Ετικέτα: Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
Το μαρξιστικό-λενινιστικό Κόμμα: Οικοδομώντας το Κόμμα της Εργατικής Τάξης (Μέρος ‘Β)
Εισαγωγή στο βιβλίο “Το Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κόμμα” που εκδόθηκε το 1963 από την Εθνική Διοίκηση του Ενιαίου Κόμματος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Συνέχεια από το Πρώτο Μέρος.
Μέσα στη μεγάλη επαναστατική πάλη για την εξουσία αυτός ήταν ένας μικρότερος αγώνας για τον εσωτερικό έλεγχο. Τα πρόσφατα γεγονότα της Αλγερίας εξηγούνται καθαρά μέσα από αναλογίες με την κουβανική επανάσταση. Η επαναστατική πτέρυγα δεν αφήνεται να απομακρυνθεί από την εξουσία και αγωνίζεται μέχρι να έρθει ολόκληρη η εξουσία στα χέρια της. Ο Απελευθερωτικός Στρατός είναι ο αυθεντικός εκπρόσωπος της νικηφόρας επανάστασης.
Οι συγκρούσεις ξεσπούν περιοδικά και η ενιαία διοίκηση γίνεται πραγματικότητα (αν και παρ’ όλα αυτά όχι αποδεκτή ακόμη απ’ όλους) μόνο όταν ο Φιντέλ διορίζεται πρωθυπουργός, λίγους μήνες μετά την κατάκτηση της νίκης της επανάστασης. Τι είχαμε κάνει μέχρι εκείνη την στιγμή; Είχαμε αποκτήσει, όπως είπε κάποτε ο Φιντέλ, το δικαίωμα να ξεκινήσουμε. Είχαμε μόνο ολοκληρώσει ένα στάδιο που βασίζονταν στον μέχρι θανάτου αγώνα ενάντια στο σύστημα που ίσχυε στην Κούβα και εκπροσωπούσε ο δικτάτορας Μπατίστα. Όμως, το γεγονός ότι ακολουθούσαμε με συνέπεια μια επαναστατική γραμμή που έτεινε να βελτιώσει την κατάσταση της κοινωνίας μας και να την απελευθερώσει όσο το δυνατό από τις οικονομικές δεσμεύσεις, μας οδηγούσε αναγκαστικά σε μια μετωπική πάλη με τον ιμπεριαλισμό.
Ο ιμπεριαλισμός υπήρξε ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη και το βάθεμα της ιδεολογίας μας. Κάθε χτύπημα που μας έδινε απαιτούσε μια απάντηση. Κάθε φορά που αντιδρούσαν οι βορειοαμερικάνοι, με τη συνηθισμένη τους αλαζονεία, παίρνοντας κάποια μέτρα ενάντια στην Κούβα, εμείς έπρεπε να πάρουμε τα αναγκαία αντίμετρα και έτσι βάθαινε η επανάσταση.
Το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα συμμετείχε σε αυτό το μέτωπο και οι σύντροφοι που είχαν μια πολύχρονη επαναστατική στράτευση, μα και εκείνοι που έφταναν στην εξουσία μέσα από τον αγώνα στο βουνό ξεκινούσαν το καθήκον συγχώνευσης. Ήδη εκείνη την εποχή, ο Φιντέλ προειδοποιούσε για κάποιους κινδύνους σεχταρισμού και έκανε κριτική σε εκείνους που κοπανούσαν στους άλλους στα δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια της στράτευσης τους, καθώς και στο σεχταρισμό των “μουσάτων” (μπαρμπούδος) του βουνού και των αγωνιστών της πόλης που είχαν συνηθίσει στο πιστολίδι.
Την εποχή της ένοπλης πάλης υπήρχε μια ομάδα συντρόφων που προσπαθούσε να υπερασπίσει το κίνημα από τον δήθεν καουντιγισμό του συντρόφου Φιντέλ και διέπραξαν το σφάλμα, που θα επαναλαμβανόταν αργότερα, την εποχή του σεχταρισμού, να συγχέουν τα μεγάλα προσόντα του καθοδηγητή, του ηγέτη της επανάστασης και τις αναμφισβήτητες διοικητικές του αρετές, με ένα άτομο του οποίου μοναδική φροντίδα ήταν η δίχως όρους στήριξη των δικών του και η εγκαθίδρυση ενός συστήματος καουντιγισμού. Ήταν ένας αγώνας πλαστών αρχών μιας ομάδας συντρόφων, αγώνας που ούτε καν τελείωσε την 1η του Γενάρη, ή την στιγμή που ο Φιντέλ ανέλαβε τη θέση του πρωθυπουργού, αλλά πολύ αργότερα, όταν συνετρίβη η δεξιά πτέρυγα του Κινήματος 26ης Ιούλη. Έτσι έπεσαν, γιατί αντικαταστάθηκαν στη λαϊκή θέληση, οι Ουρούτια, Μίρο Καρδόνα, Ράι, Ουμπέρτο Μάτος, Νταβίδ Σαλβαδόρ και τόσοι άλλοι προδότες.
Μετά την τελική νίκη ενάντια στη δεξιά πτέρυγα, ξεπηδά η ανάγκη να οικοδομηθεί ένα κόμμα: το Ενιαίο Κόμμα της Επανάστασης, εκφραστής του μαρξισμού-λενινισμού στις νέες συνθήκες της Κούβας. ¨Επρεπε να είναι ένας οργανισμός δεμένος με τις μάζες, με στελέχη αυστηρά επιλεγμένα και με συγκετρωτική και ταυτόχρονα ευλύγιστη οργάνωση. Και για όλα αυτά είχαμε τυφλή εμπιστοσύνη στο κύρος που είχε κερδίσει το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα στη διάρκεια πολλών χρόνων πάλης, εγκαταλείποντας σχεδόν ολότελα τα δικά μας οργανωτικά κριτήρια. Έτσι άρχισαν να δημιουργούνται μια σειρά συνθήκες για να ωριμάσει ο καρπός που λέγεται σεχταρισμός.
Στη διαδικασία της οικοδόμησης του κόμματος, ο σύντροφος Ανίμπαλ Εσκαλάντε είχε αναλάβει την οργάνωση και άρχισε ένα ζοφερό, αν και ευτυχώς πολύ σύντομο, στάδιο της ανάπτυξης μας. Γίνονταν λάθη στις μεθόδους καθοδήγησης. Το Κόμμα έχανε τις ουσιαστικές του ιδιότητες, δηλαδή την σύνδεση με τις μάζες, την εφαρμογή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και το πνεύμα θυσίας. Μερικές φορές, καταφεύγοντας σε πραγματικές ταχυδαχτυλουργίες, άνθρωποι δίχως πείρα και αρετές τοποθετούνταν σε καθοδηγητικές θέσεις, απλά και μόνο γιατί προσαρμόστηκαν στην επικρατούσα κατάσταση.
Οι ΕΕΟ χάνουν το ρόλο τους σαν ιδεολογικοί κινητήριοι μηχανισμοί – και όργανα ελέγχου όλου του παραγωγικού μηχανισμού, μέσα από αυτόν τον ρόλο – και καταλήγουν σε διοικητικό μηχανισμό. Σε αυτές τις συνθήκες, το σήμα κινδύνου που έπρεπε να δοθεί από την επαρχία, εξηγώντας μια σειρά προβλήματα που υπήρχαν εκεί, χάνονταν, γιατί αυτοί που έπρεπε να αναλύσουν τη δουλειά των διοικητικών στελεχών ήταν εκείνοι ακριβώς οι καθοδηγητές του πυρήνα που είχαν μια διπλή λειτουργία: στο Κόμμα και στη δημόσια διοίκηση. Το στάδιο των λαθεμένων αντιλήψεων, των μεγάλων λαθών και των μηχανιστικών μεταφορών, έχει, ευτυχώς, τελειώσει. Οι παλιές βάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε το σεχταριστικό έκτρωμα έχουν διαλυθεί.
Μπροστά στα προβλήματα, η απόφαση της Εθνικής Διοίκησης με επικεφαλής τον Φιντέλ ήταν η επιστροφή στις μάζες, η προσφυγή στις μάζες. Έτσι καθιερώθηκε το σύστημα συζητήσεων σε όλους τους τόπους δουλειάς, ώστε οι ίδιες οι εργατικές μάζες να επιλέγουν τους παραδειγματικούς εργάτες και να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγονται για να ενταχθούν στις Κομματικές Οργανώσεις Βάσης ενός κόμματος στενά δεμένου με τις μάζες.
Στα πλαίσια των αλλαγών του Κόμματος αναμορφώθηκε το σύστημα επιμόρφωσης, επιβραβεύοντας. Όχι όπως στο παρελθόν τους φίλους, τα “φωτεινά μυαλά”, τους “αριστοτέχνες του μαρξισμού”, αλλά τους καλύτερους εργαζόμενους, τους ανθρώπους που έχουν αποδείξει με την στάση τους απέναντι στην επανάσταση, με την καθημερινή τους δουλειά, τον ενθουσιασμό και το πνεύμα αυτοθυσίας τους, τις ύψιστες αρετές του μέλους του ηγετικού κόμματος. Σύμφωνα με τα παραπάνω έχουν αλλάξει όλα τα κριτήρια μας και αρχίζει μια νέα εποχή ισχυροποίησης του Κόμματος των μεθόδων του. Ξανανοίγεται μπροστά μας ο πλατύς και φωτεινός δρόμος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπου το Κόμμα έχει το καθήκον της καθοδήγησης. Αυτή η καθοδήγηση δεν θα έχει μηχανιστικό και γραφειοκρατικό χαρακτήρα, δεν θα ασκεί στενό, σεχταριστικό έλεγχο, δεν θα δίνει διαταγές και συμβουλές που θα πρέπει να ακολουθηθούν, επειδή κάποια τις λένε, και όχι επειδή αποτελούν ζωντανό παράδειγμα, προνόμιο των ιδεών και της ιστορίας του παρελθόντος.
Το κόμμα του μέλλοντος θα είναι στενά δεμένο με τις μάζες και θα εμπνέεται από αυτές τις μεγάλες ιδέες που αργότερα θα αποτελέσουν συγκεκριμένες οδηγίες. Ένα κόμμα που θα εφαρμόζει αυστηρά την πειθαρχία του, σύμφωνα με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, και όπου διαρκώς θα υπάρχουν και θα γίνονται ανοικτά η συζήτηση και η κριτική και η αυτοκριτική για να βελτιώνεται συνεχώς η δουλειά. Σε αυτό το στάδιο θα είναι ένα κόμμα στελεχών, των καλύτερων. Και αυτά τα στελέχη θα πρέπει να εκπληρώνουν το δυναμικό τους καθήκον να βρίσκονται σε επαφή με το λαό, να μεταφέρουν τις εμπειρίες του στα ανώτερα κλιμάκια, να μεταφέρουν στις μάζες τις συγκεκριμένες οδηγίες και να μπαίνουν επικεφαλής τους. Πρώτοι στις σπουδές, πρώτοι στη δουλειά, πρώτοι στον επαναστατικό ενθουσιασμό, πρώτη στη θυσία. Κάθε στιγμή καλύτερα, αγνότεροι, πιο ανθρώπινοι απ’ όλους τους άλλους, πρέπει να είναι τα στελέχη του κόμματος μας.
