Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Η «γέννηση» ενός μαρξιστή-λενινιστή

ernesto che guevara marxist leninist guevaristas.orgΤο άρθρο γράφτηκε το Οκτώβρη του 2012 με αφορμή την συμπλήρωση 45 χρόνων από την άνανδρη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία στις 9 Οκτώβρη 1967.

Του Νίκου Μόττα*.

Μάρτης 1952, Χιλή. Ο Ερνέστο βγαίνει απ’ το δωμάτιο της ετοιμοθάνατης, ασθματικής γερόντισας. Στο μυαλό του, σαν πρόκα, είχε καρφωθεί το καρτερικό βλέμμα της άρρωστης γυναίκας που, παρά τα πρόβληματα υγείας της, μέχρι και πριν λίγους μήνες εργάζονταν ως καθαρίστρια για να τα βγάλει πέρα. Θα γράψει αργότερα στο ημερολόγιο του: «εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου […] Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας» [1]. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ο, 24χρονος τότε, Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άϊρες, έρχονταν σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα της εργατικής τάξης της λατινικής Αμερικής. Η απαρχή ίσως μιας πολιτικής συνειδητοποίησης που μετέτρεψε έναν αστό φοιτητή, “ένα παιδί του περιβάλλοντος του” σύμφωνα με τον ίδιο τον Γκεβάρα, σε ατρόμητο μαρξιστή αντάρτη, πρωταγωνιστή της εποποιίας της κουβανικής Επανάστασης.

Εάν δεν είχε ικανοποιήσει την περιέργεια του να γνωρίσει την λατινική ήπειρο, ο Ερνέστο ίσως να μην μετατρέπονταν ποτέ σε “Τσε”. Ο ίδιος θα γράψει αργότερα στην εισαγωγή των απομνημονευμάτων του νεανικού ταξιδιού που πραγματοποίησε με το φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο, πως τα όσα είδε και έζησε τον άλλαξαν. «Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις σημειώσεις “πέθανε” μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της Αργεντινής και αυτός που τις τακτοποιεί και τις «ξαναχτενΐζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον. Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε περισσότερο απ’ ό,τι πίστευα» [2]. Τι βίωσε όμως ο νεαρός Γκεβάρα στη “μεγάλη λατινική ήπειρο” που ενστάλαξε μέσα του την ανάγκη να υπερασπιστεί – δίνοντας και τη ζωή του ακόμη – το δικαίωμα των ανθρώπων για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, χωρίς ταξικές και άλλες διακρίσεις;

Το Μάρτη του 1952 ο Γκεβάρα και ο Γκρανάδο επισκέπτηκαν τα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα, στην Χιλή. Εκεί ο Ερνέστο γίνεται κοινωνός της καθημερινότητας του λατινοαμερικάνικου προλεταριάτου, των ταξικών ανισοτήτων και του αγώνα των χιλιανών μεταλλωρύχων για το μεροκάματο. Εκεί θα περάσει ένα βράδυ, μέσα στο κρύο, με ένα ζευγάρι κομμουνιστών που διώκονταν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Ο νεαρός αργεντίνος, γόνος εύπορης (για τα δεδομένα της εποχής) μεσοαστικής οικογένειας, αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που γνώριζε μέχρι τότε. Αυτή του η αντίληψη ενισχύεται στον χώρο των μεταλλείων, εκεί όπου, όπως θα γράψει αργότερα ο ίδιος, «η ψυχρή αποτελεσματικότητα και η ανίσχυρη μνησικακία συμβαδίζουν στο μεγάλο ορυχείο, ενωμένες, παρά το μίσος, από την κοινή ανάγκη επιβίωσης από τη μια μεριά και κερδοσκοπίας απ’ την άλλη» [3]. Η μαρξιστική θεωρία των βιβλίων μετουσιώνεται στα μάτια του Γκεβάρα σε ζωντανή εικόνα, καθώς αρχίζει να του γίνεται βίωμα η ασυμβατότητα των συμφερόντων αυτού που παράγει τον πλούτο (εργάτες) και αυτού που τον καρπώνεται (καπιταλιστές – εν προκειμένω η πολυεθνική Chile Exploration Company). «Προβλέποντας ότι θα βγουν απο δω εκατομμύρια δολάρια, κι ότι για την ώρα εξορύσσονται ενενήντα χιλιάδες τόνοι μεταλλεύματος κάθε μέρα, καταλαβαίνει κανείς ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα» [4] γράφει σε ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων του ταξιδιού του, στο οποίο μνημονεύει τους εργάτες των μεταλλείων που έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί.

che-guevara

Η νεανική αστική συνείδηση του Ερνέστο Γκεβάρα ριζοσπαστικοποιείται, οδηγούμενη στον μαρξισμό, καθώς παγιώνονται μέσα του δύο αντιλήψεις: πρώτον, η εγκληματική φύση του ιμπεριαλισμού ως παράγοντα διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων στη λατινική Αμερική και δεύτερον, η ανάγκη της πλήρους και οριστικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης απ’ το κεφάλαιο ως προαπαιτούμενο για την εξάλειψη των ανισοτήτων αυτών. Το παράδειγμα υπήρχε και είχε λάβει χώρα τέσσερις δεκαετίες πριν, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι ηγετικές προσωπικότητες του Βλαντιμίρ Λένιν και του Ιωσήφ Στάλιν ωθούν το Γκεβάρα στην αναζήτηση πολιτικών προτύπων, λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ αποτελούσε το αντίπαλο δέος στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό της εποχής. Αργότερα, τη δεκαετία του ’60, στα χρόνια της θητείας του ως σημαίνων στέλεχος της επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας, ο Τσε θα ασκήσει δριμεία κριτική, μέσα από τα γραπτά του, στην σοβιετική πολιτική οικονομία και γραφειοκρατία ως αποκλίνουσα από τα λενινιστικά ιδεώδη.

Ο νεαρός όμως Ερνέστο του 1953 εμπνέεται από την φυσιογνωμία του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν, του ανθρώπου που συνέβαλε αποφασιστικά στην συντριβή του ναζισμού κατά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε ένα ταξίδι του στη Γουατεμάλα, το 1954, γράφει στη θεία του Βεατρίκη: «Στο Ελ Πάσο είχα την ευκαιρία να περάσω από τα εκτεταμένες εγκαταστάσεις της United Fruit Company. Για άλλη μια φορά πείστηκα για το πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα τότε μπροστά σε μια εικόνα του παλαιού και πολυθρηνημένου συντρόφου μας Στάλιν, ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να εξοντωθούν τα χταπόδια αυτά» [5]. Λίγα χρόνια αργότερα, το Δεκέμβρη του 1957, εν μέσω του αντάρτικου αγώνα στην Σιέρρα Μαέστρα, ο Τσε θα επανέλθει στον Στάλιν σε μια επιστολή του προς τον σύντροφο και συναγωνιστή Ρενέ Ράμος Λατούρ: «Πρέπει να μελετήσεις τον Στάλιν στο ιστορικό πλαίσιο που κινήθηκε, όχι να τον δεις (αποκλειστικά) ως ένα είδος αγριανθρώπου, αλλά στα συγκεκριμένα ιστορικά όρια». Τα «χταπόδια» του Ιμπεριαλισμού, λοιπόν, έμελλε να είναι ο εχθρός τον οποίο ο Τσε,  με σταλινικό πείσμα και πυγμή, θα πολεμούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η περίοδος της διαμονής του στη Γουατεμάλα υπήρξε καθοριστική. Έχοντας ήδη εντρυφήσει στον μαρξισμό, ο νεαρός αστός ταξιδιώτης των προηγουμένων μηνών μετατρέπονταν σταδιακά σε κομμουνιστή έτοιμο να ριχτεί στη μάχη για την υπεράσπιση των ιδανικών που “χτίζονταν” μέσα του. Σύμφωνα με τον κουβανό Μάριο Νταλμάου, ο οποίος γνώρισε τον Τσε στη Γουατεμάλα, ο Τσε είχε ήδη «πολύ ξεκάθαρη μαρξιστική σκέψη», έχοντας διαβάσει «ολόκληρη μαρξιστική βιβλιοθήκη» [6]. Τη μελέτη του μαρξισμού ο Γκεβάρα την συνέχισε και στο Μεξικό όπου συνέχισε να εμβαθύνει στις μεγάλες αλήθειες που έκρυβε το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ, το «μνημείο της ανθρώπινης εξυπνάδας» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος.

