«Στα χνάρια του Τσε»: Αργεντινή, Κούβα και Βολιβία δημιουργούν ταξιδιωτικό δίκτυο στα μονοπάτια του Κομαντάντε

Επιμέλεια: Σάκης Μαλαβάκης.

Η εικόνα του «ηρωικού αντάρτη», το αέναο σύμβολο της καθολικής επανάστασης, για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του το 1967, εκτός από τα μπλουζάκια και τις σημαίες, τους μπερέδες και τις πάσης φύσεως προκηρύξεις, τους αναπτήρες, τις κούπες και τα πιάτα, τα ημερολόγια και τα χιλιάδες άλλα αντικείμενα επάνω στα οποία είναι τυπωμένο το πρόσωπό του, θα αρχίσει να υπάρχει ξανά – έστω και νοερά – στα μέρη τα οποία τον κατέστησαν αθάνατο. Η Αργεντινή, η Βολιβία και η Κούβα αποφάσισαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο – τουριστικό πλέον και σαφώς όχι επαναστατικό – τη φιγούρα του δόκτορα Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Οι τρεις χώρες της Λατινικής Αμερικής συμφώνησαν να αναδείξουν νέες τουριστικές διαδρομές στις χώρες τους, διαδρομές ή μάλλον μονοπάτια στα οποία πριν από δεκαετίες και κατά τη διάρκεια της σύντομης αλλά εξαιρετικά έντονης ζωής του ο Κομαντάντε Τσε ξεδίπλωσε το επαναστατικό του ταμπεραμέντο.

«Ο Στρατός διέδωσε μια περίεργη πληροφορία αναφορικά με την παρουσία 250 ανδρών στο Σεράνο με στόχο να εμποδίσουν τη διάβαση των καταζητουμένων, 37 στο σύνολο, υποδεικνύοντας την περιοχή του δικού μας καταφυγίου μεταξύ του ποταμού Aσέρο και Ελ Oρο. Η πληροφορία μοιάζει με κίνηση αντιπερισπασμού». Το ημερολόγιο γράφει 7 Οκτωβρίου 1967 και τα λόγια αυτά είναι τα τελευταία που ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα σημείωσε στο ημερολόγιό του. Δύο ημέρες μετά η κυβέρνηση της Λα Παz θα ανακοινώσει ότι ο αντάρτης Τσε έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυρών.

Δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα, στις 7 Ιουλίου 1953, από τον σιδηροδρομικό σταθμό Ρετίρο του Μπουένος Αϊρες ξεκινούσε ένα ταξίδι που θα μεταμόρφωνε τον νεαρό γιατρό από την Αργεντινή στον μεγαλύτερο επαναστάτη του κόσμου. Μαζί με έναν παιδικό του φίλο ο Τσε αναχώρησε για τη Βολιβία με σκοπό στη συνέχεια να φτάσει έως το Καράκας στη Βενεζουέλα, όπου θα συναντούσε τον Αλμπέρτο Γκρανάδο, τον φίλο και συνεργάτη του μαζί με τον οποίο είχε διασχίσει επάνω σε μια μοτοσυκλέτα το μεγαλύτερο μέρος της Αργεντινής, της Χιλής, του Περού και της Κολομβίας. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά: ο Τσε τελικά έφτασε στο Μεξικό, στη συνέχεια πέρασε στη Γουατεμάλα και από ‘κεί κατέληξε στην Κούβα όπου η ζωή του άλλαξε ριζικά.

Κανένας τον χειμώνα του 1953 δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνος ο νεαρός γιατρός – ντροπαλός, αδύνατος, προικισμένος με έντονη κοινωνική ευαισθησία, αλλά δίχως να είναι πολιτικά καταρτισμένος, προσκείμενος στους «Μοντονέρος», ίσως και αντικομμουνιστής – θα γινόταν ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές μιας πορείας που κατέληξε στον θρίαμβο της πρώτης, εμπνευσμένης από τον μαρξισμό, επανάστασης στη Λατινική Αμερική το 1959. Οπως ακριβώς κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Γκεβάρα τρία χρόνια αργότερα, το 1962, θα επέστρεφε στη Βολιβία με σκοπό την εξάπλωση της επανάστασης ακόμη και στη ζούγκλα όπου θα έβρισκε τον θάνατο.

Ενας μύθος γεννιόταν. Και είναι αυτός ο μύθος τον οποίο οι χώρες που τον είδαν να εξελίσσεται, να μάχεται και τελικά να πεθαίνει, θέλουν να αναβιώσουν ακολουθώντας τους δρόμους που εκείνος διέσχισε. Οι τρεις χώρες – Αργεντινή, Κούβα και Βολιβία – είχαν και στο παρελθόν προσπαθήσει να αναδείξουν και παράλληλα να εκμεταλλευτούν τα μέρη στα οποία έδρασε ο Τσε. Αλλά ο κίνδυνος της περαιτέρω εμπορευματοποίησης του επαναστάτη έβαζε φρένο στην όποια πρωτοβουλία. Τελικά όμως επικράτησε μια ανάγκη οικονομική και παράλληλα ιστορική. Πριν από σχεδόν δύο μήνες οι εκπρόσωποι των υπουργείων Τουρισμού και Πολιτισμού των τριών χωρών συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και σχημάτισαν μια Επιτροπή Εργασίας. Επανεντόπισαν στον χάρτη τις διαδρομές που ακολούθησε ο Τσε – άλλοτε για να ταξιδέψει, άλλοτε για να πολεμήσει – και αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο τουριστικών διαδρομών.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ. Στην Αργεντινή υπάρχουν ήδη «Τα μονοπάτια του Τσε» που προσφέρουν στον ταξιδιώτη την ευκαιρία να περάσει από τις επαρχίες της Κόρδοβα, της Μισιόνες, της Σάντα Φε και της Νεουκέν. Το συγκεκριμένο δίκτυο θα ενωθεί με τον «Δρόμο του Τσε», όπως πρόκειται να ονομαστεί το αντίστοιχο δίκτυο στη Βολιβία. Θα είναι μήκους 800 χιλιομέτρων και θα διασχίζει τα βουνά του νοτιοανατολικού τμήματος της χώρας όπου ο Γκεβάρα και οι αντάρτες του, μέλη του Στρατού της Εθνικής Απελευθέρωσης, μάχονταν κατά του Βολιβιανού Στρατού από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1967. Η διαδρομή καταλήγει στον οικισμό Λα Ιγκέρα όπου ο Τσε πιάστηκε αιχμάλωτος και ολοκληρώνεται στο Βαγιεγκράντε όπου μετέφεραν το άψυχο σώμα του και το έθαψαν σε ένα απομακρυσμένο χωράφι. Ηταν μόλις το 1997, τριάντα χρόνια μετά τη δολοφονία του, η χρονιά κατά την οποία τα οστά του Τσε καθώς και εκείνα των συντρόφων του ξεθάφτηκαν και μεταφέρθηκαν στην Κούβα, όπου φυλάσσονται σε μαυσωλείο. Από το επίσημο πλέον δίκτυο των δρόμων στους οποίους περπάτησε ο Τσε δεν θα μπορούσε να λείπει η Κούβα. Ο ταξιδιώτης θα έχει τη δυνατότητα να περάσει από τη θρυλική Σιέρα Μαέστρα, την οροσειρά όπου κρύβονταν οι κουβανοί αντάρτες, και να καταλήξει, όπως ακριβώς και εκείνοι, στην Αβάνα.

ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ. Το σχέδιο των Αργεντινών παρουσιάστηκε παραδόξως στην Αβάνα κατά τη διάρκεια της ετήσιας Εκθεσης Τουρισμού και οι Κουβανοί, παραδόξως και πάλι, το αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Πιο σκεπτικιστές φαίνεται να είναι οι Αργεντινοί, οι οποίοι φοβούνται την ολική εμπορευματοποίηση της εικόνας του αγαπημένου τους επαναστάτη. Ο Ντάριο Φουέντες, διευθυντής του Μουσείου Λα Παστέρα στην Αργεντινή, το οποίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Τσε, θέλοντας να μετριάσει τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του ισχυρίζεται: «Οι ουτοπίες του Τσε αποτελούν τμήμα των ουτοπιών των σύγχρονων Λατινοαμερικανών. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αναδείξουμε την αξία της δράσης του διαμέσου της δημιουργίας ενός δικτύου της ιστορικής μνήμης ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής». Ποια θα ήταν η γνώμη του ίδιου του Τσε για το συγκεκριμένο σχέδιο δεν θα το μάθουμε ποτέ. Διαβάζοντας τα γραπτά του, όμως, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο Κομαντάντε κάθε άλλο παρά σύμφωνος θα ήταν με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται και προβάλλονται εδώ και δεκαετίες το όνομα και η εικόνα του. Ενάντια σε κάθε μορφή προσωπολατρίας, ο Τσε το μόνο που έκανε ήταν να ζήσει ή μάλλον να γράψει την Ιστορία που εμείς σήμερα διηγούμαστε.

Πηγή: «Τα Νέα», 7 Ιουλίου 2012.

Κούβα και ΗΠΑ: Συνέντευξη του Τσε Γκεβάρα στο Monthly Review

Οι παρακάτω ερωτήσεις υποβλήθηκαν στον Κομαντάντε Γκεβάρα από τον Λίο Χάμπερμαν, για λογαριασμό του περιοδικού Monthly Review, κατά τη διάρκεια της εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων (Απρίλιος ’61). Οι απαντήσεις δόθηκαν στο τέλος του Ιουνίου του 1961.

1. Οι σχέσεις της Κούβας με τις ΗΠΑ έχουν φτάσει στο χείλος του γκρεμού ή υπάρχει ακόμα η πιθανότητα να βρεθεί συμβιβαστική λύση;

Η ερώτησή σας έχει δύο απαντήσεις: μια πρώτη, την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως “φιλοσοφική”, και μια δεύτερη, “πολιτική”. Η φιλοσοφική απάντηση είναι ότι οι επιθετικές διαθέσεις του βορειοαμερικάνικου μονοπωλιακού καπιταλισμού και η ταχύτατη μεταλλαγή του προς το φασισμό καθιστά οποιουδήποτε είδους συμφωνία αδύνατη. Και οι σχέσεις μας αναγκαστικά θα παραμείνουν τεταμένες ή θα χειροτερέψουν μέχρι την τελική καταστροφή του ιμπεριαλισμού. Η άλλη, η πολιτική απάντηση, διαβεβαιώνει ότι δεν είμαστε εμείς υπαίτιοι για τις κακές σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, και ότι, όπως έχουμε πολλές φορές αποδείξει, τελευταία φορά μάλιστα μετά την ήττα τους κατά την απόβαση στην Ακτή του Γκιρόν, είμαστε έτοιμοι για οποιουδήποτε είδους συμφωνία ως ίσος προς ίσον με την κυβέρνηση των ΗΠΑ.

