“El Poderoso”: Ο Τσε μέσα απ’ το βλέμμα του φίλου του, Αλμπέρτο Γκρανάδο

albertoveche
Αλμπέρτο και Ερνέστο στο Μπουένος Άϊρες, 1950-1951.

Στη μνήμη του Αλμπέρτο Γκρανάδο (1922-2011) που έφυγε απ’ τη ζωή δύο χρόνια πριν, στις 6 Μάρτη 2011.

Για τους πολλούς ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν και είναι ο “Κομαντάντε”, ο Επαναστάτης, ο αργεντίνος κομμουνιστής με το ιδεαλιστικό πνεύμα και την αγέρωχη όψη. Για τον Αλμπέρτο Γκρανάδο υπήρξε ο αμίγκο (φίλος), ο σύντροφος των νεανικών του χρόνων, ο κολλητός, η παρέα του μεγάλου ταξιδιού στις χώρες της νότιας Αμερικής. Μαζί επιχείρησαν το 1952 να κάνουν το γύρο της λατινικής Αμερικής πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, την περίφημη “Ποδερόσα ΙΙ”, σε ένα ταξίδι που έμελλε να μείνει στην ιστορία και να σημαδέψει για πάντα τον Τσε.

Περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες μετά τη δολοφονία του φίλου του στη Βολιβία ο γηραιός πλέον Αλμπέρτο έφερνε στη μνήμη του τα χρόνια εκείνα της αθωότητας. “Δεν με ξέχασε ποτέ και ούτε εγώ τον ξεχνώ” θυμόταν ο Γκρανάδο διηγούμενος την πρώτη του γνωριμία με το ασθματικό παιδί απ’ το Ροσάριο. «Ο Τσε με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε. Ήταν ένα νεαρό, ασθματικό, λεπτό παιδί. Παρατήρησα πως είχε μια σημαντική ικανότητα να αλλάζει άμεσα τις αρνητικές καταστάσεις σε θετικές, μέσω της προσωπικότητας και της εξυπνάδας του… Είχε κι’ αλλες αρετές, οι οποίες στα είκοσι μου χρόνια μου φαινόντουσαν αρνητικά στοιχεία, όπως το ότι δε μπορούσε να πει ψέματα»[1]. Τι ήταν αυτό που έφερε κοντά τους δύο νεαρούς φοιτητές ιατρικής; Μάλλον κάποια κοινή αίσθηση εκτίμησης για την ποίηση, το διάβασμα και ασφαλώς την ακόρεστη διάθεση να ταξιδέψουν, να γνωρίσουν μακρυνά μέρη. «Δεν είχαμε πολιτική κατεύθυνση, μόνο το πνεύμα της περιπέτειας και θέληση για γνώση» εξηγούσε ο ίδιος ο Αλμπέρτο για την κινητήρια δύναμη που τους ώθησε να ταξιδέψουν. Στις πρώτες τους συζητήσεις υπήρχε η σκέψη για ταξίδια τόσο μακρυνά, στην άλλη άκρη του ωκεανού, σε μέρη και χώρες με ιστορία αιώνων. «Στην αρχή είχαμε σκεφτεί την Ευρώπη, την κοιτίδα του πολιτισμού του οποίου ως Αργεντίνοι, είμαστε προϊόντα. Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία – η χώρα της Επανάστασης, που ο Ερνέστο μίλαγε και τη γλώσσα της. Ακόμη η Ισπανία, η κατά μια έννοια μητέρα-πατρίδα μας. Ή ακόμη, η Αίγυπτος των Φαραώ και των πυραμίδων. Δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε, ολόκληρες βδομάδες. Όμως στο βάθος, ο Ερνέστο έλκονταν πιο πολύ απ’ την ήπειρο μας. Να φύγουμε αναζητώντας τις λατινοαμερικάνικες ρίζες μας, ν’ανακαλύψουμε τους προκολομβιανούς πολιτισμούς, ν’ανέβουμε το Μάτσου Πίτσου, να προσπαθήσουμε να εξιχνιάδουμε τα μυστικά, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πως ζούσαν οι Ίνκας… Η Ευρώπη, η Αίγυπτος, όλος ο υπόλοιπος κόσμος, θα μένανε γι’ αργότερα» [2] διηγούνταν ο “Μιάλ”, όπως ήταν το παρατσούκλι του Γκρανάδο στα νιάτα του.

