Τσε Γκεβάρα, ένα Σύμβολο Πάλης (Μέρος Τέταρτο)

Του Τόνυ Σανουά.

Διεθνιστική πολιτική.

Έτσι, η έκκληση του προς τους λαούς της Λ. Αμερικής κατάληξε να ζητάει την επανάληψη της κουβανικής επανάστασης στις χώρες αυτές με τις μεθόδους του «αντάρτικου». Η έκκληση αυτή, βέβαια, εξ αιτίας του μεγάλου γοήτρου της κουβανικής επανάστασης, είχε σοβαρό αντίκτυπο ιδιαιτέρα στη νεολαία και στους διανοούμενους σ’ όλη την Λ. Αμερική, αλλά ακόμη και στην Ευρώπη. Όμως, παρά τη μεγάλη συμπάθεια που υπήρχε για την κουβανική επανάσταση και ειδικά για τον Τσε, αυτή η μέθοδος πάλης δεν ήταν κατάλληλη για το ισχυρό εργατικό κίνημα που αναπτυσότανε στη Χιλή, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στη Βολιβία και σ’ άλλες χώρες. Ο Τσε δεν μπόρεσε δυστυχώς να κατανοήσει ότι έπρεπε να στραφεί κύρια σ’ αυτή την ισχυρή και προοπτικά επαναστατική τάξη και να της προτείνει ένα εναλλακτικό επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα ενάντια στην πολιτική της ταξικής συνεργασίας, του ρεφορμισμού και των Λαϊκών Μετώπων, που πρόσφεραν τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής.

Οι διεθνιστικές ιδέες του Τσε, βρήκαν μεγάλη απήχηση μέσα στην Κούβα και γι’ αυτό το νέο καθεστώς τις χρησιμοποιούσε στην αρχή σαν αντίβαρο στον εμπορικό αποκλεισμό που έκαναν στην Κούβα οι ιμπεριαλιστές. Έτσι, με πρωτοβουλία του Τσε, το καθεστώς στην Κούβα υποστήριξε και εξόπλισε διάφορες αντάρτικες οργανώσεις σε αρκετές χώρες.

Αυτή η πολιτική βέβαια έφερε συγκρούσεις και διαφωνίες ανάμεσα στην Αβάνα και στη Μόσχα και δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις της με τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα που ήταν αντίθετα σ’ αυτές τις μεθόδους. Όμως το Κρεμλίνο ήτανε διαθετημένο ν’ ανεχθεί για ένα διάστημα αυτή την κατάσταση, γιατί η οικονομική βοήθεια που η Μόσχα έδινε στην Κούβα είχε αυξήσει σημαντικά το διεθνές γόητρο της, ιδιαίτερα στον αποικιακό και πρώην αποικιακό κόσμο. Την ίδια ώρα, η προσωρινή αυτή ανοχή ήταν δυνατή επειδή η κουβανική κυβέρνηση δεν έκανε έκκληση στην παγκόσμια εργατική τάξη για να την στηρίξει και κύρια γιατί δεν αμφισβητούσε τα καθεστώτα στην Αν. Ευρώπη και την ΕΣΣΔ και μ’ αυτή την έννοια δεν αποτελούσε ένα άμεσο κίνδυνο για την εξουσία τους. Στην πραγματικότητα, η αποφασιστική διαφορά με την οποία ο Χρουστσόφ αντιμετώπισε την επανάσταση στην Ουγγαρία, το 1956 και την επανάσταση στην Κούβα, ήταν αποτέλεσμα του διαφορετικού χαρακτήρα του καθεστώτος στην Αβάνα.

Η επανάσταση στην Ουγγαρία δημιούργησε Εργατικά Συμβούλια κι η εξουσία πέρασε στα χέρια της εργατικής τάξης και των μαζών, που απειλούσαν ν’ ανατρέψουν τη γραφειοκρατία. Η νίκη της επανάστασης στην Ουγγαρία απειλούσε να εξαπλωθεί με επαναστατικά κινήματα σε ολόκληρη την Αν. Ευρώπη και την ίδια την ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό ακριβώς η ρώσικη γραφειοκρατία δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί μια τέτοια απειλή και γι’ αυτό ο Χρουστσόφ έπνιξε στο αίμα την Ουγγρική Επανάσταση. Αντίθετα, έδωσε χέρι βοηθείας, εμπορικές συμφωνίες και μεγάλη οικονομική ενίσχυση στην Αβάνα, ακριβώς γιατί ο χαρακτήρας του καθεστώτος του Κάστρο δεν απειλούσε την εξουσία της γραφειοκρατίας στο Κρεμλίνο.

