Γράμματα στην Αλέϊδα Μαρτς

Παρακάτω παρατίθενται γράμματα και επιστολές που απέστειλε ο Τσε στην σύζυγο του Αλέϊδα Γκεβάρα-Μαρτς από διάφορα μέρη του εξωτερικού. Ως επι το πλείστον αναφέρονται στην περίοδο 1965-1966. Οι επιστολές  ανήκουν στο προσωπικό αρχείο της Αλέϊδα Μαρτς και μέρος αυτών δημοσιεύθηκαν στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Αναπόληση: Η ζωή μου με τον Τσε» (2007).

★★★★★★★★

Αγαπημένη μου,

Σήμερα σου γράφω απ’ τη Χιροσίμα, την πόλη της βόμβας. Στο βάθρο που βλέπεις υπάρχουν τα ονόματα εβδομήντα οκτώ χιλιάδων νεκρών. Το σύνολο υπολογίζεται σε εκατόν ογδόντα χιλιάδες. Τέτοιες επισκέψεις κάνουν καλό, σε ωθούν να παλέψεις ακόμη πιό αποφασιστικά γιά την ειρήνη.

Σε φιλώ,
Τσε

★★★★★★★★

ΜΑΡΟΚΟ

Αλεϊδούλα,

Σου στέλνω έναν πιστό συζυγικό εναγκαλισμό απ’το τελευταίο επίσημο σταθμό αυτού του ταξιδιού. Σκόπευα να σου μείνω πιστός με τη σκέψη αλλά εδώ πέρα κυκλοφορούν κάτι Μαροκινές που τα θέλουν.

Φιλιά,
Τσε

★★★★★★★★

ΠΑΡΙΣΙ, Ιανουάριος 1965

Πέρα από κάθε αμφιβολία, έχω αρχίσε να γερνάω. Είμαι όλο και πιο ερωτευμένος μαζί σου και μου λείπει ολοένα και πιο πολύ το σπίτι, τα παιδιά, όλος αυτός ο μικρός κόσμος που περισσότερο τον μαντεύω παρά τον ζω. Σε τούτη την προχωρημένη ηλικία που κουβαλάω, αυτό ειναι πολύ επικίνδυνο’ εσύ μου είσαι αναγκαία κι εγώ είμαι μονάχα μιά συνήθεια…..

★★★★★★★★

1965

Κυρία,

Απ’ αυτές τις δύο πόρτες το έσκασε η μοναξιά και πήγα να τη βρω στο πράσινο νησί της. Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε μιά μέρα να σταθούμε πιασμένοι χέρι-χέρι, με τα παιδιά μας ένα γύρω, και να θαυμάσουμε η θέα, ανεβασμένοι σε κάποιο χνάρι του παρελθόντος. Αν δεν το καταφέρουμε, ονειρεύομαι να το πετύχετε εσείς.

Σας φιλώ με σεβασμό το χέρι.

Ο αντρούλης σας.

★★★★★★★★

Αγαπημένη μου,

Εκμεταλλεύομαι τα λιγοστά ελεύθερα λεπτά μου εν μέσω αυτής της ταραγμένης διαδρομής στο Στάλινγκραντ, γιά να σου στείλω αυτήν την κάρτα. Πράγματι, εδώ βρίσκεται μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες εποποιίες της ανθρώπινης ιστορίας. Σε δύο μέρες φεύγω γιά την Κίνα.

Φιλιά,

Τσε.

★★★★★★★★

ΣΑΓΚΑΗ, ΚΙΝΑ

Έμαθα τα νέα σε τούτη την πόλη, που το όνομα της μπορείς να διαβάσεις κάτω από αυτό το καινούργιο απόκτημα. Έχεις βαλθεί να με κάνεις πάντα ρεζίλι. Εν πάση περιπτώσει, στέλνω ένα φιλί στην καθεμιά σας και να θυμάσαι: ότι έγινε έγινε.

Φιλιά,

Τσε

★★★★★★★★

ΠΑΡΙΣΙ

Αγαπημένη μου,

Καθώς ονειρευόμουν μες στο Λούβρο, κρατώντας σε απ’ το χέρι, σε είδα να παριστάνεσαι σε μια ζωγραφιά. Στρουμπουλή, σοβαρή, μ’ένα χαμόγελο λιγάκι θλιμμένο (ίσως επειδή κανένας δε σ’αγαπάει) να περιμένεις τον μακρινό αγαπημένο (να είναι άραγε αυτός που νομίζω ή κάποιος άλλος;). Κι’ άφησα το χέρι σου για να σε δω καλύτερα και να μαντέψω τι κρύβεται στην καρπερή σου μήτρα. Αγόρι, σωστά;

Ένα φιλί και μια μεγάλη αγκαλιά γιά όλους και ιδιαίτερα για σένα, απ’ τον

Στρατάρχη Του

Τσε

★★★★★★★★

Αγαπημένη μου,

Είναι η τελευταία κάρτα εδώ και πολύ καιρό, ίσως. Σε σκέφτομαι, όπως σκέφτομαι και τα μικρά κεφτεδάκια που έχω αφήσει πίσω. Αυτή η δουλειά σου αφήνει τελικά πολύ λίγο χρόνο γιά σκέψεις.