2. Οι ΗΠΑ θεωρούν υπεύθυνη την Κούβα για τη ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων ενώ η Κούβα κατηγορεί τις ΗΠΑ. Ποιο μερίδιο ευθύνης, κατά τη γνώμη σας, μπορεί να αποδοθεί δίκαια σε σας; Εν ολίγοις, τι λάθη έχετε κάνει στους χειρισμούς σας όσον αφορά τις σχέσεις σας με τις ΗΠΑ;

Πολύ λίγα, πιστεύουμε. Πιθανόν σε τυπικά ζητήματα. Αλλά έχουμε την ακλόνητη πεποίθηση ότι έχουμε ενεργήσει για λογαριασμό μας με δίκαιο τρόπο, και ότι έχουμε προστατέψει τα συμφέροντα του λαού μας σε κάθε μας ενέργεια. Το πρόβλημα είναι ότι τα συμφέροντά μας, δηλαδή αυτά του λαού μας, και τα συμφέροντα των βορειοαμερικάνικων μονοπωλίων βρίσκονται σε σύγκρουση.

3. Αν υποθέσουμε ότι οι ΗΠΑ αποφασίσουν να τσακίσουν την κουβανέζικη επανάσταση, ποιες είναι οι πιθανότητες να λάβουν βοήθεια από τον Οργανισμό Αμερικάνικων Κρατών;

Τα πάντα εξαρτώνται από το τι εννοούμε με τη λέξη «τσακίσουν». Αν σημαίνει τη βίαιη καταστροφή του επαναστατικού καθεστώτος με την – άμεση δε – βοήθεια του Οργανισμού Αμερικάνικων Κρατών, πιστεύω ότι υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα, επειδή η ιστορία δεν γίνεται να αγνοηθεί. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής κατανοούν την αξία της έμπρακτης αλληλεγγύης μεταξύ των φιλικών χωρών, και δεν θα ρίσκαραν μια τόσο ριζική στροφή στην πολιτική τους.

4. Στις διεθνείς της σχέσεις, η Κούβα συντάσσεται με το μπλοκ των αδέσμευτων ή των Σοβιετικών;

Η Κούβα συντάσσεται με το δίκαιο. Ή, όντες λιγότερο απόλυτοι, με αυτό που αντιλαμβάνεται ως δίκαιο. Δεν ασκούμε πολιτική με μπλοκ, γι’ αυτό δεν μπορούμε να συνταχθούμε με το μπλοκ των αδέσμευτων, και για τον ίδιο λόγο, δεν ανήκουμε στο σοσιαλιστικό μπλοκ. Αλλά οπουδήποτε προκύψει ζήτημα υπεράσπισης του δικαίου, εκεί θα δώσουμε την ψήφο μας – ακόμα και συντασσόμενοι με τις ΗΠΑ, αν ποτέ αυτή η χώρα αναλάβει το ρόλο του υπερασπιστή του δικαίου.

5. Ποιο είναι το μεγαλύτερο εσωτερικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κούβα;

Είναι δύσκολο να αξιολογηθούν τα προβλήματα επακριβώς. Μπορώ να αναφέρω αρκετά: το μιλιταριστικό πνεύμα που υπάρχει ακόμα στην κυβέρνηση· η απουσία κατανόησης εκ μέρους ορισμένων κομματιών του λαού της ανάγκης για θυσίες· η έλλειψη ορισμένων πρώτων υλών για τη βιομηχανία και κάποιων μη διαρκών καταναλωτικών αγαθών, που έχουν ως αποτέλεσμα αναπόφευκτες θυσίες· η αβεβαιότητα όσον αφορά το πότε θα λάβει χώρα η επόμενη ιμπεριαλιστική επίθεση· η αρρυθμία στην παραγωγή που προκλήθηκε από τη γενική επιστράτευση. Αυτά είναι μερικά από τα προβλήματα που μας απασχολούν κατά περιόδους, αλλά, αντί να μας φέρνουν σε αμηχανία, μας βοηθούν να εθιστούμε στις δυσκολίες του αγώνα.

6. Πώς εξηγείτε τον ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό Κουβανών αντεπαναστατών και τη λιποταξία τόσο πολλών πρώην επαναστατών;

Οι επαναστάσεις δρουν κατά κύματα. Όταν ο κ. Χάμπερμαν έκανε αυτή την ερώτηση, πιθανό να ήταν ακριβής, αλλά σήμερα οι αντεπαναστάτες είναι λιγότεροι απ’ ότι πριν την απόβαση στην Ακτή του Γκιρόν. Η αντεπαναστατική επίθεση κλιμακωνόταν με αργό ρυθμό μέχρι που έφτασε στο αποκορύφωμά της στην Ακτή του Γκιρόν. Τότε ηττήθηκε και έπεσε αυτόματα στο μηδέν. Τώρα που προσπαθεί ξανά να σηκώσει κεφάλι και να καταφέρει νέα πλήγματα, ο σκοπός μας είναι να τσακίσουμε τους αντεπαναστάτες.

Οι λιποταξίες περισσότερο ή λιγότερο εξεχουσών προσωπικοτήτων οφείλονται στο γεγονός ότι η σοσιαλιστική επανάσταση άφησε πίσω της τους καιροσκόπους, τους φιλόδοξους και τους δειλούς και τώρα προχωρά μπροστά προς ένα νέο καθεστώς απαλλαγμένο από αυτή την κατηγορία σκουληκιών.

7. Μπορούν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής να λύσουν τα προβλήματά τους διατηρώντας το καπιταλιστικό σύστημα, ή πρέπει να ακολουθήσουν το μονοπάτι του σοσιαλισμού όπως έχει κάνει η Κούβα;

Για μας είναι βασικό ότι πρέπει να ακολουθήσουν το δρόμος της σοσιαλιστικής επανάστασης, να καταργήσουν την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, να αναλάβει το κράτος τον οικονομικό σχεδιασμό, και κάθε είδους κοινωνική πρόνοια να τεθεί στην υπηρεσία της κοινότητας.

8. Οι ατομικές ελευθερίες, δυτικού τύπου, έχουν τελειώσει οριστικά με την κυβέρνησή σας στην εξουσία;

Αυτό εξαρτάται από το για τι ατομικά δικαιώματα μιλάμε – το ατομικό δικαίωμα, για παράδειγμα, των λευκών να αναγκάζουν τους νέγρους να κάθονται στο πίσω μέρος ενός λεωφορείου· το δικαίωμα των λευκών να κρατάνε τους νέγρους μακριά από μια παραλία ή να τους έχουν αποκλείσει από μια συγκεκριμένη λωρίδα της· το δικαίωμα της Κου Κλουξ Κλαν να δολοφονεί οποιονδήποτε νέγρο κοιτάξει μια λευκή γυναίκα· το δικαίωμα ενός Φόμπους με μια λέξη, ή ίσως το δικαίωμα ενός Τρουχίγιο, ενός Σομόζα, ενός Στρόεσνερ ή ενός Ντουβαλιέρ. Σε κάθε περίπτωση, θα χρειαζόταν να οριστεί η έννοια «ατομικά δικαιώματα» με μεγαλύτερη ακρίβεια, για να ξέρουμε αν περιλαμβάνει και το δικαίωμα να καλωσορίζουμε εκστρατείες αντιποίνων που εξαπολύει μια χώρα στο βορρά.

9. Σε τι είδους πολιτικό σύστημα προσβλέπετε για την Κούβα αφού παρέλθει η παρούσα ειδική περίοδος αναδιοργάνωσης και ανασυγκρότησης;

Σε γενικές γραμμές μπορεί να ειπωθεί ότι μια πολιτική δύναμη η οποία επαγρυπνεί για τις ανάγκες της πλειοψηφίας του λαού πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με το λαό και να ξέρει πώς να εκφράσει αυτό που ο ίδιος, μέσω της πολυφωνίας του, μόνο να υποδείξει μπορεί. Το πώς θα το επιτύχουμε αυτό είναι ένα πρακτικό καθήκον που θα μας πάρει κάποιο χρόνο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η παρούσα επαναστατική περίοδος πρέπει να συνεχιστεί για ορισμένο χρονικό διάστημα ακόμα, και δεν είναι εφικτό να μιλάμε για δομική ανασυγκρότηση ενόσω η απειλή πολέμου στοιχειώνει το νησί μας.

Monthly Review, 1961, Volume 13, Issue 05 (September) / Cuba and the U.S.

Μετάφραση στα ελληνικά: http://parakatathiki.blogspot.com.

Ραούλ Κάστρο (Raúl Castro)

Ο Ραούλ Μοδέστο Κάστρο Ρούζ, όπως είναι το πλήρες όνομα του, είναι ο μικρότερος αδελφός του Φιντέλ και Πρόεδρος της Κούβας από το 2008. Γεννημένος το 1931 στο Μπιράν της Κούβας, η ζωή και η δράση του βρέθηκε πάντα στη σκιά του θρυλικού αδελφού του. Ο Ραούλ υπήρξε ο λόγος της συνάντησης του Φιντέλ με τον Τσε Γκεβάρα στο Μεξικό, καθώς ήταν πρωτοβουλία του ιδίου να συστήσει τον νεαρό τότε αργεντίνο γιατρό στον αδελφό του. Καθόλη τη διάρκεια της επαναστατικής δραστηριότητας στην Κούβα ο Ραούλ υπήρξε σταθερά αρωγός και υποστηρικτής των προσπαθειών του Φιντέλ, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι τη μεταβίβαση των εξουσιών στον ίδιο το 2008.

Μετά την επιτυχή έκβαση της επανάστασης το 1959, ο Ραούλ διορίστηκε αρχηγός των κουβανικών ενόπλων δυνάμεων. Το 1962 διορίστηκε αναπληρωτής πρωθυπουργός ενώ αργότερα έγινε ο πρώτος αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου του κράτους. Θεωρείται ο υπουργός ενόπλων δυνάμεων (Άμυνας) με τη μακροβιότερη θητεία παγκοσμίως. Το 2006 ο Φιντέλ, λόγω εξασθενημένης υγείας, μεταβίβασε τις κυβερνητικές εξουσίες στο Ραούλ, κάτι που επισημοποιήθηκε το 2008 με την παραίτηση του ιστορικού ηγέτη από τη θέση του προέδρου.

Ο Ραούλ είναι παντρεμένος εδώ και 45 χρόνια με την Βίλμα Εσπίν και έχουν τρείς κόρες και ένα γιό.

Τσε Γκεβάρα: Για την ηθική στον πολιτικό αγώνα

Ernesto el Che Guevara 876Άρθρο της Ζανέτ Χαμπέλ, καθηγήτριας στο Ινστιτούτο λατινοαμερικανικών σπουδών του Παρισιού, δημοσιευμένο το 1997 (30η επέτειος δολοφονίας του Τσε). Το Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα, στο πλαίσιο του πλουραλισμού των απόψεων, αναδημοσιεύει το παρακάτω κείμενο χωρίς να υιοθετεί τις απόψεις που εκφράζονται σε αυτό.  

Της Janette Habel*.

