέλ Λεβί.

Από την επιτυχία της κουβανικής επανάστασης, το 1959, μέχρι το 1967, η σκέψη του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα εξελίχτηκε. Αν και οι κεντρικοί άξονες της πολιτικής του θεωρίας και πρακτικής παρέμειναν η χειραφέτηση της Λατινικής Αμερικής και ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, από το 1963 και μετά τον απασχολούσε η άσκηση κριτικής στο αδιέξοδο όπου οδηγούσαν τα συστήματα της Ανατολικής Ευρώπης.

Ο Τσε Γκεβάρα απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τις αρχικές αυταπάτες του για την ΕΣΣΔ και τον σοβιετικού τύπου μαρξισμό. Σε επιστολή του, το 1965, προς τον φίλο του Αρμάντο Χαρτ (τον κουβανό υπουργό Πολιτισμού), κατακρίνει σκληρά τον « ιδεολογικό μιμητισμό » που έχει κάνει την εμφάνισή του στην Κούβα με την έκδοση σοβιετικών εγχειριδίων για τη διδασκαλία του μαρξισμού.

Εκείνη την εποχή, την άποψή του συμμερίζονταν οι Μαρτίνεζ Χερέντια, Ορέλιο Αλόνσο και ο κύκλος τους στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Αβάνας, οι οποίοι εξέδιδαν την επιθεώρηση « Pensiamento critico ». Τα εγχειρίδια, τα οποία αποκαλούσε « σοβιετικά τούβλα », « έχουν το μειονέκτημα ότι δεν σε αφήνουν να σκεφτείς : το Κόμμα το έχει ήδη κάνει για σένα, κι εσύ οφείλεις να τα χωνέψεις » [1], έγραφε. Είναι ξεκάθαρο ότι αναζητεί ένα νέο μοντέλο, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, πιο ριζοσπαστική, πιο εξισωτική, πιο αλληλέγγυα.

Το έργο του « Τσε » δεν είναι ένα στεγανό σύστημα που έχει απάντηση για όλα : για πολλά ζητήματα (τη σοσιαλιστική δημοκρατία, τον αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία) η συλλογιστική του παραμένει ατελής και εξαιτίας του θανάτου του, το 1967. Ο Μαρτίνεζ Χερέντια έχει δίκιο να υπογραμμίζει : « το ανολοκλήρωτο της σκέψης του Τσε […] παρουσιάζει και θετικές όψεις. Ο μεγάλος διανοητής είναι παρών, δείχνοντάς μας προβλήματα και δρόμους […] απαιτώντας από τους συντρόφους του να σκέφτονται, να μελετούν, να συνδυάζουν τη θεωρία με την πράξη. Είναι αδύνατον, όταν αποδέχεσαι πραγματικά τη σκέψη του, να τη μετατρέψεις σε δόγμα ή σε θεωρητικό προπύργιο […] τσιτάτων και συνταγών » [2].

Μεταξύ 1960 και 1962, ο Γκεβάρα έτρεφε πολλές ελπίδες για τις « αδελφές χώρες » του « υπαρκτού σοσιαλισμού ». Ύστερα από μερικές επισκέψεις στην ΕΣΣΔ και την Αν. Ευρώπη, και μετά την εμπειρία των πρώτων χρόνων της μετάβασης προς τον σοσιαλισμό στην Κούβα, άρχισε να γίνεται επικριτικός. Η απόκλιση των απόψεών του εκφράστηκε δημόσια σε πολλές περιπτώσεις, κυρίως στον διάσημο « Λόγο του Αλγερίου » το 1965. Όμως, ήδη από την περίοδο 1963-1964, κατά τη διάρκεια του μεγάλου δημόσιου διαλόγου για την οικονομία στην Κούβα, έγινε αισθητή η απόπειρά του να διατυπώσει μια καινούρια προσέγγιση του σοσιαλισμού.

Τα « τούβλα » από την ΕΣΣΔ.

Ο συγκεκριμένος διάλογος είχε οδηγήσει σε αντιπαράθεση τους οπαδούς ενός είδους « σοσιαλισμού της αγοράς » όπου θα υπήρχε αυτονομία των επιχειρήσεων και επιδίωξη της οικονομικής αποτελεσματικότητας, όπως συνέβαινε στην ΕΣΣΔ, και του Γκεβάρα, ο οποίος υποστήριζε έναν κεντρικό σχεδιασμό, βασισμένο σε κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά κριτήρια : αντί για πριμ παραγωγικότητας και τιμές καθορισμένες από την αγορά, πρότεινε να παρέχονται δωρεάν ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες. Ωστόσο, στις παρεμβάσεις ο Τσε δεν προσδιόριζε με σαφήνεια ποιος θα ελάμβανε τις θεμελιώδεις οικονομικές αποφάσεις. Με άλλα λόγια, ετίθετο το ζήτημα της δημοκρατίας στο σχεδιασμό. Πάνω σε αυτό το θέμα, όπως και σε αρκετά άλλα, ορισμένα ανέκδοτα έως τώρα κείμενα του Γκεβάρα, που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα στην Κούβα, ανοίγουν νέες προοπτικές.

Πρόκειται για τις « Κριτικές σημειώσεις » του Τσε στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (έκδοση του 1963 στα ισπανικά) -ένα από τα « τούβλα » που ανέφερε στην επιστολή του προς τον Χαρτ- οι οποίες συντάχθηκαν κατά την παραμονή του στην Τανζανία και κατόπιν, κυρίως, στην Πράγα, τη διετία 1965-1966. Δεν μιλάμε για βιβλίο, ούτε καν για δοκίμιο, αλλά για μια συλλογή αποσπασμάτων του σοβιετικού έργου, τα οποία συνοδεύονται από σχόλια, συχνά αιχμηρά και ειρωνικά [3].

Περιμέναμε την έκδοση αυτού του ντοκουμέντου εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Για δεκαετίες έμεινε « εκτός κυκλοφορίας » : η μόνη παραχώρηση ήταν να αφήσουν μερικούς κουβανούς ερευνητές να το μελετήσουν και να δημοσιοποιήσουν ορισμένα αποσπάσματα [4]. Χάρη στη Μαρία ντελ Κάρμεν Αριέτ Γκαρσία, του Κέντρου Μελετών Τσε Γκεβάρα της Αβάνας, βρίσκεται σήμερα στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων. Η διευρυμένη έκδοση περιέχει και διάφορα άλλα ανέκδοτα κείμενα : μια επιστολή στον Φιντέλ Κάστρο, γραμμένη τον Απρίλιο του 1965, η οποία χρησιμεύει ως πρόλογος του βιβλίου, σημειώσεις πάνω σε κείμενα του Μαρξ και του Λένιν, μια επιλογή των πρακτικών των συζητήσεων ανάμεσα στον Γκεβάρα και τους συνεργάτες του στο υπουργείο Βιομηχανίας (1963-1965), τα οποία εν μέρει είχαν ήδη εκδοθεί τη Γαλλία και την Ιταλία τη δεκαετία του 1970, επιστολές σε διάφορες προσωπικότητες (Πολ Σουίζι, Σαρλ Μπετελέμ), αποσπάσματα μιας συνέντευξης στο αιγυπτιακό περιοδικό « Al Taliah » (Απρίλιος 1965).

Το έργο εκφράζει παράλληλα την ανεξαρτησία πνεύματος του Γκεβάρα, την κριτική αποστασιοποίησή του από τον « υπαρκτό σοσιαλισμό », καθώς και την αναζήτηση ενός ριζοσπαστικού δρόμου. Δείχνει επίσης και τα όρια της συλλογιστικής του.

Ας αρχίσουμε από τα τελευταία : Ο Τσε, μέχρι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή -δεν γνωρίζουμε αν η ανάλυσή του προχώρησε κατά τη διάρκεια της διετίας 1966-1967- δεν έχει κατανοήσει το πρόβλημα του σταλινισμού. Αποδίδει τα αδιέξοδα που παρατηρήθηκαν στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1960, στη… Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν ! Βέβαια, σκέφτεται ότι, εάν ο Λένιν είχε ζήσει περισσότερο -« διέπραξε το σφάλμα να πεθάνει », παρατηρεί με χιούμορ- θα είχε διορθώσει εκείνες τις επιπτώσεις της που οδήγησαν στα μεγαλύτερα πισωγυρίσματα. Παραμένει πεπεισμένος ότι η εισαγωγή καπιταλιστικών στοιχείων από τη Νέα Οικονομική Πολιτική οδήγησε σε βαθύτατες παρεκκλίσεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση του καπιταλισμού, η οποία παρατηρήθηκε στην ΕΣΣΔ το 1963.

Καμία από τις κριτικές σημειώσεις του για τη Νέα Οικονομική Πολιτική δεν στερείται ενδιαφέροντος. Μερικές φορές συμπίπτουν με εκείνες που διατύπωσε η αριστερή αντιπολίτευση (στην ΕΣΣΔ) την περίοδο 1925-1927 : για παράδειγμα, όταν διαπιστώνει ότι « τα στελέχη του κόμματος συμμάχησαν με το σύστημα, δημιουργώντας μια προνομιούχο κάστα ». Όμως, η ιστορική υπόθεση που καθιστά τη Νέα Οικονομική Πολιτική υπεύθυνη για τις φιλοκαπιταλιστικές τάσεις στην ΕΣΣΔ του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, προφανώς ελάχιστα στέκει. Όχι ότι ο Γκεβάρα αγνοούσε τον ολέθριο ρόλο του Στάλιν… Σημειώνει κάπου, με εντυπωσιακή ακρίβεια : « Το τρομερό ιστορικό έγκλημα του Στάλιν υπήρξε το γεγονός ότι περιφρόνησε την κομμουνιστική εκπαίδευση και καθιέρωσε την απεριόριστη λατρεία της εξουσίας ». Αν και δεν πρόκειται για ανάλυση του σταλινικού φαινομένου, είναι ήδη εμφανής η κατηγορηματική του απόρριψη από τον Τσε.

Σοσιαλιστικός επεκτατισμός

Στον « Λόγο του Αλγερίου », ο Γκεβάρα απαιτούσε από τις χώρες που αυτοπροσδιορίζονταν ως σοσιαλιστικές να θέσουν τέρμα « στη σιωπηρή συνενοχή τους με τις χώρες των εκμεταλλευτών, τις δυτικές χώρες ». Αυτή η πρακτική εκφραζόταν μέσα από τους άνισους όρους ανταλλαγών με τους λαούς που αγωνίζονταν ενάντια στον ιμπεριαλισμό [5]. Το ζήτημα επανέρχεται πολλές φορές στις « Κριτικές σημειώσεις » του στο σοβιετικό εγχειρίδιο. Ενώ οι συγγραφείς του επίσημου έργου εξυμνούν την « αμοιβαία βοήθεια » ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, ο πρώην υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα : « Εάν ο προλεταριακός διεθνισμός πρωτοστατούσε στις ενέργειες των κυβερνήσεων κάθε σοσιαλιστικής χώρας, (…) αυτό θα αποτελούσε μεγάλη επιτυχία. Όμως, ο διεθνισμός έχει αντικατασταθεί από τον σοβινισμό (της υπερδύναμης ή της μικρής χώρας) ή από την υποταγή στην ΕΣΣΔ (…). Αυτή η κατάσταση πληγώνει όλα τα τίμια όνειρα των κομουνιστών σε ολόκληρο τον κόσμο ».