Το ταξίδι στις χώρες της νότιας Αμερικής – στις κρύες εκείνες νύχτες στην Χιλή, στα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα, στις κορυφές του Περού, στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο – “έδεσε” ακόμη περισσότερο τη φιλία του “Μιάλ” με τον “Φουσέρ”, μια φιλία που σύμφωνα με τον Γκρανάδο την “τοποθετούσαν πάνω απ’ όλα”. «Δεν ήταν εύκολο να είσαι φίλος του Ερνέστο, γιατί πάντα υπάρχει μια τάση να συγχωρείς περισσότερα σε ένα φίλο. Συχνά λένε για κάποιο φίλο ότι είναι μεθύστακας, γυναικάς, ότι δεν σέβεται τις γυναίκες. Όμως ο φίλος είναι φίλος και τον υπερασπίζεσαι. Όχι ότι ο Τσε τα έκανε αυτά. Ο φίλος ήταν πάντα φίλος, εφόσον ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο που βοήθησε να γίνουμε φίλοι την πρώτη φορά – έντιμος, καλός φίλος και πάντα έτοιμος να δώσει σε όσους δεν είχαν τίποτε» εξηγούσε ο Αλμπέρτο και προσέθετε: «Ήταν πάντα έντιμος και έθετε τον εαυτό του υψηλές απαιτήσεις, κάτι που διαφαινόταν απο μικρή ηλικία. Αν δεν άντεχες την κριτική, αν σου άρεσε η κολακεία, αν με άλλα λόγια είχες αυταπάτες, δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να γίνεις φίλος του Τσε. Ήταν πάντα έτοιμος να σου επιτεθεί και, αργά ή γρήγορα, θα σε έκανε να θυμώσεις» [3].

Πέραν όμως των απαιτήσεων που είχε ο νεαρός Γκεβάρα, προτίστως από τον εαυτό του και δευτερευόντως από τους φίλους του, δεν έπαυε να είναι ένας νέος της εποχής του. Ένα παιδί όπως όλοι οι υπόλοιποι. Διηγούνταν ο Γκρανάδο ένα περιστατικό, στις αρχές της φιλίας του με τον “Φουσέρ”: «Το 1950 δούλευα σε μια αποικία λεπρών στο Σαν Φρανσίσκο ντε Τσανιάρ και ο Τσε, που τότε σπούδαζε ιατρική, έκανε ταξίδια στην Αργεντινή με ένα μοτοποδήλατο. Επισκέφθηκε και τις 14 επαρχίες της χώρας, ένα ταξίδι κάπου 3000 μιλίων, και σταμάτησε στην αποικία λεπρών να περάσουμε λίγο καιρό μαζί. Επισκευάσαμε το μοτοποδήλατο για να συνεχίσει το ταξίδι και τη μέρα της αναχώρησης οργανώσαμε ένα πάρτι. Κάποιες φίλες μου ήρθαν στο πάρτι και περνούσαμε πολύ ωραία. Όταν σηκωθήκαμε να φτιάξουμε ενα ποτό, θυμήθηκα ότι δεν έπινε, μόνο κάποιες φορές ένα αναψυκτικό με πάγο. Έτσι, χωρίς να του πω που πηγαίναμε, ανεβήκαμε σε ένα μοτοποδήλατο και πήγαμε κάπου 3 μίλια για να βρούμε αναψυκτικό. Πήγα στο σπίτι του γερουσιαστή της επαρχίας, που ήξερα ότι είχε ψυγείο που δούλευε με βενζίνη! Είπα: “Με συγχωρείτε, κυρία. Ένας φίλος που έχει έρθει από το Μπουένος Άιρες είναι πολύ άρρωστος. Έχει πονοκέφαλο, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε λίγο πάγο; Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι με τον πάγο θα του έφτιαχνα ένα κοκτέιλ. Μόλις είχαμε αρχίσει να πίνουμε, εμφανίστηκε η γυναίκα του γερουσιαστή. Ο Ερνέστο έπεσε στο πάτωμα και έκανε ότι του πονούσε το κεφάλι. Ωστόσο η γυναίκα κατάλαβε ότι το έκανε ψέμματα. Σταμάτησε λοιπόν (ο Τσε) και άρχισε να γελά. Αυτός ήταν… απλώς ένας απο τα παιδιά, από εμάς. Αυτό είναι που οι άνθρωποι θέλουν να ξεχάσουν, καθώς αργότερα έγινε ένα ξεχωριστό άτομο. Αλλά, αν ξεχάσουμε τέτοιες στιγμές, ο Τσε γίνεται μια απόμακρη μορφή και τότε πως μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του; Με άλλα, λόγια, τον θεοποιούμε» [4].

