Νικολάς Γκιγιέν: «Αηδόνια και Μπαζούκας» – 11 ποιήματα για τον Τσε και την Επανάσταση

ahdonia2bkai2bbazookas2bcover-zafiratos-neo-alkyonis-22-4-2016-7-00Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις «New Star». Πρόκειται για την έκδοση 11 ποιημάτων του εθνικού ποιητή της Κούβας Νικολάς Γκιγιέν (Nicolás Guillén, 1902-1989) με θέμα τον Τσε και την Επανάσταση. Το βιβλίο φέρει τον τίτλο  «Νικολάς Γκιγιέν: Αηδόνια και Μπαζούκας» ενώ εμπνευστής, δημιουργός και επιμελητής της έκδοσης είναι ο Μπάμπης Ζαφειράτος

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου δημοσιεύουμε το ποίημα «Che Comandante, amigo» του Γκιγιέν, σε μετάφραση Μπάμπη Ζαφειράτου, συνοδευόμενο από ένα βίντεο με την αφήγηση του από τον ίδιο τον ποιητή.

NO porque hayas caído

tu luz es menos alta.

Un caballo de fuego

sostiene tu escultura guerrillera

entre el viento y las nubes

de la Sierra.

No por callado eres silencio.

Y no porque te quemen,

porque te disimulen bajo tierra,

porque te escondan

en cementerios, bosques, páramos,

van a impedir que te encontremos,

Che Comandante,

amigo.

CON sus dientes de júbilo

Norteamérica ríe. Mas de pronto

revuélvese en su lecho

de dólares. Se le cuaja

la risa en una máscara,

y tu gran cuerpo de metal

sube, se disemina

en las guerrillas como tábanos,

y tu ancho nombre herido
por soldados

ilumina la noche americana

como una estrella súbita, caída

en medio de una orgía.

Tú lo sabías, Guevara,

pero no lo dijiste por modestia,

por no hablar de ti mismo,

Che Comandante,

amigo.

ESTÁS en todas partes. En el indio

hecho de sueño y cobre. Y en

el negro

revuelto en espumosa muchedumbre,

y en el ser petrolero y salitrero,

y en el terrible desamparo

de la banana, y en la gran pampa de
las pieles,

y en el azúcar y en la sal y en los

cafetos,

tú, móvil estatua de tu sangre como
te derribaron,

vivo, como no te querían,

Che Comandante,

amigo.

CUBA te sabe de memoria. Rostro

de barbas que clarean. Y marfil

y aceituna en la piel de santo joven.

Firme la voz que ordena

sin mandar,

que manda compañera, ordena

amiga,

tierna y dura de jefe

camarada.

Te vemos cada día ministro,

cada día soldado, cada día

gente llana y difícil
cada día.

Y puro como un niño

o como un hombre puro,

Che Comandante,

amigo.

PASAS en tu descolorido, roto,

agujereado traje de campaña.

El de la selva, como antes

fue el de la Sierra. Semidesnudo

el poderoso pecho de fusil

y palabra,

de ardiente vendaval y lenta
rosa.

No hay descanso.

¡Salud, Guevara!

O mejor todavía desde el hondón

americano:

Espéranos. Partiremos contigo.

Queremos

morir para vivir como tú has

muerto,

para vivir como tú vives,

Che Comandante,

amigo.

Nicolás Guillen,

8 – 15 de Οctubre de 1967

ΚΙ ΑΣ έπεσες

το φως σου μένει πάντοτε μεσούρανα

Άλογο καμωμένο από φωτιά

καλπάζει με το αντάρτικο άγαλμά σου

μες στους ανέμους και τα σύννεφα

της Σιέρρας.

Κι αν σώπασες, δε σώπασε η φωνή σου.

Κι αν σ’ έκαψαν,

κι αν σ’ έχωσαν βαθιά κάτω απ’ το χώμα,

κι αν έκρυψαν τη στάχτη σου

σε κοιμητήρια, σε δάση και τυρφώνες,

δε θα μας εμποδίσουν να σε βρούμε,

Τσε Κομαντάντε,

φίλε.

ΓΕΛΑΕΙ σαρδόνια

η Βόρεια Αμερική. Μα ξάφνου

στριφογυρνάει πάνω σε κείνο το στρώμα

από δολάρια. Το γέλιο της

μια παγωμένη μάσκα τώρα,

και το γιγάντιο σώμα σου από μέταλλο

ανυψώνεται, διασκορπίζεται,
σαν ντάβανος κεντρίζει τους αντάρτες,

και το τρανό όνομά σου λαβωμένο
απ’ τους στρατιώτες

λάμπει μέσα στ’ αμερικάνικα σκοτάδια,

σαν ένα πεφταστέρι

στη μέση μιας απαίσιας γιορτής.

Εσύ, Γκεβάρα, το ’ξερες,

μα από σεμνότητα δεν το ’πες

για να μην καυχηθείς,

Τσε Κομαντάντε,

φίλε.

ΕΙΣΑΙ παντού. Στον Ινδιάνο

τον από χαλκό και όνειρα πλασμένο.

Κι είσαι στη μαύρη

εξεγερμένη, τρικυμισμένη λαοθάλασσα,

στου πετρελαίου τον εργάτη και του νίτρου

και στη φριχτή εγκατάλειψη

της μπανανοφυτείας, και στης μεγάλης
πάμπας το πετσί
και στο αλάτι και στη ζάχαρη, και στις

φυτείες του καφέ,

εσύ, φιγούρα αναδυόμενη απ’ το αίμα σου
καθώς σωριάστηκες,

και ζωντανός, όπως δεν σε ήθελαν,

Τσε Κομαντάντε,

φίλε.

Η ΚΟΥΒΑ σ’ έχει αποστηθίσει. Πρόσωπο

με τη φωτεινή γενειάδα. Και χρώμα ελιάς και φίλντισι στο δέρμα του άγιου νέου.

Φωνή ακλόνητη, που δίνει διαταγές

μα δεν προστάζει,

μια προσταγή συντροφική, μια φιλική

διαταγή,

σκληρή και τρυφερή, οδηγητή και

σύντροφου.

Σε βλέπουμε καθημερνά υπουργό,

καθημερνά στρατιώτη, καθημερνά

άνθρωπο απλό, και δύσκολη

η κάθε μέρα.

Κι άδολος είσαι σαν παιδί

σαν ένας άντρας άδολος,

Τσε Κομαντάντε,

φίλε.

ΠΕΡΝΑΣ με την ξεθωριασμένη, σκισμένη,

τρύπια σου στολή της μάχης.

Στη ζούγκλα σήμερα, σαν άλλοτε

στη Σιέρα. Μισόγυμνο

το δυνατό σου στέρνο, του λόγου και του

τουφεκιού,

μια θύελλα φωτιάς, κι αυτή τη σπίθα
που φουντώνει.

Χωρίς ανάπαυλα.

Γεια σου Γκεβάρα!

Μα πιο καλά για να στο πω, εκεί
στο αμερικάνικο φαράγγι:

Περίμενέ μας. Θα φύγουμε μαζί σου.

Θέλουμε

να πεθάνουμε για να ζήσουμε όπως

πέθανες εσύ,

να ζήσουμε όπως ζεις εσύ,

Τσε Κομαντάντε,

φίλε.

Νικολάς Γκιγιέν,

8 – 15 Οκτωβρίου 1967