Τον Ιούνη του 1954 η Γουατεμάλα δέχεται επίθεση από βομβαρδιστικά των ΗΠΑ – ο Γκεβάρα εξοργίζεται: «Οι γιάνκηδες έβγαλαν επιτέλους τη μάσκα του “καλού” που τους είχε φορέσει ο Ρουσβελτ και τώρα προκαλούν τη μήνη. Υπάρχει πραγματικά κλίμα μάχης» θα γράψει στη μητέρα του στις 20 Ιούνη [7]. Ταυτόχρονα, η στενή επαφή του με την, μαρξιστικών πεποιθήσεων, περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, την οποία θα παντρευτεί το 1955, ριζοσπαστικοποιεί περαιτέρω την πολιτική του σκέψη. Σε αυτό ασφαλώς συμβάλει και η εντατικοποίηση της ιμπεριαλιστικής παρεμβατικότητας στη χώρα με στόχο την πτώση της κυβέρνησης του δημοκρατικά εκλεγμένου Γιακόμπο Άρμπενς. Αναφερόμενος στην αλληλεγγύη και το δυναμισμό που επιδεικνύουν οι κομμουνιστές της χώρας γράφει τον Ιούλη του ’54 στη μητέρα του: «Οι κομμουνιστές κράτησαν την πίστη και την συντροφικότητα τους ζωντανή και είναι η μόνη οργάνωση που ακόμη αντιστέκεται. Αξίζουν πιστεύω τον σεβασμό και αργά η γρήγορα και ‘γω ο ίδιος θα γίνω μέλος του κόμματος» [8].

Στη Γουατεμάλα ο Τσε είδε να ξεδιπλώνεται μπροστά στη μάτια του η ωμή φύση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες των φτωχών αυτόχθονων περουβιανών, στη Λίμα και το Μάτσου Πίτσου, που δούλευαν σαν είλωτες για ένα κομμάτι ψωμί στην ίδια τους την πατρίδα – την ίδια στιγμή που τα μέσα παραγωγής και ο πλούτος της χώρας ανήκε στους απογόνους εύπορων ευρωπαίων αποικιοκρατών. Η “δική του Αμερική” – αυτή του Σιμόν Μπολίβαρ, του Εμιλιάνο Ζαπάτα, του Χοσέ Μαρτί, του μαρξιστή φιλοσόφου Μαριάτεγκι, του Πάμπλο Νερούδα – δεν ήταν παρά ένα βιλαέτι του, κατά Λένιν, μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατέτρωγε τις σάρκες της λατινοαμερικάνικης εργατικής τάξης. Ο Γκεβάρα αντιλήφθηκε ότι δεν αρκεί να νιώθει συμπόνια για τους φτωχούς και κατατρεγμένους, αλλά έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Η πλήρης αδυναμία και διστακτικότητα της “αριστερής” κυβέρνησης του Άρμπενς να τα βάλει με τον ντόπιο και ξένο καπιταλισμό διαμορφώνει μέσα του μια ισχυρή πεποίθηση: ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωση των λαών είναι η αταλάντευτη ταξική πάλη ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και τους υπηρέτες του, η μηδενική ανοχή απέναντι στα «καπιταλιστικά χταπόδια». Σε αυτήν την πεποίθηση έμεινε πιστός μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1965, δύο μόλις χρόνια πριν την άνανδρη δολοφονία του στη Βολιβία και έχοντας ιδεολογικά “ανδρωθεί” μέσα απ’ την εμπειρία της κουβανικής επανάστασης, θα γράψει στο τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του: «Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνισθεί. Πιστεύω στην ένοπλη πάλη σαν μοναδική λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωση τους και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου» [9].

Ο Τσε δεν έτρεφε αυταπάτες. Τα όσα είχε δει και βιώσει στις χώρες της λατινικής Αμερικής που ταξίδεψε, μεταξύ 1951 και 1956, είχαν ριζώσει μέσα του μιαν αλήθεια: καμία “εθνική επανάσταση” της οποίας θα ηγούνταν η ντόπια μπουρζουαζία δεν ήταν πραγματική επανάσταση. Όπως έδειξε και η εμπειρία της Κούβας, η αστική τάξη – όσο ριζοσπαστικοποιημένη κι’ αν εμφανίζονταν και όσες διαφορές και αν είχε με το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο – κατέληγε πάντα συμμαχική δύναμη των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Όπως ο Μαρξ επέκρινε το 1844 την στάση της τότε γερμανικής μπουρζουαζίας απέναντι στη φεουδαρχική μοναρχία, έτσι και ο Γκεβάρα βάζει στο στόχαστρο του την, υποταγμένη στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, λατινοαμερικάνικη αστική τάξη της εποχής του. «Η μεγαλοαστική τάξη δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους μεγάλους αγροκτηματίες για να πολεμήσουν το λαό και να φράξουν το δρόμο προς την επανάσταση»γράφει το 1963 [10]. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει μια επαναστατική εμπροσθοφυλακή. Για τον Τσε, ο λενινισμός του 1917 παρείχε ένα λαμπρό παράδειγμα στον αγώνα για τη λαϊκή εξουσία. «Εάν υπήρχε μια προλεταριακή πρωτοπορία που να ήταν ικανή να προβάλει τις ουσιώδεις διεκδικήσεις του προλεταριάτου, να δεί καθαρά που πρέπει να στραφεί, και να επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, για να εγκαταστήσει μια νέα κοινωνία θα ήταν δυνατόν να τραβήξει μπροστά παρακάμπτοντας τα εμπόδια» σημείωνε σε πολιτικό του κείμενο [11].

Κατά τη διάρκεια της κουβανικής επανάστασης ο Γκεβάρα σχηματίζει την άποψη πως, με τις επικρατούσες τότε συνθήκες (στην Κούβα η εργατική τάξη ήταν ακόμη αδύναμη και ανοργάνωτη) και δεδομένης της πολιτικής δειλίας που επιδείκνυε η πλειοψηφία της αριστεράς στη λατινική Αμερική, το αντάρτικο ήταν αναπότρεπτο για την ελευθερία των λαών. Παρά το γεγονός όμως ότι έδωσε βάση στον ανταρτοπόλεμο ως μέσο για το πέρασμα στη λαϊκή εξουσία, ο Τσε ουδέποτε υποτίμησε τους εργατικούς αγώνες. Το αντίθετο μάλιστα. Έβλεπε τον αντάρτικο αγώνα ως προμετωπίδα ενός γενικότερου επαναστατικού ρεύματος στο οποίο ασφαλώς ουσιαστικό ρόλο θα έπαιζε η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. «Όσοι θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας τον μαζικό αγώνα, σαν να επρόκειτο για αγώνες αντίθετους, είναι επικριτέοι» θα γράψει στο γνωστό του έργο “Ανταρτοπόλεμος, μια Μέθοδος”. Στα κείμενα του Τσε Γκεβάρα γίνεται κατανοητό ότι το να πάρει κάποιος το όπλο δεν είναι αυτοσκοπός. «Ο ειρηνικός αγώνας μπορεί να διεξαχθεί από μαζικά κινήματα» έγραφε, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονης κρίσης, με την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει ισχυρό, ριζοσπαστικό και μαζικό λαϊκό εργατικό κίνημα που θα παρέλυε το αστικό κράτος και θα έπαιρνε αυτό την εξουσία.

Η εμπειρία της Γουατεμάλας, παρ’ όλα αυτά, είχε αφήσει έντονα τα σημάδια της στην σκέψη του Τσε. Έγραφε, λοιπόν, αναφορικά με την ειρηνική – και σύμφωνα με τους αστικούς νόμους – κατάκτηση της εξουσίας: «Όταν μας μιλούν για κατάκτηση της εξουσίας με μιαν εκλογική διαδικασία, η ερώτηση μας είναι πάντα η ίδια: αν ένα λαϊκό κίνημα αρπάξει την κυβέρνηση κερδίζοντας τη μεγάλη λαϊκή ψήφο και αποφασίσει να αρχίσει τους μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που διαμορφώνουν το πρόγραμματα του, δεν θα βρεθεί τάχα αμέσως σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές τάξεις της χώρας; Ο στρατός άραγε δεν υπήρξε πάντα όργανο αυτών των τάξεων; […] Με ένα λίγο-πολύ αιματηρό πραξικόπημα, η κυβέρνηση μπορεί να ανατραπεί και το παλιό παιχνίδι να ξαναρχίσει επ’ άπειρον» [12]. Αυτό δεν συνέβη ουσιαστικά στην Χιλή του Αλιέντε τον Σεπτέμβρη του 1973; Επομένως, ο ένοπλος αγώνας ήταν το έσχατο καταφύγιο των καταπιεσμένων (αγροτική και εργατική τάξη) όταν ο πολιτικός, ταξικός αγώνας απέναντι στο αστικό κατεστημένο δεν είναι εφικτός ή δεν θεμελιώνονταν στο ξερίζωμα των μονοπωλίων και της δύναμης της αστικής τάξης. Βιώνοντας την πολιτική κατάσταση στη Γουατεμάλα, τη Βολιβία και, ασφαλώς, στην Κούβα ο Τσε οδηγήθηκε σε αυτό το συμπέρασμα.