Η συντομία της πολιτικής του ζωής (δεκατρία χρόνια από τη νίκη της CIA ενάντια στον Αρμπέντζ στη Γουατεμάλα ώς το θάνατό του στη Βολιβία, οχτώ χρόνια στην Κούβα, από τα οποία έξι μετά τη νίκη) και η απότομη επιτάχυνση της ιστορίας, στην οποία συμμετείχε, καθιστούν ακόμα πιο σύνθετη την ερμηνεία ορισμένων κειμένων του. Η σκέψη του Τσε ήταν συνεχώς σε εξέλιξη. Παρόλο που ο ίδιος αρνιόταν ότι ήταν θεωρητικός και παρόλο που δεν είχε συμμετάσχει σε πολιτικό κόμμα πριν τη στράτευσή του στην Κούβα, όλοι οι μάρτυρες συγκλίνουν: τόσο στη Σιέρα Μαέστρα όσο και κατά την άνοδο στην εξουσία, ήταν ένας από τους κύριους -αν όχι ο κύριος- εμπνευστής της ριζοσπαστικής πορείας της επανάστασης. Αλλά η πολιτική του συνείδηση θα εξελισσόταν βαθιά μέσα σε μερικά χρόνια. Από τη θετική αναφορά του στις χώρες του «παραπετάσματος», στη Σιέρα Μαέστρα (σε γράμμα του προς τον υπεύθυνο του Κινήματος της 26ης Ιουλίου, Ρενέ Ράμος Λατούρ, γράμμα που ο ίδιος χαρακτήρισε σαν «ηλίθιο» αργότερα) ώς την αμείλικτη κριτική της ΕΣΣΔ και των χωρών της κεντρικής Ευρώπης στα 1964-65, έξι χρόνια μόλις πέρασαν. Τον Οκτώβριο του 1960, πάει στη Μόσχα. Το νησί είναι πνιγμένο από το αμερικάνικο εμπάργκο στα εμπορεύματα, που κηρύχτηκε στις 13 Οκτωβρίου. Από το σοβιετικό μπλοκ καταφέρνει να εξασφαλίσει πιστώσεις και την αγορά ενός μεγάλου μέρους της κουβανέζικης ζάχαρης έναντι πετρελαίου (η Κίνα θα αγοράσει το υπόλοιπο). Όντας παρών στην επέτειο της οκτωβριανής επανάστασης, καταχειροκροτείται από το πλήθος.

Σίγουρος ότι μια αμερικάνικη επίθεση ετοιμάζεται (η επιδρομή στον Κόλπο των Χοίρων θα γίνει 4 μήνες αργότερα), επιστρέφει πεπεισμένος ότι «η ΕΣΣΔ και όλες οι σοσιαλιστικές χώρες είναι διατεθειμένες να μπουν σε πόλεμο για να υπερασπίσουν την κυριαρχία μας» (1). Τον Οκτώβρη του 1962, η κρίση των πυραύλων θα διαψεύσει πικρά τις αυταπάτες του. Και ο αντάρτης, που έχει γίνει υπουργός, θα γνωρίσει από κοντά τις σοβιετικές εμπορικές πρακτικές της διπλωματίας μεγάλης δύναμης της Μόσχας, ακριβώς κατά την κρίση των πυραύλων. Ανακαλύπτει τη θλιβερή αλήθεια του αυταρχικού γραφειοκρατικού σοσιαλισμού και τα προνόμια των κατόχων της εξουσίας του. Στις διαλέξεις του σαν Υπουργός Βιομηχανίας, καταγγέλλει αυτό που δεν το ονομάζουν ακόμα «υπαρκτό σοσιαλισμό». Η σκέψη του περιέχει τότε έναν ανθρωπισμό  που έχει σφυρηλατηθεί στη διάρκεια του γύρου του στη Λατινική Αμερική. Αργεντίνος, γνωρίζει τις πελατειακές και λαúκιστικές πρακτικές του περονισμού. Αργότερα θα ανακαλύψει τα προνόμια των «διευθυντών» και των υπεύθυνων του Κόμματος. «Ο νέος άνθρωπος» που θέλει να προωθήσει (και που τον παρουσιάζουν γελοιογραφικά σαν ολοκληρωτισμό), η παραδειγματική συμπεριφορά που έχει ο ίδιος σαν ηγέτης, η εθελοντική εργασία που προωθεί, βρίσκονται στον αντίποδα των σταλινικών πρακτικών. Ο ίδιος εμπνέεται από μια ηθική αντίληψη για την εξουσία που αποδεικνύεται να είναι ταυτόχρονα και πολιτική αναγκαιότητα. Όταν αναγγέλλει στους εργάτες της ζάχαρης το 1961 ότι οι ελλείψεις θα επιδεινωθούν (το κρέας και το γάλα δίνονται πλέον με δελτίο) αναλαμβάνει μια δέσμευση που θα ξεσηκώσει τον ενθουσιασμό των συμμετεχόντων: «Στο νέο στάδιο της επαναστατικής πάλης κανείς δεν θα παίρνει περισσότερα από τους άλλους, δεν θα υπάρχουν ούτε προνομιούχοι υπάλληλοι ούτε λατιφουντίστες. Οι μόνοι προνομιούχοι στην Κούβα θα είναι τα παιδιά». Ο πληθυσμός υποφέρει ήδη από πολλές στερήσεις. Η αντίσταση στην αμερικάνικη επιδρομή συνεπάγεται μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση, που είναι αδύνατη χωρίς την ένταξη στο επαναστατικό σχέδιο. Η νίκη στον Κόλπο των Χοίρων, πρώτη αυτοκρατορική ήττα στη λατινική Αμερική δεν εξηγείται αλλιώς.

Μακρυά από τη διαφθορά και το νεποτισμό που χαρακτηρίζουν τους λατινοαμερικάνους καουντίγιος (=ηγέτες), ο Τσε προβάλει την εικόνα ενός λιτού ηγέτη, απαιτητικού με τον εαυτό του όπως και με τους άλλους. Τα ανέκδοτα είναι ατέλειωτα: καταργεί τις πρόσθετες μερίδες της οικογενείας του στα τρόφιμα, εξηγεί δημόσια γιατί πρέπει να μείνει προσωρινά -καθότι άρρωστος- σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα που ο μισθός του δεν του επιτρέπει να το πληρώνει. Ο Τσε γρήγορα συνειδητοποιεί την ανάγκη να παλαίψει ενάντια στα προνόμια. Το επαναστατικό σχέδιο έπρεπε κατά τη γνώμη του να οδηγήσει στην ανάδυση ενός ηγέτη που να μην αγγίζεται από οποιαδήποτε διαφθορά, που να συμφωνούν τα λόγια με τις πράξεις του. Η προσωπική του λιτότητα ήταν παροιμιώδης. Διεξήγε μια ασταμάτητη πάλη ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση της νέας διοίκησης, προσπαθώντας να επιβάλει έναν τρόπο άσκησης της εξουσίας ριζικά κανούργιο. Απέτυχε και «ο Αργεντίνος», όπως τον ανέφεραν με περιφρόνηση ορισμένοι υπάλληλοι, θα κάνει πολλούς εχθρούς. Μερικές φορές δόθηκε στην ανυποχωρητικό- τητά του μια ψυχαναλυτική ερμηνεία. Αυτή απλώς δεν κατανοεί γιατί στην Κούβα η νέα εξουσία έπρεπε να ενσαρκώσει μια ριζική ρήξη με τη διαφθορά του παλαιού καθεστώτος. Επειδή η «φύση» επανέρχεται γρήγορα καλπάζοντας: το μαρτυρούν οι αντάρτες εκείνοι της 26ης Ιούλη, που μετά τη στρατηγική νίκη της Σάντα Κλάρα, με τον Μπατίστα να έχει ηττηθεί, καταλαμβάνουν τις κάντιλακ των αστυνομικών της διχτατορίας για να πάνε στη Αβάνα. Αμέσως τιμωρούνται από τον Τσε. Λένε σήμερα ότι οι τιμωρίες αυτές, ή και οι πολύ σοβαρές ποινές του, αποτελούσαν έναν ειδικό σταλινισμό, ένα τροπικό γκούλαγκ. έτσι, όλα ανακατεύονται: η πειθαρχία που επιβάλλεται στο αντάρτικο ενάντια σε μια διχτατορία που στηρίζεται από την Ουώσιγκτον, οι εκτελέσεις των βασανιστών του Μπατίστα στο στρατόπεδο της Καμπάνια, μετά την κατάληψη της εξουσίας, υποτιθέμενα προεόρτια της κατασταλτικής  εξέλιξης του καθεστώτος. Ξεχνούν τον Τσε που περίθαλπε τους πληγωμένους κρατούμενους και που τους απελευθέρωνε κατόπιν, όπως και τη λιτή του αλλά και απεριόριστη γενναιοδωρία.

Μια ανολοκλήρωτη σκέψη.

Η ανάγνωση των τελευταίων κειμένων του Τσε στη μεγάλη δημόσια οικονομική συζήτηση που τον αντέταξε στους οπαδούς των σοβιετικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1960 – πρώτη έκδοση της περεστρόικα-, του δοκιμίου του για «Το σοσιαλισμό και τον άνθρωπο στην Κούβα» και των τελευταίων του λόγων, ιδιαίτερα εκείνου στο Αλγέρι το 1965, δείχνουν με σαφήνεια μια κριτική και προφητική διορατικότητα για τα προβλήματα της μεταβατικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ. Στο βιβλίο που άρχισε λίγο πριν πεθάνει και που παρέμεινε ανολοκλήρωτο, έγραφε: «Πολλές αναταράîεις περιμένουν την ανθρωπότητα πριν απελευθερωθεί οριστικά, αλλά -είμαστε πεπεισμένοι- αυτή δεν θα μπορέσει να γίνει χωρίς μια ριζική αλλαγή στρατηγικής από τις κύριες σοσιαλιστικές δυνάμεις. Η αλλαγή αυτή θα είναι άραγε το προϊόν της αναπόφευκτης πίεσης του ιμπεριαλισμού ή μήπως της εξέλιξης των μαζών σε  αυτές τις χώρες ή ακόμα και ενός μείγματος παραγόντων; Η ιστορία θα μας το πει. Εμείς προσφέρουμε από την πλευρά μας ένα μικρό κόκκο άμμου με το φόβο μήπως η όλη επιχείρηση îεπεράσει τις δυνάμεις μας» (2).

