Βιβλιοκριτική: Fidel & Che: A Revolutionary Friendship (Simon Reid-Henry)

Fidel Che Revolutionary Friendship book coverΚριτική του βιβλίου “Fidel & Che: A Revolutionary Friendshipτου Σάιμον Ρέϊντ-Χένρι, Sceptre, 2009. Εμπεριέχει στοιχεία και από το βιβλίο της Helen Yaffe, “Che Guevara: The Economics of Revolution” (Palgrave).

Του Ρίτσαρντ Γκοτ*.

Οι Επαναστάσεις πάντα αναδείκνυαν ενδιαφέροντες ηγέτες. Εντυπωσιακές μορφές προέκυψαν στη Γαλλία στα 1790: Ροβεσπιέρος, Νταντόν, Σεντ Ζυστ, Ναπολέων – ένα καταπληκτικό σύνολο ταλέντου. Στη Ρωσική Επανάσταση κυριάρχησε ένας γαλαξίας πρωτοτυπίας και πρωτοβουλίας: Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν, Μπουχάριν. Η Δημοκρατική πολιτική ιστορία, σε οποιαδήποτε δεκαετία, απεναντίας, έχει συγκριτικά να προσφέρει ελάχιστα τέτοια παραδείγματα. Οι αριστεροί ιστορικοί ήταν κάποτε εχθρικοί στην ιδέα ότι το παρελθόν ήταν γεμάτο από “σπουδαίες προσωπικότητες” (που συνήθως είναι άνδρες), αν και πρόσφατα οι ομοϊδεάτες του Ντέιβιντ Στάρκλεϊ έχουν αναβιώσει αυτήν την συντηρητική άποψη με κάποια εμπορική επιτυχία. Παρ’ ότι παραμένει αληθές ότι οι επαναστάσεις είναι γεναιόδωρες στην παραγωγή επαναστατών – όταν κάποιος πεθαίνει υπάρχει πάντα κάποιος να πάρει τη θέση του – πρέπει να έχεις ιδιαίτερη έλλειψη ρομαντισμού ώστε να μην αναγνωρίσεις πως η Ιστορία θα είχε διαφορετική γεύση εάν, ας πούμε, ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τσε Γκεβάρα είχαν πεθάνει και οι δύο στα κουβανικά παράλια το Δεκέμβρη του 1956, όταν προσάραξαν με το πλοιάριο Γκράνμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στην πτώση του Μπατίστα συνέβαλλε η κατάρρευση της τιμής της ζάχαρης, αλλά η Κούβα, ως παγκόσμιο φαινόμενο, δεν θα είχε ποτέ την λαμπερή της λάμψη χωρίς τα φωτογενή και χαρισματικά χαρακτηριστικά των πρώτων αρχηγών της Επανάστασης.

Εισερχόμενος σε γνωστά μονοπάτια, ο Σάϊμον Ρέϊντ-Χένρι είχε την φαεινή ιδέα να γράψει μια διπλή βιογραφία των δύο αυτών ανδρών (Φιντέλ και Τσε) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που ήταν μαζί. Είναι μια τόσο έξυπνη και προφανής σκέψη που αποτελεί έκπληξη πως κανένας δεν το είχε επιχειρήσει στο παρελθόν. Το έκανε ο Μπέρτραμ Γούλφ με το βιβλίο “Οι Τρείς που έκαναν την Επανάσταση”, δημοσιευθέν το 1948, ένας καθηλωτικός απολογισμός της Ρωσικής Επανάστασης μέσα από τις δραστηριότητες των Λένιν, Τρότσκι και Στάλιν, αλλά κανένας δεν είχε προηγουμένως χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο με το παράδειγμα των Κάστρο και Γκεβάρα. Το αποτέλεσμα είναι μια πειστική ρεβιζιονιστική ερμηνεία της Κουβανικής Επανάστασης, που είναι και ακαδημαϊκή και προσιτή (στο πλατύ κοινό). Βασιζόμενος στις γνώσεις του πάνω στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, καθως και την κατάθεση επιπλέον υλικού απο διάφορα αρχεία, ο Ρεϊντ-Χένρι εισέρχεται θαραλλέα στο μυαλό των δύο πρωταγωνιστών με υψηλό βαθμό αληθοφάνειας.

Ο Κάστρο παρέμεινε αβέβαιος για το αν πράγματι αντιλήφθηκε, ή ενέκρινε, την οικονομική στρατηγική του Τσε στο υπουργείο βιομηχανίας και η οποία αμφισβητήθηκε αρκετά από άλλα κυβερνητικά ιδρύματα με οικονομικές αρμοδιότητες. Τα ζητήματα που αναδείχθηκαν, γνωστά ορισμένες φορές ως “Η Μεγάλη Συζήτηση”, αφορούσαν αρκετά διαφορετικού είδους θέματα: η σχετική σημασία που δόθηκε στην εκβιομηχάνιση αντί της αγροτικής παραγωγής, το ερώτημα των ηθικών αντί υλικών κινήτρων και η καταλληλότητα του εισαγόμενου σοβιετικού οικονομικού μοντέλου.

Ένας πλήρης απολογισμός αυτής της σημαντικής αλλά δυσνόητης ιδεολογικής διαπάλης περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Έλεν Γιάφε, Che Guevara: The Economics of Revolution (Palgrave Macmillan, 2009). Ένα μεχρί σήμερα άγνωστο πεδίο έρευνας, βασιζόμενο σε ευρεία έρευνα στα αρχεία αλλα και συνεντεύξεις με δεκάδες ζώντες συνεργάτες του Γκεβάρα, αποτελεί πραγματικά πρωτογενή συμβολή στη γνώση μας για τις εσωτερικές διαδικασίες της Κουβανικής Επανάστασης. Ο Γκεβάρα αντιλήφθηκε το σοβιετικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, που αναμφίβολα ήταν χρήσιμο τη δεκαετία του 1920 όταν και πρωτοεφαρμόστηκε, ως ασύμβατο για τη δεκαετία του 1960. Ενδιαφέρονταν περισσότερο για την (λογιστική, οικονομικοτεχνική) οργάνωση των σύγχρονων αμερικανικών καπιταλιστικών συστημάτων, από τα οποία η Κούβα είχε ήδη μια εμπειρία σε αντίθεση με την Σοβιετική Ένωση. Εάν το μέλλον του σοσιαλισμού είναι συνδεδεμένο με τον κρατικό καπιταλισμό, υποστήριζε ο Γκεβάρα, τότε ίσως μπορούμε να μάθουμε περισσότερα από την Αμερική παρά απ’ τη Ρωσία…

Ο Φιντέλ και ο Τσε τα πήγαιναν καλά μαζί, είχαν την ίδια αντίληψη σε πολλά σημαντικά ζητήματα, τα διαφορετικά ταλέντα τους συμπλήρωναν το ένα τ’ άλλο. Ήταν πολλοί διαφορετικοί. Στο βιβλίο της Γιάφε παρουσιάζεται μια ανέκδοτη μέχρι πρότινος πτυχή της σχέσης τους. Τον Οκτώβρη 1961, ο Τσε σημείωσε την “καταπληκτική ικανότητα” του Φιντέλ να πλησιάζει τον κόσμο και να δημιουργεί απευθείας επαφή με τις μάζες. Σε αντίθεση με αυτό, είπε ο Τσε σε μια συνάντηση στο υπουργείο βιομηχανίας, “δε γνωρίζω ούτε ένα καμπαρέ, σινεμά η παραλία… πρακτικά δεν έχω βρεθεί σε οικογενειακό σπίτι στην Αβάνα, δεν γνωρίζω πως ζούν οι κουβανοί, γνωρίζω μόνο στατιστική, αριθμούς ή προϋπολογισμούς…”. Η αυστηρή λιτότητα της επαναστατικής εμφάνισης και καθημερινής πρακτικής του Τσε τον τοποθετεί κοντύτερα στο Ροβεσπιέρο παρά στο Νταντόν.

