Ερνέστο ο φωτογράφος: Ο φακός ως «διαρκές όπλο»

7 Μάη 2006. Του Γρηγόρη Τραγγανίδα.

Ο Τσε Γκεβάρα είχε πολλές ιδιότητες, τις περισσότερες από τις οποίες ουδέποτε «διεκδίκησε». Αλλοι ήταν αυτοί που μίλησαν για τη λογοτεχνική του δεινότητα, τις πολιτικές και στρατιωτικές του ικανότητες, τα πλούσια και δημιουργικά επεξεργασμένα ιδεολογικά του αποθέματα. «Καλλιτέχνη του αντάρτικου αγώνα» τον αποκαλούσε ο Φιντέλ.

Το σίγουρο είναι, πως αυτή η πολυσχιδής προσωπικότητα, ακόμη και μετά από τόσες δεκαετίες από τον τραγικό του θάνατο, εξακολουθεί να μας εκπλήσσει και να μας διδάσκει. Από την περασμένη Τρίτη στο Πολιτιστικό Κέντρο «Ελληνικός Κόσμος» (Πειραιώς 254, κτίριο 1) και για τους επόμενους μήνες, το ελληνικό κοινό έχει τη μοναδική ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά μία από τις χαρακτηριστικότερες, όσο και μέχρι πρότινος άγνωστες στους περισσότερους, πτυχές του Τσε: Την ενασχόλησή του με τη φωτογραφία. Μέσα από την έκθεση με τίτλο «ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ: Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ», που διοργανώνει και παρουσιάζει σε όλο τον κόσμο το Κέντρο Μελετών «Τσε Γκεβάρα» που εδρεύει στην Αβάνα (με συνδιοργανωτή για την Ελλάδα την εταιρία «New Star») το αθηναϊκό αρχικά και μετά και το κοινό άλλων μεγάλων ελληνικών πόλεων, θα δει:

  • 238 φωτογραφίες, τραβηγμένες από το 1951 ως το 1963, σε μια σειρά χώρες.

  • 11 φακέλους εργαστηρίων των φωτογραφιών με σημειώσεις του.

  • Φωτοτυπία της ταυτότητας φωτογράφου του Τσε.

  • Τις μηχανές του, μια «Plaubel» του 1960 και μια «Ihagee» του 1934.

Πάθος για την αλήθεια.

Στόχος του Κέντρου Μελετών, σύμφωνα με την επιστημονική του συντονίστρια, Δρ. Μαρία ντελ Κάρμεν Αριέτ, είναι η «ενημέρωση για τη ζωή και το έργο του Τσε, μέσα από τη μελέτη και την παρουσίαση ανέκδοτου υλικού, που αποτελεί έναν πραγματικό θησαυρό πληροφοριών, ιδιαίτερης ιστορικής και καλλιτεχνικής σημασίας». Για τον γιο του Τσε, Καμίλο, το Κέντρο στοχεύει στο «να παρουσιάσει το πλήρες «αποτύπωμα» της ζωής του Τσε, για να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να καταδικαστεί το ψέμα, και για να μην αφήσουμε να περιοριστεί στο παρελθόν η ελπιδοφόρα πράξη αυτού του άντρα, αλλά να περάσει στο παρόν και στο μέλλον».

Η Δρ. Αριέτ γράφει, ότι από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, «τα «κλικ» της κάμερας του πατέρα του Ντον Ερνέστο (…) πρέπει να αποτέλεσαν ένα καθοριστικό βίωμα. Ηταν αυτός που, κατά πάσα πιθανότητα, του μετέδωσε την ανησυχία και την αγάπη για τη φωτογραφία, μια αγάπη που διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του Τσε».

Αυτή η ενασχόληση έγινε κάποια στιγμή και επαγγελματική. Πριν την επανάσταση έκανε ένα σύντομο πέρασμα από το φωτορεπορτάζ, καλύπτοντας τους Παναμερικανικούς Αγώνες του 1955 στο Μεξικό, για ένα πρακτορείο Τύπου της Αργεντινής. Επίσης, δούλεψε για πολλούς μήνες ως φωτογράφος στα πάρκα της μεξικανικής πρωτεύουσας, τραβώντας κυρίως Αμερικανούς τουρίστες.

Ομως, για την Δρ. Αριέτ, το «πάθος της μετάδοσης της αλήθειας» είναι αυτό που οδηγεί τον Τσε και στη φωτογραφία. To δυστύχημα είναι ότι δε σώθηκαν όλες οι φωτογραφίες από το αρχείο του. Μόνο να φανταστεί κανείς μπορεί πόσο πλουσιότερο θα ήταν αυτό το υλικό, γνωρίζοντας ότι τραβήχτηκε στο «διαρκές ταξίδι» του Τσε, «με διάφορα μέσα μεταφοράς, είτε μέσα στο εσωτερικό της Αργεντινής, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, είτε σε ολόκληρη την Αμερική». Αυτά τα ταξίδια, σημειώνει η επιστήμονας, «τον άλλαξαν περισσότερο απ’ ό,τι νόμιζε, όπως επίσης και η απόφασή του να συνδεθεί με την Κουβανική Επαναστατική Πρωτοπορία το 1955, πρώτα στην αντάρτικη πλευρά της και αργότερα υπηρετώντας τη με διάφορα καθήκοντα, ως ένας από τους ηγέτες της θριαμβευτικής επανάστασης (…) Απαραίτητος συνένοχος στην περιπλάνησή του, η φωτογραφική του μηχανή, σαν διαρκές όπλο, να δίνει μορφή, από το χέρι του σκοπευτή, συλλαμβάνοντας εικόνες που αποκαλύπτουν την παγκόσμια αφοσίωση αυτού του βαθύτατου ανθρωπιστή».