Κατά τη διάρκεια της σύντομης συμμετοχής του στην επαναστατική κουβανική κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο ο Γκεβάρα θα μελετήσει σε βάθος τη μαρξιστική και λενινιστική πολιτική οικονομία και θα πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν την Κούβα: μεγάλης κλίμακας αγροτική μεταρρύθμιση, εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού, κοινωνικοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ίδρυση ερευνητικών και αναπτυξιακών κέντρων για την εκβιομηχάνιση, προώθηση διακρατικών εμπορικών συμφωνιών μεταξύ Κούβας, Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας. Για τον Τσε, η εντρύφηση στο μαρξισμό ήταν μια διαρκής διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, κριτικής προσέγγισης και ανάλυσης της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Κάτω από τον μπερέ του ατρόμητου αντάρτη, υπήρχε ένας ακούραστος μελετητής των θεωριών των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος. Γι’ αυτο άλλωστε προέτρεπε και τη νέα γενιά, τους νέους κομμουνιστές, να μελετούν, να συζητούν, να οργανώνουν σχολές μαρξισμού.

Cuban Children with Che portrait guevaristas org

Η πολιτική σκέψη του Τσε Γκεβάρα (η οποία, ασφαλώς, είναι αδύνατο να εξαντληθεί στις γραμμές ενός μόνο άρθρου) περέμεινε ανολοκλήρωτη και και η, ούτως η άλλως, σπουδαία συνεισφορά του ημιτελής καθώς οι σφαίρες του ιμπεριαλισμού έκοψαν το νήμα της ζωής του στις 9 Οκτώβρη 1967 στο χωριό Λα Ιγκέρα της Βολιβίας. Καμία σφαίρα όμως, όσο ισχυρή κι’ αν είναι, δεν στάθηκε ικανή να σβήσει την επαναστατική κληρονομιά του κομμουνιστή Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα που δεν του αρκούσε “να ερμηνεύει τον κόσμο” αλλά, όπως θα’ γραφε κι’ ο Μαρξ, “προσπάθησε να τον αλλάξει”. Μια κληρονομιά βαθιά πολιτική, φωτεινός φάρος για όσους δε διστάζουν “να είναι ρεαλιστές” και να ζητάνε “το αδύνατο” σε δύσκολες εποχές…

* Ο Νίκος Μόττας είναι υποψ. διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας & ιδρυτής του Ελληνικού Αρχείου Τσε Γκεβάρα.

Υποσημειώσεις:

[1] Guevara, Ernesto.Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας, Λιβάνης Ν.Σ, Αθήνα: 2004, σελ. 131.

[2] ο.π., σελ. 63.

[3] ο.π., σελ. 151.

[4] Κορμιέ, Ζαν. Τσε Γκεβάρα, Καστανιώτης, Αθήνα: 1995, σελ. 32.

[5] Taibo, Paco Ignacio. Guevara, also known as Che, St.Martin’s Griffin, 1999, p.31.

[6] Συνέντευξη στην εφημ. Granma, 20 Οκτώβρη 1967. Αναφέρεται στο βιβλίο του Μισέλ Λεβί, «Η Φιλοσοφική σκέψη του Τσε Γκεβάρα», Εκδόσεις Καρανάση, 1982.

[7] Guevara, Ernesto. Back On The Road: A Journey To Central America, Harvill Press, 2001.

[8] ο.π.

[9] Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα: 2009, σελ. 192.

[10] Πολιτικά Κείμενα. Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού», Τόμος Α΄, Καρανάση, Αθήνα: 1970, σελ. 102.

[11] ο.π., Τόμος Β’, Καρανάση, Αθήνα: 1971, σελ. 64.

[12] Ernesto Che Guevara, Textes Politiques, Oeuvres III, σελ.69

Προς υπεράσπιση του Τσε Γκεβάρα: Απαντώντας στα ψέματα και τις συκοφαντίες

Ο τίτλος είναι ίσως υπερβολικός. “Έχει ανάγκη υπεράσπισης μια ιστορική προσωπικότητα όπως ο Τσε;”, θα αναρωτηθούν ορισμένοι. Όχι. Τέσσερις και πλέον δεκαετίες όμως μετά τη δολοφονία του στη Βολιβία, η δράση του θρυλικού επαναστάτη συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο διαστρεβλώσεων (σκοπίμων ως επί το πλείστον) και ψευδολογιών με κύριο στόχο την σπίλωση της ιδεολογικής και πολιτικής του κληρονομιάς. Στο “παιχνίδι” αυτό της διάδοσης ψευδών πληροφοριών για τον Τσε έχουν μετάσχει αντικομμουνιστές όλων των ειδών (από την φασιστική ακροδεξιά μέχρι το “φιλελεύθερο” κέντρο), με πρωμετωπίδα ασφαλώς την συντηρητική αμερικανική δεξιά και την αντεπαναστατική κουβανική μαφία της Φλόριντα. Στο άρθρο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια αποδόμησης επτά ψευδολογημάτων που έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί στο διαδίκτυο (αλλά και στον Τύπο) αναφορικά με τον Γκεβάρα. Σαρανταπέντε χρόνια μετά την άνανδρη δολοφονία του Τσε, η στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη απάντηση στις ύπουλα δομημένες συκοφαντίες καθίσταται αναγκαία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου το σοσιαλιστικό όραμα του επαναστάτη αποκτά επίκαιρο νόημα και το παράδειγμα του συνεχίζει να φωτίζει το δρόμο όσων πιστεύουν σ’ έναν καλύτερο κόσμο.

Ψέμα 1ο: “Το ταξίδι του νεαρού Τσε και του φίλου του Αλμπέρτο Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική είναι, ως επι το πλείστο, μύθος. Η μηχανή (Λα Ποδερόσα II) καταστράφηκε νωρίς και οι δύο αργεντίνοι έκαναν το ταξίδι τους με άλλα μέσα”.

Πρόκειται περί προφανέστατου ψεύδους. Το ταξίδι των νεαρών Γκεβάρα και Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική έχει καταγράψει ο φωτογραφικός φακός. Φωτογραφίες των δύο αργεντίνων στη Χιλή, στο Περού, σε περιοχές των δύσβατων Άνδεων αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα. Επιπλέον, οι αναλυτικές – και συνάμα αφηγηματικού χαρακτήρα – ιδιόχειρες σημειώσεις του Γκεβάρα που αργότερα δημοσιεύθηκαν υπό τον τίτλο “Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας” (Diarios de Motocicleta) δίνουν σαφές στίγμα των εντυπώσεων που αποκόμησε από το μεγάλο αυτό ταξίδι. Τόσο ο Γκεβάρα, όσο και ο Γκρανάδο παλαιότερα σε αφηγήσεις του, έχουν καταγράψει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια πτυχές του ταξιδιού τους αναφερόμενοι σε ανθρώπους που γνώρισαν και συνομίλησαν, σε μέρη που επισκέπτηκαν αλλά και στην εθελοντική τους εργασία ως γιατροί στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο. Το ταξίδι των Γκεβάρα-Γκρανάδο κατέληξε, έπειτα από επτά μήνες περιπλάνησης, στο Καράκας. Αποτέλεσε δε το έναυσμα της ιδεολογικο-πολιτικής συνειδητοποίησης του μεσοαστού αργεντίνου, ο οποίος είδε με τα ίδια του τα μάτια την ιμπεριαλιστική καταπίεση και εκμετάλλευση που κατέτρωγε τις “σάρκες” και “έπινε το αίμα” των λαών της λατινικής αμερικής.

Ψέμα 2ο: “Μετά την πτώση του Μπατίστα, ο Τσε αποφάσισε την εκτέλεση – χωρίς δικαίωμα υπεράσπισης – εκατοντάδων κουβανών αξιωματούχων του καθεστώτος”.

Είναι αλήθεια ότι ο Τσε είχε οριστεί υπεύθυνος για την απόδοση δικαιοσύνης απέναντι σε όσους είχαν αποδεδειγμένη συμμετοχή στο τυρρανικό καθεστώς του Μπατίστα, ή είχαν συνεργαστεί με αυτό συμβάλοντας άμεσα στην πολυετή καταπίεση του κουβανικού λαού. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολλοί εξ’ αυτών εκτελέσθηκαν. Συνιστά όμως ύπουλο ψεύδος ο ισχυρισμός ότι οι εκτελεσθέντες ήταν, δήθεν, αθώοι. Γι’ αυτό παραπέμπουμε στα λόγια του βιογράφου του Τσε, του αμερικανού Τζον Λι Άντερσον: «Ακόμη να βρω κάποια έγκυρη πηγή που να αποδεικνύει ότι ο Τσε εκτέλεσε κάποιον ‘αθώο’. Αυτά τα άτομα που εκτελέστηκαν απ’ το Γκεβάρα, ή έπειτα από διαταγή του, καταδικάστηκαν γιά τα συνήθη εγκλήματα που επισύρουν τη θανατική ποινή σε περίοδο πολέμου ή μετά από πόλεμο: βασανισμούς, βιασμούς, δολοφονίες η προδοσία». [1] Συγκρατήστε το “σε περίοδο πολέμου” – η απόδοση δικαιοσύνης απέναντι στους εγκληματίες της δικτατορίας Μπατίστα ακολούθησε το θρίαμβο της Επανάστασης ο οποίος ήλθε μέσα από μακρά περίοδο βίαιων πολεμικών επιχειρήσεων.