Μερικές σελίδες παρακάτω, σε ένα ειρωνικό σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο το εγχειρίδιο εξυμνούσε τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, ο οποίος υποτίθεται ότι στηριζόταν στην « αδελφική συνεργασία », ο Γκεβάρα παρατηρεί : « Η σφηκοφωλιά της Κομεκόν [6] διαψεύδει αυτόν τον ισχυρισμό στην πράξη. Το κείμενο αναφέρεται σε μια ιδανική κατάσταση η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα με την εφαρμογή στην πράξη του προλεταριακού διεθνισμού, ωστόσο, σήμερα αυτός είναι αξιοθρήνητα απών ». Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται κι ένα άλλο απόσπασμα, στο οποίο διαπιστώνει με πικρία ότι στις σχέσεις των χωρών που υποστηρίζουν ότι είναι σοσιαλιστικές συναντάμε « φαινόμενα επεκτατισμού, ετεροβαρών ανταλλαγών, ανταγωνισμού, έως και κάποιον βαθμό εκμετάλλευσης, και οπωσδήποτε την υποταγή των ασθενέστερων κρατών στα ισχυρότερα ».

Τέλος, όταν το εγχειρίδιο μιλάει για την « οικοδόμηση του σοσιαλισμού » στην ΕΣΣΔ, η κριτική του Τσε θέτει το ρητορικό ερώτημα : « Μπορούμε να οικοδομήσουμε τον σοσιαλισμό σε μια μονάχα χώρα ; » Μια άλλη παρατήρηση κινείται έχει παρόμοια αφετηρία : ο Τσε διαπιστώνει ότι ο « Λένιν είχε διατρανώσει απερίφραστα τον παγκόσμιο χαρακτήρα της επανάστασης, πράγμα που στη συνέχεια διαψεύστηκε ». Πρόκειται για μια ξεκάθαρη αιχμή προς την « οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μονάχα χώρα » [7].

Στις περισσότερες κριτικές του Γκεβάρα αντιστοιχούν οικονομικά κείμενά του της διετίας 1963-1964 : υπεράσπιση του κεντρικού σχεδιασμού ενάντια στον νόμο της αξίας και ενάντια στα αυτόνομα εργοστάσια που λειτουργούν με τους κανόνες της αγοράς. Ανησυχεί επίσης για τα πριμ που χορηγούνται ως υλικό κίνητρο στους διευθυντές των εργοστασίων, καθώς θεωρεί ότι αποτελούν όχημα διαφθοράς. Ο Γκεβάρα υπερασπίζεται το σχεδιασμό ως κεντρικό άξονα της διαδικασίας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, επειδή « απελευθερώνει το ανθρώπινο ον από την κατάσταση του οικονομικού πράγματος ». Ωστόσο, αναγνωρίζει στην επιστολή του προς τον Φιντέλ ότι στην Κούβα « οι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν στη σύνταξη του πλάνου ».

Ποιος πρέπει να εκπονεί τον σχεδιασμό ;

Ο διάλογος της περιόδου 1963-1964 δεν είχε δώσει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Στις « Κριτικές σημειώσεις » του 1965-1966 βρίσκουμε πολύ πιο ενδιαφέρουσες και πιο προωθημένες απόψεις : ορισμένα αποσπάσματα θέτουν ξεκάθαρα την αρχή της λήψης των αποφάσεων για τα μεγάλα οικονομικά ζητήματα από τον ίδιο τον λαό. Οι μάζες, γράφει ο Τσε, οφείλουν να συμμετέχουν στην εκπόνηση του πλάνου, ενώ η εκτέλεσή του αποτελεί ένα καθαρά τεχνικό θέμα. Κατά τη γνώμη του, στην ΕΣΣΔ η θεώρηση του πλάνου ως « μια οικονομική απόφαση των μαζών, οι οποίες έχουν συνείδηση του ρόλου τους », αντικαταστάθηκε από ένα πλασέμπο, τους οικονομικούς μοχλούς που καθορίζουν τα πάντα. Οι μάζες, επιμένει, « οφείλουν να έχουν τη δυνατότητα να κατευθύνουν το πεπρωμένο τους, να αποφασίζουν το μερίδιο που θα διατεθεί για τη συσσώρευση και το μερίδιο που θα διατεθεί για κατανάλωση », ενώ η οικονομική τεχνική οφείλει να εργάζεται με βάση τους αριθμούς τους οποίους έχει αποφασίσει ο λαός, και η « συνείδηση των μαζών οφείλει να εξασφαλίζει την επίτευξη αυτών των στόχων ».

Αυτό το ζήτημα επανέρχεται αρκετές φορές : όπως γράφει, οι εργάτες, και ο λαός γενικότερα « θα αποφασίζουν για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας (ρυθμός ανάπτυξης, συσσώρευση-κατανάλωση) », ακόμα κι αν το πλάνο ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών. Αυτός ο υπερβολικά μηχανικός διαχωρισμός ανάμεσα στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων και στην εκτέλεσή τους είναι συζητήσιμος. Ο Γκεβάρα δεν έχει φτάσει ακόμα σε όλα τα πολιτικά συμπεράσματα που αυτός συνεπάγεται -εκδημοκρατισμός της εξουσίας, πολιτικός πλουραλισμός, ελευθερία της δημιουργίας οργανώσεων- ωστόσο, η σημασία αυτής της νέας αντίληψης για την οικονομική δημοκρατία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί [8].

Μπορούμε να θεωρήσουμε τις σημειώσεις ως ένα σημαντικό βήμα στο δρόμο του Γκεβάρα προς μια εναλλακτική κομουνιστική δημοκρατική λύση απέναντι στο σοβιετικό μοντέλο. Αυτός ο δρόμος διακόπηκε απότομα τον Οκτώβριο του 1967, από τους βολιβιανούς δολοφόνους του που εργάζονταν για λογαριασμό της CIA.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 11 Δεκεμβρίου 2007 – Le Monde Diplomatique.

Υποσημειώσεις:

Ο Μισέλ Λεβί.

[1] Η επιστολή, η οποία παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα ανέκδοτη, παρουσιάστηκε στο έργο του Nestor Kohau, « Ernesto Che Guevara. Otro mondo es possible », Nuestra America, Μπουένος Αϊρες, 2003, σελ. 156-158.

[2] « Che, el socialismo y el comunismo », στο « Pensar el Che, Centro de estudios sobre America », Editorial Jose Marti, Αβάνα, 1989, τόμος ΙΙ, σελ.30.

[3] Ernesto Che Guevara, « Apuntes criticos a la economia politica », Ocean Press, Αβάνα, 2006.

[4] Βλέπε Carrlos Tablada, « El pensiamento economico de Ernesto Che Guevara » (τριάντα εκδόσεις από το 1987, η τελευταία εκ των οποίων στον « Ruth Casa Editorial », Παναμάς, 2005), Orlando Borrego, « El camino del fuego », Imagen Contempor―nca, Αβάνα, 2001.

[5] Ernesto Che Guevara, « Obras 1957-1967 », Maspero, Παρίσι, 1970, τόμος ΙΙ, σελ. 574.

[6] Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας : ένα είδος Κοινής Αγοράς των χωρών του « υπαρκτού σοσιαλισμού ».

[7] Αυτή η πολιτική θεωρία την οποία υποστήριξε ο Στάλιν το 1924 και η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τις « διεθνιστικές » αρχές που υποστήριζε παλαιότερα ο Λένιν, υιοθετήθηκε από το 14ο Συνέδριο του Κομουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης στις 18 Δεκεμβρίου του 1925.

[8] Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στις συζητήσεις με τους συνεργάτες του στο υπουργείο Βιομηχανίας οι οποίες δημοσιεύονται στον ίδιο τόμο, ο Γκεβάρα υπερασπίστηκε πολλές φορές την ελευθερία της έκφρασης. Έτσι, σε μια συζήτηση τον Νοέμβριο του 1964 επιμένει : « Δεν είναι δυνατόν να καταστρέψεις μια γνώμη με τη βία, αυτό μπλοκάρει όλη την ελεύθερη ανάπτυξη της διάνοιας ».

Τσε Γκεβάρα: Ο Στοχαστής των Πράξεων

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα παρέμβαση του γάλλου τροτσκιστή φιλοσόφου Daniel Bensaïd (1946-2010) για τον Τσε. Η παρέμβαση αυτή έγινε τον Ιούλιο του 1997 σε μια διεθνή κατασκήνωση νέων.

Του Ντανιέλ Μπενσαϊντ.

Θελήσατε να αφιερώσετε αυτήν την βραδιά στην απότιση φόρου τιμής προς τον επαναστάτη αγωνιστή που υπήρξε ο Τσε Γκεβάρα, λίγο πριν από την τριακοστή επέτειο του θανάτου του, κι ενώ εμφανίζεται μια σειρά βιβλίων και ταινιών που ξαναπιάνουν την συζήτηση για την προσωπικότητα του και ρόλο του στην ιστορία των καταπιεσμένων.

Για κάποιους αποτελεί την τέλεια περίπτωση φανατικού σπρωγμένου από την απελπισία, ριγμένου σε μια φυγή εξ’ αρχής καταδικασμένη, στην αναζήτηση του ίδιου του θανάτου του, ο οποίος δυστυχώς έμελλε να τραβήξει στην προσωπική του περιπέτεια άνδρες και γυναίκες που ήσαν αφελείς η είχαν τυφλωθεί. Για άλλους, είναι μια άμωμη θρησκευτική εικόνα, η ενσάρκωση μιας τελειότητας σαν του Χριστού, σε βαθμό που αύριο ίσως ανεγερθεί κανένα μαυσωλείο για την περισυλλογή του επανευρεθέντος λειψάνου του και τον εορτασμό μιας λατρείας τόσο αντίθετης στο δικό του όραμα για τον κόσμο και τους ανθρώπους.

Εμάς, που δεν έχουμε ούτε Θεό, ούτε αφέντη, ούτε είδωλα, εκείνο που μας ενδιαφέρει στη μορφή του Τσε, στο μετεωρικό του πέρασμα από την σύγχρονη ιστορία, είναι αντίθετα ο τόσο απλά ανθρώπινος χαρακτήρας του αγωνιστή, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, που η ζωή και οι πράξεις του συνοψίζουν τις μεγάλες ελπίδες και τις μεγάλες απογοητεύσεις αυτού του αιώνα που φτάνει στο τέλος του.

Θα εκκινήσω από το ενδιαφέρον που εμπνέει πάντα αυτό το πρόσωπο, αντίθετα με τόσα άλλα που υπήρξαν διάσημα, σε γενιές οι οποίες δεν γνώρισαν άμεσα τον αγώνα του. Η ζωή του Τσε είναι ένα είδος συμπύκνωσης, επιταχυνθείσας περίληψης, της επαναστατικής εμπειρίας του αιώνα. Μαζί του, γύρω του, όλα πηγαίνουν πολύ γρήγορα. Γεννημένος το 1928, πεθαίνει το 1967, στα 39 του. Ο εν ενεργεία πολιτικός βίος του διαρκεί άρα λιγότερο από μια δεκαπενταετία. Είναι γεμάτος με το παραπάνω: το 1954, συμμετοχή στην αντίσταση κατά της ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στη Γουατεμάλα, από το 1956 μέχρι το 1959 το αντάρτικο στην Κούβα, που αρχίζει με την αποβίβαση από το Granma και καταλήγει με την θριαμβευτική είσοδο στην Αβάνα. Από το 1959 μέχρι το 1965 άσκηση κυβερνητικών καθηκόντων και διπλωματικές αποστολές. Το 1966 συμμετοχή στον αγώνα στο Κονγκό,το 1967 αποστολές και θάνατος στη Βολιβία… 15 χρόνια εξαιρετικά δραστήρια: σύμφωνα με το παράδειγμα του Σεν Ζυστ [1], ο Τσε έζησε σαν άνθρωπος που επειγόταν, πιο έντονα από άλλους που ωστόσο έζησαν μακρύτερες ζωές.

