El Pensamiento Economico de Ernesto Che Guevara / Η οικονομική σκέψη του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (Μέρος Τρίτο)

ΜΕΡΟΣ ‘Γ (Συνέχεια από ΜΕΡΟΣ ‘Β).

«Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ» του οικονομολόγου Carlos Tablada Perez, εκδόσεις  Casa de las Americas 1987, CUBA.

Του Βαγγέλη Γονατά – ΑΒΑΝΑ, ΚΟΥΒΑ.

Στο κέντρο της αντιπαράθεσης  μπαίνει αν  οι  οικονομικοί νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας (ο νόμος της αξίας, το κεφάλαιο, η λειτουργία του χρήματος, το εμπόρευμα) μπορούν να έχουν εφαρμογή και λειτουργία στην σοσιαλιστική οικονομία τόσο στο εσωτερικό μιας χώρας, όσο και στις διακρατικές οικονομικές σχέσεις των σοσιαλιστικών χωρών σε συνθήκες που η αγορά είναι παγκόσμια. Η ύπαρξη αυτών των νόμων δεν αμφισβητείται κατά την μεταβατική περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού, το ζήτημα που τίθεται είναι αν πρέπει να ενισχύονται-υιοθετούνται ή να απονεκρώνονται.  Και τι κάνει ως προς αυτό το κάθε σύστημα σχεδιασμού και ελέγχου της οικονομίας, λειτουργίας των επιχειρήσεων, οργάνωσης τελικά της παραγωγής.

Κορυφαία αντίθεση ανάμεσα στις 2 αντιλήψεις των υποστηρικτών των 2 συστημάτων εμφανίζεται η θέση των υλικών ή ηθικών κινήτρων για την δραστηριοποίηση των εργαζόμενων και την επιβράβευση της δουλειάς. Το λογιστικό σύστημα θεωρεί κινητήριο μοχλό της οικονομίας τα υλικά κίνητρα. Το νεαρό προϋπολογιστικό σύστημα υιοθετεί βασικά τα ηθικά κίνητρα. Η άποψη του Γκεβάρα είναι ότι ο σοσιαλισμός θα χτιστεί από τους ανθρώπους, γι αυτό απαιτείται να καλλιεργηθεί νέα (σοσιαλιστική) ηθική. Σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να ανεβαίνει διαρκώς η ειδίκευση  και τελικά η μόρφωση. Τα μέτρα που υιοθετεί το προϋπολογιστικό σύστημα εκφράζουν αυτή ακριβώς την αντίληψη.

Στα υλικά κίνητρα (μπόνους) μπαίνει οροφή ο μισθός της αμέσως ανώτερης μισθολογικής κλάσης, και για να ανέβει μισθολογική κλάση ο εργαζόμενος πρέπει πριν, οπωσδήποτε  να εκπαιδευτεί – εξειδικευτεί. Αυτό θα τον οδηγήσει να αλλάζει πόστα και δουλειές, θα του ενισχύει την «υλική αντίληψη» ότι δουλεύει για το σύνολο της κοινωνίας.

Στο πλάνο δεν μετρά η ποσότητα παραγωγής, αλλά η ποσότητα εργασίας στο χρόνο, υποστηρίζοντας ότι η συνειδητή εργασία θα ανεβάσει μακροπρόθεσμα  και την παραγωγή. Ξεκινάει η καμπάνια εθελοντικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι αυτό που αποξενώνει τον άνθρωπο από την δουλειά δεν είναι η ίδια η εργασία, αλλά το ότι δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής.