Σε αυτό να σημειωθεί ότι η πενταετής έρευνα του Άντερσον δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στην Κούβα αλλά, επιπλέον, έλαβε πληροφοριες και από την κουβανική κοινότητα του Μαϊάμι, γνωστή για τα αντικομμουνιστικά, αντιγκεβαρικά της αισθήματα. Αυτοί που συνήθως κατηγορούν τον Τσε (και την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας εν γένει) για εκτελέσεις “αθώων” είναι οι ίδιοι που “ένειπταν τας χείρας τους” όταν η πολεμική μηχανή των ΗΠΑ, ή του ΝΑΤΟ, δολοφονούσε μαζικά άμαχο πληθυσμό στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Σερβία, τη Λιβύη και αλλού.

Ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον Γκεβάρα: «…ήρθε η 1η Γενάρη 1959, και η Επανάσταση – πάλι χωρίς να σκεφτεί τα όσα είχε διαβάσει στα βιβλία αλλά ακούγοντας ότι της χρειαζόταν από τα χείλη του λαού – αποφάσισε πρώτα απ’ όλα να τιμωρήσει τους ενόχους, και το έπραξε. Οι αποικιακές δυνάμεις αμέσως παρουσίασαν την όλη ιστορία στα πρωτοσέλιδα τους σε όλο τον κόσμο ως δολοφονία, και αμέσως προσπάθησαν να κάνουν αυτό που προσπαθούν πάντα να κάνουν οι ιμπεριαλιστές: να ενσπείρουν τη διχόνοια. “Υπάρχουν εδώ κομμουνιστές που σκοτώνουν ανθρώπους” έλεγαν. Με προφάσεις και τετριμμένα επιχειρήματα προσπάθησαν να ενσπείρουν διχόνοια ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν πολεμήσει για τον ίδιο σκοπό». [2]

Η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την επιβολή της λαϊκής Δικαιοσύνης. Οι προδότες, οι δοσίλογοι είχαν σχεδόν πάντα αυτήν την τύχη, από τη γαλλική επανάσταση του 1789 μέχρι την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους Ναζί το 1945. Από την άλλη πλευρά, η γενναιοδωρία, παραδείγματος χάρη, των Σαντινίστας στη Νικαράγουα (που έδωσαν αμνηστία σε συνεργάτες της δικτατορίας του Σομόζα) είχε ολέθριες συνέπειες: παλιοί της εθνοφρουράς που αφέθηκαν ελεύθεροι συμμάχησαν με τις, υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, αντεπαναστατικές δυνάμεις των Κόντρα και στράφηκαν κατά των Σαντινίστας.

Ψέμα 3ο:Ο Τσε Γκεβάρα ήταν ένας ψυχρός και ανελέητος δολοφόνος. Εκπαίδευσε αντάρτες οι οποίοι εκτέλεσαν αμάχους, ενώ δε δίσταζε να εκτελεί άμεσα συντρόφους του οι οποίο επεδείκνυαν λιποταξία”.

Είναι σαφές ότι οι χαρακτηρισμοί “ψυχρός”, “ανελέητος”, “δολοφόνος” κλπ, στοχεύουν αποκλειστικά στη δημιουργία εντυπώσεων. Και προφανώς εκστομίζονται από όσους δεν αντιλαμβάνονται – ή, ακόμη χειρότερα, παριστάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται – το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται ένας ανταρτοπόλεμος ενάντια σε ένα τυρρανικό, διεφθαρμένο, φιλοιμπεριαλιστικό καθεστώς. Τόσο ο Γκεβάρα, όσο και οι υπόλοιποι πολεμιστές του αντάρτικου “Κινήματος της 26ης Ιούλη”, είχαν να αντιμετωπίσουν έναν άριστα εκπαιδευμένο στρατό που είχε πολλαπλάσια αριθμητική υπεροχή και σαφώς πιο εξελιγμένο οπλισμό. Ως εκ τούτου, είχαν υποχρέωση να επιδείξουν τη μέγιστη δυνατή πειθαρχία και την απαρέγκλητη προσήλωση τους στους νόμους της επανάστασης. Και πράγματι, σύμφωνα με το Γκεβάρα, μια ένοπλη επανάσταση δεν θα μπορούσε να πετύχει εάν δεν έχει εμποτιστεί με ταξικό μίσος – αυτό που οι αντάρτες, οι εξεγερμένοι, ο ίδιος ο λαός και οι σύμμαχοι του τρέφουν για τον εκμεταλλευτή κεφαλαιοκράτη, τον ιμπεριαλιστή, τον αποικιοκράτη και τους δειλούς αντεπαναστάτες.

Αντίθετα με όσα λένε και γράφουν οι εχθροί του Γκεβάρα, δεν υπάρχει ούτε ένα αξιόπιστα διασταυρωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Τσε έδωσε εντολή για εκτέλεση αμάχων. Τουναντίον, με την ιδιότητα του ως γιατρού, ο Γκεβάρα προσέφερε βοήθεια τόσο σε αιχμάλωτους στρατιώτες, όσο και στους ντόπιους χωρικούς στις περιοχές απ’ όπου πέρασε ο αντάρτικος στρατός. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, κατά τον κουβανικό ανταρτοπόλεμο, η οποιαδήποτε επίθεση (ακόμη και “παρενόχληση”) εναντίον άμαχου πληθυσμού απαγορεύονταν ρητά από τον επαναστατικό νόμο του Κινήματος της 26ης Ιούλη και η τιμωρία για τους παραβάτες ήταν η εσχάτη των ποινών.

Αλλά και στο αντάρτικο της Βολιβίας υπάρχουν σαφή δείγματα της συμπεριφοράς του Τσε απέναντι στους αντιπάλους που πολύ απέχει από τις ψευδολογίες που εξαπολύουν οι συκοφάντες του. Αντιγράφουμε απ’ το ημερολόγιο της Βολιβίας: «Πιάσαμε αιχμαλώτους δυο νέους κατασκόπους, έναν υπολογαχό των καραμπινιέρων κι έναν καραμπινιέρο. Τους διαβάσαμε την μπροσούρα και τους αφήσαμε ελεύθερους…». [3] Σε άλλο σημείο του ίδιου ημερολογίου διαβάζουμε πως ο Γκεβάρα, ευρισκόμενος σε λόγο με θέα το δρόμο παρατηρούσε δύο στρατιώτες σε ένα περαστικό καμιόνι. Ένιωσε οίκτο γι’ αυτούς που κρύωναν, τυλιγμένοι στις κουβέρτες τους. «Δεν βρήκα το θάρρος να τους ρίξω…» γράφει.

Ψέμα 4ο: “Ο Τσε Γκεβάρα επεδείκνυε ρατσιστικό μίσος κατά των ομοφυλόφιλων, πρωταγωνιστώντας στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης”.

Ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι απόψεις – και κυρίως η δράση – του Τσε είχαν ως βάση ρατσιστικά (εθνοτικά, θρησκευτικά, σεξουαλικά, κλπ.) κριτήρια. Ως γνήσιος μαρξιστής-λενινιστής ο Τσε Γκεβάρα δρούσε με ταξικό κριτήριο. Ως εχθρό του, απέναντι του, είχε αποκλειστικά τον καταπιεστή, τον εκμεταλλευτή, τον ιμπεριαλιστή και τους συνηγόρους αυτών. Όταν αναφερόμαστε σε διακρίσεις κατά των ομοφυλόφιλων στην Κούβα του 1960 πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη δύο βασικά πράγματα:

Πρώτον, το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφερόμαστε. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνίες της εποχής δεν ήταν ακόμη έτοιμες να δεχθούν διαφοροποίησεις, ή αλλαγές, στα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Να θυμήσουμε ότι τη δεκαετία του ’60 στις “προοδευτικές” Ηνωμένες Πολιτείες γινόντουσαν διακρίσεις κατά των μαύρων οι οποίοι αντιμετωπίζονταν ως πολίτες β’ κατηγορίας. Στις πρώην ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, κλπ.) οι πολίτες προερχόμενοι από αφρικανικές και ασιατικές χώρες αποτελούσαν δουλοπάροικους των εκεί καπιταλιστικών συστημάτων, στην φτηνή εργασία των οποίων βασίστηκε η όποια κερδοφορία των κεφαλαιοκρατικών ελίτ.

Δεύτερον, τις συνθήκες τις οποίες είχε να αντιμετωπίσει η Επανάσταση ώστε να εδραιωθεί. Συνθήκες οι οποίες απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή, κυρίως δε σε ζητήματα που αφορούσαν τη διαφθορά των επαναστατικών συνειδήσεων την οποία επιδίωκε ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Ένα κομμάτι της κοινωνίας που, εκμεταλλευόμενος τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, επιχείρησε να στρέψει κατά της Επανάστασης ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ήταν οι ομοφυλόφιλοι. Πρόκειται για τον ίδιο ιμπεριαλισμό που, στα προ-επαναστατικά χρόνια, είχε εγκαταστήσει στο νησί μια ολόκληρη βιομηχανία πορνείας προς τέρψην εύπορων αμερικανών. Χιλιάδες κουβανοί και κουβανές, όλων των σεξουαλικών προσανατολισμών, χρησιμοποιήθηκαν ως φτηνό εμπόρευμα από τη δικτατορία του Μπατίστα και τους βορειοαμερικανούς προστάτες της.

