Προς υπεράσπιση του Τσε Γκεβάρα: Απαντώντας στα ψέματα και τις συκοφαντίες

Ο τίτλος είναι ίσως υπερβολικός. “Έχει ανάγκη υπεράσπισης μια ιστορική προσωπικότητα όπως ο Τσε;”, θα αναρωτηθούν ορισμένοι. Όχι. Τέσσερις και πλέον δεκαετίες όμως μετά τη δολοφονία του στη Βολιβία, η δράση του θρυλικού επαναστάτη συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο διαστρεβλώσεων (σκοπίμων ως επί το πλείστον) και ψευδολογιών με κύριο στόχο την σπίλωση της ιδεολογικής και πολιτικής του κληρονομιάς. Στο “παιχνίδι” αυτό της διάδοσης ψευδών πληροφοριών για τον Τσε έχουν μετάσχει αντικομμουνιστές όλων των ειδών (από την φασιστική ακροδεξιά μέχρι το “φιλελεύθερο” κέντρο), με πρωμετωπίδα ασφαλώς την συντηρητική αμερικανική δεξιά και την αντεπαναστατική κουβανική μαφία της Φλόριντα. Στο άρθρο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια αποδόμησης επτά ψευδολογημάτων που έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί στο διαδίκτυο (αλλά και στον Τύπο) αναφορικά με τον Γκεβάρα. Σαρανταπέντε χρόνια μετά την άνανδρη δολοφονία του Τσε, η στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη απάντηση στις ύπουλα δομημένες συκοφαντίες καθίσταται αναγκαία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου το σοσιαλιστικό όραμα του επαναστάτη αποκτά επίκαιρο νόημα και το παράδειγμα του συνεχίζει να φωτίζει το δρόμο όσων πιστεύουν σ’ έναν καλύτερο κόσμο.

Ψέμα 1ο: “Το ταξίδι του νεαρού Τσε και του φίλου του Αλμπέρτο Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική είναι, ως επι το πλείστο, μύθος. Η μηχανή (Λα Ποδερόσα II) καταστράφηκε νωρίς και οι δύο αργεντίνοι έκαναν το ταξίδι τους με άλλα μέσα”.

Πρόκειται περί προφανέστατου ψεύδους. Το ταξίδι των νεαρών Γκεβάρα και Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική έχει καταγράψει ο φωτογραφικός φακός. Φωτογραφίες των δύο αργεντίνων στη Χιλή, στο Περού, σε περιοχές των δύσβατων Άνδεων αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα. Επιπλέον, οι αναλυτικές – και συνάμα αφηγηματικού χαρακτήρα – ιδιόχειρες σημειώσεις του Γκεβάρα που αργότερα δημοσιεύθηκαν υπό τον τίτλο “Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας” (Diarios de Motocicleta) δίνουν σαφές στίγμα των εντυπώσεων που αποκόμησε από το μεγάλο αυτό ταξίδι. Τόσο ο Γκεβάρα, όσο και ο Γκρανάδο παλαιότερα σε αφηγήσεις του, έχουν καταγράψει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια πτυχές του ταξιδιού τους αναφερόμενοι σε ανθρώπους που γνώρισαν και συνομίλησαν, σε μέρη που επισκέπτηκαν αλλά και στην εθελοντική τους εργασία ως γιατροί στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο. Το ταξίδι των Γκεβάρα-Γκρανάδο κατέληξε, έπειτα από επτά μήνες περιπλάνησης, στο Καράκας. Αποτέλεσε δε το έναυσμα της ιδεολογικο-πολιτικής συνειδητοποίησης του μεσοαστού αργεντίνου, ο οποίος είδε με τα ίδια του τα μάτια την ιμπεριαλιστική καταπίεση και εκμετάλλευση που κατέτρωγε τις “σάρκες” και “έπινε το αίμα” των λαών της λατινικής αμερικής.

Ψέμα 2ο: “Μετά την πτώση του Μπατίστα, ο Τσε αποφάσισε την εκτέλεση – χωρίς δικαίωμα υπεράσπισης – εκατοντάδων κουβανών αξιωματούχων του καθεστώτος”.

Είναι αλήθεια ότι ο Τσε είχε οριστεί υπεύθυνος για την απόδοση δικαιοσύνης απέναντι σε όσους είχαν αποδεδειγμένη συμμετοχή στο τυρρανικό καθεστώς του Μπατίστα, ή είχαν συνεργαστεί με αυτό συμβάλοντας άμεσα στην πολυετή καταπίεση του κουβανικού λαού. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολλοί εξ’ αυτών εκτελέσθηκαν. Συνιστά όμως ύπουλο ψεύδος ο ισχυρισμός ότι οι εκτελεσθέντες ήταν, δήθεν, αθώοι. Γι’ αυτό παραπέμπουμε στα λόγια του βιογράφου του Τσε, του αμερικανού Τζον Λι Άντερσον: «Ακόμη να βρω κάποια έγκυρη πηγή που να αποδεικνύει ότι ο Τσε εκτέλεσε κάποιον ‘αθώο’. Αυτά τα άτομα που εκτελέστηκαν απ’ το Γκεβάρα, ή έπειτα από διαταγή του, καταδικάστηκαν γιά τα συνήθη εγκλήματα που επισύρουν τη θανατική ποινή σε περίοδο πολέμου ή μετά από πόλεμο: βασανισμούς, βιασμούς, δολοφονίες η προδοσία». [1] Συγκρατήστε το “σε περίοδο πολέμου” – η απόδοση δικαιοσύνης απέναντι στους εγκληματίες της δικτατορίας Μπατίστα ακολούθησε το θρίαμβο της Επανάστασης ο οποίος ήλθε μέσα από μακρά περίοδο βίαιων πολεμικών επιχειρήσεων.

Σε αυτό να σημειωθεί ότι η πενταετής έρευνα του Άντερσον δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στην Κούβα αλλά, επιπλέον, έλαβε πληροφοριες και από την κουβανική κοινότητα του Μαϊάμι, γνωστή για τα αντικομμουνιστικά, αντιγκεβαρικά της αισθήματα. Αυτοί που συνήθως κατηγορούν τον Τσε (και την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας εν γένει) για εκτελέσεις “αθώων” είναι οι ίδιοι που “ένειπταν τας χείρας τους” όταν η πολεμική μηχανή των ΗΠΑ, ή του ΝΑΤΟ, δολοφονούσε μαζικά άμαχο πληθυσμό στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Σερβία, τη Λιβύη και αλλού.

Ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον Γκεβάρα: «…ήρθε η 1η Γενάρη 1959, και η Επανάσταση – πάλι χωρίς να σκεφτεί τα όσα είχε διαβάσει στα βιβλία αλλά ακούγοντας ότι της χρειαζόταν από τα χείλη του λαού – αποφάσισε πρώτα απ’ όλα να τιμωρήσει τους ενόχους, και το έπραξε. Οι αποικιακές δυνάμεις αμέσως παρουσίασαν την όλη ιστορία στα πρωτοσέλιδα τους σε όλο τον κόσμο ως δολοφονία, και αμέσως προσπάθησαν να κάνουν αυτό που προσπαθούν πάντα να κάνουν οι ιμπεριαλιστές: να ενσπείρουν τη διχόνοια. “Υπάρχουν εδώ κομμουνιστές που σκοτώνουν ανθρώπους” έλεγαν. Με προφάσεις και τετριμμένα επιχειρήματα προσπάθησαν να ενσπείρουν διχόνοια ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν πολεμήσει για τον ίδιο σκοπό». [2]

Η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την επιβολή της λαϊκής Δικαιοσύνης. Οι προδότες, οι δοσίλογοι είχαν σχεδόν πάντα αυτήν την τύχη, από τη γαλλική επανάσταση του 1789 μέχρι την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους Ναζί το 1945. Από την άλλη πλευρά, η γενναιοδωρία, παραδείγματος χάρη, των Σαντινίστας στη Νικαράγουα (που έδωσαν αμνηστία σε συνεργάτες της δικτατορίας του Σομόζα) είχε ολέθριες συνέπειες: παλιοί της εθνοφρουράς που αφέθηκαν ελεύθεροι συμμάχησαν με τις, υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, αντεπαναστατικές δυνάμεις των Κόντρα και στράφηκαν κατά των Σαντινίστας.

Ψέμα 3ο:Ο Τσε Γκεβάρα ήταν ένας ψυχρός και ανελέητος δολοφόνος. Εκπαίδευσε αντάρτες οι οποίοι εκτέλεσαν αμάχους, ενώ δε δίσταζε να εκτελεί άμεσα συντρόφους του οι οποίο επεδείκνυαν λιποταξία”.

Είναι σαφές ότι οι χαρακτηρισμοί “ψυχρός”, “ανελέητος”, “δολοφόνος” κλπ, στοχεύουν αποκλειστικά στη δημιουργία εντυπώσεων. Και προφανώς εκστομίζονται από όσους δεν αντιλαμβάνονται – ή, ακόμη χειρότερα, παριστάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται – το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται ένας ανταρτοπόλεμος ενάντια σε ένα τυρρανικό, διεφθαρμένο, φιλοιμπεριαλιστικό καθεστώς. Τόσο ο Γκεβάρα, όσο και οι υπόλοιποι πολεμιστές του αντάρτικου “Κινήματος της 26ης Ιούλη”, είχαν να αντιμετωπίσουν έναν άριστα εκπαιδευμένο στρατό που είχε πολλαπλάσια αριθμητική υπεροχή και σαφώς πιο εξελιγμένο οπλισμό. Ως εκ τούτου, είχαν υποχρέωση να επιδείξουν τη μέγιστη δυνατή πειθαρχία και την απαρέγκλητη προσήλωση τους στους νόμους της επανάστασης. Και πράγματι, σύμφωνα με το Γκεβάρα, μια ένοπλη επανάσταση δεν θα μπορούσε να πετύχει εάν δεν έχει εμποτιστεί με ταξικό μίσος – αυτό που οι αντάρτες, οι εξεγερμένοι, ο ίδιος ο λαός και οι σύμμαχοι του τρέφουν για τον εκμεταλλευτή κεφαλαιοκράτη, τον ιμπεριαλιστή, τον αποικιοκράτη και τους δειλούς αντεπαναστάτες.

Αντίθετα με όσα λένε και γράφουν οι εχθροί του Γκεβάρα, δεν υπάρχει ούτε ένα αξιόπιστα διασταυρωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Τσε έδωσε εντολή για εκτέλεση αμάχων. Τουναντίον, με την ιδιότητα του ως γιατρού, ο Γκεβάρα προσέφερε βοήθεια τόσο σε αιχμάλωτους στρατιώτες, όσο και στους ντόπιους χωρικούς στις περιοχές απ’ όπου πέρασε ο αντάρτικος στρατός. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, κατά τον κουβανικό ανταρτοπόλεμο, η οποιαδήποτε επίθεση (ακόμη και “παρενόχληση”) εναντίον άμαχου πληθυσμού απαγορεύονταν ρητά από τον επαναστατικό νόμο του Κινήματος της 26ης Ιούλη και η τιμωρία για τους παραβάτες ήταν η εσχάτη των ποινών.

Αλλά και στο αντάρτικο της Βολιβίας υπάρχουν σαφή δείγματα της συμπεριφοράς του Τσε απέναντι στους αντιπάλους που πολύ απέχει από τις ψευδολογίες που εξαπολύουν οι συκοφάντες του. Αντιγράφουμε απ’ το ημερολόγιο της Βολιβίας: «Πιάσαμε αιχμαλώτους δυο νέους κατασκόπους, έναν υπολογαχό των καραμπινιέρων κι έναν καραμπινιέρο. Τους διαβάσαμε την μπροσούρα και τους αφήσαμε ελεύθερους…». [3] Σε άλλο σημείο του ίδιου ημερολογίου διαβάζουμε πως ο Γκεβάρα, ευρισκόμενος σε λόγο με θέα το δρόμο παρατηρούσε δύο στρατιώτες σε ένα περαστικό καμιόνι. Ένιωσε οίκτο γι’ αυτούς που κρύωναν, τυλιγμένοι στις κουβέρτες τους. «Δεν βρήκα το θάρρος να τους ρίξω…» γράφει.

Ψέμα 4ο: “Ο Τσε Γκεβάρα επεδείκνυε ρατσιστικό μίσος κατά των ομοφυλόφιλων, πρωταγωνιστώντας στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης”.

Ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι απόψεις – και κυρίως η δράση – του Τσε είχαν ως βάση ρατσιστικά (εθνοτικά, θρησκευτικά, σεξουαλικά, κλπ.) κριτήρια. Ως γνήσιος μαρξιστής-λενινιστής ο Τσε Γκεβάρα δρούσε με ταξικό κριτήριο. Ως εχθρό του, απέναντι του, είχε αποκλειστικά τον καταπιεστή, τον εκμεταλλευτή, τον ιμπεριαλιστή και τους συνηγόρους αυτών. Όταν αναφερόμαστε σε διακρίσεις κατά των ομοφυλόφιλων στην Κούβα του 1960 πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη δύο βασικά πράγματα:

Πρώτον, το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφερόμαστε. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνίες της εποχής δεν ήταν ακόμη έτοιμες να δεχθούν διαφοροποίησεις, ή αλλαγές, στα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Να θυμήσουμε ότι τη δεκαετία του ’60 στις “προοδευτικές” Ηνωμένες Πολιτείες γινόντουσαν διακρίσεις κατά των μαύρων οι οποίοι αντιμετωπίζονταν ως πολίτες β’ κατηγορίας. Στις πρώην ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, κλπ.) οι πολίτες προερχόμενοι από αφρικανικές και ασιατικές χώρες αποτελούσαν δουλοπάροικους των εκεί καπιταλιστικών συστημάτων, στην φτηνή εργασία των οποίων βασίστηκε η όποια κερδοφορία των κεφαλαιοκρατικών ελίτ.

Δεύτερον, τις συνθήκες τις οποίες είχε να αντιμετωπίσει η Επανάσταση ώστε να εδραιωθεί. Συνθήκες οι οποίες απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή, κυρίως δε σε ζητήματα που αφορούσαν τη διαφθορά των επαναστατικών συνειδήσεων την οποία επιδίωκε ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Ένα κομμάτι της κοινωνίας που, εκμεταλλευόμενος τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, επιχείρησε να στρέψει κατά της Επανάστασης ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ήταν οι ομοφυλόφιλοι. Πρόκειται για τον ίδιο ιμπεριαλισμό που, στα προ-επαναστατικά χρόνια, είχε εγκαταστήσει στο νησί μια ολόκληρη βιομηχανία πορνείας προς τέρψην εύπορων αμερικανών. Χιλιάδες κουβανοί και κουβανές, όλων των σεξουαλικών προσανατολισμών, χρησιμοποιήθηκαν ως φτηνό εμπόρευμα από τη δικτατορία του Μπατίστα και τους βορειοαμερικανούς προστάτες της.

Δύο ερευνήτριες, οι Λούρδη Αργκουέλες και Μπ. Ρούμπι-Ριτς [4], που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας στην μετά-1959 περίοδο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κατάρρευση της παραοικονομίας (της πορνείας) μετά την εδραίωση της επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια προσεταιρισμού των ομοφυλόφιλων από αντεπαναστατικές δυνάμεις του υποκόσμου. «Αρκετοί βετεράνοι της κουβανικής μαφίας στρατολογήθηκαν από την CIA μπαίνοντας στις τάξεις των αντεπαναστατών» γράφουν οι Αρκουέλες και Ριτς. Οι αντεπαναστάτες του υποκόσμου (που είχαν χάσει τα κέρδη τους με τον θρίαμβο της επανάστασης) ξεκίνησαν να προσεγγίζουν νεαρούς ομοφυλόφιλους με σκοπό να τους εντάξουν στο αντεπαναστατικό κίνημα που οργανώνονταν από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ένα παράδειγμα τέτοιας στρατολόγησης είναι η περίπτωση του Ρολάντο Κουμπέλα, ομοφυλόφιλου φοιτητή ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό των επαναστατικών δυνάμεων κατά του Μπατίστα αλλά κατέληξε να στρατολογηθεί από την CIA με σκοπό τη δολοφονία του Κάστρο. Έτσι, τα παραθαλάσσια τουριστικά γκέι-μπαρ στην περιοχή Λα Ράμπα είχαν καταλήξει ουσιαστικά μετά το 1959 “γιάφκες” αντεπανάστασης. Ποιά πολιτική όφειλε λοιπόν να ασκήσει η επαναστατική κυβέρνηση προκειμένου να διαφυλάξει τα κεκτημένα της επανάστασης και να προστατεύσει το λαό;

Οι ομοφυλόφιλοι νέοι και νέες που στρατολογήθηκαν από την CIA αποτέλεσαν – και αυτοί όπως πολλοί άλλοι κουβανοί – “πιόνια” της ιμπεριαλιστικής εχθρότητας απέναντι στην Επανάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ομοφυλόφιλων κουβανών, κυρίως προερχόμενος από την εργατική τάξη και τα χαμηλά λαϊκά στρώμματα, που ουδέποτε εγκατέλειψε την Κούβα – αντιθέτως, οι άνθρωποι αυτοί εργάστηκαν προκειμένου να ενσωματωθούν αρμονικά στην κουβανική κοινωνία προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο κοινό καλό της επανάστασης.

Ψέμα 5ο: Ο Τσε ήλπιζε ότι η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα θα οδηγούσε σε πυρηνικό πόλεμο, χωρίς να υπολογίζει το κόστος των χαμένων ανθρώπινων ζωών.

Το επιχείρημα αυτό αποτελεί σκόπιμη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, παίρνοντας αφορμή από μια φράση του Τσε λίγο καιρό μετά το τέλος της Κρίσης των Πυραύλων. Ο Γκεβάρα είχε δηλώσει τότε: «Είναι το εκπληκτικό παράδειγμα ενός λαού έτοιμου να διαλυθεί από ατομική έκρηξη προκειμένου οι στάχτες του να γίνουν τσιμέντο για τις νέες κοινωνίες και, την στιγμή που το κάνει αυτό, μια συμφωνία αποφασίζει την απόσυρση των ατομικών πυραύλων χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του, κι ο λαός αυτός δεν αναισαίνει από ανακούφιση» [5]. Η διαστρέβλωση έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία των λεγομένων του Τσε. Ο Γκεβάρα, μέσα από την υπερβολή της παραπάνω φράσης, στρέφονταν ουσιαστικά κατά της τότε σοβιετικής ηγεσίας του Χρουστσώφ η οποία στήριξε τους διπλωματικούς της ακροβατισμούς στις πλάτες της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης. Ως υπέρμαχος του ότι “κάθε άσκοπη θυσία θα πρέπει να αποφεύγεται”, ο Τσε ήταν μακριά από αυτοκτονικού τύπου αντιλήψεις οι οποίες θα απέβαιναν μοιραίες. Η θυσιαστική του αντίληψη ως αντάρτη πολεμιστή (θυσία σε προσωπικό επίπεδο, σε κάθε τομέα της ζωής, με στόχο την επιβίωση και εν τέλει την πραγμάτωση της επανάστασης) πρέπει να ερμηνεύεται στα δεδομένα ιστορικά και πολιτικά πλαίσια της εποχής αλλά και τις αντικειμενικές συνθήκες υπό τις οποίες θριάμβευσε και εδραιώθηκε η κουβανική Επανάσταση.

