Πέθανε ο κουβανός επαναστάτης – σύντροφος του Τσε στο αντάρτικο – Ulises Estrada

ulises estrada cubanoΟ Κουβανός Ulises Estrada, πολύ συνδεδεμένος με τον αργεντινοκουβανό επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και τη μυθική γερμανίδα αντάρτισσα Τάνια, πέθανε την Κυριακή στην Αβάνα σε ηλικία 79 ετών, σύμφωνα με άρθρο της εφημερίδας Γκράνμα τη Δευτέρα.

«Την προηγούμενη Κυριακή, κατά τις νυχτερινές ώρες, πέθανε στην πρωτεύουσα ο μαχητής Ουλίσες Εστράδα» έγραψε η εφημερίδα, προσθέτοντας ότι η κηδεία πραγματοποιήθηκε χθες (Δευτέρα) στο πάνθεον του Υπουργείου Εσωτερικών, στο νεκροταφείο Κολόν, όπου δέχτηκε τις τελευταίες τιμές. Δεν αναφέρθηκαν οι αιτίες θανάτου. Ο Εστράδα υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στο Υπουργείο Εσωτερικών της Κούβας, στις οποίες έφερε σε πέρας λεπτές αποστολές σχετιζόμενες με αντάρτικα κινήματα στη Λατινική Αμερική κατά τη δεκαετία του 1960, σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία του.

Όπως γράφει χαρακτηριστικά η Γκράνμα, συνεργάστηκε με τον κομαντάντε Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στη διεθνιστική αποστολή του στο Κογκό, και στον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα στη Γουινέα Μπισάου, μαζί με τον Αμίλκαρ Καμπράλ.

Επίσης εκπαίδευσε τη γερμανίδα Ταμάρα Μπούνκε (1937-1967), τη μυθική «Τάνια», τη μοναδική γυναίκα στην αντάρτικη ομάδα του Τσε στη Βολιβία, με την οποία είχε και ερωτική σχέση, όπως αποκάλυψε χρόνια μετά σε δύο βιβλία που της αφιέρωσε.

Το 1975 τοποθετήθηκε ως «νούμερο δύο» του τμήματος Αμερικής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας (PCC), με επικεφαλής τον Μανουέλ Πινιέιρο (γνωστό και ως Μπαρμπαρόχα -κοκκινογένη-, 1933-1998), επιφορτισμένο με τις σχέσεις της Κούβας με την αριστερά σε περιφερειακό επίπεδο και με τα αντάρτικα κινήματα.

Υπηρέτησε ακόμα ως πρέσβης της Κούβας σε Τζαμάικα, Υεμένη, Αλγερία και Μαυριτανία, και ως δημοσιογράφος στη Granma, την Habanero και άλλα κουβανικά μέσα. Τα τελευταία χρόνια ήταν διευθυντής του περιοδικού Tricontinental (Τριηπειρωτική), του οργανισμού αλληλεγγύης των λαών της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής.

Πηγή: Cubadebate, Μετάφραση: Yannis Tsal.

* Ο Ulises Estrada είχε επισκεπτεί την Ελλάδα τον Ιούνη του 2008 για να παρουσιάσει το βιβλίο του «ΤΑΝΙΑ, η αντάρτισα με τον Τσε στη Βολιβία» (Εκδόθηκε από την εταιρεία New Star).

ulises01
Φωτογραφία απ’ το αντάρτικο αγώνα στο Κονγκό, 1965.

Τσε Γκεβάρα και Φιντέλ Κάστρο: Σύντροφοι και φίλοι στην Επανάσταση, μέχρι το τέλος

Γράφει ο Νίκος Μόττας

Μια απάντηση στα ψέματα και την προπαγάνδα του Ιμπεριαλισμού για την σχέση των δύο μεγάλων επαναστατών.

Ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχουν ειπωθεί γύρω απ’ την Κουβανική Επανάσταση σχετίζεται με την σχέση δύο ηγετικών στελεχών της: του Φιντέλ Κάστρο και του Τσε Γκεβάρα. Οι εκδοχές αυτών των ψεμάτων ποικίλουν ανάλογα με την πηγή που τα διαδίδει. Όλες όμως καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «ο Κάστρο πρόδωσε τον Τσε». Η ιστορία αυτών των διαδώσεων δεν είναι καθόλου καινούργια ασφαλώς. Από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, πηγές που είχαν ως βάση τους τις ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει την παραφιλολογία περί των δήθεν διαταραγμένων σχέσεων του Τσε με τον Κάστρο.

Η απόφαση του Γκεβάρα να πάει στο Κονγκό το 1965, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τη θέση του στο υπουργείο βιομηχανίας, δημιούργησε θύελλα ψεύτικων διαδώσεων. Γράφει σχετικά ένας εκ των κύριων βιογράφων του, ο Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ: «Φήμες σε βραζιλιάνικες εφημερίδες, που δημοσιεύθηκαν […] τοποθετούσαν τον Τσε στα μέσα του ’65 στην Κολομβία, στο Περού, στη Χιλή, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στην Ουρουγουάη, ακόμα και σε μια ψυχιατρική κλινική της Πόλης του Μεξικου. Έξι ειδήσεις από διαφορετικά περιοδικά, που είχαν ξεφυτρώσει σε διάφορες χώρες κατα τη διάρκεια του 1965, ανακοίνωναν το βίαιο θάνατο του. Η πιο παράξενη είδηση ίσως ήταν αυτή που τον ήθελε νεκρό και θαμμένο στο υπόγειο ενός εργοστασίου στο Λάς Βέγκας, στην παγκόσμια πρωτεύουσα των τυχερών παιχνιδών» (Ερνέστο Γκεβάρα: Γνωστός και ως Τσε, 1995).

Η πλειοψηφία αυτών των διαδόσεων προέρχονταν χωρίς αμφιβολία από τη CIA, η οποία φρόντιζε να σπείρει «ειδήσεις» για δήθεν ρήξη του Τσε με την κουβανική κυβέρνηση. Συνεχίζει ο Τάϊμπο: «Σύμφωνα με μια κουβανέζικη πηγή, οι εκπομπές των ραδιοφωνικών σταθμών που ελέγχονταν από τη CIA διέδιδαν στα προγράμματα τους που απευθύνονταν στην Ασία ότι ο Τσε είχε δολοφονηθεί από τον Φιντέλ λόγω της φιλοκινεζικής του τάσης και στις εκπομπές προς την Ανατολική Ευρώπη λόγω του ότι ήταν φιλοσοβιετικός».

