Όταν ο Τσε επέστρεψε για πάντα στην Σάντα Κλάρα: 20 χρόνια από την ανακάλυψη του μυστικού της Βολιβίας

47012_guevara_g

Γράφει ο Νίκος Μόττας.

«…κι αν σ’ έκαψαν,
κι αν σ’ έχωσαν βαθιά κάτω απ’ το χώμα,
κι αν έκρυψαν τη στάχτη σου
σε κοιμητήρια, σε δάση και τυρφώνες,
δε θα μας εμποδίσουν να σε βρούμε,
Τσε Κομαντάντε, φίλε.»
– Νικολάς Γκιγιέν*.

Ήταν 12 Ιούλη 1997 όταν ένα- ειδικά ναυλωμένο από την κυβέρνηση- αεροσκάφος των κουβανικών αερογραμμών προσγειώνονταν στο αεροδρόμιο Χοσέ Μαρτί της Αβάνας. Δεν επρόκειτο για μια συνηθισμένη προγραμματισμένη πτήση, από αυτές που μεταφέρουν επιβάτες η εμπορεύματα. Ήταν μια άφιξη ιστορικής σημασίας, κάτι που ήταν ολοφάνερο από τις προετοιμασίες που είχαν γίνει στο αεροδρόμιο, με την παρουσία στρατιωτικών αγημάτων και κυβερνητικών αξιωματούχων συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Φιντέλ. Έτσι, με λιτή επισημότητα, συγκίνηση και σεβασμό, η Κούβα υποδέχονταν, 30 χρόνια μετά τη δολοφονία του, την σωρό του Κομαντάντε Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, καθώς και άλλων τεσσάρων συντρόφων του.

Λίγες ημέρες πριν, στις 28 Ιούνη, μια διεθνής ομάδα ειδικών επιστημόνων με επικεφαλής τον κουβανό ΔρΧόρχε Γκονζάλες Πέρεζ είχε εντοπίσει στο Βαλεγκράντε- ένα μικρό χωριό της βολιβιανής επαρχίας- το μαζικό τάφο που βρίσκονταν θαμμένη η σωρός του Τσε και άλλων έξι ανταρτών. Αν και οι προσπάθειες για την ανεύρευση του σημείου που είχε ταφεί ο θρυλικός Κομαντάντε είχαν ξεκινήσει δεκαετίες πριν, μέχρι το Νοέμβρη του 1995 δεν υπήρχε καμιά ουσιαστική και αξιόπιστη πληροφορία που θα μπορούσε να οδηγήσει τις έρευνες.

Η πληροφορία-κλειδί δόθηκε από τον απόστρατο στρατηγό Μάριο Σαλίνας Βάργκας– αξιωματικό του βολιβιανού στρατού που το 1967 ηγούνταν δυνάμεων που έστησαν ενέδρα την αντάρτικη ομάδα του Τσε- στο δημοσιογράφο Τζον Λι Άντερσον των New York Times. Ο ίδιος ο Άντερσον περιγράφει τα γεγονότα εκείνων των ημερών στο βιβλίο-βιογραφία του Τσε υπό τον τίτλο “Che: A Revolutionary Life” (Grove Press, New York):

«Ένα πρωί το Νοέμβρη του 1995, ευρισκόμενος στη Βολιβία προκειμένου να πάρω συνέντευξη από οποιονδήποτε θα μπορούσα να βρω που είχε σχέση με τη δραστηριότητα του Τσε στην περιοχή, πήγα στην Σάντα Κρουζ να δω τον Μάριο Σαλίνας Βάργκας, έναν απόστρατο στρατηγό γύρω στα 50. Ως νεαρός αξιωματικός το 1967, ο Βάργκας έγινε διάσημος καθώς ηγήθηκε ενέδρας που ο στρατός έστησε στον ποταμό Μασικούρι εξολοθρεύοντας την 2η φάλαγγα των αντάρτικων δυνάμεων του Τσε. Η γερμανίδα συντρόφισσα του Τσε, η Τάνια, καθώς και οκτώ άλλοι μαχητές σκοτώθηκαν».

Ο Βάργκας εξιστόρησε αναλυτικά στον Άντερσον τι ακολούθησε της σύλληψης του Τσε, βάζοντας τον αμερικανό δημοσιογράφο στον πειρασμό να τον ρωτήσει τι απέγινε το σώμα του Κομαντάντε. Γράφει σχετικά ο Άντερσον: «Η ευθύτητα του Βάργκας με ώθησε να τον ρωτήσω για το σώμα του Τσε, παρ’ ότι δεν περίμενα μια ειλικρινή απάντηση. Έμεινα έκπληκτος όταν μου απάντησε πως ήθελε να ξεδιαλύνει το παρελθόν. Είπε πως μετά τη δολοφονία του Τσε, τα χέρια του ακρωτηριάστηκαν. Πάρθηκαν δαχτυλικά αποτυπώματα ώστε να υπάρχει απόδειξη της ταυτότητας του σώματος και τα χέρια τοποθετήθηκαν σε φορμαλδεΰδη. Το βράδυ, μια ομάδα αξιωματικών στην οποία μετείχε ο Βάργκας, πέταξαν τα σώματα του Τσε και ορισμένων άλλων συντρόφων του σε έναν ομαδικό τάφο».

Φωτογραφία από τις ανασκαφές στην περιοχή του Βαλεγκράντε, 1997.

Όταν δημοσιεύθηκε η συνέντευξη του Σαλίνας Βάργκας– με την σημαντική αυτή αποκάλυψη- στους New York Times, οι εξελίξεις στη Βολιβία πήραν δραματική τροπή. Ο πρόεδρος της χώρας Γκονσάλο Σάντσες ντε Λοζάδα δήλωσε ότι ο Άντερσον είχε επινοήσει την όλη ιστορία παίρνοντας συνέντευξη από έναν… πιωμένο Βάργκας. Την ίδια στιγμή, ο Βάργκας κρύφτηκε σε άγνωστη τοποθεσία και σε ανακοίνωση του αρνήθηκε ότι είπε το παραμικρό. Ωστόσο, τόσο ο πρόεδρος Σάντσες ντε Λοζάδα όσο και ο στρατηγός, αγνοούσαν ότι ο Άντερσον είχε ηχογραφήσει την συνέντευξη. Η αποκάλυψη της ύπαρξης ηχογραφημένου ντοκουμέντου οδήγησε το μεν Βάργκας να παραδεχθεί δημόσια τα όσα είπε στον Άντερσον και το δε βολιβιανό πρόεδρο να δώσει εντολή για τον σχηματισμό επιτροπής έρευνας για τον εντοπισμό των σωρών.

Η αποκάλυψη του Βάργκας για το τι απέγινε η σωρός του Τσε διεύψευσε μια σειρά από θεωρίες που έβλεπαν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας και οι οποίες αποπροσανατόλιζαν τις όποιες έρευνες: μια πληροφορία έλεγε ότι το σώμα του Γκεβάρα είχε αποτεφρωθεί και οι στάχτες είχαν σκορπιστεί από ελικόπτερο στη ζούγκλα, μια άλλη ότι η σωρός είχε μεταφερθεί από αμερικανούς μυστικούς πράκτορες στα κεντρικά γραφεία της CIA στη Βιρτζίνια, ή, όπως σημείωναν άλλα δημοσίευματα σε αμερικανική βάση στον Παναμά. Τίποτε από αυτά βεβαίως δεν ίσχυε. Η δε κουβανική κυβέρνηση, αποφασισμένη να φτάσει τις έρευνες μέχρι το τέλος, συνέστησε επιτροπή που επιβαρύνονταν με το έργο της ανακάλυψης, ταυτοποίησης και επαναπατρισμού της σωρού του Τσε. Επικεφαλείς της επιτροπής αυτής ήταν οι Ραούλ Κάστρο και Ραμίρο Βαλντές.

Οι έρευνες που ξεκίνησαν στις αρχές του 1996 στην περιοχή του Βαλεγκράντε δεν έδωσαν αμέσως αποτέλεσμα, καθώς δεν ήταν γνωστό το ακριβές σημείο που είχαν ταφεί τα σώματα του Τσε και των συντρόφων του. Τις ανασκαφές επιχείρησε να αποπροσανατολίσει ο γνωστός κουβανός πράκτορας της CIA– ο οποίος είχε αναμειχθεί στην σύλληψη και δολοφονία του Τσε- Φέλιξ Ροντρίγκες. Σύμφωνα με τη «Γκράνμα», ο Ροντρίγκες ταξίδεψε μέχρι το σημείο των ανασκαφών και υπέδειξε στους ερευνητές ότι θα έπρεπε να ψάξουν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχαν ξεκινήσει.

Σημαντικές πληροφορίες που οδήγησαν τις ανασκαφές στην σωστή περιοχή έδωσε στον Άντερσον η χήρα ενός πρώην αξιωματικού του βολιβιανού στρατού, του συνταγματάρχη Αντρές Σέλιχ. Κάποιες παλιές σημείωσεις του Σέλιχ επιβεβαίωναν την εκδοχή του Βάργκας για την ύπαρξη ενός μαζικού τάφου στα πέριξ ενός πρόχειρου, χωματένιου αεροδιαδρόμου λίγο έξω από το Βαλεγκράντε. Ήταν πλέον θέμα χρόνου η ομάδα των επιστημόνων που εργάζονταν στις ανασκαφές να φτάσουν σε μια σημαντική ανακάλυψη. Αυτή ήρθε στις 9 το πρωί της 28 Ιούνη 1997.

Διηγείται σχετικά ο Άντερσον: «Βρισκόμουν στο Μαϊάμι όταν μου τηλεφώνησε ο Αλεχάντρο (επικεφαλής των αργεντίνων επιστημόνων). Με μια ήρεμη φωνή, που πρόδιδε όμως ενθουσιασμό, μου είπε: “Τον βρήκαμε. Έλα”. Πήγα στην Σάντα Κρουζ και απο κεί οδικώς για το Βαλεγκράντε. Τίποτα δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί στον Τύπο, αλλά είχαν ξεκινήσει να διαδίδονται οι πρώτες φήμες. Οι σωροί είχαν βρεθεί από μια ομάδα κουβανών και βολιβιανών ειδικών ερευνητών. Δίπλα στον αεροδιάδρομο, πέντε σχεδόν μέτρα από τις τελευταίες εκσκαφές που είχαν αρχίσει το Νοέμβρη του ’95, βρισκόταν ένα νέο σημείο. Η περιοχή είχε αποκλειστεί και βολιβιανοί στρατιώτες έλεγχαν όποιον πλησίαζε. Ο τάφος είχε περίπου 2 μέτρα βάθος».

Στον μαζικό τάφο είχαν βρεθεί 7 ανθρώπινοι σκελετοί. Ένας όμως ξεχώριζε καθώς ήταν καλυμμένος με στρατιωτικό χιτώνιο. Αυτό που έκανε τους επιστήμονες να βεβαιωθούν ότι είχαν βρει την- επί 30 χρόνια αγνοούμενη- σωρό του Τσε, ήταν ότι από τον ανθρώπινο σκελετό έλειπαν τα χέρια. «Το χέρι είχε κοπεί στο ύψος του καρπού, ενώ το κόκκαλο έμοιαζε να είχε αφαιρεθεί με χειρουργική ακρίβεια» γράφει ο Άντερσον. Μέσα στο στρατιωτικό χιτώνιο βρέθηκαν ίχνη από καπνό πίπας που συνήθιζε να καπνίζει ο Γκεβάρα, ενώ έγινε και ταυτοποίηση των οδοντικών χαρακτηριστικών.

Για τους κουβανούς επιστήμονες που συμμετείχαν στις έρευνες, ο εντοπισμός και η ταυτοποίηση της σωρού του ηρωϊκού Κομαντάντε ήταν πηγή ενθουσιασμού αλλά ταυτόχρονα και έντονου στρές, δεδομένης της ιστορικής αποστολής που είχαν αναλάβει. «Ήταν πολύ έντονες μέρες, με μεγάλη ένταση» σημειώνει ο Δρ. Χόρχε Γκονζάλες Πέρες και προσθέτει: «Δεν εγκαταλείψαμε καθόλου το σημείο, ούτε το γιαπωνέζικο νοσοκομείο (σ.σ. στη Σάντα Κρούζ) όπου μεταφέρθηκαν τα οστά μετά την εκταφή προκειμένου να ταυτοποιηθούν. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι κανένας μας δεν κοιμήθηκε, για να βρισκόμαστε συνέχεια σε επαφή με το χώρο που ήταν οι σωροί, ώστε να μην συμβεί τίποτε»Ο επαναπατρισμός της σωρού του Τσε και των έξι συντρόφων του αποτελούσε για την Κούβα ζήτημα αξιοπρέπειας, ώστε να αποδοθούν- έστω και μετά θάνατον- όλες οι απαραίτητες εκείνες τιμές στον κορυφαίο κομμουνιστή αντάρτη και γνήσιο τέκνο της κουβανικής επανάστασης.

Αβάνα, 1997- Κουβανοί στρατιώτες μεταφέρουν το φέρετρο με τα οστά του Τσε.

Αυτοκινητοπομπή μεταφέρει τις σωρούς του Τσε και των συντρόφων του στην Σάντα Κλάρα.

Στις 17 Οκτώβρη 1997 ξημέρωνε για τον κουβανικό λαό μια ιστορική ημέρα. Με κάθε επιστημότητα και παλλαϊκή συμμετοχή, οι σωροί του Κομαντάντε Ερνέστο Γκεβάρα και άλλων έξι συντρόφων του θα ενταφιάζονταν στο ειδικά χτισμένο Μαυσωλείο που είχε χτιστεί τη δεκαετία του ’80 στην πόλη της Σάντα Κλάρα. Στην είσοδο του Μαυσωλείου, εντυπωσιακό και περήφανο, δεσπόζει το περίπου 7 μέτρων μπρούτζινο άγαλμα του επαναστάτη Τσε με το τουφέκι στο χέρι.

Η Σάντα Κλάρα, η πόλη-ορόσημο για την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης, στην οποία ο Τσε έδωσε μια απ’ τις πλέον σημαντικές του μάχες οδηγώντας τις αντάρτικες δυνάμεις το 1959 σε θριαμβευτική νίκη, υποδέχονταν και πάλι τον θρυλικό Κομαντάντε. Έπειτα από εβδομάδες λαϊκού προσκυνήματος στην Αβάνα και επτά ημέρες επίσημου πένθους, επτά μικρά ξύλινα φέρετρα με τα λείψανα των ανταρτών έφταναν πάνω σε στρατιωτικά αγήματα μπροστά από το χώρο του Μαυσωλείου.

«Ο Τσε πολεμά και κερδίζει περισσότερες μάχες από ποτέ»σημείωσε στην ομιλία του ενώπιον εκατοντάδων χιλιάδων κουβανών, ο Φιντέλ Κάστρο. «Ευχαριστούμε, Τσε, για την ιστορία, τη ζωή και το παράδειγμα σου. Ευχαριστούμε που έρχεσαι να μας δώσεις δύναμη στο δύσκολο αγώνα που δίνουμε σήμερα προκειμένου να διατηρήσουμε τις ιδέες για τις οποίες εσύ πολέμησες τόσο σκληρά».

Βίντεο που περιλαμβάνει αποσπάσματα από την άφιξη της σωρού του Τσε και των συντρόφων του στην Κούβα στις 12 Ιούλη 1997 (λανθασμένα αναφέρεται ο μήνας Οκτώβρης) και την τελετή ενταφιασμού στην Σάντα Κλάρα στις 17 Οκτώβρη 1997.

* Απόσπασμα από το ποίημα του Νικολάς Γκιγιέν “Che Comandante, Amigo” (Τσε Κομαντάντε, Φίλε)Στα ελληνικά, το ποίημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Νικολάς Γκιγιέν: Αηδόνια και Μπαζούκας», σε μετάφραση Μπάμπη Ζαφειράτου, από τις εκδόσεις New Star.

Πηγή: Ατέχνως, 22/7/2017.

Η «Κρίση των Πυραύλων» στην Κούβα και ο Τσε

che guevara cuban missile crisisΜε αφορμή την επέτειο της Κρίσης των Πυραύλων στην Κούβα (Οκτώβρης 1962), το Ελληνικό Αρχείο Τσε Γκεβάρα παρουσιάζει πτυχές της περιόδου εκείνης, κυρίως μέσα από το πρίσμα της δραστηριότητας και του ρόλου του Τσε, ως ηγετικού μέλους της κουβανικής κυβέρνησης, στην εν λόγω ιστορία. Προς τούτο χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από τα δύο πληρέστερα βιογραφικά πονήματα που έχουν γραφτεί για το Γκεβάρα, αυτά του Jon Lee Anderson και του Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο. 

Η κρίση των πυραύλων του Οκτώβρη, ανάγκασε τον Τσε να επισπεύσει τα σχέδια του για την αντάρτικη δύναμη της Αργεντινής [1]. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, διοικούσε το δυτικό τμήμα των κουβανικών ενόπλων δυνάμεων με βάση το Πίναρ ντελ Ρίο. Το αρχηγείο του βρίσκονταν σε κάτι ορεινές σπηλιές, σε κοντινή απόσταση από τις εγκαταστάσεις σοβιετικών πυραύλων. (Στο στρατηγείο) πήρε μαζί του και εκπαιδευμένους αργεντίνους αντάρτες τοποθετώντας τους σε μεραρχία υπό την ηγεσία κουβανών αξιωματικών. Εάν ξεσπούσε πόλεμος θα έμπαιναν κι’ αυτοί στη μάχη.

Τις ώρες της κορύφωσης της έντασης – έπειτα από την κατάρριψη ενός κατασκοπευτικού αμερικανικού αεροσκάφους U2 από σοβιετικό αντιαεροπορικό βλήμα – ο Φιντέλ επικοινώνησε με τον Χρουστσώφ, μεταφέροντας του την άποψη ότι οι σοβιετικοί έπρεπε να εξαπολύσουν πρώτοι επίθεση με πυραύλους σε περίπτωση ένοπλης αμερικανικής εισβολής. Ο Κάστρο επιβεβαίωσε στον Χρουστσώφ την ετοιμότητα του ίδιου και του κουβανικού λαού να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. […]

Όταν ο Κάστρο ενημερώθηκε πως ο Χρουστσώφ είχε συμφωνήσει με τον Κέννεντι, πίσω απ’ την πλάτη του (για απόσυρση των αμερικανικών πυραύλων απ’ την Τουρκία με αντάλλαγμα την υπόσχεση των ΗΠΑ να μην επιτεθούν στην Κούβα) έγινε έξαλλος και, σύμφωνα με πληροφορίες, έκανε θρύψαλλα έναν καθρέφτη με τη γροθιά του όταν του το ανακοίνωσαν. Από την πλευρά του ο Τσε διέταξε τη διακοπή της επικοινωνιακής γραμμής του στρατηγείου του με την γειτονική σοβιετική βάση και έφυγε για την Αβάνα προκειμένου να συναντήσει τον Φιντέλ.

Τις επόμενες ημέρες ο Φιντέλ τις πέρασε όντας πικραμένος και εκνευρισμένος με την τακτική του Χρουστσώφ και ο Μικογιάν [2] αναχώρησε για την Αβάνα προκειμένου να συνενοηθεί με τους κουβανούς. Ο Μικογιάν έκανε ότι μπορούσε, αλλά ο Φιντέλ και ο Τσε ήταν πεπεισμένοι πως ο Χρουστσώφ τους είχε “πουλήσει” για την εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων. Οι συνομιλίες (σ.σ: μεταξύ του Μικογιάν και κουβανών αξιωματούχων) συνεχίστηκαν για αρκετές εβδομάδες και σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν εξαιρετικά έντονες. Μια μέρα, ένα λάθος στη μετάφραση απ’ τον ρώσο διερμηνέα προκάλεσε ισχυρές αντεγκλίσεις. Όταν η παρεξήγηση ξεκαθαρίστηκε, ο Τσε έβγαλε ήρεμα το πιστόλι τύπου μακάροφ απ’ την θήκη του και το έδωσε στον διερμηνέα λέγοντας του: “Εάν ήμουν στη θέση σου, αυτό θα ταν το μόνο που μου έμενε να πράξω…”. Σύμφωνα με τον Αλεξάντρ Αλέξιεφ όλοι γέλασαν, συμπεριλαμβανομένου του Μικογιάν. Το μαύρο χιούμορ του Τσε είχε ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.

[…]

Σε μια συνέντευξη με τον Τσε λίγες εβδομάδες μετά την κρίση, ο βρετανός ανταποκριτής της αριστερής εφημερίδας Daily Worker Σαμ Ράσελ τον βρήκε να παραμένει θυμωμένος αναφορικά με την στάση της Μόσχας. Καπνίζοντας το πούρο του και παίρνοντας, εναλλάξ, ανάσες απ’ τον εισπνευστήρα για το άσθμα, δήλωσε στο Ράσελ πως εάν οι πύραυλοι τίθενταν υπό κουβανικό έλεγχο θα εκτοξεύονταν. Ο Ράσελ έφυγε με ανάμεικτα συναισθήματα για τον Τσε, χαρακτηρίζοντας τον ως “ξεκάθαρα έναν άνθρωπο μεγάλης ευφυίας, παρόλο που πίστευα ότι ήταν τρελός κρίνοντας απ’ τον τρόπο που αναφέρθηκε στους πυραύλους”. […]

[1] Ήδη από το 1962 ο Γκεβάρα σχεδίαζε τρόπους δημιουργίας αντάρτικου αγώνα σε χώρες της λατινικής Αμερικής, με επίκεντρο την Αργεντινή. Η Κρίση των Πυραύλων ανάγκασε τον Τσε να αλλάξει τους σχεδιασμούς του, προσαρμόζοντας τους στις πολιτικές και διεθνείς εξελίξεις που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια.

[2] Ανάστας Μικογιάν: Σοβιετικός επαναστάτης, πολιτικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια Επίτροπος στην ΕΣΣΔ. Διατηρούσε σχέσεις με την κουβανική επαναστατική ηγεσία και αποτελούσε «δίαυλο» επικοινωνίας μεταξύ Μόσχας και Αβάνας. 

Αποσπάσματα απ’ τη βιογραφία του Τσε. Τζον Λι Άντερσον, “Che, A Revolutionary Life”, Grove Press. (Μετάφραση: Guevaristas), σελ. 518-519.

(Πριν ξεσπάσει η κρίση των πυραύλων)

Γράφει ο Πάκο Ιγνάσιο Ταϊμπο ΙΙ: Εκείνες τις μέρες θα δώσει μια διάλεξη στα μέλη της Κεντρικής Ασφάλειας, που αργότερα θα πάρει τη μορφή ενός άρθρου – με τίτλο “Τακτική και Στρατηγική της Κουβανικής Επανάστασης” – που δεν έμελλε να δημοσιευτεί παρά μόνο μετά το θάνατο του. […] “Η Αμερική είναι σήμερα ένα ηφαίστειο, δεν βρίσκεται σε φάση έκρηξης, αλλά είναι ταραγμένο απ’ τους φοβερούς υπόγειους βρυχηθμούς που προαναγγέλουν το ξύπνημα του». Χαρακτηρίζει την Συμμαχία για την Πρόοδο (σ.σ: που είχε εξαγγείλει ο Τζ.Κέννεντι) ως “προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να εμποδίσει τη διαμόρφωση επαναστατικών συνθηκών μεταξύ των λαών, μέσω του συστήματος του να μοιράζεται ένα μικρό μέρος των κερδών με τις τάξεις των κρεολών εκμεταλλευτών”. Καταληγει σε δύο συμπεράσματα: “Απαιτείται αντάρτικος αγώνας για την κατανίκηση του συμβατικού στρατού και ο αγώνας αυτός θα έχει παναμερικανικό χαρακτήρα. Θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε αυτή τη νέα εποχή της χειραφέτησης της Αμερικής ως αντιπαράθεση δύο τοπικών δυνάμεων που παλεύουν για την κυριαρχία και μια περιοχή; Προφανώς όχι (…) Οι γιάνκηδες θα επέμβουν γιατί ο αγώνας στην Αμερική είναι καθοριστικής σημασίας». Δύο ιδέες που έχουν να κάνουν με τη μελλοντική του πρακτική.

Η ένταση μεταξύ της κουβανέζικης επανάστασης και των Ηνωμένων Πολιτειών θα οδηγήσει κατά τους επόμενους μήνες στα πρόθυρα μιάς παγκόσμιας πυρηνικής αναμέτρησης. Μια δυο μέρες πριν από τη γέννηση του γιου του (γεννήθηκε 20 Μάη) ο Τσε είχε σχολιάσει σε μια ομιλία του: «Ο Ιμπεριαλισμός ξέρει ή μπορεί και να μην ξέρει τι είναι ικανή να κάνει η Σοβιετική Ένωση προκειμένου να μας προστατέψει (…) Αν κάνουν ένα λάθος, θα καταστρέψουν τον ιμπεριαλισμό ως τις ρίζες του, αλλά κι απο μας δε θα μείνουν και πολλά. Γι’ αυτό κι εμείς πρέπει να αγωνιζόμαστε σταθερά για την ειρήνη».

Στις 30 Μαϊου ο Τσε καλείται από τον Φιντέλ σε μία πολύ κλειστή συνάντηση. Παρίσταται μόνο ο πρόεδρος Ντορτικός, ο Φιντέλ και ο Ραούλ Κάστρο. Ο Φιντέλ τους πληροφορεί ότι την προηγούμενη μέρα είχε συζητήσει με τον Σοβιετικό υποστράτηγο Μπιργιούσοφ, ο οποίος του μετέφερε την πρόταση του Νικίτα Χρουστσώφ να ενισχύσουν την άμυνα της Κούβας εκτός των άλλων και με πυρηνικές κεφαλές. Ο Φιντέλ τους πληροφορεί ότι ανέβαλε την απόφαση του μέχρι να το συζητήσει μαζί τους. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για το τι υποστήριξαν οι τέσσερις παριστάμενοι στη συζήτηση, ούτε για τις συμφωνίες ή τις διαφωνίες τους. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1992, ο Φιντέλ θα έλεγε: ¨Δε μας άρεσαν οι πύραυλοι, έβλαπταν την εικόνα της επανάστασης στη Λατινική Αμερική. Οι κεφαλές θα μας μετέτρεπαν σε στρατιωτική βάση των Σοβιετικών, αλλά, από την άλλη, σκεφτήκαμε ότι θα ενισχύονταν έτσι το σοσιαλιστικό μπλοκ». Το γεγονός πάντως είναι ότι οι συμμετέχοντες σ’ αυτή τη συνάντηση αποφάσισαν υπέρ της ρωσικής πρότασης.

[…] Στις 13 Αυγούστου ο Σοβιετικός πρέσβης Αλεξέγεφ παραδίδει στον Φιντέλ το κείμενο της διμερούς συμφωνίας για την εγκατάσταση των βάσεων για τους πυραύλους. Ο Φιντέλ, αφού πρώτα το ελέγχει, το παραδίδει με την σειρά του στον Τσε για να το πάει στην ΕΣΣΔ. Η κατάσταση εξελίσσεται ραγδαία. Στις 27 Αυγούστου ο κομαντάντε Γκεβάρα καταφθάνει στη Μόσχα με τον Εμίλιο Αραγονές, υπό το πρόσχημα μιας επίσκεψης για την τακτοποίηση «οικονομικών υποθέσεων». Στις 30 του μήνα θα συναντηθεί με το Νικίτα στη ντάτσα του στην Κριμαία. Παρά το γεγονός ότι ο Τσε επιμένει να δημοσιοποιηθεί η συμφωνία, ο Νικίτα απορρίπτει την πρόταση. Επίσης δεν υπογράφει το κείμενο, κατά πάσα πιθανότητα για να εμποδίσει τη διαρροή της πληροφορίας απ’ τους Κουβανούς.

Σημείωση: Στο διάστημα που ακολουθεί ο Τσε παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από την Αβάνα, συνεχίζοντας το πρόγραμμα του που περιλαμβάνει από μεροκάματα εθελοντικής εργασίας σε υφαντουργία μέχρι συνεδριάσεις με συνεργάτες στο υπουργείο Βιομηχανίας. Στις 17 Οκτωβρίου ο Τσε υποδέχθηκε στην Αβάνα τον φίλο του, αλγερινό επαναστάτη Μπεν Μπέλα που ταξίδεψε στην Κούβα για υπογραφή διμερών συμφωνιών.

[…] Στις 7 το απόγευμα της 22ης Οκτωβρίου ο πρόεδρος Κέννεντι απευθύνεται στο έθνος μέσω ενός τηλεοπτικού μηνύματος διάρκειας δεκαεφτά λεπτών γνωστοποιώντας «τις αναμφισβήτητες αποδείξεις για την ύπαρξη βάσεων στην Κούβα» και αναφέρει ότι θα επιβληθεί στους Κουβανούς καραντίνα και αποκλεισμός. Σε άμεση απάντηση, τα σοβιετικά πλοία που βρίσκονταν εν πλω παίρνουν διαταγές να αγνοήσουν τον αποκλεισμό. Την επόμενη μέρα η Κούβα τίθεται σε πολεμικό συναγερμό. Ο Αργεντινός δημοσιογράφος Αδόλφο Γκίλι θα επισημάνει: «Ήταν λες κι έβρισκε διέξοδο μία μακροχρόνια συσσωρευμένη ένταση, λες και όλη η χώρα με ένα στόμα έλεγε: «Επιτέλους». Ο Τσε ορίζεται αρχηγός του Δυτικού Τμήματος Στρατού και κατευθύνεται στο Πιναρ ντελ Ρίο. Σύμφωνα με τον Ταμάγιο, τον υπασπιστή του, ο Τσε πίστευε ότι ο πόλεμος θα ξεσπούσε από στιγμή σε στιγμή και ότι η εισβολή αυτή τη φορά θα γινόταν πράγματι από εκείνη την περιοχή (σ.σ: η πρώτη εισβολή ήταν στον Κόλπο των Χοίρων). Εγκαθιστά το γενικό αρχηγείο του στη σπηλιά του Λος Πορτάλες, στα ριζά των λόφων που κυκλώνουν την κοιλάδα του Σαν Άντρες ντε Καϊγουανάμπο, στις όχθες του ποταμού Σαν Ντιέγο. Μία φυσική σπηλιά που είχε τροποποιηθεί ελάχιστα κατά την προεπαναστατική εποχή από τον τσιφλικά Κορτίνα, ο οποίος είχε φτιάξει μερικά σκαλοπάτια και είχε φαρδύνει την είσοδο. Η σπηλιά ήταν μεγαλειώδης, αλλά στο εσωτερικό της, με αυστηρή τάξη, είχαν στηθεί τμήματα, ασύρματοι, μερικά κρεβάτια εκστρατείας, δύο εστίες μαγειρέματος κι ένα τραπέζι φτιαγμένο από μια πέτρινη πλάκα βαλμένη πάνω σε δυο στύλους από πέτρες. Σταλακτίτες, χελιδόνια τη μέρα και νυχτερίδες τη νύχτα.

Ο Τσε κινήθηκε ολοταχώς και, πιστεύοντας ότι ο πόλεμος τον περίμενε στη γωνία, άρχισε να οργανώνει αποθήκες πυρομαχικών σε σπηλιές και οροσειρές και πέρασε από χαρακώματα και καταλύματα μιλώντας με τους άντρες και τονώνοντας το ηθικό τους. Το σχέδιο ήταν η οργανώσουν μια πρώτη γραμμή άμυνας ακολουθώντας τα διδάγματα της εμπειρίας τους στον Κόλπο των Χοίρων, κι έπειτα, σε περίπτωση που οι εισβολείς κατάφερναν να σχηματίσουν ένα μέτωπο στην παραλία, να αναδιπλωθούν σε έναν ανταρτοπόλεμο στη Σιέρα ντε λος Όργκανος. Κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών της επιφυλακής ο Τσε επιθεωρούσε την περιοχή που βρισκόταν υπ’ ευθύνη του και τις νύχτες διάβαζε και έπαιζε σκάκι. […]

Όταν ο κίνδυνος ενός πυρηνικού πολέμου έχει τελειώσει και έχει οριστικοποιηθεί η συμφωνία Κέννεντι-Χρουστσώφ, η ένταση σταδιακά μειώνεται. Ο Τσε επιστρέφει στην Αβάνα.

Η Ίλδα Γκαδέα (σ.σ: η πρώτη σύζυγος του Τσε με την όποια είχε πάρει διαζύγιο), που επιστρέφει από τη δουλειά της, θα ανακαλύψει έκπληκτη ότι ο Τσε βρίσκεται στο σπίτι της: «Βρήκα τον Ερνέστο πενταβρώμικο, με τις αρβύλες του καταλασπωμένες, να παίζει στο διαμέρισμα με τη μικρή (…) να παίζει και με το σκυλί». Μετά την εγγύτητα του θανάτου, η επιστροφή στη ζωή. Σε ένα άρθρο γραμμένο εκείνες τις μέρες – και που δεν έμελλε να δημοσιευτεί παρά μόνο μετά το θάνατο του – με τίτλο «Τακτική και στρατηγική της λατινοαμερικάνικης επανάστασης», έκανε έναν σκληρό απολογισμό της κρίσης: «Είναι το ανατριχιαστικό παράδειγμα ενός λαού που είναι διατεθειμένος να αιματοκυλιστεί σε μια πυρηνική επίθεση προκειμένου οι στάχτες του να γίνουν το τσιμέντο για νέες κοινωνίες και, όταν γίνεται χωρίς κανείς να ζητήσει τη γνώμη του μια συμφωνία βάσει της οποίας αποσύρονται οι ατομικοί πύραυλοι, δεν αναστενάζει ανακουφισμένος, δε νιώθει ευγνωμοσύνη για την ανακωχή – ρίχνεται στην παλαίστρα για να δώσει τη δική του, μοναδική φωνή, διατρανώνοντας τη μαχόμενη θέση του, δική του και μοναδική, και, πιο πέρα ακόμα, την απόφαση του να παλέψει ακόμα κι’ αν είναι μόνος».  

Είναι φανερό ότι ο Γκεβάρα αισθάνεται οργή για την συμφωνία απόσυρσης των πυραύλων, πίσω απ’ την πλάτη της κουβανικής κυβέρνησης. 

Όπως κάθε φορά που αισθάνεται οργή, ο Τσε θα βυθιστεί σε μία εύγλωττη επίμονη σιωπή [..] και θα αφιοσιωθεί πλήρως στα καθήκοντα του στον τομέα της βιομηχανίας, κρυμμένος απ’ τον κόσμο. Ο Σαβέριο Τουτίνο, ανταποκριτής τότε της ιταλικής κομμουνιστικής εφημερίδας L’ Unita, προσπαθεί να του πάρει συνέντευξη και βρίσκεται αντιμέτωπος με την άρνηση του Τσε. [..] Ο Τουτίνο θα κατέθετε αργότερα: «Είχε μια μυστηριώδη αύρα που απέρρεε από την σιωπή και τις αριστερές του θέσεις, την άρνηση των προνομίων, τη νυχτερινή δουλειά… Κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Τσε είχε θελήσει να ρίξει στα αμερικανικά αεροπλάνα στη διάρκεια της κρίσης»

Αποσπάσματα απ’ τη βιογραφία του Τσε γραμμένη απ’ τον Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ με τίτλο «Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε», Εκδόσεις Κέδρος, 2005, σελ. 572-582.

Η Κρίση των Πυραύλων, η διπλωματία Χρουστσώφ και η συμφωνία που έβαλε τέλος στον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου συνεχίζει να αποτελεί ζήτημα προς μελέτη. Μια δεκαετία περίπου αργότερα, ο Φιντέλ αναγνώρισε ότι η επιλογή των σοβιετικών ήταν συνετή, ασχέτως του αν έγινε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον ίδιο και την κουβανική ηγεσία. Γράφει ο Τέρενς Κάννον στο βιβλίο του «Η Επαναστατική Κούβα» (Εκδ. Χοσέ Μαρτί): 

Καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι Ενωμένες Πολιτείες δεν εισέβαλαν στο νησί, οι ηγέτες της Κούβας κατάλαβαν ότι είχαν υποτιμήσει τη σύνεση της σοβιετικής απόφασης να απομακρύνουν τους πυραύλους. Το 1974 ο Φιντέλ ρωτήθηκε τι νόμιζε για τον τρόπο που επιλύθηκε η κρίση: 

«Λοιπόν, δεν ήμασταν εντελώς ευχαριστημένοι με τα αποτελέσματα της Κρίσης των Πυραύλων. Αλλά αν είμαστε ρεαλιστές, και πάμε πίσω στην ιστορία, καταλαβαίνουμε ότι η δική μας στάση δεν ήταν σωστή. Οι Ρώσοι πίστευαν ότι από εκείνες τις διαπραγματεύσεις (σ.σ: Χρουστσώφ-Κέννεντι) δύο αντικειμενικοί σκοπό θα πετυχαίνονταν: η υπόσχεση να μη γίνει εισβολή στην Κούβα από τη μια μεριά και από την άλλη, η εξάλειψη του κινδύνου ενός πυρηνικού πολέμου. Δεν έγινε πόλεμος και υπήρξε μια περίοδος χαλάρωσης των διεθνών εντάσεων, αποδείκνύοντας έτσι ότι η σοβιετική θέση ήταν η σωστή»

Προς υπεράσπιση του Τσε Γκεβάρα: Απαντώντας στα ψέματα και τις συκοφαντίες

Ο τίτλος είναι ίσως υπερβολικός. “Έχει ανάγκη υπεράσπισης μια ιστορική προσωπικότητα όπως ο Τσε;”, θα αναρωτηθούν ορισμένοι. Όχι. Τέσσερις και πλέον δεκαετίες όμως μετά τη δολοφονία του στη Βολιβία, η δράση του θρυλικού επαναστάτη συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο διαστρεβλώσεων (σκοπίμων ως επί το πλείστον) και ψευδολογιών με κύριο στόχο την σπίλωση της ιδεολογικής και πολιτικής του κληρονομιάς. Στο “παιχνίδι” αυτό της διάδοσης ψευδών πληροφοριών για τον Τσε έχουν μετάσχει αντικομμουνιστές όλων των ειδών (από την φασιστική ακροδεξιά μέχρι το “φιλελεύθερο” κέντρο), με πρωμετωπίδα ασφαλώς την συντηρητική αμερικανική δεξιά και την αντεπαναστατική κουβανική μαφία της Φλόριντα. Στο άρθρο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια αποδόμησης επτά ψευδολογημάτων που έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί στο διαδίκτυο (αλλά και στον Τύπο) αναφορικά με τον Γκεβάρα. Σαρανταπέντε χρόνια μετά την άνανδρη δολοφονία του Τσε, η στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη απάντηση στις ύπουλα δομημένες συκοφαντίες καθίσταται αναγκαία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου το σοσιαλιστικό όραμα του επαναστάτη αποκτά επίκαιρο νόημα και το παράδειγμα του συνεχίζει να φωτίζει το δρόμο όσων πιστεύουν σ’ έναν καλύτερο κόσμο.

Ψέμα 1ο: “Το ταξίδι του νεαρού Τσε και του φίλου του Αλμπέρτο Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική είναι, ως επι το πλείστο, μύθος. Η μηχανή (Λα Ποδερόσα II) καταστράφηκε νωρίς και οι δύο αργεντίνοι έκαναν το ταξίδι τους με άλλα μέσα”.

Πρόκειται περί προφανέστατου ψεύδους. Το ταξίδι των νεαρών Γκεβάρα και Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική έχει καταγράψει ο φωτογραφικός φακός. Φωτογραφίες των δύο αργεντίνων στη Χιλή, στο Περού, σε περιοχές των δύσβατων Άνδεων αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα. Επιπλέον, οι αναλυτικές – και συνάμα αφηγηματικού χαρακτήρα – ιδιόχειρες σημειώσεις του Γκεβάρα που αργότερα δημοσιεύθηκαν υπό τον τίτλο “Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας” (Diarios de Motocicleta) δίνουν σαφές στίγμα των εντυπώσεων που αποκόμησε από το μεγάλο αυτό ταξίδι. Τόσο ο Γκεβάρα, όσο και ο Γκρανάδο παλαιότερα σε αφηγήσεις του, έχουν καταγράψει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια πτυχές του ταξιδιού τους αναφερόμενοι σε ανθρώπους που γνώρισαν και συνομίλησαν, σε μέρη που επισκέπτηκαν αλλά και στην εθελοντική τους εργασία ως γιατροί στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο. Το ταξίδι των Γκεβάρα-Γκρανάδο κατέληξε, έπειτα από επτά μήνες περιπλάνησης, στο Καράκας. Αποτέλεσε δε το έναυσμα της ιδεολογικο-πολιτικής συνειδητοποίησης του μεσοαστού αργεντίνου, ο οποίος είδε με τα ίδια του τα μάτια την ιμπεριαλιστική καταπίεση και εκμετάλλευση που κατέτρωγε τις “σάρκες” και “έπινε το αίμα” των λαών της λατινικής αμερικής.

Ψέμα 2ο: “Μετά την πτώση του Μπατίστα, ο Τσε αποφάσισε την εκτέλεση – χωρίς δικαίωμα υπεράσπισης – εκατοντάδων κουβανών αξιωματούχων του καθεστώτος”.

Είναι αλήθεια ότι ο Τσε είχε οριστεί υπεύθυνος για την απόδοση δικαιοσύνης απέναντι σε όσους είχαν αποδεδειγμένη συμμετοχή στο τυρρανικό καθεστώς του Μπατίστα, ή είχαν συνεργαστεί με αυτό συμβάλοντας άμεσα στην πολυετή καταπίεση του κουβανικού λαού. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολλοί εξ’ αυτών εκτελέσθηκαν. Συνιστά όμως ύπουλο ψεύδος ο ισχυρισμός ότι οι εκτελεσθέντες ήταν, δήθεν, αθώοι. Γι’ αυτό παραπέμπουμε στα λόγια του βιογράφου του Τσε, του αμερικανού Τζον Λι Άντερσον: «Ακόμη να βρω κάποια έγκυρη πηγή που να αποδεικνύει ότι ο Τσε εκτέλεσε κάποιον ‘αθώο’. Αυτά τα άτομα που εκτελέστηκαν απ’ το Γκεβάρα, ή έπειτα από διαταγή του, καταδικάστηκαν γιά τα συνήθη εγκλήματα που επισύρουν τη θανατική ποινή σε περίοδο πολέμου ή μετά από πόλεμο: βασανισμούς, βιασμούς, δολοφονίες η προδοσία». [1] Συγκρατήστε το “σε περίοδο πολέμου” – η απόδοση δικαιοσύνης απέναντι στους εγκληματίες της δικτατορίας Μπατίστα ακολούθησε το θρίαμβο της Επανάστασης ο οποίος ήλθε μέσα από μακρά περίοδο βίαιων πολεμικών επιχειρήσεων.

Σε αυτό να σημειωθεί ότι η πενταετής έρευνα του Άντερσον δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στην Κούβα αλλά, επιπλέον, έλαβε πληροφοριες και από την κουβανική κοινότητα του Μαϊάμι, γνωστή για τα αντικομμουνιστικά, αντιγκεβαρικά της αισθήματα. Αυτοί που συνήθως κατηγορούν τον Τσε (και την επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας εν γένει) για εκτελέσεις “αθώων” είναι οι ίδιοι που “ένειπταν τας χείρας τους” όταν η πολεμική μηχανή των ΗΠΑ, ή του ΝΑΤΟ, δολοφονούσε μαζικά άμαχο πληθυσμό στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Σερβία, τη Λιβύη και αλλού.

Ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον Γκεβάρα: «…ήρθε η 1η Γενάρη 1959, και η Επανάσταση – πάλι χωρίς να σκεφτεί τα όσα είχε διαβάσει στα βιβλία αλλά ακούγοντας ότι της χρειαζόταν από τα χείλη του λαού – αποφάσισε πρώτα απ’ όλα να τιμωρήσει τους ενόχους, και το έπραξε. Οι αποικιακές δυνάμεις αμέσως παρουσίασαν την όλη ιστορία στα πρωτοσέλιδα τους σε όλο τον κόσμο ως δολοφονία, και αμέσως προσπάθησαν να κάνουν αυτό που προσπαθούν πάντα να κάνουν οι ιμπεριαλιστές: να ενσπείρουν τη διχόνοια. “Υπάρχουν εδώ κομμουνιστές που σκοτώνουν ανθρώπους” έλεγαν. Με προφάσεις και τετριμμένα επιχειρήματα προσπάθησαν να ενσπείρουν διχόνοια ανάμεσα σε ανθρώπους που είχαν πολεμήσει για τον ίδιο σκοπό». [2]

Η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την επιβολή της λαϊκής Δικαιοσύνης. Οι προδότες, οι δοσίλογοι είχαν σχεδόν πάντα αυτήν την τύχη, από τη γαλλική επανάσταση του 1789 μέχρι την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους Ναζί το 1945. Από την άλλη πλευρά, η γενναιοδωρία, παραδείγματος χάρη, των Σαντινίστας στη Νικαράγουα (που έδωσαν αμνηστία σε συνεργάτες της δικτατορίας του Σομόζα) είχε ολέθριες συνέπειες: παλιοί της εθνοφρουράς που αφέθηκαν ελεύθεροι συμμάχησαν με τις, υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, αντεπαναστατικές δυνάμεις των Κόντρα και στράφηκαν κατά των Σαντινίστας.

Ψέμα 3ο:Ο Τσε Γκεβάρα ήταν ένας ψυχρός και ανελέητος δολοφόνος. Εκπαίδευσε αντάρτες οι οποίοι εκτέλεσαν αμάχους, ενώ δε δίσταζε να εκτελεί άμεσα συντρόφους του οι οποίο επεδείκνυαν λιποταξία”.

Είναι σαφές ότι οι χαρακτηρισμοί “ψυχρός”, “ανελέητος”, “δολοφόνος” κλπ, στοχεύουν αποκλειστικά στη δημιουργία εντυπώσεων. Και προφανώς εκστομίζονται από όσους δεν αντιλαμβάνονται – ή, ακόμη χειρότερα, παριστάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται – το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται ένας ανταρτοπόλεμος ενάντια σε ένα τυρρανικό, διεφθαρμένο, φιλοιμπεριαλιστικό καθεστώς. Τόσο ο Γκεβάρα, όσο και οι υπόλοιποι πολεμιστές του αντάρτικου “Κινήματος της 26ης Ιούλη”, είχαν να αντιμετωπίσουν έναν άριστα εκπαιδευμένο στρατό που είχε πολλαπλάσια αριθμητική υπεροχή και σαφώς πιο εξελιγμένο οπλισμό. Ως εκ τούτου, είχαν υποχρέωση να επιδείξουν τη μέγιστη δυνατή πειθαρχία και την απαρέγκλητη προσήλωση τους στους νόμους της επανάστασης. Και πράγματι, σύμφωνα με το Γκεβάρα, μια ένοπλη επανάσταση δεν θα μπορούσε να πετύχει εάν δεν έχει εμποτιστεί με ταξικό μίσος – αυτό που οι αντάρτες, οι εξεγερμένοι, ο ίδιος ο λαός και οι σύμμαχοι του τρέφουν για τον εκμεταλλευτή κεφαλαιοκράτη, τον ιμπεριαλιστή, τον αποικιοκράτη και τους δειλούς αντεπαναστάτες.

Αντίθετα με όσα λένε και γράφουν οι εχθροί του Γκεβάρα, δεν υπάρχει ούτε ένα αξιόπιστα διασταυρωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο Τσε έδωσε εντολή για εκτέλεση αμάχων. Τουναντίον, με την ιδιότητα του ως γιατρού, ο Γκεβάρα προσέφερε βοήθεια τόσο σε αιχμάλωτους στρατιώτες, όσο και στους ντόπιους χωρικούς στις περιοχές απ’ όπου πέρασε ο αντάρτικος στρατός. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, κατά τον κουβανικό ανταρτοπόλεμο, η οποιαδήποτε επίθεση (ακόμη και “παρενόχληση”) εναντίον άμαχου πληθυσμού απαγορεύονταν ρητά από τον επαναστατικό νόμο του Κινήματος της 26ης Ιούλη και η τιμωρία για τους παραβάτες ήταν η εσχάτη των ποινών.

Αλλά και στο αντάρτικο της Βολιβίας υπάρχουν σαφή δείγματα της συμπεριφοράς του Τσε απέναντι στους αντιπάλους που πολύ απέχει από τις ψευδολογίες που εξαπολύουν οι συκοφάντες του. Αντιγράφουμε απ’ το ημερολόγιο της Βολιβίας: «Πιάσαμε αιχμαλώτους δυο νέους κατασκόπους, έναν υπολογαχό των καραμπινιέρων κι έναν καραμπινιέρο. Τους διαβάσαμε την μπροσούρα και τους αφήσαμε ελεύθερους…». [3] Σε άλλο σημείο του ίδιου ημερολογίου διαβάζουμε πως ο Γκεβάρα, ευρισκόμενος σε λόγο με θέα το δρόμο παρατηρούσε δύο στρατιώτες σε ένα περαστικό καμιόνι. Ένιωσε οίκτο γι’ αυτούς που κρύωναν, τυλιγμένοι στις κουβέρτες τους. «Δεν βρήκα το θάρρος να τους ρίξω…» γράφει.

Ψέμα 4ο: “Ο Τσε Γκεβάρα επεδείκνυε ρατσιστικό μίσος κατά των ομοφυλόφιλων, πρωταγωνιστώντας στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης”.

Ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι απόψεις – και κυρίως η δράση – του Τσε είχαν ως βάση ρατσιστικά (εθνοτικά, θρησκευτικά, σεξουαλικά, κλπ.) κριτήρια. Ως γνήσιος μαρξιστής-λενινιστής ο Τσε Γκεβάρα δρούσε με ταξικό κριτήριο. Ως εχθρό του, απέναντι του, είχε αποκλειστικά τον καταπιεστή, τον εκμεταλλευτή, τον ιμπεριαλιστή και τους συνηγόρους αυτών. Όταν αναφερόμαστε σε διακρίσεις κατά των ομοφυλόφιλων στην Κούβα του 1960 πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη δύο βασικά πράγματα:

Πρώτον, το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφερόμαστε. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνίες της εποχής δεν ήταν ακόμη έτοιμες να δεχθούν διαφοροποίησεις, ή αλλαγές, στα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Να θυμήσουμε ότι τη δεκαετία του ’60 στις “προοδευτικές” Ηνωμένες Πολιτείες γινόντουσαν διακρίσεις κατά των μαύρων οι οποίοι αντιμετωπίζονταν ως πολίτες β’ κατηγορίας. Στις πρώην ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, κλπ.) οι πολίτες προερχόμενοι από αφρικανικές και ασιατικές χώρες αποτελούσαν δουλοπάροικους των εκεί καπιταλιστικών συστημάτων, στην φτηνή εργασία των οποίων βασίστηκε η όποια κερδοφορία των κεφαλαιοκρατικών ελίτ.

Δεύτερον, τις συνθήκες τις οποίες είχε να αντιμετωπίσει η Επανάσταση ώστε να εδραιωθεί. Συνθήκες οι οποίες απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή, κυρίως δε σε ζητήματα που αφορούσαν τη διαφθορά των επαναστατικών συνειδήσεων την οποία επιδίωκε ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Ένα κομμάτι της κοινωνίας που, εκμεταλλευόμενος τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, επιχείρησε να στρέψει κατά της Επανάστασης ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ήταν οι ομοφυλόφιλοι. Πρόκειται για τον ίδιο ιμπεριαλισμό που, στα προ-επαναστατικά χρόνια, είχε εγκαταστήσει στο νησί μια ολόκληρη βιομηχανία πορνείας προς τέρψην εύπορων αμερικανών. Χιλιάδες κουβανοί και κουβανές, όλων των σεξουαλικών προσανατολισμών, χρησιμοποιήθηκαν ως φτηνό εμπόρευμα από τη δικτατορία του Μπατίστα και τους βορειοαμερικανούς προστάτες της.

Δύο ερευνήτριες, οι Λούρδη Αργκουέλες και Μπ. Ρούμπι-Ριτς [4], που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας στην μετά-1959 περίοδο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κατάρρευση της παραοικονομίας (της πορνείας) μετά την εδραίωση της επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια προσεταιρισμού των ομοφυλόφιλων από αντεπαναστατικές δυνάμεις του υποκόσμου. «Αρκετοί βετεράνοι της κουβανικής μαφίας στρατολογήθηκαν από την CIA μπαίνοντας στις τάξεις των αντεπαναστατών» γράφουν οι Αρκουέλες και Ριτς. Οι αντεπαναστάτες του υποκόσμου (που είχαν χάσει τα κέρδη τους με τον θρίαμβο της επανάστασης) ξεκίνησαν να προσεγγίζουν νεαρούς ομοφυλόφιλους με σκοπό να τους εντάξουν στο αντεπαναστατικό κίνημα που οργανώνονταν από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ένα παράδειγμα τέτοιας στρατολόγησης είναι η περίπτωση του Ρολάντο Κουμπέλα, ομοφυλόφιλου φοιτητή ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό των επαναστατικών δυνάμεων κατά του Μπατίστα αλλά κατέληξε να στρατολογηθεί από την CIA με σκοπό τη δολοφονία του Κάστρο. Έτσι, τα παραθαλάσσια τουριστικά γκέι-μπαρ στην περιοχή Λα Ράμπα είχαν καταλήξει ουσιαστικά μετά το 1959 “γιάφκες” αντεπανάστασης. Ποιά πολιτική όφειλε λοιπόν να ασκήσει η επαναστατική κυβέρνηση προκειμένου να διαφυλάξει τα κεκτημένα της επανάστασης και να προστατεύσει το λαό;

Οι ομοφυλόφιλοι νέοι και νέες που στρατολογήθηκαν από την CIA αποτέλεσαν – και αυτοί όπως πολλοί άλλοι κουβανοί – “πιόνια” της ιμπεριαλιστικής εχθρότητας απέναντι στην Επανάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ομοφυλόφιλων κουβανών, κυρίως προερχόμενος από την εργατική τάξη και τα χαμηλά λαϊκά στρώμματα, που ουδέποτε εγκατέλειψε την Κούβα – αντιθέτως, οι άνθρωποι αυτοί εργάστηκαν προκειμένου να ενσωματωθούν αρμονικά στην κουβανική κοινωνία προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο κοινό καλό της επανάστασης.

Ψέμα 5ο: Ο Τσε ήλπιζε ότι η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα θα οδηγούσε σε πυρηνικό πόλεμο, χωρίς να υπολογίζει το κόστος των χαμένων ανθρώπινων ζωών.

Το επιχείρημα αυτό αποτελεί σκόπιμη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, παίρνοντας αφορμή από μια φράση του Τσε λίγο καιρό μετά το τέλος της Κρίσης των Πυραύλων. Ο Γκεβάρα είχε δηλώσει τότε: «Είναι το εκπληκτικό παράδειγμα ενός λαού έτοιμου να διαλυθεί από ατομική έκρηξη προκειμένου οι στάχτες του να γίνουν τσιμέντο για τις νέες κοινωνίες και, την στιγμή που το κάνει αυτό, μια συμφωνία αποφασίζει την απόσυρση των ατομικών πυραύλων χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του, κι ο λαός αυτός δεν αναισαίνει από ανακούφιση» [5]. Η διαστρέβλωση έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία των λεγομένων του Τσε. Ο Γκεβάρα, μέσα από την υπερβολή της παραπάνω φράσης, στρέφονταν ουσιαστικά κατά της τότε σοβιετικής ηγεσίας του Χρουστσώφ η οποία στήριξε τους διπλωματικούς της ακροβατισμούς στις πλάτες της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης. Ως υπέρμαχος του ότι “κάθε άσκοπη θυσία θα πρέπει να αποφεύγεται”, ο Τσε ήταν μακριά από αυτοκτονικού τύπου αντιλήψεις οι οποίες θα απέβαιναν μοιραίες. Η θυσιαστική του αντίληψη ως αντάρτη πολεμιστή (θυσία σε προσωπικό επίπεδο, σε κάθε τομέα της ζωής, με στόχο την επιβίωση και εν τέλει την πραγμάτωση της επανάστασης) πρέπει να ερμηνεύεται στα δεδομένα ιστορικά και πολιτικά πλαίσια της εποχής αλλά και τις αντικειμενικές συνθήκες υπό τις οποίες θριάμβευσε και εδραιώθηκε η κουβανική Επανάσταση.

Ψέμα 6ο: Ως υπουργός βιομηχανίας ο Τσε απέτυχε παταγωδώς σε όλες τις πρωτοβουλίες που πήρε για την κουβανική οικονομία.

Ο Τσε δεν ήταν οικονομολόγος. Όντας μέλος του “Κινήματος της 26ης Ιούλη” και έχοντας συνεισφέρει τα μέγιστα στον θρίαμβο της Επανάστασης το 1959, ο Γκεβάρα ανέλαβε συγκεκριμένα πολιτικά πόστα έπειτα από πρόταση του Φιντέλ Κάστρο. Το έργο που είχε να επιτελέσει η επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας ήταν πρακτικά τιτάνιο, έχοντας “κληρονομήσει” από το δικτάτορα Μπατίστα μια υποανάπτυκτη παραγωγικά χώρα, με κολοσσιαίες κοινωνικές ανισότητες και διαλυμένη οικονομία. Ορισμένα στατιστικά στοιχεία μιλούν απο μόνα τους: 91% των σπιτιών της επαρχίας δεν είχε επαρκή ηλεκτρισμό, 45% του πληθυσμού της επαρχίας δεν είχε μόρφωση (44% εξ’ αυτών δεν είχε πάει ποτέ σχολείο), για 2.000 άτομα αναλογούσε ένας γιατρός, 27% των παιδιών στις πόλεις και 61% στην επαρχία δεν πήγαιναν σχολείο, το 73% της καλλιεργήσιμης γης αποτελούσε ιδιοκτησία μιας χούφτας (9% των γεωκτημόνων) εύπορων αμερικανών επιχειρηματιών. Σε όλα αυτά να προστεθεί ο οικονομικός αποκλεισμός και τα άμεσα μέτρα απομόνωσης του νησιού που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1960, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια εξαγωγών στην επαναστατική κυβέρνηση Κάστρο.

Πέραν των στρατιωτικών και διπλωματικών καθηκόντων του, ο Τσε ανέλαβε αρχικά επικεφαλής του τομέα Βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης (INRA). Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν στην Κούβα συντελέστηκε μια γενναία αναδιανομή γης (δήμευση των “λατιφουντίων” και πολυεθνικών, εθνικοποίηση αγροτικών και κτηνοτροφικών ράντσων, διανομή περισσότερου από 1 εκατομμύριο εκτάρια γης σε 100.000 αγρότες) στο πλαίσιο της περίφημης αγροτικής μεταρρύθμισης για την οποία ο Γκεβάρα εργάστηκε εντατικά και της οποίας υπήρξε θερμός υποστηρικτής. Αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης ήταν η σαφής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κουβανών της επαρχίας, η ρευματοδότηση των κατοικιών και η δημιουργία υποδομών, σχολείων και κλινικών.

Κατά τη θητεία του Τσε ως επικεφαλής του τομέα Βιομηχανίας στο INRA και ως προέδρου της Εθνικής Τράπεζας, όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το 84% της βιομηχανίας της Κούβας κοινωνικοποιήθηκαν – πέρασαν στον έλεγχο του κράτους. Η νέα επαναστατική κυβέρνηση έπρεπε να λύσει με αποτελεσματικό τρόπο τη μετάβαση από την διαλυμένη ιδιωτική οικονομία στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της βιομηχανίας. Κατά την πενταετή ενασχόληση του Γκεβάρα με την προσπάθεια εκβιομηχανοποίησης της χώρας, η κουβανική βιομηχανία άρχισε να μεγαλώνει, να διευρύνεται και να σταθεροποιείται, κυρίως ως αποτέλεσμα της κινητοποίησης του ανθρώπινου παράγοντα (εργατικού δυναμικού) στον οποίο ο Τσε πίστευε ακράδαντα. Ασφαλώς, η οικονομική σκέψη του Τσε Γκεβάρα παραμένει μέχρι και σήμερα αντικείμενο υπό μελέτη, δεδομένων των διαφωνιών που ο ίδιος εξέφρασε γραπτά με την σοβιετική αντίληψη περί πολιτικής οικονομίας που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Η βρετανίδα συγγραφέας και ερευνήτρια Έλεν Γιάφε (Helen Yaffe) έχει ασχοληθεί εκτενώς με την οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε στα πρώτα χρόνια της επανάστασης στην Κούβα [6]. Σύμφωνα με την Γιάφε, ως υπουργός βιομηχανίας ο Τσε δημιούργησε εννέα ερευνητικά και αναπτυξιακά κέντρα τα οποία μελετούσαν οτιδήποτε σχετίζονταν με την εκβιομηχάνιση της χώρας: από μηχανισμούς αύξησης της παραγωγής ζάχαρης μέχρι την παραγωγή νικελίου, την ανίχνευση πηγών πετρελαίου, τη χημική βιομηχανία και την έρευνα στις νέες τεχνολογίες (την εποχή εκείνη υπήρχε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σε όλο το νησί). Ο Τσε εισήγαγε την ψυχολογική υποστήριξη (για το εργατικό δυναμικό αλλά και τους προϋσταμένους του) ως εργαλείο βελτίωσης της παραγωγικής δυνατότητας, σχεδίασε και οργάνωσε έναν λογικό μηχανισμό κλιμακούμενης μισθοδοσίας, υποστήριξε ένθερμα την αυτοοργάνωση των εργατών στο πλαίσιο της κολεκτιβοποίησης της εργασίας (κυρίως στις αγροτικές περιοχές), εισήγαγε για τις επιχειρήσεις το καινοτόμο “Σύστημα Χρηματοδότησης Προϋπολογισμού” (ένα συγκεντρωτικό όργανο διαχείρησης διαφορετικό από αυτό της τότε ΕΣΣΔ) το οποίο στόχευε στην πρακτική αναθεώρηση της σοβιετικής αντίληψης περί του μαρξιστικού “νόμου της αξίας”. Σύμφωνα με την Δρ. Γιάφε “μέσα σε έξι ταραγμένα χρόνια ο Τσε έκανε μια αλησμόνητη συνεισφορά στην κουβανική οικονομία”.

Πέρα από το καθαρά πρακτικό σκέλος των πολιτικών που εφαρμόστηκαν επί υπουργίας του Γκεβάρα, η οικονομική θεωρία που ανέπτυξε ο Τσε (μέσα και από τη μελέτη της μαρξιστικής-λενινιστικής πολιτικής οικονομίας) έδειξε το δρόμο μιας εναλλακτικής σοσιαλιστικής οικονομίας η οποία δεν “αντιγράφει” τους καπιταλιστικούς νόμους παραγωγής. Η κριτική του Τσε απέναντι στην σοβιετική πολιτική οικονομία (σωστή ή λάθος, η ιστορία θα αποφανθεί) υπήρξε ουσιαστικά προάγγελος της σταδιακής κατάρρευσης των οικονομικών συστημάτων του ανατολικού μπλοκ δύο και πλέον δεκαετίες μετά το θάνατο του. Επομένως, στην αποδεδειγμένα σημαντική συνεισφορά του στην εκβιομηχάνιση της επαναστατικής Κούβας θα πρέπει να προστίθεται και η θεωρητική του συμβολή στην κατεύθυνση ενός οικονομικού συστήματος με πυρήνα τον άνθρωπο, πραγματική ενσάρκωση των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς.

Ψέμα 7ο: Ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα το 1965, όχι για να ενισχύσει τον αγώνα άλλων λαών για την ελευθερία, αλλά διότι είχε αποτύχει στην προσωπική του ζωή, έχοντας άστατο οικογενειακό βίο, δεκάδες ερωμένες και “νόθα” τέκνα.

Πρόκειται ασφαλώς για μη πολιτικό επιχείρημα που στοχεύει στην σπίλωση του Γκεβάρα σε προσωπικό επίπεδο. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Τσε, παρ’ ότι αφιερωμένος στους σκοπούς της επαναστατικής του δραστηριότητας, υπήρξε στοργικός σύζυγος και πατέρας. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη την περουβιανή Ίλντα Γκαντέα και τη δεύτερη την κουβανή Αλέιδα Μαρτς. Απέκτησε συνολικά πέντε παιδιά (Ιλντίτα Μπεατρίζ, Αλέιδα, Καμίλο, Σέλια, Ερνέστο). Δεν υπάρχει ουδεμία βάσιμη ένδειξη ότι ο Τσε απέκτησε παιδιά πέραν αυτών με τις δύο συζύγους του. Στο βιβλίο της “Αναπόληση” [7], η Αλέιδα Μαρτς περιγράφει έναν άνδρα που αν και βρίσκονταν στη δίνη της επανάστασης (έχοντας περάσει τρία δύσκολα χρόνια στον ανταρτοπόλεμο και έχοντας αναλάβει διοικητικά πόστα στην επαναστατική κυβέρνηση) διατηρούσε στο ακέραιο το ενδιαφέρον του για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών του, τα οποία λόγω υποχρεώσεων δεν έβλεπε όσο συχνά θα ήθελε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε η πρώτη σύζυγος του Τσε, η Ίλντα Γκαντέα, ούτε η Μαρτς έχουν αναφέρει το παραμικρό περιστατικό άστατης προσωπικής ζωής του Γκεβάρα.

Ο Τσε Γκεβάρα ήταν υπέρμαχος μιας αυστηρά πειθαρχημένης (στους σκοπούς της επανάστασης) ζωής, την οποία απαιτούσε να έχουν οι σύντροφοι και συναγωνιστές του. Πρώτα απ’ όλα όμως, την εφάρμοζε ο ίδιος στον εαυτό του, δίνοντας το παράδειγμα σε όσους έζησαν δίπλα του. Παρά το γεγονός ότι πτυχές της προσωπικής του ζωής ενδέχεται να μην τις μάθουμε ποτέ, η προσωπικότητα και ο πειθαρχημένος χαρακτήρας του επαναστάτη μαρξιστή Γκεβάρα δεν άφηναν σε καμία περίπτωση πολλά περιθώρια για άστατο βίο και πομπώδεις παρεκτροπές.

Νικόλαος Μόττας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] The Legacy of Che, PBS NewsHour, 20 Νοεμβρίου 1997.

[2] Ομιλία κατα την έναρξη του Πρώτου Συνεδρίου Λατινοαμερικανικής Νεολαίας, 28 Ιούλη 1960.

[3] El Diario del Che En Bolivia, Αβάνα 1968.

[4] Lourdes Arguelles and B. Ruby Rich (1984), “Homosexuality, Homophobia, and. Revolution: Notes toward an. Understanding of the Cuban. Lesbian and Gay Male. Experience”.

[5] “Tactique et strategie de la revolution latino-americaine”, αναφορά στο άρθρο στο βιβλίο “Ernesto Guevara, connu aussie comme le Che” του Paco Ignacio Taibo II.

[6] Helen Yaffe, “Che Guevara: The Economics of Revolution”, Palgrave-McMillan / Δείτε επίσης “Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Ένας επαναστάτης ενάντια στην Σοβιετική πολιτική οικονομία”.

[7] Αλεϊδα Γκεβάρα-Μαρτς (μτφ. Βασιλική Κνήτου), Αναπόληση: Η ζωή μου με τον Τσε, εκδ. Ψυχογιός, 2007.

Η ανάκριση (απόσπασμα από Jon Lee Anderson, «Che Guevara. A revolutionary life»)

Το βιβλίο του J.L.Anderson «Che Guevara: A Revolutionary Life».

Στις 7.30′, ο Σέλιχ επικοινώνησε στον ασύρματο με τη Βαγεγκράντε για να ρωτήσει τι να κάνει με τον Τσε και πήρε την απάντηση να τον κρατήσει μέχρι νεωτέρας. Στη συνέχεια, μαζί με τον Πράντο και τον Αγιορόα, πήγαν στο σχολείο για να μιλήσουν με τον Τσε. Από το διάλογό τους που διήρκεσε 45 λεπτά, ο Σέλιχ κράτησε μερικές σύντομες προσωπικές σημειώσεις.

«Κομαντάντε, σε βλέπω κάπως πεσμένο», είπε ο Σέλιχ στον Τσε, σύμφωνα με τις σημειώσεις του. «Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί έχω αυτή την εντύπωση;»

«Απέτυχα», απάντησε ο Τσε. «Όλα τέλειωσαν, κι αυτός είναι ο λόγος που με βλέπεις σ’ αυτή την κατάσταση».

Ύστερα ο Σέλιχ ρώτησε τον Τσε γιατί επέλεξε να αγωνιστεί στη Βολιβία και όχι στην «πατρίδα του». Ο Τσε απέφυγε την ερώτηση, αλλά παραδέχτηκε ότι «ίσως να ήταν καλύτερα έτσι». Όταν άρχισε να εκθειάζει το σοσιαλισμό ως το καλύτερο σύστημα για τις λατινοαμερικανικές χώρες, ο Σέλιχ τον διέκοψε.
«Θα προτιμούσα να μην αναφερθώ στο θέμα αυτό», είπε ο αξιωματικός, και ισχυρίστηκε ότι σε κάθε περίπτωση η Βολιβία ήταν «εμβολιασμένη κατά του κομμουνισμού». Κατηγόρησε τον Τσε ότι είχε «εισβάλει» στη Βολιβία και υπογράμμισε ότι η πλειονότητα των ανταρτών ήταν «ξένοι». Πάντα κατά τον Σέλιχ, ο Τσε έστρεψε το βλέμμα προς τους νεκρούς Αντόνιο και Αρτούρο.
«Συνταγματάρχη, κοίταξέ τους. Τα παλικάρια αυτά είχαν ό,τι μπορούσαν να επιθυμήσουν στην Κούβα, αλλά ήρθαν εδώ για να πεθάνουν σαν σκυλιά».
Ο Σέλιχ προσπάθησε να αποσπάσει κάποιες πληροφορίες από τον Τσε για τους αντάρτες που διώκονταν ακόμη.

«Γνωρίζω ότι ο Μπενίνιο είναι βαριά τραυματισμένος από τη μάχη στη Λα Ιγκέρα (26 Σεπτεμβρίου), όπου πέθαναν ο Κόκο και οι άλλοι. Μπορείς να μου πεις, κομαντάντε, αν είναι ακόμη ζωντανός;»

«Συνταγματάρχη, η μνήμη μου είναι πολύ αδύναμη, δεν θυμάμαι και ούτε ξέρω πώς να απαντήσω στην ερώτησή σου».
«Είσαι Κουβανός ή Αργεντινός;», ρώτησε ο Σέλιχ.
«Είμαι Κουβανός, Αργεντινός, Βολιβιανός, Περουβιανός, Εκουαδοριανός κ.ο. κ. Με αντιλαμβάνεσαι».
«Και τι σε έκανε να αποφασίσεις να δράσεις στη χώρα μας;»
«Μα δεν βλέπετε τις συνθήκες ζωή των χωρικών;, ρώτησε ο Τσε. «Ζουν σχεδόν σαν άγριοι, σε συνθήκες φτώχειας που ραγίζουν την καρδιά, έχουν ένα μόνο δωμάτιο όπου κοιμούνται και μαγειρεύουν, δεν έχουν ρούχα να φορέσουν, κι είναι εγκαταλειμμένοι σαν ζώα…»
«Τα ίδια συμβαίνουν και στην Κούβα», αντέτεινε ο Σέλιχ.
«Αυτό δεν ισχύει», απάντησε ο Τσε. «Δεν αρνούμαι ότι στην Κούβα υπάρχει ακόμη φτώχεια, αλλά εκεί οι αγρότες ζουν τουλάχιστον με την αυταπάτη της προόδου, ενώ ο Βολιβιανός ζει δίχως ελπίδα. Οπως γεννιέται, έτσι πεθαίνει, χωρίς ποτέ να δει την κατάστασή του να βελτιώνεται στο παραμικρό».

(από το βιβλίο του Jon Lee Anderson «Che Guevara. A revolutionary life», Ν. Υόρκη 1997, εκδ. Bantam Press, σ.734-5).

ΠΗΓΗ: «Ιός» / Ελευθεροτυπία, 9 Οκτ. 1997.

Τζoν Λι Άντερσον (Jon Lee Anderson)

Ο Τζον Λι Άντερσον είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος-ερευνητής και αρθρογράφος του περιοδικού New Yorker. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1957. Είναι ο συγγραφέας του πλέον διάσημου βιογραφικού βιβλίου γιά τον Τσε με τίτλο «Che Guevara: A Revolutionary Life», που εκδόθηκε το 1997, ενώ η έρευνα του στη Βολιβία οδήγησε στην ανακάλυψη των λειψάνων του Γκεβάρα στο Βαλεγκράντε.

Ο Άντερσον έχει συνεργαστεί με έντυπα όπως οι New York Times και το The Nation, έχοντας δημοσιεύσει ποικίλλες ανταποκρίσεις από εμπόλεμες ζώνες συμπεριλαμβανομένων των Αφγανιστάν, Ιράκ, Ιράν, Λίβανος, Ελ Σαλβαδόρ και Ουγκάντα.