Πώς έβλεπε ο Τσε τον Σοσιαλισμό

Του Μισέλ Λεβί.

Από την επιτυχία της κουβανικής επανάστασης, το 1959, μέχρι το 1967, η σκέψη του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα εξελίχτηκε. Αν και οι κεντρικοί άξονες της πολιτικής του θεωρίας και πρακτικής παρέμειναν η χειραφέτηση της Λατινικής Αμερικής και ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, από το 1963 και μετά τον απασχολούσε η άσκηση κριτικής στο αδιέξοδο όπου οδηγούσαν τα συστήματα της Ανατολικής Ευρώπης.

Ο Τσε Γκεβάρα απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τις αρχικές αυταπάτες του για την ΕΣΣΔ και τον σοβιετικού τύπου μαρξισμό. Σε επιστολή του, το 1965, προς τον φίλο του Αρμάντο Χαρτ (τον κουβανό υπουργό Πολιτισμού), κατακρίνει σκληρά τον « ιδεολογικό μιμητισμό » που έχει κάνει την εμφάνισή του στην Κούβα με την έκδοση σοβιετικών εγχειριδίων για τη διδασκαλία του μαρξισμού.

Εκείνη την εποχή, την άποψή του συμμερίζονταν οι Μαρτίνεζ Χερέντια, Ορέλιο Αλόνσο και ο κύκλος τους στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Αβάνας, οι οποίοι εξέδιδαν την επιθεώρηση « Pensiamento critico ». Τα εγχειρίδια, τα οποία αποκαλούσε « σοβιετικά τούβλα », « έχουν το μειονέκτημα ότι δεν σε αφήνουν να σκεφτείς : το Κόμμα το έχει ήδη κάνει για σένα, κι εσύ οφείλεις να τα χωνέψεις » [1], έγραφε. Είναι ξεκάθαρο ότι αναζητεί ένα νέο μοντέλο, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, πιο ριζοσπαστική, πιο εξισωτική, πιο αλληλέγγυα.

Το έργο του « Τσε » δεν είναι ένα στεγανό σύστημα που έχει απάντηση για όλα : για πολλά ζητήματα (τη σοσιαλιστική δημοκρατία, τον αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία) η συλλογιστική του παραμένει ατελής και εξαιτίας του θανάτου του, το 1967. Ο Μαρτίνεζ Χερέντια έχει δίκιο να υπογραμμίζει : « το ανολοκλήρωτο της σκέψης του Τσε […] παρουσιάζει και θετικές όψεις. Ο μεγάλος διανοητής είναι παρών, δείχνοντάς μας προβλήματα και δρόμους […] απαιτώντας από τους συντρόφους του να σκέφτονται, να μελετούν, να συνδυάζουν τη θεωρία με την πράξη. Είναι αδύνατον, όταν αποδέχεσαι πραγματικά τη σκέψη του, να τη μετατρέψεις σε δόγμα ή σε θεωρητικό προπύργιο […] τσιτάτων και συνταγών » [2].

Μεταξύ 1960 και 1962, ο Γκεβάρα έτρεφε πολλές ελπίδες για τις « αδελφές χώρες » του « υπαρκτού σοσιαλισμού ». Ύστερα από μερικές επισκέψεις στην ΕΣΣΔ και την Αν. Ευρώπη, και μετά την εμπειρία των πρώτων χρόνων της μετάβασης προς τον σοσιαλισμό στην Κούβα, άρχισε να γίνεται επικριτικός. Η απόκλιση των απόψεών του εκφράστηκε δημόσια σε πολλές περιπτώσεις, κυρίως στον διάσημο « Λόγο του Αλγερίου » το 1965. Όμως, ήδη από την περίοδο 1963-1964, κατά τη διάρκεια του μεγάλου δημόσιου διαλόγου για την οικονομία στην Κούβα, έγινε αισθητή η απόπειρά του να διατυπώσει μια καινούρια προσέγγιση του σοσιαλισμού.

Τα « τούβλα » από την ΕΣΣΔ.

Ο συγκεκριμένος διάλογος είχε οδηγήσει σε αντιπαράθεση τους οπαδούς ενός είδους « σοσιαλισμού της αγοράς » όπου θα υπήρχε αυτονομία των επιχειρήσεων και επιδίωξη της οικονομικής αποτελεσματικότητας, όπως συνέβαινε στην ΕΣΣΔ, και του Γκεβάρα, ο οποίος υποστήριζε έναν κεντρικό σχεδιασμό, βασισμένο σε κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά κριτήρια : αντί για πριμ παραγωγικότητας και τιμές καθορισμένες από την αγορά, πρότεινε να παρέχονται δωρεάν ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες. Ωστόσο, στις παρεμβάσεις ο Τσε δεν προσδιόριζε με σαφήνεια ποιος θα ελάμβανε τις θεμελιώδεις οικονομικές αποφάσεις. Με άλλα λόγια, ετίθετο το ζήτημα της δημοκρατίας στο σχεδιασμό. Πάνω σε αυτό το θέμα, όπως και σε αρκετά άλλα, ορισμένα ανέκδοτα έως τώρα κείμενα του Γκεβάρα, που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα στην Κούβα, ανοίγουν νέες προοπτικές.

Πρόκειται για τις « Κριτικές σημειώσεις » του Τσε στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (έκδοση του 1963 στα ισπανικά) -ένα από τα « τούβλα » που ανέφερε στην επιστολή του προς τον Χαρτ- οι οποίες συντάχθηκαν κατά την παραμονή του στην Τανζανία και κατόπιν, κυρίως, στην Πράγα, τη διετία 1965-1966. Δεν μιλάμε για βιβλίο, ούτε καν για δοκίμιο, αλλά για μια συλλογή αποσπασμάτων του σοβιετικού έργου, τα οποία συνοδεύονται από σχόλια, συχνά αιχμηρά και ειρωνικά [3].

Περιμέναμε την έκδοση αυτού του ντοκουμέντου εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Για δεκαετίες έμεινε « εκτός κυκλοφορίας » : η μόνη παραχώρηση ήταν να αφήσουν μερικούς κουβανούς ερευνητές να το μελετήσουν και να δημοσιοποιήσουν ορισμένα αποσπάσματα [4]. Χάρη στη Μαρία ντελ Κάρμεν Αριέτ Γκαρσία, του Κέντρου Μελετών Τσε Γκεβάρα της Αβάνας, βρίσκεται σήμερα στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων. Η διευρυμένη έκδοση περιέχει και διάφορα άλλα ανέκδοτα κείμενα : μια επιστολή στον Φιντέλ Κάστρο, γραμμένη τον Απρίλιο του 1965, η οποία χρησιμεύει ως πρόλογος του βιβλίου, σημειώσεις πάνω σε κείμενα του Μαρξ και του Λένιν, μια επιλογή των πρακτικών των συζητήσεων ανάμεσα στον Γκεβάρα και τους συνεργάτες του στο υπουργείο Βιομηχανίας (1963-1965), τα οποία εν μέρει είχαν ήδη εκδοθεί τη Γαλλία και την Ιταλία τη δεκαετία του 1970, επιστολές σε διάφορες προσωπικότητες (Πολ Σουίζι, Σαρλ Μπετελέμ), αποσπάσματα μιας συνέντευξης στο αιγυπτιακό περιοδικό « Al Taliah » (Απρίλιος 1965).