Κατα τη διάρκεια της διαμονής του Τσε στο Κονγκό, οι φήμες για την τύχη του είχαν οργιάσει. Πηγές απ’ το Μαϊάμι διέδιδαν ότι βρίσκεται στη Δομινικανή Δημοκρατία παίρνοντας μέρος σε λαϊκή εξέγερση, άλλες πηγές αντεπαναστατών στις ΗΠΑ ότι είχε σκοτωθεί σε οδομαχίες στον Άγιο Δομίνικο. Εξόριστοι αντίπαλοι του Κάστρο διέδιδαν πως ο Τσε επέβαινε σε υποβρύχιο που είχε καταστραφεί αύτανδρο από ριπή πυροβολικού. Ήταν δε τέτοια η επιθυμία των αμερικανών να διαστρεβλώσουν τα γεγονότα που, όπως γράφει ο Τάιμπο, «η υπηρεσία (CIA) είχε παγιδευτεί στο ψεύδος που προσπαθούσε να διαδώσει, ότι δηλαδή οι διαφωνίες με τον Φιντέλ είχαν προκαλέσει την πτώση του Τσε και, κατά συνέπεια, είχε συλληφθεί ή εκτελεστεί στην Κούβα (όπως λέει ο Μαρτσέτι, ένας από τους λόγιους της Εταιρίας)». Ο υποδιοικητής της Μεραρχίας του Δυτικού Ημισφαιρίου για τις κουβανικές υποθέσεις, Τζον Χαρτ, προσπαθούσε να μαντέψει που βρισκόταν ο Τσε. Σε μια επίσκεψη του στον σταθμό της CIA στο Μοντεβιδέο είχε αναφέρει ότι ίσως να βρισκόταν σε κάποιο νοσοκομείο της Σοβιετικής Ένωσης υποφέροντας από κάποια …διανοητική διαταραχή που του προκλήθηκε από φάρμακο κατά του άσθματος.

Ο Φιντέλ Κάστρο έχει αναφερθεί στις φημολογίες που κυκλοφορούσαν για τη δήθεν ρήξη του με τον Τσε. Γι’ αυτές τις φήμες έχει κατηγορήσει τόσο τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και τους αντεπαναστάτες κουβανούς του Μαϊάμι, όσο και λατινοαμερικάνους τροτσκιστές οι οποίοι ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι το δρόμο που είχε χαράξει η Επανάσταση στην Κούβα. Ο ρόλος των τροτσκιστών στη διάδοση ψευδών ειδήσεων περί της τύχης του Τσε το 1965 δεν είναι καθόλου αμελητέος. Στις αρχές του 1966, το πρακτορείο Φρανκ Πρες μετέδωσε την ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ότι ο Φιντέλ και ο Τσε είχαν ανταλλάξει πυροβολισμούς κατά τη διάρκεια μιας φιλονικίας και ότι ο Τσε είχε σκοτωθεί. Την ιστορία επιβεβαίωσε και αναδημοσίευσε μια τροτσκιστική εφημερίδα.

Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Ο Κάστρο και ο Τσε διατηρούσαν μια σταθερή φιλία βασισμένη στην αλληλοεκτίμηση. Από τα γραπτά που μας έχει αφήσει ο Τσε δεν υπάρχει ούτε δείγμα αρνητικής κριτικής απέναντι στον Φιντέλ – διαφορετικές οπτικές και απόψεις τακτικής φύσης υπήρχαν, ούτε υπόνοια όμως για θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο αντρών. Η αποχώρηση του Τσε από την Κούβα το 1965 αποτελεί μέχρι και σήμερα το βασικό σημείο που επικεντρώνεται η παραφιλολογία για τη δήθεν διαμάχη τους. Καμία ωστόσο από τις ψευδολογίες δεν τεκμηριώνεται. Γκεβάρα και Κάστρο είχαν συμφωνήσει πως από την στιγμή που θα στερεώνονταν η κουβανική Επανάσταση, ο Τσε θα ήταν ελεύθερος να ριχτεί ξανά στη μάχη, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου. Αυτός ήταν βασικός όρος που ο ίδιος ο Τσε είχε θέσει στον Φιδέλ από τις πρώτες τους κιόλας συνομιλίες στο Μεξικό, κάτι που ο Κάστρο είχε αποδεχθεί: «Εγώ το μόνο που θέλω είναι, αφού θα θριαμβεύσει η επανάσταση, αν θελήσω να πάω να πολεμήσω στην Αργεντινή, να μη μου στερήσετε αυτή τη δυνατότητα, να μη με εμποδίσουν ως προς αυτό τα ζητήματα του κράτους».

Ο ιδιαίτερος γραμματέας του Τσε στο Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης (INRA), ο Χοσέ Μανουέλ Μανρέσα, θυμάται τα λόγια του Γκεβάρα κατά τη πρώτη μέρα της παρουσίας του στο γραφείο. Τα παραθέτει ο Π.Ι.Τάϊμπο: «Το 1961, όταν φτάσαμε στο γραφείο του Τμήματος Βιομηχανίας, ο Τσε ακούμπησε σε μια αρχειοθήκη και μου είπε: Θα μείνουμε εδώ πέντε χρόνια κι ύστερα θα φύγουμε. Με πέντε χρονάκια παραπάνω, θα μπορούμε ακόμα να στήσουμε ένα αντάρτικο».

