Ετικέτα: Κουβανική Επανάσταση
Χέρμπερτ Μάθιους (Herbert Matthews)
Ο Χέρμπερτ Μάθιους (γεννηθείς στις 10 Ιανουαρίου 1900 στη Νέα Υόρκη) ήταν αμερικανός δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας New York Times. Απέκτησε διεθνή φήμη όταν τον Ιανουάριο του 1957 βρέθηκε στις δύσβατες βουνοπλαγιές της Σιέρρα Μαέστρα, στην Κούβα, προκειμένου να πάρει συνέντευξη από τον αρχηγό του αντάρτικου στρατού, Φιντέλ Κάστρο. Λέγεται ότι ο Μάθιους κατάφερε να κανονίσει τη συνέντευξη με τον κουβανό επαναστάτη μέσω της διευθύντριας του γραφείου των Times στην Αβάνα, Ρούμπι Φίλιπς.
Το ρεπορτάζ που υπογράφτηκε από το Μάθιους διέλυσε τις όποιες φήμες είχε δημιουργήσει το καθεστώς Μπατίστα περί δήθεν θανάτου του Φιντέλ. Η ιστορία των γενναίων κουβανών επαναστατών που μάχονταν ενάντια σε μιά αδίστακτη και διεφθαρμένη δικτατορία έκανε το γύρο της Αμερικής και του κόσμου. Η δημοσίευση των κειμένων στους New York Times έκανε το Μάθιους στόχο της συντηρητικής δεξιάς των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία του χρέωσε ότι «έβγαλε το Φιντέλ απ’ την αφάνεια».
Ο Χέρμπερτ Μάθιους πέθανε στις 30 Ιουλίου 1977. Τον Φεβρουάριο του 2007, το Κουβανικό Πρακτορείο Ειδήσεων γνωστοποίησε ότι στο σημείο που είχε δωθεί η συνέντευξη του Μάθιους με τον Κάστρο, ανεγέρθη πινακίδα σε ανάμνηση εκείνης της συνάντησης.
Σημειώσεις γιά τη μελέτη της Κουβανικής Επανάστασης
Αυτή είναι μία μοναδική επανάσταση που μερικοί άνθρωποι θεωρούν ότι αντιφάσκει με μία από τις πιο ορθόδοξες αρχές του επαναστατικού κινήματος, όπως την εξέφρασε ο Λένιν: «Χωρίς επαναστατική θεωρία, δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα». Μπορούμε να πούμε πως η επαναστατική θεωρία, ως έκφραση μιας κοινωνικής αλήθειας, υπερβαίνει κάθε διακήρυξή της, δηλαδή, ακόμα και αν η θεωρία δεν είναι γνωστή, η επανάσταση μπορεί να επιτύχει αν η ιστορική αλήθεια ερμηνευτεί σωστά και αν οι εμπλεκόμενες δυνάμεις χρησιμοποιηθούν με το σωστό τρόπο. Κάθε επανάσταση, πάντα συνδυάζει διαφορετικές τάσεις, οι οποίες παρόλα αυτά ταυτίζονται στην πράξη και όσον αφορά τους άμεσους στόχους της επανάστασης.
Είναι ξεκάθαρο, πως αν οι ηγέτες έχουν μία στοιχειώδη θεωρητική γνώση πριν τη δράση, μπορούν να αποφύγουν δοκιμές και σφάλματα, όταν αυτή η θεωρία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι κύριοι πρωταγωνιστές αυτής της επανάστασης δεν διέθεταν συνεπή θεωρητικά κριτήρια, αλλά δεν μπορούμε να πούμε πως ήταν αδαείς ως προς αρκετές παραμέτρους της ιστορίας, της κοινωνίας, της οικονομίας, και των επαναστάσεων που απασχολούν τον κόσμο σήμερα. Η βαθιά γνώση της πραγματικότητας, η στενή επαφή με το λαό, η σταθερότητα των στόχων του απελευθερωτή καθώς και η πρακτική επαναστατική εμπειρία, έδωσαν στους ηγέτες αυτούς την ευκαιρία να διαμορφώσουν ένα πιο πλήρες θεωρητικό σύστημα.
