Ετικέτα: Τροτσκισμός
Ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν τροτσκιστής
Του Espresso Stalinist.
Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ήταν ένας αντι-ρεβιζιονιστής μαρξιστής-λενινιστής και δυναμικός υποστηρικτής του Ιωσήφ Στάλιν. Και οι δύο ήταν αντίθετοι στις πρακτικές του Τρότσκι και του Χρουστσώφ. Ο Τσε μισούσε την πολιτική του Χρουστσώφ και ήταν χολωμένος με την υποστήριξη που ο Φιντέλ Κάστρο έδειχνε στον σοβιετικό ρεβιζιονισμό
-
“Θεωρούμε τη δράση του τροτσκιστικού κόμματος ως αντεπαναστατική”, Τσε, 1961
Το Νοέμβρη του 1960, κατά την επίσκεψη του στην Σοβιετική Ένωση, επέμενε στην κατάθεση στεφάνου στον τάφο του Στάλιν, παρά τις παραινέσεις του κουβανού πρέσβη στη Μόσχα ώστε να μην το πράξει. Αυτό συνέβη περισσότερα από τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της περίφημης “αποσταλινοποίησης” της ΕΣΣΔ που ξεκίνησε επί Νικίτα Χρουστσώφ.
Ο συνταξιδιώτης του Τσε, Αλμπέρτο Γκρανάδο, είχε πεί ότι ο Γκεβάρα είχε ανακαλύψει τον Στάλιν (σ.μ: προφανώς εννοεί την πολιτική που εφήρμοσε ο Στάλιν στα χρόνια της ηγεσίας του) στα μέσα της δεκαετίας του 1950 (Anderson, σ.165-166 & σ.565).
Το 1955 όντας στο Μεξικό ο Τσε έστειλε γράμμα στην θεία του υπογράφοντας ως “Στάλιν ΙΙ”:
“Πιστεύω ότι η βασική ιδεολογία στην οποία ο Τρότσκι βασίστηκε ήταν λανθασμένη, τα κρυφά κίνητρα της δράσης του (ήταν) λανθασμένα και τα τελευταία του χρόνια υπήρξαν σκοτεινά. Οι τροτσκιστές δεν έχουν συνεισφέρει τίποτα απολύτως στο επαναστατικό κίνημα – εκεί που έδρασαν περισσότερο ήταν στο Περού αλλά στο τέλος απέτυχαν επειδή χρησιμοποιούν κακές μεθόδους”. (Παράρτημα, όπως αναφέρεται στο κείμενο “Comments on ‘Critical Notes on Political Economy’ by Che Guevara” από το Revolutionary Democracy Journal).
Παρά το γεγονός ότι ο Γκεβάρα βοήθησε στην ασφαλή απελευθέρωση ορισμένων τροτσκιστών από την φυλακή το 1965 (σ.μ: πιθανόν στην Κούβα, δεν αναφέρεται χώρα), ελευθερώθηκαν υπό τον όρο ότι θα σταματούσαν την πολιτική τους δράση. (Revolutionary History 2000, Τομ.7 Αρ., σ.193-195, σ.249).
“Κατά τη διαδρομή μου είχα την ευκαιρία να περάσω απ’ την “επικράτεια” της United Fruit Co., πείθοντας με ακόμη μια φορά πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα μπροστά σε μια φωτογραφία του παλαιού και θρηνημένου συντρόφου Στάλιν ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να δω τον αφανισμό αυτών των χταποδιών”. (Γράμμα στην θεία του Βεατρίκη, όπου περιγράφει εμπειρίες του απ’ τη διαμονή στην Γουατεμάλα το 1953. Απ’ το βιβλίο Che Guevara: A Revolutionary Life (1997) του Jon Lee Anderson).
“Ο Τρότσκι, μαζί με τον Χρουστσώφ, ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων ρεβιζιονιστών” – Γράμμα στον Αρμάντο Χαρτ, 4 Δεκέμβρη 1965
“Ο Τρότσκι έκανε θεμελιώδη λάθη…Οι τροτσκιστές απέτυχαν παντελώς διότι χρησιμοποίησαν κακές μεθόδους” – Άπαντα Κριτική για την Πολιτική Οικονομία, 1964.
“Στα επονομαζόμενα “λάθη του Στάλιν” βρίσκεται η διαφορά μεταξύ μιας επαναστατικής και μιας ρεβιζιονιστικής αντίληψης. Πρέπει να μελετήσεις τον Στάλιν στο ιστορικό πλαίσιο που κινήθηκε, όχι να τον δεις (αποκλειστικά) ως ένα είδος αγριανθρώπου, αλλά στα συγκεκριμένα ιστορικά όρια. Ασπάστικα τον κομμουνισμό εξαιτίας του πατερούλη Στάλιν και κανείς δεν πρέπει να ‘ρθει να μου πει ότι δεν πρέπει να διαβάζω Στάλιν. Τον διάβαζα όταν ήταν κάτι πολύ κακό να διαβάζεις γι’ αυτόν. Αυτό ήταν σε μια άλλη εποχή. Και επειδή δεν είμαι πολύ εφυιής, αλλά και ξεροκέφαλος, συνεχίζω να τον διαβάζω. Ιδιαίτερα σε αυτήν τη νέα περίοδο που είναι ακόμη χειρότερο να διαβάζεις (για τον Στάλιν). Τότε, όπως και τώρα, βρίσκω μια σειρά πραγμάτων που είναι πολύ καλά”. (Γράμμα του Τσε προς τον René Ramos Latour, στις 14 Δεκέμβρη 1957, κορυφαίου μέλους του Κινήματος της 26ης Ιούλη που πέθανε στην μάχη).
“Στην Κούβα δεν υπάρχει τίποτα δημοσιευμένο, εάν εξαιρέσουμε τα σοβιετικά τούβλα, τα οποία φέρουν τη δυσκολία ότι δεν σ’αφήνουν να σκεφτείς – το κόμμα σκέφτεται για σένα και συ πρέπει να το αφομοιώσεις. Θα ήταν αναγκαίο να δημοσιευθούν η πλήρης εργογραφία των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν (υπογραμμισμένο από τον Τσε στο αυθεντικό έγγραφο της επιστολής) και άλλων σπουδαίων μαρξιστών. Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τους μεγάλους ρεβιζιονιστές (εάν θέλεις μπορείς να προσθέσεις τον Χρουστσώφ) και επίσης τον φίλο σου τον Τρότσκι ο οποίος υπήρξε και προφανώς έγραψε κάτι”. (Γράμμα στον Αρμάντο Χαρτ Ντάβαλος, πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημ. Contracorriente, Αβάνα, Σεπτέμβρης 1997).
Η πρωτότυπη ανάρτηση στα αγγλικά:
Che Guevara was NOT a Trotskyist
«I have yet to find a single credible source pointing to a case where Che executed ‘an innocent’. Those persons executed by Guevara or on his orders were condemned for the usual crimes punishable by death at times of war or in its aftermath: desertion, treason or crimes such as rape, torture or murder. I should add that my research spanned five years, and included anti-Castro Cubans among the Cuban-American exile community in Miami and elsewhere.”
— Jon Lee Anderson, author of Che Guevara: A Revolutionary Life, PBS forum.
Che Guevara was an anti-revisionist Marxist-Leninist and a strong supporter of Joseph Stalin. He was both opposed to Trotsky and Khrushchev. He hated Khrushchev and was very upset that Fidel Castro supported Soviet revisionism.
“We consider the Trotskyist party to be acting against the revolution.”
— (Che Guevara, 1961).
In November 1960, Che Guevara insisted on depositing a floral tribute at Stalin’s tomb even against the advice of the Cuban Ambassador to the USSR. This was more than four years after Khrushchev’s process of “De-Stalinisation” started.
Guevara’s fellow motorcyclist Alberto Ganado said that it was Stalin that Guevara “discovered” in the mid-fifties (Anderson pp.165-166, p.565).
In 1955 while in Mexico he sent a letter to his aunt signed with the words “Stalin II.”
“I think that the fundamental stuff that Trotsky was based upon was erroneous and that his ulterior behaviour was wrong and his last years were even dark. The Trotskyites have not contributed anything whatsoever to the revolutionary movement; where they did most was in Peru, but they finally failed there because their methods are bad.”(‘Annexes’, p. 402)
— quoted in “Comments on ‘Critical Notes on Political Economy’ by Che Guevara,” from Revolutionary Democracy Journal
Although Guevara helped secure the release of some Trotskyists from prison in 1965, they were freed only on the condition that they cease their political activity (Revolutionary History 2000, Vol.7 No.3) pp.193-195, p.249).
“Along the way, I had the opportunity to pass through the dominions of the United Fruit, convincing me once again of just how terrible these capitalist octopuses are. I have sworn before a picture of the old and mourned comrade Stalin that I won’t rest until I see these capitalist octopuses annihilated.”
– Letter to his aunt Beatriz describing what he had seen while traveling through Guatemala (1953); as quoted in Che Guevara: A Revolutionary Life (1997) by Jon Lee Anderson
“Trotsky, along with Khrushchev, belongs to the category of the great revisionists.”
– – (December 4, 1965: Letter to Armando Ηart)
“Trotsky was fundamentally wrong… Trotskyites ultimately failed because their methods are bad.”
– (Apuntes criticos a la Economia Politica, 1964)
“In the so called mistakes of Stalin lies the difference between a revolutionary attitude and a revisionist attitude. You have to look at Stalin in the historical context in which he moves, you don’t have to look at him as some kind of brute, but in that particular historical context. I have come to communism because of daddy Stalin and nobody must come and tell me that I mustn’t read Stalin. I read him when it was very bad to read him. That was another time. And because I’m not very bright, and a hard-headed person, I keep on reading him. Especially in this new period, now that it is worse to read him. Then, as well as now, I still find a Seri of things that are very good.”
Che wrote on December 14 of 1957 a letter to René Ramos Latour (“Daniel”), National Coordinator of the Movimiento 26 de Julio who died in combat, the following:
“Because of my ideological background, I belong to those who believe that the solution of the world’s problems lies behind the so-called iron curtain and I see this Movement as one of the many inspired by the bourgeoisie’s desire to free themselves from the economic chains of imperialism.”
“In Cuba there is nothing published, if one excludes the Soviet bricks, which bring the inconvenience that they do not let you think; the party did it for you and you should digest it. It would be necessary to publish the complete works of Marx, Engels, Lenin, Stalin [underlined by Che in the original] and other great Marxists. Here would come to the great revisionists (if you want you can add here Khrushchev), well analyzed, more profoundly than any others and also your friend Trotsky, who existed and apparently wrote something.”
— (Che Guevara, Letter to Armando Hart Dávalos published in Contracorriente, Havana, September 1997, No. 9).
ΠΗΓΗ: «The Espresso Stalinist», 6 Αυγούστου 2011. Mετάφραση/Επιμέλεια: Guevaristas.
Τσε Γκεβάρα: Ο Στοχαστής των Πράξεων
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα παρέμβαση του γάλλου τροτσκιστή φιλοσόφου Daniel Bensaïd (1946-2010) για τον Τσε. Η παρέμβαση αυτή έγινε τον Ιούλιο του 1997 σε μια διεθνή κατασκήνωση νέων.
Του Ντανιέλ Μπενσαϊντ.
Θελήσατε να αφιερώσετε αυτήν την βραδιά στην απότιση φόρου τιμής προς τον επαναστάτη αγωνιστή που υπήρξε ο Τσε Γκεβάρα, λίγο πριν από την τριακοστή επέτειο του θανάτου του, κι ενώ εμφανίζεται μια σειρά βιβλίων και ταινιών που ξαναπιάνουν την συζήτηση για την προσωπικότητα του και ρόλο του στην ιστορία των καταπιεσμένων.
Για κάποιους αποτελεί την τέλεια περίπτωση φανατικού σπρωγμένου από την απελπισία, ριγμένου σε μια φυγή εξ’ αρχής καταδικασμένη, στην αναζήτηση του ίδιου του θανάτου του, ο οποίος δυστυχώς έμελλε να τραβήξει στην προσωπική του περιπέτεια άνδρες και γυναίκες που ήσαν αφελείς η είχαν τυφλωθεί. Για άλλους, είναι μια άμωμη θρησκευτική εικόνα, η ενσάρκωση μιας τελειότητας σαν του Χριστού, σε βαθμό που αύριο ίσως ανεγερθεί κανένα μαυσωλείο για την περισυλλογή του επανευρεθέντος λειψάνου του και τον εορτασμό μιας λατρείας τόσο αντίθετης στο δικό του όραμα για τον κόσμο και τους ανθρώπους.
Εμάς, που δεν έχουμε ούτε Θεό, ούτε αφέντη, ούτε είδωλα, εκείνο που μας ενδιαφέρει στη μορφή του Τσε, στο μετεωρικό του πέρασμα από την σύγχρονη ιστορία, είναι αντίθετα ο τόσο απλά ανθρώπινος χαρακτήρας του αγωνιστή, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, που η ζωή και οι πράξεις του συνοψίζουν τις μεγάλες ελπίδες και τις μεγάλες απογοητεύσεις αυτού του αιώνα που φτάνει στο τέλος του.
Θα εκκινήσω από το ενδιαφέρον που εμπνέει πάντα αυτό το πρόσωπο, αντίθετα με τόσα άλλα που υπήρξαν διάσημα, σε γενιές οι οποίες δεν γνώρισαν άμεσα τον αγώνα του. Η ζωή του Τσε είναι ένα είδος συμπύκνωσης, επιταχυνθείσας περίληψης, της επαναστατικής εμπειρίας του αιώνα. Μαζί του, γύρω του, όλα πηγαίνουν πολύ γρήγορα. Γεννημένος το 1928, πεθαίνει το 1967, στα 39 του. Ο εν ενεργεία πολιτικός βίος του διαρκεί άρα λιγότερο από μια δεκαπενταετία. Είναι γεμάτος με το παραπάνω: το 1954, συμμετοχή στην αντίσταση κατά της ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στη Γουατεμάλα, από το 1956 μέχρι το 1959 το αντάρτικο στην Κούβα, που αρχίζει με την αποβίβαση από το Granma και καταλήγει με την θριαμβευτική είσοδο στην Αβάνα. Από το 1959 μέχρι το 1965 άσκηση κυβερνητικών καθηκόντων και διπλωματικές αποστολές. Το 1966 συμμετοχή στον αγώνα στο Κονγκό,το 1967 αποστολές και θάνατος στη Βολιβία… 15 χρόνια εξαιρετικά δραστήρια: σύμφωνα με το παράδειγμα του Σεν Ζυστ [1], ο Τσε έζησε σαν άνθρωπος που επειγόταν, πιο έντονα από άλλους που ωστόσο έζησαν μακρύτερες ζωές.