Το έργο εκφράζει παράλληλα την ανεξαρτησία πνεύματος του Γκεβάρα, την κριτική αποστασιοποίησή του από τον « υπαρκτό σοσιαλισμό », καθώς και την αναζήτηση ενός ριζοσπαστικού δρόμου. Δείχνει επίσης και τα όρια της συλλογιστικής του.

Ας αρχίσουμε από τα τελευταία : Ο Τσε, μέχρι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή -δεν γνωρίζουμε αν η ανάλυσή του προχώρησε κατά τη διάρκεια της διετίας 1966-1967- δεν έχει κατανοήσει το πρόβλημα του σταλινισμού. Αποδίδει τα αδιέξοδα που παρατηρήθηκαν στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1960, στη… Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν ! Βέβαια, σκέφτεται ότι, εάν ο Λένιν είχε ζήσει περισσότερο -« διέπραξε το σφάλμα να πεθάνει », παρατηρεί με χιούμορ- θα είχε διορθώσει εκείνες τις επιπτώσεις της που οδήγησαν στα μεγαλύτερα πισωγυρίσματα. Παραμένει πεπεισμένος ότι η εισαγωγή καπιταλιστικών στοιχείων από τη Νέα Οικονομική Πολιτική οδήγησε σε βαθύτατες παρεκκλίσεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση του καπιταλισμού, η οποία παρατηρήθηκε στην ΕΣΣΔ το 1963.

Καμία από τις κριτικές σημειώσεις του για τη Νέα Οικονομική Πολιτική δεν στερείται ενδιαφέροντος. Μερικές φορές συμπίπτουν με εκείνες που διατύπωσε η αριστερή αντιπολίτευση (στην ΕΣΣΔ) την περίοδο 1925-1927 : για παράδειγμα, όταν διαπιστώνει ότι « τα στελέχη του κόμματος συμμάχησαν με το σύστημα, δημιουργώντας μια προνομιούχο κάστα ». Όμως, η ιστορική υπόθεση που καθιστά τη Νέα Οικονομική Πολιτική υπεύθυνη για τις φιλοκαπιταλιστικές τάσεις στην ΕΣΣΔ του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, προφανώς ελάχιστα στέκει. Όχι ότι ο Γκεβάρα αγνοούσε τον ολέθριο ρόλο του Στάλιν… Σημειώνει κάπου, με εντυπωσιακή ακρίβεια : « Το τρομερό ιστορικό έγκλημα του Στάλιν υπήρξε το γεγονός ότι περιφρόνησε την κομμουνιστική εκπαίδευση και καθιέρωσε την απεριόριστη λατρεία της εξουσίας ». Αν και δεν πρόκειται για ανάλυση του σταλινικού φαινομένου, είναι ήδη εμφανής η κατηγορηματική του απόρριψη από τον Τσε.

Σοσιαλιστικός επεκτατισμός

Στον « Λόγο του Αλγερίου », ο Γκεβάρα απαιτούσε από τις χώρες που αυτοπροσδιορίζονταν ως σοσιαλιστικές να θέσουν τέρμα « στη σιωπηρή συνενοχή τους με τις χώρες των εκμεταλλευτών, τις δυτικές χώρες ». Αυτή η πρακτική εκφραζόταν μέσα από τους άνισους όρους ανταλλαγών με τους λαούς που αγωνίζονταν ενάντια στον ιμπεριαλισμό [5]. Το ζήτημα επανέρχεται πολλές φορές στις « Κριτικές σημειώσεις » του στο σοβιετικό εγχειρίδιο. Ενώ οι συγγραφείς του επίσημου έργου εξυμνούν την « αμοιβαία βοήθεια » ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, ο πρώην υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα : « Εάν ο προλεταριακός διεθνισμός πρωτοστατούσε στις ενέργειες των κυβερνήσεων κάθε σοσιαλιστικής χώρας, (…) αυτό θα αποτελούσε μεγάλη επιτυχία. Όμως, ο διεθνισμός έχει αντικατασταθεί από τον σοβινισμό (της υπερδύναμης ή της μικρής χώρας) ή από την υποταγή στην ΕΣΣΔ (…). Αυτή η κατάσταση πληγώνει όλα τα τίμια όνειρα των κομουνιστών σε ολόκληρο τον κόσμο ».

Μερικές σελίδες παρακάτω, σε ένα ειρωνικό σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο το εγχειρίδιο εξυμνούσε τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, ο οποίος υποτίθεται ότι στηριζόταν στην « αδελφική συνεργασία », ο Γκεβάρα παρατηρεί : « Η σφηκοφωλιά της Κομεκόν [6] διαψεύδει αυτόν τον ισχυρισμό στην πράξη. Το κείμενο αναφέρεται σε μια ιδανική κατάσταση η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα με την εφαρμογή στην πράξη του προλεταριακού διεθνισμού, ωστόσο, σήμερα αυτός είναι αξιοθρήνητα απών ». Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται κι ένα άλλο απόσπασμα, στο οποίο διαπιστώνει με πικρία ότι στις σχέσεις των χωρών που υποστηρίζουν ότι είναι σοσιαλιστικές συναντάμε « φαινόμενα επεκτατισμού, ετεροβαρών ανταλλαγών, ανταγωνισμού, έως και κάποιον βαθμό εκμετάλλευσης, και οπωσδήποτε την υποταγή των ασθενέστερων κρατών στα ισχυρότερα ».

Τέλος, όταν το εγχειρίδιο μιλάει για την « οικοδόμηση του σοσιαλισμού » στην ΕΣΣΔ, η κριτική του Τσε θέτει το ρητορικό ερώτημα : « Μπορούμε να οικοδομήσουμε τον σοσιαλισμό σε μια μονάχα χώρα ; » Μια άλλη παρατήρηση κινείται έχει παρόμοια αφετηρία : ο Τσε διαπιστώνει ότι ο « Λένιν είχε διατρανώσει απερίφραστα τον παγκόσμιο χαρακτήρα της επανάστασης, πράγμα που στη συνέχεια διαψεύστηκε ». Πρόκειται για μια ξεκάθαρη αιχμή προς την « οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μονάχα χώρα » [7].