Όλα αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν ως μία εισαγωγή στην εξήγηση αυτού του περίεργου φαινομένου που ευαισθητοποίησε όλο τον κόσμο: την Κουβανική Επανάσταση. Είναι άξιο διερεύνησης, στην σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, πώς και γιατί μία ομάδα ανθρώπων, κατεστραμμένη από έναν ασύγκριτα ανώτερο, σε τεχνική και εξοπλισμό, στρατό κατάφερε καταρχήν να επιβιώσει, να γίνει δυνατή και αργότερα δυνατότερη από τον εχθρό στα πεδία της μάχης, να συνεχίσει κατόπιν σε νέες ζώνες μετώπου και τελικά να νικήσει τον εχθρό, αν και τα στρατεύματά της ήταν ακόμα μικρότερα σε αριθμό.
Φυσικά, εμείς που δεν δείχνουμε το απαιτούμενο ενδιαφέρον για την θεωρία, δεν διατρέχουμε τον κίνδυνο να εκθέσουμε την αλήθεια της κουβανικής επανάστασης ως να ήμασταν οι αυθεντίες της. Θα προσπαθήσουμε απλά να δώσουμε τις βάσεις για την ερμηνεία αυτής της αλήθειας. Στην πραγματικότητα, η κουβανική επανάσταση θα πρέπει να διαχωριστεί σε δύο διακριτά επίπεδα: εκείνο της ένοπλης δράσης μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1959, και των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταρυθμίσεων που ακολούθησαν.
Ακόμα και αυτά τα δύο επίπεδα, πρέπει να υποδιαιρεθούν, ωστόσο δεν θα ασχολήθουμε με αυτά υπό το πρίσμα της ιστορικής έκθεσης, αλλά από την οπτική της εξέλιξης της επαναστατικής σκέψης των ηγετών τους, μέσω της επαφής τους με τον λαό. Με την ευκαιρία, εδώ πρέπει να τοποθετηθούμε γενικά απέναντι σε έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους όρους του σύγχρονου κόσμου: τον μαρξισμό. Όταν μας ρωτούν αν είμαστε Μαρξιστές, η θέση μας είναι η ίδια με εκείνη ενός φυσικού ή βιολόγου στο ερώτημα αν είναι «με τον Νεύτωνα» ή «με τον Παστέρ» αντίστοιχα.
Υπάρχουν αλήθειες τόσο εμφανείς και μέρος της ανθρώπινης γνώσης, ώστε είναι σήμερα άσκοπο να τις συζητούμε. Πρέπει να είναι κανείς «Μαρξιστής», τόσο φυσικά όσο είναι κάποιος με τον Νεύτωνα στη φυσική ή με τον Παστέρ στη βιολογία, αναλογιζόμενος πως αν νέα δεδομένα καθορίσουν νέες αντιλήψεις, οι αντιλήψεις αυτές δεν στερούν από τις παλαιότερες το μέρος της αλήθειας που κατέχουν. Τέτοια είναι για παράδειγμα η περίπτωση της σχετικότητας του Αϊνστάιν ή της κβαντικής θεωρίας του Πλανκ, σε σχέση με τις ανακαλύψεις του Νεύτωνα. Δεν αφαιρούν τίποτα από το μεγαλείο του σοφού Άγγλου. Χάρη στο Νεύτωνα, η φυσική κατάφερε να εξελιχθεί ανακαλύπτοντας νέες έννοιες του διαστήματος. Ο σοφός Άγγλος πρόσφερε το αναγκαίο σκαλοπάτι για τους επόμενους.