Ερνέστο και Αλμπέρτο, Φουσέρ και Μιάλ, μοιράστηκαν πολλές στιγμές πραγματικής φιλίας, που έφτανε απο συζητήσεις για την πολιτική επικαιρότητα μέχρι τους πιο απλούς, νεανικούς αστεϊσμούς μεταξύ τους. Χαρακτηριστικός ο διάλογος που θυμόταν ο Αλμπέρτο από το μακρυνό 1950: «Είχαμε συμφωνήσει να τον πάω με το μοτοποδήλατο μου κάποια απόσταση. Τότε μου λέει: “Κοντέ, έχω να σου πω κάτι πριν φύγω. Είναι φανερό ότι σου αρέσει η λέπρα: η δουλειά σου είναι να είσαι η τοπική προσωπικότητα, να πηδάς ότι κινείται και να κατεβάζεις όσο κρασί μπορείς”. Και γω του λέω: “Δεν πας να γαμηθείς;”. Αυτές οι αναμνήσεις δείχνουν τι ήταν ο Τσε, το χιούμορ του και πως ήταν να είσαι φίλος του».

Alberto Granado02Ο Αλμπέρτο έζησε, εργαζόμενος ως γιατρός και ερευνητής, για ένα διάστημα στη Βενεζουέλα και την Ιταλία, ενώ ο Ερνέστο πραγματοποίησε και άλλο ταξίδι, αυτή τη φορά στην κεντρική Αμερική. Βρέθηκε στη Γουατεμάλα όπου ήρθε σε επαφή με κουβανούς εξόριστους και στο Μεξικό πήρε τη μεγάλη απόφαση να αφοσιωθεί στον σκοπό της κουβανικής επανάστασης. Ο Γκρανάδο θυμόταν ότι, ο Τσε, από τα πρώτα στάδια της πολιτικής του ενηλικίωσης, έδειχνε να στρέφεται προς τον επαναστατικό σοσιαλισμό, στην ανάγκη ένοπλης καταπολέμησης του φρικτού ιμπεριαλισμού, των ντόπιων και ξένων καπιταλιστικών “χταποδιών” όπως τα αποκαλούσε. “Ο Ερνέστο είχε την πεποίθηση ότι η αντιδραστική ισχύς και βία έπρεπε να αντιμετωπιστεί με επαναστατική βία” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο αργεντίνος γιατρός. Χαρακτηριστικός είναι άλλωστε και ο διάλογος τους, το 1952, στις ιστορικές κορυφές του Μάτσου Πίτσου, στο Περού, σε μια στιγμή που είχαν κάτσει να ξαποστάσουν: Ο Μιάλ ξεκινά με ένα παραλλήρημα, από αυτά που συνήθιζε, αναμειγνύοντας ποίηση (συνήθως του Πάμπλο Νερούδα και του Γκαρσία Μάρκες) με πολιτικούς στοχασμούς. «Θα παντρευτώ τη Μαρία Μαγδαλένα απ’ το Κούσκο, και καθώς είμαι απόγονος του Μάνκο Καπάκ ΙΙ, θα γίνω με τη σειρά μου ο Μάνκο Καπάκ ΙΙΙ. Οργανώνω το κόμμα μου, βάζω το λαό μου να ψηφίσει και ξαναγεννιέται έτσι η επανάσταση του Τουπάκ Αμάρου, δηλαδή η πραγματική ινδοαμερικάνικη Επανάσταση» λέει ο Μιάλ, για να λάβει την απάντηση απ’ τον Φούσερ που τον παρακολουθούσε κουνώντας το κεφάλι: «Επανάσταση χωρίς να πέσει τουφεκιά; Είσαι τρελός, Πετίσο!» .

