Ο ανταρτοπόλεμος ως πολιτικός καταλύτης

Che Guevara 971Επιμέλεια: Παναγιώτης Βήχος.

Για ποιό λόγο ανταρτοπόλεμος;

Από που εξεπήγασε η θεωρία του Τσέ για τον ανταρτοπόλεμο; Κατά κύριο λόγο από ισπανικές πηγές (Η Ισπανία εξάλλου είναι η απαρχή του νεώτερου αντάρτικου): εμελέτησε στο Μεξικό το 1955 τα κείμενα πάνω στη στρατιωτική στρατηγική του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, και υπήρξε ένας από τους καλύτερους μαθητές του παλιού αξιωματικού του δημοκρατικού στρατού, Αρμάντο Μπάϊο, που γύμναζε τους Κουβανούς αντάρτες πρωτού αναχωρήσουν. Δεν ανακάλυψε τους «κλασσικούς του Μάο Τσέ – Τούνγκ παρά αργότερα, στη Σιέρρα, το 1958. Μετά τη νίκη, θα μελετήσει από κοντά την πείρα των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, των Αλγερινών εθνικιστών, των βιετναμέζων επαναστατών. Κι αφού ειπώθηκαν τα παραπάνω, προφανές είναι ότι κύρια πηγή του είναι η βιωμένη εμπειρία του ίδιου του κουβανέζικου αντάρτικου.

Γιατί το αντάρτικο της αγροτιάς ήτανε στα μάτια του Τσέ o δρόμος, ο πιό σίγουρος και ο πιό πραγματικός για το σχηματισμό του λαϊκού στρατού; Υπάρχουν στα κείμενά του σειρά επιχειρημάτων φύσεως οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής, για να δικαιολογηθεί ο προνομιούχος ρόλος τον οποίον αποδίδει στο αντάρτικο μέσα στο καθολικό προτσές του επαναστατικού πολέμου.

1. Στο οικονομικό: στις υπο-ανάπτυκτες χώρες, στην αγροτική οικονομία, όπου η πλειονότητα του πληθυσμού βρίσκεται στην εξοχή, η επανάσταση είναι, στην αρχή αγροτική επανάσταση που διεξάγεται στις εξοχές και στα βουνά, κατεβαίνοντας αργότερα στις πόλεις (όπου γίνεται σοσιαλιστική) (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, σελ. 201, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1972). Το επιχείρημα αυτό, μεμονωμένα λαμβανόμενο θα ήτανε μηχανιστικό: ξέρουμε σωστά ότι η τσαρική Ρωσσία, χώρα κατ΄ εξοχήν αγροτική, εγνώρισε όμορφα και καλά μια αστική προλεταριακή επανάσταση τον Οχτώβρη του 1917…