Γρήγορα συνειδητοποίησε τις δυσκολίες που κινδύνευε να γνωρίσει η Κούβα, δεδομένης της εξάρτησής της από το σοβιετικό «μεγάλο αδελφό». Ήδη από την κατάληψη της εξουσίας είχε καταλάβει την ανάγκη ρήξης με τη μονοκαλλιέργεια της ζάχαρης, για να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας και να επιχειρηθεί μια πιο αυτόνομη οικονομική ανάπτυξη. Το βάρος που έθεσε στον εκβιομηχανισμό απαντούσε σε αυτή την βασική ανησυχία. Αλλά πολύ γρήγορα ο σιδερένιος νόμος της παγκόσμιας αγοράς έγινε αισθητός: η μείωση της παραγωγής ζαχαροκάλαμων -κύριο εξαγωγικό προúόν- δεν επέτρεπε να εξασφαλιστούν οι εισαγωγές που ήταν απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας χωρίς ενεργειακούς πόρους και της οποίας τα εισοδήματα προέρχονταν κυρίως από αυτή τη μονοκαλλιέργεια που είχε επιβάλει η αποικιοκρατία το 19ο αιώνα. Έπρεπε να υπάρξει διόρθωση. «Θελήσαμε να επιταχύνουμε τον εκβιομηχανισμό. Ήταν ανοησία. Θελήσαμε να αντικαταστήσουμε όλες τις εισαγωγές και να κατασκευάσουμε τα τελικά προϊόντα χωρίς να δούμε τις τεράστιες επιπλοκές που υποθέτει η εισαγωγή ενδιάμεσων προϊόντων», θα πει ο Τσε στον Εντουάρντο Γκαλεάνο (3).

Το εμπόριο με την ΕΣΣΔ, και ιδιαίτερα οι παραδόσεις πετρελαίου μετά την πλήρη ρήξη με τις ΗΠΑ, θα μπορούσαν να εγγυηθούν τη σταθερότητα των συναλλαγών, καθώς και μια πραγματική εμπορική ισότητα μεταξύ μιας μικρής οικονομικά κυριαρχούμενης χώρας και μιας δύναμης που αναφερόταν στο σοσιαλισμό, που διέθετε πυρηνικό οπλοστάσιο και που είχε μόλις ξεκινήσει την κατάκτηση του διαστήματος. Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός στον Τσε – αντίθετα από άλλους κουβανούς ηγέτες- για να καταλάβει τους κινδύνους και το εύθραυστο των σχέσεων αυτών.

Μετάβαση και υπανάπτυξη.

Πολύ γρήγορα οι αμφιβολίες του επικεντρώθηκαν στην εσωτερική πολιτική. Οι προτάσεις για εμπορευματικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που πρότειναν οι σοβιετικοί οικονομολόγοι (ιδιαίτερα οι Λίμπερμαν και Τραπέζνικοφ) έγιναν αντικείμενο πολλών συζητήσεων, την ίδια στιγμή που το νησί αντιμετώπιζε ήδη την ανάγκη επανορισμού της στρατηγικής της ανάπτυξης. Η μεγάλη οικονομική συζήτηση του 1963 με 1965 στο εσωτερικό του Υπουργείου Βιομηχανίας, και μετά μέσα στην κουβανέζικη ηγεσία, ήταν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και μετά ειδικότερα για τις συνθήκες της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, μέσα σε ένα νησί που υπόκειται στους εξαναγκασμούς της μονοκαλλιέργειας ζάχαρης, με την άμεση πίεση της διεθνούς αγοράς και που η ανάπτυξή του εμποδιζόταν από το εμπάργκο που του είχε επιβάλει η πρώτη παγκοσμίως οικονομική δύναμη. Η αντίθεση αφορούσε το ρόλο του νόμου της αξίας στην περίοδο της μετάβασης, το βαθμό συγκεντροποίησης των επιχειρήσεων, το ρόλο των υλικών και ηθικών κινήτρων. Αυτοί που υπογράμμιζαν τη σημασία του νόμου της αξίας απέδιδαν ένα κύριο βάρος στους μηχανισμούς της αγοράς μέσα στην σχεδιασμένη οικονομία, καθώς και στην ανάγκη να αποδοθεί πλατιά χρηματοδοτική αυτονομία στις επιχειρήσεις, τονίζοντας το ρόλο των χρηματικών κινήτρων για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας.

Ο Τσε και οι οπαδοί του έθεταν καταρχήν το βάρος στην ανάγκη μιας συγκεντροποιημένης διαχείρισης, μέσα στο πλαίσιο των ανισοτήτων της κουβανέζικης ανάπτυξης: αναπτυγμένο τηλεπικοινωνιακό και συγκοινωνιακό δίκτυο, αλλά δραματική έλλειψη στελεχών και ανάγκη δραστικού ελέγχου των πόρων, δεδομένου του εμπάργκο, του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης και κυρίως της έλλειψης συναλλάγματος. Εκτιμούσε ότι η χρηματοδοτική αυτονομία των επιχειρήσεων κινδύνευε να θέσει σε αμφισβήτηση τις προτεραιότητες που αποφασίζονταν σε εθνικό επίπεδο, προς όφελος τομεακών επιλογών, και να αυξήσει την αυτονομία των διευθυντών στο χώρο των επενδύσεων και των μισθών, καθώς και να οδηγήσει σε μια ανισομερρή και ανισόρροπη ανάπτυξη. Φοβόταν τις επιπτώσεις μιας οργάνωσης της εργασίας που θα στηριζόταν αποκλειστικά στα χρηματικά κίνητρα και στις κοινωνικές διαφοροποιήσεις που απορρέουν αναγκαστικά από αυτά. Προφητικά, έγραφε: «Επανερχόμαστε στη θεωρία της αγοράς… όλη η οργάνωση της αγοράς βασίζεται στο υλικό κίνητρο… και είναι οι διευθυντές που κάθε φορά κερδίζουν περισσότερα. Πρέπει να δούμε το τελευταίο  σχέδιο της Ανατολικής Γερμανίας, τη σημασία που αποκτάει εκεί η διαχείριση του διευθυντή ή, καλύτερα, η αμοιβή της διαχείρισης του διευθυντή» (4). Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα είδαμε τις συνέπειες, όταν εξεγέρθηκαν οι λαúκές μάζες της Ανατολικής Γερμανίας, κουρασμένες από τον οικονομικό μαρασμό, από την έλλειψη πολιτικών ελευθεριών και από τα προνόμια των διεφθαρμένων ηγετών.

Εμπνεόμενος από την οξυμένη του αντιγραφειοκρατική ευαισθησία και καθοδηγούμενος από πολιτικές και κοινωνικές θεωρήσεις, ο Τσε τάχθηκε ενάντια στην προτεραιότητα των νομισματο-εμπορευματικών σχέσεων στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε ποτέ την αυταπάτη της απότομης κατάργησής τους. Απέχοντας πολύ από την καρικατούρα στην οποία έχουν μεταβάλει τις θέσεις του, επέμενε στην ανάγκη ηθικών κινήτρων, που τα έβλεπε σαν συλλογικά κίνητρα στην εργασία, πράγμα που συνοδευόταν από μια μισθωτική πολιτική στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη των ειδικεύσεων, με πιο σημαντικό «την ορθή επιλογή του εργαλείου κινητοποίησης των μαæών» χωρίς το οποίο ο σοσιαλισμός ήταν κατά τη γνώμη του καταδικασμένος σε αποτυχία. Η ισότητα των δικαιωμάτων και η κοινωνικοποίηση -ασφαλώς υπερβολική- της οικονομίας ήταν αποφασιστικά στοιχεία για τη λαúκή αντίσταση: απέναντι στην εξωτερική επίθεση, ένας άλλος κόσμος φαινόταν να οικοδομείται και άξιζε τον κόπο να αγωνιστεί κανείς για αυτόν. Αλλά, διεκδικώντας το δικαίωμα λάθους, διευκρίνιζε πως, εάν οι αντιλήψεις του «αποδεικνύονταν επικίνδυνο φρένο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, θα έπρεπε να εισαχθούν τα συμπεράσματα και να επιλεγούν οι πιο δοκιμασμένοι δρόμοι μετάβασης (transitados)» (5).

Η ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης και της εκπαίδευσης θα έπρεπε να συμβάλει στη σφυρηλάτηση μιας κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία (νά γιατί έδειχνε το παράδειγμα όχι από μαζοχισμό αλλά από αναγκαιότητα), «η διαμόρφωση του νέου ανθρώπου και η ανάπτυîη της τεχνικής» θα έπρεπε να κάνουν τη μετάβαση προς το σοσιαλισμό να αποφύγει το ξεστράτισμα. Οι σχέσεις μεταξύ σοσιαλισμού και ανθρώπου ήταν στο κέντρο των θεμάτων που τον απασχολούσαν, ο άνθρωπος σαν ουσιαστικός παράγοντας της επανάστασης, «ενεργός σε αυτό το περίεργο και συναρπαστικό δράμα που είναι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού». Η εκπαίδευση και η συνείδηση θα ήταν στο επίκεντρο αυτής της πιο δίκαιης κοινωνίας. «Σε αυτή την περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού, μπορούμε να δούμε τη γέννηση του νέου ανθρώπου. Η εικόνα του δεν είναι ακόμα τελείως îεκάθαρη, δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι όσο η εîέλιîη αυτή είναι παράλληλη προς την ανάπτυξη νέων οικονομικών δομών… Είναι ο άνθρωπος του 21ου αιώνα που πρέπει να δημιουργήσουμε, έστω και αν ακόμα αυτό δεν είναι παρά μια υποκειμενική και μη συστηματική φιλοδοξία» (6). Έτσι, πέρα από τις παραμορφώσεις, οι αφετηρίες του Τσε ήταν ανθρωπιστικές και επαναστατικές. Αλλά είναι αλήθεια ότι έδινε υπερβολικά έμφαση στην οικονομική κριτική, στο βάρος των εμπορευματικών σχέσεων και ανεπαρκώς στον αστυνομικό και κατασταλτικό χαρακτήρα του σοβιετικού πολιτικού συστήματος.

Αναμφισβήτητα εδώ βρίσκεται μία από τις ουσιαστικές αδυναμίες της σκέψης του. Ένας από τους βιογράφους του, ο Ρομπέρτο Μασάρι (7), υπογραμμίζει (όπως και ο Κ.Σ.Κάρολ) τις αδυναμίες της σκέψης του Τσε, πράγμα που το μαρτυρούν ώς το 1963 πολλοί από τους λόγους ή τα γραπτά του. Η αδυναμία αυτή πάει μαζί και με μια ορισμένη αφέλεια, αξιοσημείωτη στις κρίσεις του απέναντι στα στελέχη του παλιού PSP. Μόνο το 1966, σχολιάζοντας το Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας της ΕΣΣΔ, εμβαθύνει τη θεωρητική του σκέψη. Τότε γράφει: «Το τρομερό ιστορικό έγκλημα του Στάλιν» ήταν «ότι περιφρόνησε την κομμουνιστική εκπαίδευση και επέβαλε την απεριόριστη λατρεία της αυθεντίας» (8). Ενάντια στο δογματισμό «Μια εξέγερση ενάντια στις ολιγαρχίες και ενάντια στα επαναστατικά δόγματα». Έτσι γιόρτασε στο ημερολόγιό του της Βολιβίας την επέτειο του κινήματος της 26ης Ιούλη. Επέκρινε με οξύτητα «το σχολαστικισμό που επιβράδυνε την ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας και εμπόδισε συστηματικά τη μελέτη της περιόδου αυτής της οποίας δεν έχουμε αναλύσει τα οικονομικά θεμέλια» (Ο σοσιαλισμός και ο άνθρωπος).

