Τσε Γκεβάρα, ένα Σύμβολο Πάλης (Μέρος Τέταρτο)

Του Τόνυ Σανουά.

Διεθνιστική πολιτική.

Έτσι, η έκκληση του προς τους λαούς της Λ. Αμερικής κατάληξε να ζητάει την επανάληψη της κουβανικής επανάστασης στις χώρες αυτές με τις μεθόδους του «αντάρτικου». Η έκκληση αυτή, βέβαια, εξ αιτίας του μεγάλου γοήτρου της κουβανικής επανάστασης, είχε σοβαρό αντίκτυπο ιδιαιτέρα στη νεολαία και στους διανοούμενους σ’ όλη την Λ. Αμερική, αλλά ακόμη και στην Ευρώπη. Όμως, παρά τη μεγάλη συμπάθεια που υπήρχε για την κουβανική επανάσταση και ειδικά για τον Τσε, αυτή η μέθοδος πάλης δεν ήταν κατάλληλη για το ισχυρό εργατικό κίνημα που αναπτυσότανε στη Χιλή, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στη Βολιβία και σ’ άλλες χώρες. Ο Τσε δεν μπόρεσε δυστυχώς να κατανοήσει ότι έπρεπε να στραφεί κύρια σ’ αυτή την ισχυρή και προοπτικά επαναστατική τάξη και να της προτείνει ένα εναλλακτικό επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα ενάντια στην πολιτική της ταξικής συνεργασίας, του ρεφορμισμού και των Λαϊκών Μετώπων, που πρόσφεραν τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής.

Οι διεθνιστικές ιδέες του Τσε, βρήκαν μεγάλη απήχηση μέσα στην Κούβα και γι’ αυτό το νέο καθεστώς τις χρησιμοποιούσε στην αρχή σαν αντίβαρο στον εμπορικό αποκλεισμό που έκαναν στην Κούβα οι ιμπεριαλιστές. Έτσι, με πρωτοβουλία του Τσε, το καθεστώς στην Κούβα υποστήριξε και εξόπλισε διάφορες αντάρτικες οργανώσεις σε αρκετές χώρες.

Αυτή η πολιτική βέβαια έφερε συγκρούσεις και διαφωνίες ανάμεσα στην Αβάνα και στη Μόσχα και δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις της με τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα που ήταν αντίθετα σ’ αυτές τις μεθόδους. Όμως το Κρεμλίνο ήτανε διαθετημένο ν’ ανεχθεί για ένα διάστημα αυτή την κατάσταση, γιατί η οικονομική βοήθεια που η Μόσχα έδινε στην Κούβα είχε αυξήσει σημαντικά το διεθνές γόητρο της, ιδιαίτερα στον αποικιακό και πρώην αποικιακό κόσμο. Την ίδια ώρα, η προσωρινή αυτή ανοχή ήταν δυνατή επειδή η κουβανική κυβέρνηση δεν έκανε έκκληση στην παγκόσμια εργατική τάξη για να την στηρίξει και κύρια γιατί δεν αμφισβητούσε τα καθεστώτα στην Αν. Ευρώπη και την ΕΣΣΔ και μ’ αυτή την έννοια δεν αποτελούσε ένα άμεσο κίνδυνο για την εξουσία τους. Στην πραγματικότητα, η αποφασιστική διαφορά με την οποία ο Χρουστσόφ αντιμετώπισε την επανάσταση στην Ουγγαρία, το 1956 και την επανάσταση στην Κούβα, ήταν αποτέλεσμα του διαφορετικού χαρακτήρα του καθεστώτος στην Αβάνα.

Η επανάσταση στην Ουγγαρία δημιούργησε Εργατικά Συμβούλια κι η εξουσία πέρασε στα χέρια της εργατικής τάξης και των μαζών, που απειλούσαν ν’ ανατρέψουν τη γραφειοκρατία. Η νίκη της επανάστασης στην Ουγγαρία απειλούσε να εξαπλωθεί με επαναστατικά κινήματα σε ολόκληρη την Αν. Ευρώπη και την ίδια την ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό ακριβώς η ρώσικη γραφειοκρατία δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί μια τέτοια απειλή και γι’ αυτό ο Χρουστσόφ έπνιξε στο αίμα την Ουγγρική Επανάσταση. Αντίθετα, έδωσε χέρι βοηθείας, εμπορικές συμφωνίες και μεγάλη οικονομική ενίσχυση στην Αβάνα, ακριβώς γιατί ο χαρακτήρας του καθεστώτος του Κάστρο δεν απειλούσε την εξουσία της γραφειοκρατίας στο Κρεμλίνο.

Η εξωτερική πολιτική ενός κράτους αντανακλά αναπόφευχτα την εσωτερική πολιτική του. Από το 1968, μετά το θάνατο του Τσε, η Αβάνα άρχισε να προσπαθεί να επανασυνδέσει τις σχέσεις της με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους υπηρέτες του στην Λ. Αμερική. Η πολιτική αυτή στροφή ήταν αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της εξουσίας της γραφειοκρατίας μέσα στην Κούβα και μιας προσωρινής χαλάρωσης του εμπορικού αποκλεισμού από την πλευρά των ΗΠΑ. Έτσι, η υποστήριξη της Κούβα στα επαναστατικά κινήματα άρχισε να περιορίζεται, γιατί τα συμφέροντα του καθεστώτος έπαιρναν πια προτεραιότητα απέναντι στο διεθνές επαναστατικό κίνημα.

Η Μεξικάνικη κυβέρνηση ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα που διατήρησε, όλη αυτή την περίοδο, τις διπλωματικές της σχέσεις με την Αβάνα. Στην πραγματικότητα, έπαιζε και παίζει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα την Αβάνα και στην Ουάσιγκτον. Έτσι όταν τον Οκτώβρη του 1968, ο στρατός στο Μεξικό, κατάστειλε αιματηρά την φοιτητική εξέγερση και δολοφόνησε 1000 περίπου φοιτητές, η κυβέρνηση και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας δεν έβγαλαν ούτε μιά φωνή διαμαρτυρίας.

Την ίδια ώρα, ενώ το καθεστώς του Κάστρο διατηρούσε ακόμα στα λόγια την υποστήριξη της στα αντάρτικα κινήματα, δεν έδινε καμμιά σημασία στα κινήματα της εργατικής τάξης. Όταν μέσα στη δεκαετία του 1960 ξέσπασαν παγκόσμια θυελλώδη εργατικά κινήματα, το καθεστώς στην Κούβα παράμεινε απαθές. Η Αβάνα δεν έβγαλε ούτε λέξη, όταν ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός συγκλονίστηκε από τη Γενική Απεργία των δέκα εκατομμυρίων εργατών στην Γαλλία, τον Μάη του 1968 . Τον ίδιο χρόνο όμως, ο Κάστρο υποστήριξε ανοικτά την στρατιωτική επέμβαση της ΕΣΣΔ στην Τσεχοσλοβακία.

Ο διεθνισμός, όμως, του Τσε ήτανε πραγματικός και γι αυτό τον έσπρωξε να προσπαθήσει να κάνει πράξη την εξάπλωση της επανάστασης, πράγμα που τελικά του κόστισε τη ζωή του.

Από το Κονγκό στη Βολιβία.

Το διεθνιστικό πνεύμα του Τσε είχε βρει μεγάλη απήχηση στους νεαρούς Κουβανούς. Αντιπροσωπείες νέων έφταναν συχνά για να τον συναντήσουν ή του έστελναν γράμματα, παρακαλώντας τον να τους επιτραπεί να πάνε να πολεμήσουν στη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, τη Βενεζουέλα και σ’ άλλες χώρες. Εκείνη την εποχή μάλιστα δημιουργήθηκε μια ειδική κυβερνητική υπηρεσία, που ονομάστηκε «Liberacion» (Απελευθέρωση), επιφορτισμένη ειδικά με την ευθύνη της διάδοσης της επανάστασης στην Λατινική Αμερική.

Επειδή όμως, η εξωτερική πολιτική είναι πάντα συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής, έτσι, και τα διάφορα γραφεία της εξωτερικής πολιτικής της Κουβανικής κυβέρνησης είχαν δύο πλευρές. Καταρχήν, όσοι δούλευαν σ’ αυτά είχαν την επιθυμία να εξαπλώσουν την ιδέα της επανάστασης και να προσφέρουν βοήθεια σε μαχητές από άλλες χώρες. Πρόσφεραν μάλιστα άσυλο σε όλους όσους πολιτικά διώκονταν σ’ όλη τη Λατινική Αμερική και δεν είχαν που αλλού να πάνε.

Ωστόσο, η βοήθεια που πρόσφερε η «Liberacion» κατευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά σε αντάρτικες οργανώσεις και δεν είχε κανένα προσανατολισμό προς στην εργατική τάξη. Εκπαίδευαν, κύρια, αντάρτικες ομάδες και τους παρείχαν διάφορα εφόδια. Ο ίδιος ο Τσε ήταν υπεύθυνος για τις ομάδες της Γουατεμάλας, του Περού, της Βενεζουέλας και της Νικαράγουας. Πολλοί από τους ηγέτες του FSLN, όπως ο Toμας Μπορζ και ο Ροντόλφο Ρομέρο, που ήταν στην ηγεσία των Σαντινίστας όταν πήραν την εξουσία στη Νικαράγουα το 1979, πέρασαν από στρατιωτική εκπαίδευση στη Κούβα.

Αυτή η βοήθεια, που στην αρχή αντανακλούσε ακόμα τη δυναμική της επανάστασης μέσα στην Κούβα, έγινε αργότερα μέσο ελέγχου και επιβολής της κουβανικής πολιτικής, πάνω στα αντάρτικα και τις διάφορες αριστερές ομάδες και στη συνέχεια μέσο για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας της Μόσχας.

Αυτό έγινε φανερό αργότερα, όταν οι Σαντινίστας πήραν την εξουσία, με επαναστατικό αγώνα παρόμοιο με αυτόν της Κούβα. Στη Νικαράγουα ωστόσο, οι αντάρτες δεν προχώρησαν από την αρχή στην εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας και στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.

Όμως το 1985, μπρος στην απειλή της αντεπανάστασης που στήριζαν οι ΗΠΑ, η ηγεσία των Σαντινίστας, φλέρταρε με την ιδέα μιας «νέας Κούβας». Τον Απρίλιο, ο Ντανιέλ Ορτέγκα επισκέφθηκε τη Μόσχα για να ζητήσει την υποστήριξη της Σοβιετικής γραφειοκρατίας. Μη θέλοντας να εμπλακούν σε ένα πόλεμο στη Κεντρική Αμερική, μια και η διεθνής κατάσταση και τα συμφέροντα τους, ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά της περιόδου 1959-60, οι γραφειοκράτες αρνήθηκαν να δώσουν ουσιαστική βοήθεια.

Ο Κάστρο για να μην προκαλέσει τις ΗΠΑ, υπάκουσε τα αφεντικά του στη Μόσχα και άσκησε πίεση στους ηγέτες του FSLN να μην προχωρήσουν. Ένας μικρός αριθμός μάλιστα από σοβιετικά MIGs, προοριζόμενα για τη Νικαράγουα, κατασχέθηκε στην Αβάνα. Ο Κάστρο είχε ήδη επισκεφτεί την Μανάγκουα, τον Ιανουάριο του 1985, για να συμβουλέψει το FSLN να υποστηρίξει τη μικτή οικονομία. «Μπορείτε να συζήσετε με την καπιταλιστική οικονομία» τους είπε και παίνεψε τον Ορτέγκα για την »σοβαρή και υπεύθυνη στάση του».

Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Τσε είχε τη πρόθεση να εξαπλώσει την επανάσταση σ’ ολόκληρη τη Λ. Αμερική, εφαρμόζοντας τις μεθόδους του αντάρτικου . Έλπιζε ιδιαίτερα να μπορέσει να προκαλέσει το ξέσπασμα της επανάστασης στην Αργεντινή, τη χώρα της καταγωγής του. Ο Κάστρο όμως, ήθελε βασικά να ισχυροποιήσει το καθεστώς του και να κερδίσει την εύνοια του Χρουστσόφ. Έτσι μετά την επιστροφή του από τη Μόσχα, το 1963, όπου είχε εξασφαλίσει μια τεράστια οικονομική βοήθεια από την ΕΣΣΔ, το ενδιαφέρον του για την εξάπλωση της επανάστασης πέρα από τις ακτές της Κούβας μειώθηκε σημαντικά. Γι αυτό και δήλωσε ότι: «ήταν έτοιμος να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για να δημιουργηθούν καλές σχέσεις γειτονίας με τις ΗΠΑ, βασισμένες στις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης.»