Δεν είναι μόνο αυτή η βραχύτητα που εντυπωσιάζει, αλλά η επιταχυνθείσα διαδρομή της εμπειρίας του μέσα στον αιώνα. Κατ’ αρχάς, στο μυητικό του ταξίδι με μοτοσυκλέτα στη Λατινική Αμερική, είναι η μαθητεία στην πραγματικότητα, στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία πάνω στην ήπειρο, και στη μιζέρια, τη φτώχεια, την πολιτισμική εξάρτηση που απορρέουν από αυτήν. Σφυρηλατεί εκεί μια βαθύτατη επαναστατική και αντιιμπεριαλιστική πίστη, που αποτελεί το πρώτο ελατήριο της στράτευσής του. Κατόπιν, με την εμπειρία της κουβανικής επανάστασης, διαπιστώνει ότι ένας αντιδικτατορικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, δύο βήματα από την ιμπεριαλιστική δύναμη, δεν μπορεί να επιτύχει πλήρως τους στόχους του αν περεμποδίζεται από συμφωνίες με τις διεφθαρμένες, εξαρτημένες, εύθραστες εθνικές αστικές τάξεις. Συμπεραίνει ότι η μόνη λύση για πραγματική ανεξαρτησία βρίσκεται στον αγώνα για τον σοσιαλισμό. Εξ’ ου και η περίφημη διατύπωση του: «Η σοσιαλιστική επανάσταση, ή καρικατούρα επανάστασης», που συναντά φυσιολογικά στην πορεία τους όρους και το περιεχόμενο της αντίθεσης μεταξύ «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» και διαρκούς επενάστασης. Αν κάποιοι της γενιάς μας, που τη γνώριζαν ήδη προ πολλού, αναγνώρισαν στον Τσε έναν όμοιο και έναν αδελφό εν όπλοις, πολλοί επίσης επανακάλυψαν τον τροτσκισμό εκκινώντας από τον γκεβαρισμό.

Τέλος, η τρίτη μεγάλη του εμπειρία, ως υπουργού Βιομηχανίας της επαναστατικής κυβέρνησης, εμπεριείχε διενεκτικές σχέσεις με τις «αδελφές χώρες» του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Διαπραγματευόμενος την στήριξη, την οικονομική και στρατιωτική συνεργασία, συζητώντας τη διεθνή πολιτική με τους Κινέζους και Σοβιετικούς ηγέτες, ο Τσε κατέληξε σε ένα τρομερό συμπέρασμα που είχε το θάρρος – πρέπει να φανταστούμε την εποχή και το πλαίσιο για να μετρήσουμε την τόλμη του – να εκφράσει δημόσια σε μιαν ομιλία που έχει μείνει διάσημη, και η οποία εκφωνήθηκε στο Αλγέρι στα 1965, μετά από ένα ταξίδι στην Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Πρόκειται για πρόκληση και για αληθινό κατηγορητήριο κατά της απουσίας διεθνισμού στην πολιτική των λεγομένων σοσιαλιστικών κρατών. Τους προσάπτει κατ’ αρχάς το ότι επιβάλλουν στις φτωχότερες χώρες συνθήκες εμπορικής συναλλαγής που είναι οι ίδιες με εκείνες του παγκόσμιου εμπορίου όπου κυριαρχεί ο Ιμπεριαλισμός. Επίσης τους προσάπτει ευθέως το ότι δεν προσφέρουν άνευ όρων βοήθεια, στρατιωτική και άλλη, στους απελευθερωτικούς αγώνες, ιδιαίτερα στο Κονγκό και το Βιετνάμ.

Η ομιλία στο Αλγέρι αποτελεί πραγματική πράξη κατηγορίας κατά των παραβιάσεων στη διεθνή αλληλεγγύη εκ μέρους των λεγομένων σοσιαλιστικών χωρών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι, μετά την επιστροφή του από το Αλγέρι, ο Τσε δεν έκανε άλλη δημόσια εμφάνιση στην Κούβα. Φαίνεται πλέον – σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα ντοκουμέντα και τις μαρτυρίες – πως οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν καταστήσει σαφές στους Κουβανούς ηγέτες ότι είχε εφ’ εξής καταστεί ανεπιθύμητος, ότι δεν μπορούσε πια να εκπροσωπεί την Κουβανική Επανάσταση από οποιαδήποτε θέση, και ότι άρα έπρεπε να εξουδετερωθεί ή να βρεθεί γι’ αυτόν κάποια άλλη δουλειά. Είναι ο ένας από τους λόγους – όχι ο μόνος, αναμφίβολα – που επιτρέπουν να αντιληφθούμε όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του Τσε, την παρουσία του στο Κονγκό το 1966 και την αποστολή του στη Βολιβία το επόμενο έτος.

Η επείγουσα αυτή πορεία μες στην τραγωδία του αιώνα μας οδηγεί σε ένα ερώτημα που συζητείται σήμερα ευρέως, και μέσα στην επαναστατική αριστερά, όπου η δράση του Τσε παρουσιάζεται ενίοτε ως μια ρομαντική και αυτοκτονική τρέλα, ίσως συμπαθητική, αλλά ξένη προς την πραγματικότητα. Πέρα από τα προσωπικά του ψυχολογικά χαρακτηριστικά (όλοι έχουμε ένα σκιώδες τμήμα, παιδικά τραύματα και παράξενες παρωθήσεις), οι επιλογές και η συμπεριφορά του Τσε δείχνουν μιαν εξαιρετικά οξεία πολιτική συνείδηση ως προς τα τότε διακυβεύματα, μιαν ιδιαίτερα διαυγή κατανόηση της πραγματικότητας στη διεθνή κατάσταση, σημαδεμένη από τη διενεκτική συναλλαγή των μεγάλων δυνάμεων και την ιστορική δοκιμασία της ιμπεριαλιστικής προέλασης στο Βιετνάμ. Οι αποφάσεις του είναι πολιτικές. Εκφράζουν μια συμφωνία τέλεια και σπάνια – ακόμη και στους κόλπους των επαναστατών – μεταξύ σκέψης και πράξεων. Μπορούμε να πούμε γι’ αυτόν εκείνο που έγραψε ο Dionys Mascolo για τον Σεν Ζυστ: ότι υπήρξε «ένας στοχαστής πράξεων».

Όσα έγραψε στα τελευταία του κείμενα, ιδίως στο περίφημο μήνυμα του το 1967 προς την Τριηπειρωτική (Τρικοντινεντάλ), από τα οποία πολλοί από εμάς έχουν διαβάσει τουλάχιστον αποσπάσματα, είναι πράγματα απλά, σχεδόν κοινότυπα. Όμως για πολλούς ανθρώπους που αυτοχαρακτηρίζονταν επαναστάτες, που θεωρούσαν εαυτούς θεματοφύλακες της επαναστατικής κληρονομιάς χωρίς επακόλουθη δράση, τα λόγια αυτά ηχούσαν σαν ανελέητη πρόκληση. Γνωρίζετε αυτές τις μικρές φράσεις.

«Το καθήκον κάθε επαναστάτη είναι να κάνει την επανάσταση». Προφανώς. Ασφαλώς. Όμως είναι ένας τρόπος να καταγγείλει, μες σε αυτό το πλαίσιο, όλους τουτς υποτιθέμενους επαναστάτες που όχι μόνο δεν προσπαθούν να κάμουν την επανάσταση, ενώ διαχειρίζονται περιστασιακά οφέλη, αλλά να τορπιλίζουν τις προσπάθειες των λαών για την ελευθερία τους. «Σοσιαλιστική Επενάσταση, ή καρικατούρα επανάστασης»: δεν κατασκευάζουμε μια νέα κοινωνία και ανθρωπότητα με τα ίδια ήθη, τις ίδιες μεθόδους, τις ίδιες σχέσεις εξουσίας, την ίδια αντίληψη περί εργασίας, την ίδια αντίληψη περί εργασίας που υπάρχουν στον παλιό κόσμο. Θα πρέπει να ανατρέψουμε βαθύτατα τις κοινωνικές σχέσεις σε όλες τους τις πτυχές, περιλαμβανομένων και εκείνων της καθημερινής ζωής, των προσωπικών σχέσεων, των σχέσεων των φύλων. Σε ένα κείμενο που υπήρξε πολύ σημαντικό για εμάς, το «Ο Σοσιαλισμός και ο Άνθρωπος στην Κούβα», ο Τσε επικρίνει την επίσημη λογοτεχνία και φιλοσοφία των λεγομένων σοσιαλιστικών χωρών, ζητώντας την ανανέωση της σκέψης, την έξοδο από τα δόγματα, τη ρήξη με την καταπιεστική κουλτούρα των ορθοδοξιών του Κράτους και του κόμματος.

Το βάρος του γραφειοκρατικού οικοδομήματος ήταν τόσο μεγάλο και δύσκολο να μετακινηθεί, χρειαζόταν τέτοια ενέργεια και προσπάθεια, που η ρήξη βέβαια δεν ήταν ακίνδυνη. Κάποιοι κατηγόρησαν τον Τσε για βολονταρισμό – δηλαδή μιαν υπερβάλλουσα βούληση που ξεφεύγει από την πραγματικότητα – ή για αριστερισμό. Δυστυχώς, ο ίδιος είχε συνειδητοποιήσει πλήρως, στις τελευταίες του μάχες, τις αντιφάσεις της κατάστασης, ενός σχεδόν απελπισμένου αγώνα δρόμου κατά της βαρβαρότητας, με αντίπαλο το χρονόμετρο. Στο μήνυμα του προς την Τρικοντινεντάλ, μιά γτια την «τραγική μοναξιά του λαού του Βιετνάμ» απέναντι στην αμερικανική παρέμβαση. Η τραγική αυτή μοναξιά είναι και η δική του μοναξιά στη Βολιβία. Του ανήκει. Είναι, καθώς λέει ο ίδιος, το αποτέλεσμα «μιας παράλογης στιγμής στην ιστορία της ανθρωπότητας». Παράλογης, γιατί ενώ κάποιοι λαοί εξεγείρονται και αποτινάσσουν το ζυγό της καταπίεσης, εκείνοι που θα έπρεπε να στέκουν στο πλευρό τους χωρίς να παζαρεύουν την υποστήριξη τους δείχνονται ανεπαρκείς και μάλιστα προβάλλουν εμπόδια.

Τέλος, η συγκλονιστική πορεία του Τσε στη Βολιβία, που περιγράφεται στην ταινία του Dindo με τρόπο σπαρακτικό, και που μπορεί να μοιάσει με απερίσκεπτη απόπειρα σε μια περιοχή απομονωμένη και σχεδόν έρημη, δείχνει μιαν αμείλικτη λογική σ’ έναν παράλογο κόσμο. Ο Τσε: ένας επαναστάτης χάρη στη λογική! Αφού του είχε απαγορευτεί να επιστρέψει στην Κούβα μετά την ομιλία του στο Αλγέρι, είχε προσπαθήσει να ανοίξει στο Κονγκό ένα νέο στάδιο της αφρικανικής επανάστασης μετά την ανεξαρτησία και τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα το 1961. Η ήττα υπήρξε οδυνηρή. Παρέμενε ωστόσο πεπεισμένος ότι, αν παρέμενε απομονωμένη στον κόσμο, σε μικρή απόσταση από τις αμερικανικές ακτές, η Κουβανική Επανάσταση δε μπορούσε παρά να υποστεί σιγά-σιγά τις συνθήκες και τη βούληση των αδελφών χωρών να βρεθεί κάτω από τη γραφειοκρατική τους εξουσία. Η επιταγή, το επαναστατικό καθήκον – είτε επετύγχανε είτε όχι – ήταν εφ’ εξής να γίνει το παν για να κοπεί ο κύκλος, να σπάσει η πολιορκία, άρα να επεκταθεί η Επανάσταση εκκινώντας από το εγγύτερο, δηλαδή από την αμερικανική ήπειρο, που εκείνος γνώριζε καλά αφού την είχε διατρέξει. Το σχέδιο ήταν αναμφίβολα πολύ φιλόδοξο, υπερβολικό, όμως δεν του έλειπε η πολιτική έννοια. Το θέμα δεν ήταν η κατάληψη της εξουσίας στη Βολιβία, αλλά η συγκέντρωση και προετοιμασία μερικών εκατοντάδων αγωνιστών από τουλάχιστον πέντε χώρες προκειμένου να γίνει η Βολιβία μια αφετηρία, η ηπειρωτική εστία για μιαν ηπειρωτική ανατροπή.