Η εξωτερική πολιτική ενός κράτους αντανακλά αναπόφευχτα την εσωτερική πολιτική του. Από το 1968, μετά το θάνατο του Τσε, η Αβάνα άρχισε να προσπαθεί να επανασυνδέσει τις σχέσεις της με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους υπηρέτες του στην Λ. Αμερική. Η πολιτική αυτή στροφή ήταν αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της εξουσίας της γραφειοκρατίας μέσα στην Κούβα και μιας προσωρινής χαλάρωσης του εμπορικού αποκλεισμού από την πλευρά των ΗΠΑ. Έτσι, η υποστήριξη της Κούβα στα επαναστατικά κινήματα άρχισε να περιορίζεται, γιατί τα συμφέροντα του καθεστώτος έπαιρναν πια προτεραιότητα απέναντι στο διεθνές επαναστατικό κίνημα.

Η Μεξικάνικη κυβέρνηση ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα που διατήρησε, όλη αυτή την περίοδο, τις διπλωματικές της σχέσεις με την Αβάνα. Στην πραγματικότητα, έπαιζε και παίζει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα την Αβάνα και στην Ουάσιγκτον. Έτσι όταν τον Οκτώβρη του 1968, ο στρατός στο Μεξικό, κατάστειλε αιματηρά την φοιτητική εξέγερση και δολοφόνησε 1000 περίπου φοιτητές, η κυβέρνηση και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας δεν έβγαλαν ούτε μιά φωνή διαμαρτυρίας.

Την ίδια ώρα, ενώ το καθεστώς του Κάστρο διατηρούσε ακόμα στα λόγια την υποστήριξη της στα αντάρτικα κινήματα, δεν έδινε καμμιά σημασία στα κινήματα της εργατικής τάξης. Όταν μέσα στη δεκαετία του 1960 ξέσπασαν παγκόσμια θυελλώδη εργατικά κινήματα, το καθεστώς στην Κούβα παράμεινε απαθές. Η Αβάνα δεν έβγαλε ούτε λέξη, όταν ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός συγκλονίστηκε από τη Γενική Απεργία των δέκα εκατομμυρίων εργατών στην Γαλλία, τον Μάη του 1968 . Τον ίδιο χρόνο όμως, ο Κάστρο υποστήριξε ανοικτά την στρατιωτική επέμβαση της ΕΣΣΔ στην Τσεχοσλοβακία.

Ο διεθνισμός, όμως, του Τσε ήτανε πραγματικός και γι αυτό τον έσπρωξε να προσπαθήσει να κάνει πράξη την εξάπλωση της επανάστασης, πράγμα που τελικά του κόστισε τη ζωή του.

Από το Κονγκό στη Βολιβία.

Το διεθνιστικό πνεύμα του Τσε είχε βρει μεγάλη απήχηση στους νεαρούς Κουβανούς. Αντιπροσωπείες νέων έφταναν συχνά για να τον συναντήσουν ή του έστελναν γράμματα, παρακαλώντας τον να τους επιτραπεί να πάνε να πολεμήσουν στη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, τη Βενεζουέλα και σ’ άλλες χώρες. Εκείνη την εποχή μάλιστα δημιουργήθηκε μια ειδική κυβερνητική υπηρεσία, που ονομάστηκε «Liberacion» (Απελευθέρωση), επιφορτισμένη ειδικά με την ευθύνη της διάδοσης της επανάστασης στην Λατινική Αμερική.