Γιατί πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι ο μαρξιστής δεν είναι μια αυτόματη και φανατική μηχανή, που σκοπεύει σε κάποιον συγκεκριμένο στόχο σαν κατευθυνόμενος πύραυλος. Με σαφήνεια ασχολείται ο Φιντέλ μ’αυτό το πρόβλημα σε έναν από τους λόγους του:
“Ποιός είπε ότι ο μαρξισμός είναι η απάρνηση των ανθρωπίνων αισθημάτων, της συντροφικότητας, της αγάπης, του σεβασμού και της εκτίμησης προς το σύντροφο; Ποιός είπε ότι ο μαρξισμός σημαίνει να μην έχεις ψυχή, μήτε αισθήματα; Μα ήταν ακριβώς η αγάπη προς τον άνθρωπο που γέννησε το μαρξισμό. Ήταν η αγάπη προς τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, ο πόθος να καταπολεμηθεί η δυστυχία του προλεταριάτου, ο πόθος να καταπολεμηθεί η μιζέρια, η αδικία, τα βάσανα και όλη η εκμετάλλευση που υφίσταται το προλεταριάτο, που οδήγησε το νου του Καρλ Μαρξ να δώσει ζωή στο μαρξισμό, την στιγμή ακριβώς που μπορούσε να γεννηθεί ο μαρξισμός. Την στιγμή ακριβώς που μπορούσε να αναδυθεί μια πραγματική δυνατότητα και κάτι παραπάνω απο μια πραγματική δυνατότητα, η ιστορική αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης, της οποίας ερμηνευτής ήταν ο Καρλ Μαρξ. Τι τον οδήγησε, όμως, να γίνει ερμηνευτής της κοινωνικής επανάστασης, αν όχι η ορμητικότητα των συναισθημάτων ανθρώπων σαν αυτόν, σαν τον Ένγκελς, το Λένιν;”.
Αυτή η εκτίμηση του Φιντέλ είναι θεμελιώδης για το μέλος του νέου κόμματος. Να τη θυμάστε πάντα, σύντροφοι, αποτυπόστε τη στη μνήμη σας σαν το αποτελεσματικότερο όπλο ενάντια σε κάθε περέκκλιση. Ο μαρξιστής πρέπει να είναι ο καλύτερος, ο πιο ακέραιος, ο πιο ολοκληρωμένος από τα ανθρώπινα όντα, όμως πάντα, πάνω απο όλα, πρέπει να είναι ανθρώπινο ον. Πρέπει να είναι μέλος ενός κόμματος που ζει και πάλλεται σ’επαφή με τις μάζες – ένας καθοδηγητής που μετατρέπει τις επιθυμίες των μαζών, ακόμη και τις πιο κρυφές, σε συγκεκριμένες οδηγίες – ένας ακούραστος δουλευτής που προσφέρει τα πάντα στο λαό του, ένας εργαζόμενος που θυσιάζεται προσφέροντας τις ώρες ανάπαυσης του, την προσωπική του ηρεμία, την οικογένεια ή τη ζωή του στην επανάσταση, δίχως όμως ποτέ να αποξενώνεται από τη ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής.
Στο διεθνές πεδίο, το κόμμα μας θα έχει σοβαρές υποχρεώσεις. Είμαστε η πρώτη σοσιαλιστική χώρα της Αμερικής, ένα παράδειγμα προς μίμηση για άλλες χώρες, μια ζωντανή εμπειρία που θα αξιοποιήσουν τα άλλα αδελφά κόμματα. Μια εμπειρία ζωντανή, επαναλαμβανόμενη και μεταλλασσόμενη που φέρνει στο φως της δημοσιότητας όλες τις επιτυχίες και τα λάθη της. Με αυτόν τον τρόπο το παράδειγμα της είναι πιο διδακτικό και δεν φιλοδοξεί να υποστηριχθεί απλά απο εκείνους που έχουν ομολογήσει την πίστη τους στο μαρξισμό-λενινισμό, αλλά από τις λαϊκές μάζες της Αμερικής.
Η δεύτερη Διακήρυξη της Αβάνας είναι οδηγός για το προλεταριάτο, την αγροτιά και τους επαναστάτες διανοούμενος της Λατινικής Αμερικής. Η στάση μας θα είναι μόνιμος οδηγός. Πρέπει να είμαστε άξιοι αυτής της θέσης που κατέχουμε, να δουλεύουμε καθημερινά σκεπτόμενη την Αμερική μας. Να δυναμώνουμε όλο και περισσότερο τις βάσεις του κράτους μας, την οικονομική του οργάνωση και την πολιτική του ανάπτυξη, για να μπορούμε ταυτόχρονα να βελτιωνόμαστε εσωτερικά. Να πείθουμε όλο και περισσότερο τους λαούς της Αμερικής για την πραγματική δυνατότητα να ξεκινήσει η πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, στο σημερινό στάδιο του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων.
Και όλα αυτά δίχως να ξεχνάμε πως η ικανότητα μας να συγκινούμαστε μπροστά στη βία των επιθετιθέμενων και στα βάσανα των λαών, δεν πρέπει να περιορίζεται στα πλαίσια της Λατινικής Αμερικής, ούτε καν στα πλαίσια της Λατινικής Αμερικής και των σοσιαλιστικών χωρών μαζί. Πρέπει να κάνουμε πράξη τον πραγματικό προλεταριακό διεθνισμό, να αντιμετωπίζουμε σαν προσβολή απέναντι μας οποιαδήποτε επίθεση, οποιαδήποτε προσβολή, κάθε πράξη που έρχεται σε αντίθεση με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, την ευτυχία του σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.
Εμείς, μέλη ενός νέου κόμματος, σε μια νέα απελευθερωμένη περιοχή του κόσμου και σε νέες συνθήκες, πρέπει να κρατάμε πάντα ψηλά την ίδια την σημαία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που ύψωσε ο δικός μας Χοσέ Μαρτί, που υπήρξε καθοδηγητής πολλών γενιών, και που είναι σήμερα παρών, με την ίδια φρεσκάδα όπως πάντα, στην πραγματικότητα της Κούβας: “Κάθε αληθινός άνθρωπος πρέπει να νιώθει στο δικό του μάγουλο, το χτύπημα που δίνεται στο μάγουλο οποιουδήποτε ανθρώπου”.
Το πανεπιστήμιο είναι κληρονομιά του λαού: Ομιλία στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο του Λας Βίγιας
Ομιλία του Τσε στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο του Λας Βίγιας στην Σάντα Κλάρα, στις 28 Δεκέμβρη 1959. Στην τελετή που έλαβε χώρα το Πανεπιστήμιο απονεμήθηκε στο Γκεβάρα ο τίτλος του «επίτιμου διδάκτορα» της Παιδαγωγικής Σχολής.
Αγαπητοί συναγωνιστές, νέοι συνάδελφοι στην πανεπιστημιακή σύγκλητο και παλιοί συνάδελφοι στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κούβας,
Θα πρέπει να ξεκινήσω την ομιλία μου λέγοντας ότι μπορώ να αποδεχθώ το πτυχίο που μου απονέμετε σήμερα, ως μια τιμητική διάκριση προς τον λαϊκό μας στρατό. Δεν θα μπορούσα να το αποδεχθώ ως άτομο. Και αυτό, για τον απλό λόγο ότι στη νέα Κούβα οτιδήποτε δεν είναι αυτό που διατείνεται ότι είναι στερείται οποιασδήποτε αξίας. Πως θα μπορούσα εγώ ως άτομο, ο Ερνέστο Γκεβάρα, να δεχθώ το βαθμό του επίτιμου διδάκτορα που μου απονεμήθηκε από την Παιδαγωγική Σχολή, αφού οι μόνες εμπειρίες που έχω ως παιδαγωγός είναι στην παιδαγωγική του αντάρτικου στρατοπέδου, της βρισιάς και της αγριάδας (χειροκροτήματα). Και πιστεύω ότι αυτά σίγουρα δεν θα μπορούσαν να μεταφραστούν σε τήβεννο. Γι’ αυτό συνεχίζω να φοράω τη στολή του Αντάρτικου Στρατού, ακόμα και εδώ που ήρθα για να βρεθώ μπροστά σας, σε αυτή την Πανεπιστημιακή Σύγκλητο, στο όνομα, και εκ μέρους του στρατού μας. Αποδεχόμενος αυτόν τον τίτλο, ο οποίος είναι τιμή για όλους μας, θα ήθελα να παρουσιάσω και το μήνυμα μας, το μήνυμα ενός λαϊκού στρατού, ενός νικηφόρου στρατού.
Κάποτε είχα υποσχεθεί στους φοιτητές αυτού του πανεπιστημίου μια σύντομη ομιλία με την οποία θα παρουσίαζα τις απόψεις μου για τον ρόλο του πανεπιστημίου. Ωστόσο, η δουλειά και μια ατελείωτη σειρά γεγονότων με εμπόδισαν να το κάνω. Σήμερα, όμως, θα μιλήσω, μια που έχω και τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα (χειροκροτήματα).
Τι πρέπει, λοιπόν, να πω για το βασικό καθήκον που πανεπιστημίου, το πρωταρχικό καθήκον που υπερέχει όλων, σε αυτή τη νέα Κούβα; Αυτό που πρέπει να πω είναι ότι το πανεπιστήμιο θα πρέπει να βαφτεί με το χρώμα των μαύρων και με το χρώμα των μιγάδων, όχι μόνο όσον αφορά τους φοιτητές αλλά και όσον αφορά τους καθηγητές. Θα πρέπει να βαφτεί με το χρώμα των εργατών και των αγροτών. Με το χρώμα του λαού, αφού το πανεπιστήμιο είναι κληρονομιά του λαού της Κούβας και κανενός άλλου. Εάν αυτός ο λαός, του οποίου οι αντιπρόσωποι πλέον καταλαμβάνουν όλες τις κυβερνητικές θέσεις, πήρε τα όπλα και έριξε όλους τους φραγμούς που είχε υψώσει η αντίδραση, αυτό δεν έγινε επειδή αυτοί οι φραγμοί ήταν άκαμπτοι. Ούτε οι αντιδραστικές δυνάμεις ήταν τόσο άμυαλες ώστε να μην δείξουν ευλυγισία, προκειμένου να επιβραδύνουν την προέλαση του λαού. Ωστόσο, ο λαός θριάμβευσε. Και είναι λίγο κακομαθημένος από τη νίκη του. Έχει συνείδηση της δύναμης του. Ξέρει ότι κανένας δε μπορεί να τον αναχαιτίσει. Σήμερα, ο λαός στέκεται μπροστά στην πύλη του πανεπιστημίου, και είναι το πανεπιστήμιο αυτό που θα πρέπει να δείξει ευλυγισία. Θα πρέπει να βαφτεί με τα χρώματα των μαύρων, των μιγάδων, των εργατών, των αγροτών, ή αλλιώς θα βρεθεί χωρίς πόρτες. Γιατί τότε ο λαός θα τις σπάσει με ορμή, θα μπει μέσα και θα το βάψει με τα χρώματα που θεωρεί κατάλληλα.
Αυτό είναι το πρώτο μήνυμα, ένα μήνυμα που ήθελα να μεταφέρω από τις πρώτες κιόλας μέρες της νίκης (χειροκροτήματα) και στα τρία πανεπιστήμια της χώρας, αλλά στάθηκε εφικτό να το κάνω μόνο στο πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. Αν ζητούσατε την συμβουλή μου εκ μέρους του λαού και του Αντάρτικου Στρατού, καθώς και ως καθηγητή πανεπιστημίου, θα έλεγα ότι για να προσεγγίσεις τον λαό θα πρέπει να νιώθεις ότι είσαι κομμάτι του. Θα πρέπει να ξέρεις τι θέλει ο λαός, τι ανάγκες έχει και τι αισθάνεται. Θα πρέπει να κοιτάξεις λίγο μέσα σου – να μελετήσεις τις στατιστικές του πανεπιστημίου, και να ρωτήσεις πόσοι εργάτες, πόσοι αγρότες, πόσοι άνθρωποι που κερδίζουν το ψωμί τους με τον ιδρώτα τους, δουλεύοντας οκτώ ώρες την ημέρα βρίσκονται εδώ σε αυτό το πανεπιστήμιο.