Δύο ερευνήτριες, οι Λούρδη Αργκουέλες και Μπ. Ρούμπι-Ριτς [4], που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας στην μετά-1959 περίοδο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κατάρρευση της παραοικονομίας (της πορνείας) μετά την εδραίωση της επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια προσεταιρισμού των ομοφυλόφιλων από αντεπαναστατικές δυνάμεις του υποκόσμου. «Αρκετοί βετεράνοι της κουβανικής μαφίας στρατολογήθηκαν από την CIA μπαίνοντας στις τάξεις των αντεπαναστατών» γράφουν οι Αρκουέλες και Ριτς. Οι αντεπαναστάτες του υποκόσμου (που είχαν χάσει τα κέρδη τους με τον θρίαμβο της επανάστασης) ξεκίνησαν να προσεγγίζουν νεαρούς ομοφυλόφιλους με σκοπό να τους εντάξουν στο αντεπαναστατικό κίνημα που οργανώνονταν από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ένα παράδειγμα τέτοιας στρατολόγησης είναι η περίπτωση του Ρολάντο Κουμπέλα, ομοφυλόφιλου φοιτητή ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό των επαναστατικών δυνάμεων κατά του Μπατίστα αλλά κατέληξε να στρατολογηθεί από την CIA με σκοπό τη δολοφονία του Κάστρο. Έτσι, τα παραθαλάσσια τουριστικά γκέι-μπαρ στην περιοχή Λα Ράμπα είχαν καταλήξει ουσιαστικά μετά το 1959 “γιάφκες” αντεπανάστασης. Ποιά πολιτική όφειλε λοιπόν να ασκήσει η επαναστατική κυβέρνηση προκειμένου να διαφυλάξει τα κεκτημένα της επανάστασης και να προστατεύσει το λαό;

Οι ομοφυλόφιλοι νέοι και νέες που στρατολογήθηκαν από την CIA αποτέλεσαν – και αυτοί όπως πολλοί άλλοι κουβανοί – “πιόνια” της ιμπεριαλιστικής εχθρότητας απέναντι στην Επανάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ομοφυλόφιλων κουβανών, κυρίως προερχόμενος από την εργατική τάξη και τα χαμηλά λαϊκά στρώμματα, που ουδέποτε εγκατέλειψε την Κούβα – αντιθέτως, οι άνθρωποι αυτοί εργάστηκαν προκειμένου να ενσωματωθούν αρμονικά στην κουβανική κοινωνία προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο κοινό καλό της επανάστασης.

Ψέμα 5ο: Ο Τσε ήλπιζε ότι η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα θα οδηγούσε σε πυρηνικό πόλεμο, χωρίς να υπολογίζει το κόστος των χαμένων ανθρώπινων ζωών.

Το επιχείρημα αυτό αποτελεί σκόπιμη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, παίρνοντας αφορμή από μια φράση του Τσε λίγο καιρό μετά το τέλος της Κρίσης των Πυραύλων. Ο Γκεβάρα είχε δηλώσει τότε: «Είναι το εκπληκτικό παράδειγμα ενός λαού έτοιμου να διαλυθεί από ατομική έκρηξη προκειμένου οι στάχτες του να γίνουν τσιμέντο για τις νέες κοινωνίες και, την στιγμή που το κάνει αυτό, μια συμφωνία αποφασίζει την απόσυρση των ατομικών πυραύλων χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του, κι ο λαός αυτός δεν αναισαίνει από ανακούφιση» [5]. Η διαστρέβλωση έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία των λεγομένων του Τσε. Ο Γκεβάρα, μέσα από την υπερβολή της παραπάνω φράσης, στρέφονταν ουσιαστικά κατά της τότε σοβιετικής ηγεσίας του Χρουστσώφ η οποία στήριξε τους διπλωματικούς της ακροβατισμούς στις πλάτες της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης. Ως υπέρμαχος του ότι “κάθε άσκοπη θυσία θα πρέπει να αποφεύγεται”, ο Τσε ήταν μακριά από αυτοκτονικού τύπου αντιλήψεις οι οποίες θα απέβαιναν μοιραίες. Η θυσιαστική του αντίληψη ως αντάρτη πολεμιστή (θυσία σε προσωπικό επίπεδο, σε κάθε τομέα της ζωής, με στόχο την επιβίωση και εν τέλει την πραγμάτωση της επανάστασης) πρέπει να ερμηνεύεται στα δεδομένα ιστορικά και πολιτικά πλαίσια της εποχής αλλά και τις αντικειμενικές συνθήκες υπό τις οποίες θριάμβευσε και εδραιώθηκε η κουβανική Επανάσταση.

Ψέμα 6ο: Ως υπουργός βιομηχανίας ο Τσε απέτυχε παταγωδώς σε όλες τις πρωτοβουλίες που πήρε για την κουβανική οικονομία.

Ο Τσε δεν ήταν οικονομολόγος. Όντας μέλος του “Κινήματος της 26ης Ιούλη” και έχοντας συνεισφέρει τα μέγιστα στον θρίαμβο της Επανάστασης το 1959, ο Γκεβάρα ανέλαβε συγκεκριμένα πολιτικά πόστα έπειτα από πρόταση του Φιντέλ Κάστρο. Το έργο που είχε να επιτελέσει η επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας ήταν πρακτικά τιτάνιο, έχοντας “κληρονομήσει” από το δικτάτορα Μπατίστα μια υποανάπτυκτη παραγωγικά χώρα, με κολοσσιαίες κοινωνικές ανισότητες και διαλυμένη οικονομία. Ορισμένα στατιστικά στοιχεία μιλούν απο μόνα τους: 91% των σπιτιών της επαρχίας δεν είχε επαρκή ηλεκτρισμό, 45% του πληθυσμού της επαρχίας δεν είχε μόρφωση (44% εξ’ αυτών δεν είχε πάει ποτέ σχολείο), για 2.000 άτομα αναλογούσε ένας γιατρός, 27% των παιδιών στις πόλεις και 61% στην επαρχία δεν πήγαιναν σχολείο, το 73% της καλλιεργήσιμης γης αποτελούσε ιδιοκτησία μιας χούφτας (9% των γεωκτημόνων) εύπορων αμερικανών επιχειρηματιών. Σε όλα αυτά να προστεθεί ο οικονομικός αποκλεισμός και τα άμεσα μέτρα απομόνωσης του νησιού που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1960, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια εξαγωγών στην επαναστατική κυβέρνηση Κάστρο.

Πέραν των στρατιωτικών και διπλωματικών καθηκόντων του, ο Τσε ανέλαβε αρχικά επικεφαλής του τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης (INRA). Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν στην Κούβα συντελέστηκε μια γενναία αναδιανομή γης (δήμευση των “λατιφουντίων” και πολυεθνικών, εθνικοποίηση αγροτικών και κτηνοτροφικών ράντσων, διανομή περισσότερου από 1 εκατομμύριο εκτάρια γης σε 100.000 αγρότες) στο πλαίσιο της περίφημης αγροτικής μεταρρύθμισης για την οποία ο Γκεβάρα εργάστηκε εντατικά και της οποίας υπήρξε θερμός υποστηρικτής. Αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης ήταν η σαφής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κουβανών της επαρχίας, η ρευματοδότηση των κατοικιών και η δημιουργία υποδομών, σχολείων και κλινικών.