Ψέμα 6ο: Ως υπουργός βιομηχανίας ο Τσε απέτυχε παταγωδώς σε όλες τις πρωτοβουλίες που πήρε για την κουβανική οικονομία.

Ο Τσε δεν ήταν οικονομολόγος. Όντας μέλος του “Κινήματος της 26ης Ιούλη” και έχοντας συνεισφέρει τα μέγιστα στον θρίαμβο της Επανάστασης το 1959, ο Γκεβάρα ανέλαβε συγκεκριμένα πολιτικά πόστα έπειτα από πρόταση του Φιντέλ Κάστρο. Το έργο που είχε να επιτελέσει η επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας ήταν πρακτικά τιτάνιο, έχοντας “κληρονομήσει” από το δικτάτορα Μπατίστα μια υποανάπτυκτη παραγωγικά χώρα, με κολοσσιαίες κοινωνικές ανισότητες και διαλυμένη οικονομία. Ορισμένα στατιστικά στοιχεία μιλούν απο μόνα τους: 91% των σπιτιών της επαρχίας δεν είχε επαρκή ηλεκτρισμό, 45% του πληθυσμού της επαρχίας δεν είχε μόρφωση (44% εξ’ αυτών δεν είχε πάει ποτέ σχολείο), για 2.000 άτομα αναλογούσε ένας γιατρός, 27% των παιδιών στις πόλεις και 61% στην επαρχία δεν πήγαιναν σχολείο, το 73% της καλλιεργήσιμης γης αποτελούσε ιδιοκτησία μιας χούφτας (9% των γεωκτημόνων) εύπορων αμερικανών επιχειρηματιών. Σε όλα αυτά να προστεθεί ο οικονομικός αποκλεισμός και τα άμεσα μέτρα απομόνωσης του νησιού που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1960, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια εξαγωγών στην επαναστατική κυβέρνηση Κάστρο.

Πέραν των στρατιωτικών και διπλωματικών καθηκόντων του, ο Τσε ανέλαβε αρχικά επικεφαλής του τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης (INRA). Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν στην Κούβα συντελέστηκε μια γενναία αναδιανομή γης (δήμευση των “λατιφουντίων” και πολυεθνικών, εθνικοποίηση αγροτικών και κτηνοτροφικών ράντσων, διανομή περισσότερου από 1 εκατομμύριο εκτάρια γης σε 100.000 αγρότες) στο πλαίσιο της περίφημης αγροτικής μεταρρύθμισης για την οποία ο Γκεβάρα εργάστηκε εντατικά και της οποίας υπήρξε θερμός υποστηρικτής. Αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης ήταν η σαφής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κουβανών της επαρχίας, η ρευματοδότηση των κατοικιών και η δημιουργία υποδομών, σχολείων και κλινικών.

Κατά τη θητεία του Τσε ως επικεφαλής του τομέα Βιομηχανίας στο INRA και ως προέδρου της Εθνικής Τράπεζας, όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το 84% της βιομηχανίας της Κούβας κοινωνικοποιήθηκαν – πέρασαν στον έλεγχο του κράτους. Η νέα επαναστατική κυβέρνηση έπρεπε να λύσει με αποτελεσματικό τρόπο τη μετάβαση από την διαλυμένη ιδιωτική οικονομία στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της βιομηχανίας. Κατά την πενταετή ενασχόληση του Γκεβάρα με την προσπάθεια εκβιομηχανοποίησης της χώρας, η κουβανική βιομηχανία άρχισε να μεγαλώνει, να διευρύνεται και να σταθεροποιείται, κυρίως ως αποτέλεσμα της κινητοποίησης του ανθρώπινου παράγοντα (εργατικού δυναμικού) στον οποίο ο Τσε πίστευε ακράδαντα. Ασφαλώς, η οικονομική σκέψη του Τσε Γκεβάρα παραμένει μέχρι και σήμερα αντικείμενο υπό μελέτη, δεδομένων των διαφωνιών που ο ίδιος εξέφρασε γραπτά με την σοβιετική αντίληψη περί πολιτικής οικονομίας που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Η βρετανίδα συγγραφέας και ερευνήτρια Έλεν Γιάφε (Helen Yaffe) έχει ασχοληθεί εκτενώς με την οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε στα πρώτα χρόνια της επανάστασης στην Κούβα [6]. Σύμφωνα με την Γιάφε, ως υπουργός βιομηχανίας ο Τσε δημιούργησε εννέα ερευνητικά και αναπτυξιακά κέντρα τα οποία μελετούσαν οτιδήποτε σχετίζονταν με την εκβιομηχάνιση της χώρας: από μηχανισμούς αύξησης της παραγωγής ζάχαρης μέχρι την παραγωγή νικελίου, την ανίχνευση πηγών πετρελαίου, τη χημική βιομηχανία και την έρευνα στις νέες τεχνολογίες (την εποχή εκείνη υπήρχε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σε όλο το νησί). Ο Τσε εισήγαγε την ψυχολογική υποστήριξη (για το εργατικό δυναμικό αλλά και τους προϋσταμένους του) ως εργαλείο βελτίωσης της παραγωγικής δυνατότητας, σχεδίασε και οργάνωσε έναν λογικό μηχανισμό κλιμακούμενης μισθοδοσίας, υποστήριξε ένθερμα την αυτοοργάνωση των εργατών στο πλαίσιο της κολεκτιβοποίησης της εργασίας (κυρίως στις αγροτικές περιοχές), εισήγαγε για τις επιχειρήσεις το καινοτόμο “Σύστημα Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού” (ένα συγκεντρωτικό όργανο διαχείρησης διαφορετικό από αυτό της τότε ΕΣΣΔ) το οποίο στόχευε στην πρακτική αναθεώρηση της σοβιετικής αντίληψης περί του μαρξιστικού “νόμου της αξίας”. Σύμφωνα με την Δρ. Γιάφε “μέσα σε έξι ταραγμένα χρόνια ο Τσε έκανε μια αλησμόνητη συνεισφορά στην κουβανική οικονομία”.