Η σύλληψή του για την πρωτοπορία, που καθοδηγείται από παραδειγματικούς ηγέτες, μαρτυράει μια κριτική αλλά ανολοκλήρωτη σκέψη για το ρόλο και τη θέση του κόμματος στις σχέσεις του με τις μαζικές οργανώσεις. Ειρωνευόταν: «Το Κόμμα ήδη αποφάσισε για εσένα και εσύ δεν έχεις παρά να το χωνέψεις» (9). Και διακήρυξε: «Δεν πρέπει να δημιουργήσουμε μισθωτούς που να ακολουθούν την επίσημη σκέψη ούτε «υπότροφους» που ζουν με την προστασία του κρατικού προûπολογισμού ασκώντας μια ελευθερία σε εισαγωγικά». Αλλά δεν ανέλυε τις καταστρεπτικές επιπτώσεις του μοναδικού κόμματος/κόμματος-κράτους: η εμπειρία του από τα έξι χρόνια επί κεφαλής του κουβανέζικου κράτους ήταν πολύ σύντομη. Είχε σημαδευτεί από τον πόλεμο, την τεράστια σύγκρουση με την Ουώσιγκτον και από την ιδιομορφία της κουβανέζικης εμπειρίας. Στη Σιέρα Μαέστρα αντιτάχθηκε στην αστική πτέρυγα του κινήματος της 26ης του Ιούλη, που ταυτίστηκε με ένα δεξιό ρεύμα. Η ύπαρξη, ώς το 1965, τριών ξέχωρων πολιτικών ρευμάτων (το Κ-26-Ι, το PSP και το Διευθυντήριο) αποδείχτηκε εμπόδιο για την ενότητα της Επανάστασης. Το μοναδικό Κόμμα συστάθηκε μόνο το 1975, τόσο δύσκολη ήταν η συγχώνευση. Στο πολεμικό κλίμα των πρώτων χρόνων της επανάστασης, το ουσιαστικό ήταν η αντίσταση. Ο πλουραλισμός αφέθηκε για αργότερα. Αυτό δεν τον εμπόδισε να θέσει στην πράξη μια πολιτική σύλληψη βαθιά διαφορετική από αυτήν που εγκατέστησε η νέα εξουσία. Κατά την πρώτη Εθνική Σύσκεψη Παραγωγής το 1961, η διαφάνεια βασιλεύει: τα λάθη και οι υπεύθυνοί τους αναφέρονται δημοσίως. «Μόλις με υποδεχτήκατε με ζεστά χειροκροτήματα, αλλά δεν ξέρω αν είναι σαν καταναλωτή ή σαν συνένοχο. Νομίæω ότι είναι μάλλον σαν συνένοχο», δικηρύσσει μπροστά σε 3.500 στελέχη της κυβέρνησης. Ήταν ο μόνος -και με πόσες επικρίσεις για αυτό!- που οργάνωσε, στην επιθεώρηση του υπουργείου βιομηχανίας, μια δημόσια και αντιφατική συζήτηση για το οικονομικό σύστημα της χώρας. Το υπουργείο ήταν εξάλλου καταφύγιο για αυτούς που απομακρύνονταν από τις θέσεις τους: έτσι ενέταξε τον τέως υπουργό επικοινωνιών, Ολτούσκι, που απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1960. Το ανέκδοτο είναι ακόμα πιο σημαντικό επειδή ο Τσε είχε διεξάγει μια έντονη πολεμική ενάντια στον Ολτούσκι κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Μέλος της αριστεράς πτέρυγας του Κ-26-Ι, ο Ολτούσκι κρίθηκε υπερβολικά αντισοβιετικός, τη στιγμή που γινόταν η προσέγγιση με την ΕΣΣΔ. Ο Τσε με τον ίδιο τρόπο αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις ενός συνδικαλιστή ηγέτη που απαιτούσε να απολυθεί ένας τραπεζουπάλληλος που κατηγορήθηκε ότι ήταν φιλο-μπατίστας: υπερασπίζοντας την εντιμότητα του τελευταίου ο Τσε κατάγγειλε το ξεκίνημα ενός κυνηγιού μαγισσών (10).

Σε ένα ενδεικτικό κείμενο (un pecado de la revolucion) ο Τσε θυμίζει τα λάθη που έκαναν κατά τη γνώμη του απέναντι στο Δεύτερο μέτωπο του Εσκαμπρέ που παραμερίστηκε στη διάρκεια της πορείας προς την Αβάνα, λάθη που εκτιμάει ότι ήταν η αιτία της αποχώρησης πολλών στελεχών. Οι αυτοκριτικές αυτές σκέψεις για τις ενωτικές σχέσεις πριν την κατάληψη της εξουσίας είναι οι μόνες που έχουν δημοσιευτεί ώς τώρα. Περισσότερο από κάθε άλλον ηγέτη του τρίτου κόσμου της εποχής, είχε συνείδηση των ελαττωμάτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αλλεργικός απέναντι στην κωδικοποιημένη γλώσσα των απαράτσικ, δεν δίσταζε να κατακρίνει δημόσια και σκληρά: στο δημόσιο λόγο του στο Αλγέρι το 1965 (τελευταίος του επίσημος λόγος σαν κουβανός επίσημος) κατάγγειλε μπροστά στην αφρο-ασιατική σύναξη την «σιωπηρή συνενοχή» της σοβιετικής ηγεσίας στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και στη διατήρηση της άνισης ανταλλαγής. Επίσης, επειδή είχε προαισθανθεί τις τεράστιες δυσκολίες στις οποίες θα προσέκρουε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε ένα μόνο νησί, καθώς και την ανάγκη άλλων επαναστατικών νικών, για αυτό και λάνσαρε στο μήνυμά του στην Τριηπειρωτική το διάσημο σύνθημα «Να δημιουργήσουμε δύο, τρία Βιετνάμ»…, και για το οποίο επίσης έχει δοθεί μια γελοιογραφική εικόνα.

Αηδιασμένος από «τον πόλεμο βρισιών και τρικλοποδιών που δίνουν οι δύο μεγάλες δυνάμεις του σοσιαλιστικού στρατοπέδου», φλεγόταν «από την αγωνία αυτής της παράλογης στιγμής της ανθρωπότητας» απέναντι «στη βιετναμέζικη μοναξιά». Με διορατικότητα, ο Τσε προχωρούσε πολύ πιο μπροστά από την ισοτρική εξέλιξη προβλέποντας τους κινδύνους απομονωμένων εξεγέρσεων σε μια παγκόσμια σύνθεση τραγικά κυριαρχούμενη την εποχή του ψυχρού πολέμου από τον ιμπεριαλισμό και το σταλινισμό, ο θάνατος του δεύτερου όντας ήδη γραμμένος στην τροχιά του. Ήδη από το 1962, ένα χρόνο μετά την επίσημη διακήρυξη του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της κουβανέζικης επανάστασης και δύο χρόνια μετά τη δημιουργία προνομιακών σχέσεων με την ΕΣΣΔ, η κρίση των πυραύλων συγκλόνισε την εμπιστοσύνη του στη σταθερότητα της συμμαχίας και στη βιωσιμότητα της βοήθειας. Είχε αναλάβει να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική στήριξη της Μόσχας απέναντι στις όλο και πιο συγκεκριμένες απειλές αμερικανικής επέμβασης, μετά την αποτυχία της επιδρομής στον Κόλπο των Χοίρων το 1961. Η πρόταση να εγκατασταθούν πυρηνικοί πύραυλοι στην Κούβα -που η πρωτοβουλία της ανήκει στη Μόσχα- είχε σαν στόχο να αποθαρρύνει το Πεντάγωνο από την αρχή μια τέτοιας επίθεσης. Αλλά άλλαζε στην πράξη την ατομική ισορροπία. Η εγγύτητα με το αμερικάνικο έδαφος επιδείνωνε την πυρηνική απειλή καθιστώντας, σε περίπτωση σύγκρουσης, μια σοβιετική επίθεση πολύ πιο γρήγορη και μειώνοντας την αποτελεσματικότητα της αμερικάνικης αντίδρασης. Ο Κένεντυ απαίτησε την απόσυρση των πυραύλων, απειλώντας με θερμοπυρηνική σύγκρουση: ο κόσμος ήταν στο χείλος του πολέμου. Η σοβιετική κυβέρνηση δέχτηκε να αποσύρει τα επιθετικά όπλα. Αλλά η απόσυρση των πυραύλων και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Χρουστσόφ και Κένεντυ έγιναν με τη γραφειοκρατική παράδοση της σοβιετικής διπλωματίας χωρίς να ζητήσουν κάν τη γνώμη των Κουβανών, σε πλήρη περιφρόνηση της κουβανέζικης κυριαρχίας. Η έκπληξη και η οργή των Κουβανών ήταν πλήρεις και η κρίση του Οκτώβρη («αυτές οι φωτεινές και θλιβερές μέρες» που αναφέρει στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του) έβαλε αναμφίβολα την πρώτη σφήνα στις σοβιετο-κουβανικές σχέσεις.

Η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ -ιδιαίτερα η φειδωλή υποστήριξη προς το βιετναμέζικο λαό- θα ενίσχυε την όλο και πιο κριτική του αντίληψη απέναντι στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Το μυστήριο της αναχώρησης.

Πώς να κατανοηθεί η αναχώρησή του από την Κούβα; Με την πεποίθησή του ότι ήταν αδύνατη η ανάπτυξη μόνο στο νησί; Με την επιθυμία του να ξαναβρεθεί στα πεδία των μαχών; Με τη θέλησή του να σπάσει την κουβανέζικη εξάρτηση από την ΕΣΣΔ και μάλιστα σε συμφωνία με τον Φιντέλ; Αυτός ο καταμερισμός καθηκόντων μεταξύ του διαχειριστή πολιτικού και του εξεγερμένου μαχητή ήταν ίσως το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού. Αλλά ο καταμερισμός εργασίας αυτός δεν επαρκεί για να περιγράψει τις αστοχίες των διενέξεων πριν από την αναχώρησή του και δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε τη σειρά των επόμενων γεγονότων. Έχει άραγε συνείδηση ότι έχει όλο και λιγότερο θέση στο πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύεται; Οι απαιτήσεις του εξοργίζουν τους υπαλλήλους και τα ηγετικά στελέχη, ο τρόπος ζωής του είναι μια πρόκληση για την αναδυόμενη νομενκλατούρα, της οποίας την αναρμοδιότητα επικρίνει. Η έλλειψη στελεχών είναι καταστροφική για την οικονομική διαχείριση, αλλά ο ίδιος κατηγορεί και τον εαυτό του για τα λάθη που έγιναν: «Είμαστε ένοχοι και πρέπει να το πούμε ειλικρινά. Η εργατική τάξη θέλει να μας καταδικάσει για όλα αυτά; Ας μας καταδικάσει, ας μας αντικαταστήσει, ας μας τουφεκίσει, ας κάνει ό,τι θέλει. Εδώ είναι το πρόβλημα»11. Τα βάζει με τους συνδικαλιστές που η πλειοψηφία τους δεν έχει καμία μαζική βάση και που πιστεύουν ότι έχουν μόνο δικαιώματα και κανένα καθήκον. Υποστηρίζει: «Τη στιγμή αυτήν τα συνδικάτα θα μπορούσαν να μην υπάρχουν και να μεταβιβάσουν τις λειτουργίες τους στις επιτροπές δικαιοσύνης της εργασίας. Μόνο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν θα συμφωνούσε, γιατί θα έπρεπε να επιστρέøουν στην παραγωγή… Οι κύριοι ενδιαφερόμενοι απαντούν ότι εδώ και 18 χρόνια είναι συνδικαλιστές ηγέτες». Επίσης καταγγέλλει πολύ νωρίς τη διαστροφή του ρόλου των Επιτροπών άμυνας της επανάστασης (CDR) που τις κατηγορεί ότι είναι φωλιά οππορτουνιστών. Θυμίζει στα μέλη της Ασφάλειας ότι «αντεπαναστάτης είναι κάποιος που παλεύει ενάντια στην επανάσταση, αλλά αυτός που χρησιμοποιεί την επιρροή του για να πετύχει ένα σπίτι και έπειτα για να πάρει δύο αυτοκίνητα, αυτός που παραβιάæει τα δελτία, που κατέχει ό,τι ο λαός δεν έχει, επίσης είναι αντεπαναστάτης»12.