2. Στο κοινωνικό: η φριχτή καταπίεση και η υπερεκμετάλλευση των χωρικών, κολασμένων της γής, που δεν έχουν τίποτε να χάσουν, των οποίων η κοινωνική κατάσταση είναι εκρηκτική, και που κατά συνέπεια αποτελούν «τεραστία επαναστατική δύναμη εν δυνάμει» (Διακήρυξη της Αβάνας, 1961). Αναλύοντας το ρόλο των διαφόρων στρωμάτων της αγροτιάς, ο Τσέ υπογραμμίζει ότι όχι μόνο το αγροτικό προλεταριάτο μα και οι φτωχοαγρότες αποτελούν την κοινωνική βάση του αντάρτικου της υπαίθρου. Αληθινά οι στρατιώτες που αποτέλεσαν τον πρώτο μας αντάρτικο στρατό από χωρικούς προήρχονταν, από την πλευρά αυτής της τάξης που εκδηλώνει σχεδόν επιθετικά την επιθυμία της για απόκτηση γής, που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα που καταλογίζεται σαν «μικροαστικό…». (σσ Πολιτικά Κείμενα: Τόμος Α΄, σελ. 94, 104. Ας αντιπαραβάλουμε με την αποκαλυπτική δήλωση του προέδρου της Κολομβίας, Κάρλος Λιέρας Ρεστρέπο, το 1966: «Νομίζω ότι πολιτικά οι μικροκτηματίες είναι πολύ πιό επικίνδυνοι από τους γαιοκτήμονες. Οι ιδιοκτησίες αυτές που όλο και μικραίνουν, δεν επαρκούν στο να συντηρήσουν μια οικογένεια και το πρόβλημα των μικροκτηματιών επιδεινούται αδιάκοπα με την διανομή που επιβάλλει ο νόμος κληρονομίας και με την ισχυρή δημογραφική έκρηξη… που δημιουργεί μια τάξη «προλεταρίων ιδιοκτητών» των οποίων τα εισοδήματα είναι ακόμη πενιχρότερα από των θεριστάδων του ζαχαροκάλαμου», στο Ν. Γκάλλι, «Η κληρονομιά του Τσέ Γκουεβάρα», Πνεύμα, Σεπτέμρ. 1969, σελ. 215. Δες επίσης τις δηλώσεις του αρχηγού των επαναστατικών Στρατιωτικών Δυνάμεων της Γουατεμάλας, Καίσαρ Μόντες, για την εκπληκτική επιτυχία του αντάρτικου στους πτωχεύσαντες μικροϊδιοκτήτες χωρικούς).

3. Στο πολιτικο-στρατιωτικό: κατά τον Τσέ οι αστικές επαναστάσεις, οι περικλεισμένες και σωριασμένες μέσα στα όρια της πόλης, τελειώνουν συνήθως με την ήττα των επαναστατών και τη σφαγή του λαού. Το επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί τότε να ανασυνταχθεί παρά εάν, όπως στην Κίνα μετά την ήττα στην πόλη συμπτυχθεί στην ύπαιθρο και διεξαγάγει τον ανταρτοπόλεμο. Ο λαϊκός στρατός ο ικανός να χτυπήσει το στρατό της ολιγαρχίας δεν γεννιέται αυτομάτως: χρειάζεται να τον φτιάξεις προοδευτικά στην πορεία ενός παρατεινόμενου πολέμου. Και λοιπόν, μια τέτοια συνεχιζόμενη πάλη μακρόχρονης διάρκειας δύσκολα μπορεί να διεξαχθεί αλλού, από την ύπαιθρο, που αποτελεί τον κρίκο τον πιό αδύνατο της καταπίεσης. (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, σελ. 217, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1972).

4. Στη στρατιωτική στρατηγική: Η ύπαιθρος είναι το πεδίο το πλέον ευνοϊκό στο λαϊκό στρατό: προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια στην οπλισμένη πρωτοπορεία, μεγαλύτερο χώρο ελιγμών οδών σύμπτυξης, κρυψώνων μή προσβαλλομένων από τις δυνάμεις της καταπίεσης, ελαστικότητας στις κινήσεις. Οσο για το αντάρτικο των πόλεων, ο Τσέ, αν και αναγνωρίζοντας την «άκρα σημασία» του, φαίνεται να είχε υποτιμήσει το ρόλο του, θεωρώντας το σαν απλό υποπροϊόν του αντάρτικου της υπαίθρου («αντάρτικο μέσα στην πόλη δεν μπορεί να ξεπηδήσει από μόνο του») και περιορίζοντάς το κυρίως στο σαμποτάζ. (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, «Ο πόλεμος στις αστικές ζώνες», σελ. 71-72, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1972). Στην πρόσφατη ιστορία της ένοπλης πάλης στη Λατινική Αμερική, το αντάρτικο των πόλεων (Τουπαμάρος στην Ουραγουάη, διάφορες οργανώσεις στη Βραζιλία, στην Αργεντινή, στη Γουατεμάλα) έπαιξε ένα ρόλο πολιτικά πολύ σημαντικότερο από ότι είχε προβλέψει ο Τσέ στα κείμενά του, γενικεύοντας υπερβολικά την περίπτωση της Κούβας. Εξάλλου, οι αποτυχίες και οι δυσκολίες του αντάρτικου της υπαίθρου στο Περού (και στη Βολιβία…) κάνουν να υποθέσουμε ότι εκεί υπερεκτίμησε την ασφάλεια που προσφέρει η ύπαιθρος σε σχέση με την πόλη για την ένοπλη πρωτοπορία.