Οι εξελίξεις στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, όπως και σε άλλους τομείς, αποτελούν τμήματα μίας μακράς ιστορικής πορείας, που συνδέονται μεταξύ τους, αλληλοπροστίθενται και διαρκώς οδηγούν σε βελτιώσεις. Στις αρχές της ιστορίας του ανθρώπου, υπήρξαν τα μαθηματικά των Κινέζων, των Αράβων ή των Ινδών. Σήμερα, τα μαθηματικά δεν έχουν σύνορα. Στην πορεία της ιστορίας, υπήρξε ένας Έλληνας Πυθαγόρας, ένας Ιταλός Γαλιλαίος, ένας Άγγλος Νεύτωνας, ένας Γερμανός Γκάους, ένας Ρώσος Λομπατσέφκσι, ένας Αϊνστάιν κ.λπ. Έτσι και στον τομέα των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, από το Δημόκριτο μέχρι τον Μαρξ, μία μακρά σειρά από στοχαστές πρόσθεσαν τις δικές τους πρωτότυπες έρευνες και διαμόρφωσαν ένα σώμα εμπειρίας και αντιλήψεων.
Η συνεισφορά του Μαρξ είναι πως ξαφνικά παρήγαγε μία ποιοτική αλλαγή στην ιστορία της κοινωνικής σκέψης. Ερμηνεύει την ιστορία, κατανοεί τη δυναμική της και προβλέπει το μέλλον (πράγμα που από μόνο του ικανοποιεί την επιστημονική του υποχρέωση), αλλά επί πρόσθετα εκφράζει μία επαναστατική αντίληψη: ο κόσμος δεν αρκεί να ερμηνευτεί αλλά θα πρέπει να μεταβληθεί. Ο άνθρωπος παύει να αποτελεί δούλο και εργαλείο του περιβάλλοντός του, μετατρέποντας τον εαυτό του σε αρχιτέκτονα της μοίρας του. Εκείνη τη στιγμή, ο Μαρξ θέτει τον εαυτό του στόχο όλων εκείνων που ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την παλιά τάξη, όπως άλλοτε με τον Δημόκριτο του οποίου το έργο κάηκε από τον Πλάτωνα και τους ακόλουθούς του, τους ιδεολόγους της Αθηναϊκής αριστοκρατίας των δούλων. Με αφετηρία τον επαναστατικό Μαρξ, μία πολιτική ομάδα με στέρεες ιδέες εδραιώθηκε. Βασιζόμενη στος γίγαντες Μαρξ και Έγγελς, εξελίχθηκε σταδιακά χάρη σε προσωπικότητες όπως ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Μάο Τσετούνγκ και οι νέοι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας, διαμόρφωσε ένα σύνολο δογμάτων και ας μας επιτραπεί να πούμε, παραδείγματα για να ακολουθήσουμε.
Η κουβανική επανάσταση παίρνει τον Μαρξ από το σημείο εκείνο στο οποίο ο ίδιος εγκατέλειψε την επιστήμη για να φέρει στον ώμο το επαναστατικό τουφέκι. Και τον πιάνει από εκείνο το σημείο, όχι με διάθεση ρεβιζιονισμού ενάντια αυτών που ακολουθούν τον Μαρξ ή αποκατάστασης ενός «καθαρού» Μαρξ, αλλά γιατί σε εκείνο το σημείο, ο επιστήμονας Μαρξ, έθετε τον εαυτό του έξω από την Ιστορία, την οποία μελετούσε και προέβλεπε. Ήταν από εκεί και πέρα που ο επαναστάτης Μαρξ μπορούσε να αγωνιστεί μέσα στην Ιστορία.
Εμείς οι πρακτικοί επαναστάτες ακολουθούμε απλώς τους νόμους που προέβλεψε ο Μαρξ, ο επιστήμονας. Προσαρμοζόμαστε στις προβλέψεις του επιστήμονα Μαρξ, καθώς διασχίζουμε τον δρόμο της εξέγερσης, αντιπαλεύοντας την παλαιά δομή εξουσίας, στηριζόμενοι στο λαό για την καταστροφή αυτής της δομής και έχοντας την ευτυχία του λαού ως βάση του αγώνα μας. Δηλαδή, και είναι καλό να το τονίσουμε μία ακόμα φορά, οι νόμοι του Μαρξισμού περιέχονται στα γεγονότα της κουβανικής επανάστασης, ανεξάρτητα από το τί γνωρίζουν οι ηγέτες της για αυτούς, από θεωρητικής πλευράς.