Κατά τη θητεία του Τσε ως επικεφαλής του τομέα Βιομηχανίας στο INRA και ως προέδρου της Εθνικής Τράπεζας, όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το 84% της βιομηχανίας της Κούβας κοινωνικοποιήθηκαν – πέρασαν στον έλεγχο του κράτους. Η νέα επαναστατική κυβέρνηση έπρεπε να λύσει με αποτελεσματικό τρόπο τη μετάβαση από την διαλυμένη ιδιωτική οικονομία στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της βιομηχανίας. Κατά την πενταετή ενασχόληση του Γκεβάρα με την προσπάθεια εκβιομηχανοποίησης της χώρας, η κουβανική βιομηχανία άρχισε να μεγαλώνει, να διευρύνεται και να σταθεροποιείται, κυρίως ως αποτέλεσμα της κινητοποίησης του ανθρώπινου παράγοντα (εργατικού δυναμικού) στον οποίο ο Τσε πίστευε ακράδαντα. Ασφαλώς, η οικονομική σκέψη του Τσε Γκεβάρα παραμένει μέχρι και σήμερα αντικείμενο υπό μελέτη, δεδομένων των διαφωνιών που ο ίδιος εξέφρασε γραπτά με την σοβιετική αντίληψη περί πολιτικής οικονομίας που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Η βρετανίδα συγγραφέας και ερευνήτρια Έλεν Γιάφε (Helen Yaffe) έχει ασχοληθεί εκτενώς με την οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε στα πρώτα χρόνια της επανάστασης στην Κούβα [6]. Σύμφωνα με την Γιάφε, ως υπουργός βιομηχανίας ο Τσε δημιούργησε εννέα ερευνητικά και αναπτυξιακά κέντρα τα οποία μελετούσαν οτιδήποτε σχετίζονταν με την εκβιομηχάνιση της χώρας: από μηχανισμούς αύξησης της παραγωγής ζάχαρης μέχρι την παραγωγή νικελίου, την ανίχνευση πηγών πετρελαίου, τη χημική βιομηχανία και την έρευνα στις νέες τεχνολογίες (την εποχή εκείνη υπήρχε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σε όλο το νησί). Ο Τσε εισήγαγε την ψυχολογική υποστήριξη (για το εργατικό δυναμικό αλλά και τους προϋσταμένους του) ως εργαλείο βελτίωσης της παραγωγικής δυνατότητας, σχεδίασε και οργάνωσε έναν λογικό μηχανισμό κλιμακούμενης μισθοδοσίας, υποστήριξε ένθερμα την αυτοοργάνωση των εργατών στο πλαίσιο της κολεκτιβοποίησης της εργασίας (κυρίως στις αγροτικές περιοχές), εισήγαγε για τις επιχειρήσεις το καινοτόμο “Σύστημα Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού” (ένα συγκεντρωτικό όργανο διαχείρησης διαφορετικό από αυτό της τότε ΕΣΣΔ) το οποίο στόχευε στην πρακτική αναθεώρηση της σοβιετικής αντίληψης περί του μαρξιστικού “νόμου της αξίας”. Σύμφωνα με την Δρ. Γιάφε “μέσα σε έξι ταραγμένα χρόνια ο Τσε έκανε μια αλησμόνητη συνεισφορά στην κουβανική οικονομία”.

Πέρα από το καθαρά πρακτικό σκέλος των πολιτικών που εφαρμόστηκαν επί υπουργίας του Γκεβάρα, η οικονομική θεωρία που ανέπτυξε ο Τσε (μέσα και από τη μελέτη της μαρξιστικής-λενινιστικής πολιτικής οικονομίας) έδειξε το δρόμο μιας εναλλακτικής σοσιαλιστικής οικονομίας η οποία δεν “αντιγράφει” τους καπιταλιστικούς νόμους παραγωγής. Η κριτική του Τσε απέναντι στην σοβιετική πολιτική οικονομία (σωστή ή λάθος, η ιστορία θα αποφανθεί) υπήρξε ουσιαστικά προάγγελος της σταδιακής κατάρρευσης των οικονομικών συστημάτων του ανατολικού μπλοκ δύο και πλέον δεκαετίες μετά το θάνατο του. Επομένως, στην αποδεδειγμένα σημαντική συνεισφορά του στην εκβιομηχάνιση της επαναστατικής Κούβας θα πρέπει να προστίθεται και η θεωρητική του συμβολή στην κατεύθυνση ενός οικονομικού συστήματος με πυρήνα τον άνθρωπο, πραγματική ενσάρκωση των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς.

Ψέμα 7ο: Ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα το 1965, όχι για να ενισχύσει τον αγώνα άλλων λαών για την ελευθερία, αλλά διότι είχε αποτύχει στην προσωπική του ζωή, έχοντας άστατο οικογενειακό βίο, δεκάδες ερωμένες και “νόθα” τέκνα.

Πρόκειται ασφαλώς για μη πολιτικό επιχείρημα που στοχεύει στην σπίλωση του Γκεβάρα σε προσωπικό επίπεδο. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Τσε, παρ’ ότι αφιερωμένος στους σκοπούς της επαναστατικής του δραστηριότητας, υπήρξε στοργικός σύζυγος και πατέρας. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη την περουβιανή Ίλντα Γκαντέα και τη δεύτερη την κουβανή Αλέιδα Μαρτς. Απέκτησε συνολικά πέντε παιδιά (Ιλντίτα Μπεατρίζ, Αλέιδα, Καμίλο, Σέλια, Ερνέστο). Δεν υπάρχει ουδεμία βάσιμη ένδειξη ότι ο Τσε απέκτησε παιδιά πέραν αυτών με τις δύο συζύγους του. Στο βιβλίο της “Αναπόληση” [7], η Αλέιδα Μαρτς περιγράφει έναν άνδρα που αν και βρίσκονταν στη δίνη της επανάστασης (έχοντας περάσει τρία δύσκολα χρόνια στον ανταρτοπόλεμο και έχοντας αναλάβει διοικητικά πόστα στην επαναστατική κυβέρνηση) διατηρούσε στο ακέραιο το ενδιαφέρον του για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών του, τα οποία λόγω υποχρεώσεων δεν έβλεπε όσο συχνά θα ήθελε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε η πρώτη σύζυγος του Τσε, η Ίλντα Γκαντέα, ούτε η Μαρτς έχουν αναφέρει το παραμικρό περιστατικό άστατης προσωπικής ζωής του Γκεβάρα.

Ο Τσε Γκεβάρα ήταν υπέρμαχος μιας αυστηρά πειθαρχημένης (στους σκοπούς της επανάστασης) ζωής, την οποία απαιτούσε να έχουν οι σύντροφοι και συναγωνιστές του. Πρώτα απ’ όλα όμως, την εφάρμοζε ο ίδιος στον εαυτό του, δίνοντας το παράδειγμα σε όσους έζησαν δίπλα του. Παρά το γεγονός ότι πτυχές της προσωπικής του ζωής ενδέχεται να μην τις μάθουμε ποτέ, η προσωπικότητα και ο πειθαρχημένος χαρακτήρας του επαναστάτη μαρξιστή Γκεβάρα δεν άφηναν σε καμία περίπτωση πολλά περιθώρια για άστατο βίο και πομπώδεις παρεκτροπές.

Νικόλαος Μόττας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] The Legacy of Che, PBS NewsHour, 20 Νοεμβρίου 1997.

[2] Ομιλία κατα την έναρξη του Πρώτου Συνεδρίου Λατινοαμερικανικής Νεολαίας, 28 Ιούλη 1960.

[3] El Diario del Che En Bolivia, Αβάνα 1968.

[4] Lourdes Arguelles and B. Ruby Rich (1984), “Homosexuality, Homophobia, and. Revolution: Notes toward an. Understanding of the Cuban. Lesbian and Gay Male. Experience”.

[5] “Tactique et strategie de la revolution latino-americaine”, αναφορά στο άρθρο στο βιβλίο “Ernesto Guevara, connu aussie comme le Che” του Paco Ignacio Taibo II.

[6] Helen Yaffe, “Che Guevara: The Economics of Revolution”, Palgrave-McMillan / Δείτε επίσης “Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Ένας επαναστάτης ενάντια στην Σοβιετική πολιτική οικονομία”.

[7] Αλεϊδα Γκεβάρα-Μαρτς (μτφ. Βασιλική Κνήτου), Αναπόληση: Η ζωή μου με τον Τσε, εκδ. Ψυχογιός, 2007.

Η επίσκεψη του Τσε Γκεβάρα στη μαρτυρική Χιροσίμα

Τιμώντας τη μνήμη των θυμάτων, Χιροσίμα 1959.

Ήταν Ιούλης 1959, επτά περίπου μήνες μετά το θρίαμβο της Κουβανικής Επανάστασης, όταν ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα προσγειώνονταν στο αεροδρόμιο του Τόκιο φορώντας την χαρακτηριστική στρατιωτική του στολή. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη επιβάλλει στην Κούβα οικονομικό αποκλεισμό στο εμπόριο ζάχαρης και ο Τσε, μαζί με αντιπροσωπεία κουβανών, μετέβησαν στη χώρα της Άπω Ανατολής με στόχο μια εμπορική συμφωνία για αύξηση του αριθμού των εξαγωγών. Πέραν των συναντήσεων της με υψηλόβαθμους αξιωματούχους της ιαπωνικής κυβέρνησης, η κουβανική αποστολή επισκέπτηκε μεγάλους βιομηχανικούς κολοσσούς της χώρας όπως η Τογιότα, η Σόνυ και η Μιτσουμπίσι. Όταν η κυβέρνηση του Τόκιο απέκλεισε την Χιροσίμα από το πρόγραμμα των επισκέψεων, ο Τσε αποφάσισε να επισκεφτεί την πόλη ανεπίσημα και χωρίς την συνοδεία επισήμων.