Στο προϋπολογιστικό σύστημα η λειτουργία του χρήματος είναι απλά λογιστική, «χρήμα υπολογισμού» και αναγκαστικά, χρήμα πληρωμής των μισθών, καθώς η εμπορευματική κυκλοφορία απαιτεί το χρήμα. Παρ ότι ακόμα και σήμερα υπάρχει στην Κούβα η Libreta (δελτίο)  με την οποία ο πληθυσμός προμηθεύεται κάποια βασικά είδη διατροφής από τα ειδικά κρατικά καταστήματα χωρίς την χρήση του χρήματος, παροχή που είναι αποσυνδεμένη από τον μισθό. Ένα μέτρο που έρχεται από τότε, που – αν μη τι άλλο – επιχειρεί να περιορίσει το ρόλο του χρήματος-νομίσματος στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Στο προϋπολογιστικό σύστημα το Κεφάλαιο, ο βασικός οικονομικός νόμος της καπιταλιστικής παραγωγής, δεν υπάρχει στο επίπεδο της επιχείρησης, που λειτουργεί με αυτό το σύστημα. Οι κεντρικοί μηχανισμοί έχουν δώσει στην επιχείρηση το πλάνο της παραγωγής που πρέπει να προσφέρει στην κοινωνία, και τα αντίστοιχα κονδύλια για το κόστος της παραγωγής στην Τράπεζα. Οι μισθοί είναι σε ειδικό λογαριασμό για να είναι αδύνατος ο συμψηφισμός τους με άλλα «κόστη» , αλλά και η παροχή  παραπάνω «υλικών κινήτρων» που θα εξοικονομηθούν από τον περιορισμό του κόστους παραγωγής μέσω της πτώσης της ποιότητας. Τα έσοδα της επιχείρησης – οι τιμές των προϊόντων είναι καθορισμένες – είτε προέρχονται από άλλες επιχειρήσεις , είτε από «καταναλωτές» περνάνε κατ ευθείαν στο κράτος. Σε επίπεδο επιχείρησης  ο νόμος του κέρδους έχει εξαφανιστεί. Ναι, μια επιχείρηση μπορεί να λειτουργεί με «ζημιά» (αφού οι τιμές των προϊόντων της είναι καθορισμένες και δεν έχει λόγο και τρόπο να τις αυξήσει)  και να παράγει τα αναγκαία για την κοινωνία προϊόντα. Την «ζημιά» της θα την καλύψει κάποια άλλη επιχείρηση με «κέρδος» και ο κεντρικός σχεδιασμός μπορεί και πρέπει  να το κρίνει με βάση το συμφέρον όλης της κοινωνίας και όχι της επιχείρησης.

Και φτάνουμε στην επιχείρηση, στον ακρογωνιαίο λίθο της καπιταλιστικής παραγωγής,  μιας άναρχης παραγωγής αφού ατμομηχανή της είναι το κέρδος της επιχείρησης (του καπιταλιστή ιδιοκτήτη) και οδηγεί αναπόφευκτα στις καπιταλιστικές κρίσεις υπερπαραγωγής. Στο προϋπολογιστικό σύστημα απλά η επιχείρηση χάνει την νομική της υπόσταση. Μεγαλώνει όσο μπορεί, ενοποιείται κλαδικά ή και εδαφικά προκειμένου να έχει όσο το δυνατόν πιο κοινωνική αντίληψη, να βλέπει τα συμφέροντα όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας και όχι τα στενά συμφέροντα των μελών της. Το ότι στα μέλη της δεν συμπεριλαμβάνεται πια ο καπιταλιστής πρώην ιδιοκτήτης αλλά μόνο ο διευθυντικός μηχανισμός και οι εργαζόμενοί της, από μόνο του δεν είναι το παν όσο αφορά την προσφορά της στην κοινωνία. Ιδιαίτερα όταν οι  μηχανισμοί (εργατικού) ελέγχου στον διευθυντικό μηχανισμό δηλ. μέσα στην επιχείρηση είναι και πρωτόγνωροι και αδύνατοι, καθώς ο παλιός τρόπος είναι βαθιά ριζωμένος. Αντίστοιχα στους κεντρικούς κρατικούς μηχανισμούς σχεδιασμού και ελέγχου η γραφειοκρατία αναπτύσσεται σχεδόν αυτόματα, σαν αποτέλεσμα του παλιού τρόπου λειτουργίας του κράτους που είναι επίσης βαθιά ριζωμένος αλλά  αποκτά και νέα χαρακτηριστικά, ο Γκεβάρα περιγράφει την γραφειοκρατία σαν «ένα ειδικό σύστημα  ύπνου, που τα πράγματα κοιμούνται βρισκόμενα διαρκώς σε κίνηση».

Υποστηρίζει επίσης ότι τόσο η ενοποίηση όσο και η εφαρμογή του προϋπολογιστικού συστήματος, μπόρεσε να γίνει ευκολότερα σε κάποιες επιχειρήσεις στην Κούβα, από ότι στην Τσαρική Ρωσία, καθώς η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού είχε ήδη καταστήσει αναγκαία την δημιουργία τέτοιων μεγάλων επιχειρήσεων που  κάποιες ούτε καν την έδρα τους είχαν στην Κούβα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η  Ενοποιημένη Επιχείρηση Πετρελαίου που προήλθε από την συγχώνευση των 3 ιμπεριαλιστικών διυλιστηρίων που υπήρχαν (Εsso ,Texaco,Shell), αλλά και η δημιουργική μεταφορά αυτής της εμπειρίας στη δημιουργία μεγάλων τέτοιων επιχειρήσεων όπως η Ενοποιημένη Επιχείρηση Αλεύρων.

Και φτάνουμε σε έναν όρο που έχει και σύγχρονη αναφορά, στην «Αυτοδιαχείριση των Επιχειρήσεων». Ο όρος  δίκαια χρησιμοποιείται στον επεξηγηματικό υπότιτλο του Λογιστικού Συστήματος, καθώς εκφράζει απόλυτα τη βασική διαφορά -για την Επιχείρηση- με το Προϋπολογιστικό Σύστημα που είναι η «Ενοποίηση των Επιχειρήσεων».