Στις περισσότερες κριτικές του Γκεβάρα αντιστοιχούν οικονομικά κείμενά του της διετίας 1963-1964 : υπεράσπιση του κεντρικού σχεδιασμού ενάντια στον νόμο της αξίας και ενάντια στα αυτόνομα εργοστάσια που λειτουργούν με τους κανόνες της αγοράς. Ανησυχεί επίσης για τα πριμ που χορηγούνται ως υλικό κίνητρο στους διευθυντές των εργοστασίων, καθώς θεωρεί ότι αποτελούν όχημα διαφθοράς. Ο Γκεβάρα υπερασπίζεται το σχεδιασμό ως κεντρικό άξονα της διαδικασίας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, επειδή « απελευθερώνει το ανθρώπινο ον από την κατάσταση του οικονομικού πράγματος ». Ωστόσο, αναγνωρίζει στην επιστολή του προς τον Φιντέλ ότι στην Κούβα « οι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν στη σύνταξη του πλάνου ».

Ποιος πρέπει να εκπονεί τον σχεδιασμό ;

Ο διάλογος της περιόδου 1963-1964 δεν είχε δώσει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Στις « Κριτικές σημειώσεις » του 1965-1966 βρίσκουμε πολύ πιο ενδιαφέρουσες και πιο προωθημένες απόψεις : ορισμένα αποσπάσματα θέτουν ξεκάθαρα την αρχή της λήψης των αποφάσεων για τα μεγάλα οικονομικά ζητήματα από τον ίδιο τον λαό. Οι μάζες, γράφει ο Τσε, οφείλουν να συμμετέχουν στην εκπόνηση του πλάνου, ενώ η εκτέλεσή του αποτελεί ένα καθαρά τεχνικό θέμα. Κατά τη γνώμη του, στην ΕΣΣΔ η θεώρηση του πλάνου ως « μια οικονομική απόφαση των μαζών, οι οποίες έχουν συνείδηση του ρόλου τους », αντικαταστάθηκε από ένα πλασέμπο, τους οικονομικούς μοχλούς που καθορίζουν τα πάντα. Οι μάζες, επιμένει, « οφείλουν να έχουν τη δυνατότητα να κατευθύνουν το πεπρωμένο τους, να αποφασίζουν το μερίδιο που θα διατεθεί για τη συσσώρευση και το μερίδιο που θα διατεθεί για κατανάλωση », ενώ η οικονομική τεχνική οφείλει να εργάζεται με βάση τους αριθμούς τους οποίους έχει αποφασίσει ο λαός, και η « συνείδηση των μαζών οφείλει να εξασφαλίζει την επίτευξη αυτών των στόχων ».

Αυτό το ζήτημα επανέρχεται αρκετές φορές : όπως γράφει, οι εργάτες, και ο λαός γενικότερα « θα αποφασίζουν για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας (ρυθμός ανάπτυξης, συσσώρευση-κατανάλωση) », ακόμα κι αν το πλάνο ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών. Αυτός ο υπερβολικά μηχανικός διαχωρισμός ανάμεσα στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων και στην εκτέλεσή τους είναι συζητήσιμος. Ο Γκεβάρα δεν έχει φτάσει ακόμα σε όλα τα πολιτικά συμπεράσματα που αυτός συνεπάγεται -εκδημοκρατισμός της εξουσίας, πολιτικός πλουραλισμός, ελευθερία της δημιουργίας οργανώσεων- ωστόσο, η σημασία αυτής της νέας αντίληψης για την οικονομική δημοκρατία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί [8].

Μπορούμε να θεωρήσουμε τις σημειώσεις ως ένα σημαντικό βήμα στο δρόμο του Γκεβάρα προς μια εναλλακτική κομουνιστική δημοκρατική λύση απέναντι στο σοβιετικό μοντέλο. Αυτός ο δρόμος διακόπηκε απότομα τον Οκτώβριο του 1967, από τους βολιβιανούς δολοφόνους του που εργάζονταν για λογαριασμό της CIA.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 11 Δεκεμβρίου 2007 – Le Monde Diplomatique.

Υποσημειώσεις:

Ο Μισέλ Λεβί.

[1] Η επιστολή, η οποία παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα ανέκδοτη, παρουσιάστηκε στο έργο του Nestor Kohau, « Ernesto Che Guevara. Otro mondo es possible », Nuestra America, Μπουένος Αϊρες, 2003, σελ. 156-158.

[2] « Che, el socialismo y el comunismo », στο « Pensar el Che, Centro de estudios sobre America », Editorial Jose Marti, Αβάνα, 1989, τόμος ΙΙ, σελ.30.

[3] Ernesto Che Guevara, « Apuntes criticos a la economia politica », Ocean Press, Αβάνα, 2006.

[4] Βλέπε Carrlos Tablada, « El pensiamento economico de Ernesto Che Guevara » (τριάντα εκδόσεις από το 1987, η τελευταία εκ των οποίων στον « Ruth Casa Editorial », Παναμάς, 2005), Orlando Borrego, « El camino del fuego », Imagen Contempor―nca, Αβάνα, 2001.

[5] Ernesto Che Guevara, « Obras 1957-1967 », Maspero, Παρίσι, 1970, τόμος ΙΙ, σελ. 574.

[6] Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας : ένα είδος Κοινής Αγοράς των χωρών του « υπαρκτού σοσιαλισμού ».

[7] Αυτή η πολιτική θεωρία την οποία υποστήριξε ο Στάλιν το 1924 και η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τις « διεθνιστικές » αρχές που υποστήριζε παλαιότερα ο Λένιν, υιοθετήθηκε από το 14ο Συνέδριο του Κομουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης στις 18 Δεκεμβρίου του 1925.

[8] Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στις συζητήσεις με τους συνεργάτες του στο υπουργείο Βιομηχανίας οι οποίες δημοσιεύονται στον ίδιο τόμο, ο Γκεβάρα υπερασπίστηκε πολλές φορές την ελευθερία της έκφρασης. Έτσι, σε μια συζήτηση τον Νοέμβριο του 1964 επιμένει : « Δεν είναι δυνατόν να καταστρέψεις μια γνώμη με τη βία, αυτό μπλοκάρει όλη την ελεύθερη ανάπτυξη της διάνοιας ».

Η χρονιά της εξαφάνισης

Την άνοιξη του 1965 ο Τσε εξαφανίστηκε από προσώπου γης, μέσα σε μια απίστευτη παραφιλολογία των δυτικών ΜΜΕ που τον ήθελαν να έχει αυτοκτονήσει, να έχει εκτελεστεί από τον Κάστρο ή να είναι θαμμένος στο … Λας Βέγκας. Στην πραγματικότητα, όπως έμελλε να αποδείξει ο θάνατός του δυόμισι χρόνια αργότερα στα βουνά της Βολιβίας, ο θρυλικός κομαντάντε είχε αποφασίσει να κάνει πράξη το κάλεσμά του για τη μετατροπή του Τρίτου Κόσμου σε «2, 3, πολλά Βιετνάμ». Πρώτος σταθμός του θα είναι το πρώην βελγικό Κονγκό (αργότερα Ζαίρ), σε μια επτάμηνη εκστρατεία που θα παραμείνει για τρεις ολόκληρες δεκαετίες «το καλύτερα φυλαγμένο μυστικό της κουβανικής επανάστασης».