Εκείνη την περίοδο – ήταν μόλις λίγους μήνες μετά την Επανάσταση στην Κούβα άλλωστε – ο Γκεβάρα δεν ήταν ακόμη γνωστή φυσιογνωμία στην Ιαπωνία. Παρ’ όλα αυτά όμως, η παρουσία του σε όσους είχαν την ευκαιρία να τον συναντήσουν και να συνομιλήσουν μαζί του άφησε ισχυρές εντυπώσεις. Το αληθινό, καθαρό και διαπεραστικό του βλέμμα, καθώς και ο ήπιος τρόπος με τον οποίο συνομιλούσε προκάλεσαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αξιωματούχου της ιαπωνικής κυβέρνησης που συνόδευε την κουβανική αποστολή.

Ο Τσε, λοιπόν, επισκέπτηκε την πόλη της Χιροσίμα παρά τις αρχικές αντιδράσεις της κυβέρνησης της Ιαπωνίας. Ο ίδιος ήταν από πριν αποφασισμένος να μην αφήσει το τραγικό αυτό μέρος έξω απ’ το πρόγραμμα της περιοδείας του. Αρχικά υπήρξε η ιδέα να επισκεπτεί ένα νεκροταφείο πεσόντων στρατιωτιών της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας – Ο Τσε αρνήθηκε να μεταβεί εκεί με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε λόγος να τιμήσει στρατιώτες που μακέλευσαν αθώους ανθρώπους στο όνομα μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης.

Στο μυαλό του Κομαντάντε ήταν η Χιροσίμα και η ανείπωτη τραγωδία που οι κάτοικοι της (και μαζί τους ο Ιαπωνικός λαός) έζησαν με τη ρήψη της ατομικής βόμβας, τον Αύγουστο του 1945. “Επιθυμώ να δω το μέρος όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες σκότωσαν περισσότερους από 100.000 ανθρώπους” έλεγε στα μέλη της αποστολής εκείνες τις μέρες. Αποφάσισε να μεταβεί κρυφά στην Χιροσίμα, γνωρίζοντας ότι κανένας δεν θα αναγνώριζε την ιδιότητα του ως υψηλόβαθμου στελέχους της επαναστατικής Κουβανικής κυβέρνησης. Μαζί με δύο μέλη της αποστολής αναχώρησαν με το βραδινό τρένο από το Τόκιο για την πόλη της Χιροσίμα. Στην συνέχεια ο Τσε είχε την ευκαιρία να επισκεπτεί το “Πάρκο της Ειρήνης” (Hiroshima Peace Memorial Park), το μουσείο της πόλης και το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονταν ασθενείς που υπέφεραν από διάφορες παθήσεις-αποτέλεσμα της ραδιενέργειας που σκόρπισε η δολοφονική ατομική βόμβα των αμερικανών.

Φωτογραφία που τράβηξε ο Τσε στη Χιροσίμα (Δημοσ. σε γιαπωνέζικο περιοδικό).

Ένας ρεπόρτερ τοπικής εφημερίδας που αναγνώρισε τη φιγούρα του Τσε ζήτησε μια σύντομη συνέντευξη. Όπως ο ίδιος διηγήθηκε αργότερα, ο Γκεβάρα ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στα λόγια του, ούτως ώστε να μην πει κάτι που θα έθιγε, την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τους λαούς της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Βλέποντας όμως το μέγεθος της τραγωδίας που άφησε πίσω της η πυρηνική καταστροφή, η οργή του επαναστάτη που αποζητά δικαιοσύνη βγήκε στην επιφάνεια: “Πρέπει να δώσουμε την αγάπη μας στη Χιροσίμα και στους ανθρώπους της για πάντα” και ρώτησε: “Γιατί η Ιαπωνία δεν ζητά μια δημόσια συγνώμη από τις ΗΠΑ και γιατί δεν δείχνει τον θυμό της για όσα συνέβησαν, ώστε να σταματήσουν (οι ΗΠΑ) να ελέγχουν τη χώρα αυτή;”. Για έναν άνθρωπο με έκδηλο το πνεύμα του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης, όπως ο Ερνέστο Γκεβάρα, ήταν πολύ δύσκολο να μην νιώσει την πρωτοφανή στα ιστορικά δεδομένα αδικία που συντελέστηκε στη Χιροσίμα το 1945. Ήταν αδύνατο να μην εξοργιστεί, ως γνήσιος διεθνιστής επαναστάτης, μπροστά στον πόνο και την τραγωδία των ανθρώπων την γιαπωνέζικης πόλης που ισοπεδώθηκε από την ατομική βόμβα της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης.

Με την επιστροφή του στην Κούβα, μετά το πέρας του ταξιδιού του, ο Τσε προέβη σε μια δημόσια δήλωση αναφορικά με την ανάγκη να τιμάται η μνήμη των θυμάτων της Χιροσίμα. Αυτήν του την εμπειρία την μετέδωσε και στον Φιντέλ Κάστρο, καθιερώνοντας κάθε χρόνο, στις 6 Αυγούστου, την ημέρα μνήμης των θυμάτων του πυρηνικού ολοκαυτώματος. Το έγκλημα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι διδάσκεται στους κουβανούς μαθητές του δημοτικού, ενώ ο Φιντέλ Κάστρο πραγματοποίησε επίσκεψη στη μαρτυρική πόλη το 2003, κάνοντας έτσι πράξη μια υπόσχεση που είχε δώσει στον αλησμόνητο φίλο και σύντροφο του.

Νίκος Μόττας.

Πηγή: Toru Miyoshi. Che Nihon wo Iku (Che goes to Japan). Bungei Shunju. Tokyo: Bungei Shunju Ltd., March 1969.

Τσε Γκεβάρα: Ο άνθρωπος πίσω απ’ το μύθο

Του Νικολάου Μόττα.

Ήταν 5 Μαρτίου 1960 όταν ο φωτογραφικός φακός του Αλμπέρτο Κόρντα αποτύπωνε τη μορφή του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που έμελλε να μείνει στην αιωνιότητα. Έκτοτε, εκείνη η φωτογραφία αποτέλεσε για ολόκληρες γενιές το «εικόνισμα» του ασυμβίβαστου επαναστάτη. Πέρα όμως από το βλοσυρό και αποφασιστικό βλέμμα του γενειοφόρου αργεντίνου υπήρχε και ένας άλλος Ερνέστο. Αυτός της ευρυμάθειας και της ευαισθησίας. Πέρα απ’ τον commandante υπήρχαν και άλλες, περισσότερο ανθρώπινες, όψεις του Τσε: αυτή του πολιτικού στοχαστή, αλλά και του ποιητή, του φωτογράφου, του συζύγου και πατέρα.

Μέσα από την ενδελεχή μελέτη των λόγων και των γραπτών του Γκεβάρα προκύπτει μια αξιοσημείωτη ευρεία πολιτική και κοινωνική μόρφωση εξίσου σημαντική με τις στρατηγικές του ικανότητες στον ανταρτοπόλεμο. Αφοσιωμένος μαρξιστής και ταυτόχρονα λάτρης μιας πλειάδας πνευματικών έργων που εκτείνονται από τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους μέχρι την πολιτική κληρονομιά του Χοσέ Μαρτί και από την ποίηση του Πάμπλο Νερούδα μέχρι τις υπαρξιακές αναζητήσεις του Ζαν Πωλ Σαρτρ. O ασπασμός της μαρξιστικής ιδεολογίας από τον Γκεβάρα δεν ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο της συνεχούς διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και του ιμπεριαλισμού που ο ίδιος, ως φοιτητής ιατρικής, είχε αντιληφθεί ταξιδεύοντας σε χώρες της λατινικής Αμερικής. Υπήρξε και απότοκος βαθύτερης σκέψης και προσωπικών αναζητήσεων, με στόχο την κατανόηση της επανάστασης ως μέσου για την κατάκτηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Χαρακτηριστικά τα όσα γράφει στο βιβλίο της «Αναπόληση: η ζωή μου με τον Che» η σύζυγος του αργεντίνου επαναστάτη Αλέϊδα Μαρτς: «Όλοι τον γνώριζαν για τα στρατηγικά του χαρίσματα, αλλά σχεδόν τίποτα δεν ήταν γνωστό για την ευρεία θεωρητική του κατάρτιση, για την καλλιέργεια του ήδη απ’ τα χρόνια της εφηβείας του». Εκτός λοιπόν από δεινός μαχητής στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα, στη ζούγκλα του Κονγκό και στη βολιβιανή ύπαιθρο, ο Τσε ήταν ένας ακούραστος αναγνώστης. Ακόμη και υπό τις πλέον δύσκολες συνθήκες. Θυμάται η Αλέϊδα Μάρτς: «Διάβαζε πολύ, όπως πάντα, αλλά τώρα (σ.σ. κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κονγκό) το ενδιαφέρον του στρεφόταν σε ακόμη περισσότερα αντικείμενα και η μελέτη του ήταν πιο βαθιά. Είναι απίστευτο πως εν μέσω τόσων δυσκολιών, σ’έναν αφιλόξενο τόπο και έχοντας πλήρη συνείδηση για το τι τον περίμενε, εξακολουθούσε να διαβάζει φιλοσοφία και διάφορα άλλα αναγνώσματα, που θα τον βοηθούσαν να αναπτύξει θεωρίες, ικανές να ενισχύσουν το μέλλον του σοσιαλισμού στον Τρίτο Κόσμο».