Το βιβλίο του Ρεϊντ-Χένρι περιγράφει την ιστορία περισσότερο συνοπτικά από τα περισσότερα γιγαντιαία βιβλία-βιογραφίες που έχουν δημοσιευθεί για τον Φιντέλ και τον Τσε. Έχει όμως τις αδυναμίες του. Ακολουθεί προηγηθείσες ιστορίες δίνοντας βάση στην πρώϊμη περίοδο του ανταρτοπολέμου (παίρνει 200 σελίδες, το μισό βιβλίο, για να φτάσει στο 1959) και έπειτα είναι υποχρεωμένος να περάσει τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, που είναι ενδιαφέροντα και ταραχώδη, με σχετική βιασύνη. Γράφει με την ψυχολογική ματιά ενός μυθιστοριογράφου, αν και κάποιος θα μπορούσε να δυσανασχετήσει με τα μωβ κείμενα όπου αφήνει την φαντασία του να τρέψει πέρα απ’ τα υπάρχοντα στοιχεία. Είναι συχνά απρόσεκτος με τις ημερομηνίες και υπεροπτικός όταν συστήνει, ή σε άλλες περιπτώσεις αγνοεί επιδεικτικά, κάποιους εξέχουσας σημασίας ιστορικούς χαρακτήρες.

Με την σημερινή οπτική και προοπτική, ο συγγραφέας λίγο έως πολύ υποβιβάζει το ρόλο του αδελφού του Φιντέλ, του τωρινού προέδρου της Κούβας. Ο Ραούλ Κάστρο, χωρίς τα χαρίσματα του αδελφού του, ήταν πάντοτε ηγετικό στέλεχος, κυρίως δε με την στενή στρατιωτική συνεργασία που ανέπτυξε με την Σοβιετική Ένωση επί τριάντα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν συγκέντρωσε τα φώτα επάνω του και παραμένει “σκιώδης” σε αυτό το βιβλίο, όπως και σε προηγηθήσες βιογραφίες του αδελφού του και του Γκεβάρα. Για ένα βιβλίο σχετικό με την Κούβα ο τίτλος “Οι Τρείς που έκαναν την Επανάσταση” θα ήταν επίσης ένας καλός τίτλος.

 * Το κείμενο του Ρ.Γκοτ γράφτηκε για το London Review of Books αλλά δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. O Γκοτ (γεν.1938) είναι βρετανός δημοσιογράφος και ιστορικός. Μετάφραση – Επιμέλεια: Ν.Μόττας / Guevaristas.

Προς υπεράσπιση του Τσε Γκεβάρα: Απαντώντας στα ψέματα και τις συκοφαντίες

Ο τίτλος είναι ίσως υπερβολικός. “Έχει ανάγκη υπεράσπισης μια ιστορική προσωπικότητα όπως ο Τσε;”, θα αναρωτηθούν ορισμένοι. Όχι. Τέσσερις και πλέον δεκαετίες όμως μετά τη δολοφονία του στη Βολιβία, η δράση του θρυλικού επαναστάτη συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο διαστρεβλώσεων (σκοπίμων ως επί το πλείστον) και ψευδολογιών με κύριο στόχο την σπίλωση της ιδεολογικής και πολιτικής του κληρονομιάς. Στο “παιχνίδι” αυτό της διάδοσης ψευδών πληροφοριών για τον Τσε έχουν μετάσχει αντικομμουνιστές όλων των ειδών (από την φασιστική ακροδεξιά μέχρι το “φιλελεύθερο” κέντρο), με πρωμετωπίδα ασφαλώς την συντηρητική αμερικανική δεξιά και την αντεπαναστατική κουβανική μαφία της Φλόριντα. Στο άρθρο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια αποδόμησης επτά ψευδολογημάτων που έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί στο διαδίκτυο (αλλά και στον Τύπο) αναφορικά με τον Γκεβάρα. Σαρανταπέντε χρόνια μετά την άνανδρη δολοφονία του Τσε, η στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη απάντηση στις ύπουλα δομημένες συκοφαντίες καθίσταται αναγκαία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου το σοσιαλιστικό όραμα του επαναστάτη αποκτά επίκαιρο νόημα και το παράδειγμα του συνεχίζει να φωτίζει το δρόμο όσων πιστεύουν σ’ έναν καλύτερο κόσμο.

Ψέμα 1ο: “Το ταξίδι του νεαρού Τσε και του φίλου του Αλμπέρτο Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική είναι, ως επι το πλείστο, μύθος. Η μηχανή (Λα Ποδερόσα II) καταστράφηκε νωρίς και οι δύο αργεντίνοι έκαναν το ταξίδι τους με άλλα μέσα”.

Πρόκειται περί προφανέστατου ψεύδους. Το ταξίδι των νεαρών Γκεβάρα και Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική έχει καταγράψει ο φωτογραφικός φακός. Φωτογραφίες των δύο αργεντίνων στη Χιλή, στο Περού, σε περιοχές των δύσβατων Άνδεων αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα. Επιπλέον, οι αναλυτικές – και συνάμα αφηγηματικού χαρακτήρα – ιδιόχειρες σημειώσεις του Γκεβάρα που αργότερα δημοσιεύθηκαν υπό τον τίτλο “Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας” (Diarios de Motocicleta) δίνουν σαφές στίγμα των εντυπώσεων που αποκόμησε από το μεγάλο αυτό ταξίδι. Τόσο ο Γκεβάρα, όσο και ο Γκρανάδο παλαιότερα σε αφηγήσεις του, έχουν καταγράψει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια πτυχές του ταξιδιού τους αναφερόμενοι σε ανθρώπους που γνώρισαν και συνομίλησαν, σε μέρη που επισκέπτηκαν αλλά και στην εθελοντική τους εργασία ως γιατροί στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο. Το ταξίδι των Γκεβάρα-Γκρανάδο κατέληξε, έπειτα από επτά μήνες περιπλάνησης, στο Καράκας. Αποτέλεσε δε το έναυσμα της ιδεολογικο-πολιτικής συνειδητοποίησης του μεσοαστού αργεντίνου, ο οποίος είδε με τα ίδια του τα μάτια την ιμπεριαλιστική καταπίεση και εκμετάλλευση που κατέτρωγε τις “σάρκες” και “έπινε το αίμα” των λαών της λατινικής αμερικής.

Ψέμα 2ο: “Μετά την πτώση του Μπατίστα, ο Τσε αποφάσισε την εκτέλεση – χωρίς δικαίωμα υπεράσπισης – εκατοντάδων κουβανών αξιωματούχων του καθεστώτος”.