Κι όμως, επρόκειτο για επιχείρηση κάθε άλλο παρά αμελητέα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το Κονγκό ήταν για τη διεθνή πολιτική ό,τι η Γιουγκοσλαβία των ημερών μας: ένα πεδίο δοκιμής της νέας τάξης πραγμάτων του μεταποικιακού κόσμου -με εθνοτικές διαμάχες, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και αποτυχημένες ειρηνιστικές παρεμβάσεις του ΟΗΕ. Το 1964, τρία διαφορετικά αντάρτικα αριστερών αποκλίσεων μάχονταν -με τη δεδηλωμένη υποστήριξη του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας- κατά της νεοαποικιακής κυβέρνησης του Μωϋσή Τσομπέ και των λευκών μισθοφόρων της · το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, η προέλασή τους θα ανακοπεί από βέλγους αλεξιπτωτιστές, που μεταφέρθηκαν από αμερικανικά αεροπλάνα μέσω βρετανικών βάσεων. Η κουβανική επέμβαση θα επιχειρήσει να απαντήσει σ’ αυτή την ιμπεριαλιστική επιδρομή: η πρώτη ομάδα μαχητών, με επικεφαλής τον Γκεβάρα, έφτασε στο Νταρ-ες-Σαλάμ της Τανζανίας στις 19.4.1965 και λίγες μέρες αργότερα πέρασε στο Κονγκό, στην απέναντι όχθη της λίμνης Ταγκανίκα · ακολουθούν τους επόμενους μήνες περισσότεροι από 100 ακόμα Κουβανοί, όλοι εθελοντές. Η επιχείρηση παρόλα αυτά θα καταλήξει σε πανωλεθρία, εξαιτίας μιας σειράς αδυναμιών του κονγκολέζικου αντάρτικου αλλά και της αλλαγής της διεθνούς συγκυρίας. Στις 23 Νοεμβρίου 1965, το εκστρατευτικό σώμα του Γκεβάρα εγκαταλείπει τη χώρα. Ο ίδιος ο κομαντάντε, ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα στην Πράγα, θα πάρει το δρόμο για τη Βολιβία -όπου η αφρικανική εμπειρία του θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του, κυρίως όσον αφορά την επιμονή του να κρατήσει ο ίδιος την ηγεσία του αντάρτικου και να μην την εμπιστευθεί στην απρόθυμη καθοδήγηση του τοπικού ΚΚ.

Η πρώτη λεπτομερής περιγραφή του κονγκολέζικου εγχειρήματος έγινε μόλις το 1994, σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Αβάνα από το γνωστό μεξικανό συγγραφέα Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ και τους κουβανούς δημοσιογράφους Φροϊλάν Εσκομπάρ και Φελίξ Γκέρα, με τίτλο «Η χρονιά που δεν ήμασταν πουθενά». Στο μεγαλύτερο μέρος του πρόκειται για συρραφή από μαρτυρίες κουβανών και κονγκολέζων που είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία, το πιο ενδιαφέρον όμως τμήμα του αποτελούν τα αποσπάσματα από ένα αδημοσίευτο κείμενο του ίδιου του Γκεβάρα με τίτλο «Pasajes de la guerra revolucionaria: el Congo» (Σελίδες του επαναστατικού πολέμου: το Κονγκό). Από τη γαλλική μετάφραση του βιβλίου ( Παρίσι 1995, εκδ. Metaile) μεταφέρουμε εδώ κάποια χαρακτηριστικά τμήματα των απομνημονευμάτων του Τσε, μαζί με δυο μαρτυρίες συμπολεμιστών του.

Η άφιξη. «Δεν ενημέρωσα κανέναν κονγκολέζο για την απόφασή μου να συμμετάσχω στον αγώνα, ούτε φυσικά για την παρουσία μου. Στην πρώτη συζήτηση με τον Καμπίλα δεν μπορούσα να το κάνω, γιατί τίποτα δεν είχε αποφασιστεί και, άπαξ και αποφασίστηκε, ήταν επικίνδυνο να γνωστοποιηθεί το σχέδιό μου πριν φτάσω στον προορισμό μου (…) Είχα συνείδηση του γεγονότος ότι μια άρνηση από μέρους τους θα με έφερνε σε δύσκολη θέση, καθώς δε θα μπορούσα πια να γυρίσω πίσω, υπολόγιζα όμως πως θα τους ήταν δύσκολο να αρνηθούν. Ήταν ένας εκβιασμός, όπου επέβαλα την παρουσία μου».

Τα Μετώπισθεν. «Μπορέσαμε να διαπιστώσουμε πως οι κονγκολέζοι διοικητές μοίραζαν άδειες για επισκέψεις από το μέτωπο στην Κιγκόμα. Αυτό το χωριό αποτελούσε ένα καταφύγιο, όπου οι πιο τυχεροί μπορούσαν να αποβιβαστούν για να ζήσουν μακριά από τις τύχες του πολέμου. Η καταστροφική επίδραση της Κιγκόμα, των πορνείων της, των μπαρ της και κυρίως αυτός ο χαρακτήρας της ως εξασφαλισμένο άσυλο, δεν είχαν ληφθεί επαρκώς υπόψη από την επαναστατική διοίκηση. (…) Οι μέρες περνούσαν. GΗ λίμνη διασχιζόταν από διάφορους αγγελιοφόρους, που είχαν μια μυθική ικανότητα να διαστρέφουν κάθε είδηση, ή από αδειούχους που είχαν εξασφαλίσει ένα κάποιο πάσο για την Κιγκόμα. Ως γιατρός (επιδημιολόγος), δούλεψα κάμποσες μέρες μαζί με τον Κούμι στο αγροτικό ιατρείο, όπου παρατήρησα αρκετά ανησυχητικά κρούσματα. Πρώτα απ’ όλα, το μεγάλο αριθμό αφροδίσιων νοσημάτων, τα περισσότερα από τα οποία είχαν αποκτηθεί στην Κιγκόμα. Δεν ήταν η υγειονομική κατάσταση του πληθυσμού ή των πορνών της Κιγκόμα που θεωρούσα τότε ανησυχητικά, αλλά το γεγονός ότι αυτές ήταν σε θέση να μολύνουν τόσους άντρες. Ποιος πλήρωνε γι’ αυτές τις γυναίκες; Πού πήγαιναν τα χρήματα της επανάστασης;»