Η πρόσφατη βιογραφία του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ απεικονίζει καλά την αυξανόμενη ένταση που δημιουργεί η απόκλιση ανάμεσα στην ένδεια οικονομικών και ανθρώπινων πόρων και στον επείγοντα χαρακτήρα της ανάπτυξης σε μια χώρα που της επιτίθενται. «Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη στιγμή: δεν έχουμε την πολυτέλεια να τιμωρήσουμε τα λάθη, ίσως να μπορέσουμε να το κάνουμε σε ένα χρόνο. Ποιός θα απολύσει τον Υπουργό βιομηχανίας (13) που υπέγραøε ένα πλάνο τον περασμένο Νοέμβριο προβλέποντας παραγωγή 10 εκατομμυρίων παπουτσιών και μερικές ακόμα τέτοιες ηλιθιότητες;» (14). Μοιάζει να καταναλώνεται σε μια κουραστική πάλη και πολλαπλασιάζει τις κριτικές και αυτοκριτικές απέναντι σε μια λειτουργία που απαιτεί «μια υπεροπτική εκτέλεση, μη συζητημένες υποχρεώσεις. Στο τέλος παύεις να θεωρείς τους ανθρώπους σαν ανθρώπους και τους βλέπεις απλώς σαν στρατιώτες, σαν αριθμούς σε έναν πόλεμο που πρέπει να κερδηθεί. Η ένταση είναι τέτοια που δεν βλέπεις παρά το στόχο… και ξεχνάς σιγά σιγά την καθημερινή πραγματικότητα… Πρέπει να κάνουμε κάτι για να είναι αυτό το Υπουργείο κάπως πιο ανθρώπινο» (15). Ο Τσε μάχεται σε όλους τους τομείς: την ίδια ώρα που προωθεί τη βιομηχανική αναδιοργάνωση διεξάγει και πολεμικές σε θεωρητικό επίπεδο ψάχνοντας έναν άλλο σοσιαλισμό όλο και πιο πεπεισμένος για τη σοβιετική αποτυχία. Αλλά η οικονομική συζήτηση -στην οποία αυτό που διακυβεύεται είναι η στρατηγική της ανάπτυξης του νησιού- τελειώνει για τον Τσε με μια ήττα.

Φεύγει για ένα μακρύ ταξίδι. Ο πολύ κριτικός του λόγος απέναντι στη Μόσχα, που εκφωνεί στο Αλγέρι, είναι πολύ κακόδεκτος: πολλές μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν (16), και δεν θα δημοσιευτεί ολόκληρος στον κουβανέζικο τύπο. Ο ένας ακόλουθος της σοβιετικής πρεσβείας που σήμερα βρίσκεται σε εξορία (και θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του) υποστηρίζει πως η σοβιετική κυβέρνηση έκανε γνωστό ότι θεωρούσε το λόγο αυτόν απαράδεκτο από μέρους ενός Κουβανού ηγέτη. Αφού τον υποδέχτηκε ο Φιντέλ Κάστρο στο αεροδρόμιο και μίλησε μαζί του για σχεδόν δύο ημέρες, ο Τσε δεν θα ξαναεμφανιστεί πλέον ποτέ δημόσια. Ένα μήνα αργότερα, φεύγει παράνομα για το Κονγκό. Το ότι η Αφρική θεωρήθηκε από την Αβάνα σαν σημαντικό στοιχείο στη σύγκρουση μεταξύ τρίτου κόσμου και ιμπεριαλισμού σε αυτή τη δεκαετία του εξήντα δεν είναι αμφισβητήσιμο. Αλλά μπορούμε να αμφιβάλουμε πως η συμμετοχή του Τσε ήταν και στο πρώτο σχέδιο: πέρα από τα διπλωματικά προβλήματα, η παρουσία του δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει δυσκολίες στους Αφρικάνους ηγέτες (εκ των οποίων ο Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά) που δεν παρέλειψαν να το γνωστοποιήσουν. Όσο τολμηρή και να ήταν η κουβανέζικη εξωτερική πολιτική την εποχή εκείνη -και ήταν εξαιρετικά τολμηρή- δεν φαίνεται ότι η παρουσία του κύριου κουβανού ηγέτη μετά τον Φ.Κάστρο είχε προβλεφθεί. Σύμφωνα με τον Τάιμπο, ο Τσε αναφέρει τον Φεβρουάριο του 1965 μπροστά στον Νάσερ την ενδεχόμενη συμμετοχή του στον κονγολέζικο αγώνα και κατόπιν υποχωρεί μπροστά στα επιχειρήματα του Αιγύπτιου ηγέτη.

Πώς να εξηγηθούν οι δισταγμοί και οι ανατροπές αυτές που τόσο λίγο συμβαδίζουν με την προσωπικότητά του; Μερικούς μήνες παρουσίας τού αρκούν για να συλλάβει το εξωπραγματικό της επιχείρησης, δεδομένων των αδυναμιών των αφρικανικών απελευθερωτικών κινημάτων. Αποφασίζει να οργανώσει την υποχώρηση. Μια στάση που πάει ενάντια στις «αυτοκτονικές» του παρορμήσεις. Αντιτίθεται στην πρόσθετη αποστολή Κουβανών που προτείνει ο Φ.Κάστρο (17). Ρεαλιστής και πραγματιστής, κρίνει την αποχώρηση αναπόφευκτη. Το ημερολόγιό του της Αφρικής (με τίτλο Πέρασμα του επαναστατικού πολέμου: το Κογκό (18)) δεν θα δημοσιευτεί παρά μόνο τμηματικά, τριάντα χρόνια αργότερα. Η αλληλογραφία του με τον Φιντέλ είναι άγνωστη. Έμεινε πολλούς μήνες στην Πράγα «μέρος σίγουρο όπου πρέπει να αποφασίσει τί θέλει να κάνει»19. Η παρουσία του είναι παράνομη, γιατί δεν εμπιστεύεται πολύ τις τσέχικες μυστικές υπηρεσίες. Δεν ξέρουμε τίποτα για τους λόγους αυτής της μακράς παραμονής ούτε για τις ανταλλαγές αλληλογραφίας με τον Φιντέλ. Επιστρέφει διακριτικά στην Κούβα και εκπαιδεύεται μερικούς μήνες παράνομα.

Πώς ετοιμάζεται η αναχώρηση στη Βολιβία στα τέλη του 1966; Πώς να εξηγηθεί ο ρόλος που αποδίδεται στο ΚΚ Βολιβίας, παρά τις σχέσεις που ήδη είναι σχέσεις διένεξης; Η συνάντηση του Τσε στην Κούβα το 1964 με τον ηγέτη μιας διάσπασης του ΚΚΒ που ευνοούσε την ένοπλη πάλη είχε ήδη προκαλέσει την οργή του γενικού γραμματέα Μάριο Μόνχε. Ο τελευταίος θα επιβάλει όρους αποκλεισμού απέναντι στις άλλες δυνάμεις της βολιβιανής αριστεράς πριν να εγκαταλείψει το αντάρτικο (20). Πώς να εξηγηθούν οι ατέλειες, «η έλλειøη διαφάνειας και το διφορούμενο στοιχείο του σχεδίου», σύμφωνα με τον Τάιμπο ΙΙ, όταν ξέρουμε την αυστηρότητα και την απαιτητική λεπτομέρεια του Τσε στις προετοιμασίες; Ο Φρανσουά Μασπερό θα ανακαλύψει αργότερα ότι είναι το κύριο στήριγμα του εξωτερικού δικτύου, ο Ρεζίς Ντεμπρέ ταξιδεύει για να εντοπίσει και να μελετήσει τα μέρη: βαριά ευθύνη για έναν γάλλο φοιτητή που και η επιλογή του είχε αμφισβητηθεί. Σύμφωνα με τον Τάιμπο ΙΙ, που αναφέρει μια έκθεση της CIA, η τελευταία πληροφορήθηκε ήδη από τα τέλη του 1966 τις ετοιμασίες του αντάρτικου (21). Η ακολουθία των γεγονότων, η πρώιμη ανακάλυψη του εκπαιδευτικού στρατοπέδου που επέβαλε απρόβλεπτες συγκρούσεις, αρκούν άραγε για να διαφωτίσουν τη δραματική σειρά της εξέλιξης του αντάρτικου, καθώς και τη μοιραία του κατάληξη; Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν μπορεί σήμερα να απαντήσει.

Παραμορφωμένος, μουμιοποιημένος, ο Τσε επιβιώνει. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στα ερείπια των επαναστάσεων του εικοστού αιώνα. Νικητής και ηττημένος. Από πού έρχεται η δύναμη του μηνύματος; Άνθρωπος με πεποιθήσεις, πολεμικός αρχηγός και ατυχής ποιητής, εξεγερμένος και στρατευμένος, υπουργός και μετά αντάρτης. Ενσαρκώνει την περιφρόνηση της εξουσίας, αποκαθιστά την πολιτική. Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει γκεβαρικό μοντέλο οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αλλά η αναζήτηση ενός άλλου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, στην υπηρεσία «de los de abajo» (των από κάτω) και όχι «de los de arriba» (των από πάνω) όπως το λένε σήμερα στη Λατινική Αμερική. Φορέας μιας ηθικής αντίληψης για την εξουσία, πολιτικός ηγέτης νέου τύπου που έθετε σε συμφωνία τις πράξεις με τα λόγια του, άγριος επικριτής των παραστρατημένων σοσιαλισμών, η επικαιρότητά του οφείλεται σε αυτό το μείγμα ανθρωπισμού και ακεραιότητας.

Πηγή: Inprecor, Ιούλης 1997. Αναδημοσίευση απ’ το περιοδικό «Σπάρτακος».