Δε σου στέλνω το δαχτυλίδι, γιατί σκέφτηκα πως δεν ήταν σωστό να ξοδέψω χρήματα γιά κάτι τέτοιο, τώρα που τόσο τα έχουμε ανάγκη. Θα σου στείλω κάτι απ’ τη χώρα του προορισμού μας. Γιά την ώρα σου στέλνω δύο παθιασμένα φιλιά, ικανά να λιώσουν την κρύα σου καρδιά. Μοίρασε το ένα σε μικρότερα κομμάτια και δώσ’ το στα παιδιά. Δώσε άλλα πιό μετρημένα φιλιά στα πεθερικά μου και στους υπόλοιπους του σογιού. Στους νιόπαντρους μια αγκαλιά και την πρόταση μου τον πρωτότοκο να τον πουν Ραμόν.

Τις νύχτες των τροπικών, θα ξαναπιάσω την παλιά μου τέχνη, ή μάλλον κακοτεχνία, του ποιητή (κυρίως στον τομέα της σκέψης παρά σ’εκείνον της σύνθεσης), κι εσύ θα είσαι η μόνη πρωταγωνίστρια. Μη σταματάς να διαβάζεις. Να δουλέψεις αρκετά και να με θυμάσαι πότε πότε.

Ένα φιλί τελευταίο, παθιασμένο, δίχως ρητορείες, απ’ τον

Ραμόν σου

★★★★★★★★

ΚΟΝΓΚΟ

Μοναδική μου εσύ στον κόσμο, (Αυτό το δανείστηκα απ’ τον γερο-Χικμέτ.)

Τι μάγια έχεις κάνει στο φτωχό σαρκίο μου και δε με νοιάζουν πια οι αληθινές αγκαλιές, παρά ονειρεύομαι τις κοιλότητες όπου μ’ έβαζες να φωλιάζω, τη μυρωδιά και τα τραχιά, χωριάτικα χάδια σου;

Ετούτο εδώ είναι μια άλλη Σιέρρα Μαέστρα αλλά δίχως τη γεύση της δημιουργίας ή, ακόμη λιγότερο, της ικανοποίησης του να νιώθω τον τόπο δικό μου. Όλα κυλούν με αργούς ρυθμούς, λες κι’ ο πόλεμος είναι μια δουλειά που μπορούμε ν’αφήσουμε για μεθαύριο. Γιά την ώρα, ο φόβος σου μην τυχόν και με σκοτώσουν είναι τόσο αβάσιμος όσο οι ζήλιες σου παλιότερα.

Η δουλειά μου περιορίζεται σε μαθήματα γαλλικών κάμποσες ώρες τη μέρα, εκμάθηση σουαχίλι και ιατρική. Σε λίγες μέρες από τώρα θα ξεκινήσει μια σοβαρή δουλειά, αλλά μόνο για εκπαίδευση. Κάτι σαν το Μίνας νιελ Φρίο, όπως ήταν στον πόλεμο. Όχι όπως όταν το επισκεφτήκαμε μαζί.

Δώσε ένα προστατευτικό φιλί στα παιδιά (και στην Ιλδίτα). Βγάλτε μιά φωτογραφία όλοι μαζί και στείλ’ τη μου. Μιά που να μην είναι πολύ μεγάλη κι’ άλλη μιά μικρούλα. Μάθε γαλλικά, ασχολήσου περισσότερο μ’ αυτά παρά με τη νοσηλευτική, και να μ’αγαπάς.

Ένα μεγάλο φιλί, σαν κι αυτό που θα σου δώσω όταν ξαναβρεθούμε.

Σ’αγαπώ,

Τάτου.

★★★★★★★★

Μη με εκβιάζεις. Δεν μπορείς να έρθεις εδώ πέρα τώρα, αλλά ούτε και σε τρείς μήνες. Μέσα σ’ ένα χρόνο τα πράγματα θα είναι αλλιώς και θα δούμε τι θα γίνει. Πρέπει να αναλύσουμε σωστά τις περιστάσεις. Το σπουδαιότερο είναι όταν έρθεις να μην είσαι “η κυρία” αλλα η μαχήτρια, και πρέπει να προετοιμαστείς γι’ αυτό, μαθαίνοντας τουλάχιστον γαλλικά […]

Έτσι έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου – υποχρεωμένος να ανακόπτω τις στοργικές μου διαθέσεις εξαιτίας άλλων σκέψεων και στόχων κι’ ο κόσμος να πιστεύει πως έχει να κάνει μ’ ένα μηχανικό τέρας. Βοήθησε με τώρα, Αλέϊδα, να είσαι δυνατή και να μη μου θέτεις προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν. Όταν παντρευτήκαμε, ήξερες ποιός είμαι. Πράξε κι’ εσύ το δικό σου καθήκον κάνοντας πιο υποφερτό το δρόμο μου, που είναι μακρύς ακόμη. Να μ’αγαπάς, με πάθος αλλά και με κατανόηση. Ο δρόμος μου έχει ήδη χαρακτεί, κανένας δε θα με σταματήσει παρά μόνο ο θάνατος. Μη λυπάσαι τον εαυτό σου. Όρμησε στη ζωή και νίκησε την. Κάποια κομμάτια της διαδρομής θα τα διανύσουμε μαζί. Αυτό που κουβαλάω μέσα μου δεν είναι καμιά ανέμελη δίψα γιά περιπέτειες με ότι συνεπάγεται, κι’ εγώ το ξέρω. Εσύ θα έπρεπε να το μαντεύεις […]

Μόρφωσε τα παιδιά. Μην τα κακομάθεις, μην τα παραχαϊδεύεις και κυρίως τον Καμίλο. Μη σκέφτεσαι να τα αφήσεις, γιατί δεν είναι δίκαιο. Είναι κι’ αυτά κομμάτι μας.

