Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις «New Star». Πρόκειται για την έκδοση 11 ποιημάτων του εθνικού ποιητή της Κούβας Νικολάς Γκιγιέν (Nicolás Guillén, 1902-1989) με θέμα τον Τσε και την Επανάσταση. Το βιβλίο φέρει τον τίτλο «Νικολάς Γκιγιέν: Αηδόνια και Μπαζούκας» ενώ εμπνευστής, δημιουργός και επιμελητής της έκδοσης είναι ο Μπάμπης Ζαφειράτος.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου δημοσιεύουμε το ποίημα «Che Comandante, amigo» του Γκιγιέν, σε μετάφραση Μπάμπη Ζαφειράτου, συνοδευόμενο από ένα βίντεο με την αφήγηση του από τον ίδιο τον ποιητή.
NO porque hayas caído
tu luz es menos alta. Un caballo de fuego sostiene tu escultura guerrillera entre el viento y las nubes de la Sierra. No por callado eres silencio. Y no porque te quemen, porque te disimulen bajo tierra, porque te escondan en cementerios, bosques, páramos, van a impedir que te encontremos, Che Comandante, amigo. CON sus dientes de júbilo Norteamérica ríe. Mas de pronto revuélvese en su lecho de dólares. Se le cuaja la risa en una máscara, y tu gran cuerpo de metal sube, se disemina en las guerrillas como tábanos, y tu ancho nombre herido ilumina la noche americana como una estrella súbita, caída en medio de una orgía. Tú lo sabías, Guevara, pero no lo dijiste por modestia, por no hablar de ti mismo, Che Comandante, amigo. ESTÁS en todas partes. En el indio hecho de sueño y cobre. Y en el negro revuelto en espumosa muchedumbre, y en el ser petrolero y salitrero, y en el terrible desamparo de la banana, y en la gran pampa de y en el azúcar y en la sal y en los cafetos, tú, móvil estatua de tu sangre como vivo, como no te querían, Che Comandante, amigo. CUBA te sabe de memoria. Rostro de barbas que clarean. Y marfil y aceituna en la piel de santo joven. Firme la voz que ordena sin mandar, que manda compañera, ordena amiga, tierna y dura de jefe camarada. Te vemos cada día ministro, cada día soldado, cada día gente llana y difícil Y puro como un niño o como un hombre puro, Che Comandante, amigo. PASAS en tu descolorido, roto, agujereado traje de campaña. El de la selva, como antes fue el de la Sierra. Semidesnudo el poderoso pecho de fusil y palabra, de ardiente vendaval y lenta No hay descanso. ¡Salud, Guevara! O mejor todavía desde el hondón americano: Espéranos. Partiremos contigo. Queremos morir para vivir como tú has muerto, para vivir como tú vives, Che Comandante, amigo. Nicolás Guillen, 8 – 15 de Οctubre de 1967 |
ΚΙ ΑΣ έπεσες
το φως σου μένει πάντοτε μεσούρανα Άλογο καμωμένο από φωτιά καλπάζει με το αντάρτικο άγαλμά σου μες στους ανέμους και τα σύννεφα της Σιέρρας. Κι αν σώπασες, δε σώπασε η φωνή σου. Κι αν σ’ έκαψαν, κι αν σ’ έχωσαν βαθιά κάτω απ’ το χώμα, κι αν έκρυψαν τη στάχτη σου σε κοιμητήρια, σε δάση και τυρφώνες, δε θα μας εμποδίσουν να σε βρούμε, Τσε Κομαντάντε, φίλε. ΓΕΛΑΕΙ σαρδόνια η Βόρεια Αμερική. Μα ξάφνου στριφογυρνάει πάνω σε κείνο το στρώμα από δολάρια. Το γέλιο της μια παγωμένη μάσκα τώρα, και το γιγάντιο σώμα σου από μέταλλο ανυψώνεται, διασκορπίζεται, και το τρανό όνομά σου λαβωμένο λάμπει μέσα στ’ αμερικάνικα σκοτάδια, σαν ένα πεφταστέρι στη μέση μιας απαίσιας γιορτής. Εσύ, Γκεβάρα, το ’ξερες, μα από σεμνότητα δεν το ’πες για να μην καυχηθείς, Τσε Κομαντάντε, φίλε. ΕΙΣΑΙ παντού. Στον Ινδιάνο τον από χαλκό και όνειρα πλασμένο. Κι είσαι στη μαύρη εξεγερμένη, τρικυμισμένη λαοθάλασσα, στου πετρελαίου τον εργάτη και του νίτρου και στη φριχτή εγκατάλειψη της μπανανοφυτείας, και στης μεγάλης φυτείες του καφέ, εσύ, φιγούρα αναδυόμενη απ’ το αίμα σου και ζωντανός, όπως δεν σε ήθελαν, Τσε Κομαντάντε, φίλε. Η ΚΟΥΒΑ σ’ έχει αποστηθίσει. Πρόσωπο με τη φωτεινή γενειάδα. Και χρώμα ελιάς και φίλντισι στο δέρμα του άγιου νέου. Φωνή ακλόνητη, που δίνει διαταγές μα δεν προστάζει, μια προσταγή συντροφική, μια φιλική διαταγή, σκληρή και τρυφερή, οδηγητή και σύντροφου. Σε βλέπουμε καθημερνά υπουργό, καθημερνά στρατιώτη, καθημερνά άνθρωπο απλό, και δύσκολη η κάθε μέρα. Κι άδολος είσαι σαν παιδί σαν ένας άντρας άδολος, Τσε Κομαντάντε, φίλε. ΠΕΡΝΑΣ με την ξεθωριασμένη, σκισμένη, τρύπια σου στολή της μάχης. Στη ζούγκλα σήμερα, σαν άλλοτε στη Σιέρα. Μισόγυμνο το δυνατό σου στέρνο, του λόγου και του τουφεκιού, μια θύελλα φωτιάς, κι αυτή τη σπίθα Χωρίς ανάπαυλα. Γεια σου Γκεβάρα! Μα πιο καλά για να στο πω, εκεί Περίμενέ μας. Θα φύγουμε μαζί σου. Θέλουμε να πεθάνουμε για να ζήσουμε όπως πέθανες εσύ, να ζήσουμε όπως ζεις εσύ, Τσε Κομαντάντε, φίλε. Νικολάς Γκιγιέν, 8 – 15 Οκτωβρίου 1967 |