Το 1962, συγκροτήθηκε στην Αργεντινή ένα αντάρτικο που ονομάστηκε «Λαϊκός Αντάρτικος Στρατός» (Ejercito Guerrillero del Pueblo). Η Αργεντινή, όμως με τη πολυάριθμη βιομηχανική εργατική τάξη, ήταν η πλέον ακατάλληλη χώρα για την εφαρμογή αντάρτικων μεθόδων. Η πρώτη επίθεση των ανταρτών, που προγραμματίστηκε να συμπέσει με τη δεύτερη επέτειο του στρατιωτικού πραξικοπήματος, απότυχε οικτρά. Η ομάδα σφαγιάστηκε, μαζί και δύο από τους πιο στενούς συνεργάτες του Τσε, ο Ερμής και ο Μασέτι. Η ήττα αυτή κυριολεκτικά συγκλόνισε τον Τσε. Όταν τον ρωτούσαν γιατί είναι τόσο θλιμένος απαντούσε: «Εγώ κάθομαι εδώ ασφαλής σ’ αυτό το κωλογραφείο, ενώ οι άνθρωποι μου πεθαίνουν εκεί που εγώ τους έστειλα.» Μία σειρά από ήττες διαφόρων αντάρτικων δυνάμεων διεθνώς, σε συνδυασμό με την απογοήτευση του για την αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση του Κουβανικού καθεστώτος τον οδήγησαν τελικά να πάρει την απόφαση να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης. Όταν όμως έφυγε από τη Κούβα, το 1965, προορισμός του δεν ήταν η Λ. Αμερική, αλλά η Αφρική, όπου πολέμησε στο Κονγκό. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης του Λουμούμπα και τη δολοφονία του, το Κονγκό είχε γίνει ένα πολύ σημαντικό πεδίο σύγκρουσης ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Η καταστροφή στο Κονγκό

Πριν φύγει όμως, ο Τσε άφησε ένα γράμμα στο Κάστρο, όπου επαινεί τις αρετές του σαν επαναστάτη και σαν ηγέτη και ξεκαθαρίζει ότι από και πέρα η Κούβα δεν είναι πια υπεύθυνη για τις πράξεις του. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Δεν λυπάμαι καθόλου που δεν αφήνω τίποτα υλικό στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, το αντίθετο μάλιστα χαίρομαι που τα πράγματα είναι έτσι. Δεν ζήτω τίποτα γι’ αυτούς, γιατί ξέρω ότι το κράτος θα τους προσφέρει ότι χρειάζονται για να ζήσουν και να μορφωθούν«. Τελείωνε το γράμμα του με τη διάσημη πια φράση, που έμελλε να γίνει σύνθημα για τη νεολαία στη πάλη της ενάντια στις δικτατορίες, που δυνάστευαν όλη την ήπειρο τη δεκαετία του ’70-’80 »Hasta la victoria siempre» (Στον αγώνα πάντα μέχρι τη νίκη).

Παρ’ όλ’ αυτά, οι ελπίδες που είχε όταν έφυγε για το Κονγκό πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν. Η αποστολή είχε πλήρη αποτυχία. Ήταν από την αρχή μια κακή πρωτοβουλία και απελπιστικά πρόχειρη. Επιπλέον, ήταν μια επιχείρηση που που επιβλήθηκε από τα έξω. Όπως ο ίδιος ο Τσε παραδέχτηκε αργότερα, οι Κονγκολέζοι δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα μέχρι που έφτασε στη χώρα τους.

Όταν οι δυνάμεις του έφτασαν στο Νταρ-Ελ-Σαλάμ, στην Τανζανία, όπου οι ηγέτες των επαναστατών είχαν την βάση τους, δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα. Είχαν φύγει για το Κάιρο. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Λωράν Καμπίλα, που μετά από τριάντα χρόνια έμελλε να καταλάβει την εξουσία στο Κογκό. Όταν οι κουβανέζικες δυνάμεις έφτασαν στις περιοχές των ανταρτών κυριολεχτικά τάχασαν. Γιατί οι αντάρτες όχι μόνο δεν είχαν ένα συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό, αλλά, σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του Τσε, ήταν »ένας παρασιτικός στρατός» που τρομοκρατούσε τους ντόπιους αγρότες, τους λήστευε και βίαζε τις γυναίκες τους.

Στις μάχες οι περισσότεροι αντάρτες συνήθως λιποτακτούσαν. Οι αξιωματικοί ήταν συχνά μεθυσμένοι και ξεκίναγαν ατελείωτους καυγάδες. Ο Καμπίλα πέρναγε συνήθως τον καιρό του στο Νταρ-Ελ-Σαλάμ, οδηγόντας μια Μερσεντές και δεν ήταν ποτέ παρών στη φωτιά της μάχης.

Τελικά, έπειτα από μια επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων ενάντια στους αντάρτες, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την ήττα τους και να αποχωρήσουν απογοητευμένοι. Ο Τσε βρήκε καταφύγιο στην κουβανέζικη πρεσβεία της Τανζανίας και τελικά επέστρεψε κρυφά στην Κούβα μέσω της Αν. Ευρώπης. Παρ’ όλ’ αυτά, επειδή είχε μάθει να μάχεται ως το τέλος, δεν μπορούσε να γυρίσει στην Αβάνα «με άδεια χέρια».

Η Βολιβία και ο θάνατος του.

Ο τελικός στόχος του Τσε ήταν να επιστρέψει στην πατρίδα του την Αργεντινή και να συνεχίσει εκεί τον αγώνα του, αλλά αυτό αποδείχτηκε αδύνατο. Έτσι, το 1967 έφτασε στη Βολιβία με σκοπό να αρχίσει εκεί έναν αντάρτικο αγώνα, που να προκαλέσει ένα επαναστατικό κίνημα και μετά να ξαπλωθεί και στις γειτονικές χώρες. Ήταν βέβαια μια ηρωική πράξη, όπως τόσες άλλες στην πολιτική ιστορία του Τσε. Ωστόσο, όπως και στο Κονγκό η εκστρατεία αυτή εξελίχτηκε σε περιπέτεια, μόνο που αυτή τη φορά είχε μοιραίες συνέπειες γι’ αυτόν. Ετσι, επιβεβαιώθηκε ξανά με τραγικό τρόπο ο ιστορικός νόμος ότι η επανάσταση δεν μπορεί να επιβληθεί τεχνητά από τα έξω.

Η Βολιβία αν και είχε αναλογικά μεγαλύτερο αγροτικό πληθυσμό από την Αργεντινή, διέθετε την ίδια ώρα μια ισχυρή εργατική τάξη, γαλουχημένη στις επαναστατικές παραδόσεις των εργατών στα ορυχεία κασσιτέρου. Ο Τσε αγνόησε δυστυχώς αυτές τις παραδόσεις παρά το γεγονός ότι γνώρισε από κοντά το επαναστατικό κίνημα στη Βολιβία το 1953. Ακόμα δεν πήρε υπόψη ότι χάρη σ’ αυτή την επανάσταση επιβλήθηκε τότε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης που έκανε την αγροτιά λιγότερο δεκτική στην προοπτική ενός ένοπλου αντάρτικου αγώνα.

Επιπλέον παρ’ όλες τις προσπάθειες του, ο Τσε, δεν κατόρθωσε τελικά να κερδίσει την ενεργή υποστήριξη του Βολιβιανού Κομμουνιστικού Κόμματος, (PCB), αν και στην πρώτη φάση κράτησε ουδέτερη στάση και επέτρεψε σε μερικά μέλη του να βοηθήσουν στις προετοιμασίες της εκστρατείας του.

Ουσιαστικά, η ηγεσία του Κ.Κ. κράτησε στην αρχή αυτή τη στάση για να φανεί κάπως πιο «επαναστατική», επειδή φοβόταν μήπως ξεπεραστεί από τα αριστερά, κύρια από το Τροτσκιστικό Κόμμα (POR), που είχε σημαντικές παραδόσεις, και μεγάλη επιρροή ιδιαίτερα στους εργάτες των ορυχείων.

Στη πραγματικότητα το Κ.Κ. δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει τους αντάρτες γιατί δεν συμφωνούσε καθόλου μ’ αυτές τις μεθόδους. Ο ηγέτης του Κ.Κ., ο Μόντζε, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για αντάρτικη εκστρατεία στη χώρα του. Γιατί το κόμμα ήταν ακόμη εγκλωβισμένο στην πολιτική της συνεργασίας με τα «προοδευτικά» κομμάτια της εθνικής αστικής τάξης.

Παρόλα αυτά, ο Κάστρο, για να μην συγκρουστεί με τον Μόντζε και τους άλλους κομμουνιστές ηγέτες, τους υποσχέθηκε ότι το Κ.Κ. θα έχει το μονοπώλιο της πολιτικής και υλικής υποστήριξης των ανταρτών. Την ίδια ώρα η Μόσχα ήθελε να περιορίσει τα αντάρτικα κινήματα, που έντειναν την αποσταθεροποίηση στη περιοχή της Λ. Αμερικής. Το Κουβανικό καθεστώς φαινόταν να τα ενθαρρύνει και άρα έπρεπε να «ελεγχθεί». Το Κρεμλίνο θεωρούσε ότι ο Τσε ήταν ένας ανεύθυνος τυχοδιώκτης, και τον κατήγγειλε για «τροτσκιστή» και «μαοϊκό».

Στην Τριηπειρωτική Συνδιάσκεψη που έγινε στην Αβάνα τον Γενάρη του ’66 και συμμετείχαν αντιπρόσωποι από την Αφρική, τη Λ. Αμερική, την Ασία, τη Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και απο αντάρτικες οργανώσεις κυρίως από τη Λ. Αμερική, ο Κάστρο κατόρθωσε να περάσει μια απόφαση υποστήριξης των αντάρτικων κινημάτων, προς μεγάλη ενόχληση των Ρώσων ηγετών. Αμέσως κατόπιν ο Μόντζε πήγε για μια σύντομη επίσκεψη στη Μόσχα, όπου μετά από συζητήσεις με τους επίσημους του ΚΚΣΕ κατέληξαν ότι ο Τσε ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτή τη πολιτική, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν παρών.

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μόντζε, οι γραφειοκράτες του ΚΚΣΕ, τον συμβούλεψαν να αντιταχθεί στις πιέσεις των Κουβανών και γι’ αυτό δεν έκανε τίποτα για να στηρίξει τον Τσε. Παρόλο όμως, που η στάση των ηγετών του Κ.Κ. ήταν γνωστή στην Αβάνα, ο Κάστρο δέχτηκε να εγκαταλείψει τον Τσε στα χέρια τους.

Ο Τσε τελικά ξεκίνησε την εκστρατεία του, σε μια από τις πιο απομονωμένες περιοχές της Βολιβίας, στο νοτιοανατολικό μέρος της χώρας, 250 χλμ νότια της Σάντα Κρουζ. Ονόμασε τους αντάρτες του Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό αν και οι δυνάμεις του δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 29 Βολιβιανούς και 18 Κουβανούς μαχητές. H περιοχή που διάλεξε ήταν πολύ αραιοκατοικημένη και οι αγρότες εκεί δεν είχαν αγωνιστικές παραδόσεις.

Στην ουσία παρ’ όλες τις προσπάθειες τους οι αντάρτες δεν κατάφεραν να κερδίσουν την υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού. Ετσι απομονώθηκαν, και δέχτηκαν την μία ήττα μετά την άλλη. Η υγεία του Τσε άρχισε να χειροτερεύει και ήταν αναγκασμένος να μετακινείται έφιππος, γιατί με το περπάτημα πάθαινε συνεχώς κρίσεις άσθματος. Η Αβάνα δεν έστελνε ενισχύσεις και τελικά η επικοινωνία τους διακόπηκε.

Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η γραφειοκρατία της Μόσχας ήθελε να ξεφορτωθεί τον Τσε μια και καλή. Ομως ούτε κι ο Κάστρο έκανε τίποτα μέσα σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές που ένας από τους πιο σημαντικούς ηγέτες της Κουβανικής επανάστασης πέρναγε τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του. Ένας από τους τότε συντρόφους του Τσε, ο Ρετζίς Ντεμπρέ, ο οποίος βέβαια αργότερα στράφηκε προς τα δεξιά κι έγινε σύμβουλος του Μιττεράν, κατηγόρησε το 1996 τον Κάστρο ότι είχε εγκαταλείψει τον Τσε.

Την ίδια ώρα οι αντάρτες είχαν να αντιμετωπίσουν 1500 στρατιώτες του βολιβιανού στρατού, οι οποίοι σε συνεργασία με τη CIA, τους κυνηγούσαν με λύσσα. Τελικά, στις 8 Οκτωβρίου, ύστερα από μια τελευταία απελπισμένη σύγκρουση, πιάστηκαν αιχμάλωτοι στο χωριό Ιγκουέρα, νότια της Σούκρε. Ο Τσε ήταν πληγωμένος. Όταν τον ρώτησαν: «Είσαι Κουβανός ή Αργεντινός;» ο Τσε απάντησε: «Είμαι Κουβανός, Αργεντινός, Βολιβιανός, Περουβιανός, κ.λ.π. …. Καταλαβαίνετε»;

Την επόμενη μέρα ο Φέλιξ Ροντρίγκες, κουβανικής καταγωγής πράκτορας της CIA, τον ρώτησε αν θέλει να στείλει κανένα μήνυμα στην οικογένεια του. Ο Τσε κατάλαβε αμέσως και είπε: «Πες στον Φιντέλ ότι σύντομα θα δεί την επανάσταση να θριαμβεύει στην Λ.Αμερική. Και πές στην γυναίκα μου να ξαπαντρευτεί και να είναι ευτυχισμένη». Στη συνέχεια ο Ροντρίγκες έδωσε εντολή σε ένα λοχία να τον σκοτώσει, όπως ήταν δεμένος στο πάτωμα. Μετά το θάνατο του, οι εκτελεστές του έκοψαν τα χέρια και τα έστειλαν στην Αβάνα για να αποδείξουν ότι ήταν πια νεκρός. Τον έθαψαν σε ένα κρυφό τάφο. Ηταν μόνο 39 ετών.

