Νίκος Μόττας
Ομιλία στην εκδήλωση για την ένατη επέτειο από το θάνατο του Φιντέλ Κάστρο
Studio New Star Art Cinema, 27/11/2025
Φίλες και φίλοι,
ένα πράγμα νομίζω οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε από την πρώτη στιγμή:
σήμερα δεν κάνουμε πολιτικό μνημόσυνο.
Δεν μαζευτήκαμε για να αναπολήσουμε περασμένα επαναστατικά μεγαλεία,
ούτε για να υμνήσουμε το παρελθόν σαν ανώδυνο εικόνισμα στο ράφι της Ιστορίας.
Είμαστε εδώ για να πάρουμε δύναμη και να βγάλουμε συμπεράσματα από ένα παράδειγμα που είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε.
Για να δούμε τον κόσμο όπως είναι — και όπως μπορεί να γίνει, με όσα η Ιστορία έχει ήδη αποδείξει ότι είναι εφικτά.
Εννέα χρόνια μετά τον βιολογικό θάνατο του Φιντέλ και έναν χρόνο πριν την 100η επέτειο από τη γέννησή του,
δεν μας φέρνει εδώ η νοσταλγία.
Μας φέρνει κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο:
η ανάγκη ενός κόσμου που ανήκει στους λαούς και όχι στα μονοπώλια,
μιας προοπτικής που δεν μετριέται με τα κέρδη λίγων αλλά με τις ζωες των πολλών.
Το παράδειγμα του Φιντέλ – επιτρέψτε μου να πω – δεν τιμάται με σιωπές και στεφάνια.
Τιμάται όταν γίνεται εργαλείο κατανόησης και αγώνα,
όταν δείχνει έμπρακτα τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος
όταν συνειδητοποιεί ότι είναι πρωταγωνιστής της Ιστορίας.
Ο Φιντέλ δεν έγινε σύμβολο μιας κάποιας αφηρημένης επαναστατικότητας.
Έγινε σύμβολο γιατί πέτυχε αυτό που φάνταζε «αδύνατο»:
έδειξε σε έναν λαό που είχε μάθει να θεωρεί τη φτώχεια φυσικό νόμο
ότι μπορεί να διεκδικήσει και να οικοδομήσει την εξουσία του.
Αυτή η μεταστροφή — από την παραίτηση στη συλλογική διεκδίκηση — ήταν η πραγματική επανάσταση.
Τα γεγονότα του 1959 δεν ανέτρεψαν απλώς τον Μπατίστα.
Ανέτρεψαν το δόγμα που έλεγε ότι οι λαοί μικρών χωρών δεν δικαιούνται να ονειρεύονται και να αποφασίζουν για το μέλλον τους.
Η Κούβα δεν απελευθερώθηκε μόνο από μια στιγνή δικτατορία·
απελευθερώθηκε από τη μοιρολατρία που κρατά τους λαούς δεμένους χειροπόδαρα.
Σε μια χώρα που επί πολλά χρόνια ήταν αποικία των αμερικανικών μονοπωλίων και άντρο εξαθλίωσης, αποδείχθηκαν οι κολοσσιαίες δυνατότητες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης:
- η παιδεία έγινε καθολικό δικαίωμα,
- η υγεία δημόσιο αγαθό για όλους,
- ο πολιτισμός στοιχείο της καθημερινής ζωής,
- η εργασία αξιοπρέπεια και όχι μισή ύπαρξη.
Ο αναλφαβητισμός εξαφανίστηκε.
Η παιδική θνησιμότητα έπεσε σε επίπεδα χαμηλότερα από πολλές «ανεπτυγμένες» καπιταλιστικές χώρες.
Η επιστήμη μπήκε στην υπηρεσία της κοινωνίας και όχι της αγοράς.
Και η Κούβα, από «σκουπιδότοπος» και «οίκος ανοχής» των ΗΠΑ, έγινε νησί γιατρών, δασκάλων και διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Γι’ αυτό και η Επανάσταση πολεμήθηκε λυσσαλέα:
επειδή απέδειξε τι μπορεί να πετύχει ο λαός όταν έχει τον παραγόμενο πλούτο και την εξουσία στα δικά του χέρια — και όχι στα χέρια μιας μειοψηφίας.
Κι αυτή η νίκη ήταν απότοκο μιας διαλεκτικά δεμένης σχέσης μεταξύ ηγεσίας και λαού. Ο Φιντέλ, ο Τσε, ο Καμίλο, ο Ραούλ και όλη η επαναστατική ηγεσία είχαν καθοριστικό και αναντικατάστατο ρόλο — και αυτό πρέπει να λέγεται χωρίς δισταγμό.
Αλλά τίποτα δεν θα είχε κερδηθεί χωρίς τους δεκάδες χιλιάδες ανώνυμους αγωνιστές, εργάτες, αγρότες και νέους, που από την πρώτη στιγμή
πήραν την υπόθεση στα χέρια τους. Που έδωσαν την ψυχή και το αίμα τους.
Η Επανάσταση νίκησε γιατί η χαρισματική ηγεσία και ο αποφασισμένος λαός πορεύτηκαν μαζί, με κοινή στόχευση την απελευθέρωση της πατρίδας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά και την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού κατεστημένου.
Κι όλα αυτά χτίστηκαν όχι σε «εύκολες εποχές», αλλά μέσα σε εμπορικό αποκλεισμό, διαρκή υπονόμευση και οικονομική ασφυξία.
Υπήρξαν στιγμές που η λογική του συμβιβασμού και της υποταγής έλεγε να κάνουν πίσω.
Αλλά ο Φιντέλ ήξερε:
«Η επανάσταση είναι σαν το ποδήλατο. Αν σταματήσουμε να κάνουμε πεντάλ, θα πέσουμε».
Κι εδώ ξεκινά το καθήκον της εποχής μας, φίλες και φίλοι:
Δεν αρκεί να μιλάμε για τον Φιντέλ.
Πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που το παράδειγμά του θέτει με επιτακτικότητα:
είμαστε ικανοποιημένοι με τον κόσμο όπως είναι — ή αποφασισμένοι να τον αλλάξουμε;
Το 2026, στην επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννησή του,
το ουσιαστικό ερώτημα δεν θα είναι «ποιος ήταν και τι έκανε ο Φιντέλ». Αυτό έχει καταγραφεί ανεξίτηλα στην συλλογική μνήμη των λαών του κόσμου.
Το ουσιαστικό ερώτημα θα είναι ποιοι είμαστε και τι κάνουμε εμείς.
Και εδώ ο ιμπεριαλισμός δείχνει τον φόβο του.
Δεν είναι τυχαίο ότι λίγες μέρες πριν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ κήρυξε επίσημα την λεγόμενη «Εβδομάδα Αντικομμουνισμού».
Αν, όμως, όπως λένε, «ο κομμουνισμός είναι τελειωμένη υπόθεση που ανήκει στο παρελθόν», αν, όπως ισχυρίζονται, «η ιστορία έφτασε στο τέλος της»,
τότε γιατί χύνουν τόνους μελάνι, γιατί ξοδεύουν δισεκατομμύρια σε αντικομμουνιστικές συκοφαντικές εκστρατείες και καμπάνιες;
Τι φοβούνται;
Η απάντηση είναι απλή: φοβούνται τα συμπεράσματα.
Φοβούνται την σύγκριση ανάμεσα στην απάνθρωπη φύση του καπιταλισμού,
και τα επιτεύγματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κούβα, τη Σοβιετική Ένωση και αλλού.
Γι’ αυτό θέλουν να μετατρέψουν τον Φιντέλ, τον Τσε και τον Λένιν σε ακίνδυνα εικονίσματα.
Χτυπούν την Ιστορία — έχοντας το βλέμμα στραμμένο το μέλλον.
Ματαιοπονούν όμως.
Γιατί η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού δεν μπορεί να ξεριζωθεί,
καθώς τη γεννά η ίδια η αντικειμενική πραγματικότητα:
όσο ο πλούτος συσσωρεύεται στα χέρια των λίγων,
όσο η ζωή των εργαζομένων μετριέται με όρους «κόστους» και «κέρδους»,
τόσο θα δυναμώνει η ανάγκη για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης.
Και όσο μελάνι κι αν χύσουν, όσες «Εβδομάδες Αντικομμουνισμού» κι αν κηρύξουν,
δεν μπορούν να εξαφανίσουν την ανάγκη των λαών για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και πραγματική αξιοπρέπεια.
Γι’ αυτό, όπως είπα και στο ξεκίνημα, τιμώντας σήμερα τον Φιντέλ, δεν κάνουμε πολιτικό μνημόσυνο.
Δίνουμε υπόσχεση.
Ότι η Ιστορία δεν τελείωσε —
και ότι οι λαοί, από την Κούβα μέχρι την Παλαιστίνη και από την Ελλάδα μέχρι το έσχατο σημείο της Αφρικής, δεν είπαν την τελευταία τους λέξη.
Φίλες και φίλοι,
Η κληρονομιά του κομμουνιστή επαναστάτη Φιντέλ δεν ανήκει στο χθες!
Ανήκει σε όσους δεν συμβιβάζονται με μια ζωή φτώχειας, εκμετάλλευσης και πολέμων.
Ανήκει στους αγώνες του σήμερα — και στις νίκες του αύριο.
Γιατί είναι καλό και πράγματι πρέπει να θυμόμαστε τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις του παρελθόντος.
Αλλά, το ζήτημα είναι να χτίσουμε τις δικές μας, εκείνες του 21ου αιώνα.