Το αντάρτικο και ο λαός.

Η θεωρία του Τσέ για το αντάρτικο καταδικάστηκε από τους ψευτο-ορθόδοξους σαν μπλανκιστική αίρεση, μπακουνική, τυχοδιωκτική, στηριγμένη στην αυταπάτη ότι μια μικρή ομάδα ανθρώπων ηρωικών κι αποφασισμένων μπορούσε να κάμει την επανάσταση, να καταλάβει την αρχή και να απελευθερώσει το λαό, και που θα θέλει να υποκαταστήσει τους λαϊκούς αγώνες με τα αξιοθαύμαστα κατορθώματα μιας ομάδας παληκαράδων τύπου τριών σιδερόφρακτων σωματοφυλάκων. Λοιπόν, αυτό δεν ήτανε καθόλου η γνώμη του Τσέ, που δεν δεχότανε στο «εγχειρίδιό (του) για το αντάρτικο» την ετυμολογική σημασία της ισπανικής λέξης (γκουερίλα=μικρός πόλεμος) υπογραμμίζοντας ότι ο ανταρτοπόλεμος δεν ήταν μικροσκοπικός πόλεμος, ο πόλεμος μιας ομάδας μειονότητας εναντίον του ισχυρού στρατού, αλλά αντίθετα μάλιστα ο πόλεμος ολοκλήρου του λαού εναντίον της καταπιεστικής κυριαρχίας. Στο άρθρο του Ανταρτοπόλεμος μια μέθοδος, είναι ακόμα πιό ξεκάθαρος: «Αυτοί που θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας την πάλη των μαζών, ως εάν επρόκειτο για δύο αντίπαλες πάλες, είναι άξιοι επικρίσεως. Είμαστε αντίθετοι σ΄ αυτή τη θέση. Το αντάρτικο είναι πόλεμος του λαού, δηλαδή μαζική πάλη. Το να ισχυρισθεί κανείς πώς θα κάνει ανταρτοπόλεμο χωρίς την υποστήριξη του πληθυσμού, είναι σα να πηγαίνει σε αναπόφευκτη πανωλεθρία. Το αντάρτικο είναι η μαχόμενη πρωτοπορεία του λαού {…} στηριζομένη στην πάλη των μαζών των χωρικών και των εργατών της περιοχής και όλου του χώρου στον οποίο βρίσκεται. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι παραδεκτός ανταρτοπόλεμος». Αυτό είναι το δίδαγμα όχι μόνο της κουβανέζικης επανάστασης μα όλων των λαϊκών πολέμων, και ιδιαιτέρως, του επαναστατικού στρατού του βιετναμέζικου λαού, που ήταν στα μάτια του Τσέ, το παράδειγμα το πιό ολοκληρωμένο «οργανικού» δεσμού μεταξύ της ένοπλης πρωτοπορείας και του λαού, και όπου «ο ανταρτοπόλεμος» δεν είναι παρά η έκφραση της πάλης των μαζών». (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. Σελ. 183,203,-204, Εκδ. Καρανάση. Πρόλογος στο «Guerra del Pueblo, Ejercito del Pueblo», του Γκιάπ, στο Pensamiento Critico, αριθ. 33 Οκτώβρης 1969, σελ. 250).