Το Χάος. «Συμμετείχα προσωπικά στη διανομή σοβιετικών φαρμάκων, η όλη σκηνή έμοιαζε με ανατολίτικο παζάρι. Κάθε εκπρόσωπος ένοπλης ομάδας έβγαζε αριθμούς και παρέθετε λόγους για να πάρει μεγάλες ποσότητες φαρμάκων · χρειάστηκε πολλές φορές να αντιταχθώ βίαια στην αρπαγή ορισμένων σκευασμάτων και ειδικευμένου υλικού που θα ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθούν στα πολεμικά μέτωπα, αλλά όλοι ήθελαν να έχουν απ’ όλα. Καθένας ορμούσε με αριθμούς μαγικούς: τέσσερις χιλιάδες οι δικοί μου, κι εγώ άλλες δυο χιλιάδες, και ούτω καθεξής (…) Η παράδοση των φορτίων με τα όπλα και τον υπόλοιπο εξοπλισμό γινόταν με τέτοιο τρόπο, ώστε πάντοτε έλειπε κάτι: κανόνια ή πολυβόλα χωρίς βασικά εξαρτήματα, τουφέκια με ακατάλληλα πυρομαχικά νάρκες δίχως πυροκροτητές. Όλα αυτά έμοιαζαν αναγκαστικό χαρακτηριστικό των αποστολών υλικού από την Κιγκόμα».

Το Μαγικό Φίλτρο. «Ο αντισυνταγματάχης Λαμπέρ, συμπαθητικός και στην αρχή πρόσχαρος, μου εξήγησε πως τα αεροπλάνα του εχθρού δε μετράνε καθόλου γι’ αυτούς, αφού διαθέτουν το dawa, ένα φάρμακο που τους κάνει άτρωτους στις σφαίρες.
-Εμένα, με έχουν πετύχει πολλές φορές και οι σφαίρες πέφτουν στη γη, χωρίς δύναμη.

Δεν άργησα να αντιληφθώ πως μιλούσε σοβαρά. Αυτό το dawa αποδείχθηκε μάλλον καταστροφικό για τη στρατιωτική προετοιμασία. Η αρχή είναι η εξής: ο μαχητής λούζεται με ένα υγρό, όπου έχουν λιώσει διάφορα βότανα και άλλες μαγικές ουσίες, με τη συνοδεία ορισμένων καβαλιστικών σημείων και, σχεδόν πάντα, με τη χάραξη ενός σημαδιού με κάρβουνο στο πρόσωπό του · προς το παρόν, προστατεύεται απέναντι σε κάθε λογής όπλα του εχθρού (αυτό εξαρτάται από την έκταση των δυνάμεων του μάγου), δεν πρέπει όμως να ακουμπήσει κανένα αντικείμενο που δεν του ανήκει, ούτε γυναίκα, ούτε να φοβάται, γιατί αλλιώς θα χάσει την προστασία. Οι αποτυχίες είναι έτσι εύκολο να εξηγηθούν: νεκρός άντρας ίσον άντρας που φοβήθηκε, που έκλεψε ή που κοιμήθηκε με γυναίκα, τραυματίας ίσον άντρας που φοβήθηκε. Καθώς ο φόβος αποτελεί συστατικό στοιχείο του πολέμου, οι μαχητές βρίσκουν πολύ φυσικό να αποδίδουν ένα τραύμα στη δειλία, τουτέστιν στην απουσία πίστης. Και καθώς οι νεκροί δε μιλάνε, μπορεί κανείς πάντοτε να υποψιάζεται ότι παρέβησαν μίαν από τις τρεις εντολές.

Αυτή η πεποίθηση είναι τόσο ισχυρή, που κανείς δεν πηγαίνει στη μάχη χωρίς την προστασία του dawa. Πάντα φοβόμουνα μήπως αυτή η δεισιδαιμονία στρεφόταν τελικά εις βάρος μας, καθιστώντας υπεύθυνους για την αποτυχία μιας μάχης με μεγάλες απώλειες, κι επιχείρησα πολλές φορές να συζητήσω το ζήτημα με διάφορους υπεύθυνους για να δοκιμάσω να τους πείσω. Αποδείχθηκε αδύνατο· το dawa θεωρούνταν σημάδι πίστης. Οι πιο προχωρημένοι πολιτικά έλεγαν πως το dawa είναι μια υλική, φυσική δύναμη, κι ότι ως οπαδοί του διαλεκτικού υλισμού αναγνωρίζουν τη δύναμη του dawa, που επιβάλει τα μυστικά του στους μάγους του δάσους».

Οι Τούτσι. «Περίπου τέσσερις ώρες ποδαρόδρομο από τη βάση μας, υψώνεται ένα σύνολο από μικρούς οικισμούς, των δέκα σπιτιών το πολύ, διασκορπισμένους σε μια τεράστια έκταση φυσικών λιβαδιών. Η ζώνη ονομάζεται γενικά Νγκάνια και κατοικείται από μια φυλή που κατάγεται απ’ τη Ρουάντα. Παρόλο που ζουν στο Κονγκό εδώ και κάμποσες γενιές, διατηρούν άθικτο το πνεύμα της πατρίδας τους · αφοσιώθηκαν στην κτηνοτροφική ζωή αλλά είναι μόνιμοι κάτοικοι κι έχουν την αγελάδα ως κέντρο της οικονομίας τους (…) Πολλές φορές μας αφηγήθηκαν την ιστορία εκείνου του άτυχου στρατιώτη που δεν είχε τον αριθμό αγελάδων που απαιτούσε ο πατέρας της γυναίκας των ονείρων του, γιατί η γυναίκα αγοράζεται κι αυτή -ακριβέστερα, η κατοχή όσο γίνεται περισσότερων γυναικών αποτελεί δείγμα οικονομικής ισχύος, χωρίς να λάβουμε υπόψη ότι είναι αυτή που ασχολείται με τη γεωργία και το σπίτι. Αυτή η κοινότητα μας επέτρεπε να έχουμε στη διάρκεια του πολέμου πρόσβαση στο πολύτιμο βοδινό κρέας που θεραπεύει τα πάντα, ακόμη και τη νοσταλγία (ή σχεδόν)».

Η επίσκεψη του αρχηγού. «Ο Καμπίλα έδειξε πως ήξερε τη νοοτροπία των αντρών του · ζωντανός κι ευχάριστος, εξήγησε στα σουαχίλι όλες τις συνεδριάσεις και τα αποτελέσματα του Καίρου. Έκανε τους αγρότες να μιλούν, έδωσε γρήγορες απαντήσεις που ικανοποίησαν τον κόσμο. Όλα τέλειωσαν με γιορτή και χορό, στο ρυθμό μιας μουσικής που κατέληγε στο ρεφρέν «Καμπίλα βά, Καμπίλα έ».