Πριν την απόβαση του Γκράνμα, κυριαρχούσε μία νοοτροπία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, σε ένα βαθμό «ιδεαλιστική»: τυφλή σιγουριά για μία αστραπιαία λαϊκή έκρηξη, ενθουσιασμός και πίστη στην δυνατότητα ανατροπής του καθεστώτος του Μπατίστα μέσω ενός ένοπλου ξεσηκωμού συνδυασμένου με αυθόρμητες επαναστατικές απεργίες.που θα προκαλούσαν την πτώση του δικτάτορα. […]
Μετά την απόβαση έρχεται η ήττα, η σχεδόν ολοσχερής καταστροφή των δυνάμεων και η επανασυγκρότησή τους σε αντάρτικο. Οι λιγοστοί – αποφασισμένοι για τον αγώνα – που επιβίωσαν, κατανόησαν πως το να βασίζονται σε μαζικούς ξεσηκωμούς σε όλη την έκταση του νησιού ήταν λάθος, μία ψευδαίσθηση. Κατάλαβαν επίσης πως ο αγώνας θα ήταν μακρύς και ότι απαιτούσε μεγάλη συμμετοχή των χωρικών. Εκείνη την περίοδο, οι αγρότες προσχωρούσαν στον ανταρτοπόλεμο για πρώτη φορά.
Δύο γεγονότα συνέβησαν, μικρής αξίας σε σχέση με τον αριθμό των πολεμιστών που συμμετείχαν, αλλά μεγάλης ψυχολογικής σημασίας. Καταρχήν, ο ανταγωνισμός που ένιωθαν οι άντρες των πόλεων – που αποτελούσαν την αντάρτικη ομάδα – απέναντι στους χωρικούς έσβησε. Με τη σειρά τους, οι χωρικοί ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στην ομάδα και κυρίως φοβούνταν τα σκληρά αντίποινα της κυβέρνησης. Σε αυτή τη φάση, δύο πολύ σημαντικές διαπιστώσεις προέκυψαν: στους χωρικούς έγινε φανερό πως οι παράνομες φορολογίες του στρατού και οι διωγμοί δεν θα αρκούσαν για την λήξη του αντάρτικου, ακόμα και τη στιγμή που ο στρατός μπορούσε να εξολοθρεύσει τα σπίτια, τη συγκομιδή και τις οικογένειές τους. Συνεπώς ήταν καλή λύση να καταφύγουν στους αντάρτες. Από την πλευρά τους, οι αντάρτες έμαθαν ότι ήταν όλο και περισσότερο αναγκαίο να «κερδίσουν» τις μάζες των χωρικών. […]
[Μετά την αποτυχία της κύριας επίθεσης του Μπατίστα στον Επαναστατικό Στρατό], ο πόλεμος παίρνει νέα μορφή: η αναλογία των δυναμέων κλίνει προς το μέρος της επανάστασης. Μέσα σε ενάμισι μήνα, δύο ολιγάριθμες φάλλαγες, η πρώτη 80 και η άλλη 140 ανδρών, διαρκώς περιστοιχισμένες και διωκόμενες από έναν στρατό χιλιάδων στρατιωτών, διέσχισαν τις πεδιάδες του Camagüey, έφθασαν στη Λας Βίγιας και ξεκίνησαν το έργο του διαχωρισμού του νησιού στα δύο. Ίσως μοιάζει παράδοξο, ακατανόητο, ακόμα και εντυπωσιακό πως δύο φάλλαγες τόσο μικρού μεγέθους – χωρίς επικοινωνία, μεταφορικά μέσα, χωρίς το στοιχειώδη οπλισμό του σύγχρονου ανταρτοπολέμου – κατόρθωσαν να πολεμήσουν εναντίον καλά εκπαιδευμένων και πάνω απ’ όλα καλά εξοπλισμένων μονάδων. Βασικό στοιχείο [για τη νίκη] είναι ο χαρακτήρας της κάθε στρατιάς: όσο λιγότερες ανέσεις έχει ο