* Η Janette Habel (Pienky) είναι καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Λατινοαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Paris III και μέλος του πολιτικού γραφείου της γαλλικής τροτσκιστικής οργάνωσης «Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα» (Ligue communiste révolutionnaire). 

Ένωση Νέων Κομμουνιστών (UJC)

Η Ένωση Νέων Κομμουνιστών (Unión de Jóvenes Comunistas) δημιουργήθηκε στους κόλπους του Συνδέσμου Νέων Ανταρτών (AJR) που είχε ιδρυθεί από το τμήμα Εκπαίδευσης του αντάρτικου στρατού το Δεκέμβρη του 1959. Έπειτα από την συγχώνευση των νεολαιίστικών οργανώσεων και κινημάτων που υποστήριζαν την Επανάσταση τον Οκτώβρη του 1960, ο Σύνδεσμος Νέων Ανταρτών συμπεριελάμβανε νέους από το Κίνημα της 26ης Ιούλη, το Επαναστατικό Διευθυντήριο της 13ης Μάρτη και τη νεολαία του Λαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Από τις 4 Απρίλη 1962 πήρε και επίσημα το όνομα «Ένωση Νέων Κομμουνιστών».

Σήμερα, η Ένωση Νέων Κομμουνιστών αποτελεί στην ουσία τη νεολαία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας, αριθμώντας περισσότερα από 600.000 μέλη.

Φουλχένσιο Μπατίστα (Fulgencio Batista)

Ο Φουλχένσιο Μπατίστα (1901-1973) υπήρξε Κουβανός στρατηγός, Πρόεδρος και δικτάτορας έχοντας την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Υπήρξε ηγέτης της Κούβας κατά τα διαστήματα 1933-1944 και 1952-1959. Το 1959 ανατράπηκε ως αποτέλεσμα της επικράτησης της Κουβανικής Επανάστασης. Η δικτατορία του αποτέλεσε την αφορμή γιά τον Τσε  ώστε να μεταβεί στην Κούβα προς υποστήριξη του επαναστατικού κινήματος.

Ο Μπατίστα προέρχονταν από φτωχή οικογένεια, μικτής αφρικανικής-ευρωπαϊκής και κινεζικής καταγωγής. Ως νεαρός απασχολήθηκε σε διάφορες εργασίες (ράπτης, λιμενεργάτης, στους σιδηροδρόμους) ώσπου τελικά κατατάχθηκε στον στρατό. Το 1933, ως λοχίας έχοντας ήδη μεγάλη επιρροή σε μερίδα στρατιωτών, συμμετείχε στην λεγόμενη «επανάσταση των λοχιών», μια πραξικοπηματική ενέργεια, που σε συνεργασία με τον Αμερικανό πρέσβη της Κούβας, συντέλεσε στην κατάλυση του πολιτεύματος της χώρας. Τελικά νέος πρόεδρος ανακηρύχθηκε ο Ραμόν Γκραού Σαν Μαρτίν και αρχηγός του στρατεύματος ο ίδιος ο Μπατίστα που προήχθη σε συνταγματάρχη. Στην πραγματικότητα όμως ο πραγματικός ηγέτης της χώρας ήταν ο Μπατίστα, ενώ μια σειρά από προέδρους που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια δεν είχαν ουσιαστικές αρμοδιότητες.

Κατέβηκε ως υποψήφιος στις εκλογές του 1940 και αναδείχθηκε νικητής. Διετέλεσε έτσι και ονομαστικός ηγέτης για την επόμενη τετραετία ως επικεφαλής ενός συνασπισμού κομμάτων. Αν και ο Μπατίστα ήταν καπιταλιστής και σταθερός θαυμαστής της πολιτικής των Η.Π.Α., υποστηρίχθηκε επίσης και από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας, που εκείνη την εποχή είχε μικρή απήχηση στη χώρα. Αυτή η υποστήριξη οφειλόταν κυρίως στους νόμους που ενίσχυαν τα εργατικά σωματεία.

Στις εκλογές του 1944 ο Μπατίστα ηττήθηκε από τον Γκραού και έφυγε για τις Η.Π.Α. όπου και έζησε τα επόμενα έτη. Το 1952 αποφάσισε να κατέβει και πάλι υποψήφιος για τις κουβανικές εκλογές, όμως το κόμμα του πήρε την τρίτη θέση στην αναμέτρηση. Στις 10 Μαρτίου 1952, 3 μήνες μετά τις τελευταίες εκλογές, ο Μπατίστα με την υποστήριξη του στρατού κατέλυσε το πολίτευμα, θεωρώντας τις εκλογές άκυρες και ανακηρύχθηκε ο ίδιος «προσωρινός πρόεδρος». Επί της ουσίας εγκαθύδρισε στο νησί μιά στιγνή στρατοκρατική δικτατορία. Αμέσως μετά οι Η.Π.Α. αναγνώρισαν το καθεστώς.

Η δεύτερη περίοδος της ηγεσίας Μπατίστα δεν είχε στοιχεία προόδου, αλλά υπήρξε έντονη η επιθυμία του να αποκτήσει την εύνοια των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων. Στην Αβάνα ο τζόγος ανθούσε, ενώ εικάζεται ότι έγιναν και οικονομικές συμφωνίες μεταξύ του και Αμερικανών-προσωπικοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος (μαφία).

Μέχρι την άνοιξη του 1958 οι Η.Π.Α. ενίσχυαν το καθεστώς Μπατίστα με οπλισμό τελευταίας τεχνολογίας προκειμένου να αντιμετωπίσει πιθανή επαναστατική κίνηση. Τον Μάρτιο, όμως, του ίδιου έτους μετά από σοβαρές συμπλοκές με αντικαθεστωτικούς κύκλους ο Αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ συνέστησε στον Μπατίστα να προκηρύξει εκλογές. Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν, όμως η αποχή ήταν σχεδόν καθολική, που έφτανε το 98% στο Σαντιάγο ντε Κούβα. Την 1η Ιανουαρίου 1959, καθώς οι επαναστατικές δυνάμεις του Φιντέλ Κάστρο προήλαυναν, μετά τη νίκη τους στην Σάντα Κλάρα, προς την Αβάνα, ο Μπατίστα διέφυγε αεροπορικώς από τη χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό δεν έκαναν δεκτή την αίτηση του γιά άσυλο κι’ έτσι βρέθηκε στην Πορτογαλία, της οποία ο τότε πρόεδρος Αντόνιο Σαλαζάρ δέχτηκε να τον φιλοξενήσει με την προϋπόθεση ότι θα απείχε πλήρως από την πολιτική.

Ο αμερικανός πρόεδρος Τζον Φ. Κέννεντι – του οποίου η χώρα παραδοσιακά ανέδειξε, στήριξε και ενίσχυσε καθεστώτα τύπου Μπατίστα – χαρακτήρισε τη δικτατορία του Μπατίστα ως «μία από τις πλέον αιματοβαμμένες και καταπιεστικές στη μακρά ιστορία της καταπίεσης στη Λατινική Αμερική».

Πέθανε το 1973 από ανακοπή καρδιάς στη Γκουανταλμίνα, κοντά στη Μαρμπέλα της Ισπανίας.

(Το άρθρο βασίστηκε στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών, 1987).

Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του Ιμπεριαλισμού; (Μέρος Δεύτερο)

Του Ερνέστο Γκεβάρα.

Και η αστική τάξη; Αυτό το θέμα θα τεθεί, γιατί σε πολλές χώρες της Αμερικής υπάρχουν αντικειμενικές αντιθέσεις, ανάμεσα στην εθνική αστική τάξη που αγωνίζεται να αναπτυχθεί και του ιμπεριαλισμού που πνίγει τις αγορές κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να χαντακώνει τη βιομηχανία στον άνισο συναγωνισμό.

Παρόλες αυτές τις αντιθέσεις η εθνική αστική τάξη είναι ανίκανη να πάτε μια αγωνιστική θέση κατά του ιμπεριαλισμού. Αυτό αποδεικνύει πως φοβάται περισσότερο τη λαϊκή επανάσταση, πατά τη δεσποτική πίεση των μονοπωλίων που κακοποιούν τον εθνικό χαρακτήρα, προσβάλουν τα πατριωτικά αισθήματα και αποικιοποιούν την οικονομία.

Η υψηλή αστική τάξη (μπουρζουαζία) δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους λατιφουντίστες για να πολεμήσει το λαό και να εμποδίσει το δρόμο του προς την επανάσταση. Αυτές είναι οι δυσκολίες, που πρέπει να προστεθούν ύστερα από την παγίωση της αναπότρεπτης κουβανέζικης επανάστασης σε όλες εκείνες που θα προκύψουν από αγώνες στη λατινική Αμερική.

Υπάρχουν κι άλλα πιο ειδικά προβλήματα: είναι δυσκολότερο να δημιουργήσεις αντάρτικο σε χώρες με ισχυρή αστική αντίδραση, ελαφρά και μέση βιομηχανία πιο εξελιγμένες κι ας μην υπάρχει στην κυριολεξία η βιομηχανοποίηση. Η ιδεολογική επίδραση των πόλεων αναχαιτίζει την ανταρσία δίνοντας ελπίδες για αγώνα στις ειρηνικά οργανωμένες μάζες. Αυτό δημιουργεί μια κάποια νομιμοποίηση, που στους κόλπους της, για περιόδους λίγο πιο «ομαλές», οι συνθήκες δεν είναι το ίδιο σκληρές για το λαό, όσο σε άλλες περιπτώσεις.

Η ελπίδα ενισχύεται επιπλέον και με μια ποσοτική αύξηση στο κοινοβούλιο των επαναστατικών στοιχείων που θα επέφεραν μια ουσιαστική αλλαγή. Κατά τη γνώμη μας, είναι πολύ απίθανο να πραγματοποιηθεί αυτή η ελπίδα υπό τις παρούσες συνθήκες σε καμιά χώρα της Αμερικής. Παρά το ότι δεν θα ‘πρεπε να αποκλείσουμε μια αλλαγή που θα άρχιζε με την εκλογική διαδικασία, οι συνθήκες που ισχύουν σε όλες τις χώρες κάνουν τη δυνατότητα να φαίνεται πολύ μακρινή.

Οι επαναστάτες δεν μπορούν να προβλέψουν όλες τις ποικιλίες τακτικής που θα παρεμβληθούν κατά τη διάρκεια του αγώνα για την απελευθέρωσή τους. Οι πραγματικές ικανότητες ενός επαναστάτη κρίνονται από την ευχέρειά του να βρει άμεσους επαναστατικούς τρόπους για κάθε αλλαγή κατάστασης. Είναι ασυγχώρητο λάθος να υποτιμήσουμε το τι μπορεί να κερδίσει ένα επαναστατικό πρόγραμμα από μια δεδομένη εκλογική διεργασία. Αλλά θα ‘ταν εξίσου ασυγχώρητο λάθος να μην υπολογίζει κάποιος παρά στις εκλογές και να παραμεληθούν οι άλλες μορφές του αγώνα, ακόμα και του ένοπλου για την κατάκτηση της εξουσίας, του απαραίτητου οργάνου για την εφαρμογή και την ανάπτυξη του επαναστατικού προγράμματος.