Εξαπολύοντας το σύνθημα «Να δημιουργήσουμε δύο, τρία , πολλά Βιετνάμ», ο Τσε πρόσθετε ότι πολλοί θα πέθαιναν «θύματα των λαθών τους». Τέτοια λάθη έκανε και ο ίδιος, και μάλιστα όχι μικρά. Κατ’ αρχάς υποτίμησε το σαμποτάζ με θύμα τον ίδιο, εκ μέρους των Σοβιετικών ηγετών και των επίσημων κομμουνιστών ηγετών της Βολιβίας. Σύμφωνα με τον σύντροφο του εν όπλοις στη Βολιβία, τον συνταγματάρχη Dariel Alarcon («Benigno») μετά από τη συνάντηση του με τον Γ.Γ. του Κόμματος, Μάριο Μόνχε, συγκεντρώνει την 1η Ιανουαρίου 1967 τη χούφτα Κουβανών που ήσαν στρατευμένοι στο πλευρό του για να τους εξηγήσει ότι οι συνθήκες δεν ήσαν οι ίδιες που είχαν προβλεφθεί αρχικά, ότι ήταν πολύ δύσκολο, ίσως απελπισμένο, ότι άρα μπορούσαν να αισθάνονται ελεύθεροι να αποσυρθούν χωρίς ντροπή, κάτι που κανείς τους δεν έκανε. Στριμωγμένος σε πολιτικό και ιστορικό αδιέξοδο, ο αγώνας του μπορούσε ακόμη να έχει έννοια, ως μήνυμα, ως κληρονομιά προς μετάδοση, που εμείς έχουμε την ευθύνη να συλλέξουμε και να μεταδώσουμε με τη σιερά μας.

Όπως όλες οι ανθρώπινες μορφές, εκείνη του Τσε έχει τις αντιθέσεις της, τα όρια της, τις ελλείψεις της. Κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν αμφισβητεί κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικότητας του: μιάν αδιάλλακτη δικαιοσύνη, ένα μίσος των προνομίων χάριν της ισότητας, ένα επίμονο θάρρος. Από τις ιδιότητες αυτές δεν λείπει η σκληρότητα. Γιατί ο αγώνας μέχρι θανάτου ενάντια σε έναν εχθρό ισχυρό και χωρίς ενδοιασμούς δεν είναι κοσμικό γκαλά. Κι επίσης γιατί, αν και άρρωστος, επέβαλλε στους άλλους την ίδια σκληρότητα που επέβαλλε και στον εαυτό του. Μπορούμε πάντα να συζητούμε για περιστάσεις και συμπεριφορές.

Σε ό,τι μας αφορά, έχει σημασία προπάντων να σημειώσουμε τα πολιτικά όρια της εμπειρίας του, χωρίς να μειώσουμε την σημασία της. Διαμορφώθηκε μέσα στις πολύ ιδιάζουσες συνθήκες της Κουβανικής Επανάστασης, η οποία υπήρξε σύντομη: λιγότερο από τρία χρόνια χωρίζουν την αποβίβαση από το Granma και τη θριαμβευτική είσοδο στην Αβάνα, τις πρώτες αψιμαχίες μιας χούφτας φυγάδων ναυαγών και τη νίκη του επαναστατικού στρατού. Συχνά, ο θρύλος της Κουβανικής Επανάστασης, που συντηρείται από τους ίδιους εκείνους οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτήν, πάει να γίνει μυθική αφήγηση και απλουστευτική εποποιία, αφήνοντας στο σκοτάδι τα όσα προηγήθηκαν, την ύπαρξη ενός κοινωνικού κινήματος, αγροτικού και αστικού, το ρόλο των δικτύων, την πολλαπλότητα των πρωταγωνιστών, ωσάν η Κουβανική Επανάσταση να αναγόταν στη θριαμβευτική πορεία του Φιντέλ και αποστόλων του. Δεν έχει σημασία το ότι οι ίδιοι αυτοί που συμμετείχαν πείστηκαν για την αλήθεια του θρύλου τους σε σημείο που να αποδίδουν, υπό την πίεση της ανάγκης, μιαν υπέρμετρη αξία στην παραδειγματική δράση, στην τόλμη της εμπροσθοφυλακής. Το να προχωρείς μπροστά, να δείχνεις το δρόμο, να τα δίνεις όλα, επιτρέπει να ριχτείς στη μάχη, να καταλάβεις θέσεις που μοιάζουν απίστευτες, να ηλεκτρίσεις τις ενέργειες όσο διαρκεί μια εκστρατεία. Η μέθοδος αυτήυ όμως έχει τα όρια της όταν ζητείται να κατασκευάσεις κάτι που θα διαρκέσει, να μετασχηματίσεις την οικονομία, να επαναστατικοποιήσεις την κουλτούρα. Χρειάζεται εδώ η συλλογική διάνοια και ενέργεια του οργανωμένου πλήθους, η αφομοίωση μιας πλουραλιστικής και δημοκρατικής κουλτούρας, αναγκαία για την επίλυση των αντιθέσεων. Χρειάζεται υπομονή και επιμονή.

Ο Τσε ήταν χαρακτηριστικός τύπος του ανθρώπου που επείγεται. Διέτρεξε τον κόσμο με το συναίσθημα, αρκετά ακριβές εξ άλλου, ότι οι μεγάλες καταστροφές του αιώνα τον ακολουθούσαν πάντα κατά πόδας. Κι ωστόσο η ατομική αφοσίωση, στην εργασία όπως και στον αγώνα, η προσωπική του ολιγάρκεια και ο ασκητισμός του απέναντι στα προνόμια, δε μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους θεσμούς, τους κανόνες, τις συλλογικές εμπειρίες, αυτά για τα οποία το στρατιωτικό στυλ του αντάρτικου δεν επαρκεί πλέον. Αυτήν τη διαίσθηση την είχα ο Σεν Ζυστ, ο οποίος, δηλώνοντας ότι η επανάσταση είχε παγώσει, οραματίστηκε λίγο πριν ανέβει στο ικρίωμα την αναγκαιότητα δημοκρατικών θεσμών.

Η αδυναμία αυτή είναι κατανοητή. Κατά τη δεκαετία του 1960, στο λατινοαμερικανικό επαναστατικό κίνημα είχε επικρατήσει ο ορίζοντας του πολέμου. Του πολέμου στο Βιετνάμ, βέβαια, εντοιχισμένου στην ασταθή ισορροπία του Ψυχρού Πολέμου (με απτό παράδειγμα την Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα). Και επίσης, του εντελώς πρόσφατου πολέμου για την ανεξαρτησία στην Αλγερία. Στον πόλεμο, ο διαχωρισμός σε συμμάχους και εχθυρούς δεν σηκώνει αποχρώσεις. Οι σχέσεις εξουσίας και διοίκησης είναι αναπόφευκτες, και δίνουν απλές και γοργές απαντήσεις σε περίπλοκα ερωτήματα. Τούτη η περιστασιακή αποτελεσματικότητα έχει τα όρια της. Στα όρια αυτά θα εστιαζόταν σήμερα η κριτική μας σχέση με τον Τσε, χωρίς να μειώσει κατ’ ελάχιστο αυτό που του χρωστάμε.

Επέμεινα επί μακρόν στην σημασία ενός τέτοιου προσώπου για μια γενιά – τη δική μου – που ήδη μετρά, φευ, κάποιες δεκαετίες δραστηριότητας πίσω της. Σήμερα έχει σημασία να επανέλθουμε στην επικαιρότητα της κληρονομιάς, αν θέλουμε να εξαγάγουμε από αυτήν κάτι το χρήσιμο και ζωντανό, αντί για ένα θλιβερό αντικείμενο λατρείας και αναμνηστικών τελετών. Θα πρέπει να κατανοήσουμε το γιατί η παρουσία του παραμένει τόσο ζωντανή, στη Λατινική Αμερική και τον κόσμο ολόκληρο.

Αφ’ ενός επειδή, μετά από τόσες μεγάλες επαναστατικές μορφές λατινοαμερικανών, όπως ο κουβανός Χούλιο Αντόνιο Μέλλα ή ο περουβιανός Κάρλος Μαριάτεγκι, ο Τσε αποτέλεσε παράδειγμα ενός μη σταλινικού επαναστάτη, αποφασιστικά διεθνιστή και αντιγραφειοκράτη. Από αυτήν την άποψη, το κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό συνεχίζει τρόπον τινά αυτήν την παράδοση. Υπάρχει κάτι από το πνεύμα του Τσε στην απίστευτη τόλμη της εξέγερσης της 1ης Ιανουαρίου 1994, στο Σαν Κριστομπάλ δε λας Κάζας, λίγο μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τον πόλεμο στον Κόλπο, εν μέσω παγκόσμιας φιλελεύθερης επέλασης, τη στιγμή που υπογραφόταν από το Μεξικό Συνθήκη Ελεύθερης Συναλλαγής με τις ΗΠΑ (Alena). Το να υψωθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες το λάβαρο της εξέγερσης μοιάζει να πηγαίνει κόντρα στα ρεύματα της εποχής, να αντιτίθεται στις διακυρήξεις περί ιστορικού πεπρωμένου. Είναι ωστόσο μια πράξη αντίστασης και πρόκλησης σύμφωνα με το πνεύμα του καιρού, κατά τον τρόπο του Τσε.

Αν αυτή η συνέχεια είναι σημαντική, πολλές άλλες εμπειρίες έχουν συσσωρευθεί εδώ και τριάντα χρόνια στη Λατινική Αμερική. Η μεταστροφή που επέφερε η ειρωνία των Ζαπατίστας, η απολογία του Μάρκος όταν μιλά για έναν «ηρωϊσμό της ζωής», αποτελούν με τον τρόπο τους τεκμήρια αυτών των εξελίξεων: «Δεν θέλουμε», γράφει ο υποδιοικητής Μαρκος, «να κληρονομήσουν απο μας τη λατρεία του θανάτου. Θέλουμε ν’ αφήσουμε κληρονομιά τη λατρεία του αγώνα. Και όπως λένε εδώ, για ν’αγωνίζεσαι πρέπει να ‘σαι ζωντανός – νεκροί δε μπορούμε να αγωνιστούμε. Πραγματικά, ένα μεγάλο μέρος της στρατιωτικής μας εκπαίδευσης είχε για σκοπό να μην πεθαίνουμε: «το πρώτο καθήκον ενός αγωνιστή είναι να μην πεθάνει», τους λέγαμε». Και που δεν τους εμπόδισε να διακινδυνεύσουν τις ζωές τους και εξακολουθεί να μην τους εμποδίζει.

