Κονγκό (Congo)

Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ή αλλιώς Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό γνωστή στη γαλλική γλώσσα ως «République Démocratique du Congo» (πρώην Ζαΐρ) είναι μια χώρα της Κεντρικής Αφρικής με πληθυσμό περίπου 68.693.000 κατοίκους (εκτίμηση 2009) και έκταση 2.345.410 km². Η χώρα χαρακτηρίζεται και πήρε το όνομά της από τον μεγάλο ποταμό Κονγκό, ο οποίος με τους παραποτάμους του διασχίζει ολόκληρη τη χώρα. Καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης του ποταμού Κόνγκο, ενώ προς τα ανατολικά του κλείνεται από το υδάτινο τείχος των λιμνών Ταγκανίκα, Κίβου, Εδουάρδου, Αλβέρτου κ.ά. Πρωτεύουσα του κράτους είναι η Κινσάσα.

Το Κονγκό αποτέλεσε τον δεύτερο (μετά την Κούβα και πριν τη Βολιβία) «επαναστατικό σταθμό» του Τσε Γκεβάρα, με σκοπό την οργανωτική ενίσχυση του Λαϊκού

Ο Τσε κρατάει στην αγκαλιά του ένα μικρό αφρικανάκι, Κονγκό, 1965 (ή 1966).

Απελευθερωτικού Στρατού. Ο Τσε, έχοντας το ονοματεπώνυμο Ραμόν Μπενίτεζ, έφτασε τον Απρίλιο του 1965 στη χώρα, έχοντας μαζί του δώδεκα κουβανούς πολεμιστές, και ανέλαβε να προετοιμάσει το έδαφος γιά μιά σειρά ανταρτοπολέμων στην καρδιά της Αφρικής. Σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο της Αλγερίας, Αχμέντ Μπεν Μπέλα, ο Γκεβάρα έβλεπε την Αφρική ως τον «αδίναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού» που είχε δυνατότητες να δημουργήσει επαναστατικά κινήματα. Ο τότε ισχυρός άνδρας του αραβικού κόσμου και πρόεδρος της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ δεν είδε με καλό μάτι την κίνηση του Τσε (τον οποίο είχε γνωρίσει), θεωρώντας ότι η όλη προσπάθεια γιά δημιουργία επαναστατικού θύλακα στο Κονγκό θα οδηγούνταν σε αποτυχία.

Τον Τσε Γκεβάρα και τη μικρή – αρχικά – ομάδα του ενίσχυσαν περίπου 100 αφροκουβανοί στρατιώτες που ήρθαν από την Κούβα γιά να ενισχύσουν τους κονγκολέζους αντάρτες. Ο Τσε συνεργάστηκε με το Κίνημα «Σίμπα», μιά μαρξιστικών ιδεών ομάδα που είχε δημιουργηθεί λίγα χρόνια πριν. Ταυτόχρονα, η κουβανική αποστολή συνεργάστηκε με τον αφρικανό αντάρτη Λοράν Ντεζιρέ Καμπιλά, με σκοπό την ένοπλη αντιμετώπιση των δυνάμεων της δικτατορίας που είχε δολοφονήσει το νόμιμα εκλεγμένο πρόεδρο Πατρίς Λουμούμπα το 1961.

Σχολιασμός