Επειδή όμως, η εξωτερική πολιτική είναι πάντα συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής, έτσι, και τα διάφορα γραφεία της εξωτερικής πολιτικής της Κουβανικής κυβέρνησης είχαν δύο πλευρές. Καταρχήν, όσοι δούλευαν σ’ αυτά είχαν την επιθυμία να εξαπλώσουν την ιδέα της επανάστασης και να προσφέρουν βοήθεια σε μαχητές από άλλες χώρες. Πρόσφεραν μάλιστα άσυλο σε όλους όσους πολιτικά διώκονταν σ’ όλη τη Λατινική Αμερική και δεν είχαν που αλλού να πάνε.

Ωστόσο, η βοήθεια που πρόσφερε η «Liberacion» κατευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά σε αντάρτικες οργανώσεις και δεν είχε κανένα προσανατολισμό προς στην εργατική τάξη. Εκπαίδευαν, κύρια, αντάρτικες ομάδες και τους παρείχαν διάφορα εφόδια. Ο ίδιος ο Τσε ήταν υπεύθυνος για τις ομάδες της Γουατεμάλας, του Περού, της Βενεζουέλας και της Νικαράγουας. Πολλοί από τους ηγέτες του FSLN, όπως ο Toμας Μπορζ και ο Ροντόλφο Ρομέρο, που ήταν στην ηγεσία των Σαντινίστας όταν πήραν την εξουσία στη Νικαράγουα το 1979, πέρασαν από στρατιωτική εκπαίδευση στη Κούβα.

Αυτή η βοήθεια, που στην αρχή αντανακλούσε ακόμα τη δυναμική της επανάστασης μέσα στην Κούβα, έγινε αργότερα μέσο ελέγχου και επιβολής της κουβανικής πολιτικής, πάνω στα αντάρτικα και τις διάφορες αριστερές ομάδες και στη συνέχεια μέσο για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας της Μόσχας.

Αυτό έγινε φανερό αργότερα, όταν οι Σαντινίστας πήραν την εξουσία, με επαναστατικό αγώνα παρόμοιο με αυτόν της Κούβα. Στη Νικαράγουα ωστόσο, οι αντάρτες δεν προχώρησαν από την αρχή στην εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας και στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.

Όμως το 1985, μπρος στην απειλή της αντεπανάστασης που στήριζαν οι ΗΠΑ, η ηγεσία των Σαντινίστας, φλέρταρε με την ιδέα μιας «νέας Κούβας». Τον Απρίλιο, ο Ντανιέλ Ορτέγκα επισκέφθηκε τη Μόσχα για να ζητήσει την υποστήριξη της Σοβιετικής γραφειοκρατίας. Μη θέλοντας να εμπλακούν σε ένα πόλεμο στη Κεντρική Αμερική, μια και η διεθνής κατάσταση και τα συμφέροντα τους, ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά της περιόδου 1959-60, οι γραφειοκράτες αρνήθηκαν να δώσουν ουσιαστική βοήθεια.

Ο Κάστρο για να μην προκαλέσει τις ΗΠΑ, υπάκουσε τα αφεντικά του στη Μόσχα και άσκησε πίεση στους ηγέτες του FSLN να μην προχωρήσουν. Ένας μικρός αριθμός μάλιστα από σοβιετικά MIGs, προοριζόμενα για τη Νικαράγουα, κατασχέθηκε στην Αβάνα. Ο Κάστρο είχε ήδη επισκεφτεί την Μανάγκουα, τον Ιανουάριο του 1985, για να συμβουλέψει το FSLN να υποστηρίξει τη μικτή οικονομία. «Μπορείτε να συζήσετε με την καπιταλιστική οικονομία» τους είπε και παίνεψε τον Ορτέγκα για την »σοβαρή και υπεύθυνη στάση του».

Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Τσε είχε τη πρόθεση να εξαπλώσει την επανάσταση σ’ ολόκληρη τη Λ. Αμερική, εφαρμόζοντας τις μεθόδους του αντάρτικου . Έλπιζε ιδιαίτερα να μπορέσει να προκαλέσει το ξέσπασμα της επανάστασης στην Αργεντινή, τη χώρα της καταγωγής του. Ο Κάστρο όμως, ήθελε βασικά να ισχυροποιήσει το καθεστώς του και να κερδίσει την εύνοια του Χρουστσόφ. Έτσι μετά την επιστροφή του από τη Μόσχα, το 1963, όπου είχε εξασφαλίσει μια τεράστια οικονομική βοήθεια από την ΕΣΣΔ, το ενδιαφέρον του για την εξάπλωση της επανάστασης πέρα από τις ακτές της Κούβας μειώθηκε σημαντικά. Γι αυτό και δήλωσε ότι: «ήταν έτοιμος να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για να δημιουργηθούν καλές σχέσεις γειτονίας με τις ΗΠΑ, βασισμένες στις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης.»