αντάρτης, τόσο περισσότερο μυείται στις κακουχίες της ζωής στη φύση και αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Το ηθικό του είναι υψηλότερο, η αίσθηση ασφάλειας είναι μεγαλύτερη. Την ίδια στιγμή, έχει μάθει να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του σε κάθε περίσταση, να την εμπιστεύεται στην τύχη σαν να παίζει κορώνα-γράμματα. Γενικά, σε αυτό το είδος πολέμου, ελάχιστα μετρά στον κάθε αντάρτη αν θα επιζήσει ή όχι. Ο εχθρός, στο παράδειγμα της Κούβας, είναι ο κατώτερος συνέταιρος του δικτάτορα, είναι ο άνθρωπος στον οποίο αφήνονται τα τελευταία ψίχουλα από μία μακρά αλυσίδα κερδοσκόπων, ξεκινώντας από τη Γουώλ Στρητ και καταλήγοντας σε εκείνον. Ο ρόλος του είναι να υπερασπιστεί τα προνόμιά του, αλλά μόνο μέχρι το σημείο που αυτό έχει σημασία για τον ίδιο. Ο μισθός του και η σύνταξή του αξίζουν κάποια ταλαιπωρία και κινδύνους, αλλά σε καμία περίπτωση την ίδια τη ζωή του. Αν το τίμημα για την υπεράσπισή τους είναι τέτοιο, τότε είναι καλύτερο για αυτόν να τα εγκαταλείψει, υποχωρώντας δηλαδή μπροστά στον αντάρτη. Από αυτές τις δύο διαπιστώσεις, και την ηθική τους, αναδεικνύεται η διαφορά που έμελλε να προκαλέσει την κρίση της 31ης Δεκεμβρίου 1958. […]
Εδώ παίρνει τέλος η σύγκρουση. Αλλά οι άντρες που φθάνουν στην Αβάνα μετά από δύο χρόνια αγώνα στα βουνά και τις πεδιάδες του Οριέντε, στις πεδιάδες του Camagüey και στα βουνά, τις πεδιάδες και τις πόλεις της Λας Βίγιας, δεν είναι οι ίδιοι άνθρωποι, ιδεολογικά, με αυτούς που προσάραξαν στις ακτές της Λας Κολοράντας ή με αυτούς που πήραν μέρος στην πρώτη φάση του αγώνα. Η δυσπιστία τους απέναντι στους χωρικούς έχει μεταβληθεί σε οικειότητα και σεβασμό για τις αρετές τους. Η ολοκληρωτική άγνοιά τους για την αγροτική ζωή έχει μεταβληθεί σε γνώση των αναγκών των χωρικών. Η προσήλωσή τους σε στατιστικές και θεωρίες έχει πλέον συνδεθεί με την καθημερινή πραγματικότητα.
Με σημαία την Αγροτική Μεταρρύθμιση, η πραγματοποίηση της οποίας ξεκινά στη Σιέρα Μαέστρα, αυτοί οι άντρες συγκρούονται με τον ιμπεριαλισμό. Γνωρίζουν ότι η Αγροτική Μεταρρύθμιση είναι η βάση πάνω στην οποία θα χτιστεί η νέα Κούβα. Γνωρίζουν επίσης ότι θα δώσει γη σε όλους τους μη κατέχοντες αλλά και ότι θα απογυμνώσει τους παράνομους σφετεριστές της, γνωρίζοντας ότι οι μεγαλύτεροι εκμεταλλευτές είναι άνθρωποι που ασκούν επιρροή στο Στέητ Ντιπάρτμεντ ή την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αλλά έμαθαν ήδη να νικούν τις δυσκολίες με γενναιότητα, με κουράγιο και κυρίως με την υποστήριξη του λαού. Και βλέπουν πλέον στο μέλλον την απελεύθερωση που περιμένει, πέρα από τις κακουχίες.