Όταν μας μιλούν για την κατάκτηση της εξουσίας με κανονικές εκλογές, η ερώτησή μας είναι πάντα η ίδια: αν ένα λαϊκό κίνημα κατακτήσει την εξουσία με μεγάλη πλειοψηφία και αποφασίσει να αρχίσει τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, κατά το πρόγραμμα, δεν θα βρεθεί αμέσως σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές τάξεις της χώρας; Ο στρατός δεν υπήρξε πάντα το όργανο αυτών των τάξεων; Και αν συμβεί αυτό, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο στρατός θα σταθεί στο πλευρό της τάξης του και θα αγωνιστεί κατά της κυβέρνησης. Με ένα πραξικόπημα λίγο πολύ αιματηρό η κυβέρνηση μπορεί να ανατραπεί και το παλιό παιχνίδι ξαναρχίζει «δια την αιωνιότητα». Μπορεί να συμβεί πιθανόν να νικηθεί ο στρατός των καταπιεστών, από μια ένοπλη λαϊκή αντίδραση που θα υπερασπιστεί την κυβέρνηση. Πράγμα μάλλον απίθανο, να αποδεχτούν οι ένοπλες δυνάμεις ριζικές κοινωνικές αλλαγές και να παραδεχτούν τη διάλυση της κάστας τους.

Αν παραδεχτούμε όμως πως μπορεί να υπολογίσουμε στη βοήθεια της στρατιωτικής κάστας κατά την διεξαγωγή της μάχης, πρέπει να αναλύσουμε δύο προβλήματα. Κατ’ αρχήν, αν ο στρατός ενωθεί πραγματικά με τις λαϊκές δυνάμεις με την προϋπόθεση πως υπάρχει ένας οργανωμένος πυρήνας με αυτόνομη εξουσία τότε έχουμε ένα «πραξικόπημα» ενός μέρους του στρατού κατά του άλλου, που δεν θίγει ίσως καθόλου τη στρατιωτική κάστα. Η άλλη εκδοχή, κατά την οποία ο στρατός ενώνεται αυθόρμητα με τις λαϊκές δυνάμεις δεν μπορεί να συμβεί, κατά τη γνώμη μας παρά στην περίπτωση που ο στρατός θα έχει άγρια χτυπηθεί και καταστραφεί από έναν ισχυρό και επίμονο εχθρό, οπότε δηλαδή η ισχύουσα εξουσία βρίσκεται εξουδετερωμένη. Όταν ο στρατός βρεθεί κατεστραμμένος και εξουθενωμένος ηθικά, τότε το φαινόμενο μπορεί να δημιουργηθεί. Αλλά είναι πάντοτε αναγκαίος ένας προκαταρκτικός αγώνας και ξαναγυρίζουμε πάντα στην ερώτηση, πώς θα τον επιτύχουμε αυτόν τον αγώνα; Και πάλι φτάνουμε στην απάντηση του αντάρτικου στην ύπαιθρο, σε έδαφος ευνοϊκό, υποστηριζόμενο από έναν αγώνα στις πόλεις. Υπολογίζοντας πάντοτε στην όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή των εργατικών μαζών και οδηγούμενοι φυσικά από την ιδεολογία τους.

Μιλήσαμε αρκετά για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν τα επαναστατικά κινήματα στη Λατινική Αμερική. Τώρα μπορούμε να αναρωτηθούμε αν υπάρχουν ή όχι οι ευνοϊκές συνθήκες στο προκαταρκτικό στάδιο, σαν αυτό του Φιντέλ Κάστρο στη Σιέρρα Μαέστρα. Πιστεύουμε πως, και σ’ αυτή την περίπτωση , υπάρχουν γενικές συνθήκες που διευκολύνουν την εκδήλωση των κέντρων ανταρσίας και σε ορισμένες χώρες πάλι ειδικές συνθήκες που είναι ακόμη πιο ευνοϊκές. Θα επιμείνουμε σε δύο υποκειμενικούς συντελεστές που είναι οι σημαντικότεροι της Κουβανικής Επανάστασης: καταρχήν η δυνατότητα μιας επαναστατικής κίνησης που ξεκινά τη δράση της από την ύπαιθρο, παρασύρει τις μάζες των χωρικών, περνώντας από την αδυναμία στη δύναμη, καταστρέφει το στρατό σε μία κατά μέτωπο μάχη, κατακτά τις πόλεις, ενισχύοντας με τον αγώνα της, τις υποκειμενικές αναγκαίες συνθήκες για την κατάκτηση της εξουσίας.

Οι πραγματικά «ιδιάζοντες» είναι αυτά τα παράξενα όντα που βρίσκουν πως η Κουβανική Επανάσταση είναι ένα μοναδικό και αμίμητο γεγονός σ’ όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Η δυνατότητα του θριάμβου των λαϊκών μαζών στη Λατινική Αμερική διαγράφεται καθαρά υπό τη μορφή του ανταρτοπόλεμου, διεξαγόμενου από ένοπλους χωρικούς που θα καταστρέψουν τελείως τη δομή του παλιού αποικιακού κόσμου.

Μπορούμε να θεωρήσουμε σαν δεύτερο υποκειμενικό συντελεστή, το γεγονός ότι οι μάζες δεν γνωρίζουν μόνο τη δυνατότητα του θριάμβου, αλλά ότι γνωρίζουν εξ ίσου καλά το πεπρωμένο τους. Γνωρίζουν με μια όλο και αυξανόμενη βεβαιότητα πώς, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι μεταπτώσεις της ιστορίας και για σύντομες περίοδες, το μέλλον ανήκει στο λαό, γιατί το μέλλον θα φέρει τη δικαιοσύνη. Αυτή η επίγνωση θα δώσει τον επαναστατικό προσανατολισμό στη Λατινική Αμερική.

Μπορούμε να αναφερθούμε σε συντελεστές, λιγότερο γενικούς, κυμαινόμενους σε ένταση από χώρα σε χώρα. Ένας απ’ αυτούς, πολύ σημαντικός, είναι η εκμετάλλευση των χωρικών που, κατά κάποιο τρόπο, ήταν μικρότερη στην Κούβα παρά όσο σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εκείνοι που ισχυρίζονται πως βλέπουν στην περίοδο του ένοπλου αγώνα μας, τα αποτελέσματα μιας προλεταριοποίησης της υπαίθρου, θα πρέπει να μην ξεχνούν πως όποια κι αν ήταν η προσφορά αυτής της προλεταριοποίησης στην επιτάχυνση του σχηματισμού των κοοπερατίβων, που ακολούθησε την κατάκτηση της εξουσίας και την αγροτική μεταρρύθμιση, οι χωρικοί που ήταν βασικά το κέντρο, ο νωτιαίος μυελός του αντάρτικου στρατού, είναι οι ίδιοι που επιστρέψανε σήμερα στη Σιέρρα Μαέστρα, περήφανοι ιδιοκτήτες της γης τους και έντονα ατομιστές. Υπάρχουν, φυσικά ιδιομορφίες στην Αμερική. Ένας χωρικός της Αργεντινής δεν μοιάζει μ’ έναν Περουβιανό ή Βολιβιανό χωρικό. Αλλά ο πόθος της γης είναι συνεχώς παρών σε όλους και είναι αυτοί, γενικά, που δίνουν τη μορφή της Αμερικής. Δεδομένου, λοιπόν, πως στις περισσότερες από τις άλλες χώρες τούς εκμεταλλεύονται ακόμη πιο πολύ απ’ όσο συνέβαινε στην Κούβα, υπάρχουμε μεγάλες δυνατότητες του ξεσηκωμού αυτής της τάξης.

Υπάρχει ακόμα ένα άλλο δεδομένο. Ο στρατός του Μπατίστα, παρόλες του τις ατέλειες, ήταν ένας στρατός οργανωμένος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλοι από τον απλό στρατιώτη ως τον στρατηγό, είχαν ειδικευθεί στην εκμετάλλευση του λαού. Ήταν εξ ολοκλήρου μισθοφόροι, γεγονός που αποτελούσε το συνδετικό κρίκο στον μηχανισμό της καταπίεσης. Οι στρατοί της Αμερικής στο σύνολό τους, αποτελούνται από ένα σώμα επαγγελματιών αξιωματικών και στρατολογημένους, όχι επαγγελματίες, που τους καλούν περιοδικά. Κάθε χρόνο οι στρατολογούμενοι νέοι αφήνουν το σπίτι τους, όπου έχουν ακούσει τους γονιούς τους να μιλούν για τα καθημερινά τους βάσανα, που τα έχουν εξάλλου δει με τα ίδια τους τα μάτια και έχουν γνωρίσει οι ίδιοι τη δυστυχία και την κοινωνική αδικία. Και αν μια μέρα σταλούν για να πολεμήσουν κατά των υπερασπιστών μιας ιδέας που τη νιώθουν δίκαιη μέσα στο ίδιο το πετσί τους, η επιθετική τους ικανότητα θα μειωθεί παράξενα.

Μια συστηματική προπαγάνδα που θα άνοιγε τα μάτια αυτών των νέων για τη δικαιοσύνη και τους λόγους που οδηγούν το λαό στον ένοπλο αγώνα, μπορεί να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα.

Μετά απ’ αυτή τη σύντομη ανασκόπηση των επαναστατικών γεγονότων μπορούμε να πούμε πως η Κουβανική Επανάσταση περιέχει ιδιάζοντες συντελεστές που της δίνουν την ιδιομορφία της και κοινούς συντελεστές για όλους τους λαούς της Αμερικής, που εξηγούν απόλυτα την εσωτερική ανάγκη μιας τέτοιας Επανάστασης. Διαπιστώνουμε επίσης πως διαμορφώθηκαν νέες συνθήκες που θα κάνουν ευκολότερο το ξεκίνημα ενός επαναστατικού κινήματος: τη συνείδηση που απόκτησαν οι μάζες για το πεπρωμένο τους, τη συνείδηση μιας αναγκαιότητας και της πραγματοποίησης κατά κάποιο τρόπο αυτής της δυνατότητας. Ταυτόχρονα υπάρχουν συνθήκες που θα κάνουν δυσκολότερη, για τις μάζες, την προσέγγιση του σκοπού, την κατάκτηση, δηλαδή της εξουσίας: οι αστοί είναι τόσο στενά δεμένοι με τον ιμπεριαλισμό που θα χτυπήσουν απ’ ευθείας τις λαϊκές μάζες.

Μαύρες μέρες περιμένουν τη Λατινική Αμερική. Πρέπει να χτυπάμε βαθιά και αδιάκοπα όπου τους πονάει. Δεν πρέπει να γλιστρήσουμε προς τα πίσω, αλλά να προχωρούμε θαρραλέα, απαντώντας σε κάθε επίθεση, με μια ακόμη μεγαλύτερη πίεση των λαϊκών μαζών: αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για τη νίκη.