Κάποια στιγμή οι δρόμοι των δύο στενών φίλων χώρισαν. Τον Ιούλη του 1952 το ταξίδι τους στη νότια Αμερική λαμβάνει τέλος. Στο αεροδρόμιο Μαϊκετία της Βενεζουέλας θα αποχαιρετιστούν. Ο Τσε όμως δεν θα ξεχάσει ποτέ τον φίλο του. Το 1960 ο Γκρανάδο θα επισκεπτεί στην Κούβα τον παλιόφιλο του, σημαίνων πλέον στέλεχος της επαναστατικής κυβέρνησης του Φιντέλ Κάστρο και ένα χρόνο αργότερα, το 1961, θα εγκατασταθεί και ο ίδιος στο νησί. Έκτοτε ο Αλμπέρτο Γκρανάδο δεν εγκατέλεψε ποτέ την Κούβα μέχρι και το θάνατο του. Ίδρυσε στην Κούβα την Σχολή Ιατρικής του Σαντιάγκο και δίδαξε βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας. Συχνά, όταν βρισκόταν στην Αβάνα επισκέπτονταν τον Τσε και μαζί έπιναν το αγαπημένο τους τσαϊ ματέ, το ζεστό ποτό που τους κρατούσε συντροφιά τα κρύα βράδια του 1952 κατά τη διάρκεια του νεανικού τους ταξιδιού.

Με αναζητούσε συχνά, αλλά, καθώς ήταν υπουργός, πίστευα ότι δεν έπρεπε να σπαταλά τον πολύτιμο χρόνο του μαζί μου. Αυτό είναι το μόνο που μετανιώνω. Έπρεπε να τον βλέπω περισσότερο. Όποτε πήγαινε στο Σαντιάγκο ντε Κούβα με επισκέπτονταν. Όποτε πήγαινα στην Αβάνα, του τηλεφωνούσα” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο Γκρανάδο.

al che 1Συναντήθηκαν για τελευταία φορά πριν την αναχώρηση του Τσε για το Κονγκό, τον Απρίλη του 1965. Αυτήν την συνάντηση θυμόταν ο Αλμπέρτο: «Πριν φύγει για το Κονγκό νομίζω ότι ήθελε να με αποχαιρετήσει με τον δικό του τρόπο, με ελάχιστα λόγια και μάλλον δεν ήθελε να είναι πολύ συναισθηματικός, ή τουλάχιστο να μην το δείχνει. Πριν φύγει μου έδωσε τρείς τόμους του βασικού ιστορικού βιβλίου της Κούβας, του El Ingenio (. Σε έναν απ’ τους τόμους ο Τσε είχε γράψει κάτι για τον παλιό του φίλο, ως περιπεκτική αφιέρωση, μα και ως αποχαιρετιστήριο μήνυμα: «Όταν κατακάτσει η μυρωδιά της μπαρούτης, θα σε περιμένω, γύφτε που δεν περιπλανιέσαι πια». «Νομίζω», έλεγε ο Γκρανάδο, «ότι τα λόγια που μου έγραψε ήταν ένα κάλεσμα να τον συναντήσω μόλις τα κανόνια ηχήσουν τον χαιρετισμό τους. Με άλλα λόγια, μόλις έρθει η νίκη, κάτι για το οποίο ήταν πάντα σίγουρος». Ήταν η τελευταία φορά που είδε ο ένας τον άλλο.

