Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας – Εισαγωγικό Σημείωμα (Μέρος Πρώτο)

Του Σίντιο Βιτιέρ.

Αν υπάρχει ένας ήρωας στον αγώνα της Λατινικής Αμερικής για απελευθέρωση – από την εποχή του Μπολίβαρ [1] μέχρι τη δική μας – ο οποίος γοήτευσε νέους ανθρώπους από τη Λατινική Αμερική και από ολόκληρο τον κόσμο, ο ήρωας αυτός είναι ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Και, μολονότι μετά το θάνατο του έγινε ένας σύγχρονος μύθος, δεν έχει χάσει ακόμα τη νεανική ζωντάνια του. Το αντίθετο, ο μύθος του τόνισε ακόμα περισσότερο τη νεανικότητά του, η οποία, μαζί με την τόλμη και την αγνότητα του, φαίνεται ότι συνιστούν τη μυστική ουσία του χαρίσματος του. Ένας τέτοιος χαρακτήρας, για να γίνει μύθος, σύμβολο τόσο πολλών απεγνωσμένων ελπίδων, πρέπει να διαθέτει κάποια βαρύτητα, κάποια ιερότητα.

Η ιστορική ουτοπία χρειάζεται πρόσωπα για να την ενσαρκώσουν. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε την καθημερινή φύση των ανθρώπων αυτών, που υπήρξαν παιδιά, έφηβοι και νέοι προτού αποκτήσουν τις ικανότητες εκείνες με τις οποίες μας καθοδηγούν. Δεν είναι ότι θέλω να θάψω την εξαιρετική τουςφύση στις κοινότοπες ή προσωπικές πλευρές της ζωής τους, αλλά ότι η γνώση αυτών των πρώτων, διαμορφωτικών σταδίων μάς δείχνει την αφετηρία της μεταγενέστερης πορείας τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του Τσε: η αφήγηση από τον ίδιο αυτού του πρώτου ταξιδιού που έκανε με το φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο προσφέρει σε όσους αισθάνονται νέοι μια άμεση και χαρούμενη, σοβαρή και ταυτόχρονα σαρκαστική εικόνα του νεαρού άντρα, ώστε μπορούμε σχεδόν να δούμε το χαμόγελο του και να ακούσουμε τη φωνή και την ασθματική ανάσα του. Είναι νέος, όπως αυτοί, και γέμισε ολόκληρη τη ζωή του με νεανική ζωντάνια και ωρίμασε χωρίς να την αφήσει να χαθεί.

Αυτή η έκδοση των Ημερολογίων Μοτοσικλέτας, των σημειώσεων που περιγράφουν ένα ταξίδι που έκαναν χωρίς δισταγμό, πάνω στη θορυβώδη μοτοσικλέτα Ποδερόσα II (η οποία παρέδωσε το πνεύμα στη μέση του ταξιδιού, αφού όμως πρώτα μετέδωσε στην περιπέτεια έναν εύθυμο παλμό, που αισθανόμαστε κι εμείς), ελεύθεροι σαν τον άνεμο, με μόνο σκοπό να γνωρίσουν τον κόσμο, είναι αφιερωμένη σε όσους ανθρώπους δε ζουν τα νιάτα τους απλώς ως μια σειρά γεγονότων, αλλά με όλητην ψυχή και το πνεύμα τους. Στις πρώτες σελίδες, ο νεαρός άντρας που θα γινόταν ένας από τους γνήσιους ήρωες του εικοστού αιώνα μάς προειδοποιεί: «Αυτή δεν είναι μια αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων». Η λέξη «ηρωικών» ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες, γιατί δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτές τις σελίδες χωρίς να έχουμεστο μυαλό μας το μέλλον του Τσε, μια εικόνα του πάνω στη Σιέρα Μαέστρα, μια εικόνα που έφτασε στην τελειότητα στην Κεμπράδα δελ Γιούρο της Βολιβίας [2]. Αν αυτή η νεανική περιπέτεια δεν ήταν το προοίμιο της διαμόρφωσης του επαναστάτη, οι σελίδες αυτές θα ήταν διαφορετικές και θα τις διαβάζαμε με διαφορετικό τρόπο, αν και δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς. Το γεγονός ότι γνωρίζουμε πως είναι του Τσε – μολονότι τις έγραψε πριν γίνει ο Τσε – μας κάνει να πιστεύουμε ότι είχε ένα προαίσθημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαβαστούν. Για παράδειγμα: Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις σημειώσεις «πέθανε» μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της Αργεντινής και αυτός που τις τακτοποιεί και τις «ξαναχτενΐζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον. Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε περισσότερο απ’ ό,τι πίστευα.

Οι σελίδες αυτές είναι η μαρτυρία – το αρνητικό μιας φωτογραφίας, όπως το έθεσε επίσης – μιας εμπειρίας που τον άλλαξε, μιας πρώτης «αναχώρησης» προς τον έξω κόσμο, η οποία, όπως ητελευταία του αναχώρηση, ήταν δονκιχωτική όσο αφορά τον ημι-συνειδητό τρόπο που τη βίωσε και, όπως για τον Δον Κιχοτη, είχε το ίδιο αποτέλεσμα στο πεδίο της συνείδησης του. Ήταν το «πνεύμα ενός ονειροπόλου» που ξυπνάει. Κατά βάση, και με την τέλεια λογική του απρόβλεπτου, το ταξίδι τους έχει προορισμό το Βορρά, όπως και έγινε στην πραγματικότητα: το «αρνητικό μιας φωτογραφίας» της Βόρειας Αμερικής, τοοποίο αποτελούν η φτώχεια και τα αδιέξοδα της Νότιας Αμερικής, και την αληθινή γνώση του τι σημαίνει για εμάς η Βόρεια Αμερική. «Εκείνες τις στιγμές μάς διέφευγε το τεράστιο μέγεθος του εγχειρήματος μας. Βλέπαμε μόνο τησκόνη του δρόμου και εμάς τους δυο πάνω στη μοτοσικλέτα να καταβροχθίζουμε τα χιλιόμετρα στη φυγή μας προς το Βορρά». Αυτή η «σκόνη του δρόμου» δεν ήταν άραγε, μολονότι ο Τσε δεν το αντιλαμβανόταν, η ίδια σκόνη που ο Χοσέ Μαρτί [3] είδε όταν ταξίδεψε από την Γκουάιρα στο Καράκας «με μια κοινή μικρή άμαξα»; Δεν ήταν η δονκιχωτική σκόνη μέσα από την οποία εμφανίστηκαν τα φαντάσματα της αμερικανίκης λύτρωσης, «το φυσικό σύννεφο σκόνης που θα σηκωθεί όταν οι φοβερές αλυσίδες μας πέσουν στο χώμα;» [4]. Ο Μαρτί όμως ήταν από το Βορρά και ο Τσε πήγαινε προς αυτόν, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στο πεπρωμένο του, το οποίο βλέπουμε κι εμείς μέσα από τα ανέκδοτα και τις βινιέτες του. Ο Καμ Μπακ [5],  ο μικρός σκύλος με το «ένστικτο του αεροπόρου», τον οποίο τόσο κωμικά μάς παρουσιάζει ο Τσε να χοροπηδάει γύρω από τη μηχανή στο δρόμο από τη Βίγια Γκεσέλ προς το Μιραμάρ, εμφανίζεται ξανά μετά από χρόνια στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα σαν ένα κουτάβι πουπρέπει να στραγγαλιστεί εξαιτίας των «υστερικών γαβγισμάτων» του κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης ενέδρας που στήθηκε με την ελπίδα να συλληφθεί ο [περιβόητος συνταγματάρχης του Μπατίστα] Σάντσες Μοσκέρα. «Μ’ έναν τελευταίο νευρικό σπασμό το κουτάβι έπαψε να κουνιέται. Κειτόταν εκεί, φαρδύ πλατύ, με το κεφαλάκι του πάνω στα κλαδιά». Στο τέλος όμως αυτού του συμβάντος από τα Επεισόδια του Επαναστατικού Πολέμου, ένας άλλος σκύλος εμφανίζεται στο χωριουδάκι του Mαρ Βέρδε. Ο Φέλιξ τον χάιδεψε στο κεφάλι και ο σκύλος τον κοίταξε. Ο Φέλιξ ανταπέδωσε το βλέμμα και τότε εκείνος κιεγώ ανταλλάξαμε μια ένοχη ματιά. Ξαφνικά έπεσε σιωπή. Νιώσαμε μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα καθώς το μειλίχιο κι ωστόσο πονηρό βλέμμα του σκύλου φαινόταν να περιέχει μια υποψία μομφής. Εκεί, ενώπιον μας, μολονότι μας παρατηρούσε με τα μάτια ενός άλλου σκύλου, βρισκόταν το δολοφονημένο κουτάβι. Ο Καμ Μπακ ήταν αυτός που είχε επιστρέψει, δικαιολογώντας το όνομα του, θυμίζοντας μας όσα είπε ο Εσέκιελ Μαρτίνες Εστράδα, ο άλλος μεγάλος Αργεντινός, για το ημερολόγιο εκστρατείας του Χοσέ Μαρτί: Αυτές οι συγκινήσεις, αυτά τα αισθήματα δεν μπορούν να περιγραφούν ή να εκφραστούν με τη γλώσσα ποιητών και ζωγράφων, μουσικών και μυστικιστών πρέπει κανείς να τις… απορροφήσει χωρίς απόκριση, όπως κάνουν τα ζώα με τα στοχαστικά και εκστασιασμένα μάτια τους [6]. Μια σύγκριση των Επεισοδίων με τα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας  μάς δείχνει ότι, αν και είχαν περάσειπάνω από δέκα χρόνια, το δεύτερο υπήρξε λογοτεχνικό πρότυπο για το πρώτο. Το διακρίνει η ίδια μετριοπάθεια, η ίδια ειλικρίνεια, η ίδια φρεσκάδα, ακριβώς η ίδια σύλληψη των στιγμών η οποία προσδίδει ενιαίο χαρακτήρα σε κάθε σύντομο κεφάλαιο· και, βέβαια, η ίδια αταραξία πουδέχεται τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα γεγονότα χωρίς έντονες εναλλαγές συναισθημάτων. Αυτό που αναζητείται δεν είναι η λογοτεχνική ικανότητα, αλλά η πιστή απόδοση των εμπειριών και η αφηγηματική αποτελεσματικότητα. Όταν επιτυγχάνονται και τα δύο, η ικανότητα ακολουθεί με τρόπο φυσικό, παίρνοντας τη θέση που της αναλογεί, χωρίς να τυφλώνει ούτε να ενοχλεί, αλλάσυνεισφέροντας με το δικό της τρόπο. Εδώ, με εξαίρεση μερικές στιγμές αδεξιότητας ή δισταγμού, το ύφος του Τσε έχει ήδη διαμορφωθεί. Τα χρόνια θα το εξευγένιζαν, όπως ο ίδιος εξευγένισε τη βούληση του με την ευχαρίστηση ενός καλλιτέχνη, αν και όχι με αυτή ενός χειριστή του λόγου: μια βουβή ντροπαλότητα τον ανάγκαζε να μη στέκεται πολύ στις λέξεις, αλλά να προχωρεί προς τηνποίηση της γυμνής εικόνας, την οποία το ανεπαίσθητο άγγιγμα του μετέτρεπε σε πραγματικότητα. Ο κύκλος «Εγώ – αυτό μέσα μου» ανοίγει και κλείνει συνεχώς, αφήνοντας χώρο για ένα ύφος πουπροτιμά να παραμένει αθέατο. Ο πεζός λόγος πάνω στη σελίδα ρίχνει φως, δεν επιμένει όμως υπερβολικά στην ανεπαίσθητα επιφανειακή αφήγηση. Κυλάει ανάμεσα στην περιγραφήσυναισθημάτων (στα Επεισόδια, «ο αποφασισμένος δολοφόνος άφηνε πίσω του καμένες καλύβες, θλίψη…») και αφηγήσεις, στις οποίες αναζητάει τον εαυτό του (στα Ημερολόγια, «Ο άνθρωπος, μέτροτων πάντων, μιλάει εδώ με το δικό μου στόμα και διηγείται με το δικό μου λεξιλόγιο αυτό που είδαν τα μάτια») και καμιά φορά φαίνεται σαν να μας κοιτάζει.

Ο ζωντανός πεζός λόγος του Τσε δίνει χρώμα στα αντικείμενα μέχρι εκεί που φτάνει η ματιά του καισυχνά, αν το τοπίο το επιτρέπει, με μια προσωπική πινελιά: Ο δρόμος φιδοσέρνεται ανάμεσα στα χαμηλά βουνά, που μόλις προδιαγράφουν την αρχή της μεγάλης Κορδιλιέρας, και κατηφορίζει απότομα, για να καταλήξει στο χωριό, άχαρο και θλιβερό, ματριγυρισμένο από μεγαλοπρεπή βουνά σκεπασμένα με πυκνή βλάστηση. Το επεισόδιο της απόπειρας να κλέψουν κρασί, και άλλα ανάλογα, αποτελούν υπέροχα δείγματα επιδεξιότητας στην επιλογή λέξεων: Το γεγονός ήταν ότι είχαμε μείνει απένταροι, όπως πάντα, να σκεφτόμαστε ποια από τα χαμόγελα που είχαν υποδεχτεί τα μεθυσμένα μου καμώματα μπορεί να έκρυβαν το ειρωνικό «μα ποιον πας να κοροϊδέψεις;» Μια αίσθηση παράδοξου επιστρέφει. Στο κεφάλαιο «Παρακαμπτήριο εξερεύνηση»: «Η σκοτεινιά της νύχτας έφερνε μαζί της μύριους ανησυχητικούς θορύβους και μια παράξενη αίσθηση κενού σε κάθεβήμα που κάναμε μέσα στο σκοτάδι». Στα Επεισόδια: «Και τότε, την ώρα της ενέδρας, μια αλλόκοτησιγή  επικράτησε  για  μια  στιγμή.  Όταν  πήγε  να  μαζέψει  τους  νεκρούς  μετά  τους  πρώτους πυροβολισμούς, δεν ήταν κανένας στον αυτοκινητόδρομο…» Η εικόνα ξεχειλίζει από την αφθονία καιταυτόχρονα τη σιωπή του ορατού κόσμου: Η πελώρια φιγούρα ενός ελαφιού διέσχισε σαν οπτασία το ποταμάκι, και το προφίλ του, ασημί από τοφεγγαρόφωτο,  χάθηκε  στη  λόχμη.  Ο  παλμός  της  φύσης  μάς  συγκίνησε βαθιά (Ημερολόγια Μοτοσικλέτας). Η φωνή και η παρουσία του [του Φιντέλ] στο δάσος, που φωτιζόταν από τους φακούς, προσέλαβετόνους κίνησης και μπορούσες να δεις ότι ο ηγέτης μας άλλαζε τις ιδέες πολλών ανθρώπων (Επεισόδια). Μολονότι γίνεται αναφορά στη φωνή και στον τόνο του Φιντέλ, η σκηνή μάς φαίνεται σιωπηλή, σαν να την παρακολουθούμε από μακριά.

[1]  Ο Σιμόν Μπολίβαρ ηγήθηκε αρκετών ένοπλων επαναστάσεων, βοηθώντας μεγάλο τμήμα της Λατινικής Αμερικής να αποκτήσει τηνανεξαρτησία του από την Ισπανία. Οραματιζόταν μια ομοσπονδία ισπανόφωνων νοτιοαμερικανικών κρατών.

[2]  Το φαράγγι οτο οποίο η αντάρτικη ομάδα του Τσε έπεσε σε ενέδρα στις 8 Οκτωβρίου 1967 και ο ίδιος ο Τσε πιάστηκε όμηρος. Δολοφονήθηκε την επόμενη μέρα.

[3]  Χοσέ Μαρτί, Κουβανός εθνικός ήρωας και ποιητής, συγγραφέας, ρήτορας και δημοσιογράφος. Ο Μαρτί ίδρυσε το Επαναστατικό Κόμμα Κούβας το 1892 για να πολεμήσει την ισπανική εξουσία και να αντιταχθεί στην νεο-αποικιο-κρατία των ΗΠΑ. Κήρυξε τον πόλεμο τηςανεξαρτησίας το 1895 και σκοτώθηκε στη μάχη.

[4]  Χοσέ Μαρτί, Άπαντα, Αβάνα, εκδόσεις Editorial National de Cuba, 1963-73, τόμος 7, σ. 289-90.

[5]  Το αγγλικό παρατσούκλι που έδωσε ο Ερνέστο στο μικρό σκύλο που πηγαίνει στην Τσιτσίνα, τη φιλενάδα του που κάνει διακοπές στο Μιραμάρ.

[6]  Εσέκιελ Μαρτίνες Εστράδα, 0 Επαναστάτης Μαρτί, Αβάνα, εκδόσεις Casa de las Americas, 1967, σ. 414.

* Ο Σίντιο Βιτιέρ (Cintio Vitier, 1921-2009) ήταν βραβευμένος κουβανός ποιητής, συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Το  κείμενο του δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «The Motorcycle Diaries: Notes on a Latin American Journey». Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ν.Σ. Λιβάνης (2004), μετάφραση: Ευάγγελος Κεφαλλονίτης.