Φουλχένσιο Μπατίστα (Fulgencio Batista)

Ο Φουλχένσιο Μπατίστα (1901-1973) υπήρξε Κουβανός στρατηγός, Πρόεδρος και δικτάτορας έχοντας την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Υπήρξε ηγέτης της Κούβας κατά τα διαστήματα 1933-1944 και 1952-1959. Το 1959 ανατράπηκε ως αποτέλεσμα της επικράτησης της Κουβανικής Επανάστασης. Η δικτατορία του αποτέλεσε την αφορμή γιά τον Τσε  ώστε να μεταβεί στην Κούβα προς υποστήριξη του επαναστατικού κινήματος.

Ο Μπατίστα προέρχονταν από φτωχή οικογένεια, μικτής αφρικανικής-ευρωπαϊκής και κινεζικής καταγωγής. Ως νεαρός απασχολήθηκε σε διάφορες εργασίες (ράπτης, λιμενεργάτης, στους σιδηροδρόμους) ώσπου τελικά κατατάχθηκε στον στρατό. Το 1933, ως λοχίας έχοντας ήδη μεγάλη επιρροή σε μερίδα στρατιωτών, συμμετείχε στην λεγόμενη «επανάσταση των λοχιών», μια πραξικοπηματική ενέργεια, που σε συνεργασία με τον Αμερικανό πρέσβη της Κούβας, συντέλεσε στην κατάλυση του πολιτεύματος της χώρας. Τελικά νέος πρόεδρος ανακηρύχθηκε ο Ραμόν Γκραού Σαν Μαρτίν και αρχηγός του στρατεύματος ο ίδιος ο Μπατίστα που προήχθη σε συνταγματάρχη. Στην πραγματικότητα όμως ο πραγματικός ηγέτης της χώρας ήταν ο Μπατίστα, ενώ μια σειρά από προέδρους που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια δεν είχαν ουσιαστικές αρμοδιότητες.

Κατέβηκε ως υποψήφιος στις εκλογές του 1940 και αναδείχθηκε νικητής. Διετέλεσε έτσι και ονομαστικός ηγέτης για την επόμενη τετραετία ως επικεφαλής ενός συνασπισμού κομμάτων. Αν και ο Μπατίστα ήταν καπιταλιστής και σταθερός θαυμαστής της πολιτικής των Η.Π.Α., υποστηρίχθηκε επίσης και από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας, που εκείνη την εποχή είχε μικρή απήχηση στη χώρα. Αυτή η υποστήριξη οφειλόταν κυρίως στους νόμους που ενίσχυαν τα εργατικά σωματεία.

Στις εκλογές του 1944 ο Μπατίστα ηττήθηκε από τον Γκραού και έφυγε για τις Η.Π.Α. όπου και έζησε τα επόμενα έτη. Το 1952 αποφάσισε να κατέβει και πάλι υποψήφιος για τις κουβανικές εκλογές, όμως το κόμμα του πήρε την τρίτη θέση στην αναμέτρηση. Στις 10 Μαρτίου 1952, 3 μήνες μετά τις τελευταίες εκλογές, ο Μπατίστα με την υποστήριξη του στρατού κατέλυσε το πολίτευμα, θεωρώντας τις εκλογές άκυρες και ανακηρύχθηκε ο ίδιος «προσωρινός πρόεδρος». Επί της ουσίας εγκαθύδρισε στο νησί μιά στιγνή στρατοκρατική δικτατορία. Αμέσως μετά οι Η.Π.Α. αναγνώρισαν το καθεστώς.

Η δεύτερη περίοδος της ηγεσίας Μπατίστα δεν είχε στοιχεία προόδου, αλλά υπήρξε έντονη η επιθυμία του να αποκτήσει την εύνοια των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων. Στην Αβάνα ο τζόγος ανθούσε, ενώ εικάζεται ότι έγιναν και οικονομικές συμφωνίες μεταξύ του και Αμερικανών-προσωπικοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος (μαφία).

Μέχρι την άνοιξη του 1958 οι Η.Π.Α. ενίσχυαν το καθεστώς Μπατίστα με οπλισμό τελευταίας τεχνολογίας προκειμένου να αντιμετωπίσει πιθανή επαναστατική κίνηση. Τον Μάρτιο, όμως, του ίδιου έτους μετά από σοβαρές συμπλοκές με αντικαθεστωτικούς κύκλους ο Αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ συνέστησε στον Μπατίστα να προκηρύξει εκλογές. Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν, όμως η αποχή ήταν σχεδόν καθολική, που έφτανε το 98% στο Σαντιάγο ντε Κούβα. Την 1η Ιανουαρίου 1959, καθώς οι επαναστατικές δυνάμεις του Φιντέλ Κάστρο προήλαυναν, μετά τη νίκη τους στην Σάντα Κλάρα, προς την Αβάνα, ο Μπατίστα διέφυγε αεροπορικώς από τη χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό δεν έκαναν δεκτή την αίτηση του γιά άσυλο κι’ έτσι βρέθηκε στην Πορτογαλία, της οποία ο τότε πρόεδρος Αντόνιο Σαλαζάρ δέχτηκε να τον φιλοξενήσει με την προϋπόθεση ότι θα απείχε πλήρως από την πολιτική.

Ο αμερικανός πρόεδρος Τζον Φ. Κέννεντι – του οποίου η χώρα παραδοσιακά ανέδειξε, στήριξε και ενίσχυσε καθεστώτα τύπου Μπατίστα – χαρακτήρισε τη δικτατορία του Μπατίστα ως «μία από τις πλέον αιματοβαμμένες και καταπιεστικές στη μακρά ιστορία της καταπίεσης στη Λατινική Αμερική».

Πέθανε το 1973 από ανακοπή καρδιάς στη Γκουανταλμίνα, κοντά στη Μαρμπέλα της Ισπανίας.

(Το άρθρο βασίστηκε στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών, 1987).

Σχολιασμός