Η σύγχρονη αναφορά του όρου έγκειται στο γεγονός της χρησιμοποίησης αυτής της μορφής πάλης (κατάληψη της επιχείρησης και λειτουργία της από τους εργαζόμενους) από το εργατικό κίνημα σε διάφορες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα αυτές που η κρίση, οδήγησε σε ακραία φαινόμενα τη ζωή των ανθρώπων. Συνήθως η ανυπαρξία αξιόπιστου πολιτικού επαναστατικού κέντρου σε αυτές τις  χώρες που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας, οδήγησε την αντίληψη πολλών  πολιτικών-ιδεολογικών ρευμάτων να  δουν σε  αυτήν την γοητευτική – αλλά αμυντική τελικά – μορφή πάλης  εμβρυακά σπέρματα επαναστατικής εξουσίας. Σοσιαλιστικές νησίδες μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, θεωρία βέβαια που δεν εμφανίστηκε πρώτη φορά τώρα και έχει και αυτή την δική της ιστορία. Ο χρόνος βέβαια έδειξε για άλλη μια φορά, ότι χωρίς  επαναστατική εξουσία αυτές οι νησίδες ή εκφυλίζονται σε  κανονικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις συνεταιριστικού τύπου ή (το συνηθέστερο) καταστέλλονται.

Η  εμπειρία  της προσπάθειας οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά και η εν λόγω συζήτηση στην Κούβα και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο τη δεκαετία του 60 δείχνει ότι η επιχείρηση   που φτιάχνεται στον καπιταλισμό είναι αντιδραστική από τη φύση της, καθώς ιδρύεται με βάση τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής που βασικό της κίνητρο είναι το κέρδος και όχι οι ανάγκες της κοινωνίας. Είναι από τη φύση της λοιπόν αντικοινωνική και  όσο είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί στην αρχή, άλλο τόσο είναι αναγκαίο μετά να αλλάξει. Και αυτό βέβαια μπορεί να γίνει μόνο από τα πάνω, με κεντρικό σχεδιασμό και κρατικό έλεγχο. Οι μηχανισμοί εργατικού ελέγχου στην επιχείρηση, η κάθετη αλλά και οριζόντια πρόσβαση και αποφασιστική επίδρασή τους στα όργανα του κεντρικού σχεδιασμού, η δημοσιότητα στην κριτική, είναι αυτό που θα μειώνει τα αποτελέσματα της γραφειοκρατίας, που όπως είπαμε, η δημιουργία της σαν αντίληψη (μηχανιστική αντίληψη ,ξέκομα τελικά από την πραγματικότητα) συντελείται με τρόπο αυτόματο. Έτσι λοιπόν, στο απλοποιημένο δίπολο  (Ενοποίηση ή Αυτοδιαχείριση)  η επαναστατική απάντηση είναι Ενοποίηση και η αντιδραστική Αυτοδιαχείριση.

Εδώ θα πρέπει να διαχωρίσουμε την χρησιμοποίηση της  μορφής  κατάληψη της επιχείρησης από τους εργαζόμενους με αίτημα να εθνικοποιηθεί σε συνθήκες Επαναστατικής εξουσίας. Σημειώνουμε ότι πριν γίνει οποιαδήποτε εθνικοποίηση στην Κούβα κάποια εργοστάσια καταλήφθηκαν από τους εργαζόμενους. Στην Βενεζουέλα η κατάληψη ενός εργοστασίου δίνει το νομικό έρεισμα στην κυβέρνηση να επιχειρήσει την εθνικοποίησή του μέσα από δικαστική διαδικασία.

Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό η συζήτηση την δεκαετία του 60 για τα οικονομικά συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των επιχειρήσεων και η πολεμική γύρω από αυτά τα ζητήματα κάθε άλλο παρά περιορίστηκε στα όρια της Κούβας, αντίθετα ήταν διεθνής και διεξήχθη σε όλο το τότε σοσιαλιστικό στρατόπεδο, βεβαίως με εντελώς αντίθετη από τους Κουβανούς στόχευση. Μπορούμε σήμερα να δούμε καθαρά ότι οι Κουβανοί αντιλαμβάνονταν   πλήρως το διεθνιστικό  καθήκον  της συμβολής τους στη διαμόρφωση της στρατηγικής του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ανέλαβαν ίσως και μεγαλύτερο φορτίο από όσο τους αναλογούσε. Στα επόμενα χρόνια αυτό τους έγινε συνήθεια και κάποιοι λένε ότι ήταν κακό γι αυτούς και τους κόστισε ακριβά. Δεν ξέρουμε αν και πόσο ήταν κακό για τους Κουβανούς , σίγουρα όμως ήταν καλό για το διεθνές επαναστατικό κίνημα.

Πηγή: Sierra Maestra, 8.6.2012.