Σε αγκαλιάζει, με μια αγκαλιά μεγάλη και γλυκιά,

ο Τάτου σου.

★★★★★★★★

Αγάπη μου, ήρθε η ώρα να σου στείλω ένα αντίο με γεύση από κοιμητήριο (από φύλλα νεκρά, από κάτι τουλάχιστον μακρινό και παροπλισμένο). Θέλησα να το κάνω μ’ εκείνα τα αριθμητικά σημάδια που δεν φτάνουν στο περιθώριο και συνήθως τα ονομάζουν ποίηση, αλλά απέτυχα – έχω τόσες εξομολογήσεις γιά τ’ αυτιά σου που η λέξη γίνεται πια δεσμοφύλακας, κι ακόμη περισσότερο όσο αυτοί οι φευγαλέοι αλγόριθμοι αγαλλιάζουν στην παύση του ρυθμού μου. Δεν είμαι κατάλληλος για το ευγενές λειτούργημα της ποίησης. Κι όχι πως δεν έχω πράγματα γλυκά να πω. Να ήξερες μόνο πόσα απ’ αυτά στροβιλίζονται μέσα μου. Είναι όμως τόσο μακρύς ο δρόμος, τόσο περίπλοκο και στενό το κοχύλι που τα περικλείει, που βγαίνουν κουρασμένα απ’ το ταξίδι, κακόκεφα, συνεσταλμένα και τα πιο γλυκά απ’ όλα είναι τόσο εύθραυστα! Κομματιάζονται στο δρόμο κι απομένουν σκόρπιες δονήσεις και τίποτ’ άλλο […]

Μου λείπει η καθοδήγηση, θα έπρεπε να διαλυθώ για να καταφέρω επιτέλους να στο πω. Ας χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις με το καθημερινό τους νόημα κι ας φωτογραφίσουμε τις στιγμές. […] Έτσι σ’αγαπώ, με την ανάμνηση του πικρού καφέ κάθε πρωί δίχως όνομα και με τη γεύση της καθαρής σάρκας στην κοιλότητα του γονάτου σου, μ’ ένα πούρο που η στάχτη του ισορροπεί και μια ασυνάρτητη γκρίνια προς υπεράσπιση του πάλλευκου μαξιλαριού […] Έτσι σ’αγαπώ, κοιτάζοντας τα παιδιά σαν μια σκάλα δίχως ιστορία (κι εκεί υποφέρω γιατί οι μεταμορφώσεις τους δε μου ανήκουν), με μια σουβλιά θλίψης στα πλευρά, πολυάσχολος, αποστεφόμενος τη σχόλη, κλεισμένος στο κοχύλι μου […]

Το τωρινό θα ‘ναι ένα πραγματικό αντίο – η λάσπη μ’ έχει γεράσει πέντε χρόνια, δε μένει πια παρά μόνο το τελευταίο άλμα, το οριστικό. Τελείωσαν πια τα τραγούδια των σειρήνων και οι μέσα μου μάχες, δένεται η κορδέλα για τον τελευταίο μου αγώνα δρόμου. Η ταχύτητα μου θα είναι τόση που κάθε κραυγή θα σβηστεί. Το παρελθόν τελείωσε. Είμαι το μέλλον που έρχεται.

Μη με φωνάξεις, δε θα σ΄ακούσω – μπορώ μονάχα να σε συλλογιέμαι τις ηλιόλουστες μέρες, κάτω απ’ το ανανεωμένο χάδι των πυροβολισμών […] Θα ρίξω ένα βλέμμα λοξό, σαν το σκυλί που στρέφεται γιά τελευταία φορά πριν πέσει να ξεκουραστεί, και θα σας αγγίξω με τη ματιά μου, τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί.

Αν κάποια μέρα νιώσεις ένα βλέμμα να πέφτει πάνω σου με βία, μη στραφείς, μη σπάσεις τα μάγια, συνέχισε να πίνεις τον καφέ σου κι άσε με να σε ζήσω για πάντα μές στην αιώνια στιγμή.

★★★★★★★★

2 Δεκεμβρίου 1966.