Αφού έχετε θέσει αυτά τα ερωτήματα, θα πρέπει επίσης να αναρωτηθείτε, ανατρέχοντας στην αυτοανάλυση, εάν η κυβέρνηση της Κούβας αντιπροσωπεύει σήμερα τη θέληση του λαού. Αν η απάντηση είναι ναι, αν αυτή η κυβέρνηση πραγματικά αντιπροσωπεύει τη θέληση του λαού (χειροκροτήματα) τότε θα πρέπει κανείς να θέσει τα ακόλουθα ερωτήματα: Που είναι αυτή η κυβέρνηση, η οποία αντιπροσωπεύει τη θέληση του λαού, σε αυτό το πανεπιστήμιο και τι κάνει; Θα βλέπαμε ότι δυστυχώς, η κυβέρνηση που αντιπροσωπεύει ολόκληρο σχεδόν τον κουβανικό λαό δεν έχει καμία φωνή στα κουβανικά πανεπιστήμια, φωνή με την οποία θα μπορούσε να σημάνει τον συναγερμό, να προσφέρει καθοδήγηση, και να εκφράσει, χωρίς μεσολαβητές, τη θέληση, τους πόθους και τα αισθήματα του λαού.
Το Κεντρικό Πανεπιστήμιο του Λας Βίγιας έκανε πρόσφατα ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. Στην εκδήλωση που οργάνωσε με θέμα την εκβιομηχάνιση, κάλεσε όχι μόνο τους βιομήχανους της Κούβας αλλά και την κυβέρνηση. Ζητήθηκε η γνώμη μας και η γνώμη όλων των τεχνικών που εργάζονται στις κρατικές και ημι-κρατικές υπηρεσίες. Επειδή σε αυτόν τον πρώτο χρόνο από την απελευθέρωση – και αυτό μπορώ να το πω χωρίς να καυχηθώ – κάνουμε πολύ περισσότερα από όσα έχουν κάνει άλλες κυβερνήσεις, και πολύ περισσότερα από αυτούς που με στόμφο αποκαλούν εαυτούς τους υπερασπιστές της “ελεύθερης πρωτοβουλίας”. Έτσι, έχουμε το δικαίωμα να δηλώσουμε ότι η εκβιομηχάνιση της Κούβας, η οποία είναι άμεσο αποτέλεσμα της αγροτικής μεταρρύθμισης, θα επιτευχθεί από την επαναστατική κυβέρνηση και υπό την καθοδήγηση της (χειροκροτήματα). Η ιδιωτική πρωτοβουλία θα παίξει, φυσικά, έναν σημαντικό ρόλο σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης της χώρας. Θα είναι, όμως, η κυβέρνηση που θα δίνει τις κατευθύνσεις και θα το κάνει βασιζόμενα στα δικά της επιτεύγματα (χειροκροτήματα). Θα το κάνει γιατί ξεκίνησε την εκστρατεία εκβιομηχάνισης ανταποκρινόμενη σε μία από τις πιο βαθιές, ίσως, προσδοκίες των μαζών, και όχι λόγω κάποιας βίαιης πίεσης από τους βιομήχανους της χώρας. Η εκβιομηχάνιση και η προσπάθεια που αυτή συνεπάγεται, είναι παιδί της επαναστατικής κυβέρνησης. Γι’ αυτό η κυβέρνηση θα την καθοδηγήσει και θα τη σχεδιάσει.
Τα καταστροφικά δάνεια της αποκαλούμενης Τράπεζας Ανάπτυξης έχουν εκλείψει πια. Αυτή η τράπεζα, για παράδειγμα, δάνειζε δεκαέξι εκατομμύρια πέσος σε έναν βιομήχανο, ο οποίος κατέβαλε 400.000 πέσος (αυτά είναι τα πραγματικά ποσά). Αλλά ακόμα και αυτά τα 400.000 πέσος δεν είχαν βγει απ’ την τσέπη του. Βγήκαν από το 10% που πήρε ο βιομήχανος ως δωροδοκία από τον πωλητή, ο οποίος του πούλησε τον μηχανολογικό εξοπλισμό. Παρόλο που η κυβέρνηση είχε καταβάλει δεξαέξι εκατομμύρια πέσος, αυτός ο κύριος που κατέβαλε 400.000 πέσος ήταν ο μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Και αφού η κυβέρνηση ήταν ο δανειστής του, μπορούσε να πληρώσει το χρέος του με ευνοϊκούς όρους και όποτε τον βόλευε. Τώρα η κυβέρνηση έχει παρέμβει, αρνούμενη να ανεχτεί αυτή την κατάσταση. Διεκδικεί την ιδιοκτησία οποιασδήποτε επιχείρησης έχει συσταθεί με τα χρήματα του λαού. Εάν “ιδιωτική πρωτοβουλία” σημαίνει ότι λίγα παράσιτα απολαμβάνουν όλα τα χρήματα του κουβανικού έθνους, τότε αυτή η κυβέρνηση δηλώνει ξεκάθαρα ότι αντιτίθεται στην “ιδιωτική πρωτοβουλία”, στον βαθμό που αυτή αντιτίθεται στον κρατικό σχεδιασμό.
Και μιας και τώρα αναφέρθηκα στο ακανθώδες ζήτημα του σχεδιασμού, θα ήθελα να σας πω ότι μόνο η επαναστατική κυβέρνηση, η οποία σχεδιάζει τη βιομηχανική ανάπτυξη σε όλη τη χώρα, έχει το δικαίωμα να καθορίσει το είδος και τον αριθμό του τεχνικού προσωπικού που θα χρειαστεί στο μέλλον για να καλύψει τις ανάγκες αυτής της χώρας. Η επαναστατική κυβέρνηση θα πρέπει τουλάχιστον να ακουστεί όταν λέει ότι χρειάζεται μόνο έναν συγκεκριμένο αριθμό δικηγόρων ή γιατρών, αλλά χρειάζεται 5.000 μηχανικούς και 15.000 τεχνικούς βιομηχανίας όλων των ειδικοτήτων )(χειροκροτήματα) και ότι θα πρέπει να εκπαιδευτούν, θα πρέπει να βρεθούν, γιατί αυτή είναι η εγγύηση για τη μελλοντική μας ανάπτυξη.
Σήμερα δουλεύουμε ακούραστα για να μεταμορφώσουμε την Κούβα σε μια διαφορετική χώρα. Βέβαια, ο καθηγητής της παιδαγωγικής που βρίσκεται εδώ μπροστά σας σήμερα δεν έχει αυταπάτες. Ξέρει ότι είναι τόσο καθηγητής της παιδαγωγικής όσο είναι και πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας και θα ασκήσει το ένα ή το άλλο καθήκον ανάλογα με τις ανάγκες του λαού. Μαθαίνουμε βήμα βήμα. Γι’ αυτό και τίποτα δε μπορεί να επιτευχθεί χωρίς και ο λαός ο ίδιος να ταλαιπωρηθεί. Μαθαίνουμε πάνω στη δουλειά. Αφού συνεχώς αναλαμβάνουμε κανούριες ευθύνες, και δεν είμαστε αλάθητοι – δεν γεννηθήκαμε ξέροντας τι να κάνουμε – πρέπει να ζητήσουμε από τον λαό να διορθώσει τα λάθη.
Ο καθηγητής που βρίσκεται εδώ μπροστά σας σήμερα ήταν κάποτε γιατρός και, λόγω των περιστάσεων, υποχρεώθηκε να πάρει τα όπλα, και ύστερα από δύο χρόνια αποφοίτησε ως διοικητής ανταρτών. Αργότερα θα πρέπει να αποφοιτήσει ως πρόεδρος τράπεζας ή ως συντονιστής της εκβιομηχάνισης της χώρας, ή ίσως ακόμα και ως καθηγητής παιδαγωγικής (χειροκροτήματα). Αυτός ο ίδιος, ο γιατρός, ο διοικητής, ο πρόεδρος και ο καθηγητής της παιδαγωγικής εύχεται οι εργατικοί και φιλομαθείς νέοι της χώρας να προετοιμαστούν έτσι ώστε ο καθένας τους, στο κοντινό μέλλον, να μπορεί να αναλάβει τη θέση που θα του ανατεθεί, χωρίς δισταγμό, και χωρίς την ανάγκη να μαθαίνει πάνω στη δουλειά. Αλλά ο καθηγητής που είναι μπροστά σας – ένας γιός του λαού, δημιούργημα του λαού – θέλει επίσης αυτός ο λαός να έχει δικαίωμα στη μόρφωση. Τά τείχη του εκπαιδευτικού συστήματος πρέπει να πέσουν. Η εκπαίδευση δεν θα πρέπει να είναι ένα προνόμιο μόνο των παιδιών των ανθρώπων εκείνων που έχουν χρήματα. Η εκπαίδευση θα πρέπει να είναι ο άρτος ο επιούσιος του κουβανικού λαού (χειροκροτήματα).
Φυσικά, δεν έχω την απαίτηση από τους σημερινούς καθηγητές και τους φοιτητές του πανεπιστημίου του Λας Βίγιας να κάνουν το θαύμα της εγγραφής των μαζών των εργατών και αγροτών στο πανεπιστήμιο. Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Θα χρειαστεί να περάσουμε μια διαδικασία που την έχετε ζήσει όλοι σας, μια διαδικασία πολλών ετών προπαρασκευαστικής εκπαίδευσης. Αυτό που ελπίζω να καταφέρω, πάντως, βασιζόμενος στη μικρή μου εμπειρία ως επαναστάτης και αντάρτης διοικητής, είναι να γίνει κατανοητό από τους φοιτητές του πανεπιστημίου του Λας Βίγιας ότι η εκπαίδευση δεν είναι πλέον το αποκλειστικό δικαίωμα του καθενός, και ότι αυτές οι πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις όπου σπουδάζετε δεν αποτελούν πια κανενός το φέουδο. Ανήκουν σε όλον το λαό της Κούβας και είτε θα παραχωρηθούν στον λαό ή ο λαός θα τις καταλάβει (χειροκροτήματα).
Ξεκίνησα την καριέρα μου αυτή με τα πολλά σκαμπανεβάσματα ως φοιτητής πανεπιστημίου – ως μέλος της μεσαίας τάξης, ένα γιατρός που μοιραζόταν τους ίδιους ορίζοντες, τις ίδιες νεανικές φιλοδοξίες που έχετε και σεις. Ωστόσο, στην πορεία του αγώνα, άλλαξα και πείστηκα για την επιτακτική αναγκαιότητα της επανάστασης, και για το δίκαιο των αγώνων του λαού. Γι’ αυτό, λοιπόν, ελπίζω ότι εσείς, οι σημερινοί κάτοχοι του πανεπιστημίου, θα το παραχωρήσετε στον λαό. Το ότι αύριο ο λαός θα το πάρει από εσάς, δεν το λέω ως απειλή. Όχι. Απλά λέω ότι εάν οι κάτοχοι του πανεπιστημίου του Λας Βίγιας, οι φοιτητές, το παραχωρούσαν στον λαό, ο οποίος αντιπροσωπεύεται από την επαναστατική κυβέρνηση, αυτό θα ήταν άλλη μία από τις παραδειγματικές πράξεις που βλέπουμε στην Κούβα σήμερα.
Και στους καθηγητές, τους συναδέλφους μου, έχω κάτι παρόμοιο να πω: θα πρέπει να πάρετε το χρώμα των μαύρων, των μιγάδων, των εργατών και αγροτών. Θα πρέπει να πάτε στον λαό. Θα πρέπει να ζείτε και αναπνέετε ως ένα σώμα με τον λαό, δηλαδή θα πρέπει να νιώσετε στο πετσί σας τις ανάγκες ολόκληρης της Κούβας. Όταν θα το καταφέρετε, κανείς δεν θα είναι χαμένος. Όλοι μας θα έχουμε κερδίσει και η Κούβα θα έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την πορεία της προς το μέλλον με πιο σταθερό βηματισμό.
Και δεν θα υπάρχει ανάγκη να συμπεριλάβετε στις τάξεις των πανεπιστημιακών αυτόν τον γιατρό, τον διοικητή, τον πρόεδρο τράπεζας και τώρα καθηγητή της παιδαγωγικής, που σας αποχαιρετά (χειροκροτήματα).
