Φιντέλ Κάστρο: Πως έγινα Κομμουνιστής

Fidel Castro Ruiz 1Το παρακάτω κείμενο είναι σύνθεση απαντήσεων που έδωσε ο Φιντέλ Κάστρο σε ερωτήσεις φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Κονσεψιόν, στην Χιλή, στις 18 Νοέμβρη 1971. Το παραθέτουμε ως ενδιαφέρουσα – και διδακτική – μαρτυρία ενός ηγέτη που σημάδεψε όχι μόνο την Κουβανική και Παγκόσμια Ιστορία του 20ου αιώνα αλλά και τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα προσωπικά, μέσω της άρρηκτης φιλίας και συντροφικότητας που για 11 χρόνια συνέδεσε τους δύο άντρες.

Ήμουν γιός ενός γαιοκτήμονα – αυτό ήταν ένας λόγος για να είμαι αντιδραστικός. Μορφώθηκα σε θρησκευτικά σχολεία όπου πήγαιναν τα παιδιά των πλουσίων – ένας ακόμα λόγος για να είμαι αντιδραστικός. Ζούσα στην Κούβα, όπου όλες οι ταινίες, οι εκδόσεις και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν “Made in USA” – ένας τρίτος λόγος για να είμαι αντιδραστικός. Σπούδασα σ’ ένα πανεπιστήμιο όπου απο 15.000 φοιτητές, μόνο τριάντα ήταν αντιιμπεριαλιστές κι εγώ ήμουν ένας απο εκείνους τους τριάντα στο τέλος. Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, μπήκα ως γιος γαιοκτήμονα – και για να κάνουμε τα πράγματα χειρότερα, ήμουν πολιτικά αγράμματος!

… Και κάτι άλλο. Κανένα κομματικό μέλος, κανένας κομμουνιστής, κανένας σοσιαλιστής ή εξτρεμιστής δε με πήρε με το μέρος του να με κατηχήσει. Όχι. Μου έδωσαν ένα μεγάλο, βαρύ, διαβολεμένο, πληχτικό και ανυπόφορο διδακτικό βιβλίο που προσπαθούσε να εξηγήσει την πολιτική οικονομία από αστική άποψη – αυτό το πράγμα το έλαγαν πολιτική οικονομία!

Κι’ αυτό το ανυπόφορο βιβλίο παρουσίαζει τις κρίσεις της υπερπαραγωγής και άλλα τέτοια προβλήματα σαν τα πιο φυσικά στον κόσμο. Εξηγούσε πως στη Βρετανία, όταν υπήρχε αφθονία κάρβουνου, υπήρχαν εργάτες που δεν είχαν καθόλου, γιατί σύμφωνα με τους αδυσώπητους φυσικούς και αμετάβλητους νόμους της ιστορίας, της κοινωνίας και της φύσης, παρουσιάζονται αναπόφευκτα κρίσεις υπερπαραγωγής και όταν παρουσιάζονται, φέρνουν ανεργία και πείνα. Δηλαδή, όταν υπάρχει πολύ κάρβουνο, οι εργάτες κρυώνουν και πεινούν!

Έτσι εκείνος ο γιός του γαιοκτήμονα, που είχε μορφωθεί σε αστικά σχολεία και σύμφωνα με την αμερικανική προπαγάνδα, άρχισε να σκέπτεται ότι κάτι έφταιγε σ’ αυτό το σύστημα, κάτι δεν έβγαζε νόημα…

Σαν γιός ενός φτωχού ανθρώπου που αργότερα έγινε μεγάλος γαιοκτήμονας, είχα τουλάχιστον το πλεονέκτημα να ζω στην εξοχή, με τους χωρικούς, με τους φτωχούς, που ήταν όλοι φίλοι μου. Αν ήμουν εγγονός γαιοκτήμονα, είναι πολύ πιθανό ότι ο πατέρας μου θα με είχε φέρει να ζήσω στην πρωτεύουσα, σε κάποια υπεραριστοκρατική συνοικία κι εκείνοι οι θετικοί παράγοντες που διέθετα, δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν λόγω της επιρροής του περιβάλλοντος. Ο εγωϊσμός και άλλα αρνητικά χαρακτηριστικά που έχουμε εμείς οι άνθρωποι, θα είχαν επικρατήσει.

Ευτυχώς, τα σχολεία στα οποία σπούδασα, ανέπτυξαν μερικούς απο τους θετικούς παράγοντες. Ένας ορισμένος ιδεαλιστικός ορθολογισμός, μια ορισμένη έννοια του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου, κι’ ένα ορισμένο πνεύμα εξεγερτικότητας ενάντια στις επιβολές και την καταπίεση, με οδήγησαν σε μια ανάλυση της ανθρώπινης κοινωνίας και με μετέτρεψαν σε αυτό που αντιλήφθηκα αργότερα πως ήταν ουτοπικός κομμουνιστής. Εκείνο το διάστημα, δεν είχα ακόμα την καλή τύχη να γνωρίσω έναν κομμουνιστή ή να διαβάσω κάποιο κομμουνιστικό ντοκουμέντο.

Λοιπόν, μια μέρα, έπεσε στα χέρια μου ένα αντίγραφο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου – του ξακουστού Κομμουνιστικού Μανιφέστου! – και διάβασα μερικά πράγματα που δεν ξέχασα ποτέ… Τι φράσεις, τι αλήθειες! Και βλέπαμε εκείνα τα πράγματα κάθε μέρα! Ένιωθα σαν μικρό ζώο που γεννήθηκε σ’ ένα δάσος το οποίο δεν καταλάβαινε. Τότε, εντελώς ξαφνικά, βρίσκει ένα χάρτη εκείνου του δάσους – μια περιγραφή, μια γεωγραφία εκείνου του δάσους και όλων μέσα σ’αυτό. Τότε ήταν που βρήκα τον προσανατολισμό μου. Ρίξτε μια ματιά τώρα και δείτε αν οι ιδέες του Μαρξ δεν ήταν δίκαιες, σωστές κι εμπνευσμένες. Αν δεν είχαμε βαδίσει τον αγώνα μας σ’αυτές, δεν θα ήμασταν εδώ τώρα! Δεν θα ήμασταν εδώ!

Λοιπόν, ήμουν κομμουνιστής; Όχι. Ήμουν ένας άνθρωπος που ήταν αρκετά τυχερός να ανακαλύψει μια πολιτική θεωρία, ένας άνθρωπος που πιάστηκε στη δίνη της πολιτικής κρίσης της Κούβας πολύ καιρό πριν γίνει ολοκληρωμένος κομμουνιστής. Συνέχισα να εξελίσσομαι. Έπειτα, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον ιμπεριαλισμό πιο χειροπιαστά απ’ ότι τον είχα γνωρίσει από το βιβλίο του Λένιν. Τον γνώρισα στην Κούβα, σε απόσταση μόνο 150 χιλιομέτρων από αυτόν. Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον ιμπεριαλισμό – τον χειρότερο και πιο επιθετικό απ’ όλους… Και πιστεύω ότι η ζωή μου έδωσε μια καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας.

Μ’ έκανε περισσότερο επανάστατη, περισσότερο σοσιαλιστή, περισσότερο κομμουνιστή.

Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Επαναστατική Κούβα» του Τέρενς Κάνον, Εκδόσεις Χοσέ Μαρτί, 1987.

Ο Τσε μας καλεί να συλλογιστούμε

Che Guevara - 978Της Γκρατσιέλλα Πογκολόττι.

Γνωρίζουμε το πρόσωπο του αντάρτη μαχητή Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Τον εκτιμούμε ως οργανωτή, σκληρό πολεμιστή, ο οποίος έδινε πάντα χείρα βοηθείας στους μαχητές που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του, που ήταν αγκάθι στο πρόσωπο του φορμαλισμού και της κενής ρητορικής, ένας δάσκαλος για τους συντρόφους του, ένας γιατρός έτοιμος να φροντίσει φίλους και εχθρούς, που ήταν σε θέση να νιώσει συμπόνοια για αυτούς που πέθαναν στη δράση. Δεν έχουμε όμως εντρυφήσει επαρκώς στον Τσε ως μελετητή και στοχαστή που αφιέρωνε ατέλειωτες νύχτες για τη γνώση.

Χάρη στην πρόσφατη έκδοση των Φιλοσοφικών Σημειώσεων του Τσε Γκεβάρα απ’ τον εκδοτικό οίκο Ocean Press, έχουμε μάθει ότι στις σκληρές μέρες στη βολιβιανή επαρχία, όταν ο ίδιος ήταν απομονωμένος απ’ την διχασμένη τότε Αριστερά, υποφέροντας από πείνα και δίψα, χαμένος κάποιες φορές σε άγνωστες περιοχές, περικυκλωμένος από στρατιώτες, τον φόβο και την αναξιοπιστία των χωρικών, έβρισκε πάντα χρόνο για απαραίτητες θεωρητικές έρευνες.

Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα συνδίαζε τα λόγια με τη δράση. Παρομοίως, αντιλαμβάνονταν τις εμπειρίες ζωής, τις πράξεις και τη θεωρητική κατάρτηση ως ένα ενιαίο σύνολο. Θεωρούσε, βασιζόμενος στα λόγια του Ένγκελς, ότι η τακτική αποκομμένη από μια στρατηγική προοπτική οδηγούσε στον οπορτουνισμό.

Από πολύ νεαρή ηλικία, ο Τσε αντιλήφθηκε ότι η Λατινική Αμερική ήταν ένα ζήτημα υπο ανακάλυψη για τον ίδιο, παρ’ ότι γνώριζε τα βασικά της γεωγραφίας και ιστορίας της μέσα απ’ τα σχολικά εγχειρίδια. Χρειάζονταν ένα άλλο είδος γνώσης, αυτό που κατακτιέται ζώντας την εμπειρία του “αγγίγματος” της πραγματικότητας με τα ίδια του τα χέρια, αγγίζοντας την ανθρώπινη, φυσική, πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της ηπείρου.

Στο προσωπικό επίπεδο, ήταν ένας τρόπος ωρίμανσης σε όλους τους τομείς. Παλεύοντας με ένα άσθμα που ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, πορεύτηκε σαν άνδρας, χρησιμοποιώντας τα μέσα που βρήκε στην πορεία. Έζησε με τους ντόπιους (αυτόχθονες) και μπορούσε να αντιληφθεί το νόημα μιας συμπεριφοράς που είχε τις ρίζες της σε μια μακραίωνη παράδοση αντίστασης, στην οποία η αλληλεγγύη και η γενναιοδωρία συμβίωναν μαζί με την κακία και τον εγωϊσμό. Δεν έκρινε κανέναν – απλά παρατηρούσε.

Μπορώ να φανταστώ έναν ανυπόμονο νεαρό, μεγαλωμένο σε ένα περιβάλλον υψηλής διανοητικής έντασης. Η γυμνασιακή του εκπαίδευση βασίζονταν σε μια πρωτοφανή ανθρωπιστική βάση. Η Αργεντινή αντικατόπτριζε την έντονη πολιτιστική ζωή στην ήπειρο, με τις υψηλού δημοσιογραφικού κύρους εφημερίδες, περιοδικά αλλά και τους διάσημους καθηγητές πανεπιστημίου. Η διανόηση της δημόσιας συζήτησης σε ιδεολογικό επίπεδο, βασισμένη άλλοτε σε ευρωπαϊκά μοντέλα διανόησης και άλλοτε στην δημοφιλή παράδοση όπως του Μάρτιν Φιέρρο, έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όσων γεννήθηκαν στις επαρχίες του Ρίο δε λα Πλάτα.

Σε εκτενή βαθμό, ο Τσε σημείωνε σε κάρτες τους τίτλους που αργότερα θα αποτελούσαν τη λίστα των αναγνωσμάτων του, τα οποία θα τον συνόδευαν στην αντάρτικη περιπέτεια του αλλά και στην προσωπική βιβλιοθήκη του. Όπως ήταν συνηθισμένο στη γενέτειρα χώρα του, οι κλασσικοί της ψυχοανάλυσης, της Ιστορίας, της Φιλοσοφίας και οι αναγνωρισμένοι στοχαστές του 20ου αιώνα συμπλήρωναν τη λίστα αυτή.

Παρ’ όλα αυτά, ο Τσε δεν είχε αρκετό χρόνο ώστε να σχηματοποίησει τις ιδέες του. Οι Φιλοσοφικές Σημειώσεις που δημοσιεύθηκαν προσφατα συνιστούν έναν συνδιασμό κειμένων υπογραμμισμένων απ’ τον Τσε, μαζί με τις σημειώσεις, σχόλια και ερωτήσεις που έγραψε στο περιθώριο. Παρά το γεγονός ότι αυτά είναι μόνο αποσπάσματα, δίνουν μια ιδέα για τις σκέψεις του. Αυτές οι σημειώσεις προσφέρουν ένα μάθημα μεθόδου σε καθηγητές και σπουδαστές, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν οδηγό στην σύγχρονη παιδαγωγική επιστήμη. Το θεμέλιο όλης της γνώσης είναι η εξάσκηση της δημιουργικής ανάγνωσης. Η πεμπτουσία της γνώσης δεν είναι η επανάληψη, τις πιο πολλές φορές με μηχανικό τρόπο, αλλά η παράθεση κριτικών ερωτημάτων βάσει του κειμένου.

Όταν διαβάζουμε Ένγκελς η Μαρξ, δεν το πράτουμε με τον ίδιο τρόπο όπως αυτοί που έγιναν μέλη στην Πρώτη Διεθνή, σε έναν κόσμο που δεν είναι πια ο ίδιος. Το κάνουμε ως κάτοικοι ενός νησιού στην Καραϊβική που έχει απέναντι του τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ζει μια επίφοβη κρίση, ωσάν τα παιδιά μιας Επανάστασης που αντιμετωπίζει αναδυόμενες, έκτακτες ανάγκες χωρίς να παραδίδει τα θεμέλια της ανεξαρτησίας της.

Το μωσαϊκό που δημιουργήθηκε από αποσπάσματα ενωμένα μεταξύ τους, έχει νόημα όταν αυτά (τα αποσπάσματα) μπαίνουν σε μια σειρά στην τροχιά της σκέψης του Τσε, που εξηγείται απ’ την αντίθεση μεταξύ της δράσης και της ευθυγράμμισης σε ένα στρατηγικό όραμα.

Ernesto Che Guevara coloured - 24Η συλλογή των υπογραμμισμένων από τον Τσε γραπτών δεν περιλαμβάνει ασφαλώς όλο το υλικό που θα έπρεπε να είχε διαβάσει αναφορικά με το δημόσιο στοχασμό. Είναι τοποθετημένα σε συγκεκριμένη σειρά απαντώντας σε ορισμένες απορίες που σιωπηρά ψάχνουν απάντηση. Παγκοσμίως αναγνωρισμένοι κλασσικοί συνδιάζονται (σ.μ: στα αναγνώσματα του Τσε) με γραπτά κείμενα του Μάο Τσε Τουνγκ και του Λουίς Αλτουσέρ, εκτενώς διαδεδομένοι και οι δύο στην Κούβα της δεκαετίας του ’70.

Από το Μάο, βρίσκουμε την αξιολόγηση των αντιφάσεων ως πηγή ανάπυξης, ως υπαινιγμός για τη μεταφορά του “εκατοντάδες λουλούδια”, η οποία την εποχή εκείνη θεωρούνταν ως αναγνώριση της αναγκαίας συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών και σχολών σκέψης. Λίγο πιο δυσνόητες στα μηνύματα τους, τα γραπτά του Αλτουσέρ έθεταν την αναπόσπαστη ενότητα της θεωρίας και της δράσης, στο βαθμό να θεωρείται η θεωρία ως συγκεκριμένη έκφραση της δράσης.

Ο Τσε συσσώρευσε (στην σκέψη του) όλο αυτό το υλικό μελέτης όταν ήταν πλέον ώριμος άνδρας. Είχε ήδη τελειώσει με το αντάρτικο της Σιέρρα Μάεστρα, είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή το Κουβανικό Σοσιαλιστικό μοντέλο βασισμένο στη γνώση που είχε από την ευρωπαϊκή εμπειρία και στην σκληρή αντιπαράθεση με τον Ιμπεριαλισμό. Ο ίδιος σημείωσε τις ατέλειες και αδυναμίες του σοβιετικού μοντέλου. Αντιλήφθηκε την ανάγκη να ενθαρρυνθεί η κριτική σκέψη, η σημασία να διατηρηθεί η αποστολή βοήθειας σε άλλες χώρες του κόσμου, η τόνωση της συνείδησης ως μέσο αντιμετώπισης της δογματικής κατήχησης.

Μέσα απ’ την μεταμόρφωση της κοινωνίας, οι δημιουργοί της, οι πολίτες που είναι ταγμένη σε αυτήν, μαθαίνουν συνέχεια από τις εμπειρίες τους, τις επανερμηνείες της Ιστορίας και οι προσαρμογές της τακτικής με στόχο να επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος.

Κάποιες φορές, μπορεί να τυφλωνόμαστε απ’ το πάθος. Αλλά επίσης φωτίζει το μονοπάτι της αποσαφήνισης των πραγμάτων. Από το θάνατο του στη Βολιβία, η εικόνα του κόσμου έχει υποστεί αναπάντεχες αλλαγές με εκπληκτικά γρήγορο τρόπο. Η κατάρρευση της σοσιαλιστικής Ευρώπης επιτάχυνε την κρίση στην Αριστερά, μετατόπισε (ιδεολογικά) τη μαρξιστική παράδοση, εδραίωσε τον σκεπτικισμό και αντικατέστησε την ξεκάθαρη ιδεολογία απο το “φως” του μηνύματος που περνάνε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η οικονομική ισχύς ασκεί την εξουσία της με δυναμική ανεξάρτητη απ’ την πραγματική οικονομία και μετατρέπει τους πολιτικούς σε υπηρέτες των συμφερόντων τους.

Με το μάθημα του νεοφιλελευθερισμού να έχει γίνει σαφές, η Λατινική Αμερική προσφέρει ένα μοντέλο για την τόσο αναγκαία αντίσταση που χρειάζεται μια αναδιοργάνωση της Αριστερής σκέψης, η οποία πάντα υποφέρει από διασπάσεις. Σε αυτές τις συνθήκες, ο Τσε μας καλεί να ξυπνήσουμε. Είναι πιεστική ανάγκη να σκεφτούμε τι να κάνουμε προκειμένου να αποφύγουμε λάθη, προκειμένου να μην υπάρξουν λανθασμένες προσδοκίες, να αποφύγουμε μιμητισμό και να θέσουμε μια τακτική που να είναι ταυτισμένη με την στρατηγική σκέψη. Ας επιστρέψουμε στην σκέψη του Τσε. Ας δεχθούμε την πρόκληση να μετατρέψουμε την εξάσκηση της δημιουργικής σκέψης σε δράση.

Πηγή: «Che Calls on Us to Think», Juventud Rebelde, 9 Οκτώβρη 2012 / Μετάφραση Κειμένου: Guevaristas.

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Η «γέννηση» ενός μαρξιστή-λενινιστή

ernesto che guevara marxist leninist guevaristas.orgΤο άρθρο γράφτηκε το Οκτώβρη του 2012 με αφορμή την συμπλήρωση 45 χρόνων από την άνανδρη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία στις 9 Οκτώβρη 1967.

Του Νίκου Μόττα*.

Μάρτης 1952, Χιλή. Ο Ερνέστο βγαίνει απ’ το δωμάτιο της ετοιμοθάνατης, ασθματικής γερόντισας. Στο μυαλό του, σαν πρόκα, είχε καρφωθεί το καρτερικό βλέμμα της άρρωστης γυναίκας που, παρά τα πρόβληματα υγείας της, μέχρι και πριν λίγους μήνες εργάζονταν ως καθαρίστρια για να τα βγάλει πέρα. Θα γράψει αργότερα στο ημερολόγιο του: «εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου […] Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας» [1]. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ο, 24χρονος τότε, Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άϊρες, έρχονταν σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα της εργατικής τάξης της λατινικής Αμερικής. Η απαρχή ίσως μιας πολιτικής συνειδητοποίησης που μετέτρεψε έναν αστό φοιτητή, “ένα παιδί του περιβάλλοντος του” σύμφωνα με τον ίδιο τον Γκεβάρα, σε ατρόμητο μαρξιστή αντάρτη, πρωταγωνιστή της εποποιίας της κουβανικής Επανάστασης.

Εάν δεν είχε ικανοποιήσει την περιέργεια του να γνωρίσει την λατινική ήπειρο, ο Ερνέστο ίσως να μην μετατρέπονταν ποτέ σε “Τσε”. Ο ίδιος θα γράψει αργότερα στην εισαγωγή των απομνημονευμάτων του νεανικού ταξιδιού που πραγματοποίησε με το φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο, πως τα όσα είδε και έζησε τον άλλαξαν. «Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις σημειώσεις “πέθανε” μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της Αργεντινής και αυτός που τις τακτοποιεί και τις «ξαναχτενΐζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον. Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε περισσότερο απ’ ό,τι πίστευα» [2]. Τι βίωσε όμως ο νεαρός Γκεβάρα στη “μεγάλη λατινική ήπειρο” που ενστάλαξε μέσα του την ανάγκη να υπερασπιστεί – δίνοντας και τη ζωή του ακόμη – το δικαίωμα των ανθρώπων για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, χωρίς ταξικές και άλλες διακρίσεις;

Το Μάρτη του 1952 ο Γκεβάρα και ο Γκρανάδο επισκέπτηκαν τα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα, στην Χιλή. Εκεί ο Ερνέστο γίνεται κοινωνός της καθημερινότητας του λατινοαμερικάνικου προλεταριάτου, των ταξικών ανισοτήτων και του αγώνα των χιλιανών μεταλλωρύχων για το μεροκάματο. Εκεί θα περάσει ένα βράδυ, μέσα στο κρύο, με ένα ζευγάρι κομμουνιστών που διώκονταν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Ο νεαρός αργεντίνος, γόνος εύπορης (για τα δεδομένα της εποχής) μεσοαστικής οικογένειας, αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που γνώριζε μέχρι τότε. Αυτή του η αντίληψη ενισχύεται στον χώρο των μεταλλείων, εκεί όπου, όπως θα γράψει αργότερα ο ίδιος, «η ψυχρή αποτελεσματικότητα και η ανίσχυρη μνησικακία συμβαδίζουν στο μεγάλο ορυχείο, ενωμένες, παρά το μίσος, από την κοινή ανάγκη επιβίωσης από τη μια μεριά και κερδοσκοπίας απ’ την άλλη» [3]. Η μαρξιστική θεωρία των βιβλίων μετουσιώνεται στα μάτια του Γκεβάρα σε ζωντανή εικόνα, καθώς αρχίζει να του γίνεται βίωμα η ασυμβατότητα των συμφερόντων αυτού που παράγει τον πλούτο (εργάτες) και αυτού που τον καρπώνεται (καπιταλιστές – εν προκειμένω η πολυεθνική Chile Exploration Company). «Προβλέποντας ότι θα βγουν απο δω εκατομμύρια δολάρια, κι ότι για την ώρα εξορύσσονται ενενήντα χιλιάδες τόνοι μεταλλεύματος κάθε μέρα, καταλαβαίνει κανείς ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα» [4] γράφει σε ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων του ταξιδιού του, στο οποίο μνημονεύει τους εργάτες των μεταλλείων που έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί.

che-guevara

Η νεανική αστική συνείδηση του Ερνέστο Γκεβάρα ριζοσπαστικοποιείται, οδηγούμενη στον μαρξισμό, καθώς παγιώνονται μέσα του δύο αντιλήψεις: πρώτον, η εγκληματική φύση του ιμπεριαλισμού ως παράγοντα διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων στη λατινική Αμερική και δεύτερον, η ανάγκη της πλήρους και οριστικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης απ’ το κεφάλαιο ως προαπαιτούμενο για την εξάλειψη των ανισοτήτων αυτών. Το παράδειγμα υπήρχε και είχε λάβει χώρα τέσσερις δεκαετίες πριν, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι ηγετικές προσωπικότητες του Βλαντιμίρ Λένιν και του Ιωσήφ Στάλιν ωθούν το Γκεβάρα στην αναζήτηση πολιτικών προτύπων, λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ αποτελούσε το αντίπαλο δέος στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό της εποχής. Αργότερα, τη δεκαετία του ’60, στα χρόνια της θητείας του ως σημαίνων στέλεχος της επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας, ο Τσε θα ασκήσει δριμεία κριτική, μέσα από τα γραπτά του, στην σοβιετική πολιτική οικονομία και γραφειοκρατία ως αποκλίνουσα από τα λενινιστικά ιδεώδη.

Ο νεαρός όμως Ερνέστο του 1953 εμπνέεται από την φυσιογνωμία του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν, του ανθρώπου που συνέβαλε αποφασιστικά στην συντριβή του ναζισμού κατά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε ένα ταξίδι του στη Γουατεμάλα, το 1954, γράφει στη θεία του Βεατρίκη: «Στο Ελ Πάσο είχα την ευκαιρία να περάσω από τα εκτεταμένες εγκαταστάσεις της United Fruit Company. Για άλλη μια φορά πείστηκα για το πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα τότε μπροστά σε μια εικόνα του παλαιού και πολυθρηνημένου συντρόφου μας Στάλιν, ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να εξοντωθούν τα χταπόδια αυτά» [5]. Λίγα χρόνια αργότερα, το Δεκέμβρη του 1957, εν μέσω του αντάρτικου αγώνα στην Σιέρρα Μαέστρα, ο Τσε θα επανέλθει στον Στάλιν σε μια επιστολή του προς τον σύντροφο και συναγωνιστή Ρενέ Ράμος Λατούρ: «Πρέπει να μελετήσεις τον Στάλιν στο ιστορικό πλαίσιο που κινήθηκε, όχι να τον δεις (αποκλειστικά) ως ένα είδος αγριανθρώπου, αλλά στα συγκεκριμένα ιστορικά όρια». Τα «χταπόδια» του Ιμπεριαλισμού, λοιπόν, έμελλε να είναι ο εχθρός τον οποίο ο Τσε,  με σταλινικό πείσμα και πυγμή, θα πολεμούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η περίοδος της διαμονής του στη Γουατεμάλα υπήρξε καθοριστική. Έχοντας ήδη εντρυφήσει στον μαρξισμό, ο νεαρός αστός ταξιδιώτης των προηγουμένων μηνών μετατρέπονταν σταδιακά σε κομμουνιστή έτοιμο να ριχτεί στη μάχη για την υπεράσπιση των ιδανικών που “χτίζονταν” μέσα του. Σύμφωνα με τον κουβανό Μάριο Νταλμάου, ο οποίος γνώρισε τον Τσε στη Γουατεμάλα, ο Τσε είχε ήδη «πολύ ξεκάθαρη μαρξιστική σκέψη», έχοντας διαβάσει «ολόκληρη μαρξιστική βιβλιοθήκη» [6]. Τη μελέτη του μαρξισμού ο Γκεβάρα την συνέχισε και στο Μεξικό όπου συνέχισε να εμβαθύνει στις μεγάλες αλήθειες που έκρυβε το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ, το «μνημείο της ανθρώπινης εξυπνάδας» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος.

Τον Ιούνη του 1954 η Γουατεμάλα δέχεται επίθεση από βομβαρδιστικά των ΗΠΑ – ο Γκεβάρα εξοργίζεται: «Οι γιάνκηδες έβγαλαν επιτέλους τη μάσκα του “καλού” που τους είχε φορέσει ο Ρουσβελτ και τώρα προκαλούν τη μήνη. Υπάρχει πραγματικά κλίμα μάχης» θα γράψει στη μητέρα του στις 20 Ιούνη [7]. Ταυτόχρονα, η στενή επαφή του με την, μαρξιστικών πεποιθήσεων, περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, την οποία θα παντρευτεί το 1955, ριζοσπαστικοποιεί περαιτέρω την πολιτική του σκέψη. Σε αυτό ασφαλώς συμβάλει και η εντατικοποίηση της ιμπεριαλιστικής παρεμβατικότητας στη χώρα με στόχο την πτώση της κυβέρνησης του δημοκρατικά εκλεγμένου Γιακόμπο Άρμπενς. Αναφερόμενος στην αλληλεγγύη και το δυναμισμό που επιδεικνύουν οι κομμουνιστές της χώρας γράφει τον Ιούλη του ’54 στη μητέρα του: «Οι κομμουνιστές κράτησαν την πίστη και την συντροφικότητα τους ζωντανή και είναι η μόνη οργάνωση που ακόμη αντιστέκεται. Αξίζουν πιστεύω τον σεβασμό και αργά η γρήγορα και ‘γω ο ίδιος θα γίνω μέλος του κόμματος» [8].

Στη Γουατεμάλα ο Τσε είδε να ξεδιπλώνεται μπροστά στη μάτια του η ωμή φύση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες των φτωχών αυτόχθονων περουβιανών, στη Λίμα και το Μάτσου Πίτσου, που δούλευαν σαν είλωτες για ένα κομμάτι ψωμί στην ίδια τους την πατρίδα – την ίδια στιγμή που τα μέσα παραγωγής και ο πλούτος της χώρας ανήκε στους απογόνους εύπορων ευρωπαίων αποικιοκρατών. Η “δική του Αμερική” – αυτή του Σιμόν Μπολίβαρ, του Εμιλιάνο Ζαπάτα, του Χοσέ Μαρτί, του μαρξιστή φιλοσόφου Μαριάτεγκι, του Πάμπλο Νερούδα – δεν ήταν παρά ένα βιλαέτι του, κατά Λένιν, μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατέτρωγε τις σάρκες της λατινοαμερικάνικης εργατικής τάξης. Ο Γκεβάρα αντιλήφθηκε ότι δεν αρκεί να νιώθει συμπόνια για τους φτωχούς και κατατρεγμένους, αλλά έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Η πλήρης αδυναμία και διστακτικότητα της “αριστερής” κυβέρνησης του Άρμπενς να τα βάλει με τον ντόπιο και ξένο καπιταλισμό διαμορφώνει μέσα του μια ισχυρή πεποίθηση: ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωση των λαών είναι η αταλάντευτη ταξική πάλη ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και τους υπηρέτες του, η μηδενική ανοχή απέναντι στα «καπιταλιστικά χταπόδια». Σε αυτήν την πεποίθηση έμεινε πιστός μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1965, δύο μόλις χρόνια πριν την άνανδρη δολοφονία του στη Βολιβία και έχοντας ιδεολογικά “ανδρωθεί” μέσα απ’ την εμπειρία της κουβανικής επανάστασης, θα γράψει στο τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του: «Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνισθεί. Πιστεύω στην ένοπλη πάλη σαν μοναδική λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωση τους και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου» [9].

Ο Τσε δεν έτρεφε αυταπάτες. Τα όσα είχε δει και βιώσει στις χώρες της λατινικής Αμερικής που ταξίδεψε, μεταξύ 1951 και 1956, είχαν ριζώσει μέσα του μιαν αλήθεια: καμία “εθνική επανάσταση” της οποίας θα ηγούνταν η ντόπια μπουρζουαζία δεν ήταν πραγματική επανάσταση. Όπως έδειξε και η εμπειρία της Κούβας, η αστική τάξη – όσο ριζοσπαστικοποιημένη κι’ αν εμφανίζονταν και όσες διαφορές και αν είχε με το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο – κατέληγε πάντα συμμαχική δύναμη των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Όπως ο Μαρξ επέκρινε το 1844 την στάση της τότε γερμανικής μπουρζουαζίας απέναντι στη φεουδαρχική μοναρχία, έτσι και ο Γκεβάρα βάζει στο στόχαστρο του την, υποταγμένη στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, λατινοαμερικάνικη αστική τάξη της εποχής του. «Η μεγαλοαστική τάξη δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους μεγάλους αγροκτηματίες για να πολεμήσουν το λαό και να φράξουν το δρόμο προς την επανάσταση»γράφει το 1963 [10]. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει μια επαναστατική εμπροσθοφυλακή. Για τον Τσε, ο λενινισμός του 1917 παρείχε ένα λαμπρό παράδειγμα στον αγώνα για τη λαϊκή εξουσία. «Εάν υπήρχε μια προλεταριακή πρωτοπορία που να ήταν ικανή να προβάλει τις ουσιώδεις διεκδικήσεις του προλεταριάτου, να δεί καθαρά που πρέπει να στραφεί, και να επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, για να εγκαταστήσει μια νέα κοινωνία θα ήταν δυνατόν να τραβήξει μπροστά παρακάμπτοντας τα εμπόδια» σημείωνε σε πολιτικό του κείμενο [11].

Κατά τη διάρκεια της κουβανικής επανάστασης ο Γκεβάρα σχηματίζει την άποψη πως, με τις επικρατούσες τότε συνθήκες (στην Κούβα η εργατική τάξη ήταν ακόμη αδύναμη και ανοργάνωτη) και δεδομένης της πολιτικής δειλίας που επιδείκνυε η πλειοψηφία της αριστεράς στη λατινική Αμερική, το αντάρτικο ήταν αναπότρεπτο για την ελευθερία των λαών. Παρά το γεγονός όμως ότι έδωσε βάση στον ανταρτοπόλεμο ως μέσο για το πέρασμα στη λαϊκή εξουσία, ο Τσε ουδέποτε υποτίμησε τους εργατικούς αγώνες. Το αντίθετο μάλιστα. Έβλεπε τον αντάρτικο αγώνα ως προμετωπίδα ενός γενικότερου επαναστατικού ρεύματος στο οποίο ασφαλώς ουσιαστικό ρόλο θα έπαιζε η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. «Όσοι θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας τον μαζικό αγώνα, σαν να επρόκειτο για αγώνες αντίθετους, είναι επικριτέοι» θα γράψει στο γνωστό του έργο “Ανταρτοπόλεμος, μια Μέθοδος”. Στα κείμενα του Τσε Γκεβάρα γίνεται κατανοητό ότι το να πάρει κάποιος το όπλο δεν είναι αυτοσκοπός. «Ο ειρηνικός αγώνας μπορεί να διεξαχθεί από μαζικά κινήματα» έγραφε, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονης κρίσης, με την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει ισχυρό, ριζοσπαστικό και μαζικό λαϊκό εργατικό κίνημα που θα παρέλυε το αστικό κράτος και θα έπαιρνε αυτό την εξουσία.

Η εμπειρία της Γουατεμάλας, παρ’ όλα αυτά, είχε αφήσει έντονα τα σημάδια της στην σκέψη του Τσε. Έγραφε, λοιπόν, αναφορικά με την ειρηνική – και σύμφωνα με τους αστικούς νόμους – κατάκτηση της εξουσίας: «Όταν μας μιλούν για κατάκτηση της εξουσίας με μιαν εκλογική διαδικασία, η ερώτηση μας είναι πάντα η ίδια: αν ένα λαϊκό κίνημα αρπάξει την κυβέρνηση κερδίζοντας τη μεγάλη λαϊκή ψήφο και αποφασίσει να αρχίσει τους μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που διαμορφώνουν το πρόγραμματα του, δεν θα βρεθεί τάχα αμέσως σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές τάξεις της χώρας; Ο στρατός άραγε δεν υπήρξε πάντα όργανο αυτών των τάξεων; […] Με ένα λίγο-πολύ αιματηρό πραξικόπημα, η κυβέρνηση μπορεί να ανατραπεί και το παλιό παιχνίδι να ξαναρχίσει επ’ άπειρον» [12]. Αυτό δεν συνέβη ουσιαστικά στην Χιλή του Αλιέντε τον Σεπτέμβρη του 1973; Επομένως, ο ένοπλος αγώνας ήταν το έσχατο καταφύγιο των καταπιεσμένων (αγροτική και εργατική τάξη) όταν ο πολιτικός, ταξικός αγώνας απέναντι στο αστικό κατεστημένο δεν είναι εφικτός ή δεν θεμελιώνονταν στο ξερίζωμα των μονοπωλίων και της δύναμης της αστικής τάξης. Βιώνοντας την πολιτική κατάσταση στη Γουατεμάλα, τη Βολιβία και, ασφαλώς, στην Κούβα ο Τσε οδηγήθηκε σε αυτό το συμπέρασμα.

Κατά τη διάρκεια της σύντομης συμμετοχής του στην επαναστατική κουβανική κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο ο Γκεβάρα θα μελετήσει σε βάθος τη μαρξιστική και λενινιστική πολιτική οικονομία και θα πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν την Κούβα: μεγάλης κλίμακας αγροτική μεταρρύθμιση, εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού, κοινωνικοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ίδρυση ερευνητικών και αναπτυξιακών κέντρων για την εκβιομηχάνιση, προώθηση διακρατικών εμπορικών συμφωνιών μεταξύ Κούβας, Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας. Για τον Τσε, η εντρύφηση στο μαρξισμό ήταν μια διαρκής διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, κριτικής προσέγγισης και ανάλυσης της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Κάτω από τον μπερέ του ατρόμητου αντάρτη, υπήρχε ένας ακούραστος μελετητής των θεωριών των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος. Γι’ αυτο άλλωστε προέτρεπε και τη νέα γενιά, τους νέους κομμουνιστές, να μελετούν, να συζητούν, να οργανώνουν σχολές μαρξισμού.

Cuban Children with Che portrait guevaristas org

Η πολιτική σκέψη του Τσε Γκεβάρα (η οποία, ασφαλώς, είναι αδύνατο να εξαντληθεί στις γραμμές ενός μόνο άρθρου) περέμεινε ανολοκλήρωτη και και η, ούτως η άλλως, σπουδαία συνεισφορά του ημιτελής καθώς οι σφαίρες του ιμπεριαλισμού έκοψαν το νήμα της ζωής του στις 9 Οκτώβρη 1967 στο χωριό Λα Ιγκέρα της Βολιβίας. Καμία σφαίρα όμως, όσο ισχυρή κι’ αν είναι, δεν στάθηκε ικανή να σβήσει την επαναστατική κληρονομιά του κομμουνιστή Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα που δεν του αρκούσε “να ερμηνεύει τον κόσμο” αλλά, όπως θα’ γραφε κι’ ο Μαρξ, “προσπάθησε να τον αλλάξει”. Μια κληρονομιά βαθιά πολιτική, φωτεινός φάρος για όσους δε διστάζουν “να είναι ρεαλιστές” και να ζητάνε “το αδύνατο” σε δύσκολες εποχές…

* Ο Νίκος Μόττας είναι υποψ. διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας & ιδρυτής του Ελληνικού Αρχείου Τσε Γκεβάρα.

Υποσημειώσεις:

[1] Guevara, Ernesto.Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας, Λιβάνης Ν.Σ, Αθήνα: 2004, σελ. 131.

[2] ο.π., σελ. 63.

[3] ο.π., σελ. 151.

[4] Κορμιέ, Ζαν. Τσε Γκεβάρα, Καστανιώτης, Αθήνα: 1995, σελ. 32.

[5] Taibo, Paco Ignacio. Guevara, also known as Che, St.Martin’s Griffin, 1999, p.31.

[6] Συνέντευξη στην εφημ. Granma, 20 Οκτώβρη 1967. Αναφέρεται στο βιβλίο του Μισέλ Λεβί, «Η Φιλοσοφική σκέψη του Τσε Γκεβάρα», Εκδόσεις Καρανάση, 1982.

[7] Guevara, Ernesto. Back On The Road: A Journey To Central America, Harvill Press, 2001.

[8] ο.π.

[9] Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα: 2009, σελ. 192.

[10] Πολιτικά Κείμενα. Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού», Τόμος Α΄, Καρανάση, Αθήνα: 1970, σελ. 102.

[11] ο.π., Τόμος Β’, Καρανάση, Αθήνα: 1971, σελ. 64.

[12] Ernesto Che Guevara, Textes Politiques, Oeuvres III, σελ.69

Ένας επαναστάτης της επιστήμης και της συνείδησης

Tο παρακάτω κείμενο του Αρμάντο Χαρτ Ντάβαλος δημοσιεύθηκε ως Προλογικό Σημείωμα στο βιβλίο «Ο Τσε Γκεβάρα μιλάει στους νέους» (Che Guevara talks to young people), εκδόσεις Διεθνές Βήμα, 2004.

Του Αρμάντο Χαρτ*.

Για μένα είναι τιμή και ταυτόχρονα αποτελεί μια πραγματική πρόκληση η συγγραφή ενός προλόγου στο βιβλίο «Ο Τσε Γκεβάρα μιλάει στους νέους» – ένα βιβλίο που ως επίλογο έχει την ομιλία του Φιντέλ μπροστά στο μνημείο το οποίο χτίστηκε στο κέντρο του νησιού για να στεγάσει τα ιερά οστά του ήρωα, μαζί με εκείνα των αξέχαστων συντρόφων του. Θα προσπαθήσω να μοιραστώ με το νέο σε ηλικία αναγνώστη – στον οποίο, κατά κύριο λόγο, απευθύνεται το βιβλίο αυτό – κάποιες, σύντομες αναγκαστικά, σκέψεις γι’ αυτή την εξαιρετική φυσιογνωμία της αμερικανικής ηπείρου και της συγχρονης παγκόσμιας ιστορίας.

Είναι αλήθεια ότι ο Τσε θα μιλούσε διαφορετικά σήμερα στους νέους ανθρώπους – οι οποίοι βιώνουν πολύ διαφορετικές συνθήκες – απ’ ότι μιλούσε τρείς και πλέον δεκαετίες νωρίτερα. Ξαναδιαβάζοντας, ωστόσο, αυτές τις ομιλίες, εκπλήσσεται κανείς από το πόσο εξαιρετικά επίκαιρες είναι. Οι ομιλίες αυτές επιβεβαιώνουν ότι πράγματι ο Τσε είναι ένας άνθρωπος του παρόντος.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 λεγόταν ότι όλα τα μοντέλα αλλαγής του κόσμου είχαν πλέον εκλείψει, και μαζί τους κάθε πιθανότητα να βρεθούν νεα. Η εικόνα, όμως, του Ηρωικού Αντάρτη προβάλλει σαν ένα φάντασμα που πλανάται σε όλον τον δυτικό κόσμο. Το φάντασμα αυτό μεγαλώνει και θα συνεχίσει να γιγαντώνεται, θα δυναμώνει και θα μεγαλώνει ο πλούτος των ιδεών του στον βαθμό που αγγίζει τους νέους ανθρώπους και εκείνοι κάνουν κτήμα τους την ουσία των πράξεων και των οραμάτων του Τσε. Ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, ένας από τους πιο σημαντικούς επαναστάτες στοχαστές της Λατινικής Αμερικής, μελέτησε και κατέδειξε την αναγκαιότητα των μύθων. Επισήμανε ότι οι λαοί που κατάφεραν πολλά, χρειάστηκε να δημιουργήσουν μύθους μεταξύ των μαζών. Εάν θέλουμε να είμαστε επαναστάτες με την αυστηρή έννοια του όρου, πρέπει να μελετήσουμε τα αίτια και τους παράγοντες που κάνουν τον Τσε να ζει στις καρδιές της αμερικανικής ηπείρου και να εκφράζει με χίλιους δυο τρόπους τους πόθους και τα οράματα της πιο ριζοσπαστικής νεολαίας κάθε ηπείρου. Τριάντα και πλέον χρόνια από τότε που πέρασε στην αθανασία στη χαράδρα του Γιούρο, η μορφή του αντηχεί στις πλατείες και στους δρόμους, ξαναζωντανεύοντας την κραυγή «Πάντα μπροσά ως τη νίκη!» (Hasta la victoria siempre!). Ο καλύτερος τρόπος να είμαστε συνεπείς προς τις ιδέες του σοσιαλισμού και προς τις δυνατότητες μιας επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας και να εντοπίσουμε τους λόγους που βρίσκονται πίσω από αυτό το γεγονός.

Τα διδάγματα και το παράδειγμα της θυσίας του Τσε στις ζούγκλες της Βολιβίας έχουν χαράξει για πάντα στο μυαλό των νέων γενιών μια αίσθηση ηρωισμού και ηθικών αξιών στην πολιτική και στην ιστορία. Και αφού ο ηθικός παράγοντας είναι αυτό που λείπει από την πολιτική, και η έλλειψη αυτή έχει οδηγήσει ακόμα και σε επαναστάσεις, υπάρχει μια πεποίθηση του Τσε που έχει με δραματικό τρόπο επιβεβαιωθεί: δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση χωρίς τον ηθικό παράγοντα. Ο Τσε μίλησε επίσης με ευγλωττία, βάθος και σφρίγος για την ανάγκη ενός νέου τύπου ανθρώπου στον εικοστό πρώτο αιώνα. Η ίδια η ζωή έχει υποχρεώσει έναν τέτοιο άνθρωπο να διαμορφωθεί στον εικοστό αιώνα. Η αναγνώριση του τεράστιου ρόλου της κουλτούρας και των ηθικών αξιών στην ιστορία των πολιτισμών και τα πρακτικά συμπεράσματα που βγαίνουν από την αναγνώριση αυτή είναι το σημαντικότερο μήνυμα του Comandante Ερνέστο Τσε Γκεβάρα προς τους νέους ανθρώπους. Το ζήτημα αυτό έχει μια προϊστορία. Ο πολιτισμός δεν ανέλυσε ποτέ με το απαιτούμενο βάθος και απο επιστημονική σκοπιά το ρόλο των ηθικών και πνευματικών αξιών στο πέρασμα της Ιστορίας. Αυτή είναι η πιο σημαντική πνευματική πρόκληση που έχει κληροδοτήσει στη νεολαία ο εικοστός αιώνας.

Η δυτική και χριστιανική κουλτούρα στην Ευρώπη εξελίσσεται από το έτος 1000 και νωρίτερα, για να καταφέρει – με το Μαρξ και τον Ένγκελς – να φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της φιλοσοφικής γνώσης, στους τομείς των κοινωνικών και οικονομικών επιστημών. Στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, στο μεταξυ, αποκρυσταλλωνόνταν ένας τρόπος σκέψης – με σύμβολα τον Μπολιβάρ και τον Μαρτί – ο οποίος, σε επιστημονική βάση, τόνιζε τη δύναμη του ανθρώπου και τον ρόλο της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και της πολιτικής. Η πρωτοτυπία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα – όπως και της κουβανικής επανάστασης – συνίσταται στο εξής: εμπνευσμένος από την πνευματική κληρονομιά της Δικής μας Αμερικής και με αφετηρία την αφοσίωση του στις ηθικές αξίες, υιοθέτησε τις ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς και υποστήριξε τη χρήση των λεγόμενων υποκειμενικών παραγόντων στην κινητοποιήση και την καθοδήγηση της επαναστατικής δράσης των μαζών και της κοινωνίας συνολικά.

Ο Χαρτ (δεξιά) με τον Τσε την περίοδο της Επανάστασης.

Αυτό που είναι πολύτιμο και ενδιαφέρον από τη σκοπιά του μαρξισμού είναι ότι, από την άποψη που μόλις ανέφερα, ο Τσε βρέθηκε κατά βάθος πιο κοντά στον Μαρξ, απ’ ότι άλλες ερμηνείες των ιδεών του συγγραφέα του Κεφαλαίου, οι οποίες κυριάρχησαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Η τριτοκοσμική προοπτική των διεθνιστών ανταρτών που έπεσαν στη Βολιβία ήταν ένα σιωπηρό κάλεσμα προς τους σοσιαλιστές, να προσανατολίσουν αποφασιστικά τις ενέργειες τους προς τον Τρίτο Κόσμο. Η σοφία μιας τέτοιας ηθικής και πολιτικής προοπτικής δεν έγινε κατανοητή και δεν υποστηρίχθηκε στον καιρό της, από εκείνους που μπορούσαν και όφειλαν να το κάνουν. Γι’ αυτόν το λόγο, ο κόσμος άλλαξε κατά τρόπο που να ευνοεί την πιο αντιδραστική δεξιά, καταλήγοντας σε ένα μεταμοντέρνο χάος.

Σε μια ομιλία του Τσε στο Αλγέρι, στις 24 Φλεβάρη του 1964, αυτό το κάλεσμα προσέλαβε δραματικές διαστάσεις και χαρακτήρα έντονης αντιπαράθεσης. Κατά τραγικό τρόπο, η ιστορία θα απεδείκνυε πως είχε δίκαιο. Το πιο θλιβερό πράγμα για τους επαναστάτες είναι ότι η θέση του Τσε σχετικά με το ρόλο των χωρών που παλαιότερα ήταν αποικίες ή νεο-αποικίες βρισκόταν πολύ κοντά στα όσα είχε προβλέψει αρκετές δεκαετίες νωρίτερα ο Λένιν, εφιστώντας την προσοχή στη σημασία των απελευθερωτικών κινημάτων τα οποία ξεπρόβαλλαν τότε στην Ανατολή. Υπάρχουν πολλά πολύτιμα βιβλία γραμμένα από τον άνθρωπο που σφυρηλάτησε την Οκτωβριανή Επανάσταση, τα οποία θα έπρεπε να μελετήσουμε ξανά σήμερα.

Η ανεπάρκεια των κοινωνικών επιστημών στο κυρίαρχο σύστημα απορρέει από το γεγονός ότι αρνούνται να αντικρίσουν μια αποφασιστικής σημασιας πραγματικότητας: τη φτώχεια που εξαπλώνεται σήμερα και η οποία αποτελεί, μαζί με την καταστροφή της φύσης, τη ρίζα των δεινών και της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου. Η σπουδαιότερη πρόκληση για τον άνθρωπο, καθώς χαράζει ο εικοστός αιώνας, είναι να ξεπεράσει την κατάσταση αυτή. Από επιστημονική σκοπία, το να θέτει κανείς ένα τέτοιο ζήτημα – αντί να υποκρίνεται ότι δεν υπάρχει – είναι ο ακρογωνιαίος λίθος ενός ηθικού συστήματος το οποίο φιλοδοξεί να θέσει γερά θεμέλια για το μέλλον. Η περιφρόνηση του ανθρώπινου πόνου είναι το μεγαλύτερο έγκλημα των κοινωνικών συστημάτων που υπάρχουν στις μέρες μας. Να είμαστε ρεαλιστές, αλλά να βλέπουμε την πραγματικότητα του ανθρώπου συνολικά και σφαιρικά, όχι αποσπασματικά, με μικροπρέπεια, όπως την αντιλαμβάνονται τα σημερινά κυρίαρχα συμφέροντα.

Ο Τσε έβλεπε και αποτιμούσε την πραγματικότητα από μια ηθική σκοπιά – με σκοπό να τη βελτιώσει. Εδώ εντοπίζεται η δύναμη του μύθου που μας άφησε. Οι ιδέες του συνδυάζουν την πιο εξελιγμένη εκδοχή της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής σκέψης – τον Μαρξ και τον Ένγκελς – με το ουτοπικό όραμα της Δικής μας Αμερικής – του Μπολιβάρ και τον Μαρτί. Το σφάλμα όσων αποκηρύσσουν την ουτοπία είναι ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις πραγματικές ανάγκες όπως προκύπτουν από τα γεγονότα που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι ικανοί να συλλάβουν τις αλήθειες του αύριο.

Η πεμπτουσία του λατινοαμερικανικού πολιτισμού που βρίσκεται στην επαναστατική συνείδηση του Τσε συνίσταται στο εξής: έβλεπε την πραγματικότητα και την πράξη ως απαραίτητα στοιχεία για την κατανόηση της αλήθειας και για τον μετασχηματισμό του κόσμου ώστε να υπερισχύσει η δικαιοσύνη, ενώ την ίδια στιγμή έπαιρνε την αίσθηση της ουτοπίας που έχει ο Νέος Κόσμος και τη μετέτρεπε σε κίνητρο για τη διαμόρφωση της πραγματικότητας του αύριο. Ο Τσε δεν αποκήρυξε, λοιπόν, ούτε την πραγματικότητα, ούτε την ελπίδα. Ήταν ένας επαναστάτης της επιστήμης και της συνείδησης, απαραίτητα στοιχεία και τα δύο για να ανταποκριθεί στην πρόκληση του επόμενου αιώνα η αμερικανική ήπειρος, αλλά και ο κόσμος.

* Ο Αρμάντο Χαρτ Ντάβαλος (γεν.1930) είναι διαπρεπής κουβανός πολιτικός και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας.  Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Κινήματος της 26ης Ιουλίου και δραστήριο οργανωτικό μέλος της Επανάστασης.  Είναι ο πατέρας της αδικοχαμένης τροτσκίστριας συγγραφέως Σέλια Χαρτ (1963-2008).