Πέρα από το καθαρά πρακτικό σκέλος των πολιτικών που εφαρμόστηκαν επί υπουργίας του Γκεβάρα, η οικονομική θεωρία που ανέπτυξε ο Τσε (μέσα και από τη μελέτη της μαρξιστικής-λενινιστικής πολιτικής οικονομίας) έδειξε το δρόμο μιας εναλλακτικής σοσιαλιστικής οικονομίας η οποία δεν “αντιγράφει” τους καπιταλιστικούς νόμους παραγωγής. Η κριτική του Τσε απέναντι στην σοβιετική πολιτική οικονομία (σωστή ή λάθος, η ιστορία θα αποφανθεί) υπήρξε ουσιαστικά προάγγελος της σταδιακής κατάρρευσης των οικονομικών συστημάτων του ανατολικού μπλοκ δύο και πλέον δεκαετίες μετά το θάνατο του. Επομένως, στην αποδεδειγμένα σημαντική συνεισφορά του στην εκβιομηχάνιση της επαναστατικής Κούβας θα πρέπει να προστίθεται και η θεωρητική του συμβολή στην κατεύθυνση ενός οικονομικού συστήματος με πυρήνα τον άνθρωπο, πραγματική ενσάρκωση των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς.

Ψέμα 7ο: Ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα το 1965, όχι για να ενισχύσει τον αγώνα άλλων λαών για την ελευθερία, αλλά διότι είχε αποτύχει στην προσωπική του ζωή, έχοντας άστατο οικογενειακό βίο, δεκάδες ερωμένες και “νόθα” τέκνα.

Πρόκειται ασφαλώς για μη πολιτικό επιχείρημα που στοχεύει στην σπίλωση του Γκεβάρα σε προσωπικό επίπεδο. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Τσε, παρ’ ότι αφιερωμένος στους σκοπούς της επαναστατικής του δραστηριότητας, υπήρξε στοργικός σύζυγος και πατέρας. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη την περουβιανή Ίλντα Γκαντέα και τη δεύτερη την κουβανή Αλέιδα Μαρτς. Απέκτησε συνολικά πέντε παιδιά (Ιλντίτα Μπεατρίζ, Αλέιδα, Καμίλο, Σέλια, Ερνέστο). Δεν υπάρχει ουδεμία βάσιμη ένδειξη ότι ο Τσε απέκτησε παιδιά πέραν αυτών με τις δύο συζύγους του. Στο βιβλίο της “Αναπόληση” [7], η Αλέιδα Μαρτς περιγράφει έναν άνδρα που αν και βρίσκονταν στη δίνη της επανάστασης (έχοντας περάσει τρία δύσκολα χρόνια στον ανταρτοπόλεμο και έχοντας αναλάβει διοικητικά πόστα στην επαναστατική κυβέρνηση) διατηρούσε στο ακέραιο το ενδιαφέρον του για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών του, τα οποία λόγω υποχρεώσεων δεν έβλεπε όσο συχνά θα ήθελε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε η πρώτη σύζυγος του Τσε, η Ίλντα Γκαντέα, ούτε η Μαρτς έχουν αναφέρει το παραμικρό περιστατικό άστατης προσωπικής ζωής του Γκεβάρα.

Ο Τσε Γκεβάρα ήταν υπέρμαχος μιας αυστηρά πειθαρχημένης (στους σκοπούς της επανάστασης) ζωής, την οποία απαιτούσε να έχουν οι σύντροφοι και συναγωνιστές του. Πρώτα απ’ όλα όμως, την εφάρμοζε ο ίδιος στον εαυτό του, δίνοντας το παράδειγμα σε όσους έζησαν δίπλα του. Παρά το γεγονός ότι πτυχές της προσωπικής του ζωής ενδέχεται να μην τις μάθουμε ποτέ, η προσωπικότητα και ο πειθαρχημένος χαρακτήρας του επαναστάτη μαρξιστή Γκεβάρα δεν άφηναν σε καμία περίπτωση πολλά περιθώρια για άστατο βίο και πομπώδεις παρεκτροπές.

Νικόλαος Μόττας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] The Legacy of Che, PBS NewsHour, 20 Νοεμβρίου 1997.

[2] Ομιλία κατα την έναρξη του Πρώτου Συνεδρίου Λατινοαμερικανικής Νεολαίας, 28 Ιούλη 1960.

[3] El Diario del Che En Bolivia, Αβάνα 1968.

[4] Lourdes Arguelles and B. Ruby Rich (1984), “Homosexuality, Homophobia, and. Revolution: Notes toward an. Understanding of the Cuban. Lesbian and Gay Male. Experience”.

[5] “Tactique et strategie de la revolution latino-americaine”, αναφορά στο άρθρο στο βιβλίο “Ernesto Guevara, connu aussie comme le Che” του Paco Ignacio Taibo II.

[6] Helen Yaffe, “Che Guevara: The Economics of Revolution”, Palgrave-McMillan / Δείτε επίσης “Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Ένας επαναστάτης ενάντια στην Σοβιετική πολιτική οικονομία”.

[7] Αλεϊδα Γκεβάρα-Μαρτς (μτφ. Βασιλική Κνήτου), Αναπόληση: Η ζωή μου με τον Τσε, εκδ. Ψυχογιός, 2007.

Γράμματα στην Αλέϊδα Μαρτς

Παρακάτω παρατίθενται γράμματα και επιστολές που απέστειλε ο Τσε στην σύζυγο του Αλέϊδα Γκεβάρα-Μαρτς από διάφορα μέρη του εξωτερικού. Ως επι το πλείστον αναφέρονται στην περίοδο 1965-1966. Οι επιστολές  ανήκουν στο προσωπικό αρχείο της Αλέϊδα Μαρτς και μέρος αυτών δημοσιεύθηκαν στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Αναπόληση: Η ζωή μου με τον Τσε» (2007).

★★★★★★★★

Αγαπημένη μου,

Σήμερα σου γράφω απ’ τη Χιροσίμα, την πόλη της βόμβας. Στο βάθρο που βλέπεις υπάρχουν τα ονόματα εβδομήντα οκτώ χιλιάδων νεκρών. Το σύνολο υπολογίζεται σε εκατόν ογδόντα χιλιάδες. Τέτοιες επισκέψεις κάνουν καλό, σε ωθούν να παλέψεις ακόμη πιό αποφασιστικά γιά την ειρήνη.