Η εικόνα του Τσε στιν κόσμο παραμένει προπάντων εκείνη ενός έμπρακτα διεθνιστή, ακατάβλητου πολέμιου ενός κόσμου παραδομένου στις λεηλασίες και τις μιζέριες της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης. Εξ’ ου και η επικαιρότητα και ακτινοβολία του. Σε αυτόν τον κυνικό και κυριολεκτικά αποκαρδιωμένο κόσμο, αποδεικνύει ότι η συμφωνία ήθους και πολιτικής είναι δυνατή, ότι η πολιτική δεν είναι κατ’ ανάγκην ανήθικη, ούτε το ήθος κατ’ ανάγκην απολίτικο, ότι μπορούμε να συνδιάζουμε τα δύο. Το γόητρο που διατηρεί απέναντι στους νέους προέρχεται επίσης από το ότι αποτελεί μιαν ίσως μοναδική περίπτωση επαναστάτη που, μολονότι άγγιξε την εξουσία, ήταν σε θέση να την εγκαταλείψει για να θέσει και πάλι τις δυνάμεις του στην υπηρεσία ενός αγώνα που δε μπορεί να ολοκληρωθεί σε μια μόνη χώρα. Αν εξακολουθεί και σήμερα να σας ενδιαφέρει και να σας έλκει, είναι για όλους αυτούς τους λόγους, κι ακόμη επειδή, έχοντας πεθάνει στα 39 του, νέος ακόμη, η εικόνα του συνδέει αξεδιάλυτα τη νιότη με την επανάσταση.

[1] Σεν Ζυστ (Louis Antoine de Saint-Just), σημαντική πολιτική προσωπικότητα της Γαλλικής Επανάστασης, στενός συνεργάτης του Ροβεσπιέρου.

Από το βιβλίο των Μισέλ Λεβί και Ολιβιέ Μπεσανσενό “Che Guevara: His Revolutionary Legacy” (2009). Ελληνική Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης (εκδ.Φαρφουλάς).

Τσε Γκεβάρα: Για την ηθική στον πολιτικό αγώνα

Ernesto el Che Guevara 876Άρθρο της Ζανέτ Χαμπέλ, καθηγήτριας στο Ινστιτούτο λατινοαμερικανικών σπουδών του Παρισιού, δημοσιευμένο το 1997 (30η επέτειος δολοφονίας του Τσε). Το Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα, στο πλαίσιο του πλουραλισμού των απόψεων, αναδημοσιεύει το παρακάτω κείμενο χωρίς να υιοθετεί τις απόψεις που εκφράζονται σε αυτό.  

Της Janette Habel*.

Η συντομία της πολιτικής του ζωής (δεκατρία χρόνια από τη νίκη της CIA ενάντια στον Αρμπέντζ στη Γουατεμάλα ώς το θάνατό του στη Βολιβία, οχτώ χρόνια στην Κούβα, από τα οποία έξι μετά τη νίκη) και η απότομη επιτάχυνση της ιστορίας, στην οποία συμμετείχε, καθιστούν ακόμα πιο σύνθετη την ερμηνεία ορισμένων κειμένων του. Η σκέψη του Τσε ήταν συνεχώς σε εξέλιξη. Παρόλο που ο ίδιος αρνιόταν ότι ήταν θεωρητικός και παρόλο που δεν είχε συμμετάσχει σε πολιτικό κόμμα πριν τη στράτευσή του στην Κούβα, όλοι οι μάρτυρες συγκλίνουν: τόσο στη Σιέρα Μαέστρα όσο και κατά την άνοδο στην εξουσία, ήταν ένας από τους κύριους -αν όχι ο κύριος- εμπνευστής της ριζοσπαστικής πορείας της επανάστασης. Αλλά η πολιτική του συνείδηση θα εξελισσόταν βαθιά μέσα σε μερικά χρόνια. Από τη θετική αναφορά του στις χώρες του «παραπετάσματος», στη Σιέρα Μαέστρα (σε γράμμα του προς τον υπεύθυνο του Κινήματος της 26ης Ιουλίου, Ρενέ Ράμος Λατούρ, γράμμα που ο ίδιος χαρακτήρισε σαν «ηλίθιο» αργότερα) ώς την αμείλικτη κριτική της ΕΣΣΔ και των χωρών της κεντρικής Ευρώπης στα 1964-65, έξι χρόνια μόλις πέρασαν. Τον Οκτώβριο του 1960, πάει στη Μόσχα. Το νησί είναι πνιγμένο από το αμερικάνικο εμπάργκο στα εμπορεύματα, που κηρύχτηκε στις 13 Οκτωβρίου. Από το σοβιετικό μπλοκ καταφέρνει να εξασφαλίσει πιστώσεις και την αγορά ενός μεγάλου μέρους της κουβανέζικης ζάχαρης έναντι πετρελαίου (η Κίνα θα αγοράσει το υπόλοιπο). Όντας παρών στην επέτειο της οκτωβριανής επανάστασης, καταχειροκροτείται από το πλήθος.

Σίγουρος ότι μια αμερικάνικη επίθεση ετοιμάζεται (η επιδρομή στον Κόλπο των Χοίρων θα γίνει 4 μήνες αργότερα), επιστρέφει πεπεισμένος ότι «η ΕΣΣΔ και όλες οι σοσιαλιστικές χώρες είναι διατεθειμένες να μπουν σε πόλεμο για να υπερασπίσουν την κυριαρχία μας» (1). Τον Οκτώβρη του 1962, η κρίση των πυραύλων θα διαψεύσει πικρά τις αυταπάτες του. Και ο αντάρτης, που έχει γίνει υπουργός, θα γνωρίσει από κοντά τις σοβιετικές εμπορικές πρακτικές της διπλωματίας μεγάλης δύναμης της Μόσχας, ακριβώς κατά την κρίση των πυραύλων. Ανακαλύπτει τη θλιβερή αλήθεια του αυταρχικού γραφειοκρατικού σοσιαλισμού και τα προνόμια των κατόχων της εξουσίας του. Στις διαλέξεις του σαν Υπουργός Βιομηχανίας, καταγγέλλει αυτό που δεν το ονομάζουν ακόμα «υπαρκτό σοσιαλισμό». Η σκέψη του περιέχει τότε έναν ανθρωπισμό  που έχει σφυρηλατηθεί στη διάρκεια του γύρου του στη Λατινική Αμερική. Αργεντίνος, γνωρίζει τις πελατειακές και λαúκιστικές πρακτικές του περονισμού. Αργότερα θα ανακαλύψει τα προνόμια των «διευθυντών» και των υπεύθυνων του Κόμματος. «Ο νέος άνθρωπος» που θέλει να προωθήσει (και που τον παρουσιάζουν γελοιογραφικά σαν ολοκληρωτισμό), η παραδειγματική συμπεριφορά που έχει ο ίδιος σαν ηγέτης, η εθελοντική εργασία που προωθεί, βρίσκονται στον αντίποδα των σταλινικών πρακτικών. Ο ίδιος εμπνέεται από μια ηθική αντίληψη για την εξουσία που αποδεικνύεται να είναι ταυτόχρονα και πολιτική αναγκαιότητα. Όταν αναγγέλλει στους εργάτες της ζάχαρης το 1961 ότι οι ελλείψεις θα επιδεινωθούν (το κρέας και το γάλα δίνονται πλέον με δελτίο) αναλαμβάνει μια δέσμευση που θα ξεσηκώσει τον ενθουσιασμό των συμμετεχόντων: «Στο νέο στάδιο της επαναστατικής πάλης κανείς δεν θα παίρνει περισσότερα από τους άλλους, δεν θα υπάρχουν ούτε προνομιούχοι υπάλληλοι ούτε λατιφουντίστες. Οι μόνοι προνομιούχοι στην Κούβα θα είναι τα παιδιά». Ο πληθυσμός υποφέρει ήδη από πολλές στερήσεις. Η αντίσταση στην αμερικάνικη επιδρομή συνεπάγεται μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση, που είναι αδύνατη χωρίς την ένταξη στο επαναστατικό σχέδιο. Η νίκη στον Κόλπο των Χοίρων, πρώτη αυτοκρατορική ήττα στη λατινική Αμερική δεν εξηγείται αλλιώς.

Μακρυά από τη διαφθορά και το νεποτισμό που χαρακτηρίζουν τους λατινοαμερικάνους καουντίγιος (=ηγέτες), ο Τσε προβάλει την εικόνα ενός λιτού ηγέτη, απαιτητικού με τον εαυτό του όπως και με τους άλλους. Τα ανέκδοτα είναι ατέλειωτα: καταργεί τις πρόσθετες μερίδες της οικογενείας του στα τρόφιμα, εξηγεί δημόσια γιατί πρέπει να μείνει προσωρινά -καθότι άρρωστος- σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα που ο μισθός του δεν του επιτρέπει να το πληρώνει. Ο Τσε γρήγορα συνειδητοποιεί την ανάγκη να παλαίψει ενάντια στα προνόμια. Το επαναστατικό σχέδιο έπρεπε κατά τη γνώμη του να οδηγήσει στην ανάδυση ενός ηγέτη που να μην αγγίζεται από οποιαδήποτε διαφθορά, που να συμφωνούν τα λόγια με τις πράξεις του. Η προσωπική του λιτότητα ήταν παροιμιώδης. Διεξήγε μια ασταμάτητη πάλη ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση της νέας διοίκησης, προσπαθώντας να επιβάλει έναν τρόπο άσκησης της εξουσίας ριζικά κανούργιο. Απέτυχε και «ο Αργεντίνος», όπως τον ανέφεραν με περιφρόνηση ορισμένοι υπάλληλοι, θα κάνει πολλούς εχθρούς. Μερικές φορές δόθηκε στην ανυποχωρητικό- τητά του μια ψυχαναλυτική ερμηνεία. Αυτή απλώς δεν κατανοεί γιατί στην Κούβα η νέα εξουσία έπρεπε να ενσαρκώσει μια ριζική ρήξη με τη διαφθορά του παλαιού καθεστώτος. Επειδή η «φύση» επανέρχεται γρήγορα καλπάζοντας: το μαρτυρούν οι αντάρτες εκείνοι της 26ης Ιούλη, που μετά τη στρατηγική νίκη της Σάντα Κλάρα, με τον Μπατίστα να έχει ηττηθεί, καταλαμβάνουν τις κάντιλακ των αστυνομικών της διχτατορίας για να πάνε στη Αβάνα. Αμέσως τιμωρούνται από τον Τσε. Λένε σήμερα ότι οι τιμωρίες αυτές, ή και οι πολύ σοβαρές ποινές του, αποτελούσαν έναν ειδικό σταλινισμό, ένα τροπικό γκούλαγκ. έτσι, όλα ανακατεύονται: η πειθαρχία που επιβάλλεται στο αντάρτικο ενάντια σε μια διχτατορία που στηρίζεται από την Ουώσιγκτον, οι εκτελέσεις των βασανιστών του Μπατίστα στο στρατόπεδο της Καμπάνια, μετά την κατάληψη της εξουσίας, υποτιθέμενα προεόρτια της κατασταλτικής  εξέλιξης του καθεστώτος. Ξεχνούν τον Τσε που περίθαλπε τους πληγωμένους κρατούμενους και που τους απελευθέρωνε κατόπιν, όπως και τη λιτή του αλλά και απεριόριστη γενναιοδωρία.

Μια ανολοκλήρωτη σκέψη.

