Τσε Γκεβάρα και Φιντέλ Κάστρο: Σύντροφοι και φίλοι στην Επανάσταση, μέχρι το τέλος

Γράφει ο Νίκος Μόττας

Μια απάντηση στα ψέματα και την προπαγάνδα του Ιμπεριαλισμού για την σχέση των δύο μεγάλων επαναστατών.

Ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχουν ειπωθεί γύρω απ’ την Κουβανική Επανάσταση σχετίζεται με την σχέση δύο ηγετικών στελεχών της: του Φιντέλ Κάστρο και του Τσε Γκεβάρα. Οι εκδοχές αυτών των ψεμάτων ποικίλουν ανάλογα με την πηγή που τα διαδίδει. Όλες όμως καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «ο Κάστρο πρόδωσε τον Τσε». Η ιστορία αυτών των διαδώσεων δεν είναι καθόλου καινούργια ασφαλώς. Από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, πηγές που είχαν ως βάση τους τις ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει την παραφιλολογία περί των δήθεν διαταραγμένων σχέσεων του Τσε με τον Κάστρο.

Η απόφαση του Γκεβάρα να πάει στο Κονγκό το 1965, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τη θέση του στο υπουργείο βιομηχανίας, δημιούργησε θύελλα ψεύτικων διαδώσεων. Γράφει σχετικά ένας εκ των κύριων βιογράφων του, ο Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ: «Φήμες σε βραζιλιάνικες εφημερίδες, που δημοσιεύθηκαν […] τοποθετούσαν τον Τσε στα μέσα του ’65 στην Κολομβία, στο Περού, στη Χιλή, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στην Ουρουγουάη, ακόμα και σε μια ψυχιατρική κλινική της Πόλης του Μεξικου. Έξι ειδήσεις από διαφορετικά περιοδικά, που είχαν ξεφυτρώσει σε διάφορες χώρες κατα τη διάρκεια του 1965, ανακοίνωναν το βίαιο θάνατο του. Η πιο παράξενη είδηση ίσως ήταν αυτή που τον ήθελε νεκρό και θαμμένο στο υπόγειο ενός εργοστασίου στο Λάς Βέγκας, στην παγκόσμια πρωτεύουσα των τυχερών παιχνιδών» (Ερνέστο Γκεβάρα: Γνωστός και ως Τσε, 1995).

Η πλειοψηφία αυτών των διαδόσεων προέρχονταν χωρίς αμφιβολία από τη CIA, η οποία φρόντιζε να σπείρει «ειδήσεις» για δήθεν ρήξη του Τσε με την κουβανική κυβέρνηση. Συνεχίζει ο Τάϊμπο: «Σύμφωνα με μια κουβανέζικη πηγή, οι εκπομπές των ραδιοφωνικών σταθμών που ελέγχονταν από τη CIA διέδιδαν στα προγράμματα τους που απευθύνονταν στην Ασία ότι ο Τσε είχε δολοφονηθεί από τον Φιντέλ λόγω της φιλοκινεζικής του τάσης και στις εκπομπές προς την Ανατολική Ευρώπη λόγω του ότι ήταν φιλοσοβιετικός».

Κατα τη διάρκεια της διαμονής του Τσε στο Κονγκό, οι φήμες για την τύχη του είχαν οργιάσει. Πηγές απ’ το Μαϊάμι διέδιδαν ότι βρίσκεται στη Δομινικανή Δημοκρατία παίρνοντας μέρος σε λαϊκή εξέγερση, άλλες πηγές αντεπαναστατών στις ΗΠΑ ότι είχε σκοτωθεί σε οδομαχίες στον Άγιο Δομίνικο. Εξόριστοι αντίπαλοι του Κάστρο διέδιδαν πως ο Τσε επέβαινε σε υποβρύχιο που είχε καταστραφεί αύτανδρο από ριπή πυροβολικού. Ήταν δε τέτοια η επιθυμία των αμερικανών να διαστρεβλώσουν τα γεγονότα που, όπως γράφει ο Τάιμπο, «η υπηρεσία (CIA) είχε παγιδευτεί στο ψεύδος που προσπαθούσε να διαδώσει, ότι δηλαδή οι διαφωνίες με τον Φιντέλ είχαν προκαλέσει την πτώση του Τσε και, κατά συνέπεια, είχε συλληφθεί ή εκτελεστεί στην Κούβα (όπως λέει ο Μαρτσέτι, ένας από τους λόγιους της Εταιρίας)». Ο υποδιοικητής της Μεραρχίας του Δυτικού Ημισφαιρίου για τις κουβανικές υποθέσεις, Τζον Χαρτ, προσπαθούσε να μαντέψει που βρισκόταν ο Τσε. Σε μια επίσκεψη του στον σταθμό της CIA στο Μοντεβιδέο είχε αναφέρει ότι ίσως να βρισκόταν σε κάποιο νοσοκομείο της Σοβιετικής Ένωσης υποφέροντας από κάποια …διανοητική διαταραχή που του προκλήθηκε από φάρμακο κατά του άσθματος.

Ο Φιντέλ Κάστρο έχει αναφερθεί στις φημολογίες που κυκλοφορούσαν για τη δήθεν ρήξη του με τον Τσε. Γι’ αυτές τις φήμες έχει κατηγορήσει τόσο τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και τους αντεπαναστάτες κουβανούς του Μαϊάμι, όσο και λατινοαμερικάνους τροτσκιστές οι οποίοι ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι το δρόμο που είχε χαράξει η Επανάσταση στην Κούβα. Ο ρόλος των τροτσκιστών στη διάδοση ψευδών ειδήσεων περί της τύχης του Τσε το 1965 δεν είναι καθόλου αμελητέος. Στις αρχές του 1966, το πρακτορείο Φρανκ Πρες μετέδωσε την ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ότι ο Φιντέλ και ο Τσε είχαν ανταλλάξει πυροβολισμούς κατά τη διάρκεια μιας φιλονικίας και ότι ο Τσε είχε σκοτωθεί. Την ιστορία επιβεβαίωσε και αναδημοσίευσε μια τροτσκιστική εφημερίδα.

Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Ο Κάστρο και ο Τσε διατηρούσαν μια σταθερή φιλία βασισμένη στην αλληλοεκτίμηση. Από τα γραπτά που μας έχει αφήσει ο Τσε δεν υπάρχει ούτε δείγμα αρνητικής κριτικής απέναντι στον Φιντέλ – διαφορετικές οπτικές και απόψεις τακτικής φύσης υπήρχαν, ούτε υπόνοια όμως για θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο αντρών. Η αποχώρηση του Τσε από την Κούβα το 1965 αποτελεί μέχρι και σήμερα το βασικό σημείο που επικεντρώνεται η παραφιλολογία για τη δήθεν διαμάχη τους. Καμία ωστόσο από τις ψευδολογίες δεν τεκμηριώνεται. Γκεβάρα και Κάστρο είχαν συμφωνήσει πως από την στιγμή που θα στερεώνονταν η κουβανική Επανάσταση, ο Τσε θα ήταν ελεύθερος να ριχτεί ξανά στη μάχη, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου. Αυτός ήταν βασικός όρος που ο ίδιος ο Τσε είχε θέσει στον Φιδέλ από τις πρώτες τους κιόλας συνομιλίες στο Μεξικό, κάτι που ο Κάστρο είχε αποδεχθεί: «Εγώ το μόνο που θέλω είναι, αφού θα θριαμβεύσει η επανάσταση, αν θελήσω να πάω να πολεμήσω στην Αργεντινή, να μη μου στερήσετε αυτή τη δυνατότητα, να μη με εμποδίσουν ως προς αυτό τα ζητήματα του κράτους».

Ο ιδιαίτερος γραμματέας του Τσε στο Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης (INRA), ο Χοσέ Μανουέλ Μανρέσα, θυμάται τα λόγια του Γκεβάρα κατά τη πρώτη μέρα της παρουσίας του στο γραφείο. Τα παραθέτει ο Π.Ι.Τάϊμπο: «Το 1961, όταν φτάσαμε στο γραφείο του Τμήματος Βιομηχανίας, ο Τσε ακούμπησε σε μια αρχειοθήκη και μου είπε: Θα μείνουμε εδώ πέντε χρόνια κι ύστερα θα φύγουμε. Με πέντε χρονάκια παραπάνω, θα μπορούμε ακόμα να στήσουμε ένα αντάρτικο».

Che and Fidel - companeros 24Η περίφημη ομιλία του Τσε στο Αλγέρι το 1965, στο πλαίσιο του Δευτέρου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης, έχει χαρακτηριστεί ως ο λόγος της φημολογούμενης ρήξης του Γκεβάρα με τον Κάστρο. Και αυτό επειδή ο Τσε είχε αναφερθεί με σκληρά λόγια στην τακτική της τότε σοβιετικής ηγεσίας να χρεώνει την υλικοτεχνική βοήθεια που παρείχε σε υπανάπτυκτες χώρες που πάλευαν για αποδέσμευση από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά. Η σκληρή κριτική που είχε ασκήσει τότε ο Γκεβάρα στην ηγεσία Χρουστσώφ ενδέχεται να ενόχλησε σοβιετικούς κύκλους και να προβλημάτισε ακόμη και την ίδια την κουβανική κυβέρνηση. Δεν αποτελεί όμως λόγο για «ρήξη» στις σχέσεις Κάστρο-Γκεβάρα. Μια ματιά στις ομιλίες του Κάστρο κατα τα έτη 1966-67 αποδεικνύει ότι ο ίδιος ο Φιντέλ δεν δίσταζε να εκφωνήσει αρκετά επικριτικούς λόγους απέναντι στην σοβιετική ηγεσία. Η άποψη ότι οι δύο επαναστάτες ήρθαν σε ρήξη λόγω της ομιλίας του Τσε στο Αλγέρι αποτελεί κατα κύριο λόγο κατασκεύασμα της CIA, έκθεση της οποίας το Οκτώβρη του 1965 ανέφερε ότι ο Τσε είχε «εκπέσει» του αξιώματος του στην Κούβα λόγω της αντίθεσης του «απέναντι στις πολιτικό-οικονομικές πρακτικές της ΕΣΣΔ και της διαφωνίας με τους ρώσους οικονομικούς συμβούλους». Άλλωστε, η πρακτική της CIA να «σπέρνει ζιζάνια» στις σχέσεις σοσιαλιστικών εταίρων και συμμάχων δεν ήταν καθόλου άγνωστη. Το παραπάνω επιχείρημα όμως δεν έχει καμία ουσιαστική βάση, μιάς και η οικονομική πολιτική του Τσε (περί εκβιομηχάνισης) ακολουθήθηκε για τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια (1966-67). Ο Τάϊμπο παραθέτει τη μαρτυρία στενού συνεργάτη του Γκεβάρα (Φιγκέρας) στο υπουργείο βιομηχανίας: «Έχουν γραφτεί πολλά σχετικά με το γεγονός ότι τάχα εγκαταλείψαμε την ιδέα του Τσε για εκβιομηχάνιση για να ασχοληθούμε με τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η προσπάθεια για την εκβιομηχάνιση παρατάθηκε μέχρι το ’66-67».

Εάν ίσχυαν τα ψεύδη των της CIA, τότε λογικά ο Φ.Κάστρο θα εγκατέλειπε το Γκεβάρα κατά τις επόμενες επαναστατικές απόπειρες του αργεντίνου. Αυτό όμως δε συνέβη ούτε κατά το ελάχιστο, ούτε στο Κονγκό, ούτε αργότερα στη Βολιβία. Ο Κάστρο έλαβε προσωπικά μέρος στην προετοιμασία του Τσε και της ομάδας των κουβανών ανταρτών για το ταξίδι στο Κονγκό και όρισε υπεύθυνους για την ασφάλεια του Γκεβάρα τους δύο έμπιστους συνοδούς του Κομαντάντε, τον Ντρέκε και τον Μαρτίνες Ταμάγιο. Κατα τη διάρκεια της παραμονής του Τσε στο Κονγκό, οι δύο άνδρες διατηρούσαν επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας η οποία έχει διασωθεί, καθώς ο Γκεβάρα ενημέρωνε αναλυτικά τον κουβανό ηγέτη για τα τεκταινόμενα στην αφρικανική χώρα. Εάν η σχέση τους είχε διαταραχθεί – όπως αναφέρει η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα – τότε γιατί υπήρχε αυτή η προσωπική επικοινωνία και γιατί η κουβανική κυβέρνηση συνέχιζε να ενισχύει το αντάρτικο μέτωπο του Κονγκό με αντάρτες και οπλισμό;

Μια απ’ τις πλέον εμπεριστατωμένες έρευνες αναφορικά με την σχέση των δύο επαναστατών έχει γίνει από τον Simon Reid-Henry στο βιβλίο “Fidel and Che: A revolutonary friendship”. Χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό από Αβάνα και Μόσχα, όπως και αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA, ο Henry έχει προσπαθήσει να δώσει το στίγμα μιας φιλίας που κράτησε μέχρι τέλους. Το βασικό νόημα που περνάει το βιβλίο είναι ότι Φιντέλ και Τσε, δύο διαφορετικές προσωπικότητες, ήταν βαθιά – πιστοί ο ένας στον άλλο – φίλοι και σύντροφοι που, ασχέτως διαφωνιών σε επιμέρους ζητήματα, διατήρησαν την φιλία και αλληλοεκτίμηση τους μέχρι τέλους. Η σχέση του Γκεβάρα με τον Κάστρο συγκρίνεται – με όλες τις διαφοροποιήσεις που εμπεριέχει – με αυτήν του Μάρξ και του Ένγκελς. Ο Simon Reid-Henry απορρίπτει την παραφιλολογία για τη δήθεν ρήξη μεταξύ τους και την φιμολογούμενη «προδοσία» του Κάστρο: «Η φημολογία αυτή μου προσέλκυσε το ενδιαφέρον στο ξεκίνημα της έρευνας αλλά δεν βρήκα κανένα στοιχείο που να την στηρίζει» και συνεχίζει: «φαίνεται ξεκάθαρα ότι, αν και η άμεση πολιτική τους σχέση τελείωσε ουσιαστικά το 1965, οι δεσμοί φιλίας δεν διαλύθηκαν και ο Φιντέλ δεν πρόδωσε τον Τσε στη Βολιβία».

Γιατί ο Τσε δεν επέστρεψε στην Κούβα

Che_Fidel_Ramon_BenitezΤο γεγονός ότι ο Τσε Γκεβάρα δεν εγκαταστάθηκε και πάλι στην Κούβα μετά τον αντάρτικο αγώνα στο Κονγκό, αλλά προτίμησε να οργανώσει ένοπλο αγώνα στη Βολιβία, έχει χρησιμοποιηθεί ως «υπόνοια» για δήθεν διατάραξη των σχέσεων του με την Αβάνα. Όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει ερευνητές, αλλά και τα ίδια τα γραπτά του Τσε, η απόφαση για την οργάνωση αντάρτικου στη νότια Αμερική είχε ήδη παρθεί από το 1964. Εκείνη τη χρονιά, ο ίδιος ο Γκεβάρα κατέστρωνε σχέδια για δημιουργία εστιών ένοπλου αγώνα στην Αργεντινή και τη Βολιβία – στη βιογραφία του Π.Ι.Τάϊμπο αναφέρεται η συμμετοχή στον σχεδιασμό αυτόν (που δεν είναι ευρύτερα γνωστός) πρωτοκλασσάτων στελεχών της κουβανικής επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Κάστρο. Επομένως, η προσπάθεια για έναρξη αντάρτικου στη νότια Αμερική (που δεν ευοδώθηκε το 1964) είχε προαποφασιστεί πριν ακόμη ο Τσε εγκαταλείψει την Κούβα το 1965 με προορισμό το Κονγκό. Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε Γκεβάρα στον Φιντέλ σήμαινε το τέλος της συμμετοχής του στην κουβανική κυβέρνηση, σε επίσημη πολιτική θέση.

Ο Τσε, πιστός στο διεθνιστικό του καθήκον, θα έδινε τη μάχη στη Βολιβία ούτως ή άλλως.  Επέστρεψε μυστικά στην Κούβα το 1966 προκειμένου να προετοιμαστεί για την αποστολή του αυτή. Από την συνάντηση του με τον Φιντέλ – ο οποίος μάλιστα επιθεώρησε το ψεύτικο διαβατήριο του και με τον οποίο συνομίλησε πρωτού αναχωρήσει – δεν προκύπτει καμία ρήξη, σε προσωπικό τουλάχιστον επίπεδο.  Οι όποιες πολιτικές διαφωνίες – εάν υπήρχαν – δεν έχουν καταγραφεί ώστε να έχουμε σήμερα ενδείξεις. Εάν όντως υπήρχαν, δεν θα είχαν καταγραφεί στο ημερολόγιο του Τσε κατά τους μήνες της παραμονής του στη Βολιβία;

Ποιά είναι η αλήθεια

Ποιοί διαδίδουν τις φήμες για τη δήθεν προδοσία του Φιντέλ απέναντι στον Τσε; Ποιοί στηρίζουν και αναπαράγουν αυτά τα θλιβερά ψεύδη; Οι κοντινοί άνθρωποι του Τσε Γκεβάρα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ειλικρινούς φιλίας που υπήρχε μεταξύ των δύο επαναστατών. Κανένας, ουδέποτε, δεν έχει αφήσει ούτε υπόνοια για την στάση του Φιντέλ. Η σύζυγος του Τσε, η Αλεϊδα Μαρτς, στο βιβλίο της «Αναμνήσεις: η ζωή μου με τον Τσε» (2007) υποστηρίζει ότι ο Φιντέλ στάθηκε στο πλεύρο του Τσε και των διεθνιστικών του καθηκόντων, στηρίζοντας την οικογένεια του δολοφονηθέντος επαναστάτη.

Μέχρι σήμερα, κανένας απ’ τους επιζώντες συντρόφους του Τσε Γκεβάρα στο αντάρτικο δεν έχει κατηγορήσει τον Φιντέλ για προδοσία. Εξαίρεση αποτελούν άνθρωποι οι οποίοι, για ιδιοτελείς λόγους, πέρασαν στο αντεπαναστατικό στρατόπεδο, έφυγαν απ’ την Κούβα και ζουν στο εξωτερικό διαδίδοντας ψεύδη για την επαναστατική κυβέρνηση. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο Ντανιέλ Αλαρκόν Ραμίρες (Μπενίνο), πρώην αντάρτης στην Σιέρρα Μαέστρα και αργότερα στη Βολιβία που σήμερα διαμένει στην Ευρώπη, ο οποίος συγκαταλέγεται στους αντικαστρικούς αυτοεξόριστους. Η άποψη του Μπενίνο είναι ότι ο Φιντέλ, σε συνενόηση με την σοβιετική ηγεσία, εγκατάλειψε τον Τσε στη μοίρα του αφήνοντας τον βορά στα νύχια της CIA και του βολιβιανού στρατού. Παρ’ όλα αυτά, ο πρώην αντάρτης δεν έχει δώσει κανένα χειροπιαστό στοιχείο που να αποδεικνύει τα λεγόμενα του, κάνοντας τη μαρτυρία του να μοιάζει αναξιόπιστη. Στο περίφημο ημερολόγιο της Βολιβίας, που ο Τσε έγραφε τους μήνες πριν την σύλληψη και δολοφονία του, δεν περιλαμβάνεται ούτε ψήγμα κατηγορίας ενάντια στην στάση του Κάστρο και της Αβάνας γενικότερα.

Μπενίνο και Φ.Ροντρίγκες.

Πέραν της CIA και του Ραμίρες, το αίωλο επιχείρημα περί της δήθεν προδοσίας του Κάστρο έχουν διαδώσει αξιωματικοί του βολιβιανού στρατού, μέλη δηλαδή του σώματος που εξεδίωξε, συνέλαβε και δολοφόνησε (έπειτα απο άνωθεν εντολή) τον Τσε. Για παράδειγμα, το ψέμα αυτό το έχει υποστηρίξει θερμά ο πράκτορας της CIA Φέλιξ Ροντρίγκες, εκ των πρωτεργατών της σύλληψης του Τσε. Είναι περισσότερο απο προφανές ότι η διάδοση αυτού του ψέματος ευνοεί εκείνη την πλευρά που θα επιθυμούσε να προκαλέσει ρήγματα στις γραμμές του επαναστατικού κινήματος, να θέσει σε αντιπαράθεση συντρόφους και συμμάχους, να διαβάλει το αραγές μέτωπο της κουβανικής επανάστασης.

Η ερώτηση «ποιός πρόδωσε την προσπάθεια του Τσε στη Βολιβία;» θα απαντηθεί από την ίδια την Ιστορία. Ευθύνες μπορούν να αποδωθούν στην πλευρά του τότε Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας και του αρχηγού του Μάριο Μόνχε, ο οποίος την τελευταία στιγμή απέσυρε την αρωγή που είχε υποσχεθεί στους αντάρτες. Όπως ευθύνες μπορούν να αποδωθούν στην, λανθασμένη όπως αποδείχθηκε, εκτίμηση για την στήριξη που οι χωρικοί της βολιβιανής επαρχίας θα έδιναν στον αντάρτικο στρατό. Το αντάρτικο στη Βολιβία δεν έτυχε τέτοιας λαϊκής υποστήριξης – η τρομοκρατία της δικτατορίας είχε πιάσει τόπο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Φιντέλ Κάστρο και η κουβανική κυβέρνηση στάθηκαν στο πλευρό του Τσε, εφοδιάζοντας με έμψυχο υλικό, οπλισμό, πλαστά διαβατήρια και έγγραφα την προσπάθεια εκείνη.

Το τι διαμείφθηκε στις προσωπικές συζητήσεις του Τσε με τον Φιντέλ δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το σημαντικό είναι ότι, ακόμη και αν είχαν διαφορετική οπτική σε ορισμένα ζητήματα, είχαν κοινούς στόχους. Απ’ την πρώτη γνωριμία στην Πόλη του Μεξικού μέχρι το τραγικό τέλος στη βολιβιανή ύπαιθρο, οι δύο άνδρες διατήρησαν την άρρηκτη σχέση μεταξύ συντρόφων. Η Ιστορία θα δικαιώσει την αλήθεια αυτή, ενάντια στα ψέματα και τις συκοφαντίες του Ιμπεριαλισμού και των διάφορων «καλοθελητών».

Ν.Μόττας, Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα, Αύγουστος 2013.

Η «κατάρα» του Τσε

che guevara assassination 1967 35Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα (Κεφάλαιο 63ο, σελ. 945-949) από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ «Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε», μια απ’ τις πλέον εμπεριστατωμένες έρευνες γύρω απ’ τη ζωή του αργεντίνου επαναστάτη.

Μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια (απο τη δολοφονία του Τσε) στο πλαίσιο μιας σειράς παράδοξων συμπτώσεων – που αναμφίβολα μπορούν να αποδοθούν στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην όλη ιστορία έζησαν σε καιρούς αβέβαιους και στην κόψη του ξυραφιού – οι περισσότεροι απο κείνους που σχετίζονταν με την σύλληψη, τη διαταγή της εκτέλεσης και την εξαφάνιση του πτώματος του Ερνέστο Γκεβάρα έπεσαν θύματα παράξενων θανατηφόρων ατυχημάτων με ελικόπτερα ή αυτοκίνητα, εκτελέστηκαν απο τους κληρονόμους του αντάρτικου, εκτοπίστηκαν, αρρώστησαν μυστηριωδώς, δέχτηκαν πυροβολισμούς, έπεσαν θύματα τρομοκρατικών οργανώσεων της φασματικής Αριστεράς ή της πιο λάθρα βιώσασας δεξιάς ή ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τους πρώην συντρόφους τους.

Λες και το φάντασμα του Τσε είχε επιστρέψει για να ζητήσει το λογαριασμό απο τους δολοφόνους του, ένα συστηματικό κύμα βίας παρέσυρε σταδιακά έναν προς έναν σχεδόν όλους όσοι είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που αυτή η σειρά συμπτώσεων οδήγησε στη γέννηση του θρύλου της “κατάρας” του Τσε, που, σύμφωνα με τις φήμες ή τη λαϊκή δοξασία, είχε στήσει απο τον άλλο κόσμο όλα αυτά τα ατυχήματα και τις απόπειρες δολοφονίας ή είχε στείλει τις αρρώστιες – μια άλλη φήμη, που δε στηρίζεται σε καμία έμπρακτη απόδειξη, απέδιδε στις κουβανέζικες μυστικές υπηρεσίες την οργάνωση μιας επιχείρησης εκδίκησης διεθνούς βεληνεκούς. Παραδόξως, αυτοί που υποστήριζαν την πρώτη υπόθεση δε μιλούσαν για το όλο θέμα με τόση περηφάνια όσο εκείνος ο κουβανός συγγραφέας που υπαινίχθηκε κάποτε χαμογελαστός στον ιστορικό: “οι δικές μας υπηρεσίες…, με έναν κάποιο τρόπο ικανοποίησης στη φωνή.

Ας συνοψίσουμε: Ο Ονοράτο Ρόχας έγινε δημόσιο πρόσωπο ύστερα απο εκείνη τη φωτογραφία στην οποία φαίνεται ο αντιπρόεδρος Σίλες να τον συγχαίρει για το γεγονός ότι είχε καταδώσει τους αντάρτες και είχε οδηγήσει την ομάδα της Τάνιας και του Βίλο Ακούνια στην ενέδρα στο Βάδο ντελ Γέσο. Πρόκειται για μια φωτογραφία θλιβερή, με τον Ονοράτο ντυμένο ρέιντζερ, με ένα πηλήκιο που του έπεφτε μεγάλο και με την κόρη του, που τότε ήταν ενάμισι έτους, στην αγκαλιά του. Στις 14 Ιουλίου του ’69 ένας κομάντο του αναγεννημένου ELZ τον εκτέλεσε με δύο πυροβολισμούς στο κεφάλι. Ζούσε μερικά χιλιόμετρα μακριά απο τη Σάντα Κρους σε ένα μικρό ράντσο πέντε εκταρίων που του είχε χαρίσει ο Μπαριέντος. Ο ίδιος ο στρατηγός Μπαριέντος θα ήταν το επόμενο θύμα. Ο πρόεδρος της Βολιβίας, ο άνθρωπος που επικύρωσε τη διαταγή για την εκτέλεση του τσε, θα πέθαινε απανθρακωμένος μέσα σε λιγότερο απο έναν χρόνο, καθώς το ελικόπτερο με το οποίο ταξίδευε στις 29 Απριλίου του 1969 κατέπεσε κοντά στον οικισμό της Άρκε. Οι συνθήκες του ατυχήμαος δεν διευκρινίστηκαν ποτέ. Σύμφωνα με τις φήμες, πίσω απο τη δολοφονία του βρίσκονταν ο πρώην σύντροφος του, ο στρατηγός Οβάνδο, που τον σκότωσε στη φάση που ο Μπαριέντος προετοίμαζε ένα πραξικόπημα κατα του εαυτού του προκειμένου να απαλλαγεί απο την εσωτερική και εξωτερική αντιπολίτευση. Βέβαια, και ο Οβάνδο εκδιώχθηκε το 1970 απο το προεδρικό μέγαρο, όπου είχε φτάσει χάρη σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε οργανωθεί ενάντια στον αντικαταστάτη του Μπεριέντος απο έναν άλλο στρατιωτικό, το στρατηγό Μιράντα.

Ο συγγραφέας Χόρχε Γκαγιάρδο, ο οποίος βρισκόταν σε στενή επαφή με το επιτελείο των στρατιωτικών που πρωταγωνίστησαν στο προοδευτικό πραξικόπημα του Τόρες χρόνια μετά τα γεγονότα, μας λέει: “Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Τσε, η λαϊκή δοξασία προφήτευε ότι θα έπαιρνε μαζί του στον τάφο του τους υπεύθυνους για το θάνατο του”. Και κανα δυο κουβανοί ιστορικοί που ταξίδεψαν στο νότο της Βολιβίας, στις περιοχές όπου έδρασε το αντάρτικο του Τσε, μας περιγράφουν: “Με αφορμή αυτές τις δοξασίες, άρχισε να κυκλοφορεί αλυσιδωτά μεταξύ των βολιβιανών στρατιωτικών και των συγγενών τους ένα γράμμα το οποίο έλεγε ότι ο θάνατος του Μπαριέντος ήταν τιμωρία σταλμένη απ’ το Θεό και ότι όλους τους υπεύθυνους για τη δολοφονία του Τσε τους περίμενε μεγάλη συμφορά. Για να μπορέσουν να σωθούν, του συμβούλευε να πουν τρεις φορές το Πάτερ ημών και άλλες τρεις το Άβε Μαρία. Έπρεπε να αντιγράψουν το γράμμα σε εννιά αντίγραφα και να το στείλουν σε αντίστοιχο αριθμό παραληπτών”.

Είτε τα αντίγραφα του γράμματος αποδείχθηκαν ανεπαρκή είτε τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο χωρίς κανένα συντονισμό – το θέμα πάντως είναι ότι λίγο μετά το “ατύχημα” του Μπαριέντος ένας ακόμα θάνατος θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της φημολογίας: Στις 10 Οκτωβρίου του 1970, μία μέρα μετά την τρίτη επέτειο του θανάτου του Τσε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο υπολοχαγός Εδουάρδο Ουέρτα, που ήταν ο πρώτος αξιωματικός που είχε πάρει μέρος στην σύλληψη του. Η αλυσίδα συνεχίστηκε με τη βίαιη δολοφονία του αντισυνταγματάρχη Αντρές Σέλιτς, ο οποίος υπήρξε ένας απο τους λίγους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς που είχε μιλήσει με τον τσε στο σχολείο της Ιγκέρα και που είχε προσπαθήσει να τον ταπεινώσει. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, επι κυβερνήσεως Μπάνσερ, όντας ο ίδιος υπουργός Εσωτερικών, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, στο πλαίσιο μιας “ανάκρισης” που διενεργήθηκε απο πράκτορες της στρατιωτικής ασφάλειας, όταν τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να καταστρώνει κρυφά ένα ακόμα απο τα πραξικοπήματα που συνθέτουν την ιστορία της Βολιβίας.

Λίγο αργότερα, ο συνταγματάρχης Ρομπέρτο Κιντανίγια, ο οποίος, ως υπεύθυνος της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του Υπουργείου Εσωτεριικών, παρέστη ως μάρτυρας στον ακρωτηριασμό των χεριών του πτώματος του Τσε προκειμένου να γίνει στο μέλλον η αναγνώριση του, ενώ χρόνια αργότερα υπήρξε ο αυτουργός της δολοφονίας του Ίντι Περέδο, εκτελέστηκε στο Αμβούργο τον Απρίλιο του 1971 απο μια γυναίκα μέλος του ELN, τη Μόνικα Ερλτ. Η Μόνικα, παριστάνοντας τη γερμανία που ήθελε βίζα για τη Βολιβία, μπήκε στο προξενείο, ζήτησε να δει τον συνταγματάρχη Κιντανίγια και όταν την οδήγησαν μπροστά του τον σκότωσε με δυο πυροβολισμούς στο στήθος κι εξαφανίστηκε χωρίς να την πειράξει κανείς.

Η “κατάρα” του Τσε έβγαινε αληθινή, και όχι μόνο χάρη στους στρατευμένους επαναστάτες, καθώς κάποιες φορές έπαιρνε διαφορετική μορφή: Ο πράκτορας της CIA που αναγνώρισε τον Τσε και αργότερα φωτογράφισε το ημερολόγιο του, ο Φέλιξ Ροντρίγκες, με το που επέστρεψε στο Μαϊάμι, άρχισε να υποφέρει απο άσθμα, παρ’ όλο που το άσθμα εκδηλώνεται συνήθως κατά την παιδική ηλικία και εκείνος δεν είχε ποτέ του αντίστοιχο προηγούμενο. “Όταν έφτασα εδώ στο Μαϊάμι (…) έπαθα κρίση άσθματος. Μου έκαναν διάφορα τεστ για κάθε είδους αλλεργίες και κανένα δε βγήκε θετικό. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ίσως επρόκειτο για την “κατάρα” του Τσε ή για κάτι καθαρά ψυχολογικό. Είτε το κλίμα ήταν ξηρό είτε υγρόκ, θερμό ή ψυχρό το ίδιο μου έκανε…”.

Ο Ρενέ Μπαριέντος (αριστερά) και ο Χοσέ Τόρρες.
Ο Ρενέ Μπαριέντος (αριστερά) και ο Χουάν Χοσέ Τόρες.

Ο ταγματάρχης Χουάν Αγιορόα, του οποίου οι ρέιντζερς έδρασαν κατα την τελευταία φάση της εκστρατείας ενάντια στον Τσε και συμμετείχαν στην σύλληψη και τη δολοφονία του, εκτοπίστηκε απο την κυβέρνηση Μπάνσερ στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1972.

Ο Χουάν Χοσέ Τόρες, που ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Βολιβίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον του Τσε και που είχε υπογράψει τη διαταγή της εκτέλεσης, ανέβηκε χρόνια αργότερα στην εξουσία, απο την οποία εκδιώχθηκε απο ένα στρατιωτικό πραξικόπημα συντηρητικού χαρακτήρα, και στις 12 Φεβρουαρίου του ’76 δολοφονήθηκε με τρεις σφαίρες στο κεφάλι απο την ακροδεξιά οργάνωση Τριπλό Α στο Μπουένος Άϊρες. Δύο μήνες αργότερα, το Μάϊο του 1976, στην αντίθετη άκρη του πολιτικού φάσματος, ο στρατηγός Χοακίν Σεντένο Ανάγια – ο οποίος, όντας διοικητής της Όγδοης Μεραρχίας, είχε μεταφέρει την εντολή για την εκτέλεση του Τσε – εκτελέστηκε με πυροβολισμούς στο Παρίσι, όπου βρισκόταν ως πρέσβης της Βολιβίας, από μία εφήμερη ομάδα κομάντος αυτοαποκαλούμενη Διεθνιστική Ταξιαρχία τσε Γκεβάρα, που δεν ανέλαβε ποτέ ξανά δράση ύστερη απ’ αυτή την επιχείρηση. Ο Σεντέντο δέχθηκε τρεις σφαίρες εξ επαφής από όπλο των 7,65mm έξω απ’ την πόρτα του γραφείου του. Οι ερευνητές συσχέτισαν τη δολοφονία του με το γεγονός ότι είχε κατηγορηθεί δημόσια για την προστασία κάποιων πρώην ναζί που κρύβονταν στη Βολιβία με το όνομα Μπάρμπι. Ο λογαχός Βάργας, ο επικεφαλής της ενέδρας στο Βάδο ντε Γέσο, που έπειτα ανέλαβε να κρύψει τα πτώματα του Τσε και των συντρόφων του, υπέστη ψυχολογική διαταραχή, γιατί “τον κυνηγούσαν οι νεκροί, έρχονταν να τον βρουν”…

Ο Γκάρι Πράδο Σαλμόν, ο λοχαγός που έπιασε τον Τσε, τραυματίστηκε από μια σφαίρα που του διαπέρασε και τους δύο πνεύμονες και τραυμάτισε την σπονδυλική του στήλη, αφήνοντας τον παράλυτο, σε μια συμπλοκή που προέκυψε κατά την κατάλυψη ενός καταυλισμού εργατών στα πετρέλαια στην Σάντα Κρους από μία ομάδα φασιστών στις αρχές του ’81. Παραδόξως, τον πυροβολισμό τού τον έριξε κατά λάθος ένας απο τους δικούς του στρατιώτες, το όνομα του οποίου δεν έγινε ποτέ γνωστό.

Είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Αντόνιο Αργέδας εξέτιε ποινή οκταετούς κάθειρξης για την απαγωγή ενός εμπόρου σε μια φυλακή της Βολιβίας, αφού πρώτα είχε πέσει θύμα βομβιστικών επιθέσεων και πυροβολισμών από αγνώστους στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο στρατηγός Αράνα σκοτώθηκε το έτος 2000 σε μια βομβιστική επίθεση στη Λα Παζ. Λίγα ξέρουμε για τη μοίρα του υπαξιωματικού Μάριο Τεράν [1] – ωστόσο κάποιες εφημερίδες λένε ότι περιπλανιέται αλκοολικός πια στους δρόμους της Κοτσαμπάμπα, κυνηγημένος απ’ τη μορφή του Τσε, που του παρουσιάζεται στους εφιάλτες του, και ότι, όπως και ο λοχίας Μπερναρδίνο Ουάνκα, χρειάστηκε πολλές φορές ως τώρα να υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία.

Paco Ignacio Taibo II, «Ernesto Guevara, Conocido como el Che». Στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Κέδρος, 2005.

[1] Σημείωση Guevaristas: Το 2007 ο Μάριο Τεράν υπεβλήθη σε επιτυχημένη εγχείρηση στα μάτια απο κουβανούς γιατρούς. «Τέσσερις δεκαετίες από τότε που ο Μάριο Τεράν προσπάθησε να καταστρέψει ένα όνειρο και μία ιδέα, ο Τσε Γκεβάρα επέστρεψε για να κερδίσει μία ακόμα μάχη» είχε γράψει τότε η κουβανική εφημερίδα Granma.

Φωτό: Ο πρωταγωνιστής της δολοφονίας του Τσε, Φέλιξ Ροντρίγκες, με τον Τζωρτζ Μπους

Ο πρόεδρος Τζωρτζ Μπους (πρεσβύτερος) με τον πράκτορα της CIA Φέλιξ Ροντρίγκες στο Λευκό Οίκο. Υπογραφή «Στον Φέλιξ Ροντρίγκες – με υψηλή εκτίμηση και θαυμασμό».

Ο Φέλιξ Ροντρίγκεζ Μεντιγκούτια δεν είναι ένας τυχαίος άνθρωπος. Πρόκειται για τον γνωστό, στρατολογημένο από τη CIA, κουβανό αντικομμουνιστή που συμμετείχε στην μισθοφορική εισβολή του Κόλπου των Χοίρων. Είναι ο άνθρωπος που τον Οκτώβρη του 1967 ανέλαβε, εκ μέρους της αμερικανικής κυβέρνησης, να διεκπεραιώσει τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία. Οι οδηγίες είχαν έρθει από την Ουάσινγκτον, όταν η ομάδα των ανταρτών είχε ήδη κατακερματιστεί και τα κύρια μέλη της είχαν αιχμαλωτιστεί.

Όταν οι υπηρεσίες κατασκοπίας αντιλήφθηκαν την παρουσία του Τσε στη Βολιβία τον έστειλαν μαζί με διάφορους άλλους πράκτορες κουβανικής καταγωγής στην πόλη Σάντα Κρους ντε λα Σιέρα και αργότερα στο Βαλλεγκράντε. Στις 9 του Οκτώβρη, έφυγε με ελικόπτερο για τη Λα Ιγκέρα, όπου προσπάθησε να ανακρίνει με τη βία τον ηρωικό αντάρτη. Στις 10 το πρωί της ίδιας ημέρας, ο Ροντρίγκεζ είχε λάβει ένα κωδικοποιημένο γράμμα από τα κεντρικά γραφεία της CIA, το οποίο περιείχε τον καθορισμένο κώδικα που σήμαινε το «πράσινο φως» για την εκτέλεση-δολοφονία του Γκεβάρα. Προηγουμένως όμως έπρεπε να ανακρίνει τον Τσε προκειμένου να του αποσπάσει οποιαδήποτε πληροφορία θα ήταν χρήσιμη στην υπηρεσία πληροφοριών.

Όπως έχει αναφέρει ο Εδουάρδο Ουέρτα, νεαρός, τότε, αξιωματικός που βρισκόταν στην είσοδο της σχολικής αίθουσας που κρατούνταν ο Γκεβάρα, ο Ροντρίγκεζ επιχείρησε να ασκήσει βία στον δεμένο αιχμάλωτο πιάνοντας τον από τους ώμους, τραβώντας του τα γένια και φωνάζοντας πως θα τον σκότωνε. Στην προσπάθεια του να τον σταματήσει, ο Ουέρτα ήρθε αντιμέτωπος με τον εξαγριωμένο πράκτορα της CIA ο οποίος τον έριξε στο πάτωμα: «Θα μου το πληρώσεις πολύ γρήγορα, σκατοβολιβιανέ, άγριε Ινδιάνε, ηλίθιε!». Λίγες ώρες αργότερα ο ίδιος άνθρωπος θα έδινε εντολή στο διστακτικό στρατιώτη Μάριο Τεράν να πυροβολήσει τον Τσε. Το μίσος του για τον Κομαντάντε ήταν τέτοιο που, ακόμη και όταν ο Γκεβάρα κείτονταν εμπρός του νεκρός, έβγαλε το πιστόλι για να ρίξει άλλη μια σφαιρά στο νεκρό σώμα.

Η προϋπηρεσία του στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ αποτέλεσε το διαβατήριο και άλλων αποστολών. Το 1984 η CIA τον έστειλε να δουλέψει σε αντεπαναστατικές δραστηριότητες και στον εφοδιασμό των Νικαραγουανών «Κόντρας» με όπλα και τρόφιμα. Ήταν εκείνη την εποχή που γνωρίστηκε με τον τότε αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζώρτζ Χέρμπερτ Μπους. Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε στο Σαλβαδόρ, την Ονδούρα και τη Γουατεμάλα προκειμένου να συντονίσει τις αποστολές που του ανέθεσε η CIA. Βοηθός του, ο τρομοκράτης Λουίς Ποσάδα Καρίλες, δράστης της εγκληματικής απόπειρας εναντίον του αεροσκάφους των κουβανικών αερογραμμών το 1976.

Η συμμετοχή του Ροντρίγκεζ στο σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι ο πράκτορας της CIA κατηγορήθηκε για εμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Οι αποδείξεις που έδειχναν την σαφή συμμετοχή του «θάφτηκαν» από την αθωωτική απόφαση μιας υποεπιτροπής της αμερικανικής γερουσίας. Έτσι, ο Ροντρίγκεζ ήταν εκ των εκλεκτών προσκεκλημένων της ορκωμοσίας, το 1988, του νεοεκλεγέντος προέδρου Μπους στην Ουάσινγκτον. Την στενή φιλία μεταξύ Ροντρίγκες και Μπους αποτύπωσε και ο φωτογραφικός φακός σε συνάντηση τους στο Λευκό Οίκο, ενώ ο πρώην πρόεδρος και ο πρωταγωνιστής της άνανδρης δολοφονίας του Τσε Γκεβάρα και τόσων άλλων «αποστολών» ανταλλάσουν συχνά φιλοφρονήσεις μέσω επιστολών.

Ιδιόχειρο σημείωμα του Τζωρτζ Μπους προς τον Φέλιξ Ροντρίγκες.

Πηγή: Adys Cupull & Froilan Gonzalez, «CIA κατά ΤΣΕ», Σύγχρονη Εποχή, 1997. Επιμέλεια: Ν.Μόττας.

Πάθη και θάνατος στην Βολιβία – Το τέλος του Τσε Γκεβάρα (Μέρος Τρίτο)

(Συνέχεια από Δεύτερο μέρος).

Στις 8 Απρίλη του 1967, ο Γκεβάρα έμαθε ένα ακόμα δυσάρεστο νέο. Ο πρώην πρόεδρος Παθ Εστενσόρο που είχε ανατραπεί από τους στρατιωτικούς και ζούσε εξόριστος στην Λίμα δήλωσε ότι οι γκερίλας ήταν κομμουνιστές και ότι κατά συνέπεια ο λαός δεν έπρεπε να τις στηρίξει. Ο Εστενσόρο δήλωσε επίσης ότι σημασία είχε πρωτίστως να κρατηθεί το καθεστώς εθνικιστικό.

Στις 10 Απριλίου, οι γκερίλας στήνουν ενέδρα σε ένα σύνταγμα στρατιωτών κοντά στο αγρόκτημα Νινκαχουάζου σε ένα πλάτωμα που ονομάζεται Ιριπίτι. Η μάχη κρατά περίπου 30 λεπτά της ώρας και 11 στρατιώτες του βολιβιανού στρατού σκοτώνονται. Ο Γκεβάρα και οι γκεριλας που μετρούν πια την δεύτερη νίκη τους, συλλαμβάνουν 7 τραυματισμένους στρατιώτες και ακόμα 11 που τους παραδίδονται. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ένας αξιωματικός. Οι γκερίλας έχουν δύο νεκρούς όμως πέφτουν στα χέρια του 35 ανέπαφα αυτόματα με όλα τους τα πυρομαχικά.

Μετά από αυτή τους την νίκη, οι γκερίλας αποσύρονται στο Νινκαχουάζου το οποίο σχεδιάζουν να το εγκαταλείψουν άμεσα. Το αγρόκτημα αποφασίζεται να μείνει στα χέρια δύο μελών της αποστολής. Τον Γάλλο δημοσιογράφο Ρεζί Ντεμπραί που εκτός από φίλος του Κάστρο θα κάλυπτε ειδησιογραφικά και την γκερίλια και τον Αργεντινό Σίρο Μπούστος, πολιτικό πρόσωπο που συμφωνούσε με τις ιδέες του Τσε, όχι όμως και την οργάνωση της γκερίλια. Πριν η γκερίλια αποτραβηχτεί στο δάσος γίνεται συζήτηση και κριτική. Συμφωνούνται τα δύο θεμελιώδη λάθη της: Η ελλιπής πληροφόρηση για τις πολιτικές συνθήκες της Βολιβίας και η ελλιπής τροφοδοσία.

Ο στενός αυχένας του Νινκαχουάζου είναι περικυκλωμένος από καθεστωτικές δυνάμεις. Ο Γκεβάρα δεν γνώριζε πως να οδηγήσει τους γκερίλας για να ξεφύγουν από τον κλοιό. Στο Ελ Μεσόν, η γκερίλια θα πέσει ξανά επάνω σε στρατιωτικό κλιμάκιο και θα του προκαλέσει δύο θύματα. Σκοτώνουν επίσης και ένα ειδικά εκπαιδευμένο σκύλο της CIA για ανεύρεση ανθρώπων μέσα στην ζούγκλα. Η πορεία συνεχίζεται κυρίως την νύχτα σε συνθήκες απόλυτων στερήσεων. Ξανά, δύο εβδομάδες αργότερα, στην περιοχή Ταπερίλια, η γκερίλια θα έρθει σε επαφή με μικρό στρατιωτικό τμήμα και θα σκοτώσει δύο οπλίτες. Η κίνηση της γκερίλια προβληματίζει τις αρχές. Η κινητοποίηση είναι μεγάλη και ακόμα δεν έχει φέρει σοβαρά αποτελέσματα. Μερικές ημέρες μετά οι Ντεμπραί και Μπούστος θα πέσουν στα χέρια των αρχών μαζί με το Άγγλο δημοσιογράφο Τζορτζ Άντριου Ροθ τον οποίο συνάντησαν τυχαία να καλύπτει τις επιχειρήσεις στο χωριό Μουγιουπάμπα.

Στο μεταξύ ο Γκεβάρα συνεχίζει την πορεία του ξεφεύγοντας κυριολεκτικά κάτω από την μύτη ενός ολόκληρου συντάγματος στρατού που επιχειρεί στην ευρύτερη περιοχή του Ελ Μεσόν. Τους προκαλεί ακόμα 3 απώλειες ανάμεσα στους οποίους και ένας αξιωματικός. Σε αυτή την φάση ο Γκεβάρα συντάσσει με τον Βολιβιανό ηγέτη Ρομπέρτο Περέδο την πρώτη διακήρυξη της γκερίλια. Αυτή εγκαθιδρύει και τον Απελευθερωτικό Εθνικό Στρατό Βολιβίας που οι τάξεις του είναι ανοιχτές σε άνδρες και γυναίκες κάθε ιδεολογικής απόχρωσης. Η διακήρυξη σχεδόν δεν κυκλοφόρησε στην Βολιβία, πάντως πέρασε τα σύνορα και έλαβε διεθνή δημοσιότητα. Παρόλα αυτά δεν κατάφερε να ανατρέψει την κακή εικόνα της γκερίλια που βρίσκονταν πιασμένη σε μια φάκα που διαρκώς στένευε.

Μερικές ημέρες μετά η δύναμη της γκερίλια σπάει στα δύο. Μια ομάδα φεύγει δυτικά προς την σιδηροδρομική γραμμή κοντά στα σύνορα με την Αργεντινή ενώ το κύριο τμήμα κινείται βόρεια. Νέες μάχες δίνονται στα περίχωρα του Ελ Εσπίνο και της Μουχίρια και η ομάδα του Γκεβάρα καταφέρνει να συνεχίσει την πορεία της. Στην περιοχή του Μορόκος (σημερινό Πιράι) ο Γκεβάρα δίενι σκληρή αποφασιστική μάχη με υπέρτερες κατά πολύ δυνάμεις. Η ομάδα του αποτελείται αποκλειστικά από βετεράνους της Κούβας και σκληροτράχηλους Βολιβιανούς κομμουνιστές. Επιφέρουν 8 νεκρούς ενώ οι ίδιοι έχουν 3. Σκοπός του Γκεβάρα με την πορεία του προς Βορρά είναι να διασπάσει τον αποκλεισμό του Νινκαχουάζου προς τις πόλεις και να εξασφαλίσουν πέρασμα στον δρόμο που συνδέει την Σάντα Κρουζ με την Κοκαμπάμπα.

Από την άλλη μεριά η ομάδα του Ακούνια Νούνιεθ συλλαμβάνει και εκτελεί ένα πραγματικά εξαιρετικό σχέδιο. Κινούμενη προς δυσμάς, αποκλείει τον δρόμο προς Σάντα Κρουζ, κόβει τις τηλεφωνικές γραμμές και καταλαμβάνει ένα λεωφορείο γεμάτο φοιτητές. Οι αντάρτες βγάζουν λόγο στους φοιτητές που ενθουσιασμένοι τους συνοδεύουν στο χωριό Σαμαιπάτα το οποίο οι γκεριλας καταλαμβάνουν. Οι γκεριλας συλλαμβάνουν τις τοπικές αρχές, μαζεύουν ρουχισμό και φάρμακα και βγάζουν λόγο στους συγκεντρωμένους χωρικούς. Οι γκερίλας, αποκλεισμένοι ως τότε από τον υπόλοιπο κόσμο αποδεικνύονται ξαφνικά άξιοι να αναπτύξουν αρκετή φαντασία και θάρρος για να ξεγελάσουν τον στρατό, να καταλάβουν ένα χωριό και να αναλάβουν πρωτοβουλία. Η κοινή γνώμη είναι βαθιά κλονισμένη και το καθεστώς Μπαρριέντος ανησυχεί γιατί πια δεν δέχεται μονάχα την πίεση της CIA και των ΗΠΑ που θέλουν να τελειώνουν με τους γκερίλας, αλλά και της ως τότε μετριοπαθούς αντιπολίτευσης. Ο Μπαρριέντος αναγκάζεται τον Ιούνιο να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση πολιορκίας. Αστυνομικά μέτρα παίρνονται σε όλη την επικράτεια και συλλαμβάνονται στελέχη κομμουνιστικών και αριστερών οργανώσεων όπως και μέλη της Εθνικιστικής Επαναστατικής Κίνησης. Δικαστικά επιχειρείται ο συσχετισμός των δύο που όμως αποτυγχάνει, προκαλώντας τον έντονο ερεθισμό του λαού που στρέφεται ξανά στα ορυχεία…

Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος είναι δυο μήνες μεγάλης πολιτικής αστάθειας στην Βολιβία. Στις 24 Ιουνίου ο στρατός επιτίθεται στους απεργούς εργάτες ορυχείων στο Κατάβι που διαδήλωναν μέσα στον χώρο εργασίας τους. Προκαλούνται 40 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες. Η σφαγή που είναι γνωστή ως σφαγή του Σαν Χουάν, δεν εξυπηρετεί ωστόσο την υπόθεση του αντάρτικου του Τσε. H κατάσταση είναι τραγική. Δύο παράλληλοι αγώνες βαδίζουν προς την καταστροφή επειδή λείπει η μεταξύ τους συνεννόηση.

Στις 20 Ιουλίου και με δύο από τα τρία κόμματα που στηρίζουν τον Μπαρριέντος να έχουν αποσύρει την στήριξή τους, ο στρατός δίνει ξανά μάχη με την γκερίλια στις όχθες του Μορόκος. Εκείνη την ημέρα η επίθεση αλλάζει ύφος και χαρακτήρα. Ο στρατός κινείται πιο αποφασιστικά και η επίδραση των Αμερικανών πρακτόρων και των «πράσινων μπερέ» γίνεται ευδιάκριτη. Ο Γκεβάρα και οι γκεριλιας αναγκάζονται σε υποχώρηση ενώ καταλαμβάνεται από τον στρατό πολύτιμο υλικό. Στα χέρια τους πέφτουν 10 στρατιωτικοί σάκοι με τρόφιμα, ασύρματοι, πομποί και οπλισμός. Ο Μπαρριέντος ξεκινά την ταχύτατη εκπαίδευση 600 ακόμα ιθαγενών rangers από Αμερικανούς στρατιωτικούς που έρχονται απευθείας από το Βιετνάμ. Ο Γκεβάρα αναγκάζεται να αναγνωρίσει την υπεροχή των αμερικανοκίνητων δυνάμεων.

Ο διοικητής Σέλτον των «πράσινων μπερέ» θα αναφέρει μετά την μάχη: » Ένας σκοτωμένος Βιετκόνγκ στοιχίζει 400.000 δολάρια. Στην Βολιβία η τιμή είναι πολύ πιο φθηνή». Αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1967, το καθεστώς Μπαρριέντος θα οργανώσει μια εκδήλωση τιμής για τους rangers που πολέμησαν την γκερίλια. 35 rangers παρατάσσονται και παρευρίσκεται όλη η αφρόκρεμα του αστικού κόσμου της Βολιβίας. Ξένοι πρέσβεις, πράκτορες της CIA, το επιτελείο του δικτάτορα και τα μέλη του τάγματος των Ροταριανών. Στην εκδήλωση εκφωνούνται λόγοι που εκθειάζουν τις ΗΠΑ και τον δυτικό πολιτισμό. Μια σειρά ξύλινα κουτάκια τοποθετούνται σε ένα τραπέζι για να δοθούν ως δώρα στους rangers. Στο τέλος της τελετής αποκαλύπτεται το περιεχόμενό τους. Πρόκειται για μια κονσέρβα σαρδέλες! Αυτό ακριβώς εννοούσε και ο διοικητής Σέλτον. Αυτό ήταν το μεροκάματο του τρόμου για αυτούς τους ανθρώπους.

Στις 31 Αυγούστου ο στρατός στήνει ενέδρα στην ομάδα του διοικητή Ακούνια Νούνιεθ. που αποτελούνταν από 17 γκερίλας. Η ενέδρα είχε ετοιμαστεί με πολύ μεγάλη φροντίδα. Ο γιος ενός χωρικού έδωσε την πληροφορία σε ένα στρατιώτη : Εκεί που ο πατέρας μου ψάρευε στον Ρίο Γκράντε δυο γκερίλας μπήκαν στο σπίτι μας και ζήτησαν τροφή. Αυτό το περιστατικό συνέβαινε στο Βάντο ντελ Γιέζο στο σημείο που συμβάλουν τα νερά του ποταμού Μαζικούρι μα το αμμώδες ρεύμα του Ρίο Γκράντε. Οι γκεριλας είπαν πως θα επιστρέψουν την επόμενη. Μόλις οι στρατιώτες έμαθαν το νέο διάταξαν την γυναίκα του χωρικού που έλειπε να γυρίσει στο σπίτι της και να περιμένει χωρίς να ανησυχεί την επίσκεψη των ανταρτών. Στο μεταξύ ο στρατός θα παραμόνευε μέσα στις λόχμες. Στην επιστροφή του ο ιδιοκτήτης της καλύβας δέχθηκε σύντομες οδηγίες. Η κυριότερη ήταν να φορέσει άσπρο πουκάμισο για να μην τον μπερδέψουν με τους γκερίλας οι στρατιώτες.

Τελικά ο διοικητής Ακούνια Νούνιεθ επέστρεψε. Σταμάτησε να πιει νερό και πίσω του έφθασαν και οι γκερίλας του. Ο στρατός άνοιξε πυρ. Ο Νούνιεθ σημάδεψε έναν στρατιώτη και οι δυο τους έριξαν ταυτόχρονα ο ένας στον άλλο με αποτέλεσμα να πέσουν κι οι δυο ταυτόχρονα νεκροί. Η μάχη κράτησε λίγο λόγω της σημαντικής διαφοράς ισχύς πυρός. Από τους 17 γκερίλας κατάφεραν να αποσυρθούν μόλις οι 8. Τα σώματα των άλλων τα παρέσυρε το ρεύμα του Ρίο Γκράντε που είχε γίνει κόκκινο. Ο στρατός έχασε 5 άνδρες. Οι άνδρες του Ακούνια που διέφυγαν έπεσαν ξανά σε στρατεύματα δύο ημέρες μετά στην Γιάχο Πάμπα με αποτέλεσμα να χαθούν ακόμα 4. Ο άλλοτε φοβερός λόχος του Ακούνια Νούνιεθ είχε πια αποδεκατιστεί.

Παράλληλα ο Γκεβάρα με την δική του ομάδα κινείται διαρκώς στις δύσβατες περιοχές του Καραπόρι, του Γιούκουε και της Τιτούκα. Τα εφόδια είναι ένα διαρκές τεράστιο πρόβλημα. Η πείνα θερίζει. Στον αυχένα της Ικουίρα ο Τσε δίνει μια ακόμα μάχη με τους κυβερνητικούς. Εκεί σκοτώνεται ένας ακόμα αντάρτης και χάνεται μια σημαντική σειρά ντοκουμέντων. Στο πλήγμα του προστίθεται και ανεύρεση 4ων κρυπτών στο αγρόκτημα Νινκαχουάζου που επιτέλους έχει ανακαλυφθεί.

Στις 22 Σεπτεμβρίου τα ντοκουμέντα αυτά παρουσιάζονται στην Ουάσινγκτον από τον Υπουργό Εξωτερικών της Βολιβίας και αποκαλύπτεται μέσω αυτών η παρουσία του Γκεβάρα στην Βολιβία. Η αποκάλυψη θα γίνει μπροστά και σε όλους τους υπουργούς εξωτερικών των λατινοαμερικανικών κρατών αφού το καθεστώς Μπαρριέντος είχε πάψει πια να εμπνέει εμπιστοσύνη. Τελικά όλα τα μέρη συμφωνούν: Ο Γκεβάρα ζει και βρίσκεται στην Βολιβία. Η θέση ότι είναι νεκρός καταρρίπτεται.

Στις 25 Σεπτέμβρη, ένας λιποτάκτης γκερίλα δίνει την πληροφορία ότι ο Γκεβάρα ζει αλλά είναι άρρωστος.

Στις 26 γίνεται η μάχη στις Χιγκουέρας κοντά στην χαράδρα του Γιούρο. Μια πολύωρη μάχη, μέρα μεσημέρι. Οι αντάρτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν με την έλευση της αεροπορίας. Πίσω τους αφήνουν 3 νεκρούς μαζί και τον Βολιβιανό ηγέτη Ρομπέρτο Περέδο. Μετά την μάχη η ομάδα του Τσε αποφασίζει να χωριστεί στα δύο και να συναντιέται το βράδυ σε προσυμφωνημένα σημεία. Μέχρι τις 6 με 7 Οκτώβρη, ο Γκεβάρα κάνει αναγνώριση του εδάφους και προσπαθεί να επιλέξει προς τα που πρέπει να κινηθεί. Το ημερολόγιό του γράφει ότι ως τότε όλα γίνονται «χωρίς περιπλοκές», φαίνεται αισιόδοξος. Κλείνουν 11 μήνες επιχειρήσεων στην ζούγκλα.

Στις 8 Οκτώβρη, η ομάδα κινείται σε μια μικρή κατοικημένη έκταση. Μια γριά τους λέει ότι δεν έχει δει στρατό. Πιο πέρα μπαίνουν σε μια καλύβα με μια γυναίκα και ένα κατάκοιτο κορίτσι. Της αφήνουν μερικά χρήματα. Αργότερα θα διασχίσουν ένα χωράφι με πατάτες. Τα πόδια τους θα αφήσουν ίχνη στο χώμα. Την ίδια ημέρα μια χωριάτισσα πληροφορεί τον στρατό ότι άκουσε φωνές στην χαράδρα του Γιούρο. Στις 13:30 μια περιπολία rangers κινείται στο μέρος και δέχεται μια ριπή μυδράλιου που προκαλεί δύο νεκρούς. Τα ίχνη της γκερίλια έχουν πια βρεθεί. Εκείνος που κινδύνευσε περισσότερο ήταν ο ανθρακωρύχος και δεινός σκοπευτής Σιμόν Κούμπα που αφού άδειασε το όπλο του κατάφερε να κρυφτεί στην βλάστηση. Πίσω του βρίσκονταν ο Τσε που έριχνε κι αυτός όμως δέχτηκε πυρά στα πόδια και έπεσε τραυματισμένος. Ο Κούμπα το σήκωσε στα χέρια και ξεκίνησε να τρέχει σταματώντας μόνο για να ρίξει. Ο Τσε δέχτηκε κι άλλη σφαίρα στην πλάτη κι έχασε τον μπερέ του. Παρά το γεγονός ότι ο Κούμπα είχε κρυφτεί και το ότι ήταν κυκλωμένος από παντού, ο Τσε στηρίχθηκε σε ένα δέντρο και κράτησε το Μ2 του με το ένα χέρι προσπαθώντας να το χειριστεί έτσι για λίγα λεπτά. Τελικά δέχθηκε ακόμα μια σφαίρα στα πόδια και το όπλο του ξέφυγε σφηνώνοντας του μια σφαίρα στο δεξί μπράτσο. Έτσι πιάστηκε από τους Βολιβιανούς rangers τραυματισμένος πολλαπλά αλλά χωρίς να κινδυνεύει άμεσα η ζωή του.

Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του και έδωσε εντολή να περισφύξουν την αρτηρία ενός σοβαρά τραυματισμένου στον μηρό ranger. Τώρα η ζωή του εξαρτιόνταν από δύο άνδρες: Τον λοχαγό Γκάρυ Πράδο Σαλγκάδο αρχηγό των rangers που είχε κάνει σπουδές στις ΗΠΑ και τον συνταγματάρχη Αντρές Σελίνς διοικητή της τρίτης μοίρας πυροβολικού του στρατού που ήταν ιεραρχικά ανώτερος του Πράδο. Και οι δύο ήταν αριστοκράτες και ο Γκεβάρα κουβέντιασε και με τους δύο. Τους ρώτησε αν είχαν φοιτήσει στην σχολή αντί-γκερίλα του Παναμά, ποια ήταν η κατάρτισή τους και σε ποιες μονάδες ανήκαν. Τα τραύματά του τον έκαναν να υποφέρει και παρά το γεγονός ότι δεν είχε υποστεί αιμορραγία τον δυσκόλευαν σημαντικά στην κίνηση. Οι στρατιωτικοί τον μετέφεραν σε μια κουβέρτα στο χωριό Χιγκουέρας που τον απόθεσαν σε ένα άδειο δωμάτιο του σχολείου.

Oι πράκτορες της CIA Felix Rodriguez (αριστερά) και Gustavo Villoldo.

Ακολούθησε μια σοβαρή λογομαχία ανάμεσα στους στρατιωτικούς, ενώ οι ψίθυροι των στρατιωτών έδιναν κι έπαιρναν. Ο ταγματάρχης Νίνιο Γκουσμάν επέμενε να τον μεταφέρει με το ελικόπτερο στην Βαλεγκράντε όμως ο συνταγματάρχης Σελίνς επέμενε να στείλει πρώτα τους τραυματίες. Πολλά συμβούλια έγιναν ανάμεσα στις στρατιωτικές αρχές και τις μυστικές υπηρεσίες για την επόμενη ημέρα. Ο Γκεβάρα σε όλο αυτό το διάστημα αρνήθηκε να πει τίποτα σε οποιονδήποτε ανώτερο αξιωματικό. Μίλησε όμως φιλικά με αρκετούς στρατιώτες και ζήτησε καπνό για την πίπα του. Στην δασκάλα του σχολείου που έφθασε στον τόπο περίεργη, λέγεται ότι είπε ότι το σχολείο είναι σε κακή κατάσταση και είναι αντιπαιδαγωγικό να διδάσκονται μαθητές σε τέτοιο κτίριο. Της τόνισε στο τέλος ότι για αυτά όλα αγωνίζονταν η γκερίλια.

Στις 9 Οκτωβρίου το πρωί τα συμβούλια και οι συζητήσεις έληξαν. Ο Γκεβάρα θα εκτελείτο το ίδιο εκείνο πρωί στον τόπο που κρατούνταν. Ήταν καθισμένος στο πάτωμα και βαριανάσαινε (από το άσθμα του) και δεν αντιλήφθηκε αμέσως τους δύο άνδρες που ήρθαν να τον πάρουν.

Ο λοχαγός Πράδο πλησίασε από πίσω και του έριξε μια ριπή με το αυτόματο στην πλάτη από πάνω προς τα κάτω. Τέσσερις σφαίρες βρήκαν το στόχο τους. Ο συνταγματάρχης Σελίνς έριξε μια μόνο σφαίρα με το περίστροφό του των 9mm  που διαπέρασε την καρδιά και τον πνεύμονα του Γκεβάρα και αποτέλεσε την χαριστική του βολή. Ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα ήταν νεκρός.

Καθώς έπαιρναν το πτώμα του από τον τόπο του εγκλήματος, οι δήμιοί του ανατρίχιασαν βλέποντας τα ορθάνοιχτα μάτια του και το ειρωνικό του χαμόγελο που φανέρωνε όλη του την περιφρόνηση για το είδος τους και όλη του την αγάπη για την ανθρωπότητα.

Το σώμα του μεταφέρθηκε στo Βαλεγκράντε όπου τοποθετήθηκε στο πλυσταριό του νοσοκομείου Nuestra Señora de Malta. Εκεί τραβήχτηκαν «αναμνηστικές» φωτογραφίες, έγιναν ιατρικές εξετάσεις ταυτοποίησης στο σώμα και νεκροτομή. Ταυτοποιήθηκαν επίσης τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Το σώμα του Γκεβάρα παράμεινε μερικές ημέρες σε έκθεση και αργότερα μεταφέρθηκε σε τοποθεσία κοντά στην αεροπορική βάση του Βαλεγκράντε όπου τάφηκε μυστικά με τα σώματα 6 ακόμα συντρόφων του. Τα άκρα του στάλθηκαν για επιβεβαίωση δαχτυλικών αποτυπωμάτων στον Μπουένος Άιρες και αργότερα στάλθηκαν στην Κούβα.

Πρώτη Δημοσίευση: Κόκκινος Φάκελος.