Το μαρξιστικό-λενινιστικό Κόμμα: Οικοδομώντας το Κόμμα της Εργατικής Τάξης (Μέρος ‘Α)
Εισαγωγή στο βιβλίο «Το Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κόμμα» που εκδόθηκε το 1963 από την Εθνική Διοίκηση του Ενιαίου Κόμματος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
Δύο πράγματα είναι στενά δεμένα μεταξύ τους: η γενική θεωρία σαν έκφραση της πείρας του ΚΚΣΕ και των μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων όλης της ανθρωπότητας και η πρακτική εφαρμογή αυτών των γενικών ιδεών στα δικά μας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Από τις ιδιαιτερότητες που προσδιορίζουν το πλαίσιο της ανάπτυξης των κοινωνικών γεγονότων σ’αυτήν την περιοχή του κόσμου, δεν πρέπει να συμπεράνουμε ότι υπάρχουν ιστορικές εξαιρέσεις. Απλά, μέσα στα γενικά πλαίσια της θεωρίας, που είναι καρπός της πείρας, εμπίπτει και η ιδιαίτερη περίπτωση της Κούβας που προσθέτει νέες εμπειρίες στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα.
Το εγχειρίδιο “Το μαρξιστικό-λενινιστικό Κόμμα” μας δείχνει με λαμπρή σαφήνεια τι είναι ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα: “Άτομα συσπειρωμένα γύρω από ένα σύνολο κοινών ιδεών που ενώνονται για να δόσουν ζωή στις μαρξιστικές αντιλήψεις, δηλαδή, για να εκπληρώσουν την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης”. Εξηγεί επιπλέον, πως ενα κόμμα δε μπορεί να ζει απομονωμένο από τις μάζες, πως πρέπει να είναι σε διαρκή επικοινωνία μαζί τους, πως πρέπει να ασκεί την κριτική και την αυτοκριτι8κή και να είναι πολύ αυστηρό με τα λάθη του – πως δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στης αρνητικές αντιλήψεις της πάλης ενάντια σε κάτι, αλλά και στις θετικές αντιλήψεις της πάλης για κάτι. Εξηγεί πως τα μαρξιστικά κόμματα δεν πρέπει να σταυρώνουν τα χέρια και να περιμένουν να εκπληρωθούν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, που δημιουργούνται μέσα από τον πολύπλοκο μηχανισμό της ταξικής πάλης, όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να πέσει η εξουσία στα χέρια του λαού σαν ώριμο φρούτο. Δείχνει τον καθοδηγητικό και καταλυτικό ρόλο αυτού του κόμματος, της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, καθοδηγητή της τάξης του, που ξέρει να της δείχνει το δρόμο για τη νίκη και να επιταχύνει τα βήματα προς νέες κοινωνικές καταστάσεις. Τονίζει ότι ακόμη και στις στιγμές κοινωνικής άμβλυνσης, είναι αναγκαίο να ξέρει να υποχωρεί και να διατηρεί σταθερά τα στελέχη, για να μπορεί να στηριχτεί πάνω τους στο επόμενο κύμα και έτσι να προχωρήσει ακόμη μακρύτερα, προς τον θεμελιώδη στόχο του κόμματος την πρώτη επαναστατική περίοδο, που είναι η κατάληψη της εξουσίας.
Και είναι λογικό αυτό το κόμμα να είναι ταξικό. Ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα δύσκολα θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Αποστολή του είναι η αναζήτηση του πιο σύντομου δρόμου για την επίτευξη της δικτατορίας του προλεταριάτου. Τα πιο πολύτιμα μέλη του, τα καθοδηγητικά του στελέχη και η τακτική του πηγάζουν από την εργατική τάξη.
Δε νοείται να ξεκινήσει η οικοδόμηση του σοσιαλισμού με ένα κόμμα της αστικής τάξης, ένα κόμμα που ανάμεσα στα μέλη του θα είχε έναν σημαντικό αριθμό εκμεταλλευτών, που θα είχαν μάλιστα την ευθύνη να καθορίσουν την πολιτική του γραμμή. Είναι φανερό πως μια τέτοια ομάδα μπορεί να καθοδηγήσει τον αγώνα σε ΄να εθνικοαπελευθερωτικό στάδιο, μέχρι κάποιο επίπεδο και κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις. Την αμέσως επόμενη στιγμή, η επαναστατική τάξη θα γινόταν αντιδραστική και θα δημιουργούνταν νέες συνθήκες που θα έκαναν αναγκαία την εμφάνιση του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος σαν καθοδηγητή της επαναστατικής πάλης. Και ήδη, στη Λατινική Αμερική τουλάχιστον, είναι πρακτικά αδύνατο να μιλάμε για απελευθερωτικά κινήματα που να καθοδηγούνται από την αστική τάξη. Η κουβανική επανάσταση έχει πολώσει τις δυνάμεις. Μπροστά στο δίλημμα λαός ή ιμπεριαλισμός, οι αδύναμες εθνικές αστικές τάξεις επιλέγουν τον ιμπεριαλισμό και προδίδουν οριστικά τη χώρα τους. Χάνεται σχεδόν ολότελα η δυνατότητα να προκληθεί μια ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό, σε αυτή την περιοχή του κόσμου.
Αν το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα είναι ικανό να προβλέψει τα επερχόμενα ιστορικά στάδια και είναι ικανό να γίνει σημαία και πρωτοπορία ενός λαού, προτού ακόμη ξεπεράσει το εθνικοαπελευθερωτικό στάδιο – μιλώντας για τις χώρες μας που ζουν κάτω απο καθεστώς αποικιοκρατίας – τότε αυτό το κόμμα θα έχει εκπληρώσει μια διπλή ιστορική αποστολή και θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το καθήκον της οικοδόμησης του σοσιαλισμού με περισσότερη δύναμη, με μεγαλύτερο κύρος ανάμεσα στις μάζες.
Έπειτα έρχεται η κουβανική εμπειρία. Μια εμπειρία πλούσια για όλα όσα καινούργια, όσα ισχυρά προσφέρει αυτή την εποχή της ανάπτυξης της λατινοαμερικάνικης επανάστασης. Μια εμπειρία πλούσια σε διδαχές από τα ίδια της τα λάθη, που δημόσια αναλύθηκαν και διορθώθηκαν, σε σύνδεση με τις μάζες και μπροστά στην κρίση της κοινής γνώμης. Ιδαίτερα σημαντικές είναι οι ομιλίες του συντρόφου Φιντέλ αναφορικά με το Ενιαίο Κόμμα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης και τις μεθόδους δουλειάς που χρησιμοποιήθηκλαν στις ΕΕΟ και που σηματοδοτούν δύο βασικά στάδια της ανάπτυξης μας. Στον πρώτο λόγο ο Φιντέλ δηλώνει με την ειλικρίνεια του ακέραιου επαναστάτη, που έφτασε στον κολοφώνα της ανοδικής εξελικτικής του σκέψης, και διακηρύσσει μπροστά στον κόσμο, δίχως καμιά αμφιβολία, την ιδιότητα του μαρξιστή-λενινιστή. Το κάνει, όμως, όχι σαν μια απλή διαβεβαιώση στα λόγια, αλλά δείχνοντας τα χαρακτηριστικά, τα πιο ξεχωριστά γεγονότα στην εξέλιξη του ηγέτη, του κινήματος και του Κόμματος στην πορεία σύγκλισης που στόχευε στη δημιουργία του Ενιαίου Κόμματος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
Αναλύοντας τον ίδιο του τον εαυτό, ο σύντροφος Φιντέλ αναγνωρίζει ένα μεγάλο αριθμό οπισθοδρομικών αντιλήψεων που είχε κληρονομήσει από το κοινωνικό του περιβάλλον. Διηγείται πως ενστικτωδώς άρχισε να αγωνίζεται ενάντια σ’αυτές τις αντιλήψεις και να ανδρώνεται μέσα από την πάλη. Εξιστορεί τις αμφιβολίες του και τις αιτίες τους καθώς και το πως αυτές διαλύθηκαν. Σε αυτό το στάδιο, το Κίνημα 26 Ιούλη αποτελούσε κάτι καινούργιο, πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί. Ο Φιντέλ Κάστρο, ήρωας του Μονκάδα, φυλακισμένος στο Νησί των Πεύκων, εκπαιδεύει μια εκστρατευτική ομάδα που έχει σαν αποστολή της να φτάσει στις ακτές του Οριέντε, να ανάψει την επαναστατική φωτιά σε αυτή την επαρχία και να την απομονώσει από το υπόλοιπο νησί σε πρώτη φάση, ή να προχωρήσει ασυγκράτητα, σύμφωνα με τις αντικειμενικές συνθήκες, μέχρι την ίδια την Αβάνα, μετά από μια σειρά αλληλοδιαδεχόμενες, περισσότερο ή λιγότερο, αιματηρές νίκες.
Η πραγματικότητα μας χτύπησε σκληρά. Δεν ήταν έτοιμες όλες οι αναγκαίες υποκειμενικές συνθήκες για να αποκρυσταλλωθεί αυτή η απόπειρα, δεν είχαν ακολουθηθεί όλοι οι κανόνες του επαναστατικού πολέμου που αργότερα θα μαθαίναμε με το ίδιο μας το αίμα και το αίμα των αδελφών μας, στη διάρκεια δύο χρόνων σκληρής πάλης. Ηττηθήκαμε και εκεί ακριβώς άρχισε η πιο σημαντική ιστορία του κινήματος μας. Τότε αποδείχθηκε η πραγματική του δύναμη, η πραγματική ιστορική του αξία. Κατανοήσαμε τα λάθη τακτικής που είχαμε διαπράξει και ότι ακόμη έλειπαν κάποιοι σημαντικοί υποκειμενικοί παράγοντες. Ο λαός είχε συνείδηση της αναγκαιότητας μιας αλλαγής, δεν υπήρχε όμως η βεβαιότητα ότι αυτή ήταν δυνατή. Καθήκον μας ήταν να δημιουργήσουμε αυτή τη βεβαιότητα. Και στη Σιέρα Μαέστρα άρχισε η μακρά διαδικασία που χρησιμεύει σαν καταλύτης για όλο το κίνημα στο νησί, κάνοντας να ξεσπάσουν αδιάκοπες καταιγίδες, αδιάκοπες επαναστατικές φωτιές σε ολόκληρο το έδαφος της χώρας.
Αρχίζει να αποδεικνείεται από τα ίδια τα γεγονότα ότι ο επαναστατικός στρατός, με την πίστη και τον ενθουσιασμό του λαού δρομολογημένα στη σωστή κατεύθυνση, με ευνοϊκές συνθήκες για τον αγώνα, μπορεί να αυξάνει τη δύναμη του μέσα από την κατάλληλη χρήση των όπλων και να συντρίψει κάποια μέρα τον εχθρικό στρατό. Στην ιστορία μας αυτό αποτελεί ένα μεγάλο δίδαγμα. Πριν από την κατάκτηση της νίκης είχε αρχίσε να αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων μέχρι που έγινε εξαιρετικά ευνοϊκός για το επαναστατικό κίνημα. Δημιουργήθηκαν οι υποκειμενικές συνθήκες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της αλλαγής και προκλήθηκε η κρίση εξουσίας που είναι απαραίτητη γι’αυτήν την αλλαγή. Γεννιέται μια νέα επαναστατική εμπειρία για τη Λατινική Αμερική. Αποδεικνύεται πώς οι μεγάλες αλήθειες του μαρξισμού-λενινισμού ισχύουν πάντα. Σε αυτήν την περίπτωση αποδείχθηκε ότι η αποστολή των ηγετών και των κομμάτων είναι να δημιουργήσουν όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την κατάληψη της εξουσίας και να μη μετατραπούν σε θεατές του επαναστατικού κόμματος που γεννιέται μέσα στους κόλπους του λαού.
