Ετικέτα: Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας
“El Poderoso”: Ο Τσε μέσα απ’ το βλέμμα του φίλου του, Αλμπέρτο Γκρανάδο
- Αλμπέρτο και Ερνέστο στο Μπουένος Άϊρες, 1950-1951.
Στη μνήμη του Αλμπέρτο Γκρανάδο (1922-2011) που έφυγε απ’ τη ζωή δύο χρόνια πριν, στις 6 Μάρτη 2011.
Για τους πολλούς ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν και είναι ο “Κομαντάντε”, ο Επαναστάτης, ο αργεντίνος κομμουνιστής με το ιδεαλιστικό πνεύμα και την αγέρωχη όψη. Για τον Αλμπέρτο Γκρανάδο υπήρξε ο αμίγκο (φίλος), ο σύντροφος των νεανικών του χρόνων, ο κολλητός, η παρέα του μεγάλου ταξιδιού στις χώρες της νότιας Αμερικής. Μαζί επιχείρησαν το 1952 να κάνουν το γύρο της λατινικής Αμερικής πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, την περίφημη “Ποδερόσα ΙΙ”, σε ένα ταξίδι που έμελλε να μείνει στην ιστορία και να σημαδέψει για πάντα τον Τσε.
Περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες μετά τη δολοφονία του φίλου του στη Βολιβία ο γηραιός πλέον Αλμπέρτο έφερνε στη μνήμη του τα χρόνια εκείνα της αθωότητας. “Δεν με ξέχασε ποτέ και ούτε εγώ τον ξεχνώ” θυμόταν ο Γκρανάδο διηγούμενος την πρώτη του γνωριμία με το ασθματικό παιδί απ’ το Ροσάριο. «Ο Τσε με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε. Ήταν ένα νεαρό, ασθματικό, λεπτό παιδί. Παρατήρησα πως είχε μια σημαντική ικανότητα να αλλάζει άμεσα τις αρνητικές καταστάσεις σε θετικές, μέσω της προσωπικότητας και της εξυπνάδας του… Είχε κι’ αλλες αρετές, οι οποίες στα είκοσι μου χρόνια μου φαινόντουσαν αρνητικά στοιχεία, όπως το ότι δε μπορούσε να πει ψέματα»[1]. Τι ήταν αυτό που έφερε κοντά τους δύο νεαρούς φοιτητές ιατρικής; Μάλλον κάποια κοινή αίσθηση εκτίμησης για την ποίηση, το διάβασμα και ασφαλώς την ακόρεστη διάθεση να ταξιδέψουν, να γνωρίσουν μακρυνά μέρη. «Δεν είχαμε πολιτική κατεύθυνση, μόνο το πνεύμα της περιπέτειας και θέληση για γνώση» εξηγούσε ο ίδιος ο Αλμπέρτο για την κινητήρια δύναμη που τους ώθησε να ταξιδέψουν. Στις πρώτες τους συζητήσεις υπήρχε η σκέψη για ταξίδια τόσο μακρυνά, στην άλλη άκρη του ωκεανού, σε μέρη και χώρες με ιστορία αιώνων. «Στην αρχή είχαμε σκεφτεί την Ευρώπη, την κοιτίδα του πολιτισμού του οποίου ως Αργεντίνοι, είμαστε προϊόντα. Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία – η χώρα της Επανάστασης, που ο Ερνέστο μίλαγε και τη γλώσσα της. Ακόμη η Ισπανία, η κατά μια έννοια μητέρα-πατρίδα μας. Ή ακόμη, η Αίγυπτος των Φαραώ και των πυραμίδων. Δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε, ολόκληρες βδομάδες. Όμως στο βάθος, ο Ερνέστο έλκονταν πιο πολύ απ’ την ήπειρο μας. Να φύγουμε αναζητώντας τις λατινοαμερικάνικες ρίζες μας, ν’ανακαλύψουμε τους προκολομβιανούς πολιτισμούς, ν’ανέβουμε το Μάτσου Πίτσου, να προσπαθήσουμε να εξιχνιάδουμε τα μυστικά, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πως ζούσαν οι Ίνκας… Η Ευρώπη, η Αίγυπτος, όλος ο υπόλοιπος κόσμος, θα μένανε γι’ αργότερα» [2] διηγούνταν ο “Μιάλ”, όπως ήταν το παρατσούκλι του Γκρανάδο στα νιάτα του.
Το ταξίδι στις χώρες της νότιας Αμερικής – στις κρύες εκείνες νύχτες στην Χιλή, στα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα, στις κορυφές του Περού, στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο – “έδεσε” ακόμη περισσότερο τη φιλία του “Μιάλ” με τον “Φουσέρ”, μια φιλία που σύμφωνα με τον Γκρανάδο την “τοποθετούσαν πάνω απ’ όλα”. «Δεν ήταν εύκολο να είσαι φίλος του Ερνέστο, γιατί πάντα υπάρχει μια τάση να συγχωρείς περισσότερα σε ένα φίλο. Συχνά λένε για κάποιο φίλο ότι είναι μεθύστακας, γυναικάς, ότι δεν σέβεται τις γυναίκες. Όμως ο φίλος είναι φίλος και τον υπερασπίζεσαι. Όχι ότι ο Τσε τα έκανε αυτά. Ο φίλος ήταν πάντα φίλος, εφόσον ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο που βοήθησε να γίνουμε φίλοι την πρώτη φορά – έντιμος, καλός φίλος και πάντα έτοιμος να δώσει σε όσους δεν είχαν τίποτε» εξηγούσε ο Αλμπέρτο και προσέθετε: «Ήταν πάντα έντιμος και έθετε τον εαυτό του υψηλές απαιτήσεις, κάτι που διαφαινόταν απο μικρή ηλικία. Αν δεν άντεχες την κριτική, αν σου άρεσε η κολακεία, αν με άλλα λόγια είχες αυταπάτες, δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να γίνεις φίλος του Τσε. Ήταν πάντα έτοιμος να σου επιτεθεί και, αργά ή γρήγορα, θα σε έκανε να θυμώσεις» [3].
Πέραν όμως των απαιτήσεων που είχε ο νεαρός Γκεβάρα, προτίστως από τον εαυτό του και δευτερευόντως από τους φίλους του, δεν έπαυε να είναι ένας νέος της εποχής του. Ένα παιδί όπως όλοι οι υπόλοιποι. Διηγούνταν ο Γκρανάδο ένα περιστατικό, στις αρχές της φιλίας του με τον “Φουσέρ”: «Το 1950 δούλευα σε μια αποικία λεπρών στο Σαν Φρανσίσκο ντε Τσανιάρ και ο Τσε, που τότε σπούδαζε ιατρική, έκανε ταξίδια στην Αργεντινή με ένα μοτοποδήλατο. Επισκέφθηκε και τις 14 επαρχίες της χώρας, ένα ταξίδι κάπου 3000 μιλίων, και σταμάτησε στην αποικία λεπρών να περάσουμε λίγο καιρό μαζί. Επισκευάσαμε το μοτοποδήλατο για να συνεχίσει το ταξίδι και τη μέρα της αναχώρησης οργανώσαμε ένα πάρτι. Κάποιες φίλες μου ήρθαν στο πάρτι και περνούσαμε πολύ ωραία. Όταν σηκωθήκαμε να φτιάξουμε ενα ποτό, θυμήθηκα ότι δεν έπινε, μόνο κάποιες φορές ένα αναψυκτικό με πάγο. Έτσι, χωρίς να του πω που πηγαίναμε, ανεβήκαμε σε ένα μοτοποδήλατο και πήγαμε κάπου 3 μίλια για να βρούμε αναψυκτικό. Πήγα στο σπίτι του γερουσιαστή της επαρχίας, που ήξερα ότι είχε ψυγείο που δούλευε με βενζίνη! Είπα: “Με συγχωρείτε, κυρία. Ένας φίλος που έχει έρθει από το Μπουένος Άιρες είναι πολύ άρρωστος. Έχει πονοκέφαλο, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε λίγο πάγο; Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι με τον πάγο θα του έφτιαχνα ένα κοκτέιλ. Μόλις είχαμε αρχίσει να πίνουμε, εμφανίστηκε η γυναίκα του γερουσιαστή. Ο Ερνέστο έπεσε στο πάτωμα και έκανε ότι του πονούσε το κεφάλι. Ωστόσο η γυναίκα κατάλαβε ότι το έκανε ψέμματα. Σταμάτησε λοιπόν (ο Τσε) και άρχισε να γελά. Αυτός ήταν… απλώς ένας απο τα παιδιά, από εμάς. Αυτό είναι που οι άνθρωποι θέλουν να ξεχάσουν, καθώς αργότερα έγινε ένα ξεχωριστό άτομο. Αλλά, αν ξεχάσουμε τέτοιες στιγμές, ο Τσε γίνεται μια απόμακρη μορφή και τότε πως μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του; Με άλλα, λόγια, τον θεοποιούμε» [4].
Ερνέστο και Αλμπέρτο, Φουσέρ και Μιάλ, μοιράστηκαν πολλές στιγμές πραγματικής φιλίας, που έφτανε απο συζητήσεις για την πολιτική επικαιρότητα μέχρι τους πιο απλούς, νεανικούς αστεϊσμούς μεταξύ τους. Χαρακτηριστικός ο διάλογος που θυμόταν ο Αλμπέρτο από το μακρυνό 1950: «Είχαμε συμφωνήσει να τον πάω με το μοτοποδήλατο μου κάποια απόσταση. Τότε μου λέει: “Κοντέ, έχω να σου πω κάτι πριν φύγω. Είναι φανερό ότι σου αρέσει η λέπρα: η δουλειά σου είναι να είσαι η τοπική προσωπικότητα, να πηδάς ότι κινείται και να κατεβάζεις όσο κρασί μπορείς”. Και γω του λέω: “Δεν πας να γαμηθείς;”. Αυτές οι αναμνήσεις δείχνουν τι ήταν ο Τσε, το χιούμορ του και πως ήταν να είσαι φίλος του».
Ο Αλμπέρτο έζησε, εργαζόμενος ως γιατρός και ερευνητής, για ένα διάστημα στη Βενεζουέλα και την Ιταλία, ενώ ο Ερνέστο πραγματοποίησε και άλλο ταξίδι, αυτή τη φορά στην κεντρική Αμερική. Βρέθηκε στη Γουατεμάλα όπου ήρθε σε επαφή με κουβανούς εξόριστους και στο Μεξικό πήρε τη μεγάλη απόφαση να αφοσιωθεί στον σκοπό της κουβανικής επανάστασης. Ο Γκρανάδο θυμόταν ότι, ο Τσε, από τα πρώτα στάδια της πολιτικής του ενηλικίωσης, έδειχνε να στρέφεται προς τον επαναστατικό σοσιαλισμό, στην ανάγκη ένοπλης καταπολέμησης του φρικτού ιμπεριαλισμού, των ντόπιων και ξένων καπιταλιστικών “χταποδιών” όπως τα αποκαλούσε. “Ο Ερνέστο είχε την πεποίθηση ότι η αντιδραστική ισχύς και βία έπρεπε να αντιμετωπιστεί με επαναστατική βία” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο αργεντίνος γιατρός. Χαρακτηριστικός είναι άλλωστε και ο διάλογος τους, το 1952, στις ιστορικές κορυφές του Μάτσου Πίτσου, στο Περού, σε μια στιγμή που είχαν κάτσει να ξαποστάσουν: Ο Μιάλ ξεκινά με ένα παραλλήρημα, από αυτά που συνήθιζε, αναμειγνύοντας ποίηση (συνήθως του Πάμπλο Νερούδα και του Γκαρσία Μάρκες) με πολιτικούς στοχασμούς. «Θα παντρευτώ τη Μαρία Μαγδαλένα απ’ το Κούσκο, και καθώς είμαι απόγονος του Μάνκο Καπάκ ΙΙ, θα γίνω με τη σειρά μου ο Μάνκο Καπάκ ΙΙΙ. Οργανώνω το κόμμα μου, βάζω το λαό μου να ψηφίσει και ξαναγεννιέται έτσι η επανάσταση του Τουπάκ Αμάρου, δηλαδή η πραγματική ινδοαμερικάνικη Επανάσταση» λέει ο Μιάλ, για να λάβει την απάντηση απ’ τον Φούσερ που τον παρακολουθούσε κουνώντας το κεφάλι: «Επανάσταση χωρίς να πέσει τουφεκιά; Είσαι τρελός, Πετίσο!» .
Κάποια στιγμή οι δρόμοι των δύο στενών φίλων χώρισαν. Τον Ιούλη του 1952 το ταξίδι τους στη νότια Αμερική λαμβάνει τέλος. Στο αεροδρόμιο Μαϊκετία της Βενεζουέλας θα αποχαιρετιστούν. Ο Τσε όμως δεν θα ξεχάσει ποτέ τον φίλο του. Το 1960 ο Γκρανάδο θα επισκεπτεί στην Κούβα τον παλιόφιλο του, σημαίνων πλέον στέλεχος της επαναστατικής κυβέρνησης του Φιντέλ Κάστρο και ένα χρόνο αργότερα, το 1961, θα εγκατασταθεί και ο ίδιος στο νησί. Έκτοτε ο Αλμπέρτο Γκρανάδο δεν εγκατέλεψε ποτέ την Κούβα μέχρι και το θάνατο του. Ίδρυσε στην Κούβα την Σχολή Ιατρικής του Σαντιάγκο και δίδαξε βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας. Συχνά, όταν βρισκόταν στην Αβάνα επισκέπτονταν τον Τσε και μαζί έπιναν το αγαπημένο τους τσαϊ ματέ, το ζεστό ποτό που τους κρατούσε συντροφιά τα κρύα βράδια του 1952 κατά τη διάρκεια του νεανικού τους ταξιδιού.
“Με αναζητούσε συχνά, αλλά, καθώς ήταν υπουργός, πίστευα ότι δεν έπρεπε να σπαταλά τον πολύτιμο χρόνο του μαζί μου. Αυτό είναι το μόνο που μετανιώνω. Έπρεπε να τον βλέπω περισσότερο. Όποτε πήγαινε στο Σαντιάγκο ντε Κούβα με επισκέπτονταν. Όποτε πήγαινα στην Αβάνα, του τηλεφωνούσα” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο Γκρανάδο.
Συναντήθηκαν για τελευταία φορά πριν την αναχώρηση του Τσε για το Κονγκό, τον Απρίλη του 1965. Αυτήν την συνάντηση θυμόταν ο Αλμπέρτο: «Πριν φύγει για το Κονγκό νομίζω ότι ήθελε να με αποχαιρετήσει με τον δικό του τρόπο, με ελάχιστα λόγια και μάλλον δεν ήθελε να είναι πολύ συναισθηματικός, ή τουλάχιστο να μην το δείχνει. Πριν φύγει μου έδωσε τρείς τόμους του βασικού ιστορικού βιβλίου της Κούβας, του El Ingenio (. Σε έναν απ’ τους τόμους ο Τσε είχε γράψει κάτι για τον παλιό του φίλο, ως περιπεκτική αφιέρωση, μα και ως αποχαιρετιστήριο μήνυμα: «Όταν κατακάτσει η μυρωδιά της μπαρούτης, θα σε περιμένω, γύφτε που δεν περιπλανιέσαι πια». «Νομίζω», έλεγε ο Γκρανάδο, «ότι τα λόγια που μου έγραψε ήταν ένα κάλεσμα να τον συναντήσω μόλις τα κανόνια ηχήσουν τον χαιρετισμό τους. Με άλλα λόγια, μόλις έρθει η νίκη, κάτι για το οποίο ήταν πάντα σίγουρος». Ήταν η τελευταία φορά που είδε ο ένας τον άλλο.
Στις 6 Μάρτη 2011, σαρανταέξι χρόνια μετά τον τελευταίο αποχαιρετισμό, ο Αλμπέρτο Γκρανάδο – ο Μιάλ, ο Πετίσο – έφυγε απ’ τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 88 χρόνων. Τα “ημερολόγια μοτοσυκλέτας” εκδόθηκαν σε βιβλία και προβλήθηκαν στη μεγάλη οθόνη, έγιναν ανάμνηση μιας μακρυνής εποχής, μια ιστορία δύο νεαρών που αποφάσισαν να γνωρίσουν τον κόσμο γύρω τους.
Το ταξίδι, όμως, συνεχίζεται. Μέχρι τα κανόνια να ηχήσουν τον χαιρετισμό τους. Hasta la victoria.
Σημειώσεις:
[1] Συνέντευξη στην Helen Yaffe, 24 Φλεβάρη 2005, Αβάνα, Κούβα.
[2] & [5] Ζαν Κορμιέ, Αλμπέρτο Γκρανάδο, Ίλντα Γκεβάρα Γκαδέα, «ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ» (Βιογραφία), Εκδ. Καστανιώτη, 1995.
[3] & [4] & [6] Hilda Barrio, Gareth Jenkins, «Che Handbook», MQ Publications Ltd, 2006.
Επιμέλεια: Ν. Μόττας/Guevaristas.
Ο Τσε Γκεβάρα στον κινηματογράφο
Η εικόνα του αιώνιου επαναστάτη, του δεινού αντάρτη με τον μπερέ και το διαπεραστικό βλέμμα, του επίμονου μαρξιστή γιατρού – η ίδια η πολυτάραχη ζωή του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ως ιστορικής προσωπικότητας, αποτέλεσε κατά καιρούς ενδιαφέρον θέμα για τη “μεγάλη οθόνη”.
Η πρώτη “απεικόνιση” του Τσε σε ταινία γίνεται μόλις ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του στη Βολιβία. Ο τίτλος της ταινίας “El Che Guevara” (Bloody Che Contra, 1968), σε σκηνοθεσία του ιταλού Πάολο Χιούς και τον ισπανό ηθοποιό Φρανσίσκο Ραμπάλ (1926-2001) στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με τα γεγονότα της Βολιβίας να είναι ακόμη νωπά και με ελλειπή γνώση περαιτέρω σημαντικών λεπτομερειών για τη ζωή του Τσε (π.χ. Δεν είχε εκδωθεί το ημερολόγιο της Βολιβίας) η ταινία αποτέλεσε μια εξαιρετικά βεβιασμένη μάλλον προσπάθεια απεικόνισης μιάς πολυδιάστατης προσωπικότητας που είχε δολοφονηθεί λίγους μόλις μήνες και κανείς (πέραν των δολοφόνων) δεν γνώριζε καν τον τόπο ταφής του.
Την επόμενη χρονιά, το 1969, έγινε μια σαφώς σημαντικότερη, από πλευράς παραγωγής, προσπάθεια να αποτυπωθεί στη μεγάλη οθόνη η ζωή του αργεντίνου επαναστάτη. Αυτήν τη φορά, τον Τσε ενσάρκωσε ο παγκοσμίου φήμης Ομάρ Σαρίφ και την σκηνοθεσία της ταινίας “Che!” υπέγραψε ο αμερικανός Ρίτσαρντ Φλέιτσερ. Παρά την καλή ερμηνεία από πλευράς Σαρίφ, η ταινία έλαβε αρνητικές κυρίως κριτικές ως μια “βεβιασμένη προσπάθεια που απ’ το ξεκίνημα της έμοιαζε με κακό όνειρο” (Ρότζερ Έμπερτ, The Chicago-Sun Times, Ιούνιος 1969). Ο κριτικός Ρ.Έμπερτ είχε γράψει με αφορμή την ταινία του Φλέιτσερ: “Το Χόλυγουντ έκανε ταινία για τον Τσε Γκεβάρα. Γιατί; Μάλλον επειδή κάποιος μυρίστηκε εύκολο χρήμα, έχοντας εμπνευστεί απ’ τις πωλήσεις των posters με τη μορφή του Τσε. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος διότι η ταινία “Che!” είναι η χειροπιαστή απόδειξη ότι κανένας εξ’ όσων συνδέονται με αυτήν την αηδία δεν δίνουν μια για το ποιός και τι είναι ο Τσε Γκεβάρα, ο Φιντέλ Κάστρο, την Κουβανική Επανάσταση και οτιδήποτε άλλο θέλει πάνω από πέντε λεπτά σκέψης!”. Οι διάλογοι της ταινίας “Che!” είναι στα αγγλικά και τον Φιντέλ Κάστρο υποδύεται ο αμερικανός ηθοποιός Τζακ Πάλανς.
Η “επαναφορά” του Τσε στη μεγάλη οθόνη γίνεται το 1982, αυτήν τη φορά όμως όχι με ταινία αφιερωμένη στον ίδιο τον επαναστάτη. Ο Τσε, μαζί με άλλες προσωπικότητες του 20ου αιώνα, απεικονίζεται στην σατυρική ταινία “Monty Python Live and the Hollywood Browl” σε σενάριο και σκηνοθεσία της σουρεαλιστικής κωμικής ομάδας των βρετανών “Monty Python”. Στην συγκεκριμένη ταινία-παρωδία παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, οι Καρλ Μαρξ, Βλαντίμιρ Λένιν, Τσε Γκεβάρα και Μάο Τσε Τουνγκ να μετάσχουν σε τηλεοπτικό παιχνίδι γνώσεων…αγγλικού ποδοσφαίρου.
Το 1997 και το 1999 προβάλονται δύο ισπανόφωνες ταινίες με αφορμή τη ζωή του Γκεβάρα. Η πρώτη (“El Che”) με τον Μιγκέλ Ρουίζ Ντιάζ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και η δεύτερη (“Hasta La Victoria Siempre”) με τον Αλφρέντο Βάσκο να ενσαρκώνει τον Τσε. Οι δύο ταινίες, σχετικά χαμηλού κόστους παραγωγές, δεν έγιναν ιδιαίτερα γνωστές εκτός του ισπανόφωνου κόσμου. Το 2002 είναι η σειρά του ταλαντούχου μεξικάνου ηθοποιού Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ να υποδυθεί τον Τσε στην βιογραφική ταινία “Fidel” με θέμα τον ηγέτη της Κούβας Φιντέλ Κάστρο. Παρ’ ότι 24 ετών τότε (2002) ο Μπερνάλ ερμηνεύει με ωριμότητα τον Τσε της Επανάστασης κάτι που του δίνει το κινηματογραφικό εισητήριο για τα “Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας” (Motorcycle Diaries) (2004) όπου ξαναυποδίεται τον Γκεβάρα, αυτήν τη φορά ως το νεαρό απόφοιτο της ιατρικής σχολής που μαζί με τον αδελφικό του φίλο Αλμπέρτο Γκρανάδο (ερμηνεύει ο αργεντίνος Ροντρίγκο ντε λα Σέρνα) πραγματοποιούν ταξίδι στη λατινική ήπειρο. Την σκηνοθεσία της καλογυρισμένης αυτής ταινίας υπογράφει ο Βάλτερ Σάλες, ενώ ο ίδιος ο Γκρανάδο παρίσταται στα γυρίσματα και δίνει τις πολύτιμες συμβουλές του στο σενάριο. Ο Μπερνάλ ερμηνεύει τον νεαρό Ερνέστο με ευαισθησία παρουσιάζοντας το “ανήσυχο πνεύμα” του Γκεβάρα ο οποίος προσπαθεί να αντιληφθεί τον κόσμο γύρω του ενώ σταδιακά μετατρέπεται σε συνειδητοποιημένο μαρξιστή.
Ένα χρόνο αργότερα, το 2005, ο Τσε απεικονίζεται στην ταινία “The Lost City”, σε σκηνοθεσία και σενάριο του αμερικανο-κουβανού σταρ του Χόλυγουντ Άντι Γκαρσία, ο οποίος έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με τους Ντάστιν Χόφμαν και Μπιλ Μάρει. Παρά την ενδιαφέρουσα σχετικά πλοκή της ταινίας, ο Γκεβάρα παρουσιάζεται μέσα από ένα σωρό διαστρεβλώσεις ως ανάλγητος και σκληρόκαρδος αντάρτης (τον υποδίεται ο αμερικανο-κουβανός Τζου Γκαρσία) σε μια εμφανέστατη και εμπαθή προσπάθεια συκοφάντησης της ηθικής της Κουβανικής Επανάστασης.
Την επόμενη φορά που το Χόλυγουντ επιχειρεί να μεταφέρει τη ζωή του Τσε Γκεβάρα στη μεγάλη οθόνη είναι το 2007 με την ταινία “Che Guevara”, με τον Εδουάρδο Νοριέγκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το φιλμ χαρακτηρίζεται ως “αποτυχημένο” απο πλειάδα κριτικών κινηματογράφου καθώς αποτελείται ως επί το πλείστο από παιδαριώδεις διαλόγους, κακή σκηνοθεσία, πρόχειρη παραγωγή και μυθοπλασία (π.χ. απεικονίζει τον Τσε να κάνει έρωτα με την γερμανίδα αντάρτισα Ταμάρα Μπούνκε). Μέχρι σε αυτό το σημείο ο αμερικανικός κινηματογράφος δείχνει να έχει αποτύχει παταγωδώς σε μια επαρκή – και σχετικά ουδέτερη – απεικόνιση του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.
Το 2008 ο αμερικανός σκηνοθέτης Στίβεν Σόντεμπεργκ αποφασίζει να μεταφέρει την πολυτάραχη ζωή του επαναστάτη στο κέντρο του ενδιαφέροντος των σινεφίλ. Με τον ταλαντούχο Μπενίσιο Ντελ Τόρο στον πρωταγωνιστικό ρόλο και ένα καστ αξιόλογων ηθοποιών ο Σόντεμπεργκ καταφέρνει να σκηνοθετήσει μια αξιοπρεπή ταινία (“Che”), χωρισμένη σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η επαφή του Γκεβάρα με τον Κάστρο και τους κουβανούς αντάρτες στο Μεξικό, ο ανταρτοπόλεμος στη Σιέρρα Μαέστρα, πτυχές απ’ την επανάσταση στην Κούβα αλλά μέρος των διπλωματικών καθηκόντων του Τσε (ομιλία στον ΟΗΕ το 1964). Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται κυρίως η απόπειρα του Γκεβάρα να οργανώσει το αντάρτικο στη Βολιβία όπου συλλαμβάνεται και δολοφονείται από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και το βολιβιανό στρατό. Η ταινία λαμβάνει θετικές κριτικές, ο Ντελ Τόρο υποδύεται με πειστικότητα και χωρίς ερμηνευτικές υπερβολές τον Τσε, ενώ η παραγωγή του Σόντεμπεργκ διακρίνεται από υψηλό επίπεδο ποιότητας και μελέτη της ιστοριογραφίας και των υπαρχόντων πηγών. Η εφημερίδα “Γκράνμα” απέδωσε συγχαρητήρια στον Ντελ Τόρο για την ερμηνεία του, ενώ η αμερικανο-κουβανική κοινότητα του Μαϊάμι βρήκε την ευκαιρία να δημιουργήσει ένταση κατά τη διάρκεια της προβολής της ταινίας στην πολιτεία της Φλόριντα.
Στα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα: Η γέννηση της ταξικής συνείδησης του Γκεβάρα
- Ο Ερνέστο Γκεβάρα στην Τσουκικαμάτα, 1952.
Στην Τσουκικαμάτα της Χιλής, ανάμεσα στις 13 με 16 Μαρτίου του 1952, είναι που ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα αρχίζει να γίνεται ο «Τσε». Εκεί αρχίζει να αντιλαμβάνεται πλέον τις έντονες ταξικές ανισότητες, τον καθημερινό αγώνα των εργατών για το μεροκάματο και την άνιση μάχη τους με το Κεφάλαιο που γέννησε ο ιμπεριαλισμός στη Νότια Αμερική.
Γράφει ο Τσε στίς σημειώσεις του ταξιδιού του, τις γνωστές και ως «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας»: «Εκεί (στο χωριό Μπακεδάνο) γίναμε φίλοι με ένα ζευγάρι χιλιανών εργατών που ήταν κομμουνιστές. Στο φως ενός κεριού που ανάψαμε για να φτιάξουμε ματέ και να φάμε λίγο ψωμοτύρι, τα συσπασμένα χαρακτηριστικά του εργάτη αποκτούσαν κάτι το μυστηριώδες και το τραγικό, ενώ με το απλό και εκφραστικό του λεξιλόγιο μας διηγιόταν για τους τρείς μήνες που πέρασε στην φυλακή, για τη γυναίκα του, που τον είχε ακολουθήσει πιστά, πεινασμένη, για τα παιδιά, που τα είχαν αφήσει σε έναν πονόψυχο γείτονα, για την ανώφελη περιπλάνηση του σε αναζήτηση δουλειάς, για τους συντρόφους που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και που, καταπώς έλεγαν, τους είχαν ρίξει στη θάλασσα. Αυτό το ζευγάρι, που τουρτούριζε μέσα στη νύχτα της ερήμου, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντανή εικόνα των προλετάριων όλου του κόσμου. Δεν είχαν ούτε μια τριμμένη κουβέρτα να σκεπαστούν. Τους δώσαμε λοιπόν μια απο τις δικές μας και εμείς βολευτήκαμε όπως όπως κάτω από την άλλη. Ήταν από εκείνες τις φορές που υπέφερα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιωσα πιο αδελφωμένος με αυτό το, άγνωστο για μένα, ανθρώπινο είδος.» […] (Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας, Ν.Σ Λιβάνης, 2004, σελ.148-149).
Ένα μοναδικό περιβάλλον για ενα μοναδικό πεπρωμένο, μια ιστορική καμπή. Στην είσοδο του μεταλλείου, μια σκοπιά: δεν μπαίνει εδώ ο οποιοσδήποτε. Ωστόσο, προς έκπληξη τους, ο Φουσέρ και ο Μιάλ ούτε διώχνονται ούτε περνάνε από ανάκριση. Εξαιρετικά περιποιητικός, ο αστυνομικός διευθυντής τους επιτρέπει ακόμη και να επισκεφτούν όλες τις πτέρυγες του μεταλλείου μέσα σ’ ένα φορτηγάκι της αστυνομίας, με την συνοδεία ενός ευγενικού και φλύαρου υπολοχαγού. Ο Ερνέστο ξαφνιάζεται απο μια τέτοια υποδοχή, σ’ένα μέρος που αναδίδει τόσο έντονα τη μυρωδιά του δολαρίου. Θα πρέπει να πούμε πως παρουσιάστηκαν ως γιατροί. Το βράδυ, οι αστυνομικοί τους καλούν να φάνε μαζί τους. Οι επισκέπτες καταβροχθίζουν το φαϊ τους μ’ ακόμη μεγαλύτερη όρεξη μιας και δεν είχαν φάει τίποτε απ’ την προηγουμένη. Έπειτα καταρρέουν, εξαντλημένοι, στον κοιτώνα, ο καθένας τους σ’ένα ωραίο κρεβάτι εκστρατείας.
Στις 14, σηκώνονται απ’ τα χαράματα για να επισκεφτούν τον Μίστερ Μακ Κιμπόι, τον διευθυντή του μεταλλείου. Αφού πρώτα έκαναν για ώρα υπομονή στην αίθουσα αναμονής, τους παρουσιάζουν αυτόν τον αμερικάνο που ο Ερνέστο τον βρίσκει πραγματικά πολύ…αμερικάνο: «Από άποψη ύψους, βάρους, τίχλας και αμετακίνητων απόψεων.» Με τα άσχημα ισπανικά του, ο Μακ Κιμπόι τους δίνει κατ’ αρχήν να καταλάβουν πως δε βρίσκονται σε τουριστική τοποθεσία, έπειτα δέχεται να τους παραχωρήσει στο εξής έναν ξεναγό, και η επίσκεψη αρχίζει.
Γράφει ο Τσε για την πρώτη του εντύπωση: «Η ψυχρή αποτελεσματικότητα και η ανίσχυρη μνησικακία συμβαδίζουν στο μεγάλο ορυχείο, ενωμένες, παρά το μίσος, από την κοινή ανάγκη επιβίωσης από τη μια μεριά και κερδοσκοπίας απ’ την άλλη. Μα, ποιός ξέρει, ίσως μια μέρα ένας μεταλλωρύχος να πάρει την αξίνα του με χαρά και να πάει πρόθυμα και ενσυνείδητα να δηλητηριάσει τα πνευμόνια του. Λένε πως έτσι γίνεται εκεί από όπου προέρχεται η κόκκινη φλόγα που φωτίζει τον κόσμο – έτσι λένε. Εγώ δεν το ξέρω». (σελ.151).
Το ορυχείο είναι φτιαγμένο από κερκίδες με καμιά καστοριά μέτρα φάρδος και πολλά χιλιόμετρα μήκος. Ανοίγουν τρύπες να βάλουν μέσα το δυναμίτη, ο οποίος ανατινάζει ολόκληρες πλευρές του βουνού. Τα κομμάτια που ξεκολλάνε μ’αυτόν τον τρόπο φορτώνονται σε βαγονέτα, που τα τραβάει μια ηλεκτρική μηχανή τρένου, και τα μεταφέρει μέχρι τον πρώτο μύλο για άλεσμα. Έπειτα το μετάλλευμα περνά από ένα δεύτερο, κι ύστερα από έναν τρίτο μύλο, που το καθαρίζει όλο και πιο πολύ. Όταν έχει γίνει σκόνη, ανακατεύεται με θεικό οξύ μέσα σε τεράστιες δεξαμενές. Μετά, το διάλυμα αυτό του θεικού χαλκού οδηγείται σ’ένα κτίριο που στεγάζει τους ηλεκτρολυτικούς κάδους που χωρίζουν το χα΄λκό και μεταλλάσει το οξύ. Οι δυο νεαροί επιστήμονες, παθιασμένοι με την ιατρική έρευνα, συναρπάζονται απ’ αυτά που βλέπουν. Ο ηλεκτρολυτικός κάδος στην συνέχεια μπαίνει μέσα σε τεράστιους φούρνους, με θερμοκρασία δυο χιλιάδων βαθμών. Το μέταλλο, λιωμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο χύνεται σε μεγάλα καλούπια, όπου πασπαλίζεται με μια σκόπη απο απανθρακωμένα ζώα. Τα καλούπια ψύχονται από ένα ψυκτικό σύστημα, και ο στερεοποιημένος χαλκός εξορύσσεται, υπό μορφή τούβλου, με τη βοήθεια ηλεκτρικών γερανών. Ένα τελευταίο ίσιωμα ολοκληρώνει τη δουλειά, και οι ράβδοι του κόκκινου χρυσού βγαίνουν συμμετρικοί, όμοιοι, τέλειοι. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με μια ακρίβεια ανάλογη εκείνης που βλέπει κανείς στην ταινία του Τσάπλιν «Μοντέρνοι Καιροί».
Πιο πολύ απ’ τις μηχανές, ο Ερνέστο ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους. Αντιλαμβάνεται, συζητώντας με τους εργάτες, πως ο καθένας ξέρει μόνο αυτό που συμβαίνει στην δική του πτέρυγα, και μερικές φορές μάλιστα μόνο στο δικό του τμήμα. Πολλοί, αν και δουλεύουν εδώ πάνω από δέκα χρόνια, δεν ξέρουν τι γίνεται στη διπλανή πτέρυγα. Αυτή η κατάσταση ενθαρρύνεται απ’ την Εταιρεία Μπράντεν, που μπορεί έτσι να τους εκμεταλλεύεται πιο εύκολα, κρατώντας τους στο χαμηλότερο μορφωτικό και πολιτικό επίπεδο. Οι θαραλλέοι καθοδηγητές των συνδικάτων είναι αναγκασμένοι να παλεύουν χωρίς σταματημό – όπως εξηγεί ένας απ’ αυτούς στον Ερνέστο – για να διαφωτίσουν τους εργάτες σχετικά με τα συμβόλαια που τους παρουσιάζονται.
Καθώς απομακρύνονται, ο ξεναγός-χαφιές που είχε φορτωθεί στους δύο επισκέπτες σχολιάζει σχετικά: «Όταν υπάρχει κάποια σημαντική συγκέντρωση, εγώ και άλλοι βοηθοί του διοικητή, καλούμε όσο το δυνατόν πιο πολλούς μεταλλωρύχους στο μπουρδέλο. Έτσι, η απαρτία που απαιτείται για να γίνουν πράξη οι αποφάσεις που ψηφίζονται στη διάρκεια της συγκέντρωσης δεν επιτυγχάνονται ποτέ». Συνεχίζει ήρεμα: «Θα πρέπει να πω ακόμη πως τα αιτήματα τους είναι υπερβολικά. Δεν καταλαβαίνουν πως μόνο μια μέρα απεργίας, είναι ένα εκατομμύριο δολάρια χαμένα για την εταιρεία!».
– «Και τι ζητάνε για παράδειγμα;»
– «Ω! μέχρι και εκατό πέσος αύξηση!».
Εκατό πέσος είναι ένα δολάριο.
Την επομένη, επίσκεψη σ’ ένα νέο εργοστάσιο, που δε λειτουργεί ακόμη, αλλά προορίζεται για την επεξεργασία του θειούχου χαλκού που μένει ανέγγικτος βγαίνοντας απ’ την αλυσίδα της παραγωγής. Υπολογίζουν μια συμπληρωματική απόδοση της τάξης του 30%. Τεράστιοι φούρνοι βρίσκονται υπό κατασκευή, και μια τσιμινιέρα 96 μέτρα ύψος, η πιο ψηλή της Νότιας Αμερικής. Βλέποντάς την ο Φουσέρ δεν μπορεί ν’αντισταθεί στην επιθυμία να σκαρφαλώσει εκεί πάνω. Πρώτα μ’ έναν ανελκυστήρα, μέχρι τα εξήντα μέτρα, κι έπειτα μια μικρή σιδερένια σκάλα μέχρι την κορυφή. Ο Αλμπέρτο ακολουθεί κουτσά-στραβά, κι εκεί ψηλά, σ’ αυτόν τον πρόχειρο μιναρέ, ακούει την αγόρευση του μουεζίνη-φίλου του να χάνεται μέσα στα σύννεφα. Όμως αυτός, ο Αλμπέρτο (Γκρανάδο), τη θυμάται ακόμα: «Αυτή η περιοχή ανήκει στο λαό των Αραουκανών (φυλή Ινδιάνων της Ν.Αμερικής) που πεθαίνει στη δουλειά για να γεμίζει τις τσέπες των Βορειοαμερικάνων. Με μια ταχυδακτυλουργία που δεν καταλαβαίνουν οι Ινδιάνοι, η κόκκινη γη τους μεταμορφώνεται σε πράσινα χαρτονομίσματα. Φυσικά, οι Γιάνκηδες κι οι δούλοι τους έχουν ένα σχολείο στη διάθεση τους – αυτό το κτίριο εκεί κάτω, Αλμπέρτο – με καθηγητές που έρχονται εξεπιτούτου για να μορφώσουν τα παιδιά τους. Αλλά ακόμη και το γήπεδο του γκολφ και τα σπίτια τους δεν είναι προκατασκευασμένα». […] Και στρέφοντας το βλέμμα του προς το αχανές, παρθένο ακόμη, τοπίο, υπολογίζει: «Προβλέποντας ότι θα βγουν απο δω εκατομμύρια δολάρια, κι ότι για την ώρα εξορύσσονται ενενήντα χιλιάδες τόνοι μεταλλεύματος κάθε μέρα, καταλαβαίνει κανείς ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα».
Στα «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας» ο Τσε γράφει για την εμπειρία του στα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα: «Η Τσουκικαμάτα μοιάζει με σκηνικό σύγχρονου δράματος. Δεν μπορείς να πεις ότι της λείπει η ομορφιά, αλλά πρόκειται για μια ομορφιά άχαρη, επιβλητική, παγερή. Όταν πλησιάζεις στη ζώνη των μεταλλείων, νομίζεις πως όλο το τοπίο συμπυκνώνεται, δίνοντας μια αίσθηση ασφυξίας στην πεδιάδα. […] Η Τσίλε Εξπλορέισον Κόμπανι (Chile Exploration Company) χτίζει μια άλλη μονάδα για την εκμετάλλευση του μεταλλεύματος σε θειούχο μορφή. Η καινούρια μονάδα, η πιο μεγάλη του κόσμου στο είδος της, έχει δύο τσιμινιέρες ύψους ενενήντα μέτρων και θα απορροφάει σχεδόν όλη την παραγωγή των προσεχών ετών, ενώ η παλιά θα λειτουργεί περιορισμένα, επειδή τα κοιτάσματα του μετάλλου σε μορφή οξειδίου εξαντλούνται. Για να καλυφθεί η δαπάνη του νέου χυτηρίου, συγκεντρώθηκε ένα τεράστιο στοκ ακατέργαστου υλικού, που η κατεργασία του θα αρχίσει απ’ το 1954, έτος έναρξης της λειτουργίας του εργοστασίου. Η Χιλή αντιπροσωπεύει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού και, σε αυτήν την περίοδο της αβεβαιότητας – που αυτό το υλικό έχει αποκτήσει ζωτική σημασία γιατί είναι αναντικατάστατο για μερικά όπλα – ξέσπασε στην χώρα μια οικονομικοπολιτική διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές της εθνικοποίησης των μεταλλείων, που συγκεντρώνουν μερικές οργανώσεις της Αριστεράς και των Εθνικοφρόνων, και αυτών οι οποίοι, βασισμένοι στα ιδανικά της ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας, υποστηρίζουν ότι είναι προτιμότερο ένα καλά διοικούμενο ορυχείο (έστω και σε ξένα χέρια) από την αβέβαιη κρατική διαχείρηση. Είναι βέβαιο πως στο Κογκρέσο διατυπώθηκαν σοβαρές κατηγορίες εναντίον εταιρειών που εκμεταλλεύονται τις παραχωρήσεις που γίνονται σύμπτωμα ενός κλίματος εθνικιστικών επιδιώξεων πάνω στην παραγωγή. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης, καλό θα είναι να μην ξεχαστεί το μάθημα που μας έδωσαν τα νεκροταφεία των μεταλλωρυχείων, στα οποία είναι θαμμένος ένας μικρός μόνο αριθμός από τους αμέτρητους ανθρώπους που χάθηκαν από τις κατολισθήσεις, το πυρίτιο και το απαίσιο κλίμα του βουνού». (Ημερολ. Μοτοσυκλέτας, σελ. 152-155).
Η εμπειρία της Τσουκικαμάτα μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη ουσιαστική επαφή του νεαρού τότε αργεντίνου φοιτητή ιατρικής με τις σκληρές συνθήκες επιβίωσης της εργατικής τάξης. Από τα γραπτά του ίδιου του Ερνέστο παρατηρούμε την γέννηση της ταξικής του συνείδησης και την απαρχή της αντίληψης ότι αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει. Τα όσα είδε και βίωσε στην συνέχεια της περιπλάνησης του στη Νότια και Κεντρική Αμερική συνέβαλαν στην διαμόρφωση του «Τσε», που μεγαλούργησε στην επαναστατική Κούβα λίγα χρόνια αργότερα. Η Τσουκικαμάτα αποτέλεσε σημείο-«σταθμό» σε αυτήν του την περιπέτεια ζωής.
Ν.Μόττας.
Πηγές: Ζ.Κορμιέ, Ιλτ. Γκαντέα, Αλμπ.Γκρανάδο. Τσε Γκεβάρα. Εκδ. Καστανιώτης, 1995. Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας, Ν.Σ. Λιβάνης, 2004.
Ένας χρόνος χωρίς τον Αλμπέρτο Γκρανάδο
Ήταν 5 Μαρτίου 2011 όταν ο αδελφικός φίλος του Ερνέστο Γκεβάρα, ο Αλμπέρτο Γκρανάδο έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών. Ο Αλμπέρτο απέκτησε διεθνή φήμη ως ο ευρηματικός και θερμόαιμος συνταξιδιώτης του Τσε στην περίφημη μεγάλη περιπλάνηση που πραγματοποίησαν οι δυο τους σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Ο Γκρανάδο υπήρξε η «ζωντανή μνήμη» της νεότητας του Γκεβάρα – ο μοναδικός που τον γνώρισε αρκετά πριν ο Ερνέστο γίνει Τσε. Μοιράστηκαν μαζί στιγμές χαράς και λύπης, συγκίνησης και γέλιου, εντυπωσιασμού, μικρά ατυχήματα με τη θρυλική μηχανή Ποδερόσα ΙΙ, εμπειρίες που στιγμάτισαν για πάντα τις ζωές τους. Για τον Τσε ο Αλμπέρτο ήταν ο «Μιάλ», γιά τον Αλμπέρτο ο Τσε ήταν ο «Φούσερ». Είχαν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, όπως δύο αχώριστοι φίλοι.
Η 26η Ιουλίου 1952 ήταν η τελευταία του ταξιδιού τους στη Λατινική Αμερική. Εκεί έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Την επόμενη φορά που θα βρισκόντουσαν ξανά, ο Τσε θα ήταν πλέον κορυφαίο μέλος της Επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας.
«Στις 26 Ιουλίου 1952, πρωί πρωί, ο Ερνέστο Γκεβάρα ετοιμάζεται να φύγει απ’ το αεροδρόμιο Μαϊκετία, με την άτρακτο του αεροπλάνου φίσκα στα άλογα. Οι δυο συνοδοιπόροι συντομεύουν τον αποχαιρετισμό. Ο καθένας τους καταπίνει την συγκίνηση του, μπλοφάρει για να μετριάσει τη συγκίνηση του άλλου.
«Πέρνα τις εξετάσεις σου κι έλα πάλι να με βρείς, θα ξαναπάρουμε τους δρόμους μέχρι το Μεξικό», λέει ο Μιάλ, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό.
Ανεβαίνοντας τη σκάλα του αεροπλάνου, ο Φουσέρ αποφεύγει να γυρίσει, για να μη δει ο φίλος του τη θλίψη στο πρόσωπο του».
(Ζ.Κορμιέ, Ίλ.Γκεβάρα, Αλ.Γκρανάδο (1995), Τσε Γκεβάρα, Εκδ. Καστανιώτη.)
Ο Γκρανάδο, όπως και ο Τσε, επέλεξε την Κούβα για να ζήσει και να εργαστεί. Ίδρυσε την Σχολή Ιατρικής του Σαντιάγκο και δίδαξε βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας. Τη δεκαετία του 1980 έλαβε μέρος στην ίδρυση της Κουβανικής Εταιρείας Γενετικής της οποίας διορίστηκε πρόεδρος.
Παρέμεινε, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, σταθερός υποστηρικτής των δίκαιων αιτημάτων της Κούβας και αταλάντευτος οπαδός των ιδεών που κληροδότησε ο Τσε. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 χρόνων, από φυσικά αίτια. Σαραντατέσσερα περίπου χρόνια πριν στη Βολιβία, είχε χάσει τον καλό του φίλο.
Τώρα, μπορούμε να υποθέτουμε ότι Μιάλ και Φούσερ συνεχίζουν το δικό τους, ατέρμονο ταξίδι, με το ίδιο πάθος και την ίδια όρεξη που είχαν στα θρυλικά Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας.
Guevaristas.
Ποδερόσα (La Poderosa II)
- Η θρυλική «Ποδερόσα ΙΙ» κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη Νότια Αμερική. Ο Τσε Γκεβάρα είναι στο κέντρο, τρίτος από δεξιά.
Με το όνομα Ποδερόσα ΙΙ («Η Δυνατή») είναι γνωστή η μηχανή μάρκας Νόρτον (Norton 500cc) με την οποία ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Αλμπέρτο Γκρανάδο διέσχισαν τη Νότιο Αμερική κατά το διάσημο ταξίδι τους («Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας») το 1951. Η μηχανή ήταν ιδιοκτησίας του Αλμπέρτο Γκρανάδο, απόφοιτου βιοχημικής. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και έπειτα από αρκετά μικροατυχήματα, λίγο έξω απ’ το Σαντιάγκο της Χιλής, το καλώδιο που συνέδεε το μπροστινό φρένο της Ποδερόσα έσπασε με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μη αναστρέψιμος ζημιά στη μηχανή. Στο Σαντιάγκο ο Γκρανάδο αναγκάστηκε να αφήσει το αγαπημένο του όχημα σε ένα συνεργείο, καθώς οι δύο φίλοι έπρεπε να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Εξήντα χρόνια μετά τη θρυλική διαδρομή των Ημερολογίων Μοτοσυκλέτας, η Ποδερόσα η εξαρτήματα της δεν είναι δυνατό να βρεθούν. Παρ’ όλα αυτά, στο μουσείο του Τσε Γκεβάρα στην Κόρδοβα της Αργεντινής, εκτίθεται μιά ρέπλικα του μοντέλου της διάσημης μηχανής.
Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας 1952 – Ερνέστο Γκεβάρα και Αλμπέρτο Γκρανάδο
Φωτογραφίες από το ταξίδι των νεαρών γιατρών Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα και Αλμπέρτο Γκρανάδο στη Λατινική Αμερική. Έτος: 1952.