Είναι αλήθεια ότι ο Τσε είχε οριστεί υπεύθυνος για την απόδοση δικαιοσύνης απέναντι σε όσους είχαν αποδεδειγμένη συμμετοχή στο τυρρανικό καθεστώς του Μπατίστα, ή είχαν συνεργαστεί με αυτό συμβάλοντας άμεσα στην πολυετή καταπίεση του κουβανικού λαού. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολλοί εξ’ αυτών εκτελέσθηκαν. Συνιστά όμως ύπουλο ψεύδος ο ισχυρισμός ότι οι εκτελεσθέντες ήταν, δήθεν, αθώοι. Γι’ αυτό παραπέμπουμε στα λόγια του βιογράφου του Τσε, του αμερικανού Τζον Λι Άντερσον: «Ακόμη να βρω κάποια έγκυρη πηγή που να αποδεικνύει ότι ο Τσε εκτέλεσε κάποιον ‘αθώο’. Αυτά τα άτομα που εκτελέστηκαν απ’ το Γκεβάρα, ή έπειτα από διαταγή του, καταδικάστηκαν γιά τα συνήθη εγκλήματα που επισύρουν τη θανατική ποινή σε περίοδο πολέμου ή μετά από πόλεμο: βασανισμούς, βιασμούς, δολοφονίες η προδοσία». [1] Συγκρατήστε το “σε περίοδο πολέμου” – η απόδοση δικαιοσύνης απέναντι στους εγκληματίες της δικτατορίας Μπατίστα ακολούθησε το θρίαμβο της Επανάστασης ο οποίος ήλθε μέσα από μακρά περίοδο βίαιων πολεμικών επιχειρήσεων.

Σε αυτό να σημειωθεί ότι η πενταετής έρευνα του Άντερσον δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στην Κούβα αλλά, επιπλέον, έλαβε πληροφοριες και από την κουβανική κοινότητα του Μαϊάμι, γνωστή για τα αντικομμουνιστικά, αντιγκεβαρικά της αισθήματα. Αυτοί που συνήθως κατηγορούν τον Τσε (και την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας εν γένει) για εκτελέσεις “αθώων” είναι οι ίδιοι που “ένειπταν τας χείρας τους” όταν η πολεμική μηχανή των ΗΠΑ, ή του ΝΑΤΟ, δολοφονούσε μαζικά άμαχο πληθυσμό στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Σερβία, τη Λιβύη και αλλού.

Ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον Γκεβάρα: «…ήρθε η 1η Γενάρη 1959, και η Επανάσταση – πάλι χωρίς να σκεφτεί τα όσα είχε διαβάσει στα βιβλία αλλά ακούγοντας ότι της χρειαζόταν από τα χείλη του λαού – αποφάσισε πρώτα απ’ όλα να τιμωρήσει τους ενόχους, και το έπραξε. Οι αποικιακές δυνάμεις αμέσως παρουσίασαν την όλη ιστορία στα πρωτοσέλιδα τους σε όλο τον κόσμο ως δολοφονία, και αμέσως προσπάθησαν να κάνουν αυτό που προσπαθούν πάντα να κάνουν οι ιμπεριαλιστές: να ενσπείρουν τη διχόνοια. “Υπάρχουν εδώ κομμουνιστές που σκοτώνουν ανθρώπους” έλεγαν. Με προφάσεις και τετριμμένα επιχειρήματα προσπάθησαν να ενσπείρουν διχόνοια ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν πολεμήσει για τον ίδιο σκοπό». [2]

Η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την επιβολή της λαϊκής Δικαιοσύνης. Οι προδότες, οι δοσίλογοι είχαν σχεδόν πάντα αυτήν την τύχη, από τη γαλλική επανάσταση του 1789 μέχρι την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους Ναζί το 1945. Από την άλλη πλευρά, η γενναιοδωρία, παραδείγματος χάρη, των Σαντινίστας στη Νικαράγουα (που έδωσαν αμνηστία σε συνεργάτες της δικτατορίας του Σομόζα) είχε ολέθριες συνέπειες: παλιοί της εθνοφρουράς που αφέθηκαν ελεύθεροι συμμάχησαν με τις, υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, αντεπαναστατικές δυνάμεις των Κόντρα και στράφηκαν κατά των Σαντινίστας.

Ψέμα 3ο:Ο Τσε Γκεβάρα ήταν ένας ψυχρός και ανελέητος δολοφόνος. Εκπαίδευσε αντάρτες οι οποίοι εκτέλεσαν αμάχους, ενώ δε δίσταζε να εκτελεί άμεσα συντρόφους του οι οποίο επεδείκνυαν λιποταξία”.

Είναι σαφές ότι οι χαρακτηρισμοί “ψυχρός”, “ανελέητος”, “δολοφόνος” κλπ, στοχεύουν αποκλειστικά στη δημιουργία εντυπώσεων. Και προφανώς εκστομίζονται από όσους δεν αντιλαμβάνονται – ή, ακόμη χειρότερα, παριστάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται – το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται ένας ανταρτοπόλεμος ενάντια σε ένα τυρρανικό, διεφθαρμένο, φιλοιμπεριαλιστικό καθεστώς. Τόσο ο Γκεβάρα, όσο και οι υπόλοιποι πολεμιστές του αντάρτικου “Κινήματος της 26ης Ιούλη”, είχαν να αντιμετωπίσουν έναν άριστα εκπαιδευμένο στρατό που είχε πολλαπλάσια αριθμητική υπεροχή και σαφώς πιο εξελιγμένο οπλισμό. Ως εκ τούτου, είχαν υποχρέωση να επιδείξουν τη μέγιστη δυνατή πειθαρχία και την απαρέγκλητη προσήλωση τους στους νόμους της επανάστασης. Και πράγματι, σύμφωνα με το Γκεβάρα, μια ένοπλη επανάσταση δεν θα μπορούσε να πετύχει εάν δεν έχει εμποτιστεί με ταξικό μίσος – αυτό που οι αντάρτες, οι εξεγερμένοι, ο ίδιος ο λαός και οι σύμμαχοι του τρέφουν για τον εκμεταλλευτή κεφαλαιοκράτη, τον ιμπεριαλιστή, τον αποικιοκράτη και τους δειλούς αντεπαναστάτες.

Αντίθετα με όσα λένε και γράφουν οι εχθροί του Γκεβάρα, δεν υπάρχει ούτε ένα αξιόπιστα διασταυρωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Τσε έδωσε εντολή για εκτέλεση αμάχων. Τουναντίον, με την ιδιότητα του ως γιατρού, ο Γκεβάρα προσέφερε βοήθεια τόσο σε αιχμάλωτους στρατιώτες, όσο και στους ντόπιους χωρικούς στις περιοχές απ’ όπου πέρασε ο αντάρτικος στρατός. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, κατά τον κουβανικό ανταρτοπόλεμο, η οποιαδήποτε επίθεση (ακόμη και “παρενόχληση”) εναντίον άμαχου πληθυσμού απαγορεύονταν ρητά από τον επαναστατικό νόμο του Κινήματος της 26ης Ιούλη και η τιμωρία για τους παραβάτες ήταν η εσχάτη των ποινών.