Μοναδική μου,

Εκμεταλλεύομαι το ταξίδι ενός φίλου για να σου στείλω ετούτες τις γραμμές. Θα μπορούσα φυσικά να στις στείλω με το ταχυδρομείο, αλλά μου φάνηκε πιό οικείος ο “μη επίσημος” δρόμος. Θα μπορούσα να σου πω ότι μου λείπεις τόσο που έχω χάσει τον ύπνο μου, αλλά ξέρω ότι δε θα με πίστευες, οπότε συγκρατούμαι. Είναι όμως κάποιες μέρες που η νοσταλγία ορμάει ασυγκράτητη και με κυριεύει. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, κυρίως, δεν ξέρεις πόσο μου έλλειψαν τα τελετουργικά σου δάκρυα, κάτω από τούτον τον ουρανό με τα καινούργια άστρα, που μου θύμιζε πόσο λίγο έχω χαρεί τη ζωή στον προσωπικό τομέα […]

Γιά τη ζωή μου εδώ δεν έχω να σου πω πολλά ενδιαφέροντα, η δουλειά μου αρέσει αλλά απαιτεί απομόνωση και μερικές φορές γίνεται κουραστική. Μελετάω, όποτε μου μένει χρόνος, και πότε πότε ονειρεύομαι. Παίζω σκάκι, δίχως αξιόλογους αντιπάλους, και περπατάω αρκετά. Αδυνατίζω, λίγο απ’ τη νοσταλγία και λίγο απ’ τη δουλειά. Δώσε ένα φιλί στα κεφτεδάκια, και σ’ όλους τους άλλους. Για σένα ένα φιλί έμπλεο αναστεναγμών και λοιπών θλιβερών, απ’ τον φτωχό και φαλακρό σου

Σύζυγο

★★★★★★★★

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ

Μοναδική μου εσύ στον κόσμο, λαθραία έβγαλα απ’ το αρμάρι του Χικμέτ ετούτον τον ερωτευμένο στίχο μόνο, γιά να σου δείξω το ακριβές μέγεθος της αγάπης μου.

Παρ’ όλα αυτά, στον πιό βαθύ λαβύρινθο του μελαγχολικού κοχυλιού σμίγουν και απωθούνται οι πόλοι του πνεύματος μου: εσύ και ΟΛΟΙ.

Οι Όλοι απαιτούν την αμέριστη αφοσίωση μου, μόνη η σκιά μου να σκοτεινιάζει το δρόμο! Κι όμως, δίχως να ξεγελάω τους νόμους του εξαϋλωμένου έρωτα σ’ έχω φυλαγμένη στον ταξιδιωτικό μου σάκο.

(Σε κουβαλάω στο σάκο μου του ακούρατου ταξιδιώτη σαν τον άρτον ημών τον επιούσιο.)

Πάω να οικοδομήσω τις ανοίξεις του αίματος και του γουδιού κι αφήνω, στο κενό της απουσίας μου, ετούτο το φιλί το δίχως γνωστή διεύθυνση. Δε μου έχουν ανακοινώσει, όμως, την κρατημένη θέση στη θριαμβευτική παρέλαση της νίκης και το μονοπάτι που βγάζει στο δρόμο μου είναι φωτοστεφανωμένο από δυσοίωνες σκιές.

Αν προορίζουν γιά μένα τον σκοτεινό θώκο των τσιμέντων, φύλαξε τον στο ομιχλώδες αρχείο των αναμνήσεων – κατέφυγε σ’αυτόν τις νύχτες των δακρύων και των ονείρων …

Αντίο, μοναδική μου, μην τρέμεις μπροστά στην πείνα των λύκων ούτε στις παγωμένες στέπες της απουσίας, σ’ έχω στο μέρος της καρδιάς και θα πορευτούμε μαζί ώσπου ο δρόμος να σβηστεί …

Φούσερ (Fuser)

Fuser (Φούσερ) ήταν το ψευδώνυμο του Ερνέστο Γκεβάρα κατά τα νεανικά του χρόνια, αρκετά πριν του προσδωθεί το προσωνοίμιο «Τσε». Αποτελεί συντόμευση του χαρακτηρισμού «Furibundo Serna» (δηλαδή «μαινόμενος Σέρνα»), από τη δυναμική με την οποία έπαιζε σε αγώνες αμερικάνικου ποδοσφαίρου (ράγκμπι). Το ψευδώνυμο Fuser χρησιμοποιούσε συχνά – σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας» (το οποίο βασίστηκε στα απομνημονεύματα τόσο του Ερνέστο όσο και του Γκρανάδο) – ο Αλμπέρτο Γκρανάδο όταν προσφωνούσε τον Γκεβάρα.

Κονγκό (Congo)

Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ή αλλιώς Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό γνωστή στη γαλλική γλώσσα ως «République Démocratique du Congo» (πρώην Ζαΐρ) είναι μια χώρα της Κεντρικής Αφρικής με πληθυσμό περίπου 68.693.000 κατοίκους (εκτίμηση 2009) και έκταση 2.345.410 km². Η χώρα χαρακτηρίζεται και πήρε το όνομά της από τον μεγάλο ποταμό Κονγκό, ο οποίος με τους παραποτάμους του διασχίζει ολόκληρη τη χώρα. Καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης του ποταμού Κόνγκο, ενώ προς τα ανατολικά του κλείνεται από το υδάτινο τείχος των λιμνών Ταγκανίκα, Κίβου, Εδουάρδου, Αλβέρτου κ.ά. Πρωτεύουσα του κράτους είναι η Κινσάσα.