Το 1962, συγκροτήθηκε στην Αργεντινή ένα αντάρτικο που ονομάστηκε «Λαϊκός Αντάρτικος Στρατός» (Ejercito Guerrillero del Pueblo). Η Αργεντινή, όμως με τη πολυάριθμη βιομηχανική εργατική τάξη, ήταν η πλέον ακατάλληλη χώρα για την εφαρμογή αντάρτικων μεθόδων. Η πρώτη επίθεση των ανταρτών, που προγραμματίστηκε να συμπέσει με τη δεύτερη επέτειο του στρατιωτικού πραξικοπήματος, απότυχε οικτρά. Η ομάδα σφαγιάστηκε, μαζί και δύο από τους πιο στενούς συνεργάτες του Τσε, ο Ερμής και ο Μασέτι. Η ήττα αυτή κυριολεκτικά συγκλόνισε τον Τσε. Όταν τον ρωτούσαν γιατί είναι τόσο θλιμένος απαντούσε: «Εγώ κάθομαι εδώ ασφαλής σ’ αυτό το κωλογραφείο, ενώ οι άνθρωποι μου πεθαίνουν εκεί που εγώ τους έστειλα.» Μία σειρά από ήττες διαφόρων αντάρτικων δυνάμεων διεθνώς, σε συνδυασμό με την απογοήτευση του για την αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση του Κουβανικού καθεστώτος τον οδήγησαν τελικά να πάρει την απόφαση να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης. Όταν όμως έφυγε από τη Κούβα, το 1965, προορισμός του δεν ήταν η Λ. Αμερική, αλλά η Αφρική, όπου πολέμησε στο Κονγκό. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης του Λουμούμπα και τη δολοφονία του, το Κονγκό είχε γίνει ένα πολύ σημαντικό πεδίο σύγκρουσης ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Η καταστροφή στο Κονγκό

Πριν φύγει όμως, ο Τσε άφησε ένα γράμμα στο Κάστρο, όπου επαινεί τις αρετές του σαν επαναστάτη και σαν ηγέτη και ξεκαθαρίζει ότι από και πέρα η Κούβα δεν είναι πια υπεύθυνη για τις πράξεις του. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Δεν λυπάμαι καθόλου που δεν αφήνω τίποτα υλικό στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, το αντίθετο μάλιστα χαίρομαι που τα πράγματα είναι έτσι. Δεν ζήτω τίποτα γι’ αυτούς, γιατί ξέρω ότι το κράτος θα τους προσφέρει ότι χρειάζονται για να ζήσουν και να μορφωθούν«. Τελείωνε το γράμμα του με τη διάσημη πια φράση, που έμελλε να γίνει σύνθημα για τη νεολαία στη πάλη της ενάντια στις δικτατορίες, που δυνάστευαν όλη την ήπειρο τη δεκαετία του ’70-’80 »Hasta la victoria siempre» (Στον αγώνα πάντα μέχρι τη νίκη).

Παρ’ όλ’ αυτά, οι ελπίδες που είχε όταν έφυγε για το Κονγκό πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν. Η αποστολή είχε πλήρη αποτυχία. Ήταν από την αρχή μια κακή πρωτοβουλία και απελπιστικά πρόχειρη. Επιπλέον, ήταν μια επιχείρηση που που επιβλήθηκε από τα έξω. Όπως ο ίδιος ο Τσε παραδέχτηκε αργότερα, οι Κονγκολέζοι δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα μέχρι που έφτασε στη χώρα τους.