Διαρκής αναζήτηση.

Στις φωτογραφίες του αποτυπώνει καθημερινά θέματα, αλλά και εξειδικευμένα, που αποκαλύπτουν και άλλα ενδιαφέροντα του Τσε, όπως την αρχαιολογία και κυρίως την ευρεία γνώση του πάνω στις προκολομβιανές κουλτούρες. Η φωτογραφία θα τον βοηθήσει «να γνωρίσει σε βάθος τον Λατινοαμερικανό, τον Ινδιάνο, τον εργάτη, τον αγρότη, όλους αυτούς που αντιπροσωπεύονται σε διαφορετικές στιγμές της ζωής τους μέσα στις φωτογραφίες του». «Η επαναστατημένη Κούβα, η πραγματικότητα της, η κινητικότητα και οι κυρίαρχες αλλαγές από το 1959, καθρεφτίζονται πιστά στο φωτογραφικό του λόγο, σε διάφορες στιγμές και τοποθεσίες: Η εικόνα ενός παιδιού στο βουνό, η γέννηση ενός νέου ανθρώπινου τύπου, νεαροί στρατιώτες που οικοδομούν ένα σχολείο, σύμβολο των νέων καιρών, όταν, για πρώτη φορά στη δική μας ήπειρο, ένας στρατός κατασκευάζει με τα δικά του χέρια έργα για το λαό, ως υποθήκη για το μέλλον»…

Η έκθεση περιλαμβάνει φωτογραφίες από το δεύτερο ταξίδι του στη Λατινική Αμερική. Ξεκινά από το 1953 και φτάνει στην τελευταία του γνωστή φωτογραφία στην Τανζανία, πριν αναχωρήσει για το Κονγκό. Ανάμεσά τους απαθανατίζει την Κούβα της Επανάστασης, το Κάιρο, τη Δαμασκό, την Ταϊλάνδη, τη Βιρμανία, τις Ινδίες, το Πακιστάν, την Κεϋλάνη, το Χονγκ Κονγκ, την Ιαπωνία, το Μαρόκο, το Τολέδο. Αρχαιολογικοί χώροι, εργοστάσια, πόλεις, πορτρέτα, τίποτα δεν τον αφήνει ασυγκίνητο.

Το 1963 επέστρεψε στη Σιέρα Μαέστρα, «στα παλιά πεδία των μαχών, όπου έπεσαν ηρωικά οι σύντροφοί του κατά την περίοδο του Μπατίστα», και τους τιμά με τις φωτογραφίες του.

«Σε όλα του τα έργα παρατηρείται μια διαρκής αναζήτηση, που φανερώνει τη χωρίς όρια κουλτούρα του, η οποία του γεννά μιαν αναπόφευκτη πνευματική ανάγκη, που όμως δεν ξέχναγε το καθημερινό, την καθημερινή δράση με τους ανθρώπους στους δρόμους, τους ηλικιωμένους, τα παιδιά, τα εργοστάσια, στα οποία, όσο κι αν δεν είναι αναμενόμενο, βρίσκει κανείς επίσης μια αδιαμφισβήτητη ομορφιά».

Ο Τσε είναι πέρα και πάνω απ’ όλα επαναστάτης. Η φωτογραφία είναι και μέσο τεκμηρίωσης για τις θεωρητικές και ιδεολογικές αναζητήσεις του. Οχι για τον εαυτό του. Αλλά για το λαό. «Πολλές από τις φωτογραφίες αυτών των ταξιδιών χρησίμευαν ως οπτικό υλικό σε άρθρα του και χρονογραφήματα σε εφημερίδες, καθώς και στο διαρκή αγώνα του για την εκπαίδευση και την ευημερία του λαού, στα πλαίσια της Κουβανικής Επανάστασης».

Η συλλογή παρέμεινε ανέκδοτη στο Κέντρο Μελετών «Τσε Γκεβάρα» μέχρι και τον Απρίλη του 2001, όταν παρουσιάστηκε στη Βαλένσια (Ισπανία) και τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς στην Αβάνα, στο Μόρο Καμπάνια. Το 2002 παρουσιάστηκε στο Μεξικό, μετά στο Μοντεβίδεο και «πέρασε» στην Ευρώπη (Βαλένθια της Ισπανίας, Ρώμη, Δανία, Αυστρία και αλλού). Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ελλάδα θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά η πληρέστερη μορφή της έκθεσης.

Για τον Καμίλο Γκεβάρα «αυτές οι οπτικές καταγραφές είναι μαρτυρία μιας εποχής, ενός τρόπου ζωής, κι αποτελούν σημεία αναδρομής – σύντομης βέβαια, αλλά όχι λιγότερο σημαντικής γι’ αυτό – στη ζωή ενός ανθρώπου που μπόρεσε να συνθέσει με τον πιο καίριο τρόπο τις σημαντικότερες αξίες της εποχής μας».

Η φωτογραφική μηχανή ήταν ένα από τα ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα που βρέθηκαν στο σάκο του μετά το μαρτυρικό του θάνατο.

Πηγή: «Ριζοσπάστης», 7 Μάη 2006.