Το Κονγκό αποτέλεσε τον δεύτερο (μετά την Κούβα και πριν τη Βολιβία) «επαναστατικό σταθμό» του Τσε Γκεβάρα, με σκοπό την οργανωτική ενίσχυση του Λαϊκού

Ο Τσε κρατάει στην αγκαλιά του ένα μικρό αφρικανάκι, Κονγκό, 1965 (ή 1966).

Απελευθερωτικού Στρατού. Ο Τσε, έχοντας το ονοματεπώνυμο Ραμόν Μπενίτεζ, έφτασε τον Απρίλιο του 1965 στη χώρα, έχοντας μαζί του δώδεκα κουβανούς πολεμιστές, και ανέλαβε να προετοιμάσει το έδαφος γιά μιά σειρά ανταρτοπολέμων στην καρδιά της Αφρικής. Σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο της Αλγερίας, Αχμέντ Μπεν Μπέλα, ο Γκεβάρα έβλεπε την Αφρική ως τον «αδίναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού» που είχε δυνατότητες να δημουργήσει επαναστατικά κινήματα. Ο τότε ισχυρός άνδρας του αραβικού κόσμου και πρόεδρος της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ δεν είδε με καλό μάτι την κίνηση του Τσε (τον οποίο είχε γνωρίσει), θεωρώντας ότι η όλη προσπάθεια γιά δημιουργία επαναστατικού θύλακα στο Κονγκό θα οδηγούνταν σε αποτυχία.

Τον Τσε Γκεβάρα και τη μικρή – αρχικά – ομάδα του ενίσχυσαν περίπου 100 αφροκουβανοί στρατιώτες που ήρθαν από την Κούβα γιά να ενισχύσουν τους κονγκολέζους αντάρτες. Ο Τσε συνεργάστηκε με το Κίνημα «Σίμπα», μιά μαρξιστικών ιδεών ομάδα που είχε δημιουργηθεί λίγα χρόνια πριν. Ταυτόχρονα, η κουβανική αποστολή συνεργάστηκε με τον αφρικανό αντάρτη Λοράν Ντεζιρέ Καμπιλά, με σκοπό την ένοπλη αντιμετώπιση των δυνάμεων της δικτατορίας που είχε δολοφονήσει το νόμιμα εκλεγμένο πρόεδρο Πατρίς Λουμούμπα το 1961.

Αλέιδα Μαρτς (Aleida March)

Η Αλέιδα Μαρτς ντε λα Τόρε, γεννηθείσα το 1937 στην Κούβα, είναι η δεύτερη σύζυγος του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και μητέρα της Αλέιδα Γκεβάρα. Υπήρξε μέλος του επαναστατικού στρατού του Φιντέλ Κάστρο και μετέπειτα εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας του Γκεβάρα. Παντρεύτηκαν το 1959 (Μάρτιο η Ιούνιο) σε τελετή που έλαβε χώρα στις στρατιωτικές φυλακές της Λα Καμπάνια.

Η Αλέιδα και ο Τσε έγιναν γονείς τεσσάρων παιδιών: της Αλέιδα, του Καμίλο, της Σέλια και του Ερνέστο. Η ίδια έχει γράψει το βιβλίο «Αναμνήσεις: η ζωή με τον Τσε» (Evocacion), όπου περιγράφει τη γνωριμία της με τον επαναστάτη και την περίοδο του γάμου τους, δίνοντας μιά άλλη όψη: αυτή του συντρόφου, συζύγου και πατέρα Γκεβάρα.

Διαβάστε: Γράμματα στην Αλέϊδα.

Γιάκομπο Άρμπενς (Jacobo Árbenz)

Ο Γιάκομπο Άρμπενς Γκουζμάν ήταν στρατιωτικός και πολιτικός στη Γουατεμάλα. Γεννημένος το 1913, υπήρξε δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Γουατεμάλας από το 1951 έως και το 1954. Ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα του συνταγματάρχη Κάρλος Καστίγιο με την συνδρομή της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών και της CIA.

Το 1954, χρονιά που ανετράπη ο Άρμπενς, ο Γκεβάρα βρισκόταν στην Γουατεμάλα και έζησε εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα της εποχής εκείνης, κάτι που τον οδήγησε σε ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών του απόψεων. Ο Γιάκομπο Άρμπενς πέθανε εξόριστος στο Μεξικό το 1971.

Οι τελευταίες ημέρες του Στρατηγού Ερνέστο Τσε Γκεβάρα – Αρχεία C.I.A.

κλικ γιά μεγέθυνση

Το παρακάτω κείμενο συντάχθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1967 από το William Nicol, γιά λογαριασμό του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (C.I.A). Ανήκει στην συλλογή του Εθνικού Αρχείου Ασφαλείας (National Security Archive) των Η.Π.Α.. Αποχαρακτηρίστηκε και δόθηκε στη δημοσιότητα το 1997, τριάντα χρόνια έπειτα από τη δολοφονία του Τσε και αποτελεί την αμερικανική εκδοχή γιά τα γεγονότα των ημερών εκείνων. Το Guevaristas δημοσιεύει, γιά πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση, το κείμενο διατηρώντας όμως έντονες επιφυλάξεις σχετικά με το αληθές των όσων περιγράφονται παρακάτω.