Επιδείκνυε μίαν έντονη δραστηριότητα, είχε το ύφος πως ήθελε να ξανακερδίσει το χαμένο χρόνο. Πρότεινε να οργανώσουμε την άμυνα της βάσης, κι έμοιαζε να δίνει κουράγιο σε όλο τον κόσμο και να αλλάζει τη φυσιογνωμία μιας ζώνης που υπέφερε πολύ από έλλειψη πειθαρχίας. Αμέσως μαζεύτηκαν εξήντα άντρες, τους δώσαμε τρεις κουβανούς εκπαιδευτές κι άρχισαν να σκάβουν χαρακώματα και να κάνουν μαθήματα σκοποβολής.
Πέντε μέρες μετά την άφιξή του, ο Καμπίλα με φώναξε για να μου πει πως έπρεπε να ξαναφύγει το ίδιο κιόλας βράδυ για την Κιγκόμα. Μου εξήγησε πως ο Σουμαλιότ βρισκόταν εκεί, κι επιδόθηκε σε μίαν αυστηρή κριτική αυτού του ηγέτη, των οργανωτικών του λαθών, της δημαγωγίας και της αδυναμίας του (…) Στη διάρκεια της συζήτησης, του ξέφυγε πως ο Σουμαλιότ στην πραγματικότητα βρισκόταν στο Νταρ-ες-Σαλάμ (…) Όταν μάθαμε τα νέα για την αναχώρηση του Καμπίλα, οι Κονγκολέζοι και οι Κουβανοί παραδόθηκαν για μίαν ακόμη φορά στην απογοήτευση».

Το Μέτωπο. «Ένας μεγάλος αριθμός από ένοπλους άντρες κυκλοφορούσε ανάμεσα στα μικρά χωριά που διασχίζαμε · σε καθένα, υπήρχε κάποιος αρχηγός που βρισκόταν στο σπίτι του ή στο σπίτι κάποιου φίλου, καθαρός, καλοταϊσμένος, και κατά κανόνα καλοπιωμένος. Οι μαχητές έμοιαζαν ν’ απολαμβάνουν μεγάλη ελευθερία και πολύ ικανοποιημένοι από την τύχη τους. Είχανε πάντα το όπλο τους χιαστί, και δεν παρατηρούσε κανείς ούτε το παραμικρό σημάδι πειθαρχίας, διάθεσης για μάχη ή οργάνωσης.

Η Δυσαρέσκεια. «Η ρομαντική εποχή που απειλούσα τους απείθαρχους πως θα τους στείλω πίσω στην Κούβα, είχε περάσει (…) Φήμες ανάμεσα στους άντρες της αποστολής έλεγαν πως οι Κουβανοί έμεναν στο Κονγκό γιατί ο Φιντέλ αγνοούσε την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε. Δεν μπορούσα να απαιτώ και πολύ απ’ αυτούς να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητά μου να διοικώ, μπορούσα όμως να απαιτήσω να σεβαστούν την καλή μου πίστη. Δεν είχα την πρόθεση να θυσιάσω οποιονδήποτε για την προσωπική μου τιμή. Αν ήταν αλήθεια ότι δεν είχα γνωστοποιήσει στην Αβάνα πως τα πάντα είχαν χαθεί, αυτό οφειλόταν στο ότι πραγματικά δεν το πίστευα.

Επιστολή στο Φιντέλ: «Η παρουσία 200 επιπλέον ανδρών θα ήταν μάλλον επιζήμια τούτη τη στιγμή, εκτός αν αποφασίσουμε μια και καλή να πολεμήσουμε από μόνοι μας, αν και σ’ αυτή την περίπτωση θα μας χρειαζόταν μια μεραρχία, κι επιπλέον, θα ‘πρεπε να δούμε πόσες δυνάμεις θα παρατάξει τότε ο εχθρός απέναντί μας. Ίσως υπερβάλλω και ένα τάγμα ενδεχομένως να αρκούσε για να επαναφέρει τα σύνορα εκεί που βρίσκονταν την εποχή της άφιξής μας και να απειλήσει την Αλμπερτβίλ. Όμως σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ο αριθμός που μετρά. Δε μπορούμε να απελευθερώσουμε από μόνοι μας μια χώρα που δε θέλει να απελευθερωθεί. Πρέπει να δημιουργήσουμε αυτό το μαχητικό πνεύμα και να ξεκινήσουμε να αναζητάμε ανθρώπους με το φανάρι του Διογένη και την υπομονή του Ιώβ, γεγονός που καθιστά την αποστολή αδύνατη, αν λάβουμε υπόψη μας το περιβάλλον σκατό».

Η Ήττα. «Ήταν η κατάρρευση. Ολόκληρα αποσπάσματα και χωρικοί περνούσαν με τον εχθρό. Δεν υπήρχαν πια έμπιστα κονγκολέζικα στρατεύματα (…) Από τα υψώματά μας, μπορούσαμε να δούμε τις αναρίθμητες φωτιές που είχαν ανάψει οι στρατιώτες, καθώς έκαιγαν όλα τα σπίτια των αγροτών».

Η Αναχώρηση. «Πέρασα τις τελευταίες ώρες μοναχός και μπερδεμένος, ώσπου στις δύο το πρωί ήρθαν από την Κιγκόμα τα καράβια με το κουβανέζικο πλήρωμά τους (…) Οργανώσαμε την εκκένωση · ανέβηκαν οι άρρωστοι, ύστερα το επιτελείο του Μεσένγκο, μια σαρανταριά άνθρωποι που αυτός είχε διαλέξει. Όλοι οι Κουβανοί επιβιβάστηκαν κι ένα επώδυνο θέαμα άρχισε, αξιοθρήνητο, θορυβώδες και άδοξο: χρειάστηκε να απωθήσω άντρες που εκλιπαρούσαν να τους πάρουμε μαζί. Δεν υπήρξε ούτε μια χειρονομία μεγαλείου σ’ αυτή την υποχώρηση, ούτε μια κίνηση εξέγερσης. Τα πολυβόλα και οι άντρες ήταν έτοιμα για το ενδεχόμενο που θα επιχειρούσαν να μας πτοήσουν χτυπώντας μας τη στιγμή της αναχώρησης. Όμως τίποτα τέτοιο δε συνέβη (…)

Ο ενθουσιασμός των Κουβανών και των Κονγκολέζων ξεχείλιζε από τις βάρκες, σαν ένα καυτό υγρό που με τσουρούφλιζε χωρίς να υποκύπτω στο κλίμα που μεταδιδόταν. Στη διάρκεια αυτών των τελευταίων ωρών που πέρασα στο Κονγκό, ένιωσα μόνος όσο ποτέ άλλοτε δεν το είχα νιώσει, ούτε στην Κούβα ούτε οπουδήποτε αλλού, στο μακρύ μου προσκύνημα κατά μήκος του κόσμου».