Che and Fidel - companeros 24Η περίφημη ομιλία του Τσε στο Αλγέρι το 1965, στο πλαίσιο του Δευτέρου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης, έχει χαρακτηριστεί ως ο λόγος της φημολογούμενης ρήξης του Γκεβάρα με τον Κάστρο. Και αυτό επειδή ο Τσε είχε αναφερθεί με σκληρά λόγια στην τακτική της τότε σοβιετικής ηγεσίας να χρεώνει την υλικοτεχνική βοήθεια που παρείχε σε υπανάπτυκτες χώρες που πάλευαν για αποδέσμευση από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά. Η σκληρή κριτική που είχε ασκήσει τότε ο Γκεβάρα στην ηγεσία Χρουστσώφ ενδέχεται να ενόχλησε σοβιετικούς κύκλους και να προβλημάτισε ακόμη και την ίδια την κουβανική κυβέρνηση. Δεν αποτελεί όμως λόγο για «ρήξη» στις σχέσεις Κάστρο-Γκεβάρα. Μια ματιά στις ομιλίες του Κάστρο κατα τα έτη 1966-67 αποδεικνύει ότι ο ίδιος ο Φιντέλ δεν δίσταζε να εκφωνήσει αρκετά επικριτικούς λόγους απέναντι στην σοβιετική ηγεσία. Η άποψη ότι οι δύο επαναστάτες ήρθαν σε ρήξη λόγω της ομιλίας του Τσε στο Αλγέρι αποτελεί κατα κύριο λόγο κατασκεύασμα της CIA, έκθεση της οποίας το Οκτώβρη του 1965 ανέφερε ότι ο Τσε είχε «εκπέσει» του αξιώματος του στην Κούβα λόγω της αντίθεσης του «απέναντι στις πολιτικό-οικονομικές πρακτικές της ΕΣΣΔ και της διαφωνίας με τους ρώσους οικονομικούς συμβούλους». Άλλωστε, η πρακτική της CIA να «σπέρνει ζιζάνια» στις σχέσεις σοσιαλιστικών εταίρων και συμμάχων δεν ήταν καθόλου άγνωστη. Το παραπάνω επιχείρημα όμως δεν έχει καμία ουσιαστική βάση, μιάς και η οικονομική πολιτική του Τσε (περί εκβιομηχάνισης) ακολουθήθηκε για τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια (1966-67). Ο Τάϊμπο παραθέτει τη μαρτυρία στενού συνεργάτη του Γκεβάρα (Φιγκέρας) στο υπουργείο βιομηχανίας: «Έχουν γραφτεί πολλά σχετικά με το γεγονός ότι τάχα εγκαταλείψαμε την ιδέα του Τσε για εκβιομηχάνιση για να ασχοληθούμε με τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η προσπάθεια για την εκβιομηχάνιση παρατάθηκε μέχρι το ’66-67».

Εάν ίσχυαν τα ψεύδη των της CIA, τότε λογικά ο Φ.Κάστρο θα εγκατέλειπε το Γκεβάρα κατά τις επόμενες επαναστατικές απόπειρες του αργεντίνου. Αυτό όμως δε συνέβη ούτε κατά το ελάχιστο, ούτε στο Κονγκό, ούτε αργότερα στη Βολιβία. Ο Κάστρο έλαβε προσωπικά μέρος στην προετοιμασία του Τσε και της ομάδας των κουβανών ανταρτών για το ταξίδι στο Κονγκό και όρισε υπεύθυνους για την ασφάλεια του Γκεβάρα τους δύο έμπιστους συνοδούς του Κομαντάντε, τον Ντρέκε και τον Μαρτίνες Ταμάγιο. Κατα τη διάρκεια της παραμονής του Τσε στο Κονγκό, οι δύο άνδρες διατηρούσαν επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας η οποία έχει διασωθεί, καθώς ο Γκεβάρα ενημέρωνε αναλυτικά τον κουβανό ηγέτη για τα τεκταινόμενα στην αφρικανική χώρα. Εάν η σχέση τους είχε διαταραχθεί – όπως αναφέρει η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα – τότε γιατί υπήρχε αυτή η προσωπική επικοινωνία και γιατί η κουβανική κυβέρνηση συνέχιζε να ενισχύει το αντάρτικο μέτωπο του Κονγκό με αντάρτες και οπλισμό;

Μια απ’ τις πλέον εμπεριστατωμένες έρευνες αναφορικά με την σχέση των δύο επαναστατών έχει γίνει από τον Simon Reid-Henry στο βιβλίο “Fidel and Che: A revolutonary friendship”. Χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό από Αβάνα και Μόσχα, όπως και αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA, ο Henry έχει προσπαθήσει να δώσει το στίγμα μιας φιλίας που κράτησε μέχρι τέλους. Το βασικό νόημα που περνάει το βιβλίο είναι ότι Φιντέλ και Τσε, δύο διαφορετικές προσωπικότητες, ήταν βαθιά – πιστοί ο ένας στον άλλο – φίλοι και σύντροφοι που, ασχέτως διαφωνιών σε επιμέρους ζητήματα, διατήρησαν την φιλία και αλληλοεκτίμηση τους μέχρι τέλους. Η σχέση του Γκεβάρα με τον Κάστρο συγκρίνεται – με όλες τις διαφοροποιήσεις που εμπεριέχει – με αυτήν του Μάρξ και του Ένγκελς. Ο Simon Reid-Henry απορρίπτει την παραφιλολογία για τη δήθεν ρήξη μεταξύ τους και την φιμολογούμενη «προδοσία» του Κάστρο: «Η φημολογία αυτή μου προσέλκυσε το ενδιαφέρον στο ξεκίνημα της έρευνας αλλά δεν βρήκα κανένα στοιχείο που να την στηρίζει» και συνεχίζει: «φαίνεται ξεκάθαρα ότι, αν και η άμεση πολιτική τους σχέση τελείωσε ουσιαστικά το 1965, οι δεσμοί φιλίας δεν διαλύθηκαν και ο Φιντέλ δεν πρόδωσε τον Τσε στη Βολιβία».

Γιατί ο Τσε δεν επέστρεψε στην Κούβα

Che_Fidel_Ramon_BenitezΤο γεγονός ότι ο Τσε Γκεβάρα δεν εγκαταστάθηκε και πάλι στην Κούβα μετά τον αντάρτικο αγώνα στο Κονγκό, αλλά προτίμησε να οργανώσει ένοπλο αγώνα στη Βολιβία, έχει χρησιμοποιηθεί ως «υπόνοια» για δήθεν διατάραξη των σχέσεων του με την Αβάνα. Όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει ερευνητές, αλλά και τα ίδια τα γραπτά του Τσε, η απόφαση για την οργάνωση αντάρτικου στη νότια Αμερική είχε ήδη παρθεί από το 1964. Εκείνη τη χρονιά, ο ίδιος ο Γκεβάρα κατέστρωνε σχέδια για δημιουργία εστιών ένοπλου αγώνα στην Αργεντινή και τη Βολιβία – στη βιογραφία του Π.Ι.Τάϊμπο αναφέρεται η συμμετοχή στον σχεδιασμό αυτόν (που δεν είναι ευρύτερα γνωστός) πρωτοκλασσάτων στελεχών της κουβανικής επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Κάστρο. Επομένως, η προσπάθεια για έναρξη αντάρτικου στη νότια Αμερική (που δεν ευοδώθηκε το 1964) είχε προαποφασιστεί πριν ακόμη ο Τσε εγκαταλείψει την Κούβα το 1965 με προορισμό το Κονγκό. Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε Γκεβάρα στον Φιντέλ σήμαινε το τέλος της συμμετοχής του στην κουβανική κυβέρνηση, σε επίσημη πολιτική θέση.