Αλλά και στο αντάρτικο της Βολιβίας υπάρχουν σαφή δείγματα της συμπεριφοράς του Τσε απέναντι στους αντιπάλους που πολύ απέχει από τις ψευδολογίες που εξαπολύουν οι συκοφάντες του. Αντιγράφουμε απ’ το ημερολόγιο της Βολιβίας: «Πιάσαμε αιχμαλώτους δυο νέους κατασκόπους, έναν υπολογαχό των καραμπινιέρων κι έναν καραμπινιέρο. Τους διαβάσαμε την μπροσούρα και τους αφήσαμε ελεύθερους…». [3] Σε άλλο σημείο του ίδιου ημερολογίου διαβάζουμε πως ο Γκεβάρα, ευρισκόμενος σε λόγο με θέα το δρόμο παρατηρούσε δύο στρατιώτες σε ένα περαστικό καμιόνι. Ένιωσε οίκτο γι’ αυτούς που κρύωναν, τυλιγμένοι στις κουβέρτες τους. «Δεν βρήκα το θάρρος να τους ρίξω…» γράφει.

Ψέμα 4ο: “Ο Τσε Γκεβάρα επεδείκνυε ρατσιστικό μίσος κατά των ομοφυλόφιλων, πρωταγωνιστώντας στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης”.

Ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι απόψεις – και κυρίως η δράση – του Τσε είχαν ως βάση ρατσιστικά (εθνοτικά, θρησκευτικά, σεξουαλικά, κλπ.) κριτήρια. Ως γνήσιος μαρξιστής-λενινιστής ο Τσε Γκεβάρα δρούσε με ταξικό κριτήριο. Ως εχθρό του, απέναντι του, είχε αποκλειστικά τον καταπιεστή, τον εκμεταλλευτή, τον ιμπεριαλιστή και τους συνηγόρους αυτών. Όταν αναφερόμαστε σε διακρίσεις κατά των ομοφυλόφιλων στην Κούβα του 1960 πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη δύο βασικά πράγματα:

Πρώτον, το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφερόμαστε. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνίες της εποχής δεν ήταν ακόμη έτοιμες να δεχθούν διαφοροποίησεις, ή αλλαγές, στα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Να θυμήσουμε ότι τη δεκαετία του ’60 στις “προοδευτικές” Ηνωμένες Πολιτείες γινόντουσαν διακρίσεις κατά των μαύρων οι οποίοι αντιμετωπίζονταν ως πολίτες β’ κατηγορίας. Στις πρώην ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, κλπ.) οι πολίτες προερχόμενοι από αφρικανικές και ασιατικές χώρες αποτελούσαν δουλοπάροικους των εκεί καπιταλιστικών συστημάτων, στην φτηνή εργασία των οποίων βασίστηκε η όποια κερδοφορία των κεφαλαιοκρατικών ελίτ.

Δεύτερον, τις συνθήκες τις οποίες είχε να αντιμετωπίσει η Επανάσταση ώστε να εδραιωθεί. Συνθήκες οι οποίες απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή, κυρίως δε σε ζητήματα που αφορούσαν τη διαφθορά των επαναστατικών συνειδήσεων την οποία επιδίωκε ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Ένα κομμάτι της κοινωνίας που, εκμεταλλευόμενος τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, επιχείρησε να στρέψει κατά της Επανάστασης ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ήταν οι ομοφυλόφιλοι. Πρόκειται για τον ίδιο ιμπεριαλισμό που, στα προ-επαναστατικά χρόνια, είχε εγκαταστήσει στο νησί μια ολόκληρη βιομηχανία πορνείας προς τέρψην εύπορων αμερικανών. Χιλιάδες κουβανοί και κουβανές, όλων των σεξουαλικών προσανατολισμών, χρησιμοποιήθηκαν ως φτηνό εμπόρευμα από τη δικτατορία του Μπατίστα και τους βορειοαμερικανούς προστάτες της.

Δύο ερευνήτριες, οι Λούρδη Αργκουέλες και Μπ. Ρούμπι-Ριτς [4], που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας στην μετά-1959 περίοδο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κατάρρευση της παραοικονομίας (της πορνείας) μετά την εδραίωση της επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια προσεταιρισμού των ομοφυλόφιλων από αντεπαναστατικές δυνάμεις του υποκόσμου. «Αρκετοί βετεράνοι της κουβανικής μαφίας στρατολογήθηκαν από την CIA μπαίνοντας στις τάξεις των αντεπαναστατών» γράφουν οι Αρκουέλες και Ριτς. Οι αντεπαναστάτες του υποκόσμου (που είχαν χάσει τα κέρδη τους με τον θρίαμβο της επανάστασης) ξεκίνησαν να προσεγγίζουν νεαρούς ομοφυλόφιλους με σκοπό να τους εντάξουν στο αντεπαναστατικό κίνημα που οργανώνονταν από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ένα παράδειγμα τέτοιας στρατολόγησης είναι η περίπτωση του Ρολάντο Κουμπέλα, ομοφυλόφιλου φοιτητή ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό των επαναστατικών δυνάμεων κατά του Μπατίστα αλλά κατέληξε να στρατολογηθεί από την CIA με σκοπό τη δολοφονία του Κάστρο. Έτσι, τα παραθαλάσσια τουριστικά γκέι-μπαρ στην περιοχή Λα Ράμπα είχαν καταλήξει ουσιαστικά μετά το 1959 “γιάφκες” αντεπανάστασης. Ποιά πολιτική όφειλε λοιπόν να ασκήσει η επαναστατική κυβέρνηση προκειμένου να διαφυλάξει τα κεκτημένα της επανάστασης και να προστατεύσει το λαό;

Οι ομοφυλόφιλοι νέοι και νέες που στρατολογήθηκαν από την CIA αποτέλεσαν – και αυτοί όπως πολλοί άλλοι κουβανοί – “πιόνια” της ιμπεριαλιστικής εχθρότητας απέναντι στην Επανάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ομοφυλόφιλων κουβανών, κυρίως προερχόμενος από την εργατική τάξη και τα χαμηλά λαϊκά στρώμματα, που ουδέποτε εγκατέλειψε την Κούβα – αντιθέτως, οι άνθρωποι αυτοί εργάστηκαν προκειμένου να ενσωματωθούν αρμονικά στην κουβανική κοινωνία προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο κοινό καλό της επανάστασης.

Ψέμα 5ο: Ο Τσε ήλπιζε ότι η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα θα οδηγούσε σε πυρηνικό πόλεμο, χωρίς να υπολογίζει το κόστος των χαμένων ανθρώπινων ζωών.

Το επιχείρημα αυτό αποτελεί σκόπιμη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, παίρνοντας αφορμή από μια φράση του Τσε λίγο καιρό μετά το τέλος της Κρίσης των Πυραύλων. Ο Γκεβάρα είχε δηλώσει τότε: «Είναι το εκπληκτικό παράδειγμα ενός λαού έτοιμου να διαλυθεί από ατομική έκρηξη προκειμένου οι στάχτες του να γίνουν τσιμέντο για τις νέες κοινωνίες και, την στιγμή που το κάνει αυτό, μια συμφωνία αποφασίζει την απόσυρση των ατομικών πυραύλων χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του, κι ο λαός αυτός δεν αναισαίνει από ανακούφιση» [5]. Η διαστρέβλωση έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία των λεγομένων του Τσε. Ο Γκεβάρα, μέσα από την υπερβολή της παραπάνω φράσης, στρέφονταν ουσιαστικά κατά της τότε σοβιετικής ηγεσίας του Χρουστσώφ η οποία στήριξε τους διπλωματικούς της ακροβατισμούς στις πλάτες της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης. Ως υπέρμαχος του ότι “κάθε άσκοπη θυσία θα πρέπει να αποφεύγεται”, ο Τσε ήταν μακριά από αυτοκτονικού τύπου αντιλήψεις οι οποίες θα απέβαιναν μοιραίες. Η θυσιαστική του αντίληψη ως αντάρτη πολεμιστή (θυσία σε προσωπικό επίπεδο, σε κάθε τομέα της ζωής, με στόχο την επιβίωση και εν τέλει την πραγμάτωση της επανάστασης) πρέπει να ερμηνεύεται στα δεδομένα ιστορικά και πολιτικά πλαίσια της εποχής αλλά και τις αντικειμενικές συνθήκες υπό τις οποίες θριάμβευσε και εδραιώθηκε η κουβανική Επανάσταση.