Σε φιλώ,
Τσε

★★★★★★★★

ΜΑΡΟΚΟ

Αλεϊδούλα,

Σου στέλνω έναν πιστό συζυγικό εναγκαλισμό απ’το τελευταίο επίσημο σταθμό αυτού του ταξιδιού. Σκόπευα να σου μείνω πιστός με τη σκέψη αλλά εδώ πέρα κυκλοφορούν κάτι Μαροκινές που τα θέλουν.

Φιλιά,
Τσε

★★★★★★★★

ΠΑΡΙΣΙ, Ιανουάριος 1965

Πέρα από κάθε αμφιβολία, έχω αρχίσε να γερνάω. Είμαι όλο και πιο ερωτευμένος μαζί σου και μου λείπει ολοένα και πιο πολύ το σπίτι, τα παιδιά, όλος αυτός ο μικρός κόσμος που περισσότερο τον μαντεύω παρά τον ζω. Σε τούτη την προχωρημένη ηλικία που κουβαλάω, αυτό ειναι πολύ επικίνδυνο’ εσύ μου είσαι αναγκαία κι εγώ είμαι μονάχα μιά συνήθεια…..

★★★★★★★★

1965

Κυρία,

Απ’ αυτές τις δύο πόρτες το έσκασε η μοναξιά και πήγα να τη βρω στο πράσινο νησί της. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε μιά μέρα να σταθούμε πιασμένοι χέρι-χέρι, με τα παιδιά μας ένα γύρω, και να θαυμάσουμε η θέα, ανεβασμένοι σε κάποιο χνάρι του παρελθόντος. Αν δεν το καταφέρουμε, ονειρεύομαι να το πετύχετε εσείς.

Σας φιλώ με σεβασμό το χέρι.

Ο αντρούλης σας.

★★★★★★★★

Αγαπημένη μου,

Εκμεταλλεύομαι τα λιγοστά ελεύθερα λεπτά μου εν μέσω αυτής της ταραγμένης διαδρομής στο Στάλινγκραντ, γιά να σου στείλω αυτήν την κάρτα. Πράγματι, εδώ βρίσκεται μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες εποποιίες της ανθρώπινης ιστορίας. Σε δύο μέρες φεύγω γιά την Κίνα.

Φιλιά,

Τσε.

★★★★★★★★

ΣΑΓΚΑΗ, ΚΙΝΑ

Έμαθα τα νέα σε τούτη την πόλη, που το όνομα της μπορείς να διαβάσεις κάτω από αυτό το καινούργιο απόκτημα. Έχεις βαλθεί να με κάνεις πάντα ρεζίλι. Εν πάση περιπτώσει, στέλνω ένα φιλί στην καθεμιά σας και να θυμάσαι: ότι έγινε έγινε.

Φιλιά,

Τσε

★★★★★★★★

ΠΑΡΙΣΙ

Αγαπημένη μου,

Καθώς ονειρευόμουν μες στο Λούβρο, κρατώντας σε απ’ το χέρι, σε είδα να παριστάνεσαι σε μια ζωγραφιά. Στρουμπουλή, σοβαρή, μ’ένα χαμόγελο λιγάκι θλιμμένο (ίσως επειδή κανένας δε σ’αγαπάει) να περιμένεις τον μακρινό αγαπημένο (να είναι άραγε αυτός που νομίζω ή κάποιος άλλος;). Κι’ άφησα το χέρι σου για να σε δω καλύτερα και να μαντέψω τι κρύβεται στην καρπερή σου μήτρα. Αγόρι, σωστά;

Ένα φιλί και μια μεγάλη αγκαλιά γιά όλους και ιδιαίτερα για σένα, απ’ τον

Στρατάρχη Του

Τσε

★★★★★★★★

Αγαπημένη μου,

Είναι η τελευταία κάρτα εδώ και πολύ καιρό, ίσως. Σε σκέφτομαι, όπως σκέφτομαι και τα μικρά κεφτεδάκια που έχω αφήσει πίσω. Αυτή η δουλειά σου αφήνει τελικά πολύ λίγο χρόνο γιά σκέψεις.

Δε σου στέλνω το δαχτυλίδι, γιατί σκέφτηκα πως δεν ήταν σωστό να ξοδέψω χρήματα γιά κάτι τέτοιο, τώρα που τόσο τα έχουμε ανάγκη. Θα σου στείλω κάτι απ’ τη χώρα του προορισμού μας. Γιά την ώρα σου στέλνω δύο παθιασμένα φιλιά, ικανά να λιώσουν την κρύα σου καρδιά. Μοίρασε το ένα σε μικρότερα κομμάτια και δώσ’ το στα παιδιά. Δώσε άλλα πιό μετρημένα φιλιά στα πεθερικά μου και στους υπόλοιπους του σογιού. Στους νιόπαντρους μια αγκαλιά και την πρόταση μου τον πρωτότοκο να τον πουν Ραμόν.

Τις νύχτες των τροπικών, θα ξαναπιάσω την παλιά μου τέχνη, ή μάλλον κακοτεχνία, του ποιητή (κυρίως στον τομέα της σκέψης παρά σ’εκείνον της σύνθεσης), κι εσύ θα είσαι η μόνη πρωταγωνίστρια. Μη σταματάς να διαβάζεις. Να δουλέψεις αρκετά και να με θυμάσαι πότε πότε.

Ένα φιλί τελευταίο, παθιασμένο, δίχως ρητορείες, απ’ τον

Ραμόν σου

★★★★★★★★

ΚΟΝΓΚΟ

Μοναδική μου εσύ στον κόσμο, (Αυτό το δανείστηκα απ’ τον γερο-Χικμέτ.)

Τι μάγια έχεις κάνει στο φτωχό σαρκίο μου και δε με νοιάζουν πια οι αληθινές αγκαλιές, παρά ονειρεύομαι τις κοιλότητες όπου μ’ έβαζες να φωλιάζω, τη μυρωδιά και τα τραχιά, χωριάτικα χάδια σου;

Ετούτο εδώ είναι μια άλλη Σιέρρα Μαέστρα αλλά δίχως τη γεύση της δημιουργίας ή, ακόμη λιγότερο, της ικανοποίησης του να νιώθω τον τόπο δικό μου. Όλα κυλούν με αργούς ρυθμούς, λες κι’ ο πόλεμος είναι μια δουλειά που μπορούμε ν’αφήσουμε για μεθαύριο. Γιά την ώρα, ο φόβος σου μην τυχόν και με σκοτώσουν είναι τόσο αβάσιμος όσο οι ζήλιες σου παλιότερα.

Η δουλειά μου περιορίζεται σε μαθήματα γαλλικών κάμποσες ώρες τη μέρα, εκμάθηση σουαχίλι και ιατρική. Σε λίγες μέρες από τώρα θα ξεκινήσει μια σοβαρή δουλειά, αλλά μόνο για εκπαίδευση. Κάτι σαν το Μίνας νιελ Φρίο, όπως ήταν στον πόλεμο. Όχι όπως όταν το επισκεφτήκαμε μαζί.

Δώσε ένα προστατευτικό φιλί στα παιδιά (και στην Ιλδίτα). Βγάλτε μιά φωτογραφία όλοι μαζί και στείλ’ τη μου. Μιά που να μην είναι πολύ μεγάλη κι’ άλλη μιά μικρούλα. Μάθε γαλλικά, ασχολήσου περισσότερο μ’ αυτά παρά με τη νοσηλευτική, και να μ’αγαπάς.

Ένα μεγάλο φιλί, σαν κι αυτό που θα σου δώσω όταν ξαναβρεθούμε.

Σ’αγαπώ,

Τάτου.

★★★★★★★★

Μη με εκβιάζεις. Δεν μπορείς να έρθεις εδώ πέρα τώρα, αλλά ούτε και σε τρείς μήνες. Μέσα σ’ ένα χρόνο τα πράγματα θα είναι αλλιώς και θα δούμε τι θα γίνει. Πρέπει να αναλύσουμε σωστά τις περιστάσεις. Το σπουδαιότερο είναι όταν έρθεις να μην είσαι “η κυρία” αλλα η μαχήτρια, και πρέπει να προετοιμαστείς γι’ αυτό, μαθαίνοντας τουλάχιστον γαλλικά […]

Έτσι έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου – υποχρεωμένος να ανακόπτω τις στοργικές μου διαθέσεις εξαιτίας άλλων σκέψεων και στόχων κι’ ο κόσμος να πιστεύει πως έχει να κάνει μ’ ένα μηχανικό τέρας. Βοήθησε με τώρα, Αλέϊδα, να είσαι δυνατή και να μη μου θέτεις προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν. Όταν παντρευτήκαμε, ήξερες ποιός είμαι. Πράξε κι’ εσύ το δικό σου καθήκον κάνοντας πιο υποφερτό το δρόμο μου, που είναι μακρύς ακόμη. Να μ’αγαπάς, με πάθος αλλά και με κατανόηση. Ο δρόμος μου έχει ήδη χαρακτεί, κανένας δε θα με σταματήσει παρά μόνο ο θάνατος. Μη λυπάσαι τον εαυτό σου. Όρμησε στη ζωή και νίκησε την. Κάποια κομμάτια της διαδρομής θα τα διανύσουμε μαζί. Αυτό που κουβαλάω μέσα μου δεν είναι καμιά ανέμελη δίψα γιά περιπέτειες με ότι συνεπάγεται, κι’ εγώ το ξέρω. Εσύ θα έπρεπε να το μαντεύεις […]

Μόρφωσε τα παιδιά. Μην τα κακομάθεις, μην τα παραχαϊδεύεις και κυρίως τον Καμίλο. Μη σκέφτεσαι να τα αφήσεις, γιατί δεν είναι δίκαιο. Είναι κι’ αυτά κομμάτι μας.

Σε αγκαλιάζει, με μια αγκαλιά μεγάλη και γλυκιά,

ο Τάτου σου.

★★★★★★★★

Αγάπη μου, ήρθε η ώρα να σου στείλω ένα αντίο με γεύση από κοιμητήριο (από φύλλα νεκρά, από κάτι τουλάχιστον μακρινό και παροπλισμένο). Θέλησα να το κάνω μ’ εκείνα τα αριθμητικά σημάδια που δεν φτάνουν στο περιθώριο και συνήθως τα ονομάζουν ποίηση, αλλά απέτυχα – έχω τόσες εξομολογήσεις γιά τ’ αυτιά σου που η λέξη γίνεται πια δεσμοφύλακας, κι ακόμη περισσότερο όσο αυτοί οι φευγαλέοι αλγόριθμοι αγαλλιάζουν στην παύση του ρυθμού μου. Δεν είμαι κατάλληλος για το ευγενές λειτούργημα της ποίησης. Κι όχι πως δεν έχω πράγματα γλυκά να πω. Να ήξερες μόνο πόσα απ’ αυτά στροβιλίζονται μέσα μου. Είναι όμως τόσο μακρύς ο δρόμος, τόσο περίπλοκο και στενό το κοχύλι που τα περικλείει, που βγαίνουν κουρασμένα απ’ το ταξίδι, κακόκεφα, συνεσταλμένα και τα πιο γλυκά απ’ όλα είναι τόσο εύθραυστα! Κομματιάζονται στο δρόμο κι απομένουν σκόρπιες δονήσεις και τίποτ’ άλλο […]

Μου λείπει η καθοδήγηση, θα έπρεπε να διαλυθώ για να καταφέρω επιτέλους να στο πω. Ας χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις με το καθημερινό τους νόημα κι ας φωτογραφίσουμε τις στιγμές. […] Έτσι σ’αγαπώ, με την ανάμνηση του πικρού καφέ κάθε πρωί δίχως όνομα και με τη γεύση της καθαρής σάρκας στην κοιλότητα του γονάτου σου, μ’ ένα πούρο που η στάχτη του ισορροπεί και μια ασυνάρτητη γκρίνια προς υπεράσπιση του πάλλευκου μαξιλαριού […] Έτσι σ’αγαπώ, κοιτάζοντας τα παιδιά σαν μια σκάλα δίχως ιστορία (κι εκεί υποφέρω γιατί οι μεταμορφώσεις τους δε μου ανήκουν), με μια σουβλιά θλίψης στα πλευρά, πολυάσχολος, αποστεφόμενος τη σχόλη, κλεισμένος στο κοχύλι μου […]

Το τωρινό θα ‘ναι ένα πραγματικό αντίο – η λάσπη μ’ έχει γεράσει πέντε χρόνια, δε μένει πια παρά μόνο το τελευταίο άλμα, το οριστικό. Τελείωσαν πια τα τραγούδια των σειρήνων και οι μέσα μου μάχες, δένεται η κορδέλα για τον τελευταίο μου αγώνα δρόμου. Η ταχύτητα μου θα είναι τόση που κάθε κραυγή θα σβηστεί. Το παρελθόν τελείωσε. Είμαι το μέλλον που έρχεται.