Στις 6 Μάρτη 2011, σαρανταέξι χρόνια μετά τον τελευταίο αποχαιρετισμό, ο Αλμπέρτο Γκρανάδο – ο Μιάλ, ο Πετίσο – έφυγε απ’ τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 88 χρόνων. Τα “ημερολόγια μοτοσυκλέτας” εκδόθηκαν σε βιβλία και προβλήθηκαν στη μεγάλη οθόνη, έγιναν ανάμνηση μιας μακρυνής εποχής, μια ιστορία δύο νεαρών που αποφάσισαν να γνωρίσουν τον κόσμο γύρω τους.

Το ταξίδι, όμως, συνεχίζεται. Μέχρι τα κανόνια να ηχήσουν τον χαιρετισμό τους. Hasta la victoria. 

Σημειώσεις:

[1] Συνέντευξη στην Helen Yaffe, 24 Φλεβάρη 2005, Αβάνα, Κούβα.

[2] & [5] Ζαν Κορμιέ, Αλμπέρτο Γκρανάδο, Ίλντα Γκεβάρα Γκαδέα, «ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ» (Βιογραφία), Εκδ. Καστανιώτη, 1995.

[3] & [4] & [6] Hilda Barrio, Gareth Jenkins, «Che Handbook», MQ Publications Ltd, 2006.

Επιμέλεια: Ν. Μόττας/Guevaristas. 

Ένας χρόνος χωρίς τον Αλμπέρτο Γκρανάδο

Ήταν 5 Μαρτίου 2011 όταν ο αδελφικός φίλος του Ερνέστο Γκεβάρα, ο Αλμπέρτο Γκρανάδο έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών. Ο Αλμπέρτο απέκτησε διεθνή φήμη ως ο ευρηματικός και θερμόαιμος συνταξιδιώτης του Τσε στην περίφημη μεγάλη περιπλάνηση που πραγματοποίησαν οι δυο τους σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Ο Γκρανάδο υπήρξε η «ζωντανή μνήμη» της νεότητας του Γκεβάρα – ο μοναδικός που τον γνώρισε αρκετά πριν ο Ερνέστο γίνει Τσε. Μοιράστηκαν μαζί στιγμές χαράς και λύπης, συγκίνησης και γέλιου, εντυπωσιασμού, μικρά ατυχήματα με τη θρυλική μηχανή Ποδερόσα ΙΙ, εμπειρίες που στιγμάτισαν για πάντα τις ζωές τους. Για τον Τσε ο Αλμπέρτο ήταν ο «Μιάλ», γιά τον Αλμπέρτο ο Τσε ήταν ο «Φούσερ». Είχαν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, όπως δύο αχώριστοι φίλοι.

Η 26η Ιουλίου 1952 ήταν η τελευταία του ταξιδιού τους στη Λατινική Αμερική. Εκεί έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Την επόμενη φορά που θα βρισκόντουσαν ξανά, ο Τσε θα ήταν πλέον κορυφαίο μέλος της Επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας.

«Στις 26 Ιουλίου 1952, πρωί πρωί, ο Ερνέστο Γκεβάρα ετοιμάζεται να φύγει απ’ το αεροδρόμιο Μαϊκετία, με την άτρακτο του αεροπλάνου φίσκα στα άλογα. Οι δυο συνοδοιπόροι συντομεύουν τον αποχαιρετισμό. Ο καθένας τους καταπίνει την συγκίνηση του, μπλοφάρει για να μετριάσει τη συγκίνηση του άλλου.

«Πέρνα τις εξετάσεις σου κι έλα πάλι να με βρείς, θα ξαναπάρουμε τους δρόμους μέχρι το Μεξικό», λέει ο Μιάλ, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό.

Ανεβαίνοντας τη σκάλα του αεροπλάνου, ο Φουσέρ αποφεύγει να γυρίσει, για να μη δει ο φίλος του τη θλίψη στο πρόσωπο του».

(Ζ.Κορμιέ, Ίλ.Γκεβάρα, Αλ.Γκρανάδο (1995), Τσε Γκεβάρα, Εκδ. Καστανιώτη.)

Ο Γκρανάδο, όπως και ο Τσε, επέλεξε την Κούβα για να ζήσει και να εργαστεί. Ίδρυσε την Σχολή Ιατρικής του Σαντιάγκο και δίδαξε βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας. Τη δεκαετία του 1980 έλαβε μέρος στην ίδρυση της Κουβανικής Εταιρείας Γενετικής της οποίας διορίστηκε πρόεδρος.