Πρόσφατα βρέθηκε ο τάφος του και το σώμα του επιστράφηκε στην Κούβα, όπου τάφηκε με μεγάλες τιμές. Σε ένα τοίχο κοντά στο τάφο του στη Βολιβία είναι τώρα γραμμένο ένα απλό σύνθημα: «Ο Τσε ζει, σε πείσμα όσων τον θέλουν νεκρό». Το πνεύμα της αυτοθυσίας και της ηρωικής αφοσίωσης του στον αγώνα ενάντια στη καταπίεση, παραμένει ζωντανό. Το παράδειγμα του εμπνέει σήμερα χιλιάδες νεολαίους που αναζητούν την επανάσταση και μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του οι Μαρξιστές χαιρετάνε τον Τσε σαν ένα ειλικρινή και ηρωικό επαναστάτη.

Η τραγωδία του Τσε ήταν ότι η πίστη και ο ηρωισμός του δεν ήταν συνδυασμένα με ένα ολοκληρωμένο μαρξιστικό πρόγραμμα και μια επαναστατική στρατηγική που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν αυτό που τον έμπνευσε, τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση. Οι σημερινοί επαναστάτες πρέπει να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα από τις επαναστατικές εμπειρίες του Τσε και να πάρουν παράδειγμα από την αυτοθυσία και τη τόλμη του για να πετύχουν.

(Άρθρο στο Socialistworld.net / Μετάφραση: “Ξεκίνημα”, Σοσιαλιστική Διεθνιστική Οργάνωση).

Τσε Γκεβάρα, ένα Σύμβολο Πάλης

Του Τόνυ Σονουά.

Εισαγωγή.

Μέσα στο 1996 και το 1997 εκδόθηκαν από διάφορους συγγραφείς πολλά βιβλία, μπροσούρες και άρθρα, για τον Ερνέστο Γκεβάρα, σε ανάμνηση της 30ης επετείου από την εκτέλεση του. Σε ολόκληρο τον κόσμο είναι βέβαια πιο γνωστός με το ψευδώνυμο «Τσε», ένα παρατσούκλι που του έβγαλαν οι συναγωνιστές του όταν ήτανε στο Μεξικό την 10ετία του 1950. Το «Τσε» είναι ένα πολύ διαδεδομένο παρα-όνομα στην Αργεντινή την χώρα που γεννήθηκε. Το 1997, πολλοί νεολαίοι στην Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη άρχισαν να φοράνε μπλουζάκια με τον Γκεβάρα και να κολλάνε στα σπίτια τους αφίσες με το πορτραίτο του.

Διάφοροι κυνικοί και επιπόλαιοι φιλοκαπιταλιστές δημοσιογράφοι προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το νέο αυτό ενδιαφέρον για τον Τσε. Υποστήριξαν έτσι λαθεμένα ότι δεν είναι τίποτα άλλο από μια διάθεση να ταυτιστούν αυτοί οι νεολαίοι με το απελευθερωμένο στιλ ζωής που συνδέθηκε με τη 10ετία του 1960. Χωρίς αμφιβολία ο Τσε Γκεβάρα ασκεί μια ρομαντική έλξη σε πολλούς νεολαίους, που θέλουν να προβάλλουν κι αυτοί την εικόνα του «επαναστάτη».

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το ανανεωμένο αυτό ενδιαφέρον για τον Γκεβάρα, αντανακλά την έλξη που πάντα είχε, σ’ αυτούς που αναζητάνε ένα τρόπο για ν’ αλλάξουν την κοινωνία και να βάλουν τέλος στην εκμετάλλευση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Ο Τσε και η Κούβα, αποτελούν για πολλούς ένα σύμβολο αντίστασης. Την ίδια ώρα, αυτό που εκφράζει η μεγάλη απήχηση που έχει ο Τσε Γκεβάρα στη νέα γενιά είναι η διάθεση αναζήτησης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών, που προσφέρουν την μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό.

Γιατί όμως, η Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή (C.W.I.), εκδίδει αυτή τη μπροσούρα για τον Τσε και την Κούβα όταν έχουν ήδη γραφτεί τόσα πολλά διεθνώς;

Εκτός από πολλά ειρωνικά και επιφανειακά άρθρα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, τον τελευταίο καιρό εκδόθηκαν και ορισμένα σοβαρά βιβλία και βιογραφίες για τον Τσε. Για παράδειγμα, το βιβλίο «Τσε Γκεβάρα: Μια επαναστατική ζωή» από τον Αμερικάνο δημοσιογράφο και συγγραφέα Λη Άντερσον, είναι μια πολύ καλογραμμένη βιογραφία. Το ίδιο ισχύει και με την βιογραφία «Ερνέστο Γκεβάρα, ο γνωστός επίσης σαν Τσε» του Μεξικανού συγγραφέα Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο, (διαθέσιμη μόνο στα ισπανικά). Ωστόσο, παρά την πολύχρονη έρευνα που έκαναν αυτοί οι συγγραφείς, τα έργα τους αναπόφευκτα έχουν μια σημαντική έλλειψη. Δεν βγάζουν τα πολιτικά συμπεράσματα από την συμβολή του Τσε στο επαναστατικό κίνημα, έτσι ώστε τα μαθήματα αυτά να ενισχύσουν το σημερινό αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Βέβαια αυτοί οι συγγραφείς, παρά το γεγονός ότι κάνουν μια σημαντική συμβολή στην ιστοριογραφία, δεν μπορούσαν να φέρουν σε πέρας αυτό το καθήκον, γιατί οι ίδιοι δεν συμμετέχουν σήμερα στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

H C.W.Ι. εκδίδει λοιπόν αυτή την μπροσούρα για τον Τσε και την Κουβανική Επανάσταση του 1959 με στόχο να συμβάλει μ’ αυτό τον τρόπο στο χτίσιμο μιας διεθνούς επαναστατικής σοσιαλιστικής οργάνωσης, που θα αγωνιστεί για να ανατρέψει τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Βέβαια η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ξανά με τον ίδιο τρόπο. Μπορούμε όμως να βγάλουμε πολύ σοβαρά μαθήματα από τους προηγούμενους αγώνες και τις επαναστάσεις, που να βοηθήσουν να έχει επιτυχία η σημερινή πάλη για τον σοσιαλισμό. Η Κουβανέζικη Επανάσταση πιο συγκεκριμένα και η συμβολή που είχε σ’ αυτήν ο Τσε Γκεβάρα, έχει να προσφέρει σοβαρά διδάγματα στον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, που ξεδιπλώνεται σήμερα ειδικά στην Λατινική Αμερική, την Αφρική, την Ασία και την Μέση Ανατολή.

Για να βγάλουμε όμως τα σωστά συμπεράσματα, δεν είναι αρκετό να παρακολουθήσουμε μόνον τα ιστορικά γεγονότα όπως συνέβηκαν, αλλά είναι απαραίτητο να αναζητήσουμε και να συζητήσουμε τις ιδέες και τις μεθόδους που υιοθέτησαν οι κεντρικοί πρωταγωνιστές σ’ αυτούς τους αγώνες. Αυτή λοιπόν η μπροσούρα είναι κύρια μια συμβολή στη συζήτηση πάνω στις εμπειρίες, τις ιδέες και τις μεθόδους του αγώνα που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης, στην οποία ο Τσε έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, και δεν έχει στόχο ν’ αποτελέσει μια πλήρη προσωπική βιογραφία του Τσε.

Έτσι, πολλές πτυχές της ζωής του, συμπεριλαμβανομένων και των δύο γάμων του, δεν εξετάζονται εδώ, παρά το γεγονός ότι τα προσωπικά ζητήματα παίζουν σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό ενός χαρακτήρα και επηρεάζουν την πολιτική του εξέλιξη. Επίσης δεν ήταν δυνατόν σ’ αυτό το έργο ν’ αναφερθούμε σ’ όλα τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την περίοδο και στα οποία συμμετείχε ο Τσε. Εκείνοι οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται γι’ αυτά, θα πρέπει να διαβάσουν τουλάχιστον κάποιες από τις βιογραφίες ή τα ιστορικά έργα, που αναφέρονται στη Κούβα, στον Τσε και την Κουβανική Επανάσταση.

Με αφορμή την 30η επέτειο από το θάνατο του, αξίζει πράγματι να θυμηθούμε τους αγώνες στους οποίους πρωτοστάτησε, με ηρωισμό και αυτοθυσία, ενάντια στον καπιταλισμό και στον ιμπεριαλισμό. Ο Τσε πάλεψε με πείσμα ενάντια στην εκμετάλλευση κερδήθηκε στον σοσιαλισμό κύρια μέσα από τις δικές του εμπειρίες και είχε την φλογερή επιθυμία να τον δει να επικρατεί διεθνώς. Αρχικά είδε με ενδιαφέρον τα καθεστώτα της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης, σαν πιθανές εναλλακτικές σοσιαλιστικές κοινωνίες. Ακόμη όμως και τότε, διατήρησε μια επιφυλακτικότητα και κράτησε τις αποστάσεις του. Αργότερα, όταν απόκτησε άμεση εμπειρία απ’ αυτά τα γραφειοκρατικά καθεστώτα, που δεν είχαν καμία σχέση με τον σοσιαλισμό, άλλαξε ριζικά γνώμη.

Ο Τσε αφιερώθηκε στην επανάσταση όταν ήτανε 25 περίπου χρονών και σε αυτό τον αγώνα έμελλε να θυσιάσει και τη ζωή του όταν έγινε 39 ετών. Καθοδηγούσε τους συντρόφους του πάντα με το παράδειγμα του κι ήταν ένα ακλόνητος διεθνιστής. Αυτές οι αρετές του, τον έκαναν πηγή έμπνευσης και σύμβολο πάλης ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση.

Αντάρτικο.

Την ίδια ώρα, πρέπει να πούμε ότι οι ιδέες του δεν ήταν ολοκληρωμένες και δεν είχε μια πραγματική κατανόηση του μαρξισμού. Οι θέσεις που ανέπτυξε για το αντάρτικο για παράδειγμα, έπαιξαν έναν αποφασιστικό ρόλο στη Κουβανική Επανάσταση και στα γεγονότα που ακολούθησαν, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική. Ο Τσε όμως πρόβαλλε αυτές τις ιδέες σαν τη βασική μέθοδο πάλης που θα έπρεπε να υιοθετηθεί σ’ ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, πράγμα που τις έκανε τότε κύριο σημείο συζήτησης μέσα σε όλο το επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα. Οι θέσεις αυτές του Τσε εξετάζονται με προσοχή σε τούτη τη μπροσούρα, γιατί έτσι μόνο μπορούν να βγουν σημαντικά συμπεράσματα για τους σημερινούς αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό.

Ο Τσε ανάπτυξε βέβαια κι άλλες ιδέες σε σχέση για παράδειγμα, με την οικονομία, όπως επίσης και για το ζήτημα «ο σοσιαλισμός και ο νέος άνθρωπος», που αφορούσε κύρια το πως θα εξελισσόταν η στάση των ανθρώπων απέναντι στη νέα κοινωνία, μετά την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτές τις ιδέες τις ανάπτυξε κύρια σαν αποτέλεσμα των προβλημάτων που αντιμετώπισε μετά τη νίκη της Κουβανέζικης επανάστασης το 1959. Δυστυχώς όμως, εξαιτίας του περιορισμένου χώρου δεν ήταν δυνατό ν’ αναφερθούμε σ’ όλα αυτά σε τούτη την μπροσούρα.

Μελετώντας τη ζωή του Τσε γίνεται φανερό ότι οι ιδέες του αναπτύχθηκαν βασανιστικά και επίπονα, πολύ συχνά σαν αποτέλεσμα των ίδιων του των εμπειριών. Δυστυχώς πέθανε νέος σε ηλικία μόνο 39 ετών. Γιατί είναι ξεκάθαρο ότι επανεξέταζε συνεχώς τις ιδέες του μέχρι το θάνατο του. Με μια έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια ομοιότητα στον τρόπο ανάπτυξης της σκέψης τους ανάμεσα στον Τσε, στον Μάλκομ Χ και τον Τζώρτζ Τζάκσον στις ΗΠΑ.

Αντιμέτωπος με τα προβλήματα της κατάστασης στην Κούβα και τη φρίκη που άρχισε να αισθάνεται για αυτά που έβλεπε στις επισκέψεις του πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα», στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη, άρχισε να ψάχνει για μια νέα εναλλακτική λύση και να αναζητά νέες ιδέες. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του άρχισε να διαβάζει γραπτά του Λέοντα Τρότσκι. Μήπως θα υιοθετούσε τις ιδέες του Τρότσκι αν είχε τον χρόνο να συνεχίσει την μελέτη των ιδεών του; Δεν μπορούμε βέβαια να το ξέρουμε.