Ψέμα 6ο: Ως υπουργός βιομηχανίας ο Τσε απέτυχε παταγωδώς σε όλες τις πρωτοβουλίες που πήρε για την κουβανική οικονομία.

Ο Τσε δεν ήταν οικονομολόγος. Όντας μέλος του “Κινήματος της 26ης Ιούλη” και έχοντας συνεισφέρει τα μέγιστα στον θρίαμβο της Επανάστασης το 1959, ο Γκεβάρα ανέλαβε συγκεκριμένα πολιτικά πόστα έπειτα από πρόταση του Φιντέλ Κάστρο. Το έργο που είχε να επιτελέσει η επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας ήταν πρακτικά τιτάνιο, έχοντας “κληρονομήσει” από το δικτάτορα Μπατίστα μια υποανάπτυκτη παραγωγικά χώρα, με κολοσσιαίες κοινωνικές ανισότητες και διαλυμένη οικονομία. Ορισμένα στατιστικά στοιχεία μιλούν απο μόνα τους: 91% των σπιτιών της επαρχίας δεν είχε επαρκή ηλεκτρισμό, 45% του πληθυσμού της επαρχίας δεν είχε μόρφωση (44% εξ’ αυτών δεν είχε πάει ποτέ σχολείο), για 2.000 άτομα αναλογούσε ένας γιατρός, 27% των παιδιών στις πόλεις και 61% στην επαρχία δεν πήγαιναν σχολείο, το 73% της καλλιεργήσιμης γης αποτελούσε ιδιοκτησία μιας χούφτας (9% των γεωκτημόνων) εύπορων αμερικανών επιχειρηματιών. Σε όλα αυτά να προστεθεί ο οικονομικός αποκλεισμός και τα άμεσα μέτρα απομόνωσης του νησιού που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1960, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια εξαγωγών στην επαναστατική κυβέρνηση Κάστρο.

Πέραν των στρατιωτικών και διπλωματικών καθηκόντων του, ο Τσε ανέλαβε αρχικά επικεφαλής του τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης (INRA). Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν στην Κούβα συντελέστηκε μια γενναία αναδιανομή γης (δήμευση των “λατιφουντίων” και πολυεθνικών, εθνικοποίηση αγροτικών και κτηνοτροφικών ράντσων, διανομή περισσότερου από 1 εκατομμύριο εκτάρια γης σε 100.000 αγρότες) στο πλαίσιο της περίφημης αγροτικής μεταρρύθμισης για την οποία ο Γκεβάρα εργάστηκε εντατικά και της οποίας υπήρξε θερμός υποστηρικτής. Αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης ήταν η σαφής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κουβανών της επαρχίας, η ρευματοδότηση των κατοικιών και η δημιουργία υποδομών, σχολείων και κλινικών.

Κατά τη θητεία του Τσε ως επικεφαλής του τομέα Βιομηχανίας στο INRA και ως προέδρου της Εθνικής Τράπεζας, όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το 84% της βιομηχανίας της Κούβας κοινωνικοποιήθηκαν – πέρασαν στον έλεγχο του κράτους. Η νέα επαναστατική κυβέρνηση έπρεπε να λύσει με αποτελεσματικό τρόπο τη μετάβαση από την διαλυμένη ιδιωτική οικονομία στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της βιομηχανίας. Κατά την πενταετή ενασχόληση του Γκεβάρα με την προσπάθεια εκβιομηχανοποίησης της χώρας, η κουβανική βιομηχανία άρχισε να μεγαλώνει, να διευρύνεται και να σταθεροποιείται, κυρίως ως αποτέλεσμα της κινητοποίησης του ανθρώπινου παράγοντα (εργατικού δυναμικού) στον οποίο ο Τσε πίστευε ακράδαντα. Ασφαλώς, η οικονομική σκέψη του Τσε Γκεβάρα παραμένει μέχρι και σήμερα αντικείμενο υπό μελέτη, δεδομένων των διαφωνιών που ο ίδιος εξέφρασε γραπτά με την σοβιετική αντίληψη περί πολιτικής οικονομίας που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Η βρετανίδα συγγραφέας και ερευνήτρια Έλεν Γιάφε (Helen Yaffe) έχει ασχοληθεί εκτενώς με την οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε στα πρώτα χρόνια της επανάστασης στην Κούβα [6]. Σύμφωνα με την Γιάφε, ως υπουργός βιομηχανίας ο Τσε δημιούργησε εννέα ερευνητικά και αναπτυξιακά κέντρα τα οποία μελετούσαν οτιδήποτε σχετίζονταν με την εκβιομηχάνιση της χώρας: από μηχανισμούς αύξησης της παραγωγής ζάχαρης μέχρι την παραγωγή νικελίου, την ανίχνευση πηγών πετρελαίου, τη χημική βιομηχανία και την έρευνα στις νέες τεχνολογίες (την εποχή εκείνη υπήρχε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σε όλο το νησί). Ο Τσε εισήγαγε την ψυχολογική υποστήριξη (για το εργατικό δυναμικό αλλά και τους προϋσταμένους του) ως εργαλείο βελτίωσης της παραγωγικής δυνατότητας, σχεδίασε και οργάνωσε έναν λογικό μηχανισμό κλιμακούμενης μισθοδοσίας, υποστήριξε ένθερμα την αυτοοργάνωση των εργατών στο πλαίσιο της κολεκτιβοποίησης της εργασίας (κυρίως στις αγροτικές περιοχές), εισήγαγε για τις επιχειρήσεις το καινοτόμο “Σύστημα Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού” (ένα συγκεντρωτικό όργανο διαχείρησης διαφορετικό από αυτό της τότε ΕΣΣΔ) το οποίο στόχευε στην πρακτική αναθεώρηση της σοβιετικής αντίληψης περί του μαρξιστικού “νόμου της αξίας”. Σύμφωνα με την Δρ. Γιάφε “μέσα σε έξι ταραγμένα χρόνια ο Τσε έκανε μια αλησμόνητη συνεισφορά στην κουβανική οικονομία”.