7-9 Οκτωβρίου 1967.

Οι συνδιαζόμενες μονάδες της ομάδας Α και οι υποστηρικτικές μονάδες της ομάδας Β [μια ανάμεικτη/συνδιασμένη δύναμη 1.300 βολιβιανών ανδρών, εκπαιδευμένων από τις ειδικές δυνάμεις των Η.Π.Α. και υπό τη διεύθυνση της C.I.A. με συγκεκριμένο στόχο τη σύλληψη του Τσε Γκεβάρα. Η αντάρτικη ομάδα του Τσε είχε 17 άνδρες] κινήθηκαν στην περιοχή του Churro Ravine χρησιμοποιώντας δύο διμοιρίες της ομάδας Α ως αποτρεπτικής δύναμης λίγα χιλιόμετρα βορείως του μικρού Geino Ravine. Ο λοχαγός Πράδο έστησε την την ομάδα του ανατολικά του Churro Ravine, με την τρίτη διμοιρία της Ομάδας Β στο πλάι του για υποστήριξη, υπό τις διαταγές του λοχία Χουόκα. Το πρώτο platoon της Ομάδας Α, υπό τις διαταγές του λοχαγού Πέρες, εισήλθε στο Churro Ravine από το βορρά στην συμβολή δύο μικρών ρεμάτων. Ο λοχαγός Πέρες πρότεινε την κίνηση και ξεκίνησε να οδηγεί τους αντάρτες στα νότια, την στιγμή που οι δυνάμεις του λοχαγού Πράδο απέκλεισαν τη ρεματιά. Σε αυτό το σημείο επιστρατεύτηκε ένα πολυβόλο ώστε να καλύψει το ρέμα, να κρατήσει την αριστερή πλευρά του τμήματος όλμων του Πράδο και να υποστηρίξει τους στρατιώτες. Όπως η πρώτη διμοιρία της Ομάδας Α προωθήθηκε κάτω, ήρθε αντιμέτωπη με πυρά και έχασε 3 στρατιώτες. […] Ο λοχίας Χουόκα αμέσως αντιλήφθηκε μιά ομάδα από 6 με 8 αντάρτες και άνοιξε πυρ. Σε αυτό το σημείο σκοτώθηκαν οι «Ανοτόντο» και «Ορτούρο», δύο κουβανοί. Ο λοχίας Χουόκα έχασε έναν άνδρα ενώ ένας ακόμη τραυματίστηκε. Ο «Ραμόν» (Τσε) και ο «Γουίλι» προσπάθησαν να κινηθούν προς την πλευρά του τμήματος όλμων. Έγιναν αντιληπτοί από χειριστές του πυροβόλου οι οποίοι άνοιξαν πυρ εναντίον τους. O Γκεβάρα χτυπήθηκε στο κάτω μέρος της κνήμης και υποβοηθήθηκε από τον «Γουίλι» περνώντας κατά μήκος του ρυακιού Τουσκάλ όπου προφανώς κάθησαν να ξεκουραστούν γιά λίγα λεπτά. Έπειτα κινήθηκαν προς τα βόρεια, ακριβώς μπροστά απ’ τον λοχαγό Πράδο ο οποίος έδωσε εντολή να τους καταδιώξουν. Οι στρατιώτες Εντσίνος, Τσεκούες και Μπαλμπόα ήταν οι πρώτοι βολιβιανοί που ακινητοποίησαν το Γκεβάρα. Οι «Γουίλι» και «Ραμόν» μεταφέρθηκαν έπειτα πίσω στο Λα Ιγκέρα με το λοχαγό Πράδο και το προσωπικό των Ομάδων Α και Β. Οι βολιβιανοί (στρατιώτες) δεν έμειναν στην περιοχή τη νύχτα. Από τις 19:00 έως τις 4:00 πρωινή της 9ης Οκτωβρίου δεν υπήρχαν βολιβιανοί ένοπλοι στην περιοχή της μάχης. Αυτό έδωσε στις αντάρτικες δυνάμεις αρκετό χρόνο ώστε να εγκαταλείψουν την περιοχή.