Το 1964, για παράδειγμα, είχε πάει στη Μόσχα για να συμμετέχει στους εορτασμούς της 47ης επετείου της Ρώσικης Επανάστασης. Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, όχι μόνον διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένος για τον τρόπο ζωής των Ρώσων αξιωματούχων, αλλά υποστήριξε κιόλας ότι: «… τα σοβιέτ βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο κάτω από την κυριαρχία της γραφειοκρατίας».

Η γραφειοκρατική κάστα στην Κίνα εκείνη την περίοδο, είχε υιοθετήσει μια πιο «ριζοσπαστική» στάση διεθνώς σε μια προσπάθεια να κερδίσει επιρροή και στήριξη μετά την σύγκρουση και την διακοπή των σχέσεων της με την γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ. Η σύγκρουση αυτή ωστόσο είχε σαν κύρια αιτία τις στενά εθνικές διαφορές ανάμεσα στα δύο καθεστώτα.

Η «ριζοσπαστική» στροφή που υιοθέτησε η Κινέζικη γραφειοκρατία εκείνη την περίοδο, σε συνδυασμό με την εμπειρία της νίκης του αγροτικού στρατού στην Κίνα το 1949, αναπόφευκτα τράβηξαν την προσοχή του Τσε, γιατί φαίνονταν να επιβεβαιώνουν και τα δικά του συμπεράσματα. Ωστόσο, την ίδια ώρα φαίνεται ότι άρχισε να εξετάζει και τις ιδέες του Τρότσκι. Γι’ αυτό, ενώ ήταν ακόμη στην Μόσχα, άρχισε να δέχεται εκεί επιθέσεις που τον χαρακτήριζαν «Φιλοκινέζο» και «Τροτσκιστή». Όπως αναφέρει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο στη βιογραφία του, ο Τσε ήταν γνώστης αυτών των επιθέσεων και τις ανάφερε δημόσια σε μια συνάντηση που είχε με τους Κουβανούς φοιτητές στην Πρεσβεία της Κούβας, στη Μόσχα.

«Έχω εκφράσει κάποιες απόψεις», είπε ο Τσε, «που θα μπορούσαν να πλησιάζουν περισσότερο την Κινέζικη πλευρά… όπως επίσης και απόψεις που έχουνε σχέση με τον Τροτσκισμό. Κάποιοι εδώ υποστηρίζουν βέβαια ότι οι Κινέζοι είναι διασπαστές, όπως και οι Τροτσκιστές και μαζί μ’ αυτούς κι εγώ». Και συνέχισε «Οι απόψεις όμως αυτές που κάποιοι θέλουν να θάψουν με την βία μας δίνουν ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορείς να πολεμήσεις απλά τις απόψεις με την βία γιατί αυτή ακριβώς είναι η βάση της νοημοσύνης… και είναι ξεκάθαρο ότι μπορεί κανείς να μάθει πολλά πράγματα από τις ιδέες του Τρότσκι».

(Άρθρο στο Socialistworld.net / Μετάφραση: «Ξεκίνημα», Σοσιαλιστική Διεθνιστική Οργάνωση).

Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο δεν υιοθετούνται απ’ το Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα.

Che Guevara, a symbol of struggle (Part Two)

By Tony Saunois.

During this second tour Che penned another journal which he entitled, Otra Vez (Once Again).* Reflecting how he began this journey he wrote: «This time, the name of the sidekick has changed, now Alberto is called Calica, but the journey is the same: two disperse wills extending themselves through America without knowing precisely what they seek or which way is north.»

Che and companion arrived in La Paz, the Bolivian capital, during July 1953. They were immediately caught up in the revolutionary upheavals which were rocking one of the poorest and most «Indian» of American nations. A mass revolt of the predominantly indigenous peasants and tin miners had broken out twelve months earlier. This mass uprising had brought the radical Movimiento Nacionalista Revolucionario (MNR) to power.

The new regime, whilst trying to keep the mass movement in check, was forced by the insurrectionary upheavals to carry through a widespread programme of reform. The peasants, through a series of land occupations, forced a far reaching programme of agrarian change. The tin mines, Bolivia’s primary source of income at the time, were nationalised. The miners and peasants had armed themselves, sections of the army came over to the side of the workers and peasants. A militia was established and for a short time the army was formally disbanded. However, the revolution was not completed with the establishment of a new regime of workers’ democracy and the movement was eventually defeated.

During these revolutionary events the tin miners played a leading role in establishing a new independent trade union centre, the Central Obrera Boliviana (COB). Reflecting the revolutionary upsurge which took place the COB even formally endorsed the Transitional Programme, written by Leon Trotsky in 1938.

In La Paz, Che spent much of his time in cafes and bars meeting political migrants who had arrived from all over America. During the course of the revolution Bolivia had become a political Mecca as radicals and left-wing revolutionaries were attracted to the stormy events erupting.

«La Paz is the Shanghai of the Americas. A rich gamut of adventurers of all the nationalities vegetate and flourish in the polychromatic and mestizo city», wrote Che in his Otra Vez. Here he mixed with a variety of political activists and engaged in debate and discussions with them. He met up with some of the Argentine community living in La Paz. Amongst those he met was an exiled Argentinean, called Nogues.

The influence of the powerful social events taking place in Bolivia are reflected in Che’s comments about this leader of the expatriate Argentinean community. «His political ideas have been outdated in the world for some time now, but he maintains them independently of the proletarian hurricane that has been let loose on our bellicose sphere.»

Through these social contacts Che led a double existence in La Paz alternating between observing the revolutionary movements and the high life he was introduced to through the Argentine community. On one occasion, Nogues’ brother, having recently returned from Europe, showed Che and Calica an invitation he had received to the wedding of Greek shipping tycoon, Aristotle Onassis.

However, it was the revolutionary process which he witnessed in La Paz which left the most lasting impression on Che. He wrote to his father in July complaining that he wanted to stay in Bolivia longer because, «…this is a very interesting country and it is living through a particularly effervescent moment. On the second of August the agrarian reform goes through, and fracases and fights are expected throughout the country. We have seen incredible processions of armed people with Mausers and ‘piripipi’ (machine guns), which they shoot off for the hell of it. Every day shots can be heard and there are wounded and dead from firearms.»

Che, who wanted to see the renowned Bolivian miners first hand, visited the Balsa Negra mine just outside La Paz. Prior to the revolution company guards had used a machine gun to open fire on striking miners. Now the mine was nationalised. Che encountered truck loads of armed miners returning from the capital to protest their support for land reform and the struggle of peasants. With their «stony faces and red plastic helmets they appeared to be warriors from other worlds».

Despite witnessing the tremendous strength of the Bolivian miners Che never really absorbed the potential role of the working class in the socialist revolution, even in countries such as Bolivia where they constituted a minority of the population. This weakness, combined with other factors, would have a direct bearing on the ideas he later developed.

At this stage in Che’s political evolution however, it is sufficient to note the impact which events in Bolivia had on his outlook. For the first time in his life he was touched directly by the heat of the flame of revolution. Despite the sweep of events he was still an observer rather than an active participant.

After extending their stay in La Paz to nearly one month Che and Calica moved on. They spent some time in Peru and in Lima again met with Doctor Pesce and also Gobo Nogues. Gobo ensured that they ate on a few occasions at the Country Club and in Lima’s most expensive hotel, the Gran Hotel Bolívar.

They moved on to Ecuador where they forged new friendships with a group of adventurers. Che’s intention had been to move on with Calica to Venezuela. After a series of excursions Calica and Che departed company, the former heading for Caracas and the latter with a new companion, Gualo, to Guatemala. They were totally broke and had to work their passage on a ship. Before reaching Guatemala they passed through Costa Rica, Panama and Nicaragua, meeting and discussing with individuals and groups along the way.

By travelling north to Central America Che had entered a somewhat different world to that which existed in the southern cone of Latin America. Imperialism dominated the southern countries in conjunction with an enfeebled national capitalist class. There was a relatively strong urban population and working class in the cities and the societies tended to be more developed. This was even the case in the poorest countries at the time, such as Bolivia and Peru.

In a series of Central American countries US imperialism arrogantly imposed local tyrants as dictatorial heads of state while despised and hated companies, such as Coca Cola and the United Fruit Company, plundered the economies. As Che commented: «…the countries were not true nations, but private estancias».

This was only fifty years after US imperialism had created Panama, and ran it as a client state in order to keep control of the canal which it had built for trade purposes and strategic interests. Nicaragua had been ruled for thirty years by the corrupt dictatorship of Somoza. El Salvador was run by a succession of dictatorships intent on defending the interests of the coffee plantation owners, and Honduras was virtually run as a packaging plant for the United Fruit Company.

The United Fruit Company symbolised the exploitation of the continent by imperialism. Che’s favourite poet, Pablo Neruda, wrote an ironical verse, La United Fruit Co., reflecting the sentiments of Latin America towards its imperialist domination.

Neruda’s poem continues and denounces the company for creating the «Tyrannical Reign of Flies» the dictators of Central America: Trujillo, Tachos, Ubico, Martínez, Garias – «the bloody domain of flies.»

On to Guatemala

If events in Bolivia had made an impact on Che, developments in Guatemala, where he got actively involved for the first time, would change the direction of his life. He arrived in Guatemala City on Christmas Eve and openly identified with a political cause and with some idea of what he now intended to commit his life to.

Just prior to his arrival he had written a letter dated December 10, in which he outlined his political views to his aunt Beatríz, with whom he had an especially close relationship. These were undoubtedly a reflection of the effect events in Bolivia had had on him. For the first time he clearly identified himself ideologically with socialist ideas.

«My life has been a sea of found resolutions until I bravely abandoned my baggage and, back pack on my shoulder, set out with el compañero García on the sinuous trail that has brought us here. Along the way I have had the opportunity to pass through the dominions of the United Fruit, convincing me once again of just how terrible these capitalist octopuses are. I have sworn before a picture of the old and mourned Stalin that I won’t rest until I see these capitalist octopuses annihilated. In Guatemala I will perfect myself and achieve what I need to be an authentic revolutionary.» He signed the letter «from your nephew of the iron constitution, the empty stomach and the shining faith in the socialist future. Chao, Chancho».

By 1953 the populist left-leaning government in Guatemala, presided over by Colonel Jacobo Arbenz, was locked into a head-on confrontation with US imperialism and the rich elite of Guatemala City. Arbenz was continuing a reformist programme begun by the preceding government which came to power during the 1940’s having toppled the ruthless Ubico dictatorship.

US imperialism would tolerate a lot from this reformist administration. But in 1952 the Arbenz administration took a step too far. A land reform decree was enacted which abolished the latifundia system and nationalised the properties of the detested United Fruit Company.

This measure provoked the wrath of Guatemala’s white Creole elite and won massive support from the mainly indigenous and mestizo poor rural peasants and urban workers. The United Fruit Company and the Eisenhower administration were outraged. It would only be a matter of time before the CIA would instigate the overthrow of the Arbenz government.

The «socialist» experiment in Guatemala had drawn thousands from all over Latin America to see first hand this challenge to US imperialism. Mass mobilisations were taking place all the time and numerous militias were established by both the government and the various political parties. In the main these were not armed. However, the forces of reaction began to arm and mobilise.

Amongst those present during the Guatemalan drama, apart from Che Guevara, were numerous future leaders of Latin American left-wing organisations, including Rodolfo Romero, a future leader of the Nicaraguan Sandinista FSLN (Frente Sandinista de Liberacion Nacional) which overthrew the Somoza dictatorship in 1979.

Che met with a series of political activists and engaged in discussion. He secured work as a doctor in a hospital and was introduced to Hilda Gadea, an exiled leader of the youth wing of the radical populist Peruvian movement, APRA. She introduced him to activists and leaders of various political groupings and gave him political works to study, including some works of Mao Tse Tung.

It was during these events that Che encountered a number of Cuban exiles. They had been given asylum by the Arbenz regime and had participated in an attempted assault on July 26 1953 against the Moncada military barracks in Cuba. For the first time Che began to discover about the struggle developing against the Cuban Batista regime.

The speed with which events developed in Guatemala also resulted in Che’s ideas maturing. He began to criticise the communist parties which had adopted a policy of ‘Popular’ or ‘People’s Fronts’. This put them in alliances with sections of the national capitalist class. The leadership of the communist parties wrongly argued a tactical alliance with this «progressive» wing of the national capitalist class was necessary in the struggle against imperialism, in order to defend and widen parliamentary democracy. They said a stage of ‘capitalist democracy and economic development’ was necessary before the working class could struggle for and hope to obtain socialism.

This policy resulted in the communist party leaders limiting the struggles of the working class to prevent them challenging the interests of capitalism. The workers’ movement was frequently paralysed by this policy which often resulted in bloody defeat at the hands of reaction. Decisive sections of the capitalist class were quite prepared to abolish democratic rights and utilise repressive methods of rule in order to defend their own class interests.