Είναι επίσης, εννοείται, και το δίδαγμα της κινέζικης επανάστασης: σε μια συνέντευξη του Απριλίου 1959 σε δημοσιογράφο της Λαϊκής Κίνας, ο Τσέ υπογραμμίζει ότι κατά το αντάρτικο της Κούβας είχε μελετήσει «προσεκτικά» τα στρατιωτικά κείμενα του Μάο και από κεί «πολλά έμαθε» – γεγονός που πιθανώς αναφέρεται όχι μόνο στις στρατιωτικές απόψεις των κειμένων του, αλλά επίσης και στην πολιτική τους βαρύτητα: την ανάλυση των δεσμών μεταξύ του αντάρτικου και των αγροτικών μαζών. (σσ Εκλεκτά Εργα: σελ. 368, (Αμερικάνικη έκδοση). Εν πρώτοις, ο λαός (δηλαδή, στην εξοχή, οι χωρικοί) δίνει τους καλύτερους μαχητές του αντάρτικου, που ξέρουν τον τόπο, τους κατοίκους και τα ήθη της περιοχής, και που είναι συνηθισμένοι στη σκληραγωγία της βουνήσιας ζωής. Και για να γενικεύσουμε, ο λαός είναι «η καρδιά του αντάρτικου» που βρίσκεται πίσω από κάθε ενέργεια, είναι ο αόρατος συνεργάτης που παρακολουθεί τον εχθρό, μεταφέρει ειδήσεις, εξασφαλίζει τον εφοδιασμό, παρέχει στους μαχητές την αποτελεσματική του υποστήριξη τη συμμετοχή του, τη γενναιόδωρη προστασία του. (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, Σελ. 186-187, 194, βλ. επίσης «Η Επανάσταση στην Κούβα», σελ. 203. Εκδ. Καρανάση 1970).

Οι αγροτικές μάζες δεν παίζουν αυτό τον αποφασιστικό ρόλο στο βαθμό που το αντάρτικο εμφανίζεται σαν έκφραση της πάλης τους της ταξικής. Για το λόγο λοιπόν αυτό πρέπει η ένοπλη δράση του αντάρτικου να είναι η απήχηση της κοινωνικής προστασίας του λαού κατά των καταπιεστών του και των βλέψεων της μεγάλης αγροτικής μάζας που θέλει να αλλάξει το καθεστώς ιδιοκτησίας της γής. Με άλλα λόγια, πρέπει να καταλάβει την πολιτική σημασία του αντάρτικου και να την κάνει δική του.

Γι΄ αυτό ο Τσέ, χωρίς καθόλου να αμελεί την καθαυτό στρατιωτική βαρύτητα, επέμενε στη σπουδαιότητα της πολιτικής δουλειάς που πρέπει να εκτελέσει η πρωτοπορεία και χαρακτήριζε τον επαναστατικό πόλεμο σαν «μεγάλη πολιτικο-στρατιωτική ενέργεια της οποίας τμήμα μόνο είναι το αντάρτικο». Η πρωτοπορεία οφείλει παράλληλα με την ένοπλη δράση να προωθεί μια εντατική μαζική εργασία, εξηγώντας τα αίτια και τους σκοπούς της επανάστασης, τις νίκες του αντάρτικου, τους λόγους για κάθε ενέργεια, και καλώντας σε μαζικούς αποτελεσματικούς αγώνες τους εργάτες και τους χωρικούς: «Οι άκριτες δολοφονίες και τρομοκρατίες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική εργασία, να μεταδίδεται το επαναστατικό ιδανικό, να γίνεται προσπάθεια να ωριμάζει, έτσι, που στην πρέπουσα στιγμή οι μάζες αυτές υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό, να μπορούν να κινητοποιηθούν και να κάνουν να γείρει ο ζυγός στην πλευρά της Επανάστασης. Για το σκοπό αυτό, δεν πρέπει να αμελούμε τις λαϊκές εργατικές και αγροτικές οργανώσεις, που διαδίδουν στις γραμμές τους το επαναστατικό ιδανικό, δίνοντας να διαβάζουν και εξηγώντας τα δημοσιεύματα της επανάστασης». (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. Σελ. 222, 223-42, Εκδ. Καρανάση 1972. Είναι εξάλλου γνωστό, ότι κατά την εισβολή του σώματός του στην επαρχία Καμαγκουέη, το καλοκαίρι του 1958, ο Τσέ έφερε σε επαφή τα συνδικάτα εργατών και αγροτών της περιοχής, και μάλιστα ίδρυσε και τοπικούς συνεταιρισμούς εργατών γής. Επιστολή του Τσέ στον Φιντέλ, 13 Σεπτεμβρίου 1958, στο Αντάρτικο, αριθ. 1, Μιλάνο, 1969, σελ. 53).

Βλέπει λοιπόν κανένας πόσο ψεύτικη είναι η εικόνα του Επινάλ, ενός Τσέ ρωμαντικού τυχοδιώκτη, είδους κόκκινου Αρτανιάν, που θα εννοούσε το αντάρτικο σαν κονταρομαχία σωματοφυλάκων εναντίον της βασιλικής φρουράς… Αν και αποδίδει αυστηρή και σχολαστική σημασία, στα καθαρώς στρατιωτικά και στρατηγικά ζητήματα της πάλης, ο Τσέ Γκεβάρα είχε σαφώς συλλάβει το συνολικό χαρακτήρα, πολιτικο-στρατιωτικό του λαϊκού πολέμου, και την κεφαλαιώδη σπουδαιότητα της κινητοποίησης, της προπαγάνδας και της οργάνωσης των μαζών για τον επαναστατικό αγώνα.

Εξάλλου, η πολιτική δραστηριότητα του αντάρτικου, δεν περιορίζεται καθόλου στην «κλασσική» προπαγάνδα: διεξάγει την «προπαγάνδα διά των γεγονότων», από το ένα μέρος με τις ίδιες τις ένοπλες δραστηριότητες, που δείχνουν το τρωτό του στρατού της καταπίεσης, από το άλλο μέρος, με την εφαρμογή, στις περιοχές υπό τον έλεγχό του, μέτρων επαναστατικού χαρακτήρα: απαλλοτρίωση, κατοχή και διανομή των γαιών στους χωρικούς, οργάνωση συνεταιρισμών, εγκαθίδρυση δικαστηρίου και διοίκησης, έκδοση επαναστατικών νόμων, κλπ. Το αντάρτικο παρουσιάζεται έτσι βαθμηδόν σαν εξουσία κατ΄ εναλλαγή αντίθετη στην εγκατεστημένη εξουσία, σαν νέα νομιμότης που αντικαθιστά το νόμο του κράτους: εξουσία και νομοθεσία επαναστατικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τις κοινωνικές βλέψεις των λαϊκών μαζών και που εξουδετερώνουν το όργανο καταπίεσης των κυριαρχουσών τάξεων.

Υστερα από αυτά η σχέση μεταξύ αγροτιάς και αντάρτικου δεν είναι καθόλου σχέση μονόπλευρη, μηχανιστική, με μιά και μόνη κατεύθυνση «εκ των άνω προς τα κάτω». Με την επαφή με τη ζωή, με τα προβλήματα, τους αγώνες των αγροτών, «μια επανάσταση διενεργείται μέσα στα μυαλά μας», παρατηρεί ο Τσέ, υπογραμμίζοντας το ρόλο της εμπειρίας αυτής για τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του αντάρτικου. Στην πορεία του ανταρτοπόλεμου μπαίνει σε ενέργεια ένα προτσές διαλεκτικής αμοιβαιότητος μεταξύ της πρωτοπορείας και των μαζών: «δημιουργείται τότε {…} μια αληθινή ενδοενέργεια μεταξύ αυτών των αρχηγών που διδάσκουν στο λαό, με τα γεγονότα, τη θεμελιακή σπουδαιότητα της ένοπλης πάλης και τον ίδιο το λαό, που μεγαλώνει μέσα στην πάλη και δείχνει με τη σειρά του στους αρχηγούς τις πρακτικές ανάγκες. Από αυτή την ενδοενέργεια μεταξύ του αντάρτη και του λαού του ξεπηδάει έτσι ένας προοδευτικός ριζοσπαστισμός που επιτείνει βαθμιαία τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του κινήματος και του δίνει εθνική διάσταση». (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. «Ο Γκουεριλλέρο κοινωνικός αναμορφωτής», σελ. 76-77, Εκδ. Καρανάση 1972). Πράγματι η στενή συνοχή μεταξύ ανταρτών και χωρικών δεν γίνεται μονομιάς δημιουργείται προοδευτικά στην πολιτικο-στρατιωτική πράξη στο διάστημα της οποίας το αντάρτικο γίνεται λαϊκό και ο λαός επαναστατικός, τα δυό να συγχωνεύουνται βαθμιαία, σε ένα «σώμα» σχετικά ομογενές. Απ΄ αυτή τη στιγμή κι έπειτα το αντάρτικο γίνεται ακατανίκητο στην πράξη και μπορεί προοδευτικά να χτυπήσει γερά, να αποθαρρύνει και να νικήσει το στρατό του αστικού κράτους.

Αν είναι αληθινό ότι ο πυρήνας του αντάρτικου δεν μπορεί ευθύς από την αρχή να είναι «μαζικό κίνημα», δεν θα χρειάζεται ωστόσο κάποια πολιτική δουλειά στους κόλπους των λαϊκών μαζών των πόλεων και της υπαίθρου για να ετοιμάσει το ξέσπασμα της ένοπλης πάλης; Το φτιάξιμο ενός πολιτικο-στρατιωτικού δικτύου στήριξης, καταφυγίου και εφοδιασμού (στις πόλεις και μεταξύ των χωρικών) δεν είναι η προϋπόθεση για την ίδια την επιβίωση του πυρήνα; Το αντάρτικο δεν πρέπει ευθύς από την αρχή να βρίσκεται σε σύνδεση με τους ήδη υπάρχοντες ταξικούς αγώνες σε μερικές περιοχές της υπαίθρου; Η απάντηση σ΄ αυτά τα ερωτήματα – που ετέθησαν με δριμύτητα ύστερα από τη βολιβιανή τραγωδία του 1967 – και σε πολλές άλλες δεν θα βρεθεί μόνο στα κείμενα του Τσέ, θα δοθεί με τη συγκεκριμένη εμπειρία νέων επαναστατικών πρωτοποριών που διεξάγουν τον αγώνα στη Λατινική Αμερική (και αλλού) σήμερα.

Ο επαναστατικός πόλεμος δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να θριαμβεύσει χωρίς μερικές συνθήκες αντικειμενικές και υποκειμενικές. Οι αντικειμενικές συνθήκες στη Λατινική Αμερική είναι τύπου συγκροτησιακού (η αθλιότητα των μαζών, η εκμετάλλευση η υπο-ανάπτυξη, οι παλιές κοινωνικές σχέσεις κλπ.) ή συνεπόμενου (οικονομικές κρίσεις, δικτατορικό καθεστώς, απουσία των νόμιμων δρόμων). Στο Ανταρτοπόλεμος, ο Τσέ παρουσιάζει τα δικτατορικά πολιτικά επακόλουθα σαν όρο Sine qua non (εκ των ών ούκ άνευ) για την ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα. «Οταν μια κυβέρνηση ανέλθει στην εξουσία με λαϊκή ετυμηγορία, νοθευμένη ή όχι, και κρατάει μια επιφάνεια τουλάχιστον συνταγματικής νομιμότητας, ο σπόρος του αντάρτικου δεν μπορεί να σκάσει, επειδή όλες οι δυνατότητες της νόμιμης πάλης δεν έχουν εξαντληθεί». (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, «Οι γενικές αρχές του Ανταρτοπολέμου», σελ. 40, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1972). Αλλά στα κατοπινά του κείμενα πάει να δώσει ολιγότερη σημασία στη νόμιμη ή μή επιφάνεια του υπάρχοντος ολιγαρχικού καθεστώτος.

Οσο για τις υποκειμενικές συνθήκες, υπάρχουν βασικά δύο που είναι συμπληρωματικές και πού ενισχύονται κατά την πορεία της πάλης.

– Η συναίσθηση της ανάγκης της επαναστατικής αλλαγής του καθεστώτος.

– Η συναίσθηση της δυνατότητας αυτής της αλλαγής.

Η δύναμη της ολιγαρχίας βασίζεται (μεταξύ άλλων) ακριβώς στην απουσία αυτών των όρων: πάνω στην ιδεολογική αλλοτρίωση των λαϊκών μαζών (ή) στο φόβο τους της ένοπλης δύναμης του αστικού κράτους. Η πλάνη των αισιόδοξων ελπίδων αστραπιαίας νίκης, που κατείχε το εκστρατευτικό σώμα του Granma το Δεκέμβριο του 1956 εξεπήγαζε από την άγνοιά τους του ρόλου του δεύτερου υποκειμενικού όρου: ο κουβανέζικος λαός είχε συναίσθηση της ανάγκης αλλαγής, μα του έλειπε η βεβαιότητα των δυνατοτήτων του, να γίνει η αλλαγή. (σσ Πολιτικά Κείμενα: «Το Μαρξιστικό Λενινιστικό Κόμμα», τομ. Α΄, σελ. 203, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1970, Επίσης Στρατιωτικά Κείμενα: «Η κατανόηση της ποικιλίας στις σχέσεις των δυνάμεων», σελ. 212, Εκδ. Καρανάση).

Αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι τα κόμματα και οι επαναστατικοί αρχηγοί οφείλουν να περιμένουν με σταυρωμένα χέρια την ωρίμανση και την ανάδυση αυτών των συνθηκών. Ενάντια προς μια παρόμοια νεο-καουτσκική παθητικότητα (συστατικό πλατιών τομέων της παραδοσιακής αριστεράς στη Λατινική Αμερική), εναντίον του αναβλητισμού των επαναστατών ή ψευτο-επαναστατών που δικαιολογούν την απροσεξία τους, ισχυριζόμενοι ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει κατά του κανονικού στρατού, χωρίς να υπολογίσουμε εκείνους που περιμένουν να βρούν συγκεντρωμένες κατά μηχανιστικό τρόπο όλες τις συνθήκες αντικειμενικές και υποκειμενικές, χωρίς να μεριμνήσουν για να τις επιταχύνουν», ο Τσέ επιμένει πάνω σε τούτα τα κεφαλαιώδη μαθήματα που δίδαξε η κουβανέζικη επανάσταση.

– Οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν έναν πόλεμο κατά του στρατού.

– Δεν πρέπει να περιμένουμε να συγκεντρωθούν όλες οι συνθήκες για να αρχίσουμε την επανάσταση, η επαναστατική εστία μπορεί να συντελέσει στο να τις κάνει να ξεπηδήσουν. (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, σελ. 39, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1972).

Με άλλα λόγια, με τη δράση του την πολιτικο-στρατιωτική, το αντάρτικο αφαιρεί το προσωπείο από την εξουσία (την υποχρεώνει να αποκαλύψει την γυμνότητα της βίαιης δικτατορίας της) και συγχρόνως καταδεικνύει τα τρωτά της την αδυναμία της, καθώς και την ατιμωρησία και το ακατανίκητο του αντάρτικου, φτιάχνει έτσι την επαναστατική συνείδηση και το μαχητικό ενθουσιασμό των λαϊκών μαζών και επιτρέπει το ξέσπασμα και την εμφύτευση του δεύτερου υποκειμενικού όρου: την πεποίθηση ότι η νίκη των καταπιεστών είναι δυνατή. (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, σελ. 214, Πολιτικά Κείμενα: «Ο Σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα», σελ. 173, Εκδ. Καρανάση).

Υστερα από όσα ειπώθηκαν, ο Τσέ δεν είναι καθόλου εθελοντάκιας και δηλώνει ρητά πώς δεν φτάνει μόνο η ώθηση της αντάρτικης εστίας, για να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες για την επανάσταση. Για να φτιαχτεί και να σταθεροποιηθεί η πρώτη εστία, πρέπει μερικοί όροι οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί να έχουν ήδη προσφερθεί – όροι που πρέπει να καθοριστούν με μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης καταστάσεως. (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. «Οι γενικές αρχές του ανταρτοπόλεμου», σελ. 40, Εκδ. Καρανάση 1972).

Η θέση του Τσέ είναι λοιπόν ακριβώς η θέση της μαρξιστικής διαλεκτικής που ξεπερνάει συγχρόνως το μηχανιστικό ματεριαλισμό («οι συνθήκες καθορίζουν το ιστορικό προτσές») και τον αφηρημένο ιδεαλισμό (πού διακηρύττει την παντοδυναμία της θέλησης): η πράξη της επαναστατικής πρωτοπορείας γεννιέται από τις δοσμένες συνθήκες και δημιουργεί νέες συνθήκες. Με το ρόλο αυτό στη συνείδηση των λαϊκών μαζών, το αντάρτικο λειτουργεί, σαν δρών καταλύτης, κείνο το μικρό εξωτερικό στοιχείο που εισερχόμενο σε ένα «ευνοϊκό περιβάλλον» προκαλεί την αποκρυστάλλωσή του και την πόλωση. Παίζει έτσι αποφασιστικό πολιτικό ρόλο, όχι μόνο στην περιοχή, που προσβάλλεται αμέσως από τις ενέργειές του, αλλά επί εθνικού επιπέδου (ή ηπειρωτικού) ολόκληρου. Αναπολώντας στο ημερολόγιό του της Βολιβίας την 13 Ιουνίου του 1967 τη σπασμωδική πολιτική της χώρας επακόλουθο των πρώτων νικών του αντάρτικου, ο Τσέ προσθέτει: «λίγες φορές είδαμε τόσο καθαρά την καταλυτική δύναμη του αντάρτικου» (σσ Ημερολόγιο Βολιβίας, σελ. 147-148, Εκδ. Καρανάση, 1970. Κοίταξε και την έκκληση του Σ.Ε.Α. (Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης) στους μεταλλωρείχους της Βολιβίας, όπου ο Τσέ γράφει ότι το αντάρτικο «θα γίνεται όλο και πιό δυνατό εις βάρος του εχθρικού στρατού, και θα χρησιμεύσει σαν δρών καταλύτης για την επαναστατική φλόγα των μαζών ωσότου δημιουργηθεί μια επαναστατική κατάσταση μέσα στην οποία η κρατική εξουσία θα καταρρεύσει με ένα και μόνο αποτελεσματικό χτύπημα, που θα καταφερθεί την κατάλληλη στιγμή». Εκλεκτά Εργα: σελ. 186, Εκδοση Ν. Υόρκης).

Χάρη στην επενέργειά του σαν καταλύτη και την πολιτικο-στρατιωτική του δραστηριότητα, το αντάρτικο μπορεί σιγά – σιγά να κερδίσει την υποστήριξη των χωρικών, για να γίνει τελικά, στα μάτια των λαϊκών μαζών της πόλης και της υπαίθρου, η ένοπλη έκφραση της ταξικής τους πάλης, και η συγκεκριμένη πολιτική εναλλαγή στην εγκατεστημένη εξουσία. Για να γίνει καταληπτό αυτό το προτσές, πρέπει να εξεταστεί από κοντά η συγκρότηση των δεσμών που συνδέουν το αντάρτικο με το λαό, και πρώτα απ΄ όλα στην ύπαιθρο.

Πηγή: Πολιτικό Καφενείο, Ιούνιος 2003, «Αφιέρωμα στον Τσε Γκεβάρα».