Ο Τσε, πιστός στο διεθνιστικό του καθήκον, θα έδινε τη μάχη στη Βολιβία ούτως ή άλλως.  Επέστρεψε μυστικά στην Κούβα το 1966 προκειμένου να προετοιμαστεί για την αποστολή του αυτή. Από την συνάντηση του με τον Φιντέλ – ο οποίος μάλιστα επιθεώρησε το ψεύτικο διαβατήριο του και με τον οποίο συνομίλησε πρωτού αναχωρήσει – δεν προκύπτει καμία ρήξη, σε προσωπικό τουλάχιστον επίπεδο.  Οι όποιες πολιτικές διαφωνίες – εάν υπήρχαν – δεν έχουν καταγραφεί ώστε να έχουμε σήμερα ενδείξεις. Εάν όντως υπήρχαν, δεν θα είχαν καταγραφεί στο ημερολόγιο του Τσε κατά τους μήνες της παραμονής του στη Βολιβία;

Ποιά είναι η αλήθεια

Ποιοί διαδίδουν τις φήμες για τη δήθεν προδοσία του Φιντέλ απέναντι στον Τσε; Ποιοί στηρίζουν και αναπαράγουν αυτά τα θλιβερά ψεύδη; Οι κοντινοί άνθρωποι του Τσε Γκεβάρα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ειλικρινούς φιλίας που υπήρχε μεταξύ των δύο επαναστατών. Κανένας, ουδέποτε, δεν έχει αφήσει ούτε υπόνοια για την στάση του Φιντέλ. Η σύζυγος του Τσε, η Αλεϊδα Μαρτς, στο βιβλίο της «Αναμνήσεις: η ζωή μου με τον Τσε» (2007) υποστηρίζει ότι ο Φιντέλ στάθηκε στο πλεύρο του Τσε και των διεθνιστικών του καθηκόντων, στηρίζοντας την οικογένεια του δολοφονηθέντος επαναστάτη.

Μέχρι σήμερα, κανένας απ’ τους επιζώντες συντρόφους του Τσε Γκεβάρα στο αντάρτικο δεν έχει κατηγορήσει τον Φιντέλ για προδοσία. Εξαίρεση αποτελούν άνθρωποι οι οποίοι, για ιδιοτελείς λόγους, πέρασαν στο αντεπαναστατικό στρατόπεδο, έφυγαν απ’ την Κούβα και ζουν στο εξωτερικό διαδίδοντας ψεύδη για την επαναστατική κυβέρνηση. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο Ντανιέλ Αλαρκόν Ραμίρες (Μπενίνο), πρώην αντάρτης στην Σιέρρα Μαέστρα και αργότερα στη Βολιβία που σήμερα διαμένει στην Ευρώπη, ο οποίος συγκαταλέγεται στους αντικαστρικούς αυτοεξόριστους. Η άποψη του Μπενίνο είναι ότι ο Φιντέλ, σε συνενόηση με την σοβιετική ηγεσία, εγκατάλειψε τον Τσε στη μοίρα του αφήνοντας τον βορά στα νύχια της CIA και του βολιβιανού στρατού. Παρ’ όλα αυτά, ο πρώην αντάρτης δεν έχει δώσει κανένα χειροπιαστό στοιχείο που να αποδεικνύει τα λεγόμενα του, κάνοντας τη μαρτυρία του να μοιάζει αναξιόπιστη. Στο περίφημο ημερολόγιο της Βολιβίας, που ο Τσε έγραφε τους μήνες πριν την σύλληψη και δολοφονία του, δεν περιλαμβάνεται ούτε ψήγμα κατηγορίας ενάντια στην στάση του Κάστρο και της Αβάνας γενικότερα.

Μπενίνο και Φ.Ροντρίγκες.

Πέραν της CIA και του Ραμίρες, το αίωλο επιχείρημα περί της δήθεν προδοσίας του Κάστρο έχουν διαδώσει αξιωματικοί του βολιβιανού στρατού, μέλη δηλαδή του σώματος που εξεδίωξε, συνέλαβε και δολοφόνησε (έπειτα απο άνωθεν εντολή) τον Τσε. Για παράδειγμα, το ψέμα αυτό το έχει υποστηρίξει θερμά ο πράκτορας της CIA Φέλιξ Ροντρίγκες, εκ των πρωτεργατών της σύλληψης του Τσε. Είναι περισσότερο απο προφανές ότι η διάδοση αυτού του ψέματος ευνοεί εκείνη την πλευρά που θα επιθυμούσε να προκαλέσει ρήγματα στις γραμμές του επαναστατικού κινήματος, να θέσει σε αντιπαράθεση συντρόφους και συμμάχους, να διαβάλει το αραγές μέτωπο της κουβανικής επανάστασης.

Η ερώτηση «ποιός πρόδωσε την προσπάθεια του Τσε στη Βολιβία;» θα απαντηθεί από την ίδια την Ιστορία. Ευθύνες μπορούν να αποδωθούν στην πλευρά του τότε Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας και του αρχηγού του Μάριο Μόνχε, ο οποίος την τελευταία στιγμή απέσυρε την αρωγή που είχε υποσχεθεί στους αντάρτες. Όπως ευθύνες μπορούν να αποδωθούν στην, λανθασμένη όπως αποδείχθηκε, εκτίμηση για την στήριξη που οι χωρικοί της βολιβιανής επαρχίας θα έδιναν στον αντάρτικο στρατό. Το αντάρτικο στη Βολιβία δεν έτυχε τέτοιας λαϊκής υποστήριξης – η τρομοκρατία της δικτατορίας είχε πιάσει τόπο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Φιντέλ Κάστρο και η κουβανική κυβέρνηση στάθηκαν στο πλευρό του Τσε, εφοδιάζοντας με έμψυχο υλικό, οπλισμό, πλαστά διαβατήρια και έγγραφα την προσπάθεια εκείνη.