Che, although not clearly presenting an alternative to this policy, felt that the communist parties were moving away from the masses simply to get a share of power in a coalition government. He wrongly argued at this time that no party in Latin America could remain revolutionary and contest elections.

Though beginning to articulate his thoughts, Che’s ideas did not become fully formulated until later. Meanwhile, events in Guatemala overtook the polemics he had begun to be engaged in. The US was increasingly uneasy about the course events were taking and had concluded the government must be overthrown. The example of the movement in Guatemala was beginning to spill over into other Central American countries. A general strike broke out in Honduras. The Nicaraguan dictator, Somoza, feared his own population may follow the example of events in neighbouring countries.

The CIA had put together a plan to topple the Guatemalan administration. A figure-head named Castillo Armas was hand-picked to replace Arbenz as President. A paramilitary force was trained in Nicaragua and those friendly to the US in the Guatemalan Army were involved in a plot against the government.

Arbenz refused to take action against those in the military known to be sympathetic to the plotters and tried to appease the military. A few days before his government was overthrown in 1954 by the conspirators he appealed to the army itself to distribute arms to the militias which had been established. The military command refused and the government fell. The existing capitalist state machine had been left intact and no alternative of workers’ and peasants’ committees had been established from which an appeal could have been made to the rank and file soldiers.

This defeat and the failure of Arbenz to take any action against the capitalist state apparatus was to leave a lasting impression on Che, one which he would not forget as the revolution in Cuba unfolded.

After seeking asylum in the Argentinean Embassy and hiding for a period, Che eventually found his way to Mexico by September. As a fresh activist his movements had not gone unnoticed. The CIA opened a file on him for the first time. Over the coming years it was to become one of the thickest ever compiled by them on any one individual.

It was while Che was in Mexico that he initially met one of the leaders of the July 26th Movement fighting the Batista dictatorship in Cuba, Fidel Castro. Their first meeting was during 1955, after which Che eventually joined the Movement.

Following his experiences in Bolivia and in particular after his participation in events in Guatemala, Che entered the next phase of his life no longer as the medical doctor and social observer. From this point on he was to be an active participant in and eventual leader of historic events.

Source: socialistworld.net.

Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο δεν υιοθετούνται απ’ το Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα.

Τσε Γκεβάρα, ένα Σύμβολο Πάλης (Μέρος Τρίτο)

Του Τόνυ Σανουά.

Διεθνισμός.

Σε μια γιορτή για τα 24α γενέθλια του στο Περού έκανε την εξής πρόποση: «…η διαίρεση της Αμερικής σε διάφορες φανταστικές εθνότητες είναι τελείως πλασματική. Αποτελούμε μια ενιαία φυλή μιγάδων η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτες εθνογραφικές ομοιότητες από το Μεξικό ως τον Πορθμό του Μαγγελάνου. Γι’ αυτό στην προσπάθεια μου να ελευθερωθώ από το βάρος οποιουδήποτε στενόμυαλου πατριωτισμού πίνω εις υγείαν του Περού και μιας ενωμένης Αμερικής«. Αυτή η δήλωση του έδειχνε καθαρά τις εξελλισόμενες διεθνιστικές του πεποιθήσεις. Βέβαια δεν αποτελούσαν μια ολοκληρωμένη μαρξιστική ανάλυση και ήταν κάπως απλοϊκές στην εκτίμηση της κατάστασης. Η ιδέα της ενοποιημένης Λατ.Αμερικής υπάρχει ακόμα από τον καιρό του Σιμόν Μπολιβάρ (ο οποίος ηγήθηκε ένοπλων εξεγέρσεων κατά της Ισπανίας και βοήθησε να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία σ’ ένα μεγάλο τμήμα της Λατ.Αμερικής) και από τους πολέμους της εθνικής απελευθέρωσης του 19ου αιώνα. Η ενότητα της ηπείρου εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο όραμα για τις λατινοαμερικάνικες μάζες, όμως από τότε έχει δημιουργηθεί και μια εθνική συνείδηση σε κάθε χώρα.

Η επιθυμία ωστόσο, των μαζών να ενοποιήσουν την Λατ.Αμερική δεν είναι εφικτή στα πλαίσια του καπιταλισμού. Η αστική τάξη κάθε λατινοαμερικάνικου έθνους έχει μεν να υπερασπιστεί τα δικά της οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αλλά την ίδια ώρα, έχει μεγάλα κοινά υλικά και οικονομικά συμφέροντα με τον ιμπεριαλισμό, που είναι αντίθετος με την ενότητα της ηπείρου, ακόμα και σε καπιταλιστικές συνθήκες, γιατί μπορεί να επιβάλλεται ευκολότερα σε ξεχωριστά και πιο αδύναμα απ’ αυτόν κράτη. Έτσι, η εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής ομοσπονδίας στη Λατ.Αμερική με προοπτική την ενοποίηση της ηπείρου, είναι πραγματοποίησιμη μόνο αν ανατραπεί ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός και επικρατήσει ο σοσιαλισμός. Αυτή η ιδέα του διεθνισμού ήταν ένα θέμα στο οποίο ο Τσε επανήλθε πολλές φορές και μάλιστα τα επόμενα χρόνια υπερασπίστηκε με θέρμη και την ιδέα μιας διεθνούς επανάστασης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό.

Ο Τσε συνέχισε το ταξίδι του στην Κολομβία και την Βενεζουέλα χωρίς τον φίλο και σύντροφο του ταξιδιού του και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αργεντινή για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να δώσει τις τελικές του εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Η επίδραση αυτού του πρώτου ταξιδιού του ήταν φανερή στις «Ταξιδιωτικές του Σημειώσεις» («Notas de Viaje»), που έγραψε μετά βασισμένος στο ημερολόγιο του. Δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος που ξεκίνησε από την Αργεντινή. «Ο άνθρωπος που έγραψε αυτές τις σημειώσεις πέθανε όταν πάτησε ξανά στο έδαφος της Αργεντινής, αυτός που τις εκδίδει και τις επεξεργάζεται, «εγώ» δηλαδή, δεν είμαι εγώ, ή τουλάχιστον δεν είναι το ίδιο εγώ που ήταν προηγουμένως. Αυτή μου η περιπλάνηση στην «Αμερική» μας, με άλλαξε περισσότερο από ότι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ«.

Οταν γύρισε στην Αργεντινή, η οικογένεια του έλπιζε ότι οι μέρες της περιπλάνησης του είχαν τελειώσει κι ότι τώρα πια θα αφοσιωνόταν στο επάγγελμα που είχε διαλέξει, την ιατρική. Ο Τσε ολοκλήρωσε τις σπουδές του τον Απρίλη του 1953 και πήρε το πτυχίο του γιατρού τ

ον Ιούνη, λίγες μέρες πριν κλείσει τα 25. Οι ελπίδες όμως των δικών του έσβησαν γρήγορα όταν ο Τσε ξεκίνησε για τη δεύτερη περιοδεία του στην Αμερική. Σ’ αυτό το ταξίδι θα πήγαινε μαζί με τον παιδικό του φίλο Κάρλος (Καλίκα) Φερέρ, που είχε διακόψει τις σπουδές του στην ιατρική.

Σύμφωνα με τον Καλίκα οι δύο φίλοι σχεδίαζαν να περάσουν πάλι από την Βολιβία, γιατί ο Τσε ήθελε να επισκεφθεί ξανά τα ερείπια των Ινκας και του Μάτσου Πίτσου. Για ακόμα αργότερα σχεδίαζαν να επισκεφθούν την Ινδία όπως έλπιζε ο Τσε και το Παρίσι που ήθελε να γνωρίσει ο Καλίκα. Ετσι, στις αρχές του Ιούλη, όταν οι δύο συνταξιδιώτες ξεκίνησαν με το τρένο από το Μπουένος Αϊρες, ο Τσε δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι σύντομα θα αφιέρωνε την ζωή του στον επαναστατικό αγώνα. Επικρατούσε ακόμα στον χαρακτήρα του ο μποέμ. Σχετικά σύντομα όμως αυτό επρόκειτο να αλλάξει.

Οι άνθρωποι συμμετέχουν στο επαναστατικό κίνημα για πολλούς λόγους. Μερικοί έλκονται από τις πολιτικές ιδέες, άλλοι σπρώχνονται από την αγανάκτηση τους για την υπάρχουσα κατάσταση και κάποιοι κερδίζονται στην επανάσταση όταν ζούν μέσα σε μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, απλά γιατί δεν μπορούν πια να μείνουν αμέτοχοι στα γεγονότα. Ο λόγος για τον οποίο άλλαξε ριζικά η ζωή του Τσε δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια μόνο αιτία. Αναμφίβολα τον ενδιέφερε η πολιτική και πράγματι εξοργιζόταν από τις κοινωνικές συνθήκες που αντίκρυζε. Την ίδια ώρα επηρεάστηκε πολύ από τις ισχυρές κοινωνικές εκρήξεις που γνώρισε στο δεύτερο ταξίδι του στην Λατ.Αμερική και ειδικότερα από τα επαναστατικά κινήματα της Βολιβίας και της Γουατεμάλας. Από κεί και πέρα η ζωή του πήρε μια εντελώς νέα και αναπάντεχη γι’ αυτόν τροπή.

Στην Βολιβία.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιοδείας του, ο Τσε έγραψε ένα άλλο ημερολόγιο με τίτλο «Otra Vez» («Πάλι Ξανά»). (* σημείωση στο τέλος του κεφαλαίου) Αναλογιζόμενος πως άρχισε το ταξίδι, έγραφε: «Αυτή τη φορά, το όνομα του κολλητού μου άλλαξε, τώρα ο Αλμπέρτο ονομάζεται Καλί-κα, όμως το ταξίδι παραμένει ίδιο: δύο διαφορετικές επιθυμίες ταξιδεύουν σ’ ολόκληρη την Αμερική χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τι θέλουν ή προς τα που είναι ο βορράς«.

Ο Τσέ και ο σύντροφος του έφτασαν τον Ιούλη του 1953 στην Λα Παζ, την πρωτεύουσα της Βολιβίας. Εκεί εμπλάκηκαν αμέσως στις επαναστατικές αναταραχές που συγκλόνιζαν ένα από τα πιο φτωχά και «ινδιάνικα» έθνη της Αμερικής. Δώδεκα μήνες νωρίτερα είχε ξεσπάσει ένας μαζικός ξεσηκωμός των ιθαγενών αγροτών και των εργατών στα ορυχεία κασσίτερου. Αυτή η μαζική εξέγερση ανέβασε στην εξουσία το «Εθνικό Επαναστατικό Κίνημα» (MNR -Movimiento Nacionalista Revolutionario). Η νέα κυβέρνηση, προσπαθώντας να κρατήσει το μαζικό κίνημα υπό τον έλεγχο της, αναγκάστηκε εξαιτίας των μαζικών ξεσηκωμών να εφαρμόσει ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Οι χωρικοί, μετά από μια σειρά καταλήψεις σε μεγάλες εκτάσεις γής, επέβαλαν ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης. Τα ορυχεία κασσίτερου, που εκείνη την εποχή αποτελούσαν την μεγαλύτερη πηγή εισοδήματος της Βολιβίας, εθνικοποιήθηκαν. Οι εργάτες των ορυχείων και οι αγρότες πήραν τα όπλα και τμήματα του στρατού πέρασαν με το μέρος τους. Ιδρύθηκε μια πολιτοφυλακή και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ο στρατός τυπικά διαλύθηκε. Παρ’ όλα αυτά, η επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε με την εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος εργατικής δημοκρατίας και το κίνημα τελικά ηττήθηκε.

Κατά τη διάρκεια αυτών των επαναστατικών γεγονότων, οι εργάτες των ορυχείων έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην ίδρυση ενός νέου ανεξάρτητου συνδικαλιστικού κέντρου, του COB (Central Obrera Boliviana-Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο Βολιβίας). Επηρεασμένο από το επαναστατικό αυτό κύμα το COB υϊοθέτησε και επίσημα πλέον το «Μεταβατικό Πρόγραμμα», που έγραψε ο Λ.Τρότσκυ το 1938. Στην Λα Παζ, ο Τσε περνούσε το μεγάλο μέρος του χρόνου του σε καφενεία και μπαρ, όπου συναντούσε πολιτικούς πρόσφυγες που είχαν καταφτάσει απ’ ολόκληρη την Αμερική. Καθώς προχωρούσε η επανάσταση, η Βολιβία είχε γίνει πόλος έλξης των ριζοσπαστών και αριστερών επαναστατών.

Ο Τσε έγραφε στο «Otra Vez»: «Η Λα Παζ είναι η Σαγκάη της Αμερικάνικης ηπείρου. Μια μεγάλη ποικιλία ριψοκίνδυνων ανθρώπων απ’ όλες τις εθνικότητες φυτρώνει και ανθίζει στην πολύχρωμη αυτή πόλη των μιγάδων». Εκεί, ο Τσε γνώρισε διάφορους πολιτικούς αγωνιστές, με τους οποίους είχε πολλές συζητήσεις και λογομαχίες. Συναντήθηκε, επίσης και με μερικούς Αργεντινούς που ζούσαν στην Λα Παζ. Ανάμεσα σε αυτούς που γνώρισε ήταν κι ένας εξόριστος Αργεντινός, ο Νόγκες.