ΠΗΓΗ: «Ιός» / Ελευθεροτυπία, 9 Οκτ. 1997.

Ο Τσε στα ελληνικά

Η πρώτη έκδοση κειμένου του Τσε στην Ελλάδα δεν έγινε από κάποια οργάνωση ή εκδοτικό οίκο της αριστεράς, αλλά από το επίσημο περιοδικό του στρατού: τον Ιανουάριο του 1962, η «Γενική Στρατιωτική Επιθεώρησις» (μηνιαία έκδοσις του ΓΕΣ) δημοσίευσε -με τον τίτλο «Ανορθόδοξος Πόλεμος»- «το δεύτερον κεφάλαιον εκ του εγχειριδίου του Κουβανού Γκουεβάρα, επιτελάρχου του Φιντέλ Κάστρο, περί ανταρτοπολέμου». Πρώτος έλληνας μεταφραστής του Τσε, από την ανάλογη έκδοση του αμερικανικού περιοδικού «Army», ήταν έτσι ο αντισυνταγματάχης Π. Γιαννακόπουλος!

Το άρθρο αυτό και μια ομιλία του Τσε -που δημοσιεύθηκε λίγα χρόνια αργότερα στο περιοδικό «Αντιιμπεριαλιστής» της οργάνωσης «Φίλοι Νέων Χωρών»- θα είναι οι μόνες δημοσιεύσεις κειμένων του Γκεβάρα στα ελληνικά μέχρι τα μέσα περίπου της δικτατορίας. Το 1969 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ‘Φως’ «Η Επανάσταση στην Κούβα» (σε μετάφραση Φ. Κομνηνού) ενώ τον Αύγουστο του 1971 στο 2ο τεύχος του περιοδικού «Νέοι Στόχοι» δημοσιεύεται το «Μήνυμα στην Τριηπειρωτική» («2,3,… πολλά Βιετνάμ»). Μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μετραπολίτευσης, εκδόθηκαν και τα υπόλοιπα βασικά κείμενά του: «Ο Ανταρτοπόλεμος» (μτφ. Φ. Χατζιδάκη-Σ. Σιδερά), «Ημερολόγιο Βολιβίας» (μτφ. Φ. Κομνηνού), «Πολιτικά Κείμενα» (2 τόμοι, σε μετάφραση Λιλής Ζωγράφου & Μπάμπη Λυκούδη) · από τις εκδόσεις Gutenberg κυκλοφόρησε επίσης, σε μετάφραση Γ. Παπαγιαννέα, το «Σοσιαλισμός και άνθρωπος» (1972).

 Με την αναζωπύρωση του σχετικού ενδιαφέροντος, την τελευταία δεκαετία έχουν επανεκδοθεί -σε νέες μεταφράσεις- μια επιλογή από πολιτικά κείμενά του («Κείμενα», μτφ. Χρ. Πάντζου, Σύγχρονη Εποχή 1988) και οι αναμνήσεις του από το αντάρτικο της Κούβας («Το ημερολόγιο του επαναστατικού πολέμου», μτφ. Δ. Κωστελένιος, `Το Ποντίκι’ 1996). Λίγο μετά την πρώτη έκδοσή τους σε διεθνές επίπεδο, το 1993, κυκλοφόρησαν και οι αναμνήσεις του από το νεανικό του ταξίδι στη Λατ. Αμερική ( «Λατινοαμερικάνα. Ημερολόγιο από ένα ταξίδι με μοτοσικλέτα», μτφ. Ντίνας Σιδέρη, εκδ. Νέα Σύνορα 1994).

Προς το παρόν, μοναδική αποτίμηση της σκέψης του Τσε στα ελληνικά παραμένει το βιβλίο του Michael Lowy «Ο Τσε Γκεβάρα και ο μαρξισμός» (Καρανάσης 1973). Παράλληλα κυκλοφορούν δυο βιογραφίες του, που δυστυχώς δε συγκαταλέγονται στις καλύτερες του είδους. Η πρώτη, από το φίλο του Ricardo Rojo («Τσε Γκουεβάρα. Η ζωή και ο θάνατος ενός φίλου», εκδ. Δημιουργία), γράφτηκε βιαστικά το 1968 προκειμένου να ανταποκριθεί στο τεράστιο ενδιαφέρον που προκάλεσε ο θάνατος του κομαντάντε στη Βολιβία · η δεύτερη, από το γάλλο συγγραφέα Ζάν Κορμιέ («Τσε Γκεβάρα», εκδ. Καστανιώτη), χαρακτηρίζεται επίσης από μια κάποια προχειρότητα. Εξαιρετικά περιορισμένο όσον αφορά την οπτική του γωνία είναι το βιβλίο του κουβανού Φροϊλάν Γκονσάλες, πρώην στελέχους του κουβανικού Υπ. Εσωτερικών, και της συζύγου του Α.Κουπούλ («CIA κατά Τσε», Σύγχρονη Εποχή 1997). Έμμεση αναφορά στον Τσε συνιστούν τέλος οι αναμνήσεις ενός από τους λιγοστούς επιζήσαντες του βολιβιανού αντάρτικου (Νταριέλ Αλαρκόν Ραμίρες «Οι επιζήσαντες σύντροφοι του Τσε», Καστανιώτης 1997), που ξεκινά με τη σύλληψη του θρυλικού κομαντάτε.

Πηγή: «ΙΟΣ» / Ελευθεροτυπία, 9 Οκτ. 1997.

Ο αληθινός Τσε

Του Γιώργου Ρούση.

Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας θεωρητικοποίησης και εκ των υστέρων αιτιολόγησης μιας ειλημμένης ήδη απόφασης -η οποία πάρθηκε για λόγους που οφείλω να διερευνήσω σε επόμενο σχόλιό μου- χρησιμοποιείται πολύ συχνά ένα κλασικό μεθοδολογικό τερτίπι.

Αυτό συνίσταται στο να παρουσιάζονται στα μέτρα του επιδιωκόμενου στόχου προσωπικότητες οι οποίες έχουν σημαντική απήχηση σε όσους επιθυμούμε να πείσουμε. Η μέθοδος είναι κλασική. Οπως θα δούμε στη συνέχεια χρησιμοποιείται ήδη, και είναι βέβαιο ότι θα επικρατήσει ως μεθοδολογικό εργαλείο στην αναθεωρημένη κομματική ιστορία που μέλλει να δημοσιευτεί στο αμέσως επόμενο διάστημα. Και βεβαίως δεν θα αφορά μόνον πρόσωπα αλλά και γεγονότα.

Ζαχαριάδης, ΕΑΜ, ΕΔΑ, ο ίδιος ο χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού… θα ραφτούν και θα κοφτούν στα μέτρα του σεχταρισμού και της αντιμετωπικής πολιτικής που ακολουθείται σήμερα.