Το τι διαμείφθηκε στις προσωπικές συζητήσεις του Τσε με τον Φιντέλ δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το σημαντικό είναι ότι, ακόμη και αν είχαν διαφορετική οπτική σε ορισμένα ζητήματα, είχαν κοινούς στόχους. Απ’ την πρώτη γνωριμία στην Πόλη του Μεξικού μέχρι το τραγικό τέλος στη βολιβιανή ύπαιθρο, οι δύο άνδρες διατήρησαν την άρρηκτη σχέση μεταξύ συντρόφων. Η Ιστορία θα δικαιώσει την αλήθεια αυτή, ενάντια στα ψέματα και τις συκοφαντίες του Ιμπεριαλισμού και των διάφορων «καλοθελητών».

Ν.Μόττας, Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα, Αύγουστος 2013.

Η χρονιά της εξαφάνισης

Την άνοιξη του 1965 ο Τσε εξαφανίστηκε από προσώπου γης, μέσα σε μια απίστευτη παραφιλολογία των δυτικών ΜΜΕ που τον ήθελαν να έχει αυτοκτονήσει, να έχει εκτελεστεί από τον Κάστρο ή να είναι θαμμένος στο … Λας Βέγκας. Στην πραγματικότητα, όπως έμελλε να αποδείξει ο θάνατός του δυόμισι χρόνια αργότερα στα βουνά της Βολιβίας, ο θρυλικός κομαντάντε είχε αποφασίσει να κάνει πράξη το κάλεσμά του για τη μετατροπή του Τρίτου Κόσμου σε «2, 3, πολλά Βιετνάμ». Πρώτος σταθμός του θα είναι το πρώην βελγικό Κονγκό (αργότερα Ζαίρ), σε μια επτάμηνη εκστρατεία που θα παραμείνει για τρεις ολόκληρες δεκαετίες «το καλύτερα φυλαγμένο μυστικό της κουβανικής επανάστασης».

Κι όμως, επρόκειτο για επιχείρηση κάθε άλλο παρά αμελητέα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το Κονγκό ήταν για τη διεθνή πολιτική ό,τι η Γιουγκοσλαβία των ημερών μας: ένα πεδίο δοκιμής της νέας τάξης πραγμάτων του μεταποικιακού κόσμου -με εθνοτικές διαμάχες, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και αποτυχημένες ειρηνιστικές παρεμβάσεις του ΟΗΕ. Το 1964, τρία διαφορετικά αντάρτικα αριστερών αποκλίσεων μάχονταν -με τη δεδηλωμένη υποστήριξη του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας- κατά της νεοαποικιακής κυβέρνησης του Μωϋσή Τσομπέ και των λευκών μισθοφόρων της · το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, η προέλασή τους θα ανακοπεί από βέλγους αλεξιπτωτιστές, που μεταφέρθηκαν από αμερικανικά αεροπλάνα μέσω βρετανικών βάσεων. Η κουβανική επέμβαση θα επιχειρήσει να απαντήσει σ’ αυτή την ιμπεριαλιστική επιδρομή: η πρώτη ομάδα μαχητών, με επικεφαλής τον Γκεβάρα, έφτασε στο Νταρ-ες-Σαλάμ της Τανζανίας στις 19.4.1965 και λίγες μέρες αργότερα πέρασε στο Κονγκό, στην απέναντι όχθη της λίμνης Ταγκανίκα · ακολουθούν τους επόμενους μήνες περισσότεροι από 100 ακόμα Κουβανοί, όλοι εθελοντές. Η επιχείρηση παρόλα αυτά θα καταλήξει σε πανωλεθρία, εξαιτίας μιας σειράς αδυναμιών του κονγκολέζικου αντάρτικου αλλά και της αλλαγής της διεθνούς συγκυρίας. Στις 23 Νοεμβρίου 1965, το εκστρατευτικό σώμα του Γκεβάρα εγκαταλείπει τη χώρα. Ο ίδιος ο κομαντάντε, ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα στην Πράγα, θα πάρει το δρόμο για τη Βολιβία -όπου η αφρικανική εμπειρία του θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του, κυρίως όσον αφορά την επιμονή του να κρατήσει ο ίδιος την ηγεσία του αντάρτικου και να μην την εμπιστευθεί στην απρόθυμη καθοδήγηση του τοπικού ΚΚ.

Η πρώτη λεπτομερής περιγραφή του κονγκολέζικου εγχειρήματος έγινε μόλις το 1994, σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Αβάνα από το γνωστό μεξικανό συγγραφέα Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ και τους κουβανούς δημοσιογράφους Φροϊλάν Εσκομπάρ και Φελίξ Γκέρα, με τίτλο «Η χρονιά που δεν ήμασταν πουθενά». Στο μεγαλύτερο μέρος του πρόκειται για συρραφή από μαρτυρίες κουβανών και κονγκολέζων που είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία, το πιο ενδιαφέρον όμως τμήμα του αποτελούν τα αποσπάσματα από ένα αδημοσίευτο κείμενο του ίδιου του Γκεβάρα με τίτλο «Pasajes de la guerra revolucionaria: el Congo» (Σελίδες του επαναστατικού πολέμου: το Κονγκό). Από τη γαλλική μετάφραση του βιβλίου ( Παρίσι 1995, εκδ. Metaile) μεταφέρουμε εδώ κάποια χαρακτηριστικά τμήματα των απομνημονευμάτων του Τσε, μαζί με δυο μαρτυρίες συμπολεμιστών του.

Η άφιξη. «Δεν ενημέρωσα κανέναν κονγκολέζο για την απόφασή μου να συμμετάσχω στον αγώνα, ούτε φυσικά για την παρουσία μου. Στην πρώτη συζήτηση με τον Καμπίλα δεν μπορούσα να το κάνω, γιατί τίποτα δεν είχε αποφασιστεί και, άπαξ και αποφασίστηκε, ήταν επικίνδυνο να γνωστοποιηθεί το σχέδιό μου πριν φτάσω στον προορισμό μου (…) Είχα συνείδηση του γεγονότος ότι μια άρνηση από μέρους τους θα με έφερνε σε δύσκολη θέση, καθώς δε θα μπορούσα πια να γυρίσω πίσω, υπολόγιζα όμως πως θα τους ήταν δύσκολο να αρνηθούν. Ήταν ένας εκβιασμός, όπου επέβαλα την παρουσία μου».