Όταν οι δυνάμεις του έφτασαν στο Νταρ-Ελ-Σαλάμ, στην Τανζανία, όπου οι ηγέτες των επαναστατών είχαν την βάση τους, δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα. Είχαν φύγει για το Κάιρο. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Λωράν Καμπίλα, που μετά από τριάντα χρόνια έμελλε να καταλάβει την εξουσία στο Κογκό. Όταν οι κουβανέζικες δυνάμεις έφτασαν στις περιοχές των ανταρτών κυριολεχτικά τάχασαν. Γιατί οι αντάρτες όχι μόνο δεν είχαν ένα συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό, αλλά, σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του Τσε, ήταν »ένας παρασιτικός στρατός» που τρομοκρατούσε τους ντόπιους αγρότες, τους λήστευε και βίαζε τις γυναίκες τους.

Στις μάχες οι περισσότεροι αντάρτες συνήθως λιποτακτούσαν. Οι αξιωματικοί ήταν συχνά μεθυσμένοι και ξεκίναγαν ατελείωτους καυγάδες. Ο Καμπίλα πέρναγε συνήθως τον καιρό του στο Νταρ-Ελ-Σαλάμ, οδηγόντας μια Μερσεντές και δεν ήταν ποτέ παρών στη φωτιά της μάχης.

Τελικά, έπειτα από μια επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων ενάντια στους αντάρτες, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την ήττα τους και να αποχωρήσουν απογοητευμένοι. Ο Τσε βρήκε καταφύγιο στην κουβανέζικη πρεσβεία της Τανζανίας και τελικά επέστρεψε κρυφά στην Κούβα μέσω της Αν. Ευρώπης. Παρ’ όλ’ αυτά, επειδή είχε μάθει να μάχεται ως το τέλος, δεν μπορούσε να γυρίσει στην Αβάνα «με άδεια χέρια».

Η Βολιβία και ο θάνατος του.

Ο τελικός στόχος του Τσε ήταν να επιστρέψει στην πατρίδα του την Αργεντινή και να συνεχίσει εκεί τον αγώνα του, αλλά αυτό αποδείχτηκε αδύνατο. Έτσι, το 1967 έφτασε στη Βολιβία με σκοπό να αρχίσει εκεί έναν αντάρτικο αγώνα, που να προκαλέσει ένα επαναστατικό κίνημα και μετά να ξαπλωθεί και στις γειτονικές χώρες. Ήταν βέβαια μια ηρωική πράξη, όπως τόσες άλλες στην πολιτική ιστορία του Τσε. Ωστόσο, όπως και στο Κονγκό η εκστρατεία αυτή εξελίχτηκε σε περιπέτεια, μόνο που αυτή τη φορά είχε μοιραίες συνέπειες γι’ αυτόν. Ετσι, επιβεβαιώθηκε ξανά με τραγικό τρόπο ο ιστορικός νόμος ότι η επανάσταση δεν μπορεί να επιβληθεί τεχνητά από τα έξω.

Η Βολιβία αν και είχε αναλογικά μεγαλύτερο αγροτικό πληθυσμό από την Αργεντινή, διέθετε την ίδια ώρα μια ισχυρή εργατική τάξη, γαλουχημένη στις επαναστατικές παραδόσεις των εργατών στα ορυχεία κασσιτέρου. Ο Τσε αγνόησε δυστυχώς αυτές τις παραδόσεις παρά το γεγονός ότι γνώρισε από κοντά το επαναστατικό κίνημα στη Βολιβία το 1953. Ακόμα δεν πήρε υπόψη ότι χάρη σ’ αυτή την επανάσταση επιβλήθηκε τότε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης που έκανε την αγροτιά λιγότερο δεκτική στην προοπτική ενός ένοπλου αντάρτικου αγώνα.

Επιπλέον παρ’ όλες τις προσπάθειες του, ο Τσε, δεν κατόρθωσε τελικά να κερδίσει την ενεργή υποστήριξη του Βολιβιανού Κομμουνιστικού Κόμματος, (PCB), αν και στην πρώτη φάση κράτησε ουδέτερη στάση και επέτρεψε σε μερικά μέλη του να βοηθήσουν στις προετοιμασίες της εκστρατείας του.