Η ανάγνωση των τελευταίων κειμένων του Τσε στη μεγάλη δημόσια οικονομική συζήτηση που τον αντέταξε στους οπαδούς των σοβιετικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1960 – πρώτη έκδοση της περεστρόικα-, του δοκιμίου του για «Το σοσιαλισμό και τον άνθρωπο στην Κούβα» και των τελευταίων του λόγων, ιδιαίτερα εκείνου στο Αλγέρι το 1965, δείχνουν με σαφήνεια μια κριτική και προφητική διορατικότητα για τα προβλήματα της μεταβατικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ. Στο βιβλίο που άρχισε λίγο πριν πεθάνει και που παρέμεινε ανολοκλήρωτο, έγραφε: «Πολλές αναταράîεις περιμένουν την ανθρωπότητα πριν απελευθερωθεί οριστικά, αλλά -είμαστε πεπεισμένοι- αυτή δεν θα μπορέσει να γίνει χωρίς μια ριζική αλλαγή στρατηγικής από τις κύριες σοσιαλιστικές δυνάμεις. Η αλλαγή αυτή θα είναι άραγε το προϊόν της αναπόφευκτης πίεσης του ιμπεριαλισμού ή μήπως της εξέλιξης των μαζών σε  αυτές τις χώρες ή ακόμα και ενός μείγματος παραγόντων; Η ιστορία θα μας το πει. Εμείς προσφέρουμε από την πλευρά μας ένα μικρό κόκκο άμμου με το φόβο μήπως η όλη επιχείρηση îεπεράσει τις δυνάμεις μας» (2).

Γρήγορα συνειδητοποίησε τις δυσκολίες που κινδύνευε να γνωρίσει η Κούβα, δεδομένης της εξάρτησής της από το σοβιετικό «μεγάλο αδελφό». Ήδη από την κατάληψη της εξουσίας είχε καταλάβει την ανάγκη ρήξης με τη μονοκαλλιέργεια της ζάχαρης, για να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας και να επιχειρηθεί μια πιο αυτόνομη οικονομική ανάπτυξη. Το βάρος που έθεσε στον εκβιομηχανισμό απαντούσε σε αυτή την βασική ανησυχία. Αλλά πολύ γρήγορα ο σιδερένιος νόμος της παγκόσμιας αγοράς έγινε αισθητός: η μείωση της παραγωγής ζαχαροκάλαμων -κύριο εξαγωγικό προúόν- δεν επέτρεπε να εξασφαλιστούν οι εισαγωγές που ήταν απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας χωρίς ενεργειακούς πόρους και της οποίας τα εισοδήματα προέρχονταν κυρίως από αυτή τη μονοκαλλιέργεια που είχε επιβάλει η αποικιοκρατία το 19ο αιώνα. Έπρεπε να υπάρξει διόρθωση. «Θελήσαμε να επιταχύνουμε τον εκβιομηχανισμό. Ήταν ανοησία. Θελήσαμε να αντικαταστήσουμε όλες τις εισαγωγές και να κατασκευάσουμε τα τελικά προϊόντα χωρίς να δούμε τις τεράστιες επιπλοκές που υποθέτει η εισαγωγή ενδιάμεσων προϊόντων», θα πει ο Τσε στον Εντουάρντο Γκαλεάνο (3).

Το εμπόριο με την ΕΣΣΔ, και ιδιαίτερα οι παραδόσεις πετρελαίου μετά την πλήρη ρήξη με τις ΗΠΑ, θα μπορούσαν να εγγυηθούν τη σταθερότητα των συναλλαγών, καθώς και μια πραγματική εμπορική ισότητα μεταξύ μιας μικρής οικονομικά κυριαρχούμενης χώρας και μιας δύναμης που αναφερόταν στο σοσιαλισμό, που διέθετε πυρηνικό οπλοστάσιο και που είχε μόλις ξεκινήσει την κατάκτηση του διαστήματος. Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός στον Τσε – αντίθετα από άλλους κουβανούς ηγέτες- για να καταλάβει τους κινδύνους και το εύθραυστο των σχέσεων αυτών.

Μετάβαση και υπανάπτυξη.

Πολύ γρήγορα οι αμφιβολίες του επικεντρώθηκαν στην εσωτερική πολιτική. Οι προτάσεις για εμπορευματικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που πρότειναν οι σοβιετικοί οικονομολόγοι (ιδιαίτερα οι Λίμπερμαν και Τραπέζνικοφ) έγιναν αντικείμενο πολλών συζητήσεων, την ίδια στιγμή που το νησί αντιμετώπιζε ήδη την ανάγκη επανορισμού της στρατηγικής της ανάπτυξης. Η μεγάλη οικονομική συζήτηση του 1963 με 1965 στο εσωτερικό του Υπουργείου Βιομηχανίας, και μετά μέσα στην κουβανέζικη ηγεσία, ήταν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και μετά ειδικότερα για τις συνθήκες της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, μέσα σε ένα νησί που υπόκειται στους εξαναγκασμούς της μονοκαλλιέργειας ζάχαρης, με την άμεση πίεση της διεθνούς αγοράς και που η ανάπτυξή του εμποδιζόταν από το εμπάργκο που του είχε επιβάλει η πρώτη παγκοσμίως οικονομική δύναμη. Η αντίθεση αφορούσε το ρόλο του νόμου της αξίας στην περίοδο της μετάβασης, το βαθμό συγκεντροποίησης των επιχειρήσεων, το ρόλο των υλικών και ηθικών κινήτρων. Αυτοί που υπογράμμιζαν τη σημασία του νόμου της αξίας απέδιδαν ένα κύριο βάρος στους μηχανισμούς της αγοράς μέσα στην σχεδιασμένη οικονομία, καθώς και στην ανάγκη να αποδοθεί πλατιά χρηματοδοτική αυτονομία στις επιχειρήσεις, τονίζοντας το ρόλο των χρηματικών κινήτρων για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας.

Ο Τσε και οι οπαδοί του έθεταν καταρχήν το βάρος στην ανάγκη μιας συγκεντροποιημένης διαχείρισης, μέσα στο πλαίσιο των ανισοτήτων της κουβανέζικης ανάπτυξης: αναπτυγμένο τηλεπικοινωνιακό και συγκοινωνιακό δίκτυο, αλλά δραματική έλλειψη στελεχών και ανάγκη δραστικού ελέγχου των πόρων, δεδομένου του εμπάργκο, του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης και κυρίως της έλλειψης συναλλάγματος. Εκτιμούσε ότι η χρηματοδοτική αυτονομία των επιχειρήσεων κινδύνευε να θέσει σε αμφισβήτηση τις προτεραιότητες που αποφασίζονταν σε εθνικό επίπεδο, προς όφελος τομεακών επιλογών, και να αυξήσει την αυτονομία των διευθυντών στο χώρο των επενδύσεων και των μισθών, καθώς και να οδηγήσει σε μια ανισομερρή και ανισόρροπη ανάπτυξη. Φοβόταν τις επιπτώσεις μιας οργάνωσης της εργασίας που θα στηριζόταν αποκλειστικά στα χρηματικά κίνητρα και στις κοινωνικές διαφοροποιήσεις που απορρέουν αναγκαστικά από αυτά. Προφητικά, έγραφε: «Επανερχόμαστε στη θεωρία της αγοράς… όλη η οργάνωση της αγοράς βασίζεται στο υλικό κίνητρο… και είναι οι διευθυντές που κάθε φορά κερδίζουν περισσότερα. Πρέπει να δούμε το τελευταίο  σχέδιο της Ανατολικής Γερμανίας, τη σημασία που αποκτάει εκεί η διαχείριση του διευθυντή ή, καλύτερα, η αμοιβή της διαχείρισης του διευθυντή» (4). Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα είδαμε τις συνέπειες, όταν εξεγέρθηκαν οι λαúκές μάζες της Ανατολικής Γερμανίας, κουρασμένες από τον οικονομικό μαρασμό, από την έλλειψη πολιτικών ελευθεριών και από τα προνόμια των διεφθαρμένων ηγετών.

Εμπνεόμενος από την οξυμένη του αντιγραφειοκρατική ευαισθησία και καθοδηγούμενος από πολιτικές και κοινωνικές θεωρήσεις, ο Τσε τάχθηκε ενάντια στην προτεραιότητα των νομισματο-εμπορευματικών σχέσεων στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε ποτέ την αυταπάτη της απότομης κατάργησής τους. Απέχοντας πολύ από την καρικατούρα στην οποία έχουν μεταβάλει τις θέσεις του, επέμενε στην ανάγκη ηθικών κινήτρων, που τα έβλεπε σαν συλλογικά κίνητρα στην εργασία, πράγμα που συνοδευόταν από μια μισθωτική πολιτική στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη των ειδικεύσεων, με πιο σημαντικό «την ορθή επιλογή του εργαλείου κινητοποίησης των μαæών» χωρίς το οποίο ο σοσιαλισμός ήταν κατά τη γνώμη του καταδικασμένος σε αποτυχία. Η ισότητα των δικαιωμάτων και η κοινωνικοποίηση -ασφαλώς υπερβολική- της οικονομίας ήταν αποφασιστικά στοιχεία για τη λαúκή αντίσταση: απέναντι στην εξωτερική επίθεση, ένας άλλος κόσμος φαινόταν να οικοδομείται και άξιζε τον κόπο να αγωνιστεί κανείς για αυτόν. Αλλά, διεκδικώντας το δικαίωμα λάθους, διευκρίνιζε πως, εάν οι αντιλήψεις του «αποδεικνύονταν επικίνδυνο φρένο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, θα έπρεπε να εισαχθούν τα συμπεράσματα και να επιλεγούν οι πιο δοκιμασμένοι δρόμοι μετάβασης (transitados)» (5).

Η ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης και της εκπαίδευσης θα έπρεπε να συμβάλει στη σφυρηλάτηση μιας κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία (νά γιατί έδειχνε το παράδειγμα όχι από μαζοχισμό αλλά από αναγκαιότητα), «η διαμόρφωση του νέου ανθρώπου και η ανάπτυîη της τεχνικής» θα έπρεπε να κάνουν τη μετάβαση προς το σοσιαλισμό να αποφύγει το ξεστράτισμα. Οι σχέσεις μεταξύ σοσιαλισμού και ανθρώπου ήταν στο κέντρο των θεμάτων που τον απασχολούσαν, ο άνθρωπος σαν ουσιαστικός παράγοντας της επανάστασης, «ενεργός σε αυτό το περίεργο και συναρπαστικό δράμα που είναι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού». Η εκπαίδευση και η συνείδηση θα ήταν στο επίκεντρο αυτής της πιο δίκαιης κοινωνίας. «Σε αυτή την περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού, μπορούμε να δούμε τη γέννηση του νέου ανθρώπου. Η εικόνα του δεν είναι ακόμα τελείως îεκάθαρη, δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι όσο η εîέλιîη αυτή είναι παράλληλη προς την ανάπτυξη νέων οικονομικών δομών… Είναι ο άνθρωπος του 21ου αιώνα που πρέπει να δημιουργήσουμε, έστω και αν ακόμα αυτό δεν είναι παρά μια υποκειμενική και μη συστηματική φιλοδοξία» (6). Έτσι, πέρα από τις παραμορφώσεις, οι αφετηρίες του Τσε ήταν ανθρωπιστικές και επαναστατικές. Αλλά είναι αλήθεια ότι έδινε υπερβολικά έμφαση στην οικονομική κριτική, στο βάρος των εμπορευματικών σχέσεων και ανεπαρκώς στον αστυνομικό και κατασταλτικό χαρακτήρα του σοβιετικού πολιτικού συστήματος.