Τα Μετώπισθεν. «Μπορέσαμε να διαπιστώσουμε πως οι κονγκολέζοι διοικητές μοίραζαν άδειες για επισκέψεις από το μέτωπο στην Κιγκόμα. Αυτό το χωριό αποτελούσε ένα καταφύγιο, όπου οι πιο τυχεροί μπορούσαν να αποβιβαστούν για να ζήσουν μακριά από τις τύχες του πολέμου. Η καταστροφική επίδραση της Κιγκόμα, των πορνείων της, των μπαρ της και κυρίως αυτός ο χαρακτήρας της ως εξασφαλισμένο άσυλο, δεν είχαν ληφθεί επαρκώς υπόψη από την επαναστατική διοίκηση. (…) Οι μέρες περνούσαν. GΗ λίμνη διασχιζόταν από διάφορους αγγελιοφόρους, που είχαν μια μυθική ικανότητα να διαστρέφουν κάθε είδηση, ή από αδειούχους που είχαν εξασφαλίσει ένα κάποιο πάσο για την Κιγκόμα. Ως γιατρός (επιδημιολόγος), δούλεψα κάμποσες μέρες μαζί με τον Κούμι στο αγροτικό ιατρείο, όπου παρατήρησα αρκετά ανησυχητικά κρούσματα. Πρώτα απ’ όλα, το μεγάλο αριθμό αφροδίσιων νοσημάτων, τα περισσότερα από τα οποία είχαν αποκτηθεί στην Κιγκόμα. Δεν ήταν η υγειονομική κατάσταση του πληθυσμού ή των πορνών της Κιγκόμα που θεωρούσα τότε ανησυχητικά, αλλά το γεγονός ότι αυτές ήταν σε θέση να μολύνουν τόσους άντρες. Ποιος πλήρωνε γι’ αυτές τις γυναίκες; Πού πήγαιναν τα χρήματα της επανάστασης;»

Το Χάος. «Συμμετείχα προσωπικά στη διανομή σοβιετικών φαρμάκων, η όλη σκηνή έμοιαζε με ανατολίτικο παζάρι. Κάθε εκπρόσωπος ένοπλης ομάδας έβγαζε αριθμούς και παρέθετε λόγους για να πάρει μεγάλες ποσότητες φαρμάκων · χρειάστηκε πολλές φορές να αντιταχθώ βίαια στην αρπαγή ορισμένων σκευασμάτων και ειδικευμένου υλικού που θα ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθούν στα πολεμικά μέτωπα, αλλά όλοι ήθελαν να έχουν απ’ όλα. Καθένας ορμούσε με αριθμούς μαγικούς: τέσσερις χιλιάδες οι δικοί μου, κι εγώ άλλες δυο χιλιάδες, και ούτω καθεξής (…) Η παράδοση των φορτίων με τα όπλα και τον υπόλοιπο εξοπλισμό γινόταν με τέτοιο τρόπο, ώστε πάντοτε έλειπε κάτι: κανόνια ή πολυβόλα χωρίς βασικά εξαρτήματα, τουφέκια με ακατάλληλα πυρομαχικά νάρκες δίχως πυροκροτητές. Όλα αυτά έμοιαζαν αναγκαστικό χαρακτηριστικό των αποστολών υλικού από την Κιγκόμα».

Το Μαγικό Φίλτρο. «Ο αντισυνταγματάχης Λαμπέρ, συμπαθητικός και στην αρχή πρόσχαρος, μου εξήγησε πως τα αεροπλάνα του εχθρού δε μετράνε καθόλου γι’ αυτούς, αφού διαθέτουν το dawa, ένα φάρμακο που τους κάνει άτρωτους στις σφαίρες.
-Εμένα, με έχουν πετύχει πολλές φορές και οι σφαίρες πέφτουν στη γη, χωρίς δύναμη.

Δεν άργησα να αντιληφθώ πως μιλούσε σοβαρά. Αυτό το dawa αποδείχθηκε μάλλον καταστροφικό για τη στρατιωτική προετοιμασία. Η αρχή είναι η εξής: ο μαχητής λούζεται με ένα υγρό, όπου έχουν λιώσει διάφορα βότανα και άλλες μαγικές ουσίες, με τη συνοδεία ορισμένων καβαλιστικών σημείων και, σχεδόν πάντα, με τη χάραξη ενός σημαδιού με κάρβουνο στο πρόσωπό του · προς το παρόν, προστατεύεται απέναντι σε κάθε λογής όπλα του εχθρού (αυτό εξαρτάται από την έκταση των δυνάμεων του μάγου), δεν πρέπει όμως να ακουμπήσει κανένα αντικείμενο που δεν του ανήκει, ούτε γυναίκα, ούτε να φοβάται, γιατί αλλιώς θα χάσει την προστασία. Οι αποτυχίες είναι έτσι εύκολο να εξηγηθούν: νεκρός άντρας ίσον άντρας που φοβήθηκε, που έκλεψε ή που κοιμήθηκε με γυναίκα, τραυματίας ίσον άντρας που φοβήθηκε. Καθώς ο φόβος αποτελεί συστατικό στοιχείο του πολέμου, οι μαχητές βρίσκουν πολύ φυσικό να αποδίδουν ένα τραύμα στη δειλία, τουτέστιν στην απουσία πίστης. Και καθώς οι νεκροί δε μιλάνε, μπορεί κανείς πάντοτε να υποψιάζεται ότι παρέβησαν μίαν από τις τρεις εντολές.

Αυτή η πεποίθηση είναι τόσο ισχυρή, που κανείς δεν πηγαίνει στη μάχη χωρίς την προστασία του dawa. Πάντα φοβόμουνα μήπως αυτή η δεισιδαιμονία στρεφόταν τελικά εις βάρος μας, καθιστώντας υπεύθυνους για την αποτυχία μιας μάχης με μεγάλες απώλειες, κι επιχείρησα πολλές φορές να συζητήσω το ζήτημα με διάφορους υπεύθυνους για να δοκιμάσω να τους πείσω. Αποδείχθηκε αδύνατο· το dawa θεωρούνταν σημάδι πίστης. Οι πιο προχωρημένοι πολιτικά έλεγαν πως το dawa είναι μια υλική, φυσική δύναμη, κι ότι ως οπαδοί του διαλεκτικού υλισμού αναγνωρίζουν τη δύναμη του dawa, που επιβάλει τα μυστικά του στους μάγους του δάσους».