Ουσιαστικά, η ηγεσία του Κ.Κ. κράτησε στην αρχή αυτή τη στάση για να φανεί κάπως πιο «επαναστατική», επειδή φοβόταν μήπως ξεπεραστεί από τα αριστερά, κύρια από το Τροτσκιστικό Κόμμα (POR), που είχε σημαντικές παραδόσεις, και μεγάλη επιρροή ιδιαίτερα στους εργάτες των ορυχείων.

Στη πραγματικότητα το Κ.Κ. δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει τους αντάρτες γιατί δεν συμφωνούσε καθόλου μ’ αυτές τις μεθόδους. Ο ηγέτης του Κ.Κ., ο Μόντζε, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για αντάρτικη εκστρατεία στη χώρα του. Γιατί το κόμμα ήταν ακόμη εγκλωβισμένο στην πολιτική της συνεργασίας με τα «προοδευτικά» κομμάτια της εθνικής αστικής τάξης.

Παρόλα αυτά, ο Κάστρο, για να μην συγκρουστεί με τον Μόντζε και τους άλλους κομμουνιστές ηγέτες, τους υποσχέθηκε ότι το Κ.Κ. θα έχει το μονοπώλιο της πολιτικής και υλικής υποστήριξης των ανταρτών. Την ίδια ώρα η Μόσχα ήθελε να περιορίσει τα αντάρτικα κινήματα, που έντειναν την αποσταθεροποίηση στη περιοχή της Λ. Αμερικής. Το Κουβανικό καθεστώς φαινόταν να τα ενθαρρύνει και άρα έπρεπε να «ελεγχθεί». Το Κρεμλίνο θεωρούσε ότι ο Τσε ήταν ένας ανεύθυνος τυχοδιώκτης, και τον κατήγγειλε για «τροτσκιστή» και «μαοϊκό».

Στην Τριηπειρωτική Συνδιάσκεψη που έγινε στην Αβάνα τον Γενάρη του ’66 και συμμετείχαν αντιπρόσωποι από την Αφρική, τη Λ. Αμερική, την Ασία, τη Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και απο αντάρτικες οργανώσεις κυρίως από τη Λ. Αμερική, ο Κάστρο κατόρθωσε να περάσει μια απόφαση υποστήριξης των αντάρτικων κινημάτων, προς μεγάλη ενόχληση των Ρώσων ηγετών. Αμέσως κατόπιν ο Μόντζε πήγε για μια σύντομη επίσκεψη στη Μόσχα, όπου μετά από συζητήσεις με τους επίσημους του ΚΚΣΕ κατέληξαν ότι ο Τσε ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτή τη πολιτική, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν παρών.

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μόντζε, οι γραφειοκράτες του ΚΚΣΕ, τον συμβούλεψαν να αντιταχθεί στις πιέσεις των Κουβανών και γι’ αυτό δεν έκανε τίποτα για να στηρίξει τον Τσε. Παρόλο όμως, που η στάση των ηγετών του Κ.Κ. ήταν γνωστή στην Αβάνα, ο Κάστρο δέχτηκε να εγκαταλείψει τον Τσε στα χέρια τους.

Ο Τσε τελικά ξεκίνησε την εκστρατεία του, σε μια από τις πιο απομονωμένες περιοχές της Βολιβίας, στο νοτιοανατολικό μέρος της χώρας, 250 χλμ νότια της Σάντα Κρουζ. Ονόμασε τους αντάρτες του Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό αν και οι δυνάμεις του δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 29 Βολιβιανούς και 18 Κουβανούς μαχητές. H περιοχή που διάλεξε ήταν πολύ αραιοκατοικημένη και οι αγρότες εκεί δεν είχαν αγωνιστικές παραδόσεις.

Στην ουσία παρ’ όλες τις προσπάθειες τους οι αντάρτες δεν κατάφεραν να κερδίσουν την υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού. Ετσι απομονώθηκαν, και δέχτηκαν την μία ήττα μετά την άλλη. Η υγεία του Τσε άρχισε να χειροτερεύει και ήταν αναγκασμένος να μετακινείται έφιππος, γιατί με το περπάτημα πάθαινε συνεχώς κρίσεις άσθματος. Η Αβάνα δεν έστελνε ενισχύσεις και τελικά η επικοινωνία τους διακόπηκε.

Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η γραφειοκρατία της Μόσχας ήθελε να ξεφορτωθεί τον Τσε μια και καλή. Ομως ούτε κι ο Κάστρο έκανε τίποτα μέσα σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές που ένας από τους πιο σημαντικούς ηγέτες της Κουβανικής επανάστασης πέρναγε τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του. Ένας από τους τότε συντρόφους του Τσε, ο Ρετζίς Ντεμπρέ, ο οποίος βέβαια αργότερα στράφηκε προς τα δεξιά κι έγινε σύμβουλος του Μιττεράν, κατηγόρησε το 1996 τον Κάστρο ότι είχε εγκαταλείψει τον Τσε.

Την ίδια ώρα οι αντάρτες είχαν να αντιμετωπίσουν 1500 στρατιώτες του βολιβιανού στρατού, οι οποίοι σε συνεργασία με τη CIA, τους κυνηγούσαν με λύσσα. Τελικά, στις 8 Οκτωβρίου, ύστερα από μια τελευταία απελπισμένη σύγκρουση, πιάστηκαν αιχμάλωτοι στο χωριό Ιγκουέρα, νότια της Σούκρε. Ο Τσε ήταν πληγωμένος. Όταν τον ρώτησαν: «Είσαι Κουβανός ή Αργεντινός;» ο Τσε απάντησε: «Είμαι Κουβανός, Αργεντινός, Βολιβιανός, Περουβιανός, κ.λ.π. …. Καταλαβαίνετε»;

Την επόμενη μέρα ο Φέλιξ Ροντρίγκες, κουβανικής καταγωγής πράκτορας της CIA, τον ρώτησε αν θέλει να στείλει κανένα μήνυμα στην οικογένεια του. Ο Τσε κατάλαβε αμέσως και είπε: «Πες στον Φιντέλ ότι σύντομα θα δεί την επανάσταση να θριαμβεύει στην Λ.Αμερική. Και πές στην γυναίκα μου να ξαπαντρευτεί και να είναι ευτυχισμένη». Στη συνέχεια ο Ροντρίγκες έδωσε εντολή σε ένα λοχία να τον σκοτώσει, όπως ήταν δεμένος στο πάτωμα. Μετά το θάνατο του, οι εκτελεστές του έκοψαν τα χέρια και τα έστειλαν στην Αβάνα για να αποδείξουν ότι ήταν πια νεκρός. Τον έθαψαν σε ένα κρυφό τάφο. Ηταν μόνο 39 ετών.

Πρόσφατα βρέθηκε ο τάφος του και το σώμα του επιστράφηκε στην Κούβα, όπου τάφηκε με μεγάλες τιμές. Σε ένα τοίχο κοντά στο τάφο του στη Βολιβία είναι τώρα γραμμένο ένα απλό σύνθημα: «Ο Τσε ζει, σε πείσμα όσων τον θέλουν νεκρό». Το πνεύμα της αυτοθυσίας και της ηρωικής αφοσίωσης του στον αγώνα ενάντια στη καταπίεση, παραμένει ζωντανό. Το παράδειγμα του εμπνέει σήμερα χιλιάδες νεολαίους που αναζητούν την επανάσταση και μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του οι Μαρξιστές χαιρετάνε τον Τσε σαν ένα ειλικρινή και ηρωικό επαναστάτη.

Η τραγωδία του Τσε ήταν ότι η πίστη και ο ηρωισμός του δεν ήταν συνδυασμένα με ένα ολοκληρωμένο μαρξιστικό πρόγραμμα και μια επαναστατική στρατηγική που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν αυτό που τον έμπνευσε, τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση. Οι σημερινοί επαναστάτες πρέπει να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα από τις επαναστατικές εμπειρίες του Τσε και να πάρουν παράδειγμα από την αυτοθυσία και τη τόλμη του για να πετύχουν.

(Άρθρο στο Socialistworld.net / Μετάφραση: “Ξεκίνημα”, Σοσιαλιστική Διεθνιστική Οργάνωση).