Αναμφισβήτητα εδώ βρίσκεται μία από τις ουσιαστικές αδυναμίες της σκέψης του. Ένας από τους βιογράφους του, ο Ρομπέρτο Μασάρι (7), υπογραμμίζει (όπως και ο Κ.Σ.Κάρολ) τις αδυναμίες της σκέψης του Τσε, πράγμα που το μαρτυρούν ώς το 1963 πολλοί από τους λόγους ή τα γραπτά του. Η αδυναμία αυτή πάει μαζί και με μια ορισμένη αφέλεια, αξιοσημείωτη στις κρίσεις του απέναντι στα στελέχη του παλιού PSP. Μόνο το 1966, σχολιάζοντας το Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας της ΕΣΣΔ, εμβαθύνει τη θεωρητική του σκέψη. Τότε γράφει: «Το τρομερό ιστορικό έγκλημα του Στάλιν» ήταν «ότι περιφρόνησε την κομμουνιστική εκπαίδευση και επέβαλε την απεριόριστη λατρεία της αυθεντίας» (8). Ενάντια στο δογματισμό «Μια εξέγερση ενάντια στις ολιγαρχίες και ενάντια στα επαναστατικά δόγματα». Έτσι γιόρτασε στο ημερολόγιό του της Βολιβίας την επέτειο του κινήματος της 26ης Ιούλη. Επέκρινε με οξύτητα «το σχολαστικισμό που επιβράδυνε την ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας και εμπόδισε συστηματικά τη μελέτη της περιόδου αυτής της οποίας δεν έχουμε αναλύσει τα οικονομικά θεμέλια» (Ο σοσιαλισμός και ο άνθρωπος).

Η σύλληψή του για την πρωτοπορία, που καθοδηγείται από παραδειγματικούς ηγέτες, μαρτυράει μια κριτική αλλά ανολοκλήρωτη σκέψη για το ρόλο και τη θέση του κόμματος στις σχέσεις του με τις μαζικές οργανώσεις. Ειρωνευόταν: «Το Κόμμα ήδη αποφάσισε για εσένα και εσύ δεν έχεις παρά να το χωνέψεις» (9). Και διακήρυξε: «Δεν πρέπει να δημιουργήσουμε μισθωτούς που να ακολουθούν την επίσημη σκέψη ούτε «υπότροφους» που ζουν με την προστασία του κρατικού προûπολογισμού ασκώντας μια ελευθερία σε εισαγωγικά». Αλλά δεν ανέλυε τις καταστρεπτικές επιπτώσεις του μοναδικού κόμματος/κόμματος-κράτους: η εμπειρία του από τα έξι χρόνια επί κεφαλής του κουβανέζικου κράτους ήταν πολύ σύντομη. Είχε σημαδευτεί από τον πόλεμο, την τεράστια σύγκρουση με την Ουώσιγκτον και από την ιδιομορφία της κουβανέζικης εμπειρίας. Στη Σιέρα Μαέστρα αντιτάχθηκε στην αστική πτέρυγα του κινήματος της 26ης του Ιούλη, που ταυτίστηκε με ένα δεξιό ρεύμα. Η ύπαρξη, ώς το 1965, τριών ξέχωρων πολιτικών ρευμάτων (το Κ-26-Ι, το PSP και το Διευθυντήριο) αποδείχτηκε εμπόδιο για την ενότητα της Επανάστασης. Το μοναδικό Κόμμα συστάθηκε μόνο το 1975, τόσο δύσκολη ήταν η συγχώνευση. Στο πολεμικό κλίμα των πρώτων χρόνων της επανάστασης, το ουσιαστικό ήταν η αντίσταση. Ο πλουραλισμός αφέθηκε για αργότερα. Αυτό δεν τον εμπόδισε να θέσει στην πράξη μια πολιτική σύλληψη βαθιά διαφορετική από αυτήν που εγκατέστησε η νέα εξουσία. Κατά την πρώτη Εθνική Σύσκεψη Παραγωγής το 1961, η διαφάνεια βασιλεύει: τα λάθη και οι υπεύθυνοί τους αναφέρονται δημοσίως. «Μόλις με υποδεχτήκατε με ζεστά χειροκροτήματα, αλλά δεν ξέρω αν είναι σαν καταναλωτή ή σαν συνένοχο. Νομίæω ότι είναι μάλλον σαν συνένοχο», δικηρύσσει μπροστά σε 3.500 στελέχη της κυβέρνησης. Ήταν ο μόνος -και με πόσες επικρίσεις για αυτό!- που οργάνωσε, στην επιθεώρηση του υπουργείου βιομηχανίας, μια δημόσια και αντιφατική συζήτηση για το οικονομικό σύστημα της χώρας. Το υπουργείο ήταν εξάλλου καταφύγιο για αυτούς που απομακρύνονταν από τις θέσεις τους: έτσι ενέταξε τον τέως υπουργό επικοινωνιών, Ολτούσκι, που απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1960. Το ανέκδοτο είναι ακόμα πιο σημαντικό επειδή ο Τσε είχε διεξάγει μια έντονη πολεμική ενάντια στον Ολτούσκι κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Μέλος της αριστεράς πτέρυγας του Κ-26-Ι, ο Ολτούσκι κρίθηκε υπερβολικά αντισοβιετικός, τη στιγμή που γινόταν η προσέγγιση με την ΕΣΣΔ. Ο Τσε με τον ίδιο τρόπο αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις ενός συνδικαλιστή ηγέτη που απαιτούσε να απολυθεί ένας τραπεζουπάλληλος που κατηγορήθηκε ότι ήταν φιλο-μπατίστας: υπερασπίζοντας την εντιμότητα του τελευταίου ο Τσε κατάγγειλε το ξεκίνημα ενός κυνηγιού μαγισσών (10).

Σε ένα ενδεικτικό κείμενο (un pecado de la revolucion) ο Τσε θυμίζει τα λάθη που έκαναν κατά τη γνώμη του απέναντι στο Δεύτερο μέτωπο του Εσκαμπρέ που παραμερίστηκε στη διάρκεια της πορείας προς την Αβάνα, λάθη που εκτιμάει ότι ήταν η αιτία της αποχώρησης πολλών στελεχών. Οι αυτοκριτικές αυτές σκέψεις για τις ενωτικές σχέσεις πριν την κατάληψη της εξουσίας είναι οι μόνες που έχουν δημοσιευτεί ώς τώρα. Περισσότερο από κάθε άλλον ηγέτη του τρίτου κόσμου της εποχής, είχε συνείδηση των ελαττωμάτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αλλεργικός απέναντι στην κωδικοποιημένη γλώσσα των απαράτσικ, δεν δίσταζε να κατακρίνει δημόσια και σκληρά: στο δημόσιο λόγο του στο Αλγέρι το 1965 (τελευταίος του επίσημος λόγος σαν κουβανός επίσημος) κατάγγειλε μπροστά στην αφρο-ασιατική σύναξη την «σιωπηρή συνενοχή» της σοβιετικής ηγεσίας στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και στη διατήρηση της άνισης ανταλλαγής. Επίσης, επειδή είχε προαισθανθεί τις τεράστιες δυσκολίες στις οποίες θα προσέκρουε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε ένα μόνο νησί, καθώς και την ανάγκη άλλων επαναστατικών νικών, για αυτό και λάνσαρε στο μήνυμά του στην Τριηπειρωτική το διάσημο σύνθημα «Να δημιουργήσουμε δύο, τρία Βιετνάμ»…, και για το οποίο επίσης έχει δοθεί μια γελοιογραφική εικόνα.

Αηδιασμένος από «τον πόλεμο βρισιών και τρικλοποδιών που δίνουν οι δύο μεγάλες δυνάμεις του σοσιαλιστικού στρατοπέδου», φλεγόταν «από την αγωνία αυτής της παράλογης στιγμής της ανθρωπότητας» απέναντι «στη βιετναμέζικη μοναξιά». Με διορατικότητα, ο Τσε προχωρούσε πολύ πιο μπροστά από την ισοτρική εξέλιξη προβλέποντας τους κινδύνους απομονωμένων εξεγέρσεων σε μια παγκόσμια σύνθεση τραγικά κυριαρχούμενη την εποχή του ψυχρού πολέμου από τον ιμπεριαλισμό και το σταλινισμό, ο θάνατος του δεύτερου όντας ήδη γραμμένος στην τροχιά του. Ήδη από το 1962, ένα χρόνο μετά την επίσημη διακήρυξη του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της κουβανέζικης επανάστασης και δύο χρόνια μετά τη δημιουργία προνομιακών σχέσεων με την ΕΣΣΔ, η κρίση των πυραύλων συγκλόνισε την εμπιστοσύνη του στη σταθερότητα της συμμαχίας και στη βιωσιμότητα της βοήθειας. Είχε αναλάβει να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική στήριξη της Μόσχας απέναντι στις όλο και πιο συγκεκριμένες απειλές αμερικανικής επέμβασης, μετά την αποτυχία της επιδρομής στον Κόλπο των Χοίρων το 1961. Η πρόταση να εγκατασταθούν πυρηνικοί πύραυλοι στην Κούβα -που η πρωτοβουλία της ανήκει στη Μόσχα- είχε σαν στόχο να αποθαρρύνει το Πεντάγωνο από την αρχή μια τέτοιας επίθεσης. Αλλά άλλαζε στην πράξη την ατομική ισορροπία. Η εγγύτητα με το αμερικάνικο έδαφος επιδείνωνε την πυρηνική απειλή καθιστώντας, σε περίπτωση σύγκρουσης, μια σοβιετική επίθεση πολύ πιο γρήγορη και μειώνοντας την αποτελεσματικότητα της αμερικάνικης αντίδρασης. Ο Κένεντυ απαίτησε την απόσυρση των πυραύλων, απειλώντας με θερμοπυρηνική σύγκρουση: ο κόσμος ήταν στο χείλος του πολέμου. Η σοβιετική κυβέρνηση δέχτηκε να αποσύρει τα επιθετικά όπλα. Αλλά η απόσυρση των πυραύλων και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Χρουστσόφ και Κένεντυ έγιναν με τη γραφειοκρατική παράδοση της σοβιετικής διπλωματίας χωρίς να ζητήσουν κάν τη γνώμη των Κουβανών, σε πλήρη περιφρόνηση της κουβανέζικης κυριαρχίας. Η έκπληξη και η οργή των Κουβανών ήταν πλήρεις και η κρίση του Οκτώβρη («αυτές οι φωτεινές και θλιβερές μέρες» που αναφέρει στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του) έβαλε αναμφίβολα την πρώτη σφήνα στις σοβιετο-κουβανικές σχέσεις.

Η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ -ιδιαίτερα η φειδωλή υποστήριξη προς το βιετναμέζικο λαό- θα ενίσχυε την όλο και πιο κριτική του αντίληψη απέναντι στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Το μυστήριο της αναχώρησης.