Παρέμεινε, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, σταθερός υποστηρικτής των δίκαιων αιτημάτων της Κούβας και αταλάντευτος οπαδός των ιδεών που κληροδότησε ο Τσε. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 χρόνων, από φυσικά αίτια. Σαραντατέσσερα περίπου χρόνια πριν στη Βολιβία, είχε χάσει τον καλό του φίλο.

Τώρα, μπορούμε να υποθέτουμε ότι Μιάλ και Φούσερ συνεχίζουν το δικό τους, ατέρμονο ταξίδι, με το ίδιο πάθος και την ίδια όρεξη που είχαν στα θρυλικά Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας.

Guevaristas.

Ποδερόσα (La Poderosa II)

Η θρυλική «Ποδερόσα ΙΙ» κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη Νότια Αμερική. Ο Τσε Γκεβάρα είναι στο κέντρο, τρίτος από δεξιά.

Με το όνομα Ποδερόσα ΙΙ («Η Δυνατή») είναι γνωστή η μηχανή μάρκας Νόρτον (Norton 500cc) με την οποία ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Αλμπέρτο Γκρανάδο διέσχισαν τη Νότιο Αμερική κατά το διάσημο ταξίδι τους («Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας») το 1951. Η μηχανή ήταν ιδιοκτησίας του Αλμπέρτο Γκρανάδο, απόφοιτου βιοχημικής. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και έπειτα από αρκετά μικροατυχήματα, λίγο έξω απ’ το Σαντιάγκο της Χιλής, το καλώδιο που συνέδεε το μπροστινό φρένο της Ποδερόσα έσπασε με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μη αναστρέψιμος ζημιά στη μηχανή. Στο Σαντιάγκο ο Γκρανάδο αναγκάστηκε να αφήσει το αγαπημένο του όχημα σε ένα συνεργείο, καθώς οι δύο φίλοι έπρεπε να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Εξήντα χρόνια μετά τη θρυλική διαδρομή των Ημερολογίων Μοτοσυκλέτας, η Ποδερόσα η εξαρτήματα της δεν είναι δυνατό να βρεθούν. Παρ’ όλα αυτά, στο μουσείο του Τσε Γκεβάρα στην Κόρδοβα της Αργεντινής, εκτίθεται μιά ρέπλικα του μοντέλου της διάσημης μηχανής.

Χιλή 1952: Η ασθματική γερόντισσα της «Τζιοκόντα»

Ο ΤΣΕ (ΑΡΙΣΤΕΡΑ) ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΓΚΡΑΝΑΔΟ ΤΟ 1951.

Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης περιπλάνησης τους στη Νότια Αμερική, ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Αλμπέρτο Γκρανάδο βρέθηκαν στο Βαλπαραϊσο (Valparaíso) της Χιλής. Μια γραφική, παραθαλάσσια πόλη, «χτισμένη στην άκρη της παραλίας με θέα σε ένα μεγάλο κόλπο» όπως αναφέρει ο Τσε στα απομνημονεύματα του στα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας.  Οι δύο νεαροί αργεντίνοι κατέλησαν για να ξεκουραστούν προσωρινά στην «Τζιοκόντα», ενός ρεστοράν που ανήκε σε συμπατριώτη τους.

Μάρτιος 1952. Ο Τσε διηγείται στο ημερολόγιο του τις προσπάθειες να βρουν εργασία στο τοπικό νοσοκομείο (σ.σ: ο Τσε ήταν ακόμη φοιτητής Ιατρικής) και αναφέρει, με λόγια που σαν πρόκες καρφώνονται στη μνήμη, ίσως μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του μεγάλου ταξιδιού του:

«Προσπαθούσαμε να έρθουμε σε απευθείας επαφή με τους γιατρούς του Πετροουέ, αλλά αυτοί μόλις γύριζαν από τις δραστηριότητες τους και, μην έχοντας καιρό για χάσιμο, δε μας παραχωρούσαν ούτε μία τυπική συνάντηση-ωστόσο τους είχαμε εντοπίσει και εκείνο το απόγευμα χωριστήκαμε: ο Αλμπέρτο τους ακολούθησε και εγώ πήγα να δω μια ασθματική γερόντισσα, πελάτισσα της «Τζοκόντα». Τη λυπόσουν την καψερή, το δωμάτιο της βρομούσε ιδρωτίλα, ποδαρίλα και σκόνη από δυο τρεις πολυθρόνες, τα μοναδικά είδη πολυτελείας στο σπίτι της. Εκτός από το άσθμα, υπέφερε και από καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν μία από τις περιπτώσεις που ένας γιατρός, συνειδητοποιώντας ότι είναι ανίσχυρος μπροστά στην κατάσταση, νιώθει την επιθυμία μιας ριζικής αλλαγής, που να εξαλείψει την αδικία η οποία ανάγκασε τη γριά γυναίκα να δουλεύει σαν υπηρέτρια μέχρι τον προηγούμενο μήνα για να βγάλει το ψωμί της, ασθμαίνοντας, υποφέροντας, μα κρατώντας ψηλά το κεφάλι στη ζωή. Το ζήτημα είναι πως στις φτωχές οικογένειες το μέλος που αδυνατεί να κερδίσει τα προς το ζην περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας, που κρύβεται με το ζόρι. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι πατέρας, μητέρα, αδερφός· γίνεται ένας αρνητικός παράγοντας στον αγώνα για επιβίωση και, ως τέτοιος, στόχος μνησικακίας της υγιούς κοινότητας, που θεωρεί την αναπηρία του σαν προσωπική προσβολή γι’ αυτούς που πρέπει να τον συντηρήσουν. Εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου. Στα μάτια των ετοιμοθάνατων βλέπεις μια καρτερική έκκληση συγνώμης και, συχνά, μια απελπισμένη έκκληση παρηγοριάς που χάνεται στο κενό, όπως θα χαθεί γρήγορα και το σώμα μέσα στην απεραντοσύνη του μυστηρίου που μας περιβάλλει. Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας. Δεν μπορώ να κάνω πολλά για την άρρωστη· της γράφω απλώς μια κατάλληλη δίαιτα, ένα διουρητικό και αντιασθματικά διαλύματα. Μου έχουν μείνει μερικές δραμαμίνες και της τις χαρίζω. Όταν βγαίνω, με ακολουθούν τα στοργικά λόγια της γερόντισσας και οι αδιάφορες ματιές των συγγενών».

[Το χαμόγελο της «Τζοκόντα», Ημερολόγια Μοτοσικλέτας].

Η εμπειρία αυτή του νεαρού Γκεβάρα, φοιτητή της Ιατρικής τότε, αποτέλεσε ίσως το ξεκίνημα μιάς σειράς γεγονότων που σταδιακά «έπλασαν» την κοινωνική και πολιτική του συνείδηση. Από τα γραπτά του, όπως αποτυπώνονται στα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας, μπορεί κανείς να συμπεράνει το έναυσμα της πολιτικής του συνειδητοποίησης και τις αγωνιώδεις σκέψεις του γιά την ύπαρξη της παράλογης τάξης πραγμάτων που διαιρεί τους ανθρώπους σε κοινωνικές τάξεις και την «τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου», η οποία αντικατοπτρίζονταν στο βλέμμα της ετοιμοθάνατης ασθματικής γερόντισσας.

Αλμπέρτο Γκρανάδο (Alberto Granado)

Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο ήταν αργεντινο-κουβανός γιατρός και συγγραφέας. Υπήρξε στενός φίλος του Τσε και συνταξιδιώτης του κατά το πολύμηνο ταξίδι τους στη Λατινική Αμερική, το οποίο καταγράφτηκε στο βιβλίο «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας». Ήταν ο ιδιοκτήτης της θρυλικής μηχανής «Ποδερόσα ΙΙ». Γεννήθηκε το 1922 το Ερνάντο, στην επαρχία της Κόρδοβα της Αργεντινής και σπούδασε βιοχημική και ειδίκευση στην επιδημιολογία και τη λεπρολογία. Αργότερα ίδρυσε στην Κούβα την Σχολή Ιατρικής του Σαντιάγκο και δίδαξε βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας. Τη δεκαετία του ’80 έλαβε μέρος στην ίδρυση της Κουβανικής Εταιρείας Γενετικής της οποίας διορίστηκε πρόεδρος. Από το 1997 και έπειτα, έχοντας πλέον συνταξιοδοτηθεί, αφιερώθηκε στην προώθηση των συμφερόντων της Κούβας και των ιδεών του συντρόφου του, Τσε.