Μη με φωνάξεις, δε θα σ΄ακούσω – μπορώ μονάχα να σε συλλογιέμαι τις ηλιόλουστες μέρες, κάτω απ’ το ανανεωμένο χάδι των πυροβολισμών […] Θα ρίξω ένα βλέμμα λοξό, σαν το σκυλί που στρέφεται γιά τελευταία φορά πριν πέσει να ξεκουραστεί, και θα σας αγγίξω με τη ματιά μου, τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί.

Αν κάποια μέρα νιώσεις ένα βλέμμα να πέφτει πάνω σου με βία, μη στραφείς, μη σπάσεις τα μάγια, συνέχισε να πίνεις τον καφέ σου κι άσε με να σε ζήσω για πάντα μές στην αιώνια στιγμή.

★★★★★★★★

2 Δεκεμβρίου 1966.

Μοναδική μου,

Εκμεταλλεύομαι το ταξίδι ενός φίλου για να σου στείλω ετούτες τις γραμμές. Θα μπορούσα φυσικά να στις στείλω με το ταχυδρομείο, αλλά μου φάνηκε πιό οικείος ο “μη επίσημος” δρόμος. Θα μπορούσα να σου πω ότι μου λείπεις τόσο που έχω χάσει τον ύπνο μου, αλλά ξέρω ότι δε θα με πίστευες, οπότε συγκρατούμαι. Είναι όμως κάποιες μέρες που η νοσταλγία ορμάει ασυγκράτητη και με κυριεύει. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, κυρίως, δεν ξέρεις πόσο μου έλλειψαν τα τελετουργικά σου δάκρυα, κάτω από τούτον τον ουρανό με τα καινούργια άστρα, που μου θύμιζε πόσο λίγο έχω χαρεί τη ζωή στον προσωπικό τομέα […]

Γιά τη ζωή μου εδώ δεν έχω να σου πω πολλά ενδιαφέροντα, η δουλειά μου αρέσει αλλά απαιτεί απομόνωση και μερικές φορές γίνεται κουραστική. Μελετάω, όποτε μου μένει χρόνος, και πότε πότε ονειρεύομαι. Παίζω σκάκι, δίχως αξιόλογους αντιπάλους, και περπατάω αρκετά. Αδυνατίζω, λίγο απ’ τη νοσταλγία και λίγο απ’ τη δουλειά. Δώσε ένα φιλί στα κεφτεδάκια, και σ’ όλους τους άλλους. Για σένα ένα φιλί έμπλεο αναστεναγμών και λοιπών θλιβερών, απ’ τον φτωχό και φαλακρό σου

Σύζυγο

★★★★★★★★

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ

Μοναδική μου εσύ στον κόσμο, λαθραία έβγαλα απ’ το αρμάρι του Χικμέτ ετούτον τον ερωτευμένο στίχο μόνο, γιά να σου δείξω το ακριβές μέγεθος της αγάπης μου.

Παρ’ όλα αυτά, στον πιό βαθύ λαβύρινθο του μελαγχολικού κοχυλιού σμίγουν και απωθούνται οι πόλοι του πνεύματος μου: εσύ και ΟΛΟΙ.

Οι Όλοι απαιτούν την αμέριστη αφοσίωση μου, μόνη η σκιά μου να σκοτεινιάζει το δρόμο! Κι όμως, δίχως να ξεγελάω τους νόμους του εξαϋλωμένου έρωτα σ’ έχω φυλαγμένη στον ταξιδιωτικό μου σάκο.

(Σε κουβαλάω στο σάκο μου του ακούρατου ταξιδιώτη σαν τον άρτον ημών τον επιούσιο.)

Πάω να οικοδομήσω τις ανοίξεις του αίματος και του γουδιού κι αφήνω, στο κενό της απουσίας μου, ετούτο το φιλί το δίχως γνωστή διεύθυνση. Δε μου έχουν ανακοινώσει, όμως, την κρατημένη θέση στη θριαμβευτική παρέλαση της νίκης και το μονοπάτι που βγάζει στο δρόμο μου είναι φωτοστεφανωμένο από δυσοίωνες σκιές.

Αν προορίζουν γιά μένα τον σκοτεινό θώκο των τσιμέντων, φύλαξε τον στο ομιχλώδες αρχείο των αναμνήσεων – κατέφυγε σ’αυτόν τις νύχτες των δακρύων και των ονείρων …

Αντίο, μοναδική μου, μην τρέμεις μπροστά στην πείνα των λύκων ούτε στις παγωμένες στέπες της απουσίας, σ’ έχω στο μέρος της καρδιάς και θα πορευτούμε μαζί ώσπου ο δρόμος να σβηστεί …

Αλέιδα Μαρτς (Aleida March)

Η Αλέιδα Μαρτς ντε λα Τόρε, γεννηθείσα το 1937 στην Κούβα, είναι η δεύτερη σύζυγος του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και μητέρα της Αλέιδα Γκεβάρα. Υπήρξε μέλος του επαναστατικού στρατού του Φιντέλ Κάστρο και μετέπειτα εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας του Γκεβάρα. Παντρεύτηκαν το 1959 (Μάρτιο η Ιούνιο) σε τελετή που έλαβε χώρα στις στρατιωτικές φυλακές της Λα Καμπάνια.

Η Αλέιδα και ο Τσε έγιναν γονείς τεσσάρων παιδιών: της Αλέιδα, του Καμίλο, της Σέλια και του Ερνέστο. Η ίδια έχει γράψει το βιβλίο «Αναμνήσεις: η ζωή με τον Τσε» (Evocacion), όπου περιγράφει τη γνωριμία της με τον επαναστάτη και την περίοδο του γάμου τους, δίνοντας μιά άλλη όψη: αυτή του συντρόφου, συζύγου και πατέρα Γκεβάρα.

Διαβάστε: Γράμματα στην Αλέϊδα.

Με την Αλεϊδα Μαρτς

Ο γάμος του Ερνέστο Γκεβάρα με την Αλεϊδα Μαρτς στην Αβάνα το 1959. Η τελετή έλαβε χώρα σε αίθουσα των φυλακών της Λα Καμπάνια.

Ερνέστο και Αλεϊδα.

Ο Τσε και η Αλεϊδα μετά το γάμο τους.

Τα χρόνια της Επανάστασης.