Στις 30 Οκτωβρίου 1967, σε ένα μικρό αντίσκηνο στην Λα Εσπεράντζα, Βολιβία, ο αντισυνταγματάρχης Ραλ. Εσπινόζα Λορντ, της 2η Ομάδας καταδρομέων, δήλωσε τα ακόλουθα σχετικά με την σύλληψη του Ερνέστ «Τσε» Γκεβάρα: Ο Γκεβάρα και ο «Γουίλι» μεταφέρθηκαν πίσω στο Λα Ιγκέρα το απόγευμα της 8ης (Οκτωβρίου), έπειτα από τη μάχη στο φαράγγι Churro. Ο Γκεβάρα είχε ένα μικρό τραύμα στην κάτω κνήμη, το οποίο επουλώθηκε κατά την επιστροφή στο Λα Ιγκέρα. Ο υπολογοχαγός Εσπινόζα μίλησε επι μακρόν με το Γκεβάρα, αν και ο δεύτερος δεν αποκάλυψε καμία απόρρητη πληροφορία. Ο Εσπινόζα ένιωσε ιδιαίτερη εκτίμηση για το Γκεβάρα ως στρατιώτη και ως άνδρα, και ήταν περίεργος να μάθει περισσότερα για τη «θρυλική προσωπικότητα» του. Ο Γκεβάρα απάντησε σε όλες του τις ερωτήσεις χρησιμοποιώντας λέξεις όπως «ίσως» και «πιθανόν». Νωρίς το πρωί της 9ης του Οκτώβρη, η ομάδα έλαβε την εντολή να εκτελέσει το Γκεβάρα και τους άλλους συλληφθέντες. Προηγουμένως, ο αρχιστράτηγος Σαντάνα, αρχηγός της 8ης Μεραρχίας, είχε λάβει ξεκάθαρες εντολές να κρατήσει ζωντανούς τους κρατούμενους. Οι στρατιώτες που εμπλέκονταν στην υπόθεση δε γνώριζαν από πού έρχονταν οι εντολές, αλλά ένιωθαν ότι πήγαζαν από τις ύψιστες βαθμίδες.

[Α] Απόσπασμα απ’ το «Ο θάνατος του Τσε Γκεβάρα», εξηγώντας το ρόλο του Ροντρίγκεζ, πράκτορα της CIA υπεύθυνου για τις τακτικές κινήσεις των ομάδων Α και Β:

«Παρόλο που προφανώς ήταν υπό τις οδηγίες της CIA να «κάνει ότι είναι δυνατόν για να τον κρατήσει ζωντανό», ο Ροντρίγκεζ μετέφερε τη διαταγή να εκτελεστεί ο Γκεβάρα από το Βολιβιανό Ανώτατο Στρατηγείο στους στρατιώτες στο Λα Ιγκέρα – ο ίδιος τους συμβούλεψε να μην πυροβολήσουν το Γκεβάρα στο πρόσωπο ώστε τα τραύματα να φαίνονται ως τραύματα μάχης [ώστε να καλύψουν την παράνομη εκτέλεση χωρίς δίκη] – και ενημέρωσε προσωπικά τον Τσε ότι αναμένετο να πεθάνει. Έπειτα από την εκτέλεση, ο Ροντρίγκεζ πήρε το ρολόι Ρόλεξ του Τσε, συχνά επιδεικνύοντας το στους ρεπόρτερς τα επόμενα χρόνια».

Ο Λοχαγός Φράντο έδωσε την εντολή στον υπολοχαγό Πέρες να εκτελεστεί ο Γκεβάρα, κάτι που ο Πέρες δεν ήταν δυνατό να φέρει εις πέρας – έτσι η εντολή δόθηκε στο λοχία Τεράν, της Ομάδας Α. Σε αυτό το σημείο ο Πέρες ρώτησε τον Γκεβάρα εάν επιθυμεί κάτι πριν την εκτέλεση του. Ο Γκεβάρα απάντησε ότι το μόνο που ήθελε ήταν «να πεθάνει με γεμάτο στομάχι». Ο Πέρες στην συνέχεια τον ρώτησε εάν είναι «υλιστής» ζητώντας να έχει μόνο φαγητό. Ο Γκεβάρα επέστρεψε στην προγενέστερη συμπεριφορά του απαντώντας με ένα «ίσως». Τότε ο Πέρες τον αποκάλεσε «αξιολύπητο ανθρωπάκι» και έφυγε απ’ το δωμάτιο. Μέχρι τότε, ο λοχίας Τεράν είχε ενισχύσει τη διάθεση του με κάμποσες μπύρες και επέστρεψε στο δωμάτιο όπου ο Γκεβάρα στέκονταν όρθιος, με σταυρωμένα τα χέρια δηλώνοντας: «Ξέρω για ποιο λόγο ήρθες, είμαι έτοιμος». Ο Τεράν, αφού τον κοίταξε για λίγα λεπτά και έπειτα είπε: «όχι, κάνεις λάθος, κάθησε». Έπειτα ο ταγματάρχης έφυγε απ’ το δωμάτιο για μικρό διάστημα.

Ο «Γουίλι», ο κρατούμενος που είχε συλληφθεί μαζί με το Γκεβάρα, κρατούνταν σε ένα μικρό δωμάτιο, λίγα μέτρα μακριά. Την ώρα που ο Τεράν περίμενε έξω προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του, ο λοχίας Χουόκα εισήλθε και πυροβόλησε τον «Γουίλι». Ο Γουίλι ήταν κουβανός και σύμφωνα με πηγές ήταν ο υποκινητής των ταραχών των μεταλλορύχων στη Βολιβία. Ο Γκεβάρα άκουσε τον κρότο του πυροβολισμού και για πρώτη φορά φάνηκε να τρομάζει. Ο ταγματάρχης Τεράν επέστρεψε στο δωμάτιο που κρατούνταν ο Γκεβάρα και όταν εισήλθε, ο Τσε στάθηκε όρθιος κοιτώντας τον. Ο Τεράν του είπε να καθήσει αλλά αυτός αρνήθηκε δηλώνοντας: «Αυτό θα το υπομείνω όρθιος». Ο ταγματάρχης άρχισε να εκνευρίζεται και του επανέλαβε να καθήσει αλλά ο Γκεβάρα δεν απάντησε. Τελικώς, ο Γκεβάρα του είπε: «Να ξέρεις αυτό. Πρόκειται να σκοτώσεις μόνο έναν άνδρα». Ο Τεράν πυροβόλησε μια φορά με την Μ2 καραμπίνα του, χτυπώντας το Γκεβάρα ο οποίος έπεσε με δύναμη στον τοίχο του μικρού χτίσματος.