Πρόκειται για μια μέθοδο που ακολούθησε ο Πλάτωνας όταν ήθελε να παρουσιάζεται ο κόσμος των θεών του Ολύμπου ως ένας κόσμος δίχως αντιθέσεις και συγκρούσεις, έτσι ώστε αυτός να λειτουργεί ως υπόδειγμα για την ιδανική κοινωνία την οποία πρότεινε. Τι κι αν με βάση τη μυθολογία οι θεοί αλληλοσπαράζονταν μεταξύ τους. Λίγη σημασία είχε για το μεγάλο αρχαίο στοχαστή.

Την ίδια χρησιμοποίηση είχε και ο Χριστός, ο οποίος όχι λίγες φορές πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας προσωπικότητας η οποία σε τίποτα δεν είχε να κάνει με τις αρχικές ιστορικές ή μυθολογικές περιγραφές του. Πιο πρόσφατα ο Νίτσε, του οποίου ο Ζαρατούστρα έσουρνε στο κράτος-παγερό τέρας- όσο λίγοι στοχαστές, εμφανιζόταν από τους χιτλερικούς, δηλαδή από τους εμπνευστές του πλέον κτηνώδους κράτους της ιστορίας, ως εμπνευστής τους…

Μήπως όμως και ο Μαρξ δεν παρουσιάστηκε το πιο συχνά να υποστηρίζει ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα που πραγματικά υποστήριζε, μόνον και μόνον διότι αυτό εξυπηρετούσε εκείνους που τον αναθεωρούσαν στην πράξη ή στη θεωρία ;

Αλλά ας έλθουμε στον θέμα μας, που δεν είναι άλλο από τον Τσε.

Εδώ και λίγα χρόνια νυν κυβερνητικός, λογοτεχνίζων βουλευτής επεδίωκε να πείσει ότι αν ζούσε στην εποχή μας ο Τσε θα ήταν γιάπης!

Και έρχεται το γνωστό μας Ανθρωπάκι[i] λίγες Κυριακές πιο πριν, με ένα εισαγωγικό σημείωμα σε ένα κείμενό του στον «Ριζοσπάστη»[ii] το οποίο ακολουθούσε το διθύραμβο του σταλινισμού, να μας τον εμφανίσει κουτοπόνηρα ως δήθεν σύμφωνο με τις αναλύσεις του κομματικού ιερατείου περί καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Επειδή λοιπόν και πάλι η μισή αλήθεια είναι ένα μεγάλο ψέμα, ας δούμε όσο μας επιτρέπει ο χώρος ποια είναι η πραγματικότητα.

Δεν είναι ψέμα ότι ο Τσε ήταν αντίθετος στο «σοσιαλισμό της αγοράς» και στην αυτονομία των επιχειρήσεων με βάση την κερδοφορία τους, και ότι ήταν υπέρ της κεντρικής σχεδιοποίησης. Μάλιστα ο Τσε φτάνει να κατηγορήσει και τον Λένιν για τη ΝΕΠ, θεωρώντας όμως ταυτόχρονα με μια δόση χιούμορ, ότι αν ο Λένιν «δεν είχε κάνει το λάθος να πεθάνει» θα μπορούσε να διορθώσει τις πιο οπισθοδρομικές πτυχές αυτής του της μεταρρύθμισης. Βέβαια είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι δίχως και πάλι ο Τσε να έχει επ’ αυτού μια ολοκληρωμένη αντίληψη, τοποθετείται σαφώς υπέρ της σοσιαλιστικής δημοκρατικής σχεδιοποίησης, με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των ίδιων των εργατών σε αυτήν. Και όπως άλλωστε ο Λένιν, καταγγέλλει και προειδοποιεί για τους κινδύνους απόσπασης των όποιων διαχειριστών, στο βαθμό που παραβιάζεται αυτή η δημοκρατία.

Σε ένα γενικότερο επίπεδο ο Τσε ασκεί κριτική στην Κούβα η οποία διακρινόταν από έναν «ιδεολογικό μιμητισμό», πιο ειδικά απέναντι στα σοβιετικά εγχειρίδια -αυτά δα που και το δικό μας κόμμα τα θεωρούσε σαν βαγγέλια – «τα οποία είχαν το μειονέκτημα να μην σε αφήνουν να σκέφτεσαι: το Κόμμα το έχει ήδη πράξει για λογαριασμό σου και εσύ πρέπει απλώς να το χωνέψεις»[iii].

Από την άλλη όμως ο Τσε αν και δεν πρόλαβε να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη άποψη περί Στάλιν, είχε μια σαφή αντίληψη για την ουσία της στάσης του. Να τι γράφει σε μια από τις «κριτικές υποσημειώσεις» του: «Το μεγάλο ιστορικό έγκλημα του Στάλιν (ήταν) ότι περιφρονούσε την κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση και καθιέρωσε την απεριόριστη λατρεία της εξουσίας».

Οπως ορθά επισημαίνει ο Michael Lowy, «αν αυτό δεν αποτελεί ακόμη μια ανάλυση του σταλινικού φαινομένου, αποτελεί όμως ήδη μια κατηγορηματική απόρριψή του», και στην κάθε περίπτωση καταδεικνύει ότι ο Τσε κάθε άλλο παρά συμφωνούσε με τον Στάλιν.

Επίσης ο Τσε ήταν κάθετα αντίθετος με τη δυνατότητα κατάκτησης του κομμουνισμού σε μια μόνο χώρα[iv].Γράφει σχετικά : «Μπορούμε να οικοδομήσουμε τον κομμουνισμό σε μια μόνον χώρα» ; Ο Λένιν «ξεκάθαρα διατύπωσε τη θέση για τον παγκόσμιο χαρακτήρα της επανάστασης, κάτι το οποίο στη συνέχεια απορρίφθηκε»[v].

[i] Υπόσχομαι, σε επόμενο σχόλιό μου να αναφερθώ σε όλα τα χαρακτηριστικά από το «Ανθρωπάκι» όπως τα παραθέτει ο Τσίρκας στην Τριλογία του.

[ii] 13/2/20011.

[iii] Αυτή η επιστολή που έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα ανέκδοτη περιέχεται στο Nestor Kohan, Ernesto Che Guevara. Otro mundo es posible, Nuestra America, Buenos Aires, 2003, p. 156-158.

[iv] Μια θέση που υποστηρίχτηκε το 1924 από τον Στάλιν και υιοθετήθηκε στο XIV Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το Δεκέμβρη του 1925.

[v] Βλέπε Michael Lowy, «Le socialisme selon Che Guevara», «Le monde diplomatique», Οκτώβριος 2007.

Ο Γιώργος Ρούσης είναι καθηγητής πολιτικής θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη «Ελευθεροτυπία», 13 Μαρτίου 2011.