Χόρχε Μασέτι: Συνάντηση και συνέντευξη με τον Τσε στην Σιέρρα Μαέστρα (Μέρος ‘Β)

Che Guevara with Jorge Masetti Sierra Maestra

Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης που δώθηκε στον αργεντίνο δημοσιογράφο Χόρχε Ρικάρντο Μασέτι τον Απρίλη του 1958. Ο Μασέτι ήταν ο πρώτος αργεντίνος που έβλεπε ο Γκεβάρα μετά από πολύ καιρό. Ήταν ο δημοσιογράφος με πρωτοβουλία του οποίου αργότερα ιδρύθηκε το ειδησεογραφικό δίκτυο Prensa Latina που συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα ως πηγή ειδήσεων από την Κούβα και τη λατινική Αμερική. Το πρώτο μέρος εδώ.

Γκεβάρα: Κουβέντιασα με τον Φιντέλ μια ολόκληρη νύχτα. Το ξημέρωμα, ήμουν πλέον ο γιατρός της μελλοντικής του εκστρατείας. Στην πραγματικότητα, μετά τις εμπειρίες των ταξιδιών μου ανά τη Λατινική Αμερική και το επιστέγασμα της Γουατεμάλα, δεν χρειάζονταν και πολλά για να πεισθώ να ενταχθώ σε οποιαδήποτε επανάσταση εναντίον ενός τυράννου, αλλά ο Φιντέλ με εντυπωσίασε ως ένας άντρας εκπληκτικός. Αντιμετώπιζε και επέλυσε τις πιο απίθανες καταστάσεις. Είχε την ακλόνητη πίστη ότι, έτσι και ξεκινούσε για την Κούβα, θα κατάφερνε να φτάσει. Πως, όταν θα έφτανε, θα πολεμούσε. Και πως πολεμώντας, θα νικούσε. Συμμερίστηκα την αισιοδοξία του. Έπρεπε να το κάνει, να αγωνιστεί, να το πραγματοποιήσει. Να πάψει τα κλάματα και να παλέψει. Και για να αποδείξει στο λαό της πατρίδας του ότι μπορούσε να του έχει εμπιστούνη, επειδή ότι έλεγε το έκανε, έριξε το περίφημο σύνθημα του: “Το ’56 ή θα είμαστε ελεύθεροι ή θα είμαστε μάρτυρες”, ανακοινώνοντας ότι, προτού τελειώσει εκείνη η χρονιά, θα αποβιβαζόταν κάπου στην Κούβα, επικεφαλής του εκστρατευτικού του σώματος.

Ερώτηση: Και τι συνέβη μόλις αποβιβαστήκατε;

Η συζήτηση πλέον συγκέντρωνε το ενδιαφέρον περισσότερων από τριάντα ακροατών. Καθισμένοι στο έδαφος, με το όπλο ανάμεσα στα γόνατα και τα κασκέτα να προστατεύουν τα μάτια από την αντηλιά, “οι άντρες του Τσε” κάπνιζαν και άκουγαν προσεκτικά, χωρίς να αρθρώνουν ούτε λέξη. Ένας νεαρός γενειοφόρος γιατρός έραβε ένα δάχτυλο ενώνοντας το τέλειο, με όλη του την προσοχή στα όσα άκουγε. Ο Γίμπρε, φανατικός θαυμαστής των ηγετών της επανάστασης, αλλά άγρυπνος δογματικός ανέλυε κάθε λέξη του Γκεβάρα, ξύνοντας τα σπυριά στο στομάχι του με τα καφετιά από το αργιλώδες χώμα, νύχια του. Ο Βιρέγιες άκουγε νυσταγμένα. Ο Γκιγέρμο, ένα αμούστακο αγόρι με πολύ μακριά μαλλιά, καθάριζε το τουφέκι του με την ίδια προσοχή που ο γιατρός έραβε το δάχτυλο. Από κάποιο σημείο, ερχόταν να αναμειχθεί στη μυρωδιά του ταμπάκου εκείνη του τηγανητού χοιρινού.

Ο Γκεβάρα συνέχισε την κουβέντα του με το τσιγάρο στο στόμα και τα πόδια αναπαυτικά απλωμένα.

Γκεβάρα: Όταν φτάσαμε, μας διέλυσαν. Είχαμε ένα φρικτό ταξίδι με το γιότ Γκράνμα, στο οποίο επέβαιναν οι 82 αντάρτες, συν το πλήρωμα. Μια καταιγίδα μας έβγαλε από την πορεία μας και οι περισσότεροι υποφέραμε από ναυτία. Το νερό και τα τρόφιμα στο κότερο είχαν τελειώσει και, το αποκορύφωμα των ατυχιών, όταν φτάσαμε στο νησί, το κόλλησε στη λάσπη. Από τον αέρα και από την ακτή μας πυροβολούσαν αδιάκοπα, ήδη είχαμε απομείνει ζωντανοί λιγότεροι από τους μισούς – ή με μισή ζωή – αν λάβουμε υπόψη την κατάσταση μας. Συνολικά, απ’ τους 82, απομείναμε με τον Φιντέλ 12. Από την πρώτη στιγμή η ομάδα μας μειώθηκε σε 7, καθώς οι άλλοι 5 την κοπάνησαν. Αυτό ήταν ότι απέμεινε από το φιλόδοξο εκστρατευτικό σώμα του Κινήματος της 26ης Ιουλίου. Ξαπλωμένοι στο έδαφος, χωρίς να μπορούμε να πυροβολήσουμε για να μην προδοθούμε, περιμέναμε την τελική απόφαση του Φιντέλ, ενώ από μακριά ηχούσαν οι συστοιχίες πυροβόλων του ναυτικού και οι ριπές των βομβαρδιστικών της αεροπορίας.

Ο Γκεβάρα άφησε έναν καγχασμό στη θύμηση όλων αυτών.

Γκεβάρα: Τι τύπος είναι ο Φιντέλ! Ξέρεις, εκμεταλλεύτηκε τον θόρυβο του πολυβόλου για να σηκωθεί όρθιος και να μας πει: “Ακούστε πως μας χτυπούν. Είναι τρομοκρατημένοι. Μας φοβούνται, επειδή ξέρουν ότι θα τους ξεπαστρέψουμε”. Και χωρίς άλλη κουβέντα, φορτώθηκε το τουφέκι και τον γυλιό του και μπήκε επικεφαλής του μικρού μας καραβανιού. Πηγαίναμε γραμμή για το Τουρκίνο, το πιο ψηλό και απρόσιτο βουνό της Σιέρρα Μαέστρα, όπου στήσαμε τον πρώτο μας καταυλισμό. Οι χωρικοί μας κοιτούσαν να περνάμε χωρίς ίχνος εγκαρδιότητας. Αλλά ο Φιντέλ δεν το ‘βαζε κάτω. Τους χαιρετούσε με χαμόγελο και κατόρθωνε μέσα σε ελάχιστα λεπτά να ανοίξει μια συζήτηση λίγο πολύ φιλική. Όταν αρνούνταν να μας δώσουν τρόφιμα, συνεχίζαμε αδιαμαρτύρητα την πορεία μας. Σιγά σιγά η αγροτιά διαπίστωσε ότι εμείς οι “μουσάτοι ρέμπελοι” ήμασταν το ακριβώς αντίθετο των φρουρών που μας έψαχναν. Ενώ ο στρατός του Μπατίστα ιδιοποιούνταν όλα όσα χρειαζόταν από τις παράγκες τους – ακόμα και τις γυναίκες, εννοείται – οι άντρες του Φιντέλ Κάστρο σέβονταν την ιδιοκτησία των χωρικών και πλήρωναν γενναιόδωρα ότι κατανάλωναν. Παρατηρούσαμε, όχι χωρίς έκπληξη, πως οι αγρότες τα είχαν χάσει με τη συμπεριφορά μας. Ήταν συνηθισμένοι στο φέρσιμο του στρατού του Μπατίστα. Σιγά σιγά έγιναν πραγματικοί μας φίλοι και καθώς άρχισαν οι αψιμαχίες μας με τα αποσπάσματα των κυβερνητικών στρατευμάτων, πολλοί εξέφραζαν την επιθυμία να ενωθούν μαζί μας. Όμως, εκείνες οι πρώτες μάχες προς αναζήτηση όπλων, εκείνες οι ενέδρες που άρχισαν να ανησυχούν τους φρουρούς, σήμαναν επίσης και την έναρξη του πιο άγριου κύματος τρομοκρατίας που μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε. Σε κάθε αγρότη έβλεπαν έναν εν δυνάμει αντάρτη και τον σκότωναν. Αν μάθαιναν πως είχαμε περάσει από μια συγκεκριμένη ζώνη, πυρπολούσαν τις καλύβες στις οποίες πιθανόν είχαμε φτάσει. Αν πήγαιναν σε ένα αγρόκτημα και δεν έβρισκαν άντρες – επειδή δούλευαν ή βρίσκονταν στο χωριό – φαντάζονταν ότι είχαν ενταχθεί στις γραμμές μας, που κάθε μέρα όλο και πύκνωναν, και τουφέκιζαν όλους τους υπόλοιπους. Η τρομοκρατία που άσκησε ο στρατός του Μπατίστα υπήρξε, αναμφίβολα, ο πιο αποτελεσματικός μας σύμμαχος τον πρώτο καιρό. Η πιο εύγλωττη σε αγριότητα απόδειξη για την αγροτιά πως ήταν αναγκαίο να ξεμπερδεύουν με το καθεστώς του Μπατίστα.

Ο θόρυβος της μηχανής ενός αεροπλάνου τράβηξε την προσοχή όλων.

“Αεροπλάνο!” φώναξαν πολλοί και όλος ο κόσμος βάλθηκε να τρέχει προς το εσωτερικό της Οτίλια. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο εξαφανίστηκαν από τα ξηραντήρια του καφέ τα χάμουρα των ζώων και τα σακίδια και γύρω από το αγρόκτημα δεν έβλεπες τίποτα πέρα από τον ήλιο που ξάσπριζε τα δέντρα, το τσιμεντένιο δάπεδο του ξηραντήρα και το κοκκινόχωμα του δρόμου. Ένα σκούρο γκρι αεροπλανάκι παρουσιάστηκε πίσω από έναν λοφίσκο και έκανε δύο μεγάλους κύκλους πάνω από την Οτίλια, σε αρκετό ύψος, αλλά δίχως να ρίξει ούτε μια ριπή. Σύντομα εξαφανίστηκε.

Βγήκαμε όλοι από το σπίτι, σαν να ήμασταν επί ώρες εκεί κλεισμένοι. Θύμισα στον Γκεβάρα την πρόθεση μου να συναντήσω το συντομότερο δυνατόν τον Φιντέλ Κάστρο, για να ηχογραφήσω το ρεπορτάζ μου και κατόπιν να επιστρέψω στη βάση, για να προσπαθήσω να το μεταδώσω κατευθείαν στο Μπουένος Άιρες. Μέσα σε λίγα λεπτά μου βρήκε έναν οδηγό, που γνώριζε καλά την περιοχή Χιμπακόα όπου μάλλον δρούσε ο Φιντέλ, και ένα γερό λίγο πολύ μουλάρι χωρίς πάρα πολλές πληγές.

“Πρέπει να φύγετε τώρα αμέσως”, μου εξήγησε ο Γκεβάρα, “για να φτάσετε εγκαίρος στον πρώτο καταυλισμό, και αύριο το πρωί θα συνεχίσετε μέχρι το Λας Μερσέδες. Εκεί ίσως να μπορέσουν να σας πουν κατά που κινείται ο Φιντέλ. Με λίγη τύχη, σε τρεις μέρες θα τον έχετε εντοπίσει”.

Καβάλησα το μουλάρι και τους αποχαιρέτησα όλους, υποσχόμενος στο Γκεβάρα να συναντηθούμε στη Λα Μέσα έπειτα από μερικές μέρες, όταν θα επέστρεφα με το ρεπορτάζ μου. Έδωσα στον Γίμπρε μόλικα χρησιμοποιημένα φιλμ και δύο μαγνητοταινίες, για να τα φυλάξει στη βάση μετάδοσης.

Κόντευε μεσημέρι και το γουρούνι άρχισε να τηγανίζεται και πάλι, αφού πέρασε η τρομάρα του αεροπλάνου. Η οσμή λίπους, που τόσο με ανακάτωνε αρχικά, μου φάνηκε υπέροχη. Ο απίστευτα καθαρός αέρας της Σιέρρα Μαέστρα αποτελούσε ένα σπουδαίο τονωτικό για το στομάχι μου. Ο Σορί Μαρίν μου έφερε μισή ντουζίνα μπανάνες, που αυτή τη φορά – ποτέ δεν κατάφερα να μάθω γιατί – τις λέγανε μαλτένιες. Ο Γκεβάρα συνέστησε στον οδηγό μεγάλη προσοχή όταν θα πλησιάζαμε στο Λας Μίνας. “Είναι ο πρώτος συμπατριώτης μου που βλέπω εδώ και πολύ καιρό”, φώναξε γελώντας, “και θέλω να αντέξει τουλάχιστον ώσπου να στείλει το ρεπορτάζ στο Μπουένος Άιρες”. “Τσάου”, τον χαιρέτησα από μακριά.

Καμιά τριανταριά φωνές αποκρίθηκαν, γελώντας και κραυγάζοντας, θαρρείς και μόλις είχα δώσει τον πιο κωμικό χαιρετισμό που θα μπορούσα να σκεφτώ.

Πηγή: “Ο Τσε από τον Γκεβάρα”, Εκδόσεις Τόπος, 2008. Τίτλος πρωτότυπου: Che desde la memoria, 2004, Ocean Press.