Ανάμεσα στα βιβλία που ζητούσε να έχει μαζί του ήταν μεταξύ άλλων: οι Τραγωδίες του Αισχύλου, Δράματα και Τραγωδίες του Σοφοκλή, Ιστορία του Ηροδότου, τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, οι Διάλογοι και η Πολιτεία του Πλάτωνα, τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, ο Δον Κιχώτης, ο Φάουστ του Γκαίτε, τα Άπαντα του Σαίξπηρ. Για τον Γκεβάρα, στον κόσμο του ανταρτοπόλεμου και της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, υπήρχε χώρος και χρόνος για την ανάγνωση αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, πολιτικών δοκιμίων και ποίησης. Άλλωστε, χωρίς τη γνώση, η δημιουργία του «νέου ανθρώπου» που οραματίστηκε ο Τσε – ενός ανθρώπου απαλλαγμένου από τον εγωκεντρισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας – θα ήταν αδύνατο να γίνει πραγματικότητα.

Στο περιθώριο του πεδίου της μάχης και της πολιτικής, ο Ερνέστο έβρισκε το χρόνο για τις αγαπημένες του συνήθειες: την ανάγνωση και συγγραφή ποίησης, το ψάρεμα αλλά και τη φωτογραφία. Λίγοι γνώριζαν την αγάπη του να αποτυπώνει στιγμές της καθημερινότητας μέσα απ’ τον φωτογραφικό φακό. Πριν από τέσσερα χρόνια, το Κέντρο Μελετών Τσε Γκεβάρα (Centro de Estudios Che Guevara) υπό τη διεύθυνση της κόρης του Αλέϊδα Γκεβάρα, παρουσίασε μια κινητή έκθεση υπό τον τίτλο «Τσε, ο φωτογράφος» επιθυμώντας να καταστήσει γνωστή άλλη μια όψη του αργεντίνου επαναστάτη. Η Αλέϊδα Μαρτς γράφει γι’ αυτήν την πλευρά του Τσε: «Το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία, απ’ την εποχή που ήταν ακόμη έφηβος, ήταν τέτοιο που η τέχνη αυτή έγινε μόνιμη κι αχώριστη σύντροφος και βοηθός του στην προσπάθεια του να αιχμαλωτίσει εικόνες που σχετίζονται με τα ανθρωπιστικά του ενδιαφέροντα, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στη λατινική Αμερική και σε άλλα μέρη του κόσμου».

Αχώριστη σύντροφος του όμως ήταν και η ποίηση. Η σύντροφος του διατηρεί ως πολύτιμο θησαυρό γράμματα που ο Ερνέστο της είχε στείλει από το εξωτερικό σε πολλά από τα οποία επέλεγε να εκφραστεί ποιητικά, συνδυάζοντας το χιούμορ με το ρεαλισμό της πραγματικότητας, την προσήλωση στο καθήκον της επανάστασης με τη νοσταλγία της οικογένειας που είχε αφήσει πίσω.

Αξίζει να παρατεθούν αποσπάσματα των δύο τελευταίων γραμμάτων που ο Τσε είχε στείλει στη σύζυγο του όντας στο δρόμο για τη Βολιβία, όπου λίγο καιρό αργότερα θα συναντούσε το θάνατο.

«Μοναδική μου,

Θα μπορούσα να σου πω ότι μου λείπεις τόσο που έχω χάσει τον ύπνο μου, αλλά ξέρω ότι δε θα με πίστευες, οπότε συγκρατούμαι. Είναι όμως κάποιες μέρες που η νοσταλγία ορμάει ασυγκράτητη και με κυριεύει. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, κυρίως, δεν ξέρεις πόσο μου έλειψαν τα τελετουργικά σου δάκρυα, κάτω από τούτον τον ουρανό με τα καινούργια άστρα, που μου θύμιζε πόσο λίγο έχω χαρεί τη ζωή στον προσωπικό τομέα. […] Για τη ζωή μου εδώ δεν έχω να σου πω πολλά ενδιαφέροντα, η δουλειά μου αρέσει αλλά απαιτεί απομόνωση και μερικές φορές γίνεται κουραστική. Μελετάω, όποτε μου μένει χρόνος, και πότε πότε ονειρεύομαι. Παίζω σκάκι, δίχως αξιόλογους αντιπάλους, και περπατάω αρκετά. Αδυνατίζω, λίγο απ’ τη νοσταλγία και λίγο απ’ τη δουλειά. Δώσε ένα φιλί στα κεφτεδάκια, και σ’όλους τους άλλους. Για σένα ένα φιλί έμπλεο αναστεναγμών και λοιπών θλιβερών, απ’ τον φτωχό και φαλακρό σου σύζυγο».

Πίσω απ’ τον ατρόμητο αντάρτη που πολεμούσε για την ελευθερία των λαών υπήρχε ένας ευαίσθητος σύζυγος και πατέρας τεσσάρων παιδιών. Η επιλογή του να αφήσει τη σιγουριά της Κούβας προκειμένου να στηρίξει έμπρακτα τους επαναστατικούς αγώνες άλλων εθνών ήταν μια απόφαση που σφράγισε το πεπρωμένο του. Απόφαση επώδυνη, καθώς η προσωπική και οικογενειακή ζωή θυσιάζονταν γιά τα ιδανικά της επανάστασης. Λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για τη Βολιβία, ο Τσε – έχοντας μεταμορφωθεί για λόγους ασφαλείας σε ηλικιωμένο άνδρα – συνάντησε για τελευταία φορά τα παιδιά του. Μια συγκινητική στιγμή που περιγράφει στο βιβλίο της η Αλέϊδα Μαρτς:

«Λίγες μέρες πριν από την αναχώρηση του, τον μετέφεραν σε ένα ασφαλές σπίτι που βρισκόταν στην Αβάνα, μεταμορφωμένο ήδη σε γερό-Ραμόν, κι’ εκεί ζήτησε να δει τα παιδιά. […] Όταν έφτασαν τα παιδιά, τους τον σύστησα ως ένα στενό φίλο του μπαμπά τους που ήθελε να τους γνωρίσει. Φυσικά δε φαντάστηκαν ότι εκείνος ο άνδρας, που έδειχνε εξηντάρης, μπορούσε να είναι ο πατέρας τους. Ήταν μια στιγμή πολύ δύσκολη για τον Τσε αλλά και για μένα. Για εκείνον βέβαια ήταν εξαιρετικά επώδυνο το να βρίσκεται τόσο κοντά τους και να μην μπορεί να τους το πει, ούτε να τους φερθεί όπως ήθελε. Ήταν μία απ’ τις πιο σκληρές δοκιμασίες που χρειάστηκε να περάσει ποτέ του».

Ήταν τέλη του 1966. Λίγους μήνες αργότερα ο Ερνέστο Γκεβάρα θα έπεφτε αιχμάλωτος του βολιβιανού στρατού και των πρακτόρων της CIA. Το τι ακολούθησε είναι γνωστό σε όλους. Πριν την σύλληψη του είχε προλάβει να στείλει το τελευταίο ποίημα στην Αλέϊδα, με λέξεις που υποδηλώνουν μια προαίσθηση του τέλους που πλησίαζε:

«Πάω να οικοδομήσω τις ανοίξεις του αίματος και του γουδιού κι αφήνω, στο κενό της απουσίας μου, ετούτο το φιλί το δίχως γνωστή διεύθυνση. Δε μου έχουν ανακοινώσει, όμως, την κρατημένη θέση στη θριαμβευτική παρέλαση της νίκης και το μονοπάτι που βγάζει στο δρόμο μου είναι φωτοστεφανωμένο από δυσοίωνες σκιές. Αν προορίζουν για μένα τον σκοτεινό θώκο των τσιμέντων, φύλαξε τον στο ομιχλώδες αρχείο των αναμνήσεων, κατέφυγε σ’αυτόν τις νύχτες των δακρύων και των ονείρων…

Αντίο μοναδική μου, μην τρέμεις μπροστά στην πείνα των λύκων ούτε στις παγωμένες στέπες της απουσίας. Σ’έχω στο μέρος της καρδιάς και θα πορευτούμε μαζί ώσπου ο δρόμος να σβηστεί».

Στις 8 Οκτωβρίου 1967, η βολιβιανή κυβέρνηση και η Ουάσινγκτον θα αποφάσιζαν τη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Εκείνη τη μέρα, στην επαρχία Βαλεγκράντε της βολιβιανής υπαίθρου, οι σφαίρες έδωσαν τέλος στη ζωή ενός ανθρώπου. Του θνητού Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, ενός ανθρώπου με κοινές αδυναμίες και συναισθήματα. Δεν κατάφεραν όμως να σταματήσουν την ανάδειξη του θρύλου του Τσε, του συμβόλου της νεανικής επαναστατικότητας για ολόκληρες γενιές.

(Πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο Sierra Maestra)