Πέρα από το καθαρά πρακτικό σκέλος των πολιτικών που εφαρμόστηκαν επί υπουργίας του Γκεβάρα, η οικονομική θεωρία που ανέπτυξε ο Τσε (μέσα και από τη μελέτη της μαρξιστικής-λενινιστικής πολιτικής οικονομίας) έδειξε το δρόμο μιας εναλλακτικής σοσιαλιστικής οικονομίας η οποία δεν “αντιγράφει” τους καπιταλιστικούς νόμους παραγωγής. Η κριτική του Τσε απέναντι στην σοβιετική πολιτική οικονομία (σωστή ή λάθος, η ιστορία θα αποφανθεί) υπήρξε ουσιαστικά προάγγελος της σταδιακής κατάρρευσης των οικονομικών συστημάτων του ανατολικού μπλοκ δύο και πλέον δεκαετίες μετά το θάνατο του. Επομένως, στην αποδεδειγμένα σημαντική συνεισφορά του στην εκβιομηχάνιση της επαναστατικής Κούβας θα πρέπει να προστίθεται και η θεωρητική του συμβολή στην κατεύθυνση ενός οικονομικού συστήματος με πυρήνα τον άνθρωπο, πραγματική ενσάρκωση των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς.

Ψέμα 7ο: Ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα το 1965, όχι για να ενισχύσει τον αγώνα άλλων λαών για την ελευθερία, αλλά διότι είχε αποτύχει στην προσωπική του ζωή, έχοντας άστατο οικογενειακό βίο, δεκάδες ερωμένες και “νόθα” τέκνα.

Πρόκειται ασφαλώς για μη πολιτικό επιχείρημα που στοχεύει στην σπίλωση του Γκεβάρα σε προσωπικό επίπεδο. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Τσε, παρ’ ότι αφιερωμένος στους σκοπούς της επαναστατικής του δραστηριότητας, υπήρξε στοργικός σύζυγος και πατέρας. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη την περουβιανή Ίλντα Γκαντέα και τη δεύτερη την κουβανή Αλέιδα Μαρτς. Απέκτησε συνολικά πέντε παιδιά (Ιλντίτα Μπεατρίζ, Αλέιδα, Καμίλο, Σέλια, Ερνέστο). Δεν υπάρχει ουδεμία βάσιμη ένδειξη ότι ο Τσε απέκτησε παιδιά πέραν αυτών με τις δύο συζύγους του. Στο βιβλίο της “Αναπόληση” [7], η Αλέιδα Μαρτς περιγράφει έναν άνδρα που αν και βρίσκονταν στη δίνη της επανάστασης (έχοντας περάσει τρία δύσκολα χρόνια στον ανταρτοπόλεμο και έχοντας αναλάβει διοικητικά πόστα στην επαναστατική κυβέρνηση) διατηρούσε στο ακέραιο το ενδιαφέρον του για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών του, τα οποία λόγω υποχρεώσεων δεν έβλεπε όσο συχνά θα ήθελε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε η πρώτη σύζυγος του Τσε, η Ίλντα Γκαντέα, ούτε η Μαρτς έχουν αναφέρει το παραμικρό περιστατικό άστατης προσωπικής ζωής του Γκεβάρα.

Ο Τσε Γκεβάρα ήταν υπέρμαχος μιας αυστηρά πειθαρχημένης (στους σκοπούς της επανάστασης) ζωής, την οποία απαιτούσε να έχουν οι σύντροφοι και συναγωνιστές του. Πρώτα απ’ όλα όμως, την εφάρμοζε ο ίδιος στον εαυτό του, δίνοντας το παράδειγμα σε όσους έζησαν δίπλα του. Παρά το γεγονός ότι πτυχές της προσωπικής του ζωής ενδέχεται να μην τις μάθουμε ποτέ, η προσωπικότητα και ο πειθαρχημένος χαρακτήρας του επαναστάτη μαρξιστή Γκεβάρα δεν άφηναν σε καμία περίπτωση πολλά περιθώρια για άστατο βίο και πομπώδεις παρεκτροπές.

Νικόλαος Μόττας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] The Legacy of Che, PBS NewsHour, 20 Νοεμβρίου 1997.

[2] Ομιλία κατα την έναρξη του Πρώτου Συνεδρίου Λατινοαμερικανικής Νεολαίας, 28 Ιούλη 1960.

[3] El Diario del Che En Bolivia, Αβάνα 1968.

[4] Lourdes Arguelles and B. Ruby Rich (1984), “Homosexuality, Homophobia, and. Revolution: Notes toward an. Understanding of the Cuban. Lesbian and Gay Male. Experience”.

[5] “Tactique et strategie de la revolution latino-americaine”, αναφορά στο άρθρο στο βιβλίο “Ernesto Guevara, connu aussie comme le Che” του Paco Ignacio Taibo II.

[6] Helen Yaffe, “Che Guevara: The Economics of Revolution”, Palgrave-McMillan / Δείτε επίσης “Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Ένας επαναστάτης ενάντια στην Σοβιετική πολιτική οικονομία”.

[7] Αλεϊδα Γκεβάρα-Μαρτς (μτφ. Βασιλική Κνήτου), Αναπόληση: Η ζωή μου με τον Τσε, εκδ. Ψυχογιός, 2007.

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Ένας επαναστάτης ενάντια στην Σοβιετική πολιτική οικονομία

Της Helen Yaffe*.

Τον Ιανουάριο του 1962 ο Γκεβάρα είπε στους συναδέλφους του στο Υπουργείο Βιομηχανιών της Κούβας (ΥΒ): «Σε καμία περίπτωση δεν λέω ότι η οικονομική αυτονομία μιας επιχείρησης με ηθικά κίνητρα, όπως διαπιστώνεται στις σοσιαλιστικές χώρες, είναι μια φόρμουλα που θα εμποδίσει την πρόοδο προς το σοσιαλισμό». Αναφερόταν στο σύστημα οικονομικής διαχείρισης που εφαρμοζόταν στο Σοβιετικό μπλοκ, γνωστό στην Κούβα, ως Σύστημα Auto-χρηματοδότησης (AFS). Μέχρι το 1966, στην κριτική του απέναντι στο Σοβιετικό Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας, συμπεραίνει ότι η ΕΣΣΔ «επιστρέφει στον καπιταλισμό». Το κείμενο αυτό θα αποδείξει ότι η ανάλυση του Γκεβάρα εξελίχτηκε στην περίοδο μεταξύ των δύο αυτών δηλώσεων, ως αποτέλεσμα τριών ερευνητικών κατευθύνσεων: τη μελέτη της ανάλυσης του Μαρξ για το καπιταλιστικό σύστημα, την εμπλοκή σε συζητήσεις περί σοσιαλιστικής πολιτικής οικονομίας και την αναφορά στις τεχνολογικές προόδους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Την ίδια εποχή ο Γκεβάρα ασχολιόταν με την πρακτική εμπειρία από την ανάπτυξη του Συστήματος Χρηματοδότησης του Προϋπολογισμού (BFS) – ένα εναλλακτικό εργαλείο για την οικονομική διαχείριση του Υπουργείου Βιομηχανίας.