Ταμάρα Μπούνκε Μπίντερ (Tania the Guerilla)
Η Ταμάρα Μπούνκε Μπίντερ (Tamara Bunke Bider), γνωστότερη με το προσωνύμιο «Τάνια η Αντάρτισσα», ήταν αργεντινο-γερμανίδα επαναστάτρια και μυστική πράκτορας. Γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1939 στο Μπουένος Άιρες από, κομμουνιστικών πεποιθήσεων, γερμανούς γονείς που είχαν μεταναστεύσει στην Αργεντινή. Το 1952 η οικογένεια επέστρεψε στη Γερμανία και η Ταμάρα σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Χάμπολτ του ανατολικού Βερολίνου. Έγινε μέλος του τότε Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands) της Γερμανίας και ταξίδεψε σε πολλές χώρες του κόσμου ως μέλος της «Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας», οργάνωσης του ΕΣΚ. Σε ένα από τα ταξίδια της βρέθηκε στην Κούβα η οποία την εποχή εκείνη (1959) ζούσε τις μεγάλες ιστορικές στιγμές της Επανάστασης.
Γνωρίστηκε με τον Τσε Γκεβάρα το 1960 κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Ερνέστο στην Λειψία. Ορίστηκε διερμηνέας του Τσε και το 1961, εντυπωσιασμένη από τα ιδανικά της Κουβανικής Επανάστασης, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί. Στην Κούβα εργάστηκε σε πολλές θέσεις, από το Υπουργείο Παιδείας μέχρι την Ομοσπονδία Κουβανών Γυναικών επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ζήλο και ικανότητες που εκτιμήθηκαν τόσο από τους συναδέλφους της όσο και από τον ίδιο τον Τσε. Έλαβε μέρος σε μυστικές αποστολές στην Ευρώπη (Πράγα, Ρώμη), ταξιδεύοντας με ψευδώνυμο και παραλλαγμένα χαρακτηριστικά, συγκεντρώνοντας χρήσιμες πληροφορίες γιά λογαριασμό της κουβανικής κυβέρνησης. Το 1964, η Τάνια ταξίδεψε κάτω από απόλυτη μυστικότητα στη Βολιβία, εμφανιζόμενη με το όνομα Λώρα Γκουτιέρες Μπάουερ, προκειμένου να διεισδύσει στους κύκλους της βολιβιανής πολιτικής, οικονομικής και ακαδημαϊκής αφρόκρεμας. Στόχος η συλλογή πολύτιμων πληροφοριών γιά τη μετέπειτα προσπάθεια του Τσε να υποκινήσει μιά λαϊκή Επανάσταση στη χώρα.
Λίγο πριν την αποστολή στη Βολιβία, η Τάνια επιλέχθηκε μεταξύ εκείνων που θα περνούσαν από ειδική εκπαίδευση με σκοπό να ακολουθήσει το Γκεβάρα στη χώρα της Νότιας Αμερικής. Δολοφονήθηκε στις 31 Αυγούστου του 1967 στον ποταμό Ρίο Γκράντε της περιοχής Βάδο δελ Γέσο από βολιβιανούς στρατιώτες. Λίγο καιρό αργότερα, ο Φιντέλ Κάστρο ανακύρηξε την Ταμάρα ως «Ηρωίδα της Κουβανικής Επανάστασης» δίνοντας της το προσωνύμιο «Τάνια η Αντάρτισσα».
Ο τάφος της ανακαλύφθηκε το 1998 στο Βαλεγκράντε της Βολιβίας και τα οστά της μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν στο Μαυσωλείο του Τσε στην Σάντα Κλάρα της Κούβας.
Ένα βιβλίο με τίτλο «Τάνια, η γυναίκα που αγάπησε ο Τσε Γκεβάρα», όσο και ανεπιβεβαίωτες φήμες προερχόμενες από τη C.I.A, έχουν στο παρελθόν υπενιχθεί ότι, στην πραγματικότητα, η Ταμάρα Μπίντερ δούλευε γιά λογαριασμό της σοβιετικής υπηρεσίας πληροφοριών K.G.B. Κάτι που τόσο η γερμανική Stasi όσο και η K.G.B. έχουν γραπτώς διαψεύσει.