Ο Γκρανάδο υπήρξε σύμβουλος των συντελεστών της ταινίας «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας» (2004) που σκηνοθετήθηκε από Βάλτερ Σάλες με παραγωγό τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Το βιβλίο του «Travelling with Che Guevara: The Making of a Revolutionary», στο οποίο βασίστηκε η ταινία, εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα το 2003. Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο πέθανε το Μάρτιο του 2011 από φυσικά αίτια σε ηλικία 88 ετών στην Αβάνα.

Ο Αλμπέρτο Γκρανάδο με τους ηθοποιούς Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ και Ροντρίγκο δε λα Σέρνα στα γυρίσματα της ταινίας «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας» (2004).

Αφιέρωμα στον Αλμπέρτο Γκρανάδο.

Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας (Motorcycle Diaries)

Τα Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας (Diarios de Motocicleta) είναι ημερολόγιο ταξιδιού σε μορφή αφηγήματος γραμμένο από τον ίδιο τον Ερνέστο Γκεβάρα. Το βιβλίο,  εκδωθέν γιά πρώτη φορά στα ισπανικά το 1993, περιγράφει τις εμπειρίες και αναμνήσεις του Γκεβάρα από το πολύμηνο ταξίδι του στη Λατινική Αμερική κατά τα νεανικά του χρόνια (1952) μαζί με τον στενό του φίλο Αλμπέρτο Γκρανάδο. Ο Τσε περιγράφει το ταξίδι με την θρυλική μοτοσυκλέτα «Ποδερόσα ΙΙ» (ιδιοκτησίας Γκρανάδο), τα όσα είδε και έζησε σε χωριά και πόλεις της Νότιας Αμερικής, τις αναποδιές και τα ευχάριστα, τις καλές και κακές εμπειρίες μιάς περιπλάνησης που σφράγισε τη νεότητα του.

Γιά πολλούς, το ταξίδι αυτό του νεαρού Τσε σημάδεψε και τις μετέπειτα επαναστατικές ιδέες του. Βλέποντας με τα ίδια του τα μάτια την πείνα, τη φτώχεια, τη δυστυχία αλλά και τα αποτελέσματα του ιμπεριαλισμού στις υποανάπτυκτες περιοχές της Λατινικής Αμερικής ο Τσε – φοιτητής ιατρικής τότε – αρχίζει να αποκτά έντονη επαναστατική συνείδηση. Ο ίδιος κλείνει  τα απομνημονεύματα του με τα εξής λόγια:

«Νιώθω κιόλας να γεμίζουν τα ρουθούνια μου από τη στυφή οσμή του μπαρουτιού και του αίματος, του θανάτου του εχθρού. Το κορμί μου συσπάται κιόλας πρόθυμο γιά τη μάχη και ετοιμάζω την ύπαρξη μου σαν ιερό ναό, για να αντηχήσει μέσα του με νέα δύναμη και νέες ελπίδες η ζωώδης κραυγή του θριαμβευτή προλεταριάτου».

Στην αρχή δε των σημειώσεων του, τις οποίες επιμελήθηκε λίγα χρόνια αργότερα ως μέλος του κουβανικού επαναστατικού αγώνα, ο Τσε γράφει:

«Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις σημειώσεις «πέθανε» μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της Αργεντινής και αυτός που τις τακτοποιεί και τις «ξαναχτενίζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον. Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε περισσότερο απ’ ότι πίστευα».

Στα «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας» βασίστηκε η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία σκηνοθεσίας Βάλτερ Σάλες που προβλήθηκε το 2004.