Ο Γκεβάρα ήταν επικεφαλής του Τμήματος Βιομηχανοποίησης και πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας το 1960, όταν όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το 84% της βιομηχανίας της Κούβας εθνικοποιήθηκαν. Το Σύστημα Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού (BFS) εμφανίστηκε σαν μια πρακτική λύση στα προβλήματα που προέκυψαν από τη μετάβαση από την ιδιωτική στην κρατική ιδιοκτησία της βιομηχανικής παραγωγής. Η Κούβα είχε μια μη ισορροπημένη, στηριζόμενη στο εμπόριο οικονομία κυριαρχούμενη από ξένα συμφέροντα, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι παραγωγικές μονάδες που πέρασαν στη δικαιοδοσία του Τμήματος εκτείνονταν από εργαστήρια τεχνιτών μέχρι εξελιγμένες μονάδες παραγωγής ενέργειας. Πολλές αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο χρεοκοπίας ενώ άλλες ήταν πολύ κερδοφόρες. Η λύση του Γκεβάρα είχε δυο σκέλη: πρώτον, να ομαδοποιηθούν επιχειρήσεις με παραπλήσιες γραμμές παραγωγής σε κεντρικά διοικητικά όργανα που θα ονομάζονταν Ενοποιημένες Επιχειρήσεις. Αυτό επέτρεπε στο Τμήμα να ελέγχει την κατανομή του ολιγάριθμου διοικητικού και τεχνικού προσωπικού, μετά την αποχώρηση του 65-75% των μάνατζερς, τεχνικών και μηχανικών μετά το 1959 – και, δεύτερον, για να συγκεντρώσει τα οικονομικά όλων των παραγωγικών μονάδων σε έναν τραπεζικό λογαριασμό (ενιαίο ταμείο) για την πληρωμή των μισθών, για τον έλεγχο των επενδύσεων και τη διατήρηση της παραγωγής σε βασικές βιομηχανίες που δεν είχαν χρηματικούς πόρους. Με την ίδρυση του Υπουργείου Βιομηχανίας το Φλεβάρη του 1961 το Σύστημα Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού εξελίχτηκε σε ένα συγκεντρωτικό όργανο που ενσωμάτωνε τρεις οργανωτικές δομές σε ένα μαρξιστικό θεωρητικό πλαίσιο, ώστε να προωθήσει την εκβιομηχάνιση της Κούβας, να αυξήσει την παραγωγικότητα και να θεσμοθετήσει την συλλογική διαχείριση.

Προηγμένη τεχνολογία

Ο Γκεβάρα δημιούργησε το Σύστημα Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού με συντρόφους που κατανοούσαν τις εσωτερικές λογιστικές πρακτικές, τη διοικητική συγκεντροποίηση και την παραγωγική συγκέντρωση των αμερικάνικων επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους στην Κούβα. Ο Γκεβάρα εξέτασε τα επίσημα έγγραφα αυτών των εταιριών καθώς περιήλθαν σε κρατικά χέρια. Ήταν εντυπωσιασμένος με τις διοικητικές τους δομές, τη χρήση κεντρικών τραπεζικών λογαριασμών και προϋπολογισμών, των συγκεκριμενοποιημένων επιπέδων ευθύνης και λήψης αποφάσεων, καθώς και των τμημάτων οργάνωσης και ελέγχου. Είπε τους συναδέλφους του ότι το Σύστημα Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού είχε ένα λογιστικό σύστημα παρόμοιο με το σύστημα των, προ του 1959, μονοπωλίων που λειτουργούσαν στην Κούβα, με τα αποδοτικά συστήματα ελέγχου τους: «Δεν είναι σημαντικό ποιός επινόησε το σύστημα. Το λογιστικό σύστημα που εφαρμόζουν στην Σοβιετική Ένωση εφευρέθηκε επίσης επί καπιταλισμού».

Ο Γκεβάρα ταξίδεψε για πρώτη φορά στην ΕΣΣΔ το 1960. Ο βοηθός του Ορλάντο Μπορέγκο θυμάται ότι επισκέφτηκαν ένα εργοστάσιο ηλεκτρονικών που έκανε υπολογισμούς με τον άβακα. Έχοντας μελετήσει την αμερικανικής ιδιοκτησίας Ηλεκτρική Εταιρία της Κούβας, την Shell, την Texaco και άλλες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν τους τελευταίας τεχνολογίας υπολογιστές της IBM, ο Γκεβάρα έμεινε έκπληκτος από την οπισθοδρομικότητα των σοβιετικών τεχνικών. Πίστευε ότι οι πρόοδοι της ανθρωπότητας θα πρέπει να υιοθετούνται χωρίς το φόβο της ιδεολογικής μόλυνσης.

Με την επιβολή του αποκλεισμού των ΗΠΑ, η Κούβα αναγκάστηκε να αγοράσει εργοστάσια από τις σοσιαλιστικές χώρες, ιδίως της ΕΣΣΔ. Η βοήθεια αυτή ήταν απαραίτητη, όμως η σχετική παλαιότητα του εξοπλισμού συγκρούστηκε με την επιθυμία του Γκεβάρα για μετάβαση σε προηγμένη τεχνολογία. Δεν επέκρινε τους Σοβιετικούς για την καθυστέρηση αυτή καθεαυτή. Αντίθετα, παραπονέθηκε για την αντίφαση ανάμεσα στο υψηλό επίπεδο της έρευνας και ανάπτυξης στη στρατιωτική τεχνολογία και το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων για μη-στρατιωτική παραγωγή. Έφερε αντιρρήσεις για την ιδεολογική τους αντίσταση στις σχετικές προόδους που γίνονταν στον καπιταλιστικό κόσμο. Αυτό αποτέλεσε ένα δαπανηρό λάθος από την άποψη ανάπτυξης και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Για παράδειγμα: «Για καιρό η επιστήμη των συστημάτων (αυτοματοποίηση) θεωρούταν αντιδραστική επιστήμη ή ψευδο-επιστήμη … [αλλά] είναι ένας κλάδος της επιστήμης που υπάρχει και πρέπει να χρησιμοποιείται». Πρόσθεσε ότι στις ΗΠΑ η εφαρμογή της επιστήμης των συστημάτων στη βιομηχανία είχε σαν αποτέλεσμα τον αυτοματισμό – μια σημαντική παραγωγική ανάπτυξη.

Η θεμελίωση ενός συστήματος διαχείρισης βασισμένο στην καπιταλιστική τεχνολογία για την μετάβαση στο σοσιαλισμό ήταν συμβατό με τα στάδια θεωρία του Μαρξ για την ιστορία, η οποία προέβλεπε ότι ο κομμουνισμός θα αναδυόταν από τον πλήρως αναπτυγμένο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο Μαρξ έδειξε πως η τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου, δηλαδή προς το μονοπώλιο, ήταν έμφυτη στο σύστημα. Ως εκ τούτου, η μονοπωλιακή μορφή του καπιταλισμού ήταν πιο προχωρημένη από τον «τέλειο ανταγωνισμό». Το σοβιετικό σύστημα προήλθε από έναν κυρίως υπανάπτυκτο, προ-μονοπωλιακό καπιταλισμό. Ένα σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα διαχείρισης που θα προέκυπτε από το μονοπωλιακοό καπιταλισμό θα μπορούσε να είναι πιο προηγμένο, αποτελεσματικό και παραγωγικό. Η προέλευση του ΣΧΠ ήταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις της προ του 1959 Κούβας και επομένως ήταν πιο προοδευτικό από το ΑΧΣ το οποίο είχε από τον προ-μονοπωλιακό Ρωσικό καπιταλισμό.