Οι Τούτσι. «Περίπου τέσσερις ώρες ποδαρόδρομο από τη βάση μας, υψώνεται ένα σύνολο από μικρούς οικισμούς, των δέκα σπιτιών το πολύ, διασκορπισμένους σε μια τεράστια έκταση φυσικών λιβαδιών. Η ζώνη ονομάζεται γενικά Νγκάνια και κατοικείται από μια φυλή που κατάγεται απ’ τη Ρουάντα. Παρόλο που ζουν στο Κονγκό εδώ και κάμποσες γενιές, διατηρούν άθικτο το πνεύμα της πατρίδας τους · αφοσιώθηκαν στην κτηνοτροφική ζωή αλλά είναι μόνιμοι κάτοικοι κι έχουν την αγελάδα ως κέντρο της οικονομίας τους (…) Πολλές φορές μας αφηγήθηκαν την ιστορία εκείνου του άτυχου στρατιώτη που δεν είχε τον αριθμό αγελάδων που απαιτούσε ο πατέρας της γυναίκας των ονείρων του, γιατί η γυναίκα αγοράζεται κι αυτή -ακριβέστερα, η κατοχή όσο γίνεται περισσότερων γυναικών αποτελεί δείγμα οικονομικής ισχύος, χωρίς να λάβουμε υπόψη ότι είναι αυτή που ασχολείται με τη γεωργία και το σπίτι. Αυτή η κοινότητα μας επέτρεπε να έχουμε στη διάρκεια του πολέμου πρόσβαση στο πολύτιμο βοδινό κρέας που θεραπεύει τα πάντα, ακόμη και τη νοσταλγία (ή σχεδόν)».

Η επίσκεψη του αρχηγού. «Ο Καμπίλα έδειξε πως ήξερε τη νοοτροπία των αντρών του · ζωντανός κι ευχάριστος, εξήγησε στα σουαχίλι όλες τις συνεδριάσεις και τα αποτελέσματα του Καίρου. Έκανε τους αγρότες να μιλούν, έδωσε γρήγορες απαντήσεις που ικανοποίησαν τον κόσμο. Όλα τέλειωσαν με γιορτή και χορό, στο ρυθμό μιας μουσικής που κατέληγε στο ρεφρέν «Καμπίλα βά, Καμπίλα έ».

Επιδείκνυε μίαν έντονη δραστηριότητα, είχε το ύφος πως ήθελε να ξανακερδίσει το χαμένο χρόνο. Πρότεινε να οργανώσουμε την άμυνα της βάσης, κι έμοιαζε να δίνει κουράγιο σε όλο τον κόσμο και να αλλάζει τη φυσιογνωμία μιας ζώνης που υπέφερε πολύ από έλλειψη πειθαρχίας. Αμέσως μαζεύτηκαν εξήντα άντρες, τους δώσαμε τρεις κουβανούς εκπαιδευτές κι άρχισαν να σκάβουν χαρακώματα και να κάνουν μαθήματα σκοποβολής.
Πέντε μέρες μετά την άφιξή του, ο Καμπίλα με φώναξε για να μου πει πως έπρεπε να ξαναφύγει το ίδιο κιόλας βράδυ για την Κιγκόμα. Μου εξήγησε πως ο Σουμαλιότ βρισκόταν εκεί, κι επιδόθηκε σε μίαν αυστηρή κριτική αυτού του ηγέτη, των οργανωτικών του λαθών, της δημαγωγίας και της αδυναμίας του (…) Στη διάρκεια της συζήτησης, του ξέφυγε πως ο Σουμαλιότ στην πραγματικότητα βρισκόταν στο Νταρ-ες-Σαλάμ (…) Όταν μάθαμε τα νέα για την αναχώρηση του Καμπίλα, οι Κονγκολέζοι και οι Κουβανοί παραδόθηκαν για μίαν ακόμη φορά στην απογοήτευση».

Το Μέτωπο. «Ένας μεγάλος αριθμός από ένοπλους άντρες κυκλοφορούσε ανάμεσα στα μικρά χωριά που διασχίζαμε · σε καθένα, υπήρχε κάποιος αρχηγός που βρισκόταν στο σπίτι του ή στο σπίτι κάποιου φίλου, καθαρός, καλοταϊσμένος, και κατά κανόνα καλοπιωμένος. Οι μαχητές έμοιαζαν ν’ απολαμβάνουν μεγάλη ελευθερία και πολύ ικανοποιημένοι από την τύχη τους. Είχανε πάντα το όπλο τους χιαστί, και δεν παρατηρούσε κανείς ούτε το παραμικρό σημάδι πειθαρχίας, διάθεσης για μάχη ή οργάνωσης.

Η Δυσαρέσκεια. «Η ρομαντική εποχή που απειλούσα τους απείθαρχους πως θα τους στείλω πίσω στην Κούβα, είχε περάσει (…) Φήμες ανάμεσα στους άντρες της αποστολής έλεγαν πως οι Κουβανοί έμεναν στο Κονγκό γιατί ο Φιντέλ αγνοούσε την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε. Δεν μπορούσα να απαιτώ και πολύ απ’ αυτούς να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητά μου να διοικώ, μπορούσα όμως να απαιτήσω να σεβαστούν την καλή μου πίστη. Δεν είχα την πρόθεση να θυσιάσω οποιονδήποτε για την προσωπική μου τιμή. Αν ήταν αλήθεια ότι δεν είχα γνωστοποιήσει στην Αβάνα πως τα πάντα είχαν χαθεί, αυτό οφειλόταν στο ότι πραγματικά δεν το πίστευα.