Η επιρροή των σημαντικών κοινωνικών γεγονότων που συνέβαιναν στη Βολιβία αντανακλώνται στα σχόλια που έκανε ο Τσε για αυτόν τον ηγέτη της Αργεντίνικης κοινότητας. «Οι πολιτικές του ιδέες είναι εδώ και κάμποσο καιρό ξεπερασμένες, όμως αυτός τις διατηρεί ανεξάρτητα από την προλεταριακή καταιγίδα που έχει ξεσπάσει στο πολεμοχαρές μας ημισφαίριο». Με αυτές τις κοινωνικές επαφές, ο Τσε ζούσε μια διπλή ζωή στη Λα Παζ. Από την μια παρακολουθούσε το επαναστατικό κίνημα και από την άλλη συμμετείχε στη ζωή της υψηλής κοινωνίας της Αργεντίνικης κοινότητας. Κάποια στιγμή ο αδερφός του Νόγκες, που είχε γυρίσει πρόσφατα από την Ευρώπη, έδειξε στον Τσε και τον Καλίκα μια πρόσκληση που είχε λάβει για τον γάμο ενός Ελληνα μεγιστάνα, του Αριστοτέλη Ωνάση.

Η φωτιά της επανάστασης.

Ομως, ήταν οι επαναστατικές εξελίξεις που έζησε ο Τσε στη Λα Παζ,, που τον επηρέασαν περισσότερο. Τον Ιούλη έγραφε στον πατέρα του λέγοντας ότι ήθελε να μείνει περισσότερο στη Βολιβία διότι «…είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα χώρα και βρίσκεται σε στιγμές μεγάλου αναβρασμού. Στις 2 Αυγούστου θα εφαρμοστεί η αγροτική μεταρρύθμιση και αναμένεται να γίνουν φασαρίες και συγκρούσεις σε ολόκληρη την χώρα. Εχουμε δει απίστευτες διαδηλώσεις, ανθρώπους οπλισμένους με Μάουζερς και «πιριπίπι» (πολυβόλα) να πυροβολούν για πλάκα. Κάθε μέρα ακούγονται πυροβολισμοί και υπάρχουν πολλοί νεκροί και τραυματίες».

Ο Τσε θέλοντας να γνωρίσει τους φημισμένους Βολιβιανούς εργάτες των ορυχείων από πρώτο χέρι, επισκέφτηκε τα ορυχεία της Μπάλσα Νέγκρα, που βρισκόταν έξω από την Λα Παζ. Πριν από την επανάσταση οι φρουροί της εταιρείας πυροβολούσαν εν ψυχρώ τους απεργούς εργάτες. Τώρα όμως τα ορυχεία είχαν εθνικοποιηθεί. Ο Τσε συνάντησε φορτηγά γεμάτα με εργάτες που γύριζαν από την πρωτεύουσα, όπου είχαν πάει για να διαδηλώσουν την υποστήριξη τους στον αγώνα των αγροτών για αγροτική μεταρρύθμιση. «Με σκληρές εκφράσεις στα πρόσωπα τους και με τα κόκκινα πλαστικά κράνη τους φάνταζαν σαν πολεμιστές από άλλους κόσμους».

Παρ’ όλο, όμως που είδε την τρομερή δύναμη των Βολιβιανών εργατών ο Τσε δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει πραγματικά τον αποφασιστικό ρόλο που μπορεί να παίξει η εργατική τάξη στη σοσιαλιστική επανάσταση, ακόμα και σε χώρες όπως η Βολιβία, όπου η εργατική τάξη αποτελούσε την μειοψηφία του πληθυσμού. Αυτή του η αδυναμία, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες έμελλε να έχει ένα άμεσο αντίκτυπο στις ιδέες που ανάπτυξε αργότερα.

Σ’ αυτό όμως το στάδιο της πολιτικής εξέλιξης του Τσε, πρέπει να σημειώσουμε την μεγάλη επιρροή που άσκησαν τα γεγονότα της Βολιβίας στην αντίληψη του. Για πρώτη φορά στη ζωή του ήρθε σε άμεση επαφή με την φλόγα της επανάστασης. Παρά όμως το σαρωτικό χαρακτήρα αυτών των γεγονότων, ο Τσε παράμεινε ακόμα κύρια παρατηρητής παρά ενεργός συμμέτοχος σ’ αυτά. Αφού παράτειναν τη διαμονή τους στην Λα Παζ για περίπου ένα μήνα, τελικά ο Τσε κι ο Καλίκα, συνέχισαν το ταξίδι τους. Εμειναν λίγο καιρό στο Περού και στη Λίμα, συνάντησαν ξανά τον δόκτωρ Πέσκε και τον Νόγκες. Ο Νόγκες τους κάλεσε μερικές φορές να δειπνήσουν μαζί στο «Κάουντρι Κλάμπ» και στο πιο ακριβό ξενοδοχείο της Λίμας, το «Γκράντ Οτέλ Μπολιβάρ».

Μετά, συνέχισαν για το Εκουαδόρ όπου έκαναν καινούργιες φιλίες. Ο Τσε σκόπευε να συνεχίσει με τον Καλίκα για την Βενεζουέλα. Μετά όμως από μια σειρά περιπέτειες ο Καλίκα και ο Τσε χώρισαν. Ο Καλίκα κατευθύνθηκε προς το Καράκας και ο Τσε μαζί με ένα νέο φίλο, τον Γκάλο, προς την Γουατεμάλα. Βέβαια είχαν μείνει χωρίς λεφτά και έτσι αναγκάστηκαν να δουλέψουν για να πληρώσουν τα εισιτήρια του πλοίου. Πριν φτάσουν στην Γουατεμάλα πέρασαν από την Κόστα Ρίκα, τον Παναμά και τη Νικαράγουα και στο δρόμο ειχαν την ευκαιρία να γνωρίστούν και να συζητήσουν με διάφορα άτομα και παρέες. Ταξιδεύοντας με κατεύθυνση τον βορρά προς την Κεντρική Αμερική, ο Τσε μπήκε για πρώτη φορά σε ένα διαφορετικό κόσμο απ’ αυτόν που υπήρχε στη νότια χερσόνησο της Λατινικής Αμερικής. Ο ιμπεριαλισμός κυριαρχούσε σε αυτές τις χώρες του νότου σε συνεργασία με την ντόπια αδύναμη εθνική αστική τάξη. Υπήρχε ένας σχετικά μεγάλος αστικός πληθυσμός, και η εργατική τάξη στις πόλεις όπως και οι κοινωνίες ήταν πιο αναπτυγμένες. Αυτό συνέβαινε ακόμα και στις φτωχότερες εκείνη την εποχή χώρες, όπως η Βολιβία και το Περού.

Ωστόσο, σε μια σειρά χώρες της Κεντρικής Αμερικής ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ επέβαλλε απ’ ευθείας ντόπιους τυρράνους ως δικτάτορες και την ίδια στιγμή, μισητές εταιρείες όπως η Coca-Cola και η United Fruit Company λεηλατούσαν ξεδιάντροπα τις οικονομίες τους. Οπως σχολίασε κι ο Τσε: «…οι χώρες αυτές δεν ήταν πραγματικά έθνη, αλλά ιδιωτικά φέουδα«. Κι αυτά συνέβαιναν μόλις 50 χρόνια αφότου ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ δημιούργησε το κράτος του Παναμά, που διοικούσε σαν να ήταν χτήμα του, για να έχει τον έλεγχο της διώρυγας που είχε φτιάξει για να εξυπηρετεί τους εμπορικούς και στρατηγικούς του στόχους. Η Νικαράγουα κυβερνιόταν για 30 χρόνια από ένα διεφθαρμένο δικτάτορα, τον Σομόζα. Το Σαλβαδόρ κυβερνήθηκε από μια σειρά δικτατόρων, που σαν κύριο στόχο τους είχαν να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των ιδιοκτητών φυτειών καφέ και οι Ονδούρες έπαιζαν ουσιαστικά το ρόλο της ιδιωτικής φυτείας της United Fruit Company.

Η United Fruit Company ήταν το σύμβολο της εκμετάλλευσης της ηπείρου από τον ιμπεριαλισμό. Ο αγαπημένος ποιητής του Τσε, ο Πάμπλο Νερούδα, έγραψε μερικούς ειρωνικούς στίχους με τίτλο «La United Fruit CO», εκφράζοντας έτσι τα αισθήματα των Λατινοαμερικανών για την ιμπεριαλιστική κυριαρχία.

«Οταν ήχησαν οι σάλπιγγες
όλα πάνω στην γή είχαν ετοιμαστεί
κι ο Ιεχωβάς μοίρασε τον κόσμο
στην Coca-Cola Inc, την Anaconda,
την Ford Motors και σ’ άλλες οντότητες
Η United Fruit Company κράτησε γι’ αυτήν το πιο ζουμερό:
το κεντρικό παράλιο της γής μου,
τη γλυκειά μέση της Αμερικής…».
Το ποίημα του Νερούδα συνεχίζει και καταγγέλει την εταιρεία που δημιούργησε τις «δικτατορίες της μύγας», τους δικτάτορες δηλαδή της Κεντρικής Αμερικής:
«μύγα Τρουχίγιο, μύγα Τάτσος,
μύγα Καρρίας, μύγα Μαρτίνεζ,
μύγα Ουβίκο….
μύγες ποτισμένες με αίμα».

(Άρθρο στο Socialistworld.net / Μετάφραση: “Ξεκίνημα”, Σοσιαλιστική Διεθνιστική Οργάνωση).

Che Guevara, a symbol of struggle

By Tony Saunois.

It is perhaps fitting for an Argentinean to own a yerba mate plantation as Ernesto Guevara Lynch did in the remote jungle of Misiones on the border with Paraguay and Brazil. Chileans are renowned drinkers of tea and Brazilians of coffee. The Argentineans consume with gusto a bitter tea herb throughout the day whilst at work or relaxing with friends.

Ernesto Guevara Lynch was the great-grandson of one of South America’s richest men whose ancestors were of both Spanish and Irish nobility. Most of the family fortune had been lost by previous generations and Guevara Lynch invested what he had in the yerba mate plantation where he hoped to make his fortune. In 1927 he met and married Celia de la Serna, an Argentinean also with ancestors from the Spanish nobility.

The first of four children, Ernesto, was to become known as the world renowned revolutionary, Che Guevara. As a revolutionary who spent most of his life in clandestine activity, it was apt that he should have falsified birth and death certificates.

Ernesto was in fact born one month earlier than June 14 1928 which was stated on his birth certificate, the deception being necessary because his mother was three moths pregnant on the day she married. Che was executed on October 8 1967 in Bolivia at the hands of the United States Central Intelligence Agency (CIA) and the Bolivian army.

Thirty years after his execution the name of Che Guevara lives on throughout Latin America and beyond. He has left a powerful tradition as an internationalist and self-sacrificing revolutionary who acts as an inspiring symbol of struggle against exploitation.

On the thirtieth anniversary of his execution it is legitimate for revolutionaries to salute Che’s qualities as a symbol of struggle against oppression and recognise the heroic role he played in the Cuban revolution in 1959. The guerrilla struggle which was mainly based upon the most downtrodden peasants in Cuba ended with the overthrow of the hated Batista dictatorship.

This was possible because of the concrete situation which existed in Cuba and other countries of Central America and the Caribbean. It was not possible for Che to successfully repeat the experience of the revolution in the countries of Latin America where there were different conditions – in particular a more powerful urban population and smaller rural population than in Central America.

The attempt of Che to apply the same methods he used in Cuba poses important question about his ideas and methods which need to be discussed and analysed by revolutionary socialists.

Che did not readily enter into political activity. Reflecting his middle class upbringing and compassion for the poor and sick he was initially drawn towards medicine and eventually graduated as a doctor from the Buenos Aires Faculty of Medicine in 1953.

His family had moved from Misiones to Cordoba partly for business reasons and also in a bid to aid Che’s chronic asthma through a change of climate. They finally moved to Buenos Aires in 1947 where his parents eventually split up.

Asthma was to dog Che throughout his life. Its crippling effect made all the more remarkable the guerrilla struggles which he eventually was to engage in. Like many such disabilities it had an effect in shaping his early development. Often unable to walk and confined to bed he developed a keen interest in reading and learning to play chess. Whilst determined to overcome his disability and insisting on playing sports he became something of a loner spending much of his time reading and studying. This was re-enforced by the split between his parents, the death of his grandmother and the financial problems which the family were now encountering.

At university Che was drawn to more political reading although he did not actively participate in political life. He began delving into socialist ideas. According to his own recollections he read some Marx, Engels and Lenin along with some material by Stalin. He also studied the novelists Zola and Jack London and Argentine socialists such as Alfredo Palacios. His love of poetry was satisfied, amongst others, by the works of the Chilean writer and Communist Party member, Pablo Neruda, and the Spanish Civil War poet Lorca.

However, for all his new-found curiosity about socialist ideas he never engaged in political activity beyond discussing with some members of the Young Communists and other left-wing groups. According to one report he joined the Peronist Youth (a populist and nationalist Argentinean movement led by General Perón) as a means of obtaining greater access to the university library.

He was regarded as radical and outspoken by those he encountered but did not have any coherent or worked out ideas and certainly did not regard himself as a Marxist. His main objective was still to qualify as a doctor with a view to helping the sick and the poor. However, within him a passion for travel was beginning to develop. Initially this was within Argentina itself and then later he undertook two journeys which brought him throughout Latin America and eventually beyond.

The experiences which he encountered during this Odyssey changed his perception of the tasks necessary to end poverty and exploitation. It was during the adventures and events which he witnessed on these journeys that Che eventually embraced socialist ideas.

Che’s first real journey took place during 1950 in which he travelled widely throughout Argentina. For the first time he witnessed the massive social divide which existed in the country. In Buenos Aires he had evidently seen poverty before but for the first time he witnessed the dual character of much of South America. Buenos Aires was one of the most European of South American cities in its culture and lifestyle. During this journey he travelled into the backward and socially deprived centres of Argentina which existed at the time.

Much of what he saw in the hospitals he visited and amongst the most downtrodden of the rural poor with which he made contact was viewed through the eyes of an aspiring doctor. Che concluded from these experiences that the modern Argentinean nation was a «luxurious façade» under which the real «soul» lay., a soul which was rotten and sick.

Che’s first international tour took place in 1952 and the second during 1953/4. These had a more pronounced effect and ultimately changed the direction of his entire life, especially his second Odyssey throughout the continent.

Nobody can escape the consequences of powerful social upheavals and convulsions. It is true that some individuals, especially from a middle class background, may be content to only observe such events. Others are increasingly drawn into big social events and the struggles between the various classes. Che Guevara was content to play the role of an observer at the beginning of his voyage. As it progressed he was eventually increasingly drawn into the revolutionary struggle which ultimately cost him his life.

At the outset of his voyage he and his traveling companion, Alberto, were more interested in having a good time and gaining some medical experience as they toured South America on a Harley Davidson. Che’s recently published Motor Cycle Diaries provide more than adequate examples of this. Drunken brawls, romantic encounters and other, «youthful» adventures, dominated the trip they were making around the continent. As they crossed the border into Chile they passed themselves off as leprologists. The local papers of the towns and villages they passed through even reported the journey of these two young adventurers. The local daily in Temuco carried the headline ‘Two Argentine Experts in Leprology Travel South America on a Motor Cycle.’

Frequently they had to flee local towns and villages having aroused the wrath of the local peasants, especially fathers with attractive daughters. During this first trip Che led the largely bohemian and carefree existence for which he was known as a student at university in Buenos Aires. It was a lifestyle made all the more possible by the relative affluence of his middle class family. At the same time it also reflected the independent spirit which marked his character.

However, whilst it is this aspect of the trip which is the dominant feature in his diary, other experiences had an important impact on him. The poverty and conditions he witnessed increasingly aroused a nascent social awareness. Che’s anger at the indifference shown towards the poor by the ruling class was being stirred during his travels.

Whilst encamped at the Chilean port of Valparaíso, Che was asked to use his medical skills to try and help an elderly woman who it transpired was dying of chronic asthma and a weak heart. There was little he could do but the experience of trying to treat her, surrounded by poverty, evidently lefts its mark. Afterwards he wrote: » There, in the final moments of people whose farthest horizon is always tomorrow, one sees the tragedy that enfolds the lives of the proletariat throughout the whole world; in those dying eyes there is a submissive apology and also frequently, a desperate plea for consolation that is lost in the void, just as their body will soon be lost in the magnitude of misery surrounding us. How long this order of things based on an absurd sense of caste will continue is not within my means to answer, but it is time that those who govern dedicate less time to propagandising the compassion of their regimes and more money, much more money, sponsoring works of social utility.»

Unable to get a boat to Easter Island as they intended Che and his companion headed north, eventually arriving at Chuquicamata, the world’s largest open cast copper mine. «Chuqui» as it is still known in Chile today, was owned by US monopolies such as Anaconda and Kennecott. US ownership of the mines at «Chuqui» was a symbol of imperialist «gringo» domination of Chile. They were eventually nationalised by the Popular Unity government, led by Salvador Allende of the Socialist Party, between 1970 and 1973.

It was here Che and Alberto encountered the harsh realities of the class struggle. They met a former miner and his wife, both members of the then illegal Chilean Communist Party. Che was told the bitter story of repression, disappearances and black-listing used by the company and government against those who tried to fight for workers’ rights.

Che and Alberto succeeded in entering the mine where a strike was being prepared. They were shown around by a foreman who, as Che noted, commented, «..imbecile gringos, they lose millions of pesos a day in a strike in order to deny a few centavos more to a poor worker.»

This visit to Chuqui made a lasting impression on Che and he kept a note book on the experience in which he detailed not only the impressions he had of the workers, but also production techniques and the political importance of the mines for Chile. Referring to the mineral rich mountains he protested about the «exploited proletariat» and environmental destruction of the landscape.

«The hills show their grey backs prematurely aged in the struggle against the elements, with elderly wrinkles that don’t correspond to their geological age. How many of these escorts of their famous brother (Chuquicamata) enclosed in their heavy wombs similar riches to his, as they await the arid arms of the mechanical shovels that devour their entrails, with their obligatory condiment of human lives?» *

However, despite these scenes and the impact they had on Che, he would still need further experiences and witness greater events before he committed himself to the life of a revolutionary.

The next stop on his Odyssey was Peru which proved decisive in Che embracing socialist ideas through an encounter with a prominent leader of the Peruvian Communist Party, Doctor Hugo Pesce. Before arriving in Lima on 1 May 1952, Che and Alberto had the opportunity to encounter the marvel of ancient Inca culture.

As with all visitors, the stark consequences of four hundred years of «white» European conquest in Latin America and brutal suppression of the indigenous peoples of the continent, was undoubtedly engraved into the consciousness of Che during his visit to the ancient Inca capital of Cuzco and the stunning temple ruins of Macchu Picchu.

Pablo Neruda in his celebrated work on Latin America, Canto General (General Song) included a poem, Alturas de Macchu Picchu (The Heights of Macchu Picchu) reflecting the image this ancient ruin high in the Andes provokes in those aspiring to struggle against exploitation.

 

In Che’s native Argentina the indigenous peoples had been virtually wiped out and their culture destroyed. In Peru, Bolivia, Mexico and some other Latin American countries this was not the case. They had been reduced to the most downtrodden and exploited layers of society, often predominating in the countryside. The mixed race mestizos had developed and formed big sections of the working class in the cities. The rich and powerful ruling classes were, and remain, largely of pure European decent.

This history of conquest and the continued exploitation of the continent by imperialism, especially US imperialism, has resulted in an extremely powerful anti-imperialist consciousness amongst the exploited classes. In the latter half of this century this bitterness has been largely directed at the «yanki gringos», north of the Rio Grande. Che, during his visit to Peru, increasingly absorbed this hatred of the dominant imperialist power.

Upon being forced to leave the free accommodation they had secured with the arrival of a party of «gringo» tourists, Che noted: «Naturally the tourists who travelled in their comfortable buses would know nothing of the conditions of the Indians…The majority of the Americans fly directly from Lima to Cuzco, visit the ruins and then return, without giving any importance to anything else.»

On 1 May the two travellers arrived in Lima. Che met with Dr. Pesce, a leading figure in the Communist Party and follower of the Peruvian philosopher José Maríategui. Maríategui’s primary work was written in 1928 – Seven Interpretative Essays on Peruvian Reality. This laid great stress on the role of the indigenous people and peasantry in the struggle for socialism.

The discussions with Pesce evidently had a profound effect upon Che. A decade later he sent the doctor a copy of his first book, Guerrilla Warfare, with the inscription, «To Doctor Hugo Pesce who, without knowing it perhaps, provoked a great change in my attitude towards life and society, with the same adventurous spirit as always, but channelled toward goals more harmonious with the needs of America.»

At this stage, despite the discussions he was engaged in with Pesce, Che was still not prepared to embrace openly an identification with «Marxist» ideas. His opinions were however beginning to take shape and he began to express them. In particular he began to openly develop internationalist ideas, at least within the context of Latin America.

At a party to celebrate his twenty fourth birthday in Peru, Che made a toast declaring «…that (Latin) America’s division into illusory and uncertain nationalities is completely fictitious. We constitute a single mestizo race, which from Mexico to the Straights of Magellan presents notable ethnographic similarities. For this, in an attempt to rid myself of the weight of any meagre provincialism, I raise a toast to Peru and for a United America.»

This statement clearly reflected his developing internationalist aspirations. However, they did not constitute a rounded out Marxist analysis and were somewhat simplistic in the assessment of the situation. The aspiration for a unified Latin America has existed since Simón Bolívar (who led armed rebellions against Spain and helped secure independence for much of Latin America) and the 19th century wars of national liberation. Continental unity is still a powerful sentiment amongst the Latin American masses, existing side by side with a national consciousness in each country.

The recurring aspiration of the masses to unify Latin America is not possible to obtain within the context of capitalism because the ruling capitalist class of each Latin American nation have their own economic and political interests to defend. They are also linked by economic and material interests to imperialism from which they cannot break free. Imperialism itself also opposes unity of the continent under capitalism, generally preferring to impose its will on a number of states weaker than itself. The establishment of a democratic federation of Latin American states as a step to unify the continent is only possible by breaking free of capitalism and imperialism and building socialism.

This spirit of internationalism was a theme to which Che returned many times and the idea of an internationally based revolution against imperialism and capitalism was one he championed in later years. The divergence he had with a fully rounded out Marxist analysis was about how this should be done and by which class.

After continuing his tour, arriving in Colombia and Venezuela, Che, having separated from his travel companion and friend, returned to Argentina in order to complete his studies and sit exams at university. The impact of this first journey upon him was evident in his Notas de Viaje, written up from his travel diary. He was no longer the same person who had left Argentina. «The person who wrote these notes died upon stepping once again onto Argentine soil, he who edits and polishes them, ‘I’ am not I; at least I am not the same I that was before. That vagabonding through our ‘América’ has changed me more than I thought.»

Once back in Argentina his family hoped that his days as a vagabond would end and that he would take up his chosen profession, medicine. Che completed his studies during April 1953 and received his doctor’s degree in June, a few days prior to his twenty fifth birthday.

However, the hopes held by his family were rapidly dashed as his second tour of America began. This time it was planned together with his childhood friend, Carlos «Calica» Ferrer, who had dropped out of medical school.

According to Calica, the two friends had talked of going through Bolivia as Che wanted to return to visit the Inca ruins and Machu Picchu. Their longer term plans included Che’s hopes of visiting India and Calica’s quest to see Paris.

Thus by early July when the two travel companions set off by train from Buenos Aires, Che still had no idea of committing himself to a life of disciplined and self-sacrificing revolutionary struggle. The bohemian still dominated his character. Within a relatively short space of time this was to change.

Individuals are drawn to participate in the revolutionary movement for many reasons. Some are mainly motivated by political ideas, others by a revulsion of the existing system, and some through participating in big social upheavals from which they cannot simply stand aside.

The reason the direction of Che’s life took a sharp turn cannot be explained by one single issue. He was undoubtedly interested in political ideas and was outraged by the social conditions which he witnessed. He was also profoundly affected by the powerful social explosions he experienced during his second American tour. These included two revolutionary movements, in Bolivia and then Guatemala, after which his life took an entirely new and unexpected direction.

Source: socialistworld.net.

Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο δεν υιοθετούνται απ’ το Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα.

Τσε Γκεβάρα, ένα Σύμβολο Πάλης (Μέρος Δεύτερο)

Του Τόνυ Σονουά.

Τροτσκισμός.

Βέβαια δεν ξέρουμε τι συμπεράσματα έβγαζε ο Τσε από τη μελέτη των έργων του Τρότσκι και δεν πρόλαβε να προβάλει και να υποστηρίξει τέτοιες ιδέες, που φανερά θα έδειχναν ότι υιοθετούσε αυτές τις θέσεις. Παρόλα αυτά συνέχισε να τις μελετά. Λίγο πριν τον θάνατο του το 1967, για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι ο Γάλλος διανοούμενος Ρεζίζ Ντεμπρέ, που ήταν τότε στη Βολιβία και δούλευε με τις αντάρτικες δυνάμεις του Τσε, του έδωσε αρκετά βιβλία του Τρότσκι να διαβάσει. Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο, οι ηγέτες του κύριου Τροτσκιστικού ρεύματος που υπήρχε τότε, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να ανοίξουν πολιτικό διάλογο και συζήτηση για τα ζητήματα αυτά, με στόχο να βοηθήσουν τον Τσε να προχωρήσει και να ολοκληρώσει τις ιδέες του για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αντίθετα, υποστήριξαν και ενθάρρυναν παραπέρα τις απόψεις του για το αντάρτικο και έδωσαν πλήρη και άκριτη υποστήριξη στο καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο.