Πώς να κατανοηθεί η αναχώρησή του από την Κούβα; Με την πεποίθησή του ότι ήταν αδύνατη η ανάπτυξη μόνο στο νησί; Με την επιθυμία του να ξαναβρεθεί στα πεδία των μαχών; Με τη θέλησή του να σπάσει την κουβανέζικη εξάρτηση από την ΕΣΣΔ και μάλιστα σε συμφωνία με τον Φιντέλ; Αυτός ο καταμερισμός καθηκόντων μεταξύ του διαχειριστή πολιτικού και του εξεγερμένου μαχητή ήταν ίσως το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού. Αλλά ο καταμερισμός εργασίας αυτός δεν επαρκεί για να περιγράψει τις αστοχίες των διενέξεων πριν από την αναχώρησή του και δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε τη σειρά των επόμενων γεγονότων. Έχει άραγε συνείδηση ότι έχει όλο και λιγότερο θέση στο πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύεται; Οι απαιτήσεις του εξοργίζουν τους υπαλλήλους και τα ηγετικά στελέχη, ο τρόπος ζωής του είναι μια πρόκληση για την αναδυόμενη νομενκλατούρα, της οποίας την αναρμοδιότητα επικρίνει. Η έλλειψη στελεχών είναι καταστροφική για την οικονομική διαχείριση, αλλά ο ίδιος κατηγορεί και τον εαυτό του για τα λάθη που έγιναν: «Είμαστε ένοχοι και πρέπει να το πούμε ειλικρινά. Η εργατική τάξη θέλει να μας καταδικάσει για όλα αυτά; Ας μας καταδικάσει, ας μας αντικαταστήσει, ας μας τουφεκίσει, ας κάνει ό,τι θέλει. Εδώ είναι το πρόβλημα»11. Τα βάζει με τους συνδικαλιστές που η πλειοψηφία τους δεν έχει καμία μαζική βάση και που πιστεύουν ότι έχουν μόνο δικαιώματα και κανένα καθήκον. Υποστηρίζει: «Τη στιγμή αυτήν τα συνδικάτα θα μπορούσαν να μην υπάρχουν και να μεταβιβάσουν τις λειτουργίες τους στις επιτροπές δικαιοσύνης της εργασίας. Μόνο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν θα συμφωνούσε, γιατί θα έπρεπε να επιστρέøουν στην παραγωγή… Οι κύριοι ενδιαφερόμενοι απαντούν ότι εδώ και 18 χρόνια είναι συνδικαλιστές ηγέτες». Επίσης καταγγέλλει πολύ νωρίς τη διαστροφή του ρόλου των Επιτροπών άμυνας της επανάστασης (CDR) που τις κατηγορεί ότι είναι φωλιά οππορτουνιστών. Θυμίζει στα μέλη της Ασφάλειας ότι «αντεπαναστάτης είναι κάποιος που παλεύει ενάντια στην επανάσταση, αλλά αυτός που χρησιμοποιεί την επιρροή του για να πετύχει ένα σπίτι και έπειτα για να πάρει δύο αυτοκίνητα, αυτός που παραβιάæει τα δελτία, που κατέχει ό,τι ο λαός δεν έχει, επίσης είναι αντεπαναστάτης»12.

Η πρόσφατη βιογραφία του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ απεικονίζει καλά την αυξανόμενη ένταση που δημιουργεί η απόκλιση ανάμεσα στην ένδεια οικονομικών και ανθρώπινων πόρων και στον επείγοντα χαρακτήρα της ανάπτυξης σε μια χώρα που της επιτίθενται. «Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη στιγμή: δεν έχουμε την πολυτέλεια να τιμωρήσουμε τα λάθη, ίσως να μπορέσουμε να το κάνουμε σε ένα χρόνο. Ποιός θα απολύσει τον Υπουργό βιομηχανίας (13) που υπέγραøε ένα πλάνο τον περασμένο Νοέμβριο προβλέποντας παραγωγή 10 εκατομμυρίων παπουτσιών και μερικές ακόμα τέτοιες ηλιθιότητες;» (14). Μοιάζει να καταναλώνεται σε μια κουραστική πάλη και πολλαπλασιάζει τις κριτικές και αυτοκριτικές απέναντι σε μια λειτουργία που απαιτεί «μια υπεροπτική εκτέλεση, μη συζητημένες υποχρεώσεις. Στο τέλος παύεις να θεωρείς τους ανθρώπους σαν ανθρώπους και τους βλέπεις απλώς σαν στρατιώτες, σαν αριθμούς σε έναν πόλεμο που πρέπει να κερδηθεί. Η ένταση είναι τέτοια που δεν βλέπεις παρά το στόχο… και ξεχνάς σιγά σιγά την καθημερινή πραγματικότητα… Πρέπει να κάνουμε κάτι για να είναι αυτό το Υπουργείο κάπως πιο ανθρώπινο» (15). Ο Τσε μάχεται σε όλους τους τομείς: την ίδια ώρα που προωθεί τη βιομηχανική αναδιοργάνωση διεξάγει και πολεμικές σε θεωρητικό επίπεδο ψάχνοντας έναν άλλο σοσιαλισμό όλο και πιο πεπεισμένος για τη σοβιετική αποτυχία. Αλλά η οικονομική συζήτηση -στην οποία αυτό που διακυβεύεται είναι η στρατηγική της ανάπτυξης του νησιού- τελειώνει για τον Τσε με μια ήττα.

Φεύγει για ένα μακρύ ταξίδι. Ο πολύ κριτικός του λόγος απέναντι στη Μόσχα, που εκφωνεί στο Αλγέρι, είναι πολύ κακόδεκτος: πολλές μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν (16), και δεν θα δημοσιευτεί ολόκληρος στον κουβανέζικο τύπο. Ο ένας ακόλουθος της σοβιετικής πρεσβείας που σήμερα βρίσκεται σε εξορία (και θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του) υποστηρίζει πως η σοβιετική κυβέρνηση έκανε γνωστό ότι θεωρούσε το λόγο αυτόν απαράδεκτο από μέρους ενός Κουβανού ηγέτη. Αφού τον υποδέχτηκε ο Φιντέλ Κάστρο στο αεροδρόμιο και μίλησε μαζί του για σχεδόν δύο ημέρες, ο Τσε δεν θα ξαναεμφανιστεί πλέον ποτέ δημόσια. Ένα μήνα αργότερα, φεύγει παράνομα για το Κονγκό. Το ότι η Αφρική θεωρήθηκε από την Αβάνα σαν σημαντικό στοιχείο στη σύγκρουση μεταξύ τρίτου κόσμου και ιμπεριαλισμού σε αυτή τη δεκαετία του εξήντα δεν είναι αμφισβητήσιμο. Αλλά μπορούμε να αμφιβάλουμε πως η συμμετοχή του Τσε ήταν και στο πρώτο σχέδιο: πέρα από τα διπλωματικά προβλήματα, η παρουσία του δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει δυσκολίες στους Αφρικάνους ηγέτες (εκ των οποίων ο Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά) που δεν παρέλειψαν να το γνωστοποιήσουν. Όσο τολμηρή και να ήταν η κουβανέζικη εξωτερική πολιτική την εποχή εκείνη -και ήταν εξαιρετικά τολμηρή- δεν φαίνεται ότι η παρουσία του κύριου κουβανού ηγέτη μετά τον Φ.Κάστρο είχε προβλεφθεί. Σύμφωνα με τον Τάιμπο, ο Τσε αναφέρει τον Φεβρουάριο του 1965 μπροστά στον Νάσερ την ενδεχόμενη συμμετοχή του στον κονγολέζικο αγώνα και κατόπιν υποχωρεί μπροστά στα επιχειρήματα του Αιγύπτιου ηγέτη.

Πώς να εξηγηθούν οι δισταγμοί και οι ανατροπές αυτές που τόσο λίγο συμβαδίζουν με την προσωπικότητά του; Μερικούς μήνες παρουσίας τού αρκούν για να συλλάβει το εξωπραγματικό της επιχείρησης, δεδομένων των αδυναμιών των αφρικανικών απελευθερωτικών κινημάτων. Αποφασίζει να οργανώσει την υποχώρηση. Μια στάση που πάει ενάντια στις «αυτοκτονικές» του παρορμήσεις. Αντιτίθεται στην πρόσθετη αποστολή Κουβανών που προτείνει ο Φ.Κάστρο (17). Ρεαλιστής και πραγματιστής, κρίνει την αποχώρηση αναπόφευκτη. Το ημερολόγιό του της Αφρικής (με τίτλο Πέρασμα του επαναστατικού πολέμου: το Κογκό (18)) δεν θα δημοσιευτεί παρά μόνο τμηματικά, τριάντα χρόνια αργότερα. Η αλληλογραφία του με τον Φιντέλ είναι άγνωστη. Έμεινε πολλούς μήνες στην Πράγα «μέρος σίγουρο όπου πρέπει να αποφασίσει τί θέλει να κάνει»19. Η παρουσία του είναι παράνομη, γιατί δεν εμπιστεύεται πολύ τις τσέχικες μυστικές υπηρεσίες. Δεν ξέρουμε τίποτα για τους λόγους αυτής της μακράς παραμονής ούτε για τις ανταλλαγές αλληλογραφίας με τον Φιντέλ. Επιστρέφει διακριτικά στην Κούβα και εκπαιδεύεται μερικούς μήνες παράνομα.

Πώς ετοιμάζεται η αναχώρηση στη Βολιβία στα τέλη του 1966; Πώς να εξηγηθεί ο ρόλος που αποδίδεται στο ΚΚ Βολιβίας, παρά τις σχέσεις που ήδη είναι σχέσεις διένεξης; Η συνάντηση του Τσε στην Κούβα το 1964 με τον ηγέτη μιας διάσπασης του ΚΚΒ που ευνοούσε την ένοπλη πάλη είχε ήδη προκαλέσει την οργή του γενικού γραμματέα Μάριο Μόνχε. Ο τελευταίος θα επιβάλει όρους αποκλεισμού απέναντι στις άλλες δυνάμεις της βολιβιανής αριστεράς πριν να εγκαταλείψει το αντάρτικο (20). Πώς να εξηγηθούν οι ατέλειες, «η έλλειøη διαφάνειας και το διφορούμενο στοιχείο του σχεδίου», σύμφωνα με τον Τάιμπο ΙΙ, όταν ξέρουμε την αυστηρότητα και την απαιτητική λεπτομέρεια του Τσε στις προετοιμασίες; Ο Φρανσουά Μασπερό θα ανακαλύψει αργότερα ότι είναι το κύριο στήριγμα του εξωτερικού δικτύου, ο Ρεζίς Ντεμπρέ ταξιδεύει για να εντοπίσει και να μελετήσει τα μέρη: βαριά ευθύνη για έναν γάλλο φοιτητή που και η επιλογή του είχε αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με τον Τάιμπο ΙΙ, που αναφέρει μια έκθεση της CIA, η τελευταία πληροφορήθηκε ήδη από τα τέλη του 1966 τις ετοιμασίες του αντάρτικου (21). Η ακολουθία των γεγονότων, η πρώιμη ανακάλυψη του εκπαιδευτικού στρατοπέδου που επέβαλε απρόβλεπτες συγκρούσεις, αρκούν άραγε για να διαφωτίσουν τη δραματική σειρά της εξέλιξης του αντάρτικου, καθώς και τη μοιραία του κατάληξη; Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν μπορεί σήμερα να απαντήσει.

Παραμορφωμένος, μουμιοποιημένος, ο Τσε επιβιώνει. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στα ερείπια των επαναστάσεων του εικοστού αιώνα. Νικητής και ηττημένος. Από πού έρχεται η δύναμη του μηνύματος; Άνθρωπος με πεποιθήσεις, πολεμικός αρχηγός και ατυχής ποιητής, εξεγερμένος και στρατευμένος, υπουργός και μετά αντάρτης. Ενσαρκώνει την περιφρόνηση της εξουσίας, αποκαθιστά την πολιτική. Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει γκεβαρικό μοντέλο οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αλλά η αναζήτηση ενός άλλου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, στην υπηρεσία «de los de abajo» (των από κάτω) και όχι «de los de arriba» (των από πάνω) όπως το λένε σήμερα στη Λατινική Αμερική. Φορέας μιας ηθικής αντίληψης για την εξουσία, πολιτικός ηγέτης νέου τύπου που έθετε σε συμφωνία τις πράξεις με τα λόγια του, άγριος επικριτής των παραστρατημένων σοσιαλισμών, η επικαιρότητά του οφείλεται σε αυτό το μείγμα ανθρωπισμού και ακεραιότητας.

Πηγή: Inprecor, Ιούλης 1997. Αναδημοσίευση απ’ το περιοδικό «Σπάρτακος».

* Η Janette Habel (Pienky) είναι καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Λατινοαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Paris III και μέλος του πολιτικού γραφείου της γαλλικής τροτσκιστικής οργάνωσης «Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα» (Ligue communiste révolutionnaire).