Κριτική στο Σοβιετικό Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας

Τον Απρίλιο του 1965, ο Γκεβάρα έφυγε από την Κούβα επικεφαλής μιας κουβανέζικης στρατιωτικής αποστολής στο Κονγκό. Οι αντάρτες ηττήθηκαν και ο Γκεβάρα έμεινε στην Τανζανία και τη Δημοκρατία τη Τσεχίας μεταξύ 1965 και 1966, όπου άρχισε την εργασία για μια ολοκληρωμένη ανάλυση της πολιτικής οικονομίας της Σοσιαλιστικής μετάβασης. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για το έργο αυτό, ο Γκεβάρα κράτησε σημειώσεις πάνω στο Σοβιετικό εγχειρίδιο, εφαρμόζοντας θεωρητικά επιχειρήματα του ανέπτυξε στην μεγάλη συζήτηση για το κείμενο αυτό. Οι σημειώσεις αυτές δεν γράφτηκαν προκειμένου να δημοσιευθούν, ούτε υπάρχουν ως κείμενο. Ήταν σχόλια που αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένες παραγράφους του Εγχειριδίου. Σημειώσεις για τον εαυτό του, συμπεριλαμβανομένων των ενδείξεων των τομέων για περαιτέρω μελέτη.

Ο Γκεβάρα επέκρινε τη μηχανιστική προσέγγιση του Εγχειριδίου πάνω στις κλασσικές μαρξιστικές αντιλήψεις για τις ταξικές σχέσεις ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση του ιμπεριαλισμού ο οποίος δημιούργησε μια προνομιούχα εργατική τάξη στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς και τους προνομιούχους τομείς (παραγωγής) στα εκμεταλλευόμενα κράτη. Απέρριψε σαν οπορτουνισμό τις προσπάθειες του Εγχειριδίου να ξεπεράσει την εγγενή βία της ταξικής πάλης στη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Όσον αφορά την περίοδο της μετάβασης, ο Γκεβάρα υποστήριξε ότι το συλλογικό σύστημα των «κολχόζ» (συνεταιριστικών αγροκτημάτων) της ΕΣΣΔ δεν ήταν χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού και ότι οι συνεταιρισμοί δεν ήταν μια σοσιαλιστική μορφή ιδιοκτησίας – δημιούργησαν ένα καπιταλιστικό εποικοδόμημα το οποίο συγκρούστηκε με την κρατική ιδιοκτησία και τις σοσιαλιστικές κοινωνικές σχέσεις επιβάλλοντας τη δική τους λογική πάνω στην κοινωνία. Ο Γκεβάρα αντέκρουε συστηματικά τους λεγόμενους νόμους του Σοσιαλισμού που αναφέρονται στο Εγχειρίδιο, ιδιαίτερα το νόμο της διαρκούς αύξησης της εργατικής παραγωγικότητας – το οποίο οργισμένος αποκαλούσε ότι: «Είναι η τάση που έχει οδηγεί τον καπιταλισμό για αιώνες». Καταδίκασε ως «επικίνδυνη» τη σοβιετική πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης και της οικονομικής άμιλλας με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και επισήμαινε τις σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, κατηγορώντας τες για άνισες ανταλλαγές και την επιβολή των καπιταλιστικών κατηγοριών στις εμπορικές σχέσεις.

Ταυτόχρονα με τον σεβασμό, το θαυμασμό και τα επαναστατικά κίνητρα, ο Γκεβάρα ανακοίνωσε ότι ο Λένιν ήταν ο τελικός ένοχος επειδή η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), η οποία είχε αναγκαστεί να εισαγάγει το 1921 επέβαλε ένα καπιταλιστικό εποικοδόμημα στην ΕΣΣΔ. Η ΝΕΠ δεν εφαρμόστηκε ενάντια στη μικρή εμπορευματική παραγωγή, δήλωσε ο Γκεβάρα, αλλά κατ ‘απαίτηση αυτής. Η μικρή εμπορευματική παραγωγή περιέχει τα σπέρματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ήταν σίγουρος ότι ο Λένιν θα είχε αντιστρέψει (αλλάξει) τη ΝΕΠ εάν ζούσε περισσότερο. Ωστόσο, οι οπαδοί του Λένιν «δεν είδαν τον κίνδυνο κι έτσι παρέμεινε σαν ο Δούρειος Ίππος του σοσιαλισμού, το άμεσο υλικό κίνητρο ως ένας οικονομικός μοχλός». Αυτό το καπιταλιστικό εποικοδόμημα περιχαρακώθηκε, επηρεάζοντας τις παραγωγικές σχέσεις και δημιουργώντας ένα υβριδικό σύστημα σοσιαλισμού με καπιταλιστικά στοιχεία που αναπόφευκτα προκάλεσε συγκρούσεις και αντιθέσεις οι οποίες όλο και περισσότερο επιλύονταν προς όφελος του εποικοδομήματος – ο καπιταλισμός επέστρεφε στο σοβιετικό μπλοκ.

Οι σημειώσεις του Γκεβάρα προσφέρουν μια ξεκάθαρη κριτική της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας. Ο ίδιος προειδοποίησε ότι μερικοί ενδέχετο να παρερμηνεύσουν το έργο του γιά ακραίο αντικομμουνισμό που μεταμφιέζεται ως θεωρητικό επιχείρημα, αλλά υποστήριξε ότι η αδυναμία της αστικής οικονομίας να ασκήσει κριτική στον εαυτό της, όπως ανέδειξε ο Μαρξ στην αρχή του «Κεφαλαίου», παρατηρήθηκε στον σύγχρονο μαρξισμό. Αφιέρωσε τη δουλειά του αυτή στους κουβανούς φοιτητές που περνούν από την επώδυνη διαδικασία της εκμάθησης «αιώνιων αλήθειών» στα ανατολικοευρωπαϊκά εγχειρίδια. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: Η ανθρωπότητα θα αντιμετωπίσει πολλές εκπλήξεις (σοκ) μέχρι την τελική απελευθέρωση, αλλά δεν μπορούμε να φτάσουμε εκεί χωρίς ριζική αλλαγή στην στρατηγική των πρώτων σημαντικότερων σοσιαλιστικών δυνάμεων.

Συμπέρασμα

Αυτή η εργασία συνόψισε την ανάλυση που οδήγησε το Γκεβάρα να προειδοποιήσει για την κατάρρευση του Σοσιαλισμού στο σοσιαλιστικό μπλοκ. Έκανε μια σημαντική συνεισφορά τόσο στη θεωρία και την πράξη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ήλπιζε να πείσει τις σοσιαλιστικές χώρες να αντικαταστήσουν σταδιακά τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς κατά τη διάρκεια της μετάβασης και πρόσφερε εναλλακτικές πολιτικές προς στην κατεύθυνση αυτή. Οι προειδοποιήσεις του δεν εισακούστηκαν και, για τους λόγους που ο Γκεβάρα προέβλεψε, μεταξύ άλλων, ο καπιταλισμός επανήλθε σε όλες αυτές τις χώρες. Στην Κούβα, η ανάλυση του ήταν επανεξετάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 κατά την περίοδο της λεγόμενης Διόρθωσης (Rectification), όταν η χώρα απομακρύνθηκε από το σοβιετικό μοντέλο προτού αυτό καταρρεύσει, βοηθώντας έτσι στην επιβίωση του σοσιαλισμού στην Κούβα.

(Μετάφραση – Επιμέλεια: Νικόλαος Μόττας)

* Η Dr. Helen Yaffe είναι αρθρογράφος και ερευνήτρια Οικονομικής Θεωρίας στο Ινστιτούτο Αμερικανικών Σπουδών του University College London. Είναι η συγγραφέας του βιβλίου «Che Guevara: The Economics of Revolution» (Palgave McMilan, 2007)», απόσπασμα του οποίου είναι το παρόν κείμενο.