Στις ιδέες αυτές και στη λαθεμένη αυτή στάση αντιτάχθηκαν τότε, παρά τις μικρές τους δυνάμεις, οι αγωνιστές της οργάνωσης του Militant (τώρα Σοσιαλιστικό Κόμμα), που υποστήριζαν τις ιδέες του Τρότσκι και αργότερα δημιούργησαν την Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή (C.W.Ι.). To 1960, την εποχή των θυελλωδών γεγονότων στην Κούβα, τα μέλη της οργάνωσης του Militant υποστήριξαν βέβαια την επανάσταση και την ανατροπή του Μπατίστα, εξήγησαν όμως την ίδια ώρα τον χαρακτήρα του νέου καθεστώτος που δημιουργήθηκε και την ανάγκη να προσανατολιστεί προς την εργατική τάξη για να μπορέσει να εξαπλώσει την επανάσταση σ’ ολόκληρη την Λατ. Αμερική.

Αργότερα, ο Πήτερ Ταφ, σ’ ένα άρθρο του στο τεύχος 390 της βρετανικής εφημερίδας «Militant», εξήγησε τις διεργασίες που αναπτύσσονταν στην Κούβα. «Ο Κάστρο και ο Γκεβάρα στηρίχθηκαν κύρια στους αγρότες και στον αγροτικό πληθυσμό. Η εργατική τάξη μπήκε τελευταία στον αγώνα με την Γενική Απεργία που έγινε στην Αβάνα, όταν οι αντάρτες είχαν πια θριαμβεύσει και ο Μπατίστα το έσκασε για να σώσει τη ζωή του». Εξηγώντας πως αυτή η αγροτική βάση, στην οποία στηρίχθηκε η Κουβανική Επανάσταση, διαμόρφωσε ολόκληρο το χαρακτήρα του κινήματος, ανάλυσε πως ξεδιπλώθηκε η επανάσταση και πως κατάληξε στην κατάργηση του καπιταλισμού και της ατομικής ιδιοκτησίας. Ετσι υποστήριξε ότι «λόγω των δυνάμεων που στήριξαν την επανάσταση – δηλαδή ένας βασικά αγροτικός στρατός», το νέο καθεστώς δεν βασιζόταν στο συνειδητό δημοκρατικό έλεγχο και στη διεύθυνση της οικονομίας από την εργατική τάξη.

Έτσι ο Τσε, παρά το γεγονός ότι στην αναζήτηση του για μια εναλλακτική διέξοδο, διάβασε ορισμένες από τις ιδέες του Τρότσκι, δυστυχώς δεν κατάληξε να υιοθετήσει τη μαρξιστική μέθοδο. Παρ’ όλα αυτά οι επαναστατικές πράξεις του ήταν αρκετές για να προκαλέσουν την αντίδραση του Κρεμλίνου και πολλών άλλων. Για τους ηγετικούς κύκλους της γραφειοκρατίας στη Μόσχα ήταν ένας «τυχοδιώκτης», «φιλοκινέζος» και το χειρότερο απ’ όλα «τροτσκιστής». Από την άλλη, οι άρχουσες τάξεις στις καπιταλιστικές χώρες μισούσαν καθετί που υπεράσπιζε και όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκε. Για τις μάζες όμως στην Κούβα και σ’ ολόκληρη τη Λατ. Αμερική, ο Τσε ήταν ένας ήρωας, του οποίου το επαναστατικό παράδειγμα θα πρεπε να ακολουθήσουν κι άλλοι.

Ο Τσε εκτελέστηκε από τους υπηρέτες αυτών που υπερασπίζουν τους πλούσιους και τους ισχυρούς. Όμως, το παράδειγμα του ζει σαν ένα σύμβολο αγώνα ενάντια στην καταπίεση. Έτσι, όσο πληθαίνουν οι αγώνες ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την καπιταλιστική αγορά σ’ ολόκληρη την Λατ. Αμερική, τόσο πιο πολύ διαδίδεται σήμερα το σύνθημα, που γράφει η νεολαία στους τοίχους «CHE VIVE» («Ο Τσε ζει»). Ο καλύτερος τρόπος λοιπόν για να τιμήσουμε την επέτειο της εκτέλεσης του είναι, όλοι εμείς που συνεχίζουμε τον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση διεθνώς, να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα από τις εμπειρίες του Τσε, για να μπορέσουμε να πετύχουμε τη νίκη που τόσο πολύ επιθυμούσε και το σοσιαλισμό. Η μπροσούρα αυτή έχει σαν στόχο να συμβάλει και να ενισχύσει αυτόν τον κρίσιμο αγώνα.

Ξεκίνησε σαν μποέμ

Είναι ίσως αναμενόμενο για έναν Αργεντινό να είναι ιδιοκτήτης μιας φυτείας τσαγιού, όπως συνέβαινε με τον Ερνέστο Γκεβάρα Λύντς, που είχε τη δική του στην απομακρυσμένη ζούγκλα της Μιζιόνες, στα σύνορα με την Παραγουάη και την Βραζιλία. Οι Χιλιανοί είναι φανατικοί καταναλωτές τσαγιού και οι Βραζιλιάνοι τρελαίνονται για τον καφέ. Οι Αργεντινοί όμως πίνουν με πολύ ευχαρίστηση το πικρό τσάι «Χέρμπα Μάτε» όλη την ημέρα, είτε είναι στην δουλειά, είτε ξεκουράζονται με φίλους.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα Λύντς ήταν δισέγγονος ενός από τους πλουσιότερους άντρες της Ν.Αμερικής και οι πρόγονοι του ανήκαν στην Ισπανική και Ιρλανδέζικη αριστοκρατία. Το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής περιουσίας είχε σπαταληθεί από τις προηγούμενες γενιές. Ετσι ο Γκεβάρα Λύντς επένδυσε ότι του είχε απομείνει στην φυτεία τσαγιού και μ’ αυτό τον τρόπο έλπιζε να φτιάξει τη δική του περιουσία. Το 1927 γνώρισε και παντρεύτηκε την Σέλια Δε Λα Σέρνα, μια Αργεντινή, επίσης αριστοκρατικής καταγωγής.

Το πρώτο από τα 4 παιδιά τους, ο Ερνέστο, θα γινόταν ο παγκοσμίως γνωστός επαναστάτης Τσέ Γκεβάρα. Ως επαναστάτης που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην παρανομία, άξιζε να έχει παραποιημένα και τα πιστοποιητικά της γέννησης και της ταφής του.

Στην πραγματικότητα ο Ερνέστο είχε γεννηθεί ένα μήνα νωρίτερα από τις 14 Ιούνη του 1928, που έγραφε το πιστοποιητικό της γέννησης του. Η πλαστογράφηση ήταν απαραίτητη γιατί η μητέρα του ήταν 3 μηνών έγκυος την μέρα που παντρεύτηκε. Ο Τσέ εκτελέστηκε στις 8 Οκτώβρη 1967 στην Βολιβία από την CIA και τον Βολιβιανό στρατό. Το σώμα του όμως «εξαφανίστηκε» και ο πραγματικός τόπος ταφής του βρέθηκε μόνο πρόσφατα.

30 χρόνια μετά την εκτέλεση του ο Τσε Γκεβάρα εξακολουθεί να ζεί στις μνήμες των λαών της Λ.Αμερικής και ακόμα πιο μακριά. Αφησε πίσω του μια μεγάλη παράδοση ως διεθνιστής και επαναστάτης που θυσίασε τη ζωή του και παραμένει ένα σύμβολο που εμπνέει τους αγωνιστές που παλεύουν ενάντια στην εκμετάλλευση. Με αφορμή την επέτειο της εκτέλεσης του οι επαναστάτες χαιρετίζουν τον Τσε σαν ένα σύμβολο του αγώνα ενάντια στην καταπίεση και αναγνωρίζουν τον ηρωικό ρόλο που έπαιξε στην Κουβανέζικη Επανάσταση του 1959.

Ο ανταρτοπόλεμος, που κατά κύριο λόγο βασίστηκε στους πιο καταπιεσμένους αγρότες της Κούβας, έληξε με την ανατροπή της μισητής δικτατορίας του Μπατίστα. Αυτό έγινε δυνατό εξαιτίας της συγκεκριμένης κατάστασης που επικρατούσε στην Κούβα και σ’ άλλες χώρες της Κεντρικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Ο Τσε, όμως δεν μπόρεσε να ανάψει την φωτιά της επανάστασης με την ίδια επιτυχία στις χώρες της Λατ.Αμερικής, όπου υπήρχαν διαφορετικές συνθήκες-εκεί δηλαδή όπου ο αστικός πληθυσμός ήταν πολύ μεγαλύτερος και ο αγροτικός μικρότερος από ότι στην Κεντρική Αμερική.

Ετσι, η προσπάθεια του Τσε να χρησιμοποιήσει εκεί τις ίδιες μεθόδους που εφάρμοσε στην Κούβα, δημιούργησε σοβαρά ερωτηματικά για τις ιδέες και τις μεθόδους του, που πρέπει να εξεταστούν και να απαντηθούν από τους επαναστάτες σοσιαλιστές.

Η ανατροφή του

Ο Τσε δεν μπήκε, από την αρχή πρόθυμα στην πολιτική δράση. Εξαιτίας της μεσοαστικής του ανατροφής και της συμπάθειας του για τους φτωχούς και τους άρρωστους, αρχικά στράφηκε στην ιατρική και πήρε το πτυχίο του γιατρού το 1953 από το πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες. Η οικογένεια του μετακόμισε από τη Μιζιόνες στην Κόρντομπα για οικονομικούς λόγους, αλλά και για να βοηθήσει τον Τσε να ξεπεράσει το χρόνιο άσθμα του με την αλλαγή κλίματος. Τελικά, κατάληξαν να γυρίσουν πάλι πίσω στο Μπουένος Αϊρες, το 1947, όπου και οι γονείς του χώρισαν.

Το άσθμα θα κυνηγούσε τον Τσε σε όλη του τη ζωή, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν δίστασε αργότερα να εμπλακεί στον ανταρτοπόλεμο στις ζούγκλες. Οπως κι άλλα τέτοια προβλήματα, το άσθμα φαίνεται ότι επηρέασε σημαντικά την ανάπτυξη του. Συχνά δεν μπορούσε να περπατήσει και παρέμενε καθηλωμένος στο κρεββάτι του. Ετσι, ανάπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το διάβασμα και το σκάκι. Αποφασισμένος να ξεπεράσει την αδυναμία του επέμενε να αθλείται. Παρ’ όλα αυτά όμως εξελίχθηκε σε κάπως μοναχικό άνθρωπο, που περνούσε πολλές ώρες διαβάζοντας και μελετώντας. Σ’ αυτό συντέλεσαν επίσης ο χωρισμός των γονιών του, ο θάνατος της γιαγιάς του και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η οικογένεια του.

Στο πανεπιστήμιο ο Τσε ενδιαφέρθηκε αρκετά για τα πολιτικά βιβλία, αν και δεν συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή. Αρχισε να εξετάζει τις σοσιαλιστικές ιδέες και αργότερα θυμόταν ότι διάβασε κάποια έργα των Μαρξ, Εγκελς και Λένιν και κάτι του Στάλιν. Μελέτησε ακόμα λογοτέχνες όπως τον Ζολά και τον Τζακ Λόντον, αλλά και Αργεντινούς σοσιαλιστές όπως τον Αλφρέδο Παλάσιος. Ικανοποιούσε την δίψα του για ποίηση διαβάζοντας κυρίως έργα του Χιλιανού συγγραφέα και μέλους του Κ.Κ. Πάμπλο Νερούδα και του ποιητή του Ισπανικού Εμφύλιου, Φ.Γ. Λόρκα.

Πάντως, παρόλο το ενδιαφέρον για τις σοσιαλιστικές ιδέες δεν αναμείχθηκε καθόλου στην πολιτική δράση, πέρα από το συζητά με διάφορα μέλη της Κομμουνιστικής Νεολαίας και άλλες αριστερές ομάδες. Σύμφωνα με κάποια μαρτυρία μπήκε στην Νεολαία του Περόν (ένα λαϊκίστικο και εθνικιστικό κίνημα της Αργεντινής με ηγέτη τον στρατηγό Περόν), μόνο και μόνο για να αποκτήσει πιο εύκολη πρόσβαση στην βιβλιοθήκη του πανεπιστήμιου.

Έτσι, ο Τσε είχε δημιουργήσει στους γύρω του την εικόνα του ριζοσπάστη και του ανθρώπου που λέει ανοικτά την γνώμη του, αλλά δεν είχε ακόμα ξεκαθαρίσει τις ιδέες του και δεν θεωρούσε τον εαυτό του Μαρξιστή. Κύριος στόχος του παράμενε να γίνει γιατρός για να βοηθήσει τους άρρωστους και τους φτωχούς. Ομως μέσα του άρχισε να φουντώνει ένα πάθος για ταξίδια. Αρχικά γύρισε την Αργεντινή και αργότερα έκανε δύο ταξίδια και γνώρισε όλη την Λατ.Αμερική.

(Άρθρο στο Socialistworld.net / Μετάφραση: “Ξεκίνημα”, Σοσιαλιστική Διεθνιστική Οργάνωση).

Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο δεν υιοθετούνται απ’ το Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα.