Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα (Κεφάλαιο 63ο, σελ. 945-949) από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ «Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε», μια απ’ τις πλέον εμπεριστατωμένες έρευνες γύρω απ’ τη ζωή του αργεντίνου επαναστάτη.
Μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια (απο τη δολοφονία του Τσε) στο πλαίσιο μιας σειράς παράδοξων συμπτώσεων – που αναμφίβολα μπορούν να αποδοθούν στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην όλη ιστορία έζησαν σε καιρούς αβέβαιους και στην κόψη του ξυραφιού – οι περισσότεροι απο κείνους που σχετίζονταν με την σύλληψη, τη διαταγή της εκτέλεσης και την εξαφάνιση του πτώματος του Ερνέστο Γκεβάρα έπεσαν θύματα παράξενων θανατηφόρων ατυχημάτων με ελικόπτερα ή αυτοκίνητα, εκτελέστηκαν απο τους κληρονόμους του αντάρτικου, εκτοπίστηκαν, αρρώστησαν μυστηριωδώς, δέχτηκαν πυροβολισμούς, έπεσαν θύματα τρομοκρατικών οργανώσεων της φασματικής Αριστεράς ή της πιο λάθρα βιώσασας δεξιάς ή ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τους πρώην συντρόφους τους.
Λες και το φάντασμα του Τσε είχε επιστρέψει για να ζητήσει το λογαριασμό απο τους δολοφόνους του, ένα συστηματικό κύμα βίας παρέσυρε σταδιακά έναν προς έναν σχεδόν όλους όσοι είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που αυτή η σειρά συμπτώσεων οδήγησε στη γέννηση του θρύλου της “κατάρας” του Τσε, που, σύμφωνα με τις φήμες ή τη λαϊκή δοξασία, είχε στήσει απο τον άλλο κόσμο όλα αυτά τα ατυχήματα και τις απόπειρες δολοφονίας ή είχε στείλει τις αρρώστιες – μια άλλη φήμη, που δε στηρίζεται σε καμία έμπρακτη απόδειξη, απέδιδε στις κουβανέζικες μυστικές υπηρεσίες την οργάνωση μιας επιχείρησης εκδίκησης διεθνούς βεληνεκούς. Παραδόξως, αυτοί που υποστήριζαν την πρώτη υπόθεση δε μιλούσαν για το όλο θέμα με τόση περηφάνια όσο εκείνος ο κουβανός συγγραφέας που υπαινίχθηκε κάποτε χαμογελαστός στον ιστορικό: “οι δικές μας υπηρεσίες…, με έναν κάποιο τρόπο ικανοποίησης στη φωνή.
Ας συνοψίσουμε: Ο Ονοράτο Ρόχας έγινε δημόσιο πρόσωπο ύστερα απο εκείνη τη φωτογραφία στην οποία φαίνεται ο αντιπρόεδρος Σίλες να τον συγχαίρει για το γεγονός ότι είχε καταδώσει τους αντάρτες και είχε οδηγήσει την ομάδα της Τάνιας και του Βίλο Ακούνια στην ενέδρα στο Βάδο ντελ Γέσο. Πρόκειται για μια φωτογραφία θλιβερή, με τον Ονοράτο ντυμένο ρέιντζερ, με ένα πηλήκιο που του έπεφτε μεγάλο και με την κόρη του, που τότε ήταν ενάμισι έτους, στην αγκαλιά του. Στις 14 Ιουλίου του ’69 ένας κομάντο του αναγεννημένου ELZ τον εκτέλεσε με δύο πυροβολισμούς στο κεφάλι. Ζούσε μερικά χιλιόμετρα μακριά απο τη Σάντα Κρους σε ένα μικρό ράντσο πέντε εκταρίων που του είχε χαρίσει ο Μπαριέντος. Ο ίδιος ο στρατηγός Μπαριέντος θα ήταν το επόμενο θύμα. Ο πρόεδρος της Βολιβίας, ο άνθρωπος που επικύρωσε τη διαταγή για την εκτέλεση του τσε, θα πέθαινε απανθρακωμένος μέσα σε λιγότερο απο έναν χρόνο, καθώς το ελικόπτερο με το οποίο ταξίδευε στις 29 Απριλίου του 1969 κατέπεσε κοντά στον οικισμό της Άρκε. Οι συνθήκες του ατυχήμαος δεν διευκρινίστηκαν ποτέ. Σύμφωνα με τις φήμες, πίσω απο τη δολοφονία του βρίσκονταν ο πρώην σύντροφος του, ο στρατηγός Οβάνδο, που τον σκότωσε στη φάση που ο Μπαριέντος προετοίμαζε ένα πραξικόπημα κατα του εαυτού του προκειμένου να απαλλαγεί απο την εσωτερική και εξωτερική αντιπολίτευση. Βέβαια, και ο Οβάνδο εκδιώχθηκε το 1970 απο το προεδρικό μέγαρο, όπου είχε φτάσει χάρη σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που είχε οργανωθεί ενάντια στον αντικαταστάτη του Μπεριέντος απο έναν άλλο στρατιωτικό, το στρατηγό Μιράντα.
Ο συγγραφέας Χόρχε Γκαγιάρδο, ο οποίος βρισκόταν σε στενή επαφή με το επιτελείο των στρατιωτικών που πρωταγωνίστησαν στο προοδευτικό πραξικόπημα του Τόρες χρόνια μετά τα γεγονότα, μας λέει: “Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Τσε, η λαϊκή δοξασία προφήτευε ότι θα έπαιρνε μαζί του στον τάφο του τους υπεύθυνους για το θάνατο του”. Και κανα δυο κουβανοί ιστορικοί που ταξίδεψαν στο νότο της Βολιβίας, στις περιοχές όπου έδρασε το αντάρτικο του Τσε, μας περιγράφουν: “Με αφορμή αυτές τις δοξασίες, άρχισε να κυκλοφορεί αλυσιδωτά μεταξύ των βολιβιανών στρατιωτικών και των συγγενών τους ένα γράμμα το οποίο έλεγε ότι ο θάνατος του Μπαριέντος ήταν τιμωρία σταλμένη απ’ το Θεό και ότι όλους τους υπεύθυνους για τη δολοφονία του Τσε τους περίμενε μεγάλη συμφορά. Για να μπορέσουν να σωθούν, του συμβούλευε να πουν τρεις φορές το Πάτερ ημών και άλλες τρεις το Άβε Μαρία. Έπρεπε να αντιγράψουν το γράμμα σε εννιά αντίγραφα και να το στείλουν σε αντίστοιχο αριθμό παραληπτών”.
Είτε τα αντίγραφα του γράμματος αποδείχθηκαν ανεπαρκή είτε τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο χωρίς κανένα συντονισμό – το θέμα πάντως είναι ότι λίγο μετά το “ατύχημα” του Μπαριέντος ένας ακόμα θάνατος θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της φημολογίας: Στις 10 Οκτωβρίου του 1970, μία μέρα μετά την τρίτη επέτειο του θανάτου του Τσε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο υπολοχαγός Εδουάρδο Ουέρτα, που ήταν ο πρώτος αξιωματικός που είχε πάρει μέρος στην σύλληψη του. Η αλυσίδα συνεχίστηκε με τη βίαιη δολοφονία του αντισυνταγματάρχη Αντρές Σέλιτς, ο οποίος υπήρξε ένας απο τους λίγους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς που είχε μιλήσει με τον τσε στο σχολείο της Ιγκέρα και που είχε προσπαθήσει να τον ταπεινώσει. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, επι κυβερνήσεως Μπάνσερ, όντας ο ίδιος υπουργός Εσωτερικών, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, στο πλαίσιο μιας “ανάκρισης” που διενεργήθηκε απο πράκτορες της στρατιωτικής ασφάλειας, όταν τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να καταστρώνει κρυφά ένα ακόμα απο τα πραξικοπήματα που συνθέτουν την ιστορία της Βολιβίας.
Λίγο αργότερα, ο συνταγματάρχης Ρομπέρτο Κιντανίγια, ο οποίος, ως υπεύθυνος της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του Υπουργείου Εσωτεριικών, παρέστη ως μάρτυρας στον ακρωτηριασμό των χεριών του πτώματος του Τσε προκειμένου να γίνει στο μέλλον η αναγνώριση του, ενώ χρόνια αργότερα υπήρξε ο αυτουργός της δολοφονίας του Ίντι Περέδο, εκτελέστηκε στο Αμβούργο τον Απρίλιο του 1971 απο μια γυναίκα μέλος του ELN, τη Μόνικα Ερλτ. Η Μόνικα, παριστάνοντας τη γερμανία που ήθελε βίζα για τη Βολιβία, μπήκε στο προξενείο, ζήτησε να δει τον συνταγματάρχη Κιντανίγια και όταν την οδήγησαν μπροστά του τον σκότωσε με δυο πυροβολισμούς στο στήθος κι εξαφανίστηκε χωρίς να την πειράξει κανείς.
Η “κατάρα” του Τσε έβγαινε αληθινή, και όχι μόνο χάρη στους στρατευμένους επαναστάτες, καθώς κάποιες φορές έπαιρνε διαφορετική μορφή: Ο πράκτορας της CIA που αναγνώρισε τον Τσε και αργότερα φωτογράφισε το ημερολόγιο του, ο Φέλιξ Ροντρίγκες, με το που επέστρεψε στο Μαϊάμι, άρχισε να υποφέρει απο άσθμα, παρ’ όλο που το άσθμα εκδηλώνεται συνήθως κατά την παιδική ηλικία και εκείνος δεν είχε ποτέ του αντίστοιχο προηγούμενο. “Όταν έφτασα εδώ στο Μαϊάμι (…) έπαθα κρίση άσθματος. Μου έκαναν διάφορα τεστ για κάθε είδους αλλεργίες και κανένα δε βγήκε θετικό. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ίσως επρόκειτο για την “κατάρα” του Τσε ή για κάτι καθαρά ψυχολογικό. Είτε το κλίμα ήταν ξηρό είτε υγρόκ, θερμό ή ψυχρό το ίδιο μου έκανε…”.
- Ο Ρενέ Μπαριέντος (αριστερά) και ο Χουάν Χοσέ Τόρες.