Καμίλο Σιενφουέγος (Camilo Cienfuegos)
Ο Καμίλο Σιενφουέγος, προσωπικός φίλος του Τσε Γκεβάρα, ήταν από τους πρωτεργάτες της Κουβανικής επανάστασης. Γεννηθείς στην συνοικία Λότον της Αβάνας το Φεβρουάριο του 1932 μεγάλωσε σε οικογένεια με αναρχικές τάσεις, από γονείς που είχαν εγκαταλείψει την Ισπανία πριν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου. Η πρώτη του επαφή με τον επαναστατικό ακτιβισμό και την πολιτική γίνεται το 1954 όντας ενεργό μέλος φοιτητικής ομάδας ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Ως αποτέλεσμα αυτού μάλιστα, το Δεκέμβρη του 1955, τραυματίζεται από σφαίρα κατά τη διάρκεια διαδήλωσης γιά τον κουβανό ήρωα της ανεξαρτησίας Αντόνιο Μασέο.
Άνεργος και έχοντας υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία από τις αστυνομικές αρχές του δικτατορικού καθεστώτος αναχωρεί γιά τις Ηνωμένες Πολιτείες, διαμένοντας γιά σύντομο διάστημα στη Νέα Υόρκη. Με τη λήξη της άδειας παραμονής του συλλαμβάνεται και απελαύνεται στο Μεξικό. Εκεί γνωρίζει τον Φιντέλ Κάστρο ο οποίος οργάνωνε ήδη το επαναστατικό κίνημα γιά την ανατροπή του Μπατίστα. Το Νοέμβριο του 1956 ο Σιενφουέγος είναι ένας εκ των 82 επιβαινόντων στο πλοιάριο «Γκράνμα» με προορισμό τις κουβανικές ακτές. Μετέχει ενεργά στο αντάρτικο στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα, αποκτώντας σύντομα τον τίτλο του «Κομαντάντε». Μεγάλη του επιτυχία θεωρείται η στρατηγικής σημασίας νίκη του επί των στρατιωτικών δυνάμεων της δικτατορίας στη μάχη του Yaguajay το Δεκέμβριο του 1958. Στις 31 Δεκεμβριου, οι αντάρτες υπό την ηγεσία των Τσε Γκεβάρα και Καμίλο Σιενφουέγος απελευθέρωναν θριαμβευτές την πόλη της Σάντα Κλάρα.
Λίγες ημέρες πριν τον μυστηριώδη θάνατο του, ο Καμίλο συνέλαβε – έπειτα από εντολή του Φιντέλ – τον σύντροφο Ούμπερ Μάτος, ο οποίος αντιτίθετο στον αναπτυσσόμενο κομμουνιστικό χαρακτήρα του Επαναστατικού Κινήματος της 26ης Ιουλίου. Στις 28 Οκτωβρίου 1959, το Cessna 310 αεροσκάφος στο οποίο επέβαινε ο Σιενφουέγος χάνεται πάνω απ’ τα νερά του Ατλαντικού, κατά τη διάρκεια πτήσης από το Κάμαγουέι προς την Αβάνα. Οι έρευνες που ακολούθησαν κατέληξαν σε αδιέξοδο, καθώς δε βρέθηκαν ποτέ συντρίμια του αεροσκάφους ούτε το σώμα του ίδιου του Σιενφουέγος. Η αναπάντεχη και μυστηριώδης εξαφάνιση του τον μετέτρεψαν σε είδωλο της Κουβανικής Επανάστασης – προς τιμήν του, ο Τσε έδωσε το όνομα του στο γιό του Καμίλο.
Στη μνήμη του κουβανού επαναστάτη δημιουργήθηκε μουσείο στην πόλη Γιαγκουαγιαϊ (Yaguajay) την κορυφή του οποίου κοσμεί μεγαλοπρεπές άγαλμα.
«Λίγοι άνδρες έχουν επιτύχει να αφήνουν σε κάθε τους δράση ένα τόσο ξεχωριστό προσωπικό σημάδι. Είχε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων, που τον είχαν επιλέξει μέσα από χιλιάδες γιά μιά προνομιούχο θέση εξαιτίας της τολμηρότητας των απόψεων του, την επιμονή του, την ευφυία του και την απαράμιλλη αφοσίωση του. Ο Καμίλο εξάσκησε την αφοσίωση του με θρησκευτική ευλάβεια».
– Τσε Γκεβάρα γιά τον Καμίλο Σιενφουέγος.