Επιστολή στο Φιντέλ: «Η παρουσία 200 επιπλέον ανδρών θα ήταν μάλλον επιζήμια τούτη τη στιγμή, εκτός αν αποφασίσουμε μια και καλή να πολεμήσουμε από μόνοι μας, αν και σ’ αυτή την περίπτωση θα μας χρειαζόταν μια μεραρχία, κι επιπλέον, θα ‘πρεπε να δούμε πόσες δυνάμεις θα παρατάξει τότε ο εχθρός απέναντί μας. Ίσως υπερβάλλω και ένα τάγμα ενδεχομένως να αρκούσε για να επαναφέρει τα σύνορα εκεί που βρίσκονταν την εποχή της άφιξής μας και να απειλήσει την Αλμπερτβίλ. Όμως σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ο αριθμός που μετρά. Δε μπορούμε να απελευθερώσουμε από μόνοι μας μια χώρα που δε θέλει να απελευθερωθεί. Πρέπει να δημιουργήσουμε αυτό το μαχητικό πνεύμα και να ξεκινήσουμε να αναζητάμε ανθρώπους με το φανάρι του Διογένη και την υπομονή του Ιώβ, γεγονός που καθιστά την αποστολή αδύνατη, αν λάβουμε υπόψη μας το περιβάλλον σκατό».

Η Ήττα. «Ήταν η κατάρρευση. Ολόκληρα αποσπάσματα και χωρικοί περνούσαν με τον εχθρό. Δεν υπήρχαν πια έμπιστα κονγκολέζικα στρατεύματα (…) Από τα υψώματά μας, μπορούσαμε να δούμε τις αναρίθμητες φωτιές που είχαν ανάψει οι στρατιώτες, καθώς έκαιγαν όλα τα σπίτια των αγροτών».

Η Αναχώρηση. «Πέρασα τις τελευταίες ώρες μοναχός και μπερδεμένος, ώσπου στις δύο το πρωί ήρθαν από την Κιγκόμα τα καράβια με το κουβανέζικο πλήρωμά τους (…) Οργανώσαμε την εκκένωση · ανέβηκαν οι άρρωστοι, ύστερα το επιτελείο του Μεσένγκο, μια σαρανταριά άνθρωποι που αυτός είχε διαλέξει. Όλοι οι Κουβανοί επιβιβάστηκαν κι ένα επώδυνο θέαμα άρχισε, αξιοθρήνητο, θορυβώδες και άδοξο: χρειάστηκε να απωθήσω άντρες που εκλιπαρούσαν να τους πάρουμε μαζί. Δεν υπήρξε ούτε μια χειρονομία μεγαλείου σ’ αυτή την υποχώρηση, ούτε μια κίνηση εξέγερσης. Τα πολυβόλα και οι άντρες ήταν έτοιμα για το ενδεχόμενο που θα επιχειρούσαν να μας πτοήσουν χτυπώντας μας τη στιγμή της αναχώρησης. Όμως τίποτα τέτοιο δε συνέβη (…)

Ο ενθουσιασμός των Κουβανών και των Κονγκολέζων ξεχείλιζε από τις βάρκες, σαν ένα καυτό υγρό που με τσουρούφλιζε χωρίς να υποκύπτω στο κλίμα που μεταδιδόταν. Στη διάρκεια αυτών των τελευταίων ωρών που πέρασα στο Κονγκό, ένιωσα μόνος όσο ποτέ άλλοτε δεν το είχα νιώσει, ούτε στην Κούβα ούτε οπουδήποτε αλλού, στο μακρύ μου προσκύνημα κατά μήκος του κόσμου».

ΠΗΓΗ: «Ιός» / Ελευθεροτυπία, 9 Οκτ. 1997.

Κονγκό (Congo)

Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ή αλλιώς Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό γνωστή στη γαλλική γλώσσα ως «République Démocratique du Congo» (πρώην Ζαΐρ) είναι μια χώρα της Κεντρικής Αφρικής με πληθυσμό περίπου 68.693.000 κατοίκους (εκτίμηση 2009) και έκταση 2.345.410 km². Η χώρα χαρακτηρίζεται και πήρε το όνομά της από τον μεγάλο ποταμό Κονγκό, ο οποίος με τους παραποτάμους του διασχίζει ολόκληρη τη χώρα. Καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης του ποταμού Κόνγκο, ενώ προς τα ανατολικά του κλείνεται από το υδάτινο τείχος των λιμνών Ταγκανίκα, Κίβου, Εδουάρδου, Αλβέρτου κ.ά. Πρωτεύουσα του κράτους είναι η Κινσάσα.

Το Κονγκό αποτέλεσε τον δεύτερο (μετά την Κούβα και πριν τη Βολιβία) «επαναστατικό σταθμό» του Τσε Γκεβάρα, με σκοπό την οργανωτική ενίσχυση του Λαϊκού

Ο Τσε κρατάει στην αγκαλιά του ένα μικρό αφρικανάκι, Κονγκό, 1965 (ή 1966).

Απελευθερωτικού Στρατού. Ο Τσε, έχοντας το ονοματεπώνυμο Ραμόν Μπενίτεζ, έφτασε τον Απρίλιο του 1965 στη χώρα, έχοντας μαζί του δώδεκα κουβανούς πολεμιστές, και ανέλαβε να προετοιμάσει το έδαφος γιά μιά σειρά ανταρτοπολέμων στην καρδιά της Αφρικής. Σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο της Αλγερίας, Αχμέντ Μπεν Μπέλα, ο Γκεβάρα έβλεπε την Αφρική ως τον «αδίναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού» που είχε δυνατότητες να δημουργήσει επαναστατικά κινήματα. Ο τότε ισχυρός άνδρας του αραβικού κόσμου και πρόεδρος της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ δεν είδε με καλό μάτι την κίνηση του Τσε (τον οποίο είχε γνωρίσει), θεωρώντας ότι η όλη προσπάθεια γιά δημιουργία επαναστατικού θύλακα στο Κονγκό θα οδηγούνταν σε αποτυχία.

Τον Τσε Γκεβάρα και τη μικρή – αρχικά – ομάδα του ενίσχυσαν περίπου 100 αφροκουβανοί στρατιώτες που ήρθαν από την Κούβα γιά να ενισχύσουν τους κονγκολέζους αντάρτες. Ο Τσε συνεργάστηκε με το Κίνημα «Σίμπα», μιά μαρξιστικών ιδεών ομάδα που είχε δημιουργηθεί λίγα χρόνια πριν. Ταυτόχρονα, η κουβανική αποστολή συνεργάστηκε με τον αφρικανό αντάρτη Λοράν Ντεζιρέ Καμπιλά, με σκοπό την ένοπλη αντιμετώπιση των δυνάμεων της δικτατορίας που είχε δολοφονήσει το νόμιμα εκλεγμένο πρόεδρο Πατρίς Λουμούμπα το 1961.