Δεν είναι μόνο αυτή η βραχύτητα που εντυπωσιάζει, αλλά η επιταχυνθείσα διαδρομή της εμπειρίας του μέσα στον αιώνα. Κατ’ αρχάς, στο μυητικό του ταξίδι με μοτοσυκλέτα στη Λατινική Αμερική, είναι η μαθητεία στην πραγματικότητα, στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία πάνω στην ήπειρο, και στη μιζέρια, τη φτώχεια, την πολιτισμική εξάρτηση που απορρέουν από αυτήν. Σφυρηλατεί εκεί μια βαθύτατη επαναστατική και αντιιμπεριαλιστική πίστη, που αποτελεί το πρώτο ελατήριο της στράτευσής του. Κατόπιν, με την εμπειρία της κουβανικής επανάστασης, διαπιστώνει ότι ένας αντιδικτατορικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, δύο βήματα από την ιμπεριαλιστική δύναμη, δεν μπορεί να επιτύχει πλήρως τους στόχους του αν περεμποδίζεται από συμφωνίες με τις διεφθαρμένες, εξαρτημένες, εύθραστες εθνικές αστικές τάξεις. Συμπεραίνει ότι η μόνη λύση για πραγματική ανεξαρτησία βρίσκεται στον αγώνα για τον σοσιαλισμό. Εξ’ ου και η περίφημη διατύπωση του: «Η σοσιαλιστική επανάσταση, ή καρικατούρα επανάστασης», που συναντά φυσιολογικά στην πορεία τους όρους και το περιεχόμενο της αντίθεσης μεταξύ «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» και διαρκούς επενάστασης. Αν κάποιοι της γενιάς μας, που τη γνώριζαν ήδη προ πολλού, αναγνώρισαν στον Τσε έναν όμοιο και έναν αδελφό εν όπλοις, πολλοί επίσης επανακάλυψαν τον τροτσκισμό εκκινώντας από τον γκεβαρισμό.
Τέλος, η τρίτη μεγάλη του εμπειρία, ως υπουργού Βιομηχανίας της επαναστατικής κυβέρνησης, εμπεριείχε διενεκτικές σχέσεις με τις «αδελφές χώρες» του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Διαπραγματευόμενος την στήριξη, την οικονομική και στρατιωτική συνεργασία, συζητώντας τη διεθνή πολιτική με τους Κινέζους και Σοβιετικούς ηγέτες, ο Τσε κατέληξε σε ένα τρομερό συμπέρασμα που είχε το θάρρος – πρέπει να φανταστούμε την εποχή και το πλαίσιο για να μετρήσουμε την τόλμη του – να εκφράσει δημόσια σε μιαν ομιλία που έχει μείνει διάσημη, και η οποία εκφωνήθηκε στο Αλγέρι στα 1965, μετά από ένα ταξίδι στην Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Πρόκειται για πρόκληση και για αληθινό κατηγορητήριο κατά της απουσίας διεθνισμού στην πολιτική των λεγομένων σοσιαλιστικών κρατών. Τους προσάπτει κατ’ αρχάς το ότι επιβάλλουν στις φτωχότερες χώρες συνθήκες εμπορικής συναλλαγής που είναι οι ίδιες με εκείνες του παγκόσμιου εμπορίου όπου κυριαρχεί ο Ιμπεριαλισμός. Επίσης τους προσάπτει ευθέως το ότι δεν προσφέρουν άνευ όρων βοήθεια, στρατιωτική και άλλη, στους απελευθερωτικούς αγώνες, ιδιαίτερα στο Κονγκό και το Βιετνάμ.
Η ομιλία στο Αλγέρι αποτελεί πραγματική πράξη κατηγορίας κατά των παραβιάσεων στη διεθνή αλληλεγγύη εκ μέρους των λεγομένων σοσιαλιστικών χωρών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι, μετά την επιστροφή του από το Αλγέρι, ο Τσε δεν έκανε άλλη δημόσια εμφάνιση στην Κούβα. Φαίνεται πλέον – σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα ντοκουμέντα και τις μαρτυρίες – πως οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν καταστήσει σαφές στους Κουβανούς ηγέτες ότι είχε εφ’ εξής καταστεί ανεπιθύμητος, ότι δεν μπορούσε πια να εκπροσωπεί την Κουβανική Επανάσταση από οποιαδήποτε θέση, και ότι άρα έπρεπε να εξουδετερωθεί ή να βρεθεί γι’ αυτόν κάποια άλλη δουλειά. Είναι ο ένας από τους λόγους – όχι ο μόνος, αναμφίβολα – που επιτρέπουν να αντιληφθούμε όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του Τσε, την παρουσία του στο Κονγκό το 1966 και την αποστολή του στη Βολιβία το επόμενο έτος.
Η επείγουσα αυτή πορεία μες στην τραγωδία του αιώνα μας οδηγεί σε ένα ερώτημα που συζητείται σήμερα ευρέως, και μέσα στην επαναστατική αριστερά, όπου η δράση του Τσε παρουσιάζεται ενίοτε ως μια ρομαντική και αυτοκτονική τρέλα, ίσως συμπαθητική, αλλά ξένη προς την πραγματικότητα. Πέρα από τα προσωπικά του ψυχολογικά χαρακτηριστικά (όλοι έχουμε ένα σκιώδες τμήμα, παιδικά τραύματα και παράξενες παρωθήσεις), οι επιλογές και η συμπεριφορά του Τσε δείχνουν μιαν εξαιρετικά οξεία πολιτική συνείδηση ως προς τα τότε διακυβεύματα, μιαν ιδιαίτερα διαυγή κατανόηση της πραγματικότητας στη διεθνή κατάσταση, σημαδεμένη από τη διενεκτική συναλλαγή των μεγάλων δυνάμεων και την ιστορική δοκιμασία της ιμπεριαλιστικής προέλασης στο Βιετνάμ. Οι αποφάσεις του είναι πολιτικές. Εκφράζουν μια συμφωνία τέλεια και σπάνια – ακόμη και στους κόλπους των επαναστατών – μεταξύ σκέψης και πράξεων. Μπορούμε να πούμε γι’ αυτόν εκείνο που έγραψε ο Dionys Mascolo για τον Σεν Ζυστ: ότι υπήρξε «ένας στοχαστής πράξεων».
Όσα έγραψε στα τελευταία του κείμενα, ιδίως στο περίφημο μήνυμα του το 1967 προς την Τριηπειρωτική (Τρικοντινεντάλ), από τα οποία πολλοί από εμάς έχουν διαβάσει τουλάχιστον αποσπάσματα, είναι πράγματα απλά, σχεδόν κοινότυπα. Όμως για πολλούς ανθρώπους που αυτοχαρακτηρίζονταν επαναστάτες, που θεωρούσαν εαυτούς θεματοφύλακες της επαναστατικής κληρονομιάς χωρίς επακόλουθη δράση, τα λόγια αυτά ηχούσαν σαν ανελέητη πρόκληση. Γνωρίζετε αυτές τις μικρές φράσεις.
«Το καθήκον κάθε επαναστάτη είναι να κάνει την επανάσταση». Προφανώς. Ασφαλώς. Όμως είναι ένας τρόπος να καταγγείλει, μες σε αυτό το πλαίσιο, όλους τουτς υποτιθέμενους επαναστάτες που όχι μόνο δεν προσπαθούν να κάμουν την επανάσταση, ενώ διαχειρίζονται περιστασιακά οφέλη, αλλά να τορπιλίζουν τις προσπάθειες των λαών για την ελευθερία τους. «Σοσιαλιστική Επενάσταση, ή καρικατούρα επανάστασης»: δεν κατασκευάζουμε μια νέα κοινωνία και ανθρωπότητα με τα ίδια ήθη, τις ίδιες μεθόδους, τις ίδιες σχέσεις εξουσίας, την ίδια αντίληψη περί εργασίας, την ίδια αντίληψη περί εργασίας που υπάρχουν στον παλιό κόσμο. Θα πρέπει να ανατρέψουμε βαθύτατα τις κοινωνικές σχέσεις σε όλες τους τις πτυχές, περιλαμβανομένων και εκείνων της καθημερινής ζωής, των προσωπικών σχέσεων, των σχέσεων των φύλων. Σε ένα κείμενο που υπήρξε πολύ σημαντικό για εμάς, το «Ο Σοσιαλισμός και ο Άνθρωπος στην Κούβα», ο Τσε επικρίνει την επίσημη λογοτεχνία και φιλοσοφία των λεγομένων σοσιαλιστικών χωρών, ζητώντας την ανανέωση της σκέψης, την έξοδο από τα δόγματα, τη ρήξη με την καταπιεστική κουλτούρα των ορθοδοξιών του Κράτους και του κόμματος.
Το βάρος του γραφειοκρατικού οικοδομήματος ήταν τόσο μεγάλο και δύσκολο να μετακινηθεί, χρειαζόταν τέτοια ενέργεια και προσπάθεια, που η ρήξη βέβαια δεν ήταν ακίνδυνη. Κάποιοι κατηγόρησαν τον Τσε για βολονταρισμό – δηλαδή μιαν υπερβάλλουσα βούληση που ξεφεύγει από την πραγματικότητα – ή για αριστερισμό. Δυστυχώς, ο ίδιος είχε συνειδητοποιήσει πλήρως, στις τελευταίες του μάχες, τις αντιφάσεις της κατάστασης, ενός σχεδόν απελπισμένου αγώνα δρόμου κατά της βαρβαρότητας, με αντίπαλο το χρονόμετρο. Στο μήνυμα του προς την Τρικοντινεντάλ, μιά γτια την «τραγική μοναξιά του λαού του Βιετνάμ» απέναντι στην αμερικανική παρέμβαση. Η τραγική αυτή μοναξιά είναι και η δική του μοναξιά στη Βολιβία. Του ανήκει. Είναι, καθώς λέει ο ίδιος, το αποτέλεσμα «μιας παράλογης στιγμής στην ιστορία της ανθρωπότητας». Παράλογης, γιατί ενώ κάποιοι λαοί εξεγείρονται και αποτινάσσουν το ζυγό της καταπίεσης, εκείνοι που θα έπρεπε να στέκουν στο πλευρό τους χωρίς να παζαρεύουν την υποστήριξη τους δείχνονται ανεπαρκείς και μάλιστα προβάλλουν εμπόδια.
Τέλος, η συγκλονιστική πορεία του Τσε στη Βολιβία, που περιγράφεται στην ταινία του Dindo με τρόπο σπαρακτικό, και που μπορεί να μοιάσει με απερίσκεπτη απόπειρα σε μια περιοχή απομονωμένη και σχεδόν έρημη, δείχνει μιαν αμείλικτη λογική σ’ έναν παράλογο κόσμο. Ο Τσε: ένας επαναστάτης χάρη στη λογική! Αφού του είχε απαγορευτεί να επιστρέψει στην Κούβα μετά την ομιλία του στο Αλγέρι, είχε προσπαθήσει να ανοίξει στο Κονγκό ένα νέο στάδιο της αφρικανικής επανάστασης μετά την ανεξαρτησία και τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα το 1961. Η ήττα υπήρξε οδυνηρή. Παρέμενε ωστόσο πεπεισμένος ότι, αν παρέμενε απομονωμένη στον κόσμο, σε μικρή απόσταση από τις αμερικανικές ακτές, η Κουβανική Επανάσταση δε μπορούσε παρά να υποστεί σιγά-σιγά τις συνθήκες και τη βούληση των αδελφών χωρών να βρεθεί κάτω από τη γραφειοκρατική τους εξουσία. Η επιταγή, το επαναστατικό καθήκον – είτε επετύγχανε είτε όχι – ήταν εφ’ εξής να γίνει το παν για να κοπεί ο κύκλος, να σπάσει η πολιορκία, άρα να επεκταθεί η Επανάσταση εκκινώντας από το εγγύτερο, δηλαδή από την αμερικανική ήπειρο, που εκείνος γνώριζε καλά αφού την είχε διατρέξει. Το σχέδιο ήταν αναμφίβολα πολύ φιλόδοξο, υπερβολικό, όμως δεν του έλειπε η πολιτική έννοια. Το θέμα δεν ήταν η κατάληψη της εξουσίας στη Βολιβία, αλλά η συγκέντρωση και προετοιμασία μερικών εκατοντάδων αγωνιστών από τουλάχιστον πέντε χώρες προκειμένου να γίνει η Βολιβία μια αφετηρία, η ηπειρωτική εστία για μιαν ηπειρωτική ανατροπή.
Εξαπολύοντας το σύνθημα «Να δημιουργήσουμε δύο, τρία , πολλά Βιετνάμ», ο Τσε πρόσθετε ότι πολλοί θα πέθαιναν «θύματα των λαθών τους». Τέτοια λάθη έκανε και ο ίδιος, και μάλιστα όχι μικρά. Κατ’ αρχάς υποτίμησε το σαμποτάζ με θύμα τον ίδιο, εκ μέρους των Σοβιετικών ηγετών και των επίσημων κομμουνιστών ηγετών της Βολιβίας. Σύμφωνα με τον σύντροφο του εν όπλοις στη Βολιβία, τον συνταγματάρχη Dariel Alarcon («Benigno») μετά από τη συνάντηση του με τον Γ.Γ. του Κόμματος, Μάριο Μόνχε, συγκεντρώνει την 1η Ιανουαρίου 1967 τη χούφτα Κουβανών που ήσαν στρατευμένοι στο πλευρό του για να τους εξηγήσει ότι οι συνθήκες δεν ήσαν οι ίδιες που είχαν προβλεφθεί αρχικά, ότι ήταν πολύ δύσκολο, ίσως απελπισμένο, ότι άρα μπορούσαν να αισθάνονται ελεύθεροι να αποσυρθούν χωρίς ντροπή, κάτι που κανείς τους δεν έκανε. Στριμωγμένος σε πολιτικό και ιστορικό αδιέξοδο, ο αγώνας του μπορούσε ακόμη να έχει έννοια, ως μήνυμα, ως κληρονομιά προς μετάδοση, που εμείς έχουμε την ευθύνη να συλλέξουμε και να μεταδώσουμε με τη σιερά μας.
Όπως όλες οι ανθρώπινες μορφές, εκείνη του Τσε έχει τις αντιθέσεις της, τα όρια της, τις ελλείψεις της. Κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν αμφισβητεί κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικότητας του: μιάν αδιάλλακτη δικαιοσύνη, ένα μίσος των προνομίων χάριν της ισότητας, ένα επίμονο θάρρος. Από τις ιδιότητες αυτές δεν λείπει η σκληρότητα. Γιατί ο αγώνας μέχρι θανάτου ενάντια σε έναν εχθρό ισχυρό και χωρίς ενδοιασμούς δεν είναι κοσμικό γκαλά. Κι επίσης γιατί, αν και άρρωστος, επέβαλλε στους άλλους την ίδια σκληρότητα που επέβαλλε και στον εαυτό του. Μπορούμε πάντα να συζητούμε για περιστάσεις και συμπεριφορές.
Σε ό,τι μας αφορά, έχει σημασία προπάντων να σημειώσουμε τα πολιτικά όρια της εμπειρίας του, χωρίς να μειώσουμε την σημασία της. Διαμορφώθηκε μέσα στις πολύ ιδιάζουσες συνθήκες της Κουβανικής Επανάστασης, η οποία υπήρξε σύντομη: λιγότερο από τρία χρόνια χωρίζουν την αποβίβαση από το Granma και τη θριαμβευτική είσοδο στην Αβάνα, τις πρώτες αψιμαχίες μιας χούφτας φυγάδων ναυαγών και τη νίκη του επαναστατικού στρατού. Συχνά, ο θρύλος της Κουβανικής Επανάστασης, που συντηρείται από τους ίδιους εκείνους οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτήν, πάει να γίνει μυθική αφήγηση και απλουστευτική εποποιία, αφήνοντας στο σκοτάδι τα όσα προηγήθηκαν, την ύπαρξη ενός κοινωνικού κινήματος, αγροτικού και αστικού, το ρόλο των δικτύων, την πολλαπλότητα των πρωταγωνιστών, ωσάν η Κουβανική Επανάσταση να αναγόταν στη θριαμβευτική πορεία του Φιντέλ και αποστόλων του. Δεν έχει σημασία το ότι οι ίδιοι αυτοί που συμμετείχαν πείστηκαν για την αλήθεια του θρύλου τους σε σημείο που να αποδίδουν, υπό την πίεση της ανάγκης, μιαν υπέρμετρη αξία στην παραδειγματική δράση, στην τόλμη της εμπροσθοφυλακής. Το να προχωρείς μπροστά, να δείχνεις το δρόμο, να τα δίνεις όλα, επιτρέπει να ριχτείς στη μάχη, να καταλάβεις θέσεις που μοιάζουν απίστευτες, να ηλεκτρίσεις τις ενέργειες όσο διαρκεί μια εκστρατεία. Η μέθοδος αυτήυ όμως έχει τα όρια της όταν ζητείται να κατασκευάσεις κάτι που θα διαρκέσει, να μετασχηματίσεις την οικονομία, να επαναστατικοποιήσεις την κουλτούρα. Χρειάζεται εδώ η συλλογική διάνοια και ενέργεια του οργανωμένου πλήθους, η αφομοίωση μιας πλουραλιστικής και δημοκρατικής κουλτούρας, αναγκαία για την επίλυση των αντιθέσεων. Χρειάζεται υπομονή και επιμονή.
Ο Τσε ήταν χαρακτηριστικός τύπος του ανθρώπου που επείγεται. Διέτρεξε τον κόσμο με το συναίσθημα, αρκετά ακριβές εξ άλλου, ότι οι μεγάλες καταστροφές του αιώνα τον ακολουθούσαν πάντα κατά πόδας. Κι ωστόσο η ατομική αφοσίωση, στην εργασία όπως και στον αγώνα, η προσωπική του ολιγάρκεια και ο ασκητισμός του απέναντι στα προνόμια, δε μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους θεσμούς, τους κανόνες, τις συλλογικές εμπειρίες, αυτά για τα οποία το στρατιωτικό στυλ του αντάρτικου δεν επαρκεί πλέον. Αυτήν τη διαίσθηση την είχα ο Σεν Ζυστ, ο οποίος, δηλώνοντας ότι η επανάσταση είχε παγώσει, οραματίστηκε λίγο πριν ανέβει στο ικρίωμα την αναγκαιότητα δημοκρατικών θεσμών.
Η αδυναμία αυτή είναι κατανοητή. Κατά τη δεκαετία του 1960, στο λατινοαμερικανικό επαναστατικό κίνημα είχε επικρατήσει ο ορίζοντας του πολέμου. Του πολέμου στο Βιετνάμ, βέβαια, εντοιχισμένου στην ασταθή ισορροπία του Ψυχρού Πολέμου (με απτό παράδειγμα την Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα). Και επίσης, του εντελώς πρόσφατου πολέμου για την ανεξαρτησία στην Αλγερία. Στον πόλεμο, ο διαχωρισμός σε συμμάχους και εχθυρούς δεν σηκώνει αποχρώσεις. Οι σχέσεις εξουσίας και διοίκησης είναι αναπόφευκτες, και δίνουν απλές και γοργές απαντήσεις σε περίπλοκα ερωτήματα. Τούτη η περιστασιακή αποτελεσματικότητα έχει τα όρια της. Στα όρια αυτά θα εστιαζόταν σήμερα η κριτική μας σχέση με τον Τσε, χωρίς να μειώσει κατ’ ελάχιστο αυτό που του χρωστάμε.
Επέμεινα επί μακρόν στην σημασία ενός τέτοιου προσώπου για μια γενιά – τη δική μου – που ήδη μετρά, φευ, κάποιες δεκαετίες δραστηριότητας πίσω της. Σήμερα έχει σημασία να επανέλθουμε στην επικαιρότητα της κληρονομιάς, αν θέλουμε να εξαγάγουμε από αυτήν κάτι το χρήσιμο και ζωντανό, αντί για ένα θλιβερό αντικείμενο λατρείας και αναμνηστικών τελετών. Θα πρέπει να κατανοήσουμε το γιατί η παρουσία του παραμένει τόσο ζωντανή, στη Λατινική Αμερική και τον κόσμο ολόκληρο.
Αφ’ ενός επειδή, μετά από τόσες μεγάλες επαναστατικές μορφές λατινοαμερικανών, όπως ο κουβανός Χούλιο Αντόνιο Μέλλα ή ο περουβιανός Κάρλος Μαριάτεγκι, ο Τσε αποτέλεσε παράδειγμα ενός μη σταλινικού επαναστάτη, αποφασιστικά διεθνιστή και αντιγραφειοκράτη. Από αυτήν την άποψη, το κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό συνεχίζει τρόπον τινά αυτήν την παράδοση. Υπάρχει κάτι από το πνεύμα του Τσε στην απίστευτη τόλμη της εξέγερσης της 1ης Ιανουαρίου 1994, στο Σαν Κριστομπάλ δε λας Κάζας, λίγο μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τον πόλεμο στον Κόλπο, εν μέσω παγκόσμιας φιλελεύθερης επέλασης, τη στιγμή που υπογραφόταν από το Μεξικό Συνθήκη Ελεύθερης Συναλλαγής με τις ΗΠΑ (Alena). Το να υψωθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες το λάβαρο της εξέγερσης μοιάζει να πηγαίνει κόντρα στα ρεύματα της εποχής, να αντιτίθεται στις διακυρήξεις περί ιστορικού πεπρωμένου. Είναι ωστόσο μια πράξη αντίστασης και πρόκλησης σύμφωνα με το πνεύμα του καιρού, κατά τον τρόπο του Τσε.
Αν αυτή η συνέχεια είναι σημαντική, πολλές άλλες εμπειρίες έχουν συσσωρευθεί εδώ και τριάντα χρόνια στη Λατινική Αμερική. Η μεταστροφή που επέφερε η ειρωνία των Ζαπατίστας, η απολογία του Μάρκος όταν μιλά για έναν «ηρωϊσμό της ζωής», αποτελούν με τον τρόπο τους τεκμήρια αυτών των εξελίξεων: «Δεν θέλουμε», γράφει ο υποδιοικητής Μαρκος, «να κληρονομήσουν απο μας τη λατρεία του θανάτου. Θέλουμε ν’ αφήσουμε κληρονομιά τη λατρεία του αγώνα. Και όπως λένε εδώ, για ν’αγωνίζεσαι πρέπει να ‘σαι ζωντανός – νεκροί δε μπορούμε να αγωνιστούμε. Πραγματικά, ένα μεγάλο μέρος της στρατιωτικής μας εκπαίδευσης είχε για σκοπό να μην πεθαίνουμε: «το πρώτο καθήκον ενός αγωνιστή είναι να μην πεθάνει», τους λέγαμε». Και που δεν τους εμπόδισε να διακινδυνεύσουν τις ζωές τους και εξακολουθεί να μην τους εμποδίζει.
Η εικόνα του Τσε στιν κόσμο παραμένει προπάντων εκείνη ενός έμπρακτα διεθνιστή, ακατάβλητου πολέμιου ενός κόσμου παραδομένου στις λεηλασίες και τις μιζέριες της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης. Εξ’ ου και η επικαιρότητα και ακτινοβολία του. Σε αυτόν τον κυνικό και κυριολεκτικά αποκαρδιωμένο κόσμο, αποδεικνύει ότι η συμφωνία ήθους και πολιτικής είναι δυνατή, ότι η πολιτική δεν είναι κατ’ ανάγκην ανήθικη, ούτε το ήθος κατ’ ανάγκην απολίτικο, ότι μπορούμε να συνδιάζουμε τα δύο. Το γόητρο που διατηρεί απέναντι στους νέους προέρχεται επίσης από το ότι αποτελεί μιαν ίσως μοναδική περίπτωση επαναστάτη που, μολονότι άγγιξε την εξουσία, ήταν σε θέση να την εγκαταλείψει για να θέσει και πάλι τις δυνάμεις του στην υπηρεσία ενός αγώνα που δε μπορεί να ολοκληρωθεί σε μια μόνη χώρα. Αν εξακολουθεί και σήμερα να σας ενδιαφέρει και να σας έλκει, είναι για όλους αυτούς τους λόγους, κι ακόμη επειδή, έχοντας πεθάνει στα 39 του, νέος ακόμη, η εικόνα του συνδέει αξεδιάλυτα τη νιότη με την επανάσταση.
[1] Σεν Ζυστ (Louis Antoine de Saint-Just), σημαντική πολιτική προσωπικότητα της Γαλλικής Επανάστασης, στενός συνεργάτης του Ροβεσπιέρου.
Από το βιβλίο των Μισέλ Λεβί και Ολιβιέ Μπεσανσενό “Che Guevara: His Revolutionary Legacy” (2009). Ελληνική Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης (εκδ.Φαρφουλάς).