Την ίδια στιγμή, αποδεικνύοντας την ανάγκη για τους ένοπλους πυρήνες που υπερασπίζονται τη λαϊκή κυριαρχία να αντιμετωπίζουν αιφνιδιασμούς, επιθέσεις και καταστροφές, φάνηκε η σημασία του να έχει ο ένοπλος αγώνας για σκηνή δράσης τα πιο ευνοϊκά εδάφη για τον ανταρτοπόλεμο, δηλαδή τα πιο απόκρημνα, τραχιά εδάφη της υπαίθρου. Αυτή είναι άλλη μια συνεισφορά της Κουβανικής Επανάστασης στον αγώνα μας για την χειραφέτηση της Λατινικής Αμερικής. Από την ύπαιθρο πάμε στην πόλη, από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα, δημιουργώντας το επαναστατικό κίνημα που κορυφώθηκε στην Αβάνα.
Αλλού, πάλι, ο Φιντέλ εκφράζει με σαφήνεια: ουσιαστική προϋπόθεση του επαναστάτη είναι να βρίσκεται σε θέση να ερμηνεύσει την πραγματικότητα. Αναφερόμενος στην απεργία του Απρίλη (1958), εξηγεί πώς δεν καταφέραμε να την ερμηνεύσουμε εκείνη τη στιγμή και ως εκ τούτου υποστήκαμε καταστροφή. Γιατί προκηρύσεται απεργία τον Απρίλη; Επειδή υπήρχαν στους κόλπους του κινήματος μια σειρά αντιθέσεις που εμείς ονομάζουμε της Sierra (του βουνού) και της πεδιάδας και που έβγαιναν στην επιφάνεια μέσα από την ανάλυση των στοιχείων που θεωρούνταν απαραίτητα για την έκβαση του ένοπλου αγώνα, στοιχεία για τα οποία ήταν διαμετρικά αντίθετη η κάθε μια απο αυτές τις πτέρυγες.
Το βουνό ήταν πρόθυμο να νικήσει τον στρατό, όσες φορές αυτό θα χρειάζονταν, για να το νικά μάχη με τη μάχη, κατακτώντας τον οπλισμό του, μέχρι να φτάσει κάποια μέρα, με βάση τον αντάρτικο στρατό, να καταλάβει την εξουσία. Η πτέρυγα της πεδιάδας ήταν οπαδός του της γενικευμένης ένοπλης πάλης γενικά σε όλη τη χώρα με επίλογο με επαναστατική γενική απεργία για την ανατροπή του Μπατίστα και την εγκαθύδριση της εξουσίας των «πολιτών» στην κυβέρνηση μετατρέποντας σε “απολίτικο” το νέο στρατό.
Η σύγκρουση ανάμεσα σ’αυτές τις δύο θέσεις ήταν συνεχής και δεν ήταν ότι καταλληλότερο για την ενιαία καθοδήγηση που απαιτούσαν εποχές σαν και αυτή. Η απεργία του Απρίλη προετοιμάζεται και προκηρύσσεται από την πτέρυγα της πεδιάδας με τη συναίνεση της ηγεσίας του βουνού, που νιώθει ανίκανη να την εμποδίσει, παρ’ όλο που έχει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το αποτέλεσμα της και με τη ρητή επιφύλαξη του Λαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος που προειδοποιεί έγκαιρα για τους κινδύνους. Οι επαναστάτες διοικητές πηγαίνουν στις πεδιάδες να βοηθήσουν και έτσι ο Καμίλο Σιενφουέγος, ο αξέχαστος αυτός Αρχηγός του Στρατού μας, αρχίζει να κάνει τις πρώτες του εξορμήσεις στην περιοχή του Μπαγιάμο.
Οι ρίζες αυτών των αντιθέσεων έχουν βαθύτερες ρίζες απ’ ότι οι διαφορές τακτικής: ο αντάρτικος Στρατός είναι πια απο ιδεολογική πλευρά προλεταριακός και σκέφτεται σαν τάξη που δεν έχει καμιά ιδιοκτησία. Η Τάση της πεδιάδας εξακολουθεί να είναι μικροαστική, με μελλοντικούς προδότες στην ηγεσία της και με μεγάλες επιδράσεις από το περιβάλλον μέσα στο οποίο δουλεύει.
Για τις αθλιότητες των νεοναζί της Χρυσής Αυγής περί του Τσε Γκεβάρα
Στις 12 Γενάρη 2013 δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της φασιστικής, νεοναζιστικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» ένα κατάπτυστο κείμενο που έφερε τον τίτλο «Ρατσιστής και εναντίον των ομοφυλοφίλων ο Τσε Γκεβάρα;». Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις γκεμπελικές μεθόδους διάδοσης ψεμάτων και συκοφαντιών, ο συντάκτης του λιβελογραφήματος επιχειρεί να ρήξει στον ιδεολογικό βούρκο που κολυμπά ο ίδιος την προσωπικότητα του Τσε. Ακολουθώντας την τακτική της υπερσυντηρητικής δεξιάς στις ΗΠΑ, των κάθε λογής αντικομμουνιστών και ασφαλώς της αντεπαναστατικής κουβανικής μειονότητας της Φλόριντα, οι εγχώριοι νεοναζιστές δεν διστάζουν να πετάξουν λάσπη, να διαδώσουν χυδαία ψέμματα, να διασπείρουν πλήρως αστήρικτες κατηγορίες με σκοπό την σπίλωση του ονόματος του Τσε. Τι λένε λοιπόν για τον Τσε οι ιδεολογικοί απόγονοι του Χίτλερ, του Μουσολίνι και των ταγματασφαλιτών;
Αφού χαρακτηρίζει τον Τσε «το επαναστατικό άλλοθι του κάθε βαριεστημένου μεγαλοαστού» (προφανώς τα λαϊκά στρώμματα έχουν ως ήρωες τον Ρούντολφ Ες και τον αιμοσταγή δικτάτορα Πινοσέτ), ο συντάκτης του φασιστικού λιβελογραφήματος προβαίνει σε μια πρώτη γκάφα. Φανερά άσχετος με οτιδήποτε σχετίζεται με τον Γκεβάρα και το κομμουνιστικό κίνημα εκείνης της εποχής, ο χρυσαυγίτης επιχειρεί να παρουσιάσει την απόφαση του Τσε να αναχωρήσει απ’ την Κούβα το 1965 ως αντίδραση στο «νταβατζιλίκι της Μόσχας στα κομμουνιστικά κινήματα» και στην φιλοσοβιετική γραμμή του Φιντέλ Κάστρο. Αστήριχτη, προχειρογραμμένη, φανερά εμπαθής προπαγάνδα ναζιστικών απολιθωμάτων. Και αυτό διότι, παρά τις όποιες επι μέρους διαφωνίες είχε με πτυχές της σοβιετικής πολιτικής ο Τσε, ο θαυμασμός και η ευγνωμοσύνη του για τα επιτεύγματα και την στήριξη της ΕΣΣΔ δεν έπαψε να υπάρχει ποτέ. Είναι λογικό οι ιδεολογικοί απόγονοι του Χίτλερ να έχουν “άχτι” τον Γκεβάρα και για έναν επιπρόσθετο λόγο: το γεγονός ότι ο Τσε ουδέποτε έκρυψε τον θαυμασμό του για την ηγετική προσωπικότητα του Ιωσήφ Στάλιν, του σοβιετικού ηγέτη που συνέτριψε κυριολεκτικά τα βάρβαρα ναζιστικά στρατεύματα κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνεχίζει λοιπόν απτόητος ο χρυσαυγίτης και ενημερώνει τους δύστυχους αναγνώστες του για… «κάποιες άλλες σκέψεις και απόψεις του Αργεντίνου επαναστάτη, τις οποίες οι καπηλευτές των αγώνων του αποκρύπτουν επιμελώς». Ποιές είναι αυτές οι, σύμφωνα με τους νεοναζί, σκέψεις και απόψεις του Τσε; Ότι ο Τσε ήταν ομοφοβικός και ρατσιστής – δηλαδή, με απλά λόγια, σαν τα μούτρα τους. Στην προσπάθεια τους να ταυτίσουν, τεχνηέντως, απόψεις του κομμουνιστή Τσε με την σάπια ιδεολογία τους, οι χρυσαυγίτες αυτογελοιοποιούνται. Δεν αναφέρουν ουδεμία πηγή με αυτούσια ομοφοβική αναφορά του Τσε, πολύ απλά διότι δεν υπάρχει. Αναφέρουν τα “στρατόπεδα εργασίας και επανεκπαίδευσης” για τους ομοφυλόφιλους στην Κούβα ως ένδειξη της – δήθεν – “αρνητικής άποψης” του Τσε για όσους είχαν άλλο σεξουαλικό προσανατολισμό. Αποκρύπτεται όμως πλήρως το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια της Κουβανικής Επανάστασης, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες επιχειρούσαν την στρατολόγηση ομοφυλόφιλων με στόχο να τους μετατρέψουν σε πληροφοριοδότες ενάντια στην κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο. Αποκρύπτεται εντέχνως ο ρόλος που ο ιμπεριαλισμός επιφύλασσε σε μέρος του κουβανικού ομοφυλόφιλου πληθυσμού ως στρατολογημένων κατασκόπων ενάντια στην Επανάσταση. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που στην Κούβα του 1960 υπήρξαν στρατόπεδα εργασίας, κάτι για το οποίο η κουβανική κυβέρνηση έχει κάνει γενναία αυτοκριτική. Οι ιδεολογικοί, λοιπόν, απόγονοι των εμπνευστών του μεγαλύτερου ολοκαυτώματος της ιστορίας, οι σημερινοί εκφραστές του χυδαιότερου ρατσισμού δε δικαιούνται να ψέγουν την Κούβα και τον Τσε Γκεβάρα για τίποτα απολύτως.
Οι νεοναζί όμως της «Χρυσής Αυγής» δεν αναφέρουν τον Τσε μόνο ως «ομοφοβικό» αλλά και ως «ρατσιστή κατά των μαύρων». Ο συντάκτης μάλιστα του κατάπτυστου άρθρου παραθέτει (προφανώς για να κρύψει την εμπάθεια και την ασχετοσύνη του) δύο σκόρπιες φράσεις του Τσε: η πρώτη έχει καταγραφεί στα «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας» (1952) και η δεύτερη χρονολογείται από την εμπειρία του ανταρτοπολέμου στο Κονγκό (1965). Φυσικά, δεν υπάρχει ούτε καν η παραμικρή προσπάθεια να ερμηνευτούν οι αποσπασματικές αυτές φράσεις και να εξηγηθούν στο χώρο και το χρόνο που γράφτηκαν. Η πρώτη λοιπόν φράση που λέει «Ο νέγρος είναι νωχελικός και ευφάνταστος, ξοδεύει τα χρήματά του για ελαφρότητες και ποτό. Ο ευρωπαίος προέρχεται από μια παράδοση εργασίας και σωτηρίας που τον ακολουθεί σε αυτή τη γωνιά της Αμερικής και τον οδηγεί να προχωρήσει μπροστά».
Η φράση σκοπίμως δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένη. Το πλήρες κείμενο της φράσης του Τσε περιελάμβανε ενδιάμεσα και την εξής πρόταση «Αυτές οι δύο φυλές (σ.σ: εννοεί τους μαύρους και τους φτωχούς πορτογάλους μετανάστες) μοιράζονται τώρα μια κοινή εμπειρία, γεμάτη διαπληκτισμούς και αντιπαραθέσεις. Οι διακρίσεις και η φτώχεια τους ενώνουν σε μια καθημερινή μάχη για την επιβίωση». Η σκέψη αυτή γράφτηκε απ’ το νεαρό τότε Γκεβάρα (24 χρονών), κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του σε χώρες της Λατινικής Αμερικής με τον φίλο του, Αλμπέρτο Γκρανάδο. Σύμφωνα με το βιογράφο του Τσε, τον Τζον Λι Άντερσον, η κατάσταση των γκέτο στο Καράκας είχε σοκάρει το Γκεβάρα ο οποίος ουδέποτε στη ζωή του είχε έλθει σε κοινωνική επαφή με μαύρους ανθρώπους – στην Αργεντινή του 1940 οι έγχρωμοι ήταν απειροελάχιστοι και σίγουρα όχι στο κοινωνικό επίπεδο που βρίσκονταν τότε η οικογένεια Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Πέραν του γεγονότος ότι η φράση αυτή δεν εμπεριέχει τίποτα το συνειδητά “ρατσιστικό” – πρόκειται για την πρώτη παρατήρηση ενός νεαρού που λίγο αργότερα θα ανακάλυπτε τις θλιβερές κοινωνικές ανισότητες των λευκών ενάντια στους μαύρους. Αυτές τις ανισότητες τις είδε σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα στο Μαϊάμι (όπου παρέμεινε για 30 ημέρες) πριν επιστρέψει στην Αργεντινή.

- Ο Τσε κρατάει στην αγκαλιά του ένα μικρό αφρικανάκι, Κονγκό, 1965 (ή 1966).
Η ζωή και δράση του Τσε Γκεβάρα όχι μόνο δεν δείχνει κανενός είδους ρατσισμό κατά των μαύρων, αλλά ακριβώς το αντίθετο: συνεχή αλληλεγγύη στους αγώνες των αφρικανικής καταγωγής πολιτών για κοινωνική χειραφέτηση και έμπρακτη υποστήριξη στους απελευθερωτικούς αγώνες αφρικανικών λαών ενάντια στους λευκούς αποικιοκράτες. Να σημειώσουμε λοιπόν πως, αντίθετα με όσα θέλουν να παρουσιάσουν οι θλιβεροί νεοναζιστές, ο Τσε:
-
Όπως αναφέρεται στη βιογραφία του Τσε (Τζον Λι Άντερσον, A Revolutionary Life) ο νεαρός Γκεβάρα, μαζί με τον εβραϊκής καταγωγής φίλο του Ραούλ Μελιβόσκι, μετείχε σε έναν απ’ τους ελάχιστους μαθητικούς αντιφασιστικούς πυρήνες στην Αργεντινή του 1940. Μάλιστα ήταν ο μόνος μαθητής που αντέδρασε στη φιλοναζιστική δημαγωγία καθηγητή του στο σχολείο.
-
Ο Γκεβάρα υπήρξε θερμός υποστηρικτής εθνοτικά μεικτών σχολείων στην Κούβα (λατίνοι, λευκοί, μαύροι) πολύ πριν την ύπαρξη τέτοιου είδους σχολείων στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες.
-
Φίλος και προσωπικός φύλακας του Γκεβάρα υπήρξε ο αφροκουβανός Χάρυ Βιλέγας Ταμάγιο. Ο Ταμάγιο – γνωστός ως “Πόμπο” – ακολούθησε τον Τσε στις αποστολές του σε Κονγκό και Βολιβία, επέζησε και σήμερα ζει στην Κούβα. Σε κάθε του συνέντευξη, ο “Πόμπο” αναφέρεται στον Τσε σαν φίλο και αδελφό που πάντα του έδειχνε το μέγιστο σεβασμό.
-
Μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το 1964, ο Γκεβάρα μίλησε δημόσια υπέρ δύο μαύρων προσωπικοτήτων: του τραγουδιστή-τενόρου Πωλ Ρόμπεσον που είχε διωχθεί στις ΗΠΑ λόγω των κομμουνιστικών του πεποιθήσεων και του δολοφονηθέντος ηγέτη του Κονγκό Πατρίς Λουμούμπα. Στην ίδια ομιλία, ο Γκεβάρα καταφέρθηκε δημόσια ενάντια στο απάνθρωπο άπαρτχαϊντ της Νότιας Αφρικής αλλά και στο ρατσισμό κατά των μαύρων που υπήρχε σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ. Να ένα απόσπασμα από την ομιλία του: «Θα ‘ρθει μια μέρα που τούτη η Συνέλευση θα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη ωριμότητα και θα απαιτήσει τότε από τη βορειοαμερικάνικη κυβέρνηση εγγυήσεις για τη ζωή για τη ζωή του νέγρικου και του λατινοαμερικάνικου πληθυσμού, που ζει σ’αυτή τη χώρα και που στην πλειονότητα του είναι βορειοαμερικάνικος είτε λόγω καταγωγής είτε γιατί έκανε τις ΗΠΑ θετή πατρίδα του. Πως είναι δυνατό να παραστάνει το φρουρό της ελευθερίας εκείνος που σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά και καθημερινά τα ταπεινώνει για το χρώμα που έχει το δέρμα τους; Πως μπορεί να ποζάρει για φρουρός της ελευθερίας εκείνος που αφήνει ελεύθερους τους δολοφόνους των νέγρων και μάλιστα τους προστατεύει και τιμωρεί το νέγρικο πληθυσμό επειδή απαιτεί να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα του ως ελεύθερων ανθρώπων;».
-
Ο Τσε αποφάσισε να ταξιδέψει στο Κονγκό προκειμένου, να βοηθήσει εκεί, έμπρακτα, τον αγώνα του λαού για ανεξαρτησία και απελευθέρωση απ’ τα δεσμά της αποικιοκρατίας. Έβαζε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή προκειμένου να δείξει έμπρακτη αλληλεγγύη στους συνανθρώπους του, ασχέτως χρώματος ή φυλής. Είχε στο πλευρό του 100 αφροκουβανούς και συνεργάστηκε με τους εκεί αντάρτες ενάντια στον στρατό των λευκών νοτιοαφρικανών μισθοφόρων. Αργότερα, ο Γκεβάρα προσέφερε βοήθεα στο Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Μοζαμβίκης (Frente de Libertação de Moçambique) στον αγώνα του ενάντια στους λευκούς πορτογάλους αποικιοκράτες.
Συμπέρασμα: Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ουδεμία σχέση έχει με οτιδήποτε ρατσιστικό. Οι άθλιες συκοφαντίες του κειμένου που δημοσίευσε η «Χρυσή Αυγή» αντικατοπτρίζουν τις δικές της ιδέες: αυτές του νεοναζισμού, της μισαλλοδοξίας και της ρατσιστικής παράνοιας. Σε πλήρη αντίθεση με τους ιδεολογικούς πατέρες των χρυσαυγητών, ο Τσε δεν ξεχώριζε τους ανθρώπους με βάση το χρώμα του δέρματος, τη φυλή ή την θρησκεια. Ο μόνος διαχωρισμός ήταν αυτός ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους και η θέση του Τσε, όπως άλλωστε και κάθε γνήσιου κομμουνιστή, ήταν πάντοτε και εξ’ ορισμού με τους δεύτερους. Γι’ αυτούς αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή και γι’ αυτούς θυσιάστηκε.
Καλά θα κάνουν τα νεοναζιστικά απομεινάρια του Χίτλερ – του «εκπροσώπου των γερμανικών μονοπωλίων» όπως τον χαρακτήριζε ο Τσε – να μην πιάνουν στο στόμα τους κανέναν απ’ τους ήρωες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ιδιαίτερα δε το Γκεβάρα, του οποίου η ζωή και η δράση διαφέρουν όσο η μέρα από τη νύχτα σε σύγκριση με την αθλιότητα, την μισανθρωπιά και το ρατσισμό των χρυσαυγίτικων μαντρόσκυλων του Καπιταλιστικού συστήματος.
Γιατί έφυγε ο Τσε απ’ την Κούβα; Ο Φιντέλ Κάστρο ενάντια στα ψέματα του Ιμπεριαλισμού και των Τροτσκιστών
Η απόφαση του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα να εγκαταλείψει την Κούβα το 1965, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην προσπάθεια δημιουργίας αντάρτικου αγώνα στο Κονγκό, αποτελεί μια απ’ τις πλέον πολυσυζητημένες φάσεις της ζωής του αργεντίνου επαναστάτη. Η αναχώρηση του Τσε απ’ την Κούβα προσφέρθηκε για πλήθος συνωμοσιολογικών θεωριών γύρω απ’ το “γιατί” και “πως” πήρε αυτήν την απόφαση ο Γκεβάρα. Μέχρι και σήμερα άλλωστε συνεχίζουν να υπάρχουν διάφορες θεωρίες οι οποίες – άλλοτε εκ του πονηρού και άλλοτε από αφέλεια και άγνοια – αναδεικνύουν περίεργες σκοτεινές συνωμοσίες.
Η πιο διαδεδομένη θεωρία συνωμοσίας αναφορικά με το θέμα αυτό σχετίζεται με την παρέμβαση του σοβιετικού παράγοντα – πως η ομιλία του Γκεβάρα στο Αλγέρι, το 1965, προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση της ηγεσίας της ΕΣΣΔ η οποία και απαίτησε από τον Κάστρο την απομάκρυνση του Τσε απ’ την κουβανική κυβέρνηση. Στο γαλλικό ντοκυμαντέρ “Le Journal de Bolivie”, παραγωγής 1994, αναφέρεται πως η κριτική του Τσε απέναντι στην σοβιετική εξωτερική πολιτική αποτέλεσε το έναυσμα για την απομάκρυνση του από την Κούβα. Αυτή η άποψη υποστηρίζει ότι κατά την επιστροφή του Γκεβάρα στην Αβάνα από το Αλγέρι, όπου μετείχε στην Αφρο-Ασιατική Σύνοδο, ο Τσε ενημερώνεται πως οι σοβιετικοί διαμαρτυρήθηκαν επίσημα για την κριτική που άσκησε στη Μόσχα. Μετά από συνάντηση που είχαν Γκεβάρα και Κάστρο, ο Τσε αποφάσισε να παραιτηθεί απ’ τη θέση του υπουργού Βιομηχανίας, υποστηρίζει το ντοκυμαντέρ – μια άποψη ιδιαίτερα διαδεδομένη, η οποία όμως ουδέποτε έχει επιβεβαιωθεί. Άλλη θεωρία συνομωσίας – πλήρως αστήρικτη και ανεπιβεβαίωτη – θέλει τον Φιντέλ Κάστρο να έχει όχι απλώς διαφωνίες με τον Τσε σε πολιτικό επίπεδο, αλλά να προσπαθεί να τον “ξεφορτωθεί” φοβούμενος την υψηλή δημοτικότητα του αργεντίνου!
Στις 16 Γενάρη 1966, ο Φιντέλ Κάστρο αναφέρθηκε σε αυτές τις θεωρίες συνωμοσίες που, ειδικά εκείνη την εποχή, ακούγονταν ολοένα και περισσότερο. Άλλωστε, διάφορα δυτικά ΜΜΕ έγραφαν τα πιο απίστευτα πράγματα για την “εξαφάνιση του Τσε” – απ’ το ότι κρατούνταν σε κουβανική φυλακή μέχρι του ότι είχε πεθάνει εξόριστος στον Άγιο Δομίνικο. Μιλώντας στο κλείσιμο της Τριηπειρωτικής Συνδιάσκεψης στην Αβάνα ο Φιντέλ καταφέρθηκε τόσο εναντίον των Ιμπεριαλιστικών συνομωσιών όσο και όσων αριστερών υιοθετούσαν τις ψευδολογίες που εκπορεύονταν από κέντρα των ΗΠΑ. Στο κομμάτι της ομιλίας που ακολουθεί, ο Κάστρο καταφέρεται ενάντια στις – ψευδεπίγραφες όπως αποδείχτηκε – κατηγορίες που εξαπέλυαν εκείνη την εποχή εναντίον της κουβανικής επαναστατικής κυβέρνησης λατινοαμερικάνοι τροτσκιστές και πολιτικοί εκπρόσωποι της 4ης Διεθνούς, πάντα σε σχέση με την τύχη του Τσε.
Σημείωνε λοιπόν ο Κομαντάντε Φιντέλ, μεταξύ άλλων, στην ομιλία του:
«Υπάρχει ένα γεγονός που θα ήθελα να το θέσω ως παράδειγμα για να δείξω πως λειτουργεί ο Ιμπεριαλισμός και οι πράκτορες του. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός. Αναφέρομαι στην καμπάνια που ξεσήκωσε ο Ιμπεριαλισμός των Γιάνκηδων και οι πράκτορες του σχετικά με την αναχώρηση του συντρόφου μας Ερνέστο Γκεβάρα. Πιστεύω πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε στα ίσια αυτό το ζήτημα για να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Ο σύντροφος Ερνέστο Γκεβάρα και λίγοι επαναστάτες από αυτήν εδώ τη χώρα – και λίγοι επαναστάτες εκτός Κούβας – γνωρίζουν πότε έφυγε και τι κάνει όλη αυτήν την περίοδο. Οι ιμπεριαλιστές, ασφαλώς, ενδιαφέρονται πολύ στο να μάθουν όλες τις λεπτομέρειες για το που βρίσκεται, τι πράττει και πως. Προφανώς δεν γνωρίζουν, αλλά και αν γνωρίζουν το καλύπτουν πολύ καλά.
Αυτά είναι πράγματα, φυσικά, που ο χρόνος, όταν το επιτρέψουν οι περιστάσεις, θα ξεκαθαριστούν. Παρ’ όλα αυτά, εμείς οι επαναστάτες δεν χρειαζόμαστε καμία αποσαφήνιση. Ο εχθρός προσπαθεί να πιαστεί απ’ τις περιστάσεις ώστε να προσπαθήσει να συνωμοτήσει και να σπιλώσει. Ο σύντροφος Γκεβάρα έγινε μέλος του κινήματος μας όταν ήμασταν σε εξορία στο Μεξικό. Από την πρώτη μέρα είχε πάντα την ιδέα, ξεκάθαρα εκπεφρασμένη, πως όταν ο αγώνας στην Κούβα θα τελείωνε ο ίδιος θα είχε άλλα καθήκοντα να διεκπεραιώσει αλλού. Του είχαμε δώσει το λόγο μας πως κανένας κρατικός η εθνικός λόγος, καμία περίσταση, δεν θα μας έκανε να ζητήσουμε να παραμείνει στη χώρα αποτρέποντας τον απ’ το να εκπληρώσει την θέληση του. Και εκπληρώσαμε πλήρως και πιστά αυτή μας την υπόσχεση στον σύντροφο Γκεβάρα. Φυσικά, εάν ο σύντροφος Γκεβάρα επρόκειτο να φύγει απ’ τη χώρα, θα ήταν λογικό για τον ίδιο να το πράξει μυστικά. Θα ήταν λογικό να μετακινηθεί με τρόπο που να μην κινεί υποψίες. Είναι λογικό ότι δεν θα ενημέρωνε τους δημοσιογράφους. Είναι λογικό πως δεν θα συγκαλούσε συνεντεύξεις Τύπου. Είναι λογικό πως θα έπραττε ότι είχε σχεδιάσει με τον τρόπο που το έπραξε. Παρ’ όλα αυτά, πόσο προσπάθησαν να κεφαλαιοποιήσουν προς όφελος τους αυτήν την κατάσταση οι ιμπεριαλιστές και πόσο τα κατάφεραν!
Αυτός είναι ο λόγος που έφερα σήμερα μαζί μου ορισμένα έγγραφα. Μην ανησυχείτε πως θα διαβάσω όλα τα έγγραφα εδώ. Πρόκειται μόνο να σας αναγνώσω ορισμένα πράγματα. Επειδή εδώ έχω αυτά που οι ιμπεριαλιστικές και αστικές εφημερίδες έχουν γράψει αναφορικά με την περίπτωση του στρατηγού Γκεβάρα, τι έγραψαν οι εφημερίδες των ΗΠΑ, τα περιοδικά τους, τα πρακτορεία ειδήσεων, οι λατινοαμερικανικές αστικές εφημερίδες και τα έντυπα σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και πρόκειται να δούμε ποιός έπαιξε το ρόλο του βασικού εκπροσώπου της ιμπεριαλιστικής καμπάνιας της ίντριγκας και των σκευωριών κατά της Κούβας με αφορμή το θέμα του συντρόφου Γκεβάρα. Αρχικά, υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία κατά τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών έχουν χρησιμοποιηθεί συνεχώς ενάντια στο επαναστατικό κίνημα. Και αν μου δώσετε λίγο χρόνο, πρόκειται να σας παρουσιάσω τα σημαντικότερα από αυτά. (Σύντομη παύση κατά την οποία ο Φιντέλ κοιτάει τα έγγραφα του και επιλέγει ένα απο αυτά).
Εδώ είναι μια ανταπόκριση του UPI (σ.σ: πρακτορείο ειδήσεων United Press International) με ημερομηνία 6 Δεκέμβρη 1965: “Ο Ερνέστο Γκεβάρα δολοφονήθηκε απ’ τον κουβανό πρωθυπουργό Φιντέλ Κάστρο έπειτα από εντολή της ΕΣΣΔ, ανακοίνωσε ο Φελίπε Αλμπαγκουάντε, επικεφαλής των μεξικανών τροτσκιστών σε δήλωσε του στην El Universal”. Σημειώνει δε πως ο Τσε εξολοθρεύτηκε για την εμμονή του να θέσει την Κούβα στην κινεζική γραμμή επιρροής. Αυτό, φυσικά, ήλθε την ίδια στιγμή που τροτσκιστικά στοιχεία ξεκίνησαν μια καμπάνια σε πολλά μέρη.
Όπως και πριν, με ημερομηνία 22 Οκτώβρη 1965, στην εβδομαδιαία εφημερίδα Marcha δημοσιεύθηκε άρθρο του γνωστού τροτσκιστή θεωρητικού Αδόλφο Γκιλ που αναφέρει ότι ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα λόγω διαφορών με τον Φιντέλ αναφορικά με την Σινο-Σοβιετική διαμάχη κι πως ο Τσε δεν ήταν διατεθειμένος να επιβάλει την άποψη του στην ηγεσία. Ο ίδιος υποστήριζε πως ο Τσε πρότεινε την διάδοση της επανάστασης στο υπόλοιπο της Λατινικής Αμερικής, σε αντίθεση με την σοβιετική γραμμή. Γράφει (ο Γκιλ) πως η κουβανική ηγεσία είναι χωρισμένη σε μια συντηρητική πτέρυγα παλαιών αρχηγών του παρελθόντος, των οπαδών του Τσε, τον Φιντέλ και την ομάδα του. Γράφει πως ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα επειδή ο Τσε δεν είχε τα μέσα προκειμένου να εκφραστεί δημόσια και πως ο Φιντέλ φοβόταν να αντιμετωπίσει το λαό και να εξηγήσει την περίπτωση του Τσε.
Στις 31 Οκτώβρη 1965, ο ίδιος αυτός τροτσκιστής θεωρητικός, ως ανταποκριτής της ιταλικής εφημερίδας Nuovo Mondo, γράφει ένα άρθρο όπου αποκαλεί την κουβανική ηγεσία ως “φιλοσοβιετική” και κατηγορεί τον Φιντέλ πως δεν έχει εξηγήσει πολιτικά τι συνέβη στον Τσε. Γράφει πως ο Στρατηγός Γκεβάρα ηττήθηκε από την ομάδα του Κάστρο. Κριτικάρει τον Τσε διότι δεν αγωνίστηκε προκειμένου να επιβάλει την άποψη του και συμπεραίνει πως το κουβανικό κράτος, παραλυμένο απ’ την ίδια του την πολιτική, δεν υποστήριξε ανοιχτά τη δομινικανή επανάσταση.
Στην έκδοση του Οκτώβρη 1965, η ισπανική τροτσκιστική εφημερίδα Batalla ανακοινώνει: “Το μυστήριο που καλύπτει την υπόθεση του Τσε Γκεβάρα πρέπει να ξεκαθαριστεί. Φίλοι του Τσε υποθέτουν ότι το γράμμα που διαβάστηκε από τον Κάστρο είναι πλαστό και ρωτούν αν η κουβανική ηγεσία προσανατολίζεται σε συμβιβασμό με την γραφειοκρατεία του Κρεμλίνου”. Περίπου την ίδια περίοδο, το επίσημο όργανο των τροτσκιστών της Αργεντινής εκδίδει άρθρο στο οποίο αφήνει υπόνοιες πως ο Τσε είναι νεκρός ή κρατείται φυλακισμένος στην Κούβα. Γράφει: “Ξεκίνησε κόντρα με τον Φιντέλ Κάστρο αναφορικά με τη λειτουργία των εργατικών ενώσεων και την οργάνωση του στρατού”. Προσθέτει πως ο Τσε ήταν αντίθετος στη δημιουργία Κεντρικής Επιτροπής με τους εκλεκτούς του Κάστρο, ιδιαίτερα με στρατιωτικούς που υποστήριζαν τους σκληροπυρηνικούς της Μόσχας.
Παρ’ όλα αυτά, ένα απ’ τα πιο άθλια άρθρα, το πιο απαίσιο, το πιο απρεπές, είναι αυτό που γράφτηκε απ’ τον ηγέτη του πολιτικού γραφείου της 4ης Διεθνούς στη Λατινική Αμερική, και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Lucha Operaria της Ιταλίας. Από αυτό το μεγάλο άρθρο θα σας διαβάσω μόνο τρείς παραγράφους. Ξεκινάει λέγοντας: “Μια παράμετρος της χειροτέρευσης της διεθνούς κρίσης της γραφειοκρατίας είναι η απέλαση του Γκεβάρα. Ο Γκεβάρα απελάθηκε τώρα, όχι οκτώ μήνες πριν. Η συζήτηση με τον Γκεβάρα έχει διαρκέσει οκτώ μήνες. Αυτοί οι μήνες δεν πέρασαν πίνοντας καφέ. Πάλεψαν σκληρά και ίσως υπάρχουν νεκροί, ίσως ξηγήθηκαν με πιστόλια. Δε μπορούμε να πούμε εάν σκότωσαν ή οχι τον Γκεβάρα, αλλά έχουμε το δικαίωμα να υποθέτουμε πως τον σκότωσαν. Γιατί δεν έχει εμφανιστεί ο Γκεβάρα; Δεν τον έχουν παρουσιάσει στην Αβάνα με τον φόβο των επιπτώσεων, για την αντίδραση του πληθυσμού – αλλά στο κάτω κάτω, κρύβοντας τον προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα. Ο κόσμος λέει, “γιατί ο Γκεβάρα δεν εμφανίζεται;” Δεν πρόκειται για πολιτική κατηγορία. Τον επαινούν πολιτικά. Γιατί δεν έχουν παρουσιάσει τον Γκεβάρα; Γιατί δεν έχει μιλήσει; Πως είναι δυνατόν ένας απ’ τους ιδρυτές του κουβανικού εργατικού κράτους, ο οποίος μέχρι πριν από λίγο καιρό γυρνούσε τον κόσμο στο όνομα αυτού του κράτους, απροσδόκητα να λέει: “Βαρέθηκα με την κουβανική επανάσταση. Πάω να δημιουργήσω επανάσταση κάπου αλλού”. Κάπου αλλού, και δεν λένε που έχει πάει, και δεν εμφανίζεται. Εάν δεν υπάρχουν διαφορές, γιατί δεν εμφανίζεται; Ολόκληρος ο κουβανικός λαός αντιλαμβάνεται πως υπάρχει μια τεράστια μάχη και αυτή η μάχη δεν έχει τελειώσει. Ο Γκεβάρα δεν ήταν μόνος και δεν είναι μόνος. Εάν λάβουν αυτά τα μέρα ενάντια στο Γκεβάρα, είναι εξαιτίας της μεγάλης υποστήριξης που έχει. Λίγο καιρό πριν η κουβανική κυβέρνηση δημοσίευσε μια πολύ αυστηρή οδηγία σύμφωνα με την οποία καθίσταται αναγκαία η επιστροφή όλων των όπλων και οπλικών συστημάτων στο κράτος. Σε αυτή τη φάση η κατάσταση ήταν κάπως συγκεχυμένη. Τώρα είναι ξεκάθαρο γιατί εκδόθηκε η οδηγία αυτή. Ήταν ενάντια στους παρτιζάνους του Γκεβάρα. Φοβούνται κάποια εξέγερση”. Ορίστε και μια άλλη παράγραφος: “Γιατί έχουν σωπάσει το Γκεβάρα; Η 4η Διεθνής οφείλει να ξεκινήσει δημόσια καμπάνια γι’ αυτό το θέμα, ζητώντας την εμφάνιση του Γκεβάρα, το δικαίωμα του Γκεβάρα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να εκφράζεται ελεύθερα, να ζητήσει απ’ το λαό να μην εμπιστεύεται τα μέτρα που παίρνει το κουβανικό κράτος επειδή πρόκειται για γραφειοκρατικά μέτρα, ίσως εκδιδόμενα από δολοφόνους. Έχουν εξοντώσει το Γκεβάρα για να σταματήσει τον αγώνα του”. […] Στην συνέχεια γράφει: “Αυτό αποδεικνύει όχι μόνο τη δύναμη του Γκεβάρα, ή μιας ομάδας φιλικά προσκείμενης προς τον ίδιο στην Κούβα, αλλά την ωριμότητα των συνθηκών στα υπόλοιπα εργατικά κράτη για την καρποφορία αυτών των θέσεων μέσα σε λίγο χρόνο. Η γραφειοκρατία δεν εξαπατάται με μέσα αυτού του τύπου. Η εξολόθρευση του Γκεβάρα σημαίνει για τη γραφειοκρατία την προσπάθεια αποψίλωσης μιας βάσης πιθανών επαναστατικών τάσεων που συνεχίζουν να αναπτύσσουν την παγκόσμια επανάσταση. Αυτή είναι η βάση για την εξολόθρευση του Γκεβάρα. Και όχι μόνο είναι κίνδυνος για την Κούβα, αλλά ασκεί επιρροή και στις υπόλοιπες επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής. Η Γουατεμάλα είναι στο πλευρό της Κούβας – είναι στο πλευρό της με το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Παρά την ισχύ και τους λόγους του σπουδαιότερου ηγέτη της, του Φιντέλ Κάστρο, δεν έχει καταφέρει να αποσοβήσει τη μετατροπή του Κινήματος της 13ης Νοέμβρη σε επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα που παλεύει κατευθείαν για τον Σοσιαλισμό”.
Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι αυτός ο κύριος, ένας ηγέτης της 4ης Διεθνούς, αναφέρει εδώ με αλαζονεία την περίπτωση της Γουατεμάλας και του Κινήματος της 13ης Νοέμβρη. Επειδή, ακριβώς σε σχέση με αυτό το κίνημα, ο ιμπεριαλισμός των Γιάνκηδων έχει χρησιμοποιήσει μια απ’ τις πλέον ευφυείς τακτικές για να αποδομήσει ένα επαναστατικό κίνημα, όπως με τη διείσδυση πρακτόρων της 4ης Διεθνούς οι οποίοι, από άγνοια – πολιτική άγνοια – έκαναν τον βασικό πολιτικό αρχηγό (σ.σ: εννοεί του Κινήματος 13ης Νοέμβρη) να υιοθετήσει αυτές τις ψευδεπίγραφες, αντι-ιστορικές απόψεις που χωρίς αμφιβολία υπηρετούν τον Ιμπεριαλισμό, όπως κάνει και το πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς. […] Κάνοντας το αυτό, η 4η Διεθνής διέπραξε ένα αληθινό έγκλημα κατά του επαναστατικού κινήματος απομονώνοντας το απ’ τον υπόλοιπο λαό, από τις μάζες, ιδιαίτερα όταν το εμποτίζει με ανοησίες, με ψευτιές και με το απεχθές πράγμα που ο Τροτσκισμός σήμερα παριστάνει στο πολιτικό στερέωμα. Παρόλο που κάποια στιγμή ο Τροτσκισμός εκπροσωπούσε μια λανθασμένη θέση, αλλά μια θέση στο πεδίο των πολιτικών ιδεών, έγινε στα επόμενα χρόνια ένα χυδαίο όργανο του Ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης. Αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτονται αυτοί οι κύριοι».
Με τον παραπάνω λόγο του, ο Φιντέλ Κάστρο απαντούσε σε όλους σε εκείνους που έπαιζαν το ρόλο του ιμπεριαλιστικού “δούρειου ίππου” στο επαναστατικό κίνημα, που μέχρι και σήμερα κάνουν λόγο για εξαναγκασμό του Τσε Γκεβάρα να φύγει απ’ την Κούβα, να εξαφανιστεί απ’ το πολιτικό προσκήνιο. Η ίδια η αλληλογραφία του Τσε – το τελευταίο γράμμα στον Φιντέλ αλλά και τα γράμματα που του είχε στείλει από το Κονγκό – αποδεικνύουν ότι οι δύο άνδρες διατηρούσαν πάντοτε μια αμοιβαία φιλία, στη βάση της συντροφικότητας και του σεβασμού.
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, μιλώντας στον Ιγνάσιο Ραμονέ για το βιβλίο «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ», ο Φιντέλ μιλά για την εποχή εκείνη της αναχώρησης του Γκεβάρα απ’ το νησί.
Ρωτά ο Ραμονέ: Ο διεθνής τύπος έλεγε ότι υπήρχε ρήξη ανάμεσα στους δυο σας, σοβαρές πολιτικές διαφωνίες, έλεγαν ότι τον είχαν φυλακίσει εδώ, ακόμα και ότι τον είχαν σκοτώσει…
Φιντέλ: Ανεχτήκαμε σιωπηλά εκείνον τον σωρό των φημών και των μηχανορραφιών. Όμως αυτός, φεύγοντας στα τέλη Μαρτίου του 1965, μου είχε γράψει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. […] Και στο μεταξύ αυτή η μηχανορραφία να προχωράει, ο εχθρός να σπέρνει ζιζάνια και αμφιβολίες ότι ο Τσε Γκεβάρα είχε “εκκαθαριστεί”, όχι είχαν σημειωθεί διαφωνίες…
Ραμονέ: Υπήρχε μια ολόκληρη εκστρατεία φημολογιών.
Φιντέλ: Ο Τσε μου γράφει αυτό το γράμμα (σ.σ: αυτό που ο Κάστρο διάβασε δημόσια τον Οκτώβρη του 1965 κατά την συγκρότηση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας) αυθόρμητα, νομίζω μάλιστα και με μεγάλη ειλικρίνεια: “Μετανιώνω που δεν πίστεψα αρκετά σε σένα…” και μιλάει για την κρίση του Οκτωβρίου και άλλα πράγματα. Νομίζω ότι δεν πίστευε σε κανέναν, γιατί ήταν αυστηρός απέναντι στους πολιτικούς, είχε υποφέρει… […] Από την Αφρική, πάει στην Τσεχοσλοβακία, στην Πράγα το Μάρτιο του 1966 – μια περίπλοκη κατάσταση, βρίσκεται εκεί, πράγματι, κρυφά. Δεν του περνούσε απ’ το μυαλό, από την στιγμή που είχε αποχαιρετήσει να γυρίσει εδώ. Αλλά τα στελέχη για τη Βολιβία είχαν ήδη επιλεγεί… Τότε είναι που του γράφω ένα γράμμα όπου του μιλάω λογικά, κάνω έκκληση στην αίσθηση καθήκοντος και στον ορθολογισμό του.
Ραμονέ: Για να γυρίσει στην Κούβα;
Φιντέλ: Ναι, αυτό το γράμμα νομίζω ότι έχει δημοσιευτεί, η οικογένεια του δημοσίευσε αυτό το γράμμα. Τον πείθω να γυρίσει, του λέω ότι είναι το πιο βολικό γι’ αυτό που ήθελε να κάνει. “Απο κει είναι αδύνατον να το κάνεις αυτό. Πρέπει να έρθεις”. Δεν του λέω “πρέπει” ως διαταγή να έρθει, τον πείθω, του λέω ότι το καθήκον του είναι να γυρίσει, να παραβλέψει τα πάντα και να τελειώσει την προετοιμασία για την υπόθεση της Βολιβίας. Και γυρίζει κρυφά. Κανείς δεν το γνώρισε πουθενά. Ούτε στη διάρκεια του ταξιδιού. Γύρισε εδώ τον Ιούλιο του 1966.
Επιμέλεια-Μετάφραση: Ν.Μόττας/Guevaristas. Πηγές: Castro Speech Database, Latin American Network Information & Ιγνάσιο Ραμονέ, «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ», Εκδ. Πατάκης, 2007.
“El Poderoso”: Ο Τσε μέσα απ’ το βλέμμα του φίλου του, Αλμπέρτο Γκρανάδο

- Αλμπέρτο και Ερνέστο στο Μπουένος Άϊρες, 1950-1951.


Ο Αλμπέρτο έζησε, εργαζόμενος ως γιατρός και ερευνητής, για ένα διάστημα στη Βενεζουέλα και την Ιταλία, ενώ ο Ερνέστο πραγματοποίησε και άλλο ταξίδι, αυτή τη φορά στην κεντρική Αμερική. Βρέθηκε στη Γουατεμάλα όπου ήρθε σε επαφή με κουβανούς εξόριστους και στο Μεξικό πήρε τη μεγάλη απόφαση να αφοσιωθεί στον σκοπό της κουβανικής επανάστασης. Ο Γκρανάδο θυμόταν ότι, ο Τσε, από τα πρώτα στάδια της πολιτικής του ενηλικίωσης, έδειχνε να στρέφεται προς τον επαναστατικό σοσιαλισμό, στην ανάγκη ένοπλης καταπολέμησης του φρικτού ιμπεριαλισμού, των ντόπιων και ξένων καπιταλιστικών “χταποδιών” όπως τα αποκαλούσε. “Ο Ερνέστο είχε την πεποίθηση ότι η αντιδραστική ισχύς και βία έπρεπε να αντιμετωπιστεί με επαναστατική βία” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο αργεντίνος γιατρός. Χαρακτηριστικός είναι άλλωστε και ο διάλογος τους, το 1952, στις ιστορικές κορυφές του Μάτσου Πίτσου, στο Περού, σε μια στιγμή που είχαν κάτσει να ξαποστάσουν: Ο Μιάλ ξεκινά με ένα παραλλήρημα, από αυτά που συνήθιζε, αναμειγνύοντας ποίηση (συνήθως του Πάμπλο Νερούδα και του Γκαρσία Μάρκες) με πολιτικούς στοχασμούς. «Θα παντρευτώ τη Μαρία Μαγδαλένα απ’ το Κούσκο, και καθώς είμαι απόγονος του Μάνκο Καπάκ ΙΙ, θα γίνω με τη σειρά μου ο Μάνκο Καπάκ ΙΙΙ. Οργανώνω το κόμμα μου, βάζω το λαό μου να ψηφίσει και ξαναγεννιέται έτσι η επανάσταση του Τουπάκ Αμάρου, δηλαδή η πραγματική ινδοαμερικάνικη Επανάσταση» λέει ο Μιάλ, για να λάβει την απάντηση απ’ τον Φούσερ που τον παρακολουθούσε κουνώντας το κεφάλι: «Επανάσταση χωρίς να πέσει τουφεκιά; Είσαι τρελός, Πετίσο!» .
Συναντήθηκαν για τελευταία φορά πριν την αναχώρηση του Τσε για το Κονγκό, τον Απρίλη του 1965. Αυτήν την συνάντηση θυμόταν ο Αλμπέρτο: «