[Β] Ο πράκτορας της C.I.A. Φελίξ Ροντρίγκεζ, που διέταξε την εκτέλεση του Τσε, έχει δώσει μιά διαφορετική εκδοχή των γεγονότων:

1:30 μ.μ: Η τελευταία μάχη του Τσε λαμβλάνει τέλος στο Κουεμπράδα δελ Γιούρο. Ο Σιμόν Κούβα (Γουίλι) Σαράμπια, ένας βολιβιανός μεταλλωρύχος, ηγείται της αντάρτικης ομάδας.  Ο Τσε τον ακολουθεί και δέχεται πυροβολισμούς στο πόδι αρκετές φορές. Ο Σαράμπια βοηθά τον Τσε να σηκωθεί και προσπαθεί να τον κουβαλήσει μακρυά απ’ τα διασταυρούμενα πυρά. Τον αφήνει στο έδαφος και επιστρέφει στη μάχη. Περικυκλωμένος σε απόσταση λιγότερη από 10 μέτρα, δέχεται συνεχή πυρά από τους καταδρομείς. Ο Τσε επιχειρεί να ανταποδώσει τα πυρά, αλλά δε μπορεί να κρατήσει σταθερά το όπλο με το ένα χέρι. Δέχεται χτύπημα και πάλι στο δεξί πόδι, το όπλο πετάγεται απ’ το χέρι του και τρυπά ο δεξιός του βραχίονας. Την στιγμή που οι στρατιώτες πλησιάζουν τον Τσε, αυτός φωνάζει: «Μην πυροβολείτε! Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω γιά σας περισσότερο ζωντανός παρά νεκρός». Η μάχη τελειώνει περίπου στις 3:30 μ.μ. Ο Τσε συλλαμβάνεται αιχμάλωτος…

Ο Ροντρίγκεζ εισέρχεται στην αίθουσα του σχολείου να ενημερώσει τον Τσε γιά τις εντολές της βολιβιανής στρατιωτικής ηγεσίας. Ο Τσε αντιλαμβάνεται και λέει, «είναι καλύτερα έτσι… Δεν θα έπρεπε ποτέ να συλληφθώ ζωντανός». Ο Τσε παραδίδει στον Ροντρίγκεζ ένα μήνυμα γιά τη γυναίκα του και το Φιντέλ, αγκαλιάζονται και ο Ροντρίγκεζ εγκαταλείπει το δωμάτιο.

(Μετάφραση – Επιμέλεια: Νικόλαος Μόττας)

Bαλεγκράντε (Vallegrande)

Το Βαλεγκράντε η Βαγιεγκράντε (στα ισπανικά «μεγάλη κοιλάδα) είναι μιά μικρή κωμόπολη στα νότια της Βολιβίας. Η πόλη απέκτησε διεθνή φήμη όταν κατά τη διάρκεια ερευνών το 1997 ανακαλύφθηκαν τα οστά του Τσε Γκεβάρα και άλλων έξι συντρόφων του. Οι δολοφόνοι του επαναστάτη μετέφεραν το άψυχο σώμα του από το γειτονικό χωριό Λα Ιγκέρα και το έθαψαν δίπλα σε ένα απομακρυσμένο χωράφι με σκοπό να το εξαφανίσουν το συντομότερο.

Η είδηση ότι το Βαλεγκράντε αποτέλεσε τον τάφο του Τσε γιά 30 χρόνια έκανε τη μικρή κωμόπολη πόλο έλξης τουριστών απ’ όλο τον κόσμο. Ντόπιοι έχουν προχωρήσει σε «αγιοποίηση» του αργεντίνου κομαντάντε, τιμώντας κάθε χρόνο τον Σαν Ερνέστο.

Το σημείο ταφής του Τσε στο Βαλεγκράντε της Βολιβίας.

 Η κωμόπολη ιδρύθηκε το 1612 από Ισπανούς αποικιοκράτες και είχε το όνομα Ciudad de Jesús y Montes Claros de los Caballeros del Vallegrande (Πόλη του Ιησού και των Ιπποτών του Μοντες Κλάρος του Βαγιεγκράντε). Αρκετοί απ’ τους αυτόχθονες κατοίκους του ήταν Ασκενάζι και Σεφαρδίτες Εβραίοι οι οποίοι σταδιακά στράφηκαν στον Καθολικισμό η αντιμετώπισαν την απειλή της Ιεράς Εξέτασης.

Σήμερα το Βαλεγκράντε αριθμεί περί τις 6.000 κατοίκους.

Διαβάστε: Richard Gott